Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Φαίδων Κουκουλές’

Ευθειάσματα και φτιασίδια

Posted by sarant στο 18 Οκτωβρίου, 2022

Εκτός από την Ομάδα Παρακολούθησης Πρωτοσέλιδων Εστίας (ΟΠΠΕ), που ταχτικά τροφοδοτεί με υλικό τα σαββατιάτικα μεζεδοάρθρα μας, υπάρχει στα σόσιαλ και το Παρατηρητήριο Επιστολών Καθημερινής, το ΠΕΚ.

Το σημερινό μας σημείωμα, λοιπόν, το οφείλουμε στο ΠΕΚ, μέλος του οποίου επισήμανε τις προάλλες στο Τουίτερ μιαν επιστολή του Πέτρου Παραρά, επίτιμου αντιπρόεδρου του ΣτΕ (με αξιόλογη δράση στον τομέα των δικαιωμάτων του ανθρώπου), με γλωσσικό ενδιαφέρον. Την παραθέτω και εδώ:

Βυζαντινών ευθειάσματα

Κύριε  διευθυντά
Σε κείμενο του καθηγητή Κωνστ. Φίλη στην «Κ» («Από τους ελιγμούς στους αυτο-εγκλωβισμούς», 24/7/2022, σελ. 11) υπάρχει η φράση: «…στροφή, η οποία πρέπει να φτιασιδωθεί», χρησιμοποιείται δε και η έκφραση «το φτειασίδωμα μιας κατάστασης» (και πολιτικής), δηλαδή η ωραιοποίησή της, ώστε να μη θίγεται κανένας. Στα λεξικά το ρήμα μεταφέρεται ως «καλλωπίζω» και «μακιγιάρω» (Χαραλαμπάκης) ή «ευθειάζω» (Τριανταφυλλίδης) ή «φτειασιδώνω» (Μπαμπινιώτης).

Αποκαλυπτικός όμως είναι εν προκειμένω ο ακαδημαϊκός Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, Τόμος Ε΄ Παράρτημα, Institut Français d’ Athènes 1952, όπου (σελ. 48-49) αναφέρει ότι οι γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα, αλλά και στο Βυζάντιο, χρησιμοποιούσαν διάφορα καλλυντικά στο πρόσωπο για να φαίνονται ακόμη πιο ωραίες. Verbatim: «Τ’ ανωτέρω όμως καλλυντικά μέσα συλλήβδην εκαλούντο υπό των Βυζαντινών “ευθειάσματα”, εκ τούτων δε προήλθον τα “ευθειασίδια” ή “φτειασίδια”, τα καθιστώντα δηλαδή ευθύ το [γυναικείο] πρόσωπο [δηλαδή χωρίς ρυτίδες]. Το φτειασίδι λοιπόν διά του ει γραπτέον».

Η σύντομη αυτή επιστολή έχει αρκετό ενδιαφέρον, ετυμολογικό κυρίως αλλά και λεξικογραφικό.

Πράγματι, την ωραιοποίηση τη λέμε και φτιασίδωμα (ή, αν προτιμάτε, φτειασίδωμα κατά Μπαμπινιώτην, αλλά για την ορθογραφία θα τα πούμε παρακάτω). Εγώ δεν θα έγραφα ότι στον «Τριανταφυλλίδη» (δηλαδή στο ΛΚΝ, το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής) το ρήμα μεταφέρεται ως «ευθειάζω» διότι το ρ. ευθειάζω στο ΛΚΝ δίνεται με τη σημασία «κάνω κάτι ευθύ ή επίπεδο», ενώ υπάρχει φυσικά και λήμμα «φτιασιδώνω», με τη σημασία «μακιγιάρω» (όχι δηλαδή τη μεταφορική).

Στη δεύτερη παράγραφο ο κ. Παραράς παραθέτει σχεδόν αυτολεξεί ένα απόσπασμα από τον Κουκουλέ. Γράφω «σχεδόν» αυτολεξεί επειδή σιωπηρά εκσυγχρονίζει κάπως τη γλώσσα του Κουκουλέ (πρόσωπο αντί πρόσωπον, δηλαδή αντί δήλα δη) και παραλείπει τον τύπο «φτειάσματα» που ο Κουκουλές τον δίνει σαν παράλληλο του «ευθειάσματα» σημειώνοντας παράλληλα ότι ο τύπος αυτός εμφανίζεται σε Νομοκάνονα του 17ου αιώνα. Αλλά αυτά ειναι παρωνυχίδες.

Λοιπόν, το φτιασίδι (ή φτειασίδι αφού ο Κουκουλές το θεωρεί διά του ει γραπτέον) ανάγεται, κατά τον Κουκουλέ, στο ευθείασμα. Και παρόλο που δεν το λέει ρητά ο Κουκουλές, αφού δεν είναι αυτό το θέμα του, θα έχετε ίσως καταλάβει ότι το ρήμα «φτιάχνω» (ή φτιάνω), ένα από τα πιο σημαντικά και πολύχρηστα ρήματα της νεοελληνικής, προέρχεται από το αρχαίο «ευθειάζω».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Ετυμολογικά, Λεξικογραφικά, Ορθογραφικά | Με ετικέτα: , , , , | 89 Σχόλια »

Κουραμπιέδες ή μελομακάρονα λοιπόν;

Posted by sarant στο 24 Δεκεμβρίου, 2020

Παραμονή Χριστουγέννων σήμερα, επαναλαμβάνω ένα εορταστικό άρθρο που το δημοσιεύω στο ιστολόγιο σε τακτά χρονικά διαστήματα τέτοιες μέρες (τελευταία χρονιά το 2017). Ομολογώ πως επειδη φέτος η χρονιά είναι ιδιαίτερη, σκέφτηκα να καινοτομήσω στον τίτλο και να γράψω «κορονοκουραμπιέδες ή κορονομελομακάρονα;» αλλά δεν μου άρεσε να βλέπω το στίγμα της κορόνας δυο φορές, οπότε το διόρθωσα -κι ας χάνει η ΥΤΧ μας (υπερτρισχιλιετής, να ξέρετε) δυο λέξεις έτσι.

Επίσης, να θυμίσω ότι συνεχίζεται η ψηφοφορία για τη Λέξη της Χρονιάς. Αν δεν έχετε ψηφίσει, γιατί δεν το κάνετε τώρα και μετά να διαβάσετε απερίσπαστοι το άρθρο; Ψηφίζετε στην ειδική μας σελίδα.

Ένα από τα μεγάλα διλήμματα της ζωής, πλάι στο Αθήνα ή Θεσσαλονίκη,  Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός, Καζαντζίδης ή Μπιθικώτσης, Βουγιουκλάκη ή Καρέζη, Μπητλς ή Ρόλινγκ Στόουνς, Πελέ ή Μαραντόνα, Βίσση ή Βανδή (έβαλα κι ένα νεότερο, αλλά κι αυτό έχει πια παλιώσει) είναι και το “κουραμπιέδες ή μελομακάρονα;”

Μάλιστα, ενώ κάποια από τα διλήμματα αυτά έχουν πια ξεθωριάσει και έχουν πάψει να αφορούν τις νεότερες γενιές, οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα διατηρούν αμείωτη την οξύτητα του διλήμματος. Ομολογώ ότι η δική μου προτίμηση πηγαίνει πιο πολύ στα μελομακάρονα, ή φοινίκια που τα έλεγε η συχωρεμένη η γιαγιά μου η Αιγενήτισσα -από την άλλη, σε αντίθεση με άλλα διλήμματα εδώ γίνονται δεκτές και συναινετικές λύσεις, το συναμφότερον, και τα δυο τα τρώμε εξίσου.

Σαν χριστουγεννιάτικο έθιμο, ο κουραμπιές και το μελομακάρονο είναι πολλά χρόνια μαζί μας -περισσότερα από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Για να κάνω μια παρένθεση, καθώς σκάλιζα κάτι παλιές εφημερίδες βρήκα πρόσφατα, στο χριστουγεννιάτικο φύλλο μιας εφημερίδας του 1950 ένα άρθρο για το «ξένο έθιμο που απειλεί την Πάρνηθα», που «μεταφυτεύτηκε δυστυχώς και στην Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα» στις αρχές του αιώνα (του εικοστού) από τα μέλη των ξένων παροικιών που ζούσαν στην πρωτεύουσα.

Οι κουραμπιέδες μνημονεύονται πολύ συχνά σε χριστουγεννιάτικες διαφημίσεις στα τέλη του 19ου αιώνα, τα μελομακάρονα κάπως σπανιότερα, αλλά η πρώτη ανεύρεση που βρήκα έχει αναφορά και στα δύο. Γράφοντας το 1885 για την Αθήνα, ο Καμπούρογλου αναφέρει: Η βασιλόπιττα, μετά των υπασπιστών της μελομακαρούνων και κουραμπιέδων… Να προσεχτεί ότι χρησιμοποιείται ο τύπος μελομακάρουνο, που ήταν ο επικρατέστερος ίσως και μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αλλά σήμερα έχει υποχωρήσει (όποιος τον χρησιμοποιεί και σήμερα, ας το δηλώσει).

Στο διήγημα του Εμμ. Ροΐδη “Ιστορία μιας γάτας”, ο συγγραφέας αναπολεί την παιδική του ηλικία και λέει ότι Όταν μ’ εκούραζεν η ανάγνωσις ή μάλλον η έντασις της συγκινήσεως, συνεπαίζαμεν με την Σεμίραν ή εμοιράζαμεν αδελφικώς κουραμπιέν, τσουρέκι, χριστόψωμον ή άλλο φιλοδώρημα της καλής μου κηδεμόνος. Αναφορά σε κουραμπιέδες υπάρχει και στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Η τύχη απ’ την Αμέρικα» (οι πεθεράδες που θα μας κουβαλούν ζαχαροχαμαλιά και κουραμπιέδες…)

Ένα χρονογράφημα που βρήκα παρουσιάζει έναν ηλικιωμένο που θρηνεί την κατάργηση του κουραμπιέ, δήθεν επειδή λερώνει, αλλά στην πραγματικότητα επειδή οι (τότε) νεότερες γενιές δεν μπορούν να τον φτιάξουν. Και δεν μπορούν διότι “Το βούτυρο της εποχής σας είναι νοθευμένο όπως η πολιτική σας, οι έρωτές σας, οι ιδέες σας, η ζωή σας. Η ζάχαρή σας είναι αστεία. Και η γυναίκα σας, η γυναίκα της εποχής σας … δεν είναι μέσα στην κουζίνα της. Είναι στο πιάνο και στην οδόν Ερμού”. Επίτηδες εκσυγχρόνισα την απλή καθαρεύουσα του κειμένου, γιατί, αν εξαιρέσουμε την αναφορά στο πιάνο, τέτοιες γεροντογκρίνιες θα μπορούσαμε να τις ακούσουμε και σήμερα, ή, έστω, στη δεκαετία του 1950, αλλά το χρονογράφημα που σας λέω είναι δημοσιευμένο το 1904 στο Σκριπ (το υπογράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου) και ο γέρος που παρουσιάζει θυμάται τους κουραμπιέδες της νεότητάς του, επί Όθωνα, και ανακηρύσσει τον κουραμπιέ σε σύμβολο “σπιτισμού, ελληνισμού, χριστιανισμού”. Πάντως, παρ’ όλα όσα λέει ο νοσταλγός του Όθωνα, οι κουραμπιέδες άντεξαν στο χρόνο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αντιδάνεια, Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Στρατός, Χριστούγεννα | Με ετικέτα: , , , , , | 252 Σχόλια »

Γιατί τα κάνουμε θάλασσα;

Posted by sarant στο 16 Ιουλίου, 2020

Έχουμε μπει για τα καλά στο καλοκαίρι, έστω και στο φετινό περίεργο πανδημικό, και ακόμα δεν έχουμε δημοσιεύσει καλοκαιρινό άρθρο. Σήμερα κάνουμε την αρχή. Και αφού το καλοκαίρι πολύς κόσμος πηγαίνει στη θάλασσα, το σημερινό μας άρθρο είναι θαλασσολογικό ή θαλασσογραφικό.

Όμως, η θάλασσα είναι απέραντη. Η Μεσόγειος δεν μπορεί να δεθεί με σκοινιά, κι ούτε μπορεί η θάλασσα να καλυφθεί με ένα άρθρο -θέλει βιβλίο και βάλε. Οπότε, δεν θα το επιχειρήσω καν.

Θα εστιαστώ σε δύο πράγματα, την ετυμολογία της λέξης «θάλασσα» και την έκφραση «τα κάνω θάλασσα».

Στο πρώτο σκέλος, αντλώ υλικό από ένα καλό σημείωμα που υπάρχει στο ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη. Στο δεύτερο, από διάφορες πηγές και τα δικά μου κιτάπια.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η αρχαία λέξη θάλασσα δεν συνδέεται ετυμολογικά με τις ελληνικές συνώνυμες λέξεις πόντος, πέλαγος ούτε με τη λέξη ἅλς (θηλυκό, η αλς, ενώ ο αλς ήταν το αλάτι) σήμαινε τη θάλασσα, πβ. ομηρικό ἁλὸς πελάγη, και από το αλς παρήχθησαν πολλές λέξεις τής Ελληνικής, που συνδέονται με τη θάλασσα: π.χ. παράλιος, παραλία , ενάλιος, αλιεύς, αλιεύω, αλιεία και γιαλός < αρχ. αιγιαλός < εν αιγί αλός «στο κύμα τής θάλασσας»). Στην πραγματικότητα η λέξη θάλασσα ανήκει στις προελληνικές λέξεις, οι οποίες δεν ετυμολογούνται από τα Ελληνικά, μολονότι παραδίδονται πολλές παρετυμολογικές ερμηνείες («λαϊκές ετυμολογήσεις») της λέξης, π.χ. από το «θοώς αλλασσαμένη καί σαλευαμένη» ή «ἐκ τοῦ θῶ, τοῦ σημαίνοντος τὸ τρέχω, καὶ τοῦ λα τὸ ἁλμυρὸν ἤγουν τὸ ἅλας» και άλλες.

Αντίθετα, η λ. θάλασσα φαίνεται να συνδέεται μορφικά με τη λέξη δαλάγχα που παραδίδει ο Ησύχιος ως λέξη τής αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου. Επίσης, η λέξη θάλασσα δεν συνδέεται ετυμολογικά ούτε με τις αντίστοιχες Ι.Ε. λέξεις που έχουν ως αφετηρία τη ρίζα *mar– (πβ. λατ. mare > γαλλ. mer, αρχ. γερμ. *marja– > γερμ. Meer, παλ. σλοβ. marje > πολ. morze). Ας σημειωθεί ότι π ρίζα αυτή φαίνεται να συνδέεται με το αρχ. μαρμαίρω «λάμπω, ακτινοβολώ» (από όπου και οι λ. μάρμαρα, αρχική σημασία «στιλπνή επιφάνεια που ακτινοβολεί», και μαρμαρυγή («λαμπύρισμα») και αρχικώς αναφερόταν στην επιφάνεια τής θάλασσας που ακτινοβολεί, όταν πέφτουν επάνω της οι ακτίνες τού ηλίου.

Λόγω τής ιδιαίτερης σχέσης τού ελληνικού λαού με τη θάλασσα, το ομόρριζά της είναι πάρα πολλά στη Νέα Ελληνική. Εκτός από όσα αναφέρονται στον φυσικό κόσμο (π.χ. θαλασσο-πούλι, θαλασσ-αετός, θαλασσο-κόρακας, θαλασσοκράμβη, θαλασσόπρασο, θαλασσόχορτο, θαλασσόβραχος, λιμνοθάλασσα, ακροθαλασσιά κ.ο.κ.) ή σε πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα σχετικά με τη θάλασσα (π.χ. θαλασσο-πλόος/-πλοΐα, θαλασσο-πόρος/-ία, θαλασσογραφ-ία/-ος/-ώ, θαλασσοταραχή, θαλασσοφοβία, θαλασσαιμία «μεσογειακή αναιμία», θαλασσοδάνειο «δηλ. δάνειο που θα πληρωνόταν αν έφτανε το πλοίο στο λιμάνι» κ.ο.κ.), χρησιμοποιούνται πάρα πολλά ομόρριζα τής λέξης θάλασσα με εκφραστικό περιεχόμενο, ανάγοντάς την σε πηγή βιωμάτων: πικροθάλασσα, θαλασσοδέρνομαι, -δαρμένος, θαλασσομαχώ, θαλασσοπνίγομαι, θαλασσοπνίχτης, θαλασσοπαλεύω, θαλασσοκοπώ, ανθρωποθάλασσα, λαοθάλασσα κ.λπ.

Ακόμη, οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το ρήμα θαλασσώ (-ώνω) είτε με τη σημασία «πλένομαι στη θάλασσα» είτε με τη σημασία «διαπλέω τη θάλασσα», αλλά και με τη σύγχρονη σημασία «τα κάνω θάλασσα». Οι αρχαίοι μάλιστα είχαν επίσης ρήμα θαλασσεύω «ταξιδεύω στη θάλασσα» και θαλασσίζω «έχω γεύση θαλασσινού νερού». Μάλιστα, έπιναν θαλασσίτη (οίνο) «(κρασί) που πάγωναν στη θάλασσα») και ακόμη θαλασσομέλι «μέλι ανάμικτο με θαλασσινό νερό».

Τέλος, είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχαίοι Έλληνες λέγοντας θάλασσα εννοούσαν κατ’ εξοχήν (ήδη στον Όμηρο) τη Μεσόγειο Θάλασσα. Ο Ηρόδοτος την αποκαλεί απλώς ήδε η θάλασσα «αυτή εδώ η θάλασσα», ο Πλάτων γράφει η παρ’ ημίν θάλασσα («η θάλασσά μας») και ο Πολύβιος  η θάλασσα η καθ’ ημάς. Ο Αριστοτέλης την ονομάζει «η έσω θάλασσα» ενώ «η έξω θάλασσα» είναι ο Ωκεανός, που λέγεται επίσης «Ατλαντική θάλασσα» ή και «μεγάλη θάλασσα». Οι Έλληνες ακόμη θα καυτηριάσουν κάποιον που προσποιείται ότι αγνοεί κάτι με την παροιμιώδη φράση «ο Κρης την θάλασσαν αγνοεί». Τέλος, ο Αισχύλος (Επτά επί Θήβας) θα πει την περίφημη έκτοτε ποιητική φράση «θάλασσα κακών» (δηλ. πέλαγος δυστυχιών).

Αυτά λεει το ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη, και με ένα μόνο σημείο απ’ όσα γράφει έχω μια ένσταση, εκεί που λέει ότι το αρχαίο ρήμα «θαλασσώ» είχε, ανάμεσα στις άλλες, και τη σύγχρονη σημασία «τα κάνω θάλασσα». Αν εννοεί τη σύγχρονη μεταφορική σημασία, κάνει λάθος, διότι στο Λίντελ Σκοτ βλέπουμε ότι το θαλασσώ σήμαινε «μετατρέπω σε θάλασσα», όπως ο Νείλος την Αίγυπτο.

Όμως εμάς θα μας απασχολήσει η μεταφορική σημασία. Τα κάνω θάλασσα, λέμε. Που σημαίνει, αποτυγχάνω εντελώς, παταγωδώς. Φέρομαι αδέξια, δεν καταφέρνω το έργο που μου έχει ανατεθεί, μπερδεύομαι κτλ. Συνώνυμο: τα κάνω μούσκεμα. Το λέμε και μονολεκτικά: τα θαλάσσωσα, τα μούσκεψα, τα έκανα μαντάρα. Μπορούμε να το πούμε και πιο αθυρόστομα: τα σκάτωσα, τα έκανα σκατά, τα έκανα μουνί. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια διαφορά, άλλη από τη διαβάθμιση. Αλλά ας περιοριστούμε στη θάλασσα.

Νομίζω πως δεν υπάρχει διαφωνία πως αυτή είναι η σημερινή σημασία της λέξης. Τη φράση τη βλέπω συχνά στη αθλητικογραφία, όχι μόνο για ομάδα που ηττάται (ενώ ήταν φαβορί) αλλά και για διαιτητή που χάνει τον έλεγχο του αγώνα και σφυρίζει άλλα αντ’ άλλων. Πρόσφατα, όταν ο Τραμπ κατηγόρησε τον ΠΟΥ για κακό χειρισμό της πανδημίας (αντί να κοιτάζει την τύφλα του), αρκετοί ιστότοποι έγραψαν ότι είπε πως «ο ΠΟΥ τα έκανε θάλασσα» -φυσικά κάποιαν άλλη ιδιωματική φράση θα χρησιμοποίησε.

Ωστόσο, αν κοιτάξει κανείς κείμενα του 19ου αιώνα ή και των αρχών του 20ού, θα δει ότι η σημασία της έκφρασης τότε ήταν αρκετά διαφορετική. Για παράδειγμα, στους Αθλίους των Αθηνών του Κονδυλάκη:

Από της συστάσεως του χαρτοπαικτείου, ο Τζερεμές είχεν αρχίσει να ζητή από τον Θεμιστοκλήν πόντους, ήτοι μερδικόν από τα κέρδη, επειδή δε ο Θεμιστοκλής δεν εδέχετο, ήρχισε ν’ απειλή ότι θα πήγαινε καμμιά βραδυά στην λέσχη και θα τά’ κανε θάλασσα.

ή, στον Κατήφορο του Ξενόπουλου:

Του ερχόταν να πάει τώρα ευθύς στη γκαρσονιέρα, να τα κάνει θάλασσα. Θα τους έσπαζε στο ξύλο όλους

ή, στον Αγαπητικό της βοσκοπούλας του Κορομηλά:

    Ξέρεις τι πράμα που είν’αυτός; σαν έρθη κι αγριέψη,
         θα σύρη την κουμπούρα του, τις δυο του τις κουμπούρες,
         και θα μας κάνη θάλασσα «εν στόματι ρομφαίας»

Βλέπουμε δηλαδή πως παλιότερα η φράση σήμαινε μεν «τα κάνω άνω κάτω» όπως και σήμερα σημαίνει, όχι όμως από αδεξιότητα, αλλά επειδή το θέλω. Ο Τζερεμές στο πρώτο παράθεμα απειλεί ότι θα τα κάνει θάλασσα στη λέσχη, δηλαδή θα πάει και θα τα σπάσει όλα. Όχι «αποτυγχάνοντας», όχι «από αδεξιότητα» αλλά επειδή αυτό σκοπεύει να κάνει. Το ίδιο και στα άλλα δύο παραθέματα.

Αυτό αποτυπώνεται και σε παλιότερα λεξικά. Στον Δημητράκο η σημασία της έκφρασης δίνεται ουδέτερα: επέφερεν αναστάτωσιν. Στον Σταματάκο καταγράφεται η απειλή «θα τα κάνω θάλασσα» με τη σημασία «θα τα κάνω άνω κάτω, θα τα κάνω γυαλιά καρφιά». Σήμερα δεν νομίζω να λέγεται η απειλή αυτή.

Η αλλαγή της σημασίας δεν είναι παράξενη, εύκολα μεταπίπτει η σημασία από την αναστάτωση που προκαλείται από σκόπιμη ενέργεια στην αναστάτωση που προκαλείται από αδεξιότητα. Μας ενδιαφέρει όμως η παλιότερη σημασία για να διερευνήσουμε την προέλευση της φράσης.

Γιατί λοιπόν «τα κάνουμε θάλασσα»; Δηλαδή, από πού προήλθε η παροιμιακή έκφραση; Ο Φαίδων Κουκουλές έχει προτείνει ως αρχή της φράσης την εικόνα του ποταμού που πλημμυρίζει και τα κάνει όλα γύρω του θάλασσα -άνω κάτω δηλαδή. Δεν ειναι απίθανο, και στο βιβλίο μου «Λόγια του αέρα» αυτή την πρόταση έχω υιοθετήσει.

Έχω όμως μια επιφύλαξη. Υπάρχει και μια δεύτερη πρόταση, του Άνθιμου Παπαδόπουλου. Αντιγράφω: Σε πολλά ιδιώματα της ελληνικής, η λ. θάλασσα λαμβάνεται ως μέτρο δηλωτικό του πολλού, του αφθόνου, π.χ. γάλα θάλασσα. Στην Ήπειρο, τα κάνω θάλασσα σημαίνει «ευθυμώ, θυσιάζω αφειδώς», ίσως από εκφράσεις όπως «φαγιά θάλασσα»  κτλ. Και επειδή στα μεγάλα συμπόσια η ευθυμία οδηγεί συχνά σε παρεκτροπές, φτάσαμε στη σημασία «τα κάνω άνω κάτω», εξ ου και η διαλεκτική φρ. «όλα θάλασσα» = τα πάντα ακατάστατα.

Κάνει μερικά λογικά άλματα, αλλά αξίζει να προσεχτεί ο αρχικός πυρήνας, ότι η θάλασσα εκφράζει την αφθονία. Εδώ συναντάμε το αρχαίο «κακών θάλασσα» που είδαμε παραπάνω, ενώ την εικόνα της αφθονίας την βρίσκω και σε ένα διήγημα του Μωραϊτίδη: συνηθροίζοντο καθ’ εσπέραν την εβδομάδα του Πάσχα εις την γειτονικήν πλατείαν κ’ εχόρευον κι έλεγον «θάλασσα» τα τραγούδια εκείνα τα εύμορφα...

Οπότε, ενώ εξακολουθώ να βρίσκω πειστικότερη την εκδοχή του Κουκουλέ, κρατάω μιαν επιφύλαξη. Άλλωστε η θάλασσα δεν φανερώνει έτσι εύκολα τα μυστικά της….

 

 

Posted in Ετυμολογικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 134 Σχόλια »

Από πότε υπάρχουν ρουφιάνοι;

Posted by sarant στο 23 Οκτωβρίου, 2019

Τι ερώτηση κι αυτή! Από πάντα, θα απαντήσετε, ανέκαθεν, από την εποχή του Αδάμ -ποιος λέτε να κάρφωσε στον Πανάγαθο πως ο Αδάμ έκοψε το μήλο; Ωστόσο, οι ταχτικοί αναγνώστες του ιστολογίου ξέρουν πως συνηθίζουμε στο ιστολόγιο άρθρα με παρεμφερείς τίτλους (π.χ. «Από πότε υπάρχουν μαλάκες;«), τιτλους ελαφρώς παραπλανητικούς αφού εννοούν «από πότε υπάρχει η τάδε λέξη» και όχι «από πότε υπάρχει το πράγμα που περιγράφει η λέξη».

Οπότε, αν θέλαμε να διατυπώσουμε ακριβέστερα το ερωτημα του τίτλου θα έπρεπε να ρωτάει: «Από πότε υπάρχει η λέξη ‘ρουφιάνος’;» Και μάλιστα, όπως θα δείτε στη συνέχεια, αυτό που μάς απασχολεί δεν είναι (μόνο ή τόσο) πότε εμφανίστηκε η λέξη «ρουφιάνος» αλλά πότε εμφανίστηκε η σημερινή (επικρατέστερη) σημασία της, δηλαδή η σημασία του καταδότη, του χαφιέ, του καρφιού, του προδότη, του συκοφάντη.

Τι μου ήρθε και ασχολήθηκα με το θέμα; Τον τελευταίο καιρό στα κοινωνικά μέσα πολύς κόσμος χαρακτηρίζει με αυτό το ελάχιστα κολακευτικό επίθετο τον βουλευτή της ΝΔ Κ. Μπογδάνο. Μάλιστα, αν βάλετε στο γκουγκλ «εθνικός ρουφιάνος», η πρώτη εικόνα που βγαίνει είναι αυτή που βλέπετε αριστερά. Σπεύδω να διευκρινίσω πως εγώ απλώς καταγράφω ένα φαινόμενο -δεν το επιδοκιμάζω.

Η αμφίβολη δόξα του κ. Μπογδάνου είναι πρόσφατη. Στο παρελθόν ο χαρακτηρισμός «εθνικός ρουφιάνος» έχει απονεμηθεί, δίκαια ή άδικα, σε άλλους, κυρίως σε δημοσιογράφους. Είναι άλλωστε γνωστό το υβριστικό (και άδικο, θα έλεγα, αφου γενικεύει) σύνθημα που έχει το ακρώνυμο ΑΡΔ (όπου το Ρ ειναι ρουφιάνοι και το Δ δημοσιογραφοι. Α, μας διαβαζει και η μαμά μου).

Πώς κέρδισε ο κ. Μπογδάνος αυτόν τον όχι περιζήτητο τίτλο; Κυρίως επειδή πριν από καμιά δεκαπενταριά μέρες, που είχε γίνει σύγκρουση διαδηλωτών του ΠΑΜΕ με την αστυνομία, και που είχε γίνει ιότροπη μια φωτογραφία στην οποία ένας διαδηλωτής φαινόταν να επιτίθεται με φιγούρα του καράτε σε έναν αστυνομικό, ο κ. Μπογδάνος έσπευσε να γράψει στον λογαριασμό του στο Τουίτερ ότι το όνομα του διαδηλωτή είναι έτσι κι έτσι. (Μην το γράψει κανείς, θα το σβήσω). Το επανελαβε και από την τηλεόραση.

Αυτό κατά πάσα πιθανότητα είναι παράνομο και οπωσδήποτε είναι φοβερά επικίνδυνο και ανήθικο να το κάνει ένας βουλευτής. Η παρανομία, αν υπάρχει, έγκειται στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (ταύτιση του προσώπου της συγκεκριμένης φωτογραφίας με πρόσωπα που εικονίζονται σε άλλες φωτογραφίες). Το επικίνδυνο έγκειται στο οτι ο βουλευτής, που έχει δεκάδες χιλιάδες ακόλουθους στο Τουίτερ, κατονομάζει εναν απλό πολίτη και τον εκθέτει σε ενδεχόμενες πράξεις αντεκδίκησης, ενώ καθόλου δεν αποκλείεται ο βουλευτής να έχει κάνει λάθος στην ταύτιση των προσώπων στις φωτογραφίες. Είναι και ανήθικο, διότι ο βουλευτής καλύπτεται από ασυλία κι έτσι ο θιγείς πολίτης δεν μπορεί να διεκδικήσει εύκολα το δίκιο του.

(To πόσο επικίνδυνες ειναι οι «καταγγελίες» στα κοινωνικά μέσα φάνηκε χτες, όταν ο κ. Μπογδάνος κατονόμασε ως υπεύθυνη για το φιάσκο με την ταινία Τζόκερ την κ. Μαρία Βλαζάκη, η οποία δεν είχε καμιά σχέση. Ο βουλευτής ζήτησε συγγνώμη αλλά στο μεταξύ η ψευδοκαταγγελία έχει κάνει τον γύρο της Ελλάδας).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά, Ληξιαρχεία λέξεων, Μεταμπλόγκειν | Με ετικέτα: , , , , | 216 Σχόλια »

Κουραμπιέδες ή μελομακάρονα για φέτος;

Posted by sarant στο 21 Δεκεμβρίου, 2017

Επειδή το ζήτησε ο φίλος μου ο Πάτροκλος, αναδημοσιεύω ένα άρθρο του 2014 που αναφέρεται στο αιώνιο δίλημμα των χριστουγεννιάτικων γιορτών.

Ένα από τα μεγάλα διλήμματα της ζωής, πλάι στο Αθήνα ή Θεσσαλονίκη,  Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός, Καζαντζίδης ή Μπιθικώτσης, Βουγιουκλάκη ή Καρέζη, Μπητλς ή Ρόλινγκ Στόουνς, Πελέ ή Μαραντόνα, Βίσση ή Βανδή (έβαλα κι ένα νεότερο για ξεκάρφωμα), είναι και το “κουραμπιέδες ή μελομακάρονα;”  Μάλιστα, ενώ κάποια από τα διλήμματα αυτά ξεθωριάζουν και παύουν να αφορούν τις νεότερες γενιές, οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα διατηρούν αμείωτη την οξύτητα του διλήμματος. Ομολογώ ότι η δική μου προτίμηση πηγαίνει πιο πολύ στα μελομακάρονα, ή φοινίκια που τα έλεγε η συχωρεμένη η γιαγιά μου η Αιγενήτισσα -από την άλλη, σε αντίθεση με άλλα διλήμματα εδώ γίνονται δεκτές και συναινετικές λύσεις, το συναμφότερον, και τα δυο τα τρώμε εξίσου.

Σαν χριστουγεννιάτικο έθιμο, ο κουραμπιές και το μελομακάρονο είναι πολλά χρόνια μαζί μας -περισσότερα από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Για να κάνω μια παρένθεση, καθώς σκάλιζα κάτι παλιές εφημερίδες βρήκα πρόσφατα, στο χριστουγεννιάτικο φύλλο μιας εφημερίδας του 1950 ένα άρθρο για το «ξένο έθιμο που απειλεί την Πάρνηθα», που «μεταφυτεύτηκε δυστυχώς και στην Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα» στις αρχές του αιώνα (του εικοστού) από τα μέλη των ξένων παροικιών που ζούσαν στην πρωτεύουσα.

Οι κουραμπιέδες μνημονεύονται πολύ συχνά σε χριστουγεννιάτικες διαφημίσεις στα τέλη του 19ου αιώνα, τα μελομακάρονα κάπως σπανιότερα, αλλά η πρώτη ανεύρεση που βρήκα έχει αναφορά και στα δύο. Γράφοντας το 1885 για την Αθήνα, ο Καμπούρογλου αναφέρει: Η βασιλόπιττα, μετά των υπασπιστών της μελομακαρούνων και κουραμπιέδων… Να προσεχτεί ότι χρησιμοποιείται ο τύπος μελομακάρουνο, που ήταν ο επικρατέστερος ίσως και μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αλλά σήμερα έχει υποχωρήσει (όποιος τον χρησιμοποιεί και σήμερα, ας το δηλώσει).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αντιδάνεια, Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Στρατός | Με ετικέτα: , , , , , | 139 Σχόλια »

Κρέας και νύχι

Posted by sarant στο 19 Σεπτεμβρίου, 2017

Σε ένα παλιό άρθρο, που είχε θέμα την Άννα Καρένινα του Τολστόι και την κλασική μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου, που τότε είχε επανεκδοθεί, έγραφα ανάμεσα στ’ αλλα:

Κάπου αλλού, θέλοντας [ο Αλεξάνδρου] να αποδώσει σε υποσημείωση τον γαλλικό ιδιωματισμό ami cochon, που ο Τολστόι το αφήνει γαλλικά στο κείμενο, και για να αποφύγει το κακέμφατο με το βρακί, διαλέγει το «φιλί-κλειδί» που ταιριάζει βέβαια μια χαρά αλλά είχε παλιώσει ήδη το 1960· εγώ θα έβαζα «κρέας και νύχι». Και κανονικά το γράφουμε «φηλί κλειδί» διότι δεν είναι φιλί που φιλάμε αλλά θηλιά. Οι εκφράσεις αυτές αξίζουν ιδιαίτερο σημείωμα.

Τις προάλλες, έπεσα από σπόντα πάνω σε εκείνο το παλιό άρθρο και είδα την υπόρρητη υπόσχεση για τις εκφράσεις που αξίζουν ιδιαίτερο σημείωμα. Κι έτσι προέκυψε το σημερινό άρθρο.

Οι «εκφράσεις αυτές» είναι τρεις, αν και η μία αναφέρεται μόνο υπαινικτικά: είναι κρέας και νύχι, είναι κώλος και βρακί, είναι φηλί-κλειδί. Όλες σημαίνουν το ίδιο πράγμα.

Λέγονται για ανθρώπους που έχουν πολύ στενή σχέση, που είναι αχώριστοι φίλοι, που έχουν ισχυρούς και στενούς δεσμούς. Πόσο στενούς; Όσο έχουν το κρέας και το νύχι, που ελάχιστη απόσταση υπάρχει μεταξύ τους -το λέει και η παροιμία, που συνήθως λέγεται γι’ αντρόγυνα: «Ανάμεσα στο νύχι και στο κρέας τίποτε δεν χωρεί».

Σε ίδια στενή και συνεχή σχέση βρίσκεται βέβαια ο πισινός μας με το βρακί, αλλά το φηλί θέλει λίγη εξήγηση. Φηλί είναι η κλειδαρότρυπα, όσο κι αν αυτό δεν φαίνεται.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Συγκριτικά γλωσσικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 192 Σχόλια »

Του κερατά

Posted by sarant στο 23 Ιανουαρίου, 2017

Φυλλομετρούσα προχτές το βιβλίο του Παντελή Μπουκάλα «Συμποτικά επιγράμματα», που περιλαμβάνει 64 επιγράμματα από το 11ο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας, που κατατάσσονται στην κατηγορία των συμποτικών -πολλά είναι πειραχτικά, σαν κι αυτό που έτυχε να προσέξω, και που θα δώσει το έναυσμα για το σημερινό μας άρθρο.

Είναι λοιπόν ένα επίγραμμα του Καλλικτήρος του Μανησίου, το εξής:

Ὅστις ἔσω πυροὺς καταλαμβάνει οὐκ ἀγοράζων,
κείνου Ἀμαλθείας ἁ γυνά ἐστι κέρας.

Χρειάζεται μετάφραση; Όχι βέβαια, διότι η ελληνική γλώσσα είναι μία και ενιαία. Επειδή όμως με διαβάζει κι ένας αλλοδαπός που μαθαίνει ελληνικά, παραθέτω την (όχι κατά λέξη, εννοείται) απόδοση του Παντελή Μπουκάλα:

Όποιος ποτέ του στάρι δεν αγόρασε μα πάντα σπίτι του το βρίσκει,
κέρατο της Αμάλθειας έχει τη γυναικούλα του.

Τον μύθο με το κέρας της Αμάλθειας τον ξέρουμε βέβαια, και θα το έχετε δει και σε παραστάσεις να βγάζει από μέσα χίλια δυο καλά. Ο φίλος Παντελής διόλου τυχαία δεν διάλεξε να γράψει «κέρατο» της Αμάλθειας, διότι, όπως λέει στα σχόλια, ασφαλώς εδώ υπάρχει λογοπαίγνιο ανάμεσα στο κέρας της Αμάλθειας και στον κερατά σύζυγο, που βρίσκει το τραπέζι του πάντοτε γεμάτο χάρη στις απιστίες της γυναίκας του.

Πράγματι, η σύνδεση του απατημένου συζύγου με το κέρατο είναι παλιά. Ο Μπουκάλας παραθέτει απόσπασμα από το Ονειροκριτικόν του Αρτεμίδωρου (2ος αι. μ.Χ.) όπου κάποιος που επρόκειτο να παντρευτεί είχε δει όνειρο ότι καβαλούσε κριάρι και έπεσε, και η ετυμηγορία ήταν «ἡ γυνή σου πορνεύσει καὶ τὸ λεγόμενον κέρατα αὐτῷ ποιήσει» -ήταν δηλαδή από τότε παροιμιώδης η έκφραση. Παραθέτει επίσης ο Μπουκάλας σκωπτικό επίγραμμα του Λουκίλλιου «Εις γραμματικόν κερασφόρον»:

Ἔξω παιδεύεις Πάριδος κακὰ καὶ Μενελάου
ἔνδον ἔχων πολλοὺς σῆς Ἑλένης Πάριδας.

που το αποδίδει:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαία γραμματεία, Αθυροστομίες, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , | 280 Σχόλια »

Γιατί κάνουμε την πάπια;

Posted by sarant στο 19 Μαΐου, 2016

Ξέρετε βέβαια τι σημαίνει η έκφραση «κάνω την πάπια». Σημαίνει, σύμφωνα με το λεξικό, προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω, δεν καταλαβαίνω κάτι, αποφεύγω να πάρω θέση. Συνώνυμη έκφραση είναι «κάνω το κορόιδο».

Το ερώτημα του τίτλου είναι παραπλανητικό -δεν θα διερευνήσουμε για ποιο λόγο προσποιούμαστε ότι δεν καταλαβαίνουμε τι μας λένε, άλλωστε υπάρχουν πολλοί λόγοι ανάλογα με την περίσταση. Στο άρθρο μας θα εξετάσουμε, απλούστατα, την προέλευση της φράσης «κάνει την πάπια». Θα απαντήσουμε στο… φλέγον ερώτημα «Γιατί το λέμε έτσι;»

Δεν θυμάμαι αν το έχουμε αναφέρει ξανά στο ιστολόγιο, αλλά για την έκφραση «κάνει την πάπια» υπάρχει μια αρκετά διαδεδομένη αλλά εντελώς αστήρικτη εξήγηση που οφείλεται, όπως και οι περισσότερες ευφάνταστες αλλ’ εντελώς αστήρικτες ανάλογες εξηγήσεις, στον Τάκη Νατσούλη. Ο μακαρίτης ο Τάκης Νατσούλης είχε εκδώσει το ογκώδες βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις», στο οποίο έχει συγκεντρώσει άφθονο υλικό αλλά έχει το κακό ελάττωμα να προτείνει διάφορες αστήρικτες θεωρίες για να εξηγήσει πώς γεννήθηκαν διάφορες γνωστές φράσεις, θεωρίες που τις έβγαλε από τη γόνιμη φαντασία του. Κι όπως είναι πιο εντυπωσιακό να ισχυρίζεσαι ότι η οικογένειά σου έχει τις ρίζες της σε βυζαντινούς άρχοντες, παρόμοια κάνει περισσότερο εφέ να λες ότι η τάδε φράση έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα ή στη φραγκοκρατία, αντί να πεις ότι πρόκειται π.χ. για κοινή παρατήρηση ή (θου κύριε!) ότι δεν είναι σαφές το πώς γεννήθηκε η φράση.

Αυτή την αναζήτηση εντυπωσιακών αλλ’ αστήρικτων ιστοριών για να εξηγηθεί η προέλευση μιας έκφρασης, τη λέμε «νατσουλισμό» στο ιστολόγιο. Και για την έκφραση «κάνει την πάπια» υπάρχει μια νατσουλική εξήγηση.

Τη θυμήθηκα πριν από κάμποσες μέρες, όταν διάβασα ένα άρθρο του thetoc.gr, με τίτλο «Δεν κάνει την πάπια, είναι αθώα», το οποίο, με πλούσια εικονογράφηση και ανάλαφρο στιλ, προσπαθεί να εξηγήσει την προέλευση εννιά γνωστών εκφράσεων -και νατσουλίζει ασύστολα στις περισσότερες. Δεν θα ασχοληθώ όμως με τις άλλες εκφράσεις, διότι η κάθε μία θέλει χωριστό άρθρο. Αρκεί να επισημάνω ότι για την τρελοκαμπέρω έχουμε αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι δεν έχει καμιά σχέση με τον αεροπόρο Νότη Καμπέρο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βυζάντιο, Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Νατσουλισμοί, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , | 322 Σχόλια »

Φρούτσου φρούτσου το φουστάνι, πάρτε μας Αμερικάνοι

Posted by sarant στο 15 Μαρτίου, 2015

Στην ποιητική συλλογή «Οργή λαού», που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του Κώστα Βάρναλη σε επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη, και που περιέχει ποιήματα που έγραψε ο Βάρναλης την τελευταία δεκαετία της ζωής του, σχεδόν όλα μέσα στη δικτατορία της 21ης Απριλίου, και ειδικότερα στην ενότητα «Άλλα σατιρικά της εφταετίας», υπάρχει και το εξής ποίημα, με τίτλο «Παρωδία».

Ήρθανε, ωραία κόρη,
ήρθαν οι Αμερικάνοι…
Φρούτσου, φρούτσου το φουστάνι,
πάρτε μας, Αμερικάνοι…
(Δημοτικό μανιάτικο)

Πέσανε χιλιάδες γλάροι
στ’ αχαμνούλι μας τομάρι,
οι συμμάχοι Αμερικάνοι,
δεν αφήσανε λιμάνι.

Πήρανε βουνά και δάση
για τον Έχτο Στόλο βάση
(«διευκόλυνση» αιωνία,
έτσι λέγ’ η «συμφωνία»!)

Καθανείς τη φαμελιά του,
τα παιδιά και τα σκυλιά του.
Θα μασάνε ολημερίς
κι άμε διώχ’ τους, αν μπορείς.

Θα σ’ αρπάξουν απ’ τ’ αυτί
να σε διώξουν σένα αυτοί.
Θα σε μπαγλαρώσουν και
«Άι σιχτίρ, βαλκανικέ!»

Οι τροχοί τους θα σαρώνουν
κι ούτε σέντσι θα πλερώνουν.
Τώρα στων θεών το χώμα
με τα νύχια, με το στόμα

σκάψε για χιλιάδες πάτους
άλλες τόσες αποπάτους.
Σε λιγάκι θα μιλάς
Τέξας γλώσσα, αρχαία Ελλάς

και δε θα ρωτά κανείς
πού ’ναι η χώρα η ελληνίς.
Κι άμα ρίξουν πρώτες οι ΗΠΑ
όλη θα γενείς μια τρύπα!

Δεν θα αναλύσω το ποίημα, αν και μπορείτε βέβαια να το σχολιάσετε. Θα σταθώ στο μότο, στο τετράστιχο που προτάσσει ο Βάρναλης στο ποίημά του, που το επαναλαμβάνω εδώ:

Ήρθανε, ωραία κόρη,
ήρθαν οι Αμερικάνοι…
Φρούτσου, φρούτσου το φουστάνι,
πάρτε μας, Αμερικάνοι…
(Δημοτικό μανιάτικο)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βάρναλης, Δημοτικά τραγούδια, Ποίηση, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , | 197 Σχόλια »

Κουραμπιέδες ή μελομακάρονα;

Posted by sarant στο 26 Δεκεμβρίου, 2014

Το σημερινό, εορταστικό ας πούμε, άρθρο είναι βελτιωμένη ή τέλος πάντων τροποποιημένη επανάληψη του άρθρου που είχα δημοσιεύσει πέρσι τέτοιες μέρες, και συγκεκριμένα την παραμονή των Χριστουγέννων. Είχα τότε αφήσει την εκκρεμότητα της ετυμολόγησης του μελομακάρονου: η εκκρεμότητα παραμένει, αλλά στο σημερινό άρθρο ανακεφαλαιώνω τις σχετικές θεωρίες και προτείνω μια λύση που μου φαίνεται πιθανή, ενώ επίσης ενσωματώνω και κάποιες πληροφορίες από τα σχόλια του προηγούμενου άρθρου. Αλλά πριν προχωρήσω στο άρθρο, να βάλω μιαν ανακοίνωση: μεθαύριο, την Κυριακή 28.12 δηλαδή, στις 19.30, θα μιλήσω στη λέσχη «Δρόμοι Φιλίας και Πολιτισμού» [Φερών 3 – ΗΣΑΠ Βικτώρια] με θέμα ‘Μύθοι και αλήθειες για την ελληνική γλώσσα’. Όσοι πιστοί…

kourampiedesΈνα από τα μεγάλα διλήμματα της ζωής, πλάι στο Αθήνα ή Θεσσαλονίκη,  Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός, Καζαντζίδης ή Μπιθικώτσης, Βουγιουκλάκη ή Καρέζη, Μπητλς ή Ρόλινγκ Στόουνς, Πελέ ή Μαραντόνα, Βίσση ή Βανδή (έβαλα κι ένα νεότερο για ξεκάρφωμα), είναι και το “κουραμπιέδες ή μελομακάρονα;”  Μάλιστα, ενώ κάποια από τα διλήμματα αυτά ξεθωριάζουν και παύουν να αφορούν τις νεότερες γενιές, οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα διατηρούν αμείωτη την οξύτητα του διλήμματος. Ομολογώ ότι η δική μου προτίμηση πηγαίνει πιο πολύ στα μελομακάρονα, ή φοινίκια που τα έλεγε η συχωρεμένη η γιαγιά μου η Αιγενήτισσα -από την άλλη, σε αντίθεση με άλλα διλήμματα εδώ γίνονται δεκτές και συναινετικές λύσεις, το συναμφότερον, και τα δυο τα τρώμε εξίσου.

Σαν χριστουγεννιάτικο έθιμο, ο κουραμπιές και το μελομακάρονο είναι πολλά χρόνια μαζί μας -περισσότερα από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Για να κάνω μια παρένθεση, καθώς σκάλιζα κάτι παλιές εφημερίδες βρήκα πρόσφατα, στο χριστουγεννιάτικο φύλλο μιας εφημερίδας του 1950 ένα άρθρο για το «ξένο έθιμο που απειλεί την Πάρνηθα», που «μεταφυτεύτηκε δυστυχώς και στην Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα» στις αρχές του αιώνα (του εικοστού) από τα μέλη των ξένων παροικιών που ζούσαν στην πρωτεύουσα.

Οι κουραμπιέδες μνημονεύονται πολύ συχνά σε χριστουγεννιάτικες διαφημίσεις στα τέλη του 19ου αιώνα, τα μελομακάρονα κάπως σπανιότερα, αλλά η πρώτη ανεύρεση που βρήκα έχει αναφορά και στα δύο. Γράφοντας το 1885 για την Αθήνα, ο Καμπούρογλου αναφέρει: Η βασιλόπιττα, μετά των υπασπιστών της μελομακαρούνων και κουραμπιέδων… Να προσεχτεί ότι χρησιμοποιείται ο τύπος μελομακάρουνο, που ήταν ο επικρατέστερος ίσως και μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αλλά σήμερα έχει υποχωρήσει (όποιος τον χρησιμοποιεί και σήμερα, ας το δηλώσει).

Kourampiedes skrip 291207

Στο διήγημα του Εμμ. Ροΐδη “Ιστορία μιας γάτας”, ο συγγραφέας αναπολεί την παιδική του ηλικία και λέει ότι Όταν μ’ εκούραζεν η ανάγνωσις ή μάλλον η έντασις της συγκινήσεως, συνεπαίζαμεν με την Σεμίραν ή εμοιράζαμεν αδελφικώς κουραμπιέν, τσουρέκι, χριστόψωμον ή άλλο φιλοδώρημα της καλής μου κηδεμόνος. Αναφορά σε κουραμπιέδες υπάρχει και στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Η τύχη απ’ την Αμέρικα» (οι πεθεράδες που θα μας κουβαλούν ζαχαροχαμαλιά και κουραμπιέδες…)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αντιδάνεια, Γλωσσικά συμπόσια, Επαναλήψεις, Ιστορίες λέξεων, Στρατός | Με ετικέτα: , , , , , | 159 Σχόλια »

Πανδιδακτήριον, αυτό το ανύπαρκτο

Posted by sarant στο 23 Δεκεμβρίου, 2013

Όπως όλοι ξέρουμε, Πανδιδακτήριο ονομαζόταν ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα που ιδρύθηκε το 425 από τον Θεοδόσιο τον Β’ στην Κωνσταντινούπολη και το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί αντίστοιχο με τα σημερινά πανεπιστήμια. Έτσι περίπου αρχίζει το σχετικό λήμμα της Βικιπαίδειας, αλλά περίπου ίδιον ορισμό βρίσκουμε και σε συμβατικές εγκυκλοπαίδειες -ας πούμε, στην εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου, με την καθαρεύουσα που ήταν επιβεβλημένη στη δεκαετία του 1950, διαβάζουμε ότι το Πανδιδακτήριον ήταν «Ανώτατον εκπαιδευτήριον, είδος Πανεπιστημίου, ιδρυθέν εν Βυζαντίω τω 435 μ.Χ. υπό του αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ του Μικρού. Είχεν εν όλω τριάκοντα καθηγητάς, διοριζομένους κατόπιν εξετάσεων ενώπιον της Συγκλήτου». Και τα δυο άρθρα συνεχίζουν λέγοντας ότι τον 9ο αιώνα το εκπαιδευτήριο μετεγκαταστάθηκε στη Μαγναύρα, γι’ αυτό και συχνά αναφέρεται ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας.

Αυτά είναι γνωστά πράγματα, τα έχουμε διδαχτεί, τουλάχιστον οι παλιότεροι, στο σχολείο, είναι γνώσεις εδραιωμένες. Γι’ αυτό και αισθάνθηκα μεγάλην έκπληξη όταν πριν από λίγο καιρό, γράφοντας ένα άρθρο για την ανώτατη εκπαίδευση, διαπίστωσα, με πολύ μεγάλη έκπληξη, ότι η λέξη «πανδιδακτήριον» δεν υπάρχει σε καμιά πρωτογενή πηγή, δηλαδή σε κανένα κείμενο της βυζαντινής γραμματείας -αλλά, αν δεν υπάρχει η λέξη «Πανδιδακτήριον» στις πηγές, από πού το βρήκαν οι μεταγενέστεροι λόγιοι και επιστήμονες και αποκαλούν, όλοι τους, «Πανδιδακτήριον» το εκπαιδευτήριο της Κωνσταντινούπολης; Αυτό θα προσπαθήσω να διερευνήσω στο σημερινό άρθρο, το οποίο, πρέπει να το τονίσω, αντλεί το υλικό του σχεδόν αποκλειστικά από τα εξαιρετικά σχόλια που διατύπωσαν πολλοί φίλοι σχολιαστές στο προηγούμενο άρθρο του ιστολογίου, και που θα ήταν κρίμα να μείνουν σε σχετική αφάνεια.

Πριν ξεκινήσω, να το ξεκαθαρίσω. Το άρθρο δεν αμφισβητεί ότι υπήρξε στην Κωνσταντινούπολη ένα εκπαιδευτήριο, που ιδρύθηκε το 425 από τον Θεοδόσιο τον Β’ και το οποίο αργότερα επεκτάθηκε και έγινε θεσμός αντίστοιχος με τα σημερινά πανεπιστήμια. Τέτοιο ίδρυμα ασφαλώς και υπήρξε -το ερώτημα, στο οποίο εγώ απαντώ αρνητικά, είναι αν το ίδρυμα αυτό είχε, κάποια στιγμή ενόσω λειτουργούσε, την ονομασία «Πανδιδακτήριον».

Για να ξεκινήσουμε από την αρχή, το νομοθετικό κείμενο με το οποίο ιδρύθηκε από τον Θεοδόσιο το εκπαιδευτήριο της Κωνσταντινούπολης δεν συντάχθηκε στα ελληνικά, αλλά στα λατινικά, που ήταν ακόμα η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας. Περιλαμβάνεται στον Θεοδοσιανό Κώδικα, στο 14ο βιβλίο, στο 9ο κεφάλαιο και στην 3η ενότητα (14.9.3) και μπορείτε να το διαβάσετε εδώ. Απ’ όσο καταλαβαίνω, χρησιμοποιείται ο όρος auditorium για τη σχολή που ιδρύεται.

Στη συνέχεια, στο Χρονικό του Γεωργίου Μοναχού, εικονόφιλου χρονογράφου, διαβάζουμε ότι κοντά στη Βασιλική κινστέρνα «παλάτιον ην σεμνόν, εν ω υπήρχε κατά τύπον αρχαίον οικουμενικός διδάσκαλος έχων μεθ’ εαυτού ετέρους μαθητάς αυτού» και ότι ο εικονομάχος αυτοκράτορας Λέων Γ’ (το θηρίο το ανήμερο, όπως τον αποκαλεί) έκαψε το κτίριο του ιδρύματος, που δεν το ονομάζει, καθώς και τα βιβλία, και γι’ αυτό έμειναν πίσω τα γράμματα στην Κωνσταντινούπολη για μερικά χρόνια. Σε ένα άλλο κείμενο, στα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως του Ψευδο-Κωδινού, έργο του Ι’ αι. κατά την εκτίμηση του εκδότη τους Th. Preger, βρίσκουμε πιθανώς και την ονομασία της σχολής, «οικουμενικόν διδασκαλείον»: «Το δε τετραδήσιον το οκτάγωνον, εις ο ήσαν στοαί οκτώ ήγουν καμαροειδείς τόποι, διδασκαλείον εκείσε ετύγχανεν οικουμενικόν, και οι βασιλεύοντες αυτούς εβουλεύοντο και ουδέν έπραττον χωρίς αυτών”. Αν δεν κάνω λάθος, αυτή είναι η μοναδική αναφορά στη βυζαντινή γραμματεία που δίνει το όνομα της σχολής, οικουμενικόν διδασκαλείον, υπάρχουν όμως πολλές αναφορές σε οικουμενικούς διδασκάλους, π.χ. «Γεωργίου του Χοιροβοσκού Βυζαντίου γραμματικού και οικουμενικού διδασκάλου».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βυζάντιο, Εκπαίδευση, Ιστορία, Ιστορίες λέξεων, Μύθοι | Με ετικέτα: , , , , , , | 32 Σχόλια »

Το αμπέλι και η περίφραξή του

Posted by sarant στο 10 Οκτωβρίου, 2012

Χτες είχαμε την επίσκεψη της Αγγέλας Μέρκελ, και πολύ ανακουφιστήκαμε που είπε ότι «εύχεται και ελπίζει» να μείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη (πάλι καλά που δεν είπε «προσεύχεται», όπως λένε για κάποιον ετοιμοθάνατο). Για την επίσκεψη της καγκελάρισσας πάρθηκαν δρακόντεια μέτρα ασφαλείας και χρησιμοποιήθηκαν 7.000 αστυνομικοί, κάτι που έκανε έναν ευρηματικό υλατζή ηλεφημερίδας να δώσει τον τίτλο Θωρακίζουν το ξέφραγο αμπέλι, υπαινιγμός στην πρόσφατη δήλωση του πρωθυπουργού, την περασμένη Παρασκευή, ότι «η χώρα δεν θα γίνει ξέφραγο αμπέλι«. Βέβαια, οι Οικολόγοι υποστήριξαν ότι το αμπέλι όχι απλώς είναι ξέφραγο, αλλά επιπλέον το έχουν αφήσει χωρίς σταφύλι. Κι έτσι, βρήκα θέμα για σήμερα.

Όταν λέμε αμπέλι εννοούμε μιαν έκταση φυτεμένη με κλήματα -το λέμε και αμπελώνα. Σπανιότερα, αμπέλι λέγεται και το μεμονωμένο φυτό, το κλήμα που λέμε πιο συχνά. Οι αρχαίοι έλεγαν άμπελο το φυτό, ενώ για τον καρπό είχαν δυο λέξεις, βότρυς και σταφυλή, που θα τα δούμε σε κάποιο άλλο άρθρο. Η άμπελος έδωσε το αμπέλι (από το υποκοριστικό «αμπέλιον»), ενώ η λέξη «κλήμα», είναι επίσης αρχαία, αλλά στην αρχαιότητα σήμαινε τα κλαδιά του φυτού, που σήμερα τα λέμε κληματσίδες ή κληματόβεργες. Τη διάκριση τη βλέπουμε παραστατικά στο γνωστό ευαγγελικό χωρίο «εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα» (Ιωάν. 15:5) δηλαδή ο Χριστός είναι το δέντρο και οι μαθητές τα κλαδιά. Το κλήμα προέρχεται από το ρ. κλω, σπάζω, απ’ όπου και το κλάσμα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επικαιρότητα, Ιστορίες λέξεων, Παπαδιαμάντης, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 166 Σχόλια »