Δεν είναι ακόμα εντελώς η εποχή τους, αλλά το άρθρο το ζήτησε τις προάλλες η φίλη μας η Λ., κι έτσι αναδημοσιεύω εδώ, με κάποιες προσθήκες, το παλιό άρθρο του 2011, που έχει στο μεταξύ συμπεριληφθεί και στο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις«.
Εδώ που παραθερίζω, έχει πολλές φραγκοσυκιές, συνήθως στα όρια των χωραφιών. Τα φρούτα αυτά τα αγαπώ πολύ, όχι όμως για τη γεύση τους ή τη δροσιά τους, αλλά επειδή μου θυμίζουν τον παππού μου. Σαν ήμουνα μικρός πέρασα μερικά ευτυχισμένα καλοκαίρια μαζί με τον παππού και τη γιαγιά, όχι στο χωριό –δεν είχαμε– αλλά στο Ξυλόκαστρο και στο Τολό, όπου παραθέριζαν ο παππούς με τη γιαγιά. Λοιπόν, στο Τολό, όπου πήγαν επειδή τα νερά είναι πιο ζεστά λόγω του κλειστού κόλπου, και ο παππούς είχε δισκοπάθεια, απέναντι στο χωριό υπάρχει, αν ξέρετε, ένα μικρό νησάκι, μ’ ένα εκκλησάκι πάνω του.
Το νησάκι αυτό ήταν (και πιθανότατα θα είναι ακόμα) γεμάτο φραγκοσυκιές. Οπότε, κάθε τόσο, ο παππούς, που ήτανε Μανιάτης στην καταγωγή (ή «την καταγωγή», αν επιμένετε), μ’ έπαιρνε και πηγαίναμε στο νησάκι για φραγκόσυκα. Παίρναμε τον βαρκάρη, που γυρόφερνε με τη βάρκα του εκεί πιο πέρα, φωνάζοντας «Ίζολα, ίζολα μπέλα» για να μαζέψει τουρίστες για βόλτα στο νησάκι, και πηγαίναμε στο νησί.