Έχουμε μπει για τα καλά στο καλοκαίρι, έστω και στο φετινό περίεργο πανδημικό, και ακόμα δεν έχουμε δημοσιεύσει καλοκαιρινό άρθρο. Σήμερα κάνουμε την αρχή. Και αφού το καλοκαίρι πολύς κόσμος πηγαίνει στη θάλασσα, το σημερινό μας άρθρο είναι θαλασσολογικό ή θαλασσογραφικό.
Όμως, η θάλασσα είναι απέραντη. Η Μεσόγειος δεν μπορεί να δεθεί με σκοινιά, κι ούτε μπορεί η θάλασσα να καλυφθεί με ένα άρθρο -θέλει βιβλίο και βάλε. Οπότε, δεν θα το επιχειρήσω καν.
Θα εστιαστώ σε δύο πράγματα, την ετυμολογία της λέξης «θάλασσα» και την έκφραση «τα κάνω θάλασσα».
Στο πρώτο σκέλος, αντλώ υλικό από ένα καλό σημείωμα που υπάρχει στο ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη. Στο δεύτερο, από διάφορες πηγές και τα δικά μου κιτάπια.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η αρχαία λέξη θάλασσα δεν συνδέεται ετυμολογικά με τις ελληνικές συνώνυμες λέξεις πόντος, πέλαγος ούτε με τη λέξη ἅλς (θηλυκό, η αλς, ενώ ο αλς ήταν το αλάτι) σήμαινε τη θάλασσα, πβ. ομηρικό ἁλὸς πελάγη, και από το αλς παρήχθησαν πολλές λέξεις τής Ελληνικής, που συνδέονται με τη θάλασσα: π.χ. παράλιος, παραλία , ενάλιος, αλιεύς, αλιεύω, αλιεία και γιαλός < αρχ. αιγιαλός < εν αιγί αλός «στο κύμα τής θάλασσας»). Στην πραγματικότητα η λέξη θάλασσα ανήκει στις προελληνικές λέξεις, οι οποίες δεν ετυμολογούνται από τα Ελληνικά, μολονότι παραδίδονται πολλές παρετυμολογικές ερμηνείες («λαϊκές ετυμολογήσεις») της λέξης, π.χ. από το «θοώς αλλασσαμένη καί σαλευαμένη» ή «ἐκ τοῦ θῶ, τοῦ σημαίνοντος τὸ τρέχω, καὶ τοῦ λα τὸ ἁλμυρὸν ἤγουν τὸ ἅλας» και άλλες.
Αντίθετα, η λ. θάλασσα φαίνεται να συνδέεται μορφικά με τη λέξη δαλάγχα που παραδίδει ο Ησύχιος ως λέξη τής αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου. Επίσης, η λέξη θάλασσα δεν συνδέεται ετυμολογικά ούτε με τις αντίστοιχες Ι.Ε. λέξεις που έχουν ως αφετηρία τη ρίζα *mar– (πβ. λατ. mare > γαλλ. mer, αρχ. γερμ. *marja– > γερμ. Meer, παλ. σλοβ. marje > πολ. morze). Ας σημειωθεί ότι π ρίζα αυτή φαίνεται να συνδέεται με το αρχ. μαρμαίρω «λάμπω, ακτινοβολώ» (από όπου και οι λ. μάρμαρα, αρχική σημασία «στιλπνή επιφάνεια που ακτινοβολεί», και μαρμαρυγή («λαμπύρισμα») και αρχικώς αναφερόταν στην επιφάνεια τής θάλασσας που ακτινοβολεί, όταν πέφτουν επάνω της οι ακτίνες τού ηλίου.
Λόγω τής ιδιαίτερης σχέσης τού ελληνικού λαού με τη θάλασσα, το ομόρριζά της είναι πάρα πολλά στη Νέα Ελληνική. Εκτός από όσα αναφέρονται στον φυσικό κόσμο (π.χ. θαλασσο-πούλι, θαλασσ-αετός, θαλασσο-κόρακας, θαλασσοκράμβη, θαλασσόπρασο, θαλασσόχορτο, θαλασσόβραχος, λιμνοθάλασσα, ακροθαλασσιά κ.ο.κ.) ή σε πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα σχετικά με τη θάλασσα (π.χ. θαλασσο-πλόος/-πλοΐα, θαλασσο-πόρος/-ία, θαλασσογραφ-ία/-ος/-ώ, θαλασσοταραχή, θαλασσοφοβία, θαλασσαιμία «μεσογειακή αναιμία», θαλασσοδάνειο «δηλ. δάνειο που θα πληρωνόταν αν έφτανε το πλοίο στο λιμάνι» κ.ο.κ.), χρησιμοποιούνται πάρα πολλά ομόρριζα τής λέξης θάλασσα με εκφραστικό περιεχόμενο, ανάγοντάς την σε πηγή βιωμάτων: πικροθάλασσα, θαλασσοδέρνομαι, -δαρμένος, θαλασσομαχώ, θαλασσοπνίγομαι, θαλασσοπνίχτης, θαλασσοπαλεύω, θαλασσοκοπώ, ανθρωποθάλασσα, λαοθάλασσα κ.λπ.
Ακόμη, οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το ρήμα θαλασσώ (-ώνω) είτε με τη σημασία «πλένομαι στη θάλασσα» είτε με τη σημασία «διαπλέω τη θάλασσα», αλλά και με τη σύγχρονη σημασία «τα κάνω θάλασσα». Οι αρχαίοι μάλιστα είχαν επίσης ρήμα θαλασσεύω «ταξιδεύω στη θάλασσα» και θαλασσίζω «έχω γεύση θαλασσινού νερού». Μάλιστα, έπιναν θαλασσίτη (οίνο) «(κρασί) που πάγωναν στη θάλασσα») και ακόμη θαλασσομέλι «μέλι ανάμικτο με θαλασσινό νερό».
Τέλος, είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχαίοι Έλληνες λέγοντας θάλασσα εννοούσαν κατ’ εξοχήν (ήδη στον Όμηρο) τη Μεσόγειο Θάλασσα. Ο Ηρόδοτος την αποκαλεί απλώς ήδε η θάλασσα «αυτή εδώ η θάλασσα», ο Πλάτων γράφει η παρ’ ημίν θάλασσα («η θάλασσά μας») και ο Πολύβιος η θάλασσα η καθ’ ημάς. Ο Αριστοτέλης την ονομάζει «η έσω θάλασσα» ενώ «η έξω θάλασσα» είναι ο Ωκεανός, που λέγεται επίσης «Ατλαντική θάλασσα» ή και «μεγάλη θάλασσα». Οι Έλληνες ακόμη θα καυτηριάσουν κάποιον που προσποιείται ότι αγνοεί κάτι με την παροιμιώδη φράση «ο Κρης την θάλασσαν αγνοεί». Τέλος, ο Αισχύλος (Επτά επί Θήβας) θα πει την περίφημη έκτοτε ποιητική φράση «θάλασσα κακών» (δηλ. πέλαγος δυστυχιών).
Αυτά λεει το ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη, και με ένα μόνο σημείο απ’ όσα γράφει έχω μια ένσταση, εκεί που λέει ότι το αρχαίο ρήμα «θαλασσώ» είχε, ανάμεσα στις άλλες, και τη σύγχρονη σημασία «τα κάνω θάλασσα». Αν εννοεί τη σύγχρονη μεταφορική σημασία, κάνει λάθος, διότι στο Λίντελ Σκοτ βλέπουμε ότι το θαλασσώ σήμαινε «μετατρέπω σε θάλασσα», όπως ο Νείλος την Αίγυπτο.
Όμως εμάς θα μας απασχολήσει η μεταφορική σημασία. Τα κάνω θάλασσα, λέμε. Που σημαίνει, αποτυγχάνω εντελώς, παταγωδώς. Φέρομαι αδέξια, δεν καταφέρνω το έργο που μου έχει ανατεθεί, μπερδεύομαι κτλ. Συνώνυμο: τα κάνω μούσκεμα. Το λέμε και μονολεκτικά: τα θαλάσσωσα, τα μούσκεψα, τα έκανα μαντάρα. Μπορούμε να το πούμε και πιο αθυρόστομα: τα σκάτωσα, τα έκανα σκατά, τα έκανα μουνί. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια διαφορά, άλλη από τη διαβάθμιση. Αλλά ας περιοριστούμε στη θάλασσα.
Νομίζω πως δεν υπάρχει διαφωνία πως αυτή είναι η σημερινή σημασία της λέξης. Τη φράση τη βλέπω συχνά στη αθλητικογραφία, όχι μόνο για ομάδα που ηττάται (ενώ ήταν φαβορί) αλλά και για διαιτητή που χάνει τον έλεγχο του αγώνα και σφυρίζει άλλα αντ’ άλλων. Πρόσφατα, όταν ο Τραμπ κατηγόρησε τον ΠΟΥ για κακό χειρισμό της πανδημίας (αντί να κοιτάζει την τύφλα του), αρκετοί ιστότοποι έγραψαν ότι είπε πως «ο ΠΟΥ τα έκανε θάλασσα» -φυσικά κάποιαν άλλη ιδιωματική φράση θα χρησιμοποίησε.
Ωστόσο, αν κοιτάξει κανείς κείμενα του 19ου αιώνα ή και των αρχών του 20ού, θα δει ότι η σημασία της έκφρασης τότε ήταν αρκετά διαφορετική. Για παράδειγμα, στους Αθλίους των Αθηνών του Κονδυλάκη:
Από της συστάσεως του χαρτοπαικτείου, ο Τζερεμές είχεν αρχίσει να ζητή από τον Θεμιστοκλήν πόντους, ήτοι μερδικόν από τα κέρδη, επειδή δε ο Θεμιστοκλής δεν εδέχετο, ήρχισε ν’ απειλή ότι θα πήγαινε καμμιά βραδυά στην λέσχη και θα τά’ κανε θάλασσα.
ή, στον Κατήφορο του Ξενόπουλου:
Του ερχόταν να πάει τώρα ευθύς στη γκαρσονιέρα, να τα κάνει θάλασσα. Θα τους έσπαζε στο ξύλο όλους
ή, στον Αγαπητικό της βοσκοπούλας του Κορομηλά:
Ξέρεις τι πράμα που είν’αυτός; σαν έρθη κι αγριέψη,
θα σύρη την κουμπούρα του, τις δυο του τις κουμπούρες,
και θα μας κάνη θάλασσα «εν στόματι ρομφαίας»
Βλέπουμε δηλαδή πως παλιότερα η φράση σήμαινε μεν «τα κάνω άνω κάτω» όπως και σήμερα σημαίνει, όχι όμως από αδεξιότητα, αλλά επειδή το θέλω. Ο Τζερεμές στο πρώτο παράθεμα απειλεί ότι θα τα κάνει θάλασσα στη λέσχη, δηλαδή θα πάει και θα τα σπάσει όλα. Όχι «αποτυγχάνοντας», όχι «από αδεξιότητα» αλλά επειδή αυτό σκοπεύει να κάνει. Το ίδιο και στα άλλα δύο παραθέματα.
Αυτό αποτυπώνεται και σε παλιότερα λεξικά. Στον Δημητράκο η σημασία της έκφρασης δίνεται ουδέτερα: επέφερεν αναστάτωσιν. Στον Σταματάκο καταγράφεται η απειλή «θα τα κάνω θάλασσα» με τη σημασία «θα τα κάνω άνω κάτω, θα τα κάνω γυαλιά καρφιά». Σήμερα δεν νομίζω να λέγεται η απειλή αυτή.
Η αλλαγή της σημασίας δεν είναι παράξενη, εύκολα μεταπίπτει η σημασία από την αναστάτωση που προκαλείται από σκόπιμη ενέργεια στην αναστάτωση που προκαλείται από αδεξιότητα. Μας ενδιαφέρει όμως η παλιότερη σημασία για να διερευνήσουμε την προέλευση της φράσης.
Γιατί λοιπόν «τα κάνουμε θάλασσα»; Δηλαδή, από πού προήλθε η παροιμιακή έκφραση; Ο Φαίδων Κουκουλές έχει προτείνει ως αρχή της φράσης την εικόνα του ποταμού που πλημμυρίζει και τα κάνει όλα γύρω του θάλασσα -άνω κάτω δηλαδή. Δεν ειναι απίθανο, και στο βιβλίο μου «Λόγια του αέρα» αυτή την πρόταση έχω υιοθετήσει.
Έχω όμως μια επιφύλαξη. Υπάρχει και μια δεύτερη πρόταση, του Άνθιμου Παπαδόπουλου. Αντιγράφω: Σε πολλά ιδιώματα της ελληνικής, η λ. θάλασσα λαμβάνεται ως μέτρο δηλωτικό του πολλού, του αφθόνου, π.χ. γάλα θάλασσα. Στην Ήπειρο, τα κάνω θάλασσα σημαίνει «ευθυμώ, θυσιάζω αφειδώς», ίσως από εκφράσεις όπως «φαγιά θάλασσα» κτλ. Και επειδή στα μεγάλα συμπόσια η ευθυμία οδηγεί συχνά σε παρεκτροπές, φτάσαμε στη σημασία «τα κάνω άνω κάτω», εξ ου και η διαλεκτική φρ. «όλα θάλασσα» = τα πάντα ακατάστατα.
Κάνει μερικά λογικά άλματα, αλλά αξίζει να προσεχτεί ο αρχικός πυρήνας, ότι η θάλασσα εκφράζει την αφθονία. Εδώ συναντάμε το αρχαίο «κακών θάλασσα» που είδαμε παραπάνω, ενώ την εικόνα της αφθονίας την βρίσκω και σε ένα διήγημα του Μωραϊτίδη: συνηθροίζοντο καθ’ εσπέραν την εβδομάδα του Πάσχα εις την γειτονικήν πλατείαν κ’ εχόρευον κι έλεγον «θάλασσα» τα τραγούδια εκείνα τα εύμορφα...
Οπότε, ενώ εξακολουθώ να βρίσκω πειστικότερη την εκδοχή του Κουκουλέ, κρατάω μιαν επιφύλαξη. Άλλωστε η θάλασσα δεν φανερώνει έτσι εύκολα τα μυστικά της….