Όταν δεν προλαβαίνω να γράψω καινούργιο άρθρο, επαναλαμβάνω κάποιο παλιότερο -αυτό συμβαίνει και με το σημερινό μας άρθρο, που δημοσιεύεται για τρίτη φορά σήμερα. Ta άρθρα μου για τα οπωρικά συνηθίζω να τα επαναλαμβάνω κάθε 4-5 χρόνια, και αφού η προηγούμενη δημοσίευση του σημερινού έγινε το 2015 νομίζω ότι δεν θα γκρινιάξετε πολύ, ειδικά αφού τα κεράσια είναι στην εποχή τους. Προσθέτω και μερικά πράγματα, άλλωστε.
Στο τραγούδι «Ναύτης βγήκε στη στεριά», ο Μάνος Ελευθερίου, που έγραψε τους στίχους, βάζει τον ναύτη να θέλει να κεράσει «μια βανίλια παγωτό και γλυκό κεράσι». Κεράσι θα σας κεράσω στο κεφάλαιο αυτό, επισημαίνοντας πρώτα-πρώτα ότι η ομοιότητα του κερασιού με το ρήμα «κερνάω» είναι εντελώς συμπτωματική.
(Yπάρχει βέβαια και το ανέκδοτο, με τον αλλοδαπό που πηγαίνει στο περίπτερο και ρωτάει «έχει παγκωτό κεράσι;» κι όταν ο περιπτεράς του πει να πάρει από ψυγείο εκείνος λέει: «ευκαριστώ, εγκώ κεράσει άλλη φορά»).
Η λέξη κεράσι έχει αρχαία ελληνική προέλευση, από το ελληνιστικό κεράσιον, υποκοριστικό του κέρασος, που σήμαινε την κερασιά. Το δέντρο φαίνεται πως ήρθε από τη Μικρασία, αν σκεφτούμε και το τοπωνύμιο Κερασούς, οπότε η ελληνική λέξη θα είναι δάνειο από κάποια μικρασιατική γλώσσα, πανάρχαιο μάλιστα.
Στη Ρώμη, την καλλιεργούμενη κερασιά την έφερε από τον Πόντο ο Λούκουλλος και ονομάστηκε cerasus. Ο καρπός της κερασιάς, το κεράσι, ονομάστηκε cerasium, στα μεταγενέστερα λατινικά ceresium, και στα λαϊκά λατινικά ο τύπος του πληθυντικού ceresia θεωρήθηκε εσφαλμένα ως ενικός θηλυκού γένους. Από αυτόν παράγεται το γαλλικό cerise και το αγγλονορμανδικό cherise, και επειδή η κατάληξη θεωρήθηκε κατά λάθος ότι δηλώνει πληθυντικό, στα αγγλικά το τελικό –s εξέπεσε κι έχουμε το μεσαιωνικό αγγλικό chery, σημερινό cherry, που σημαίνει κεράσι. Μέσω των λατινικών πέρασε η λέξη στις πιο πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες (ή και όχι μέσω των λατινικών, π.χ. κιράζ στα τούρκικα,) και από τα αγγλικά επανήλθε ως αντιδάνειο το τσέρι, που είναι σύντμηση του cherry brandy.
Στα ιταλικά το κεράσι είναι ciliegia, που και αυτό στο λαϊκό λατινικό ανάγεται, απλώς έχει αλλάξει λίγο περσσότερο. Πάντως στη νότια Ιταλία το λένε cerase, που δείχνει πιο καθαρά την προέλευσή του.
Να σημειωθεί ότι το σέρι (sherry) είναι και αυτό αγγλικής προελεύσεως και ηδύποτο, αλλά ετυμολογικά δεν έχει καμιά σχέση με το τσέρι, αφού πήρε την ονομασία του από την ισπανική πόλη Xeres απ’ όπου το προμηθεύονταν οι Άγγλοι. Αντιδάνειο και από κεράσια, αλλά λιγότερο διαδομένο είναι το γερμανικό κιρς.