Πλησιάζει η 25η Μαρτίου, η επέτειος της επανάστασης του 1821, του ιδρυτικού γεγονότος του νεοελληνικού κράτους, οπότε σκέφτηκα να ανεβάσω δυο-τρία αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα του Φωτάκου, από τις πρώτες μέρες του ξεσηκωμού (όπως είχα κάνει και πέρυσι). Ο Φωτάκος (Φώτης Χρυσανθόπουλος, 1798-1878) ήταν ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη και άφησε αξιόλογο συγγραφικό έργο. Βέβαια, επειδή είναι γραμμένο σε (ευτυχώς) απλή καθαρεύουσα, δεν αποτυπώνει παρά σπάνια τη γλώσσα που μιλούσαν οι μαχητές του ξεσηκωμού. Να σημειωθεί ότι ο Φωτάκος, ενώ είναι γεμάτος εγκώμια για τον «αρχηγό» (τον Κολοκοτρώνη), που τον λάτρευε, δεν διστάζει να αποκαλύψει περιστατικά που τον εμφανίζουν να τρομάζει ή να κάνει γκάφες. Θαρρώ πως θέλει αρκετό θάρρος αυτό.
Το πρώτο απόσπασμα αφηγείται την καθοριστική στιγμή που έκρινε τη (δεύτερη) μάχη του Βαλτετσίου, το πρωί της 13ης Μαΐου 1821, όταν η προσπάθεια των Τούρκων να υποχωρήσουν συντεταγμένοι μετατράπηκε σε άτακτη φυγή και συντριβή. Εδώ παραλίγο να παίξει μοιραίο ρόλο ένα κομμάτι μπουγάτσα -που δεν πρέπει να είναι το γνωστό μας γλύκισμα αλλά μάλλον τυρόπιτα.
Επειδή και εις τα βουνά αυτά κάμνει ψύχρα πολλή την νύκτα και μάλιστα την άνοιξιν, είχαν από μικρά τσάχαλα και από χαμόκλαδα φωτιά, αλλά δεν εζεσταινόμεθα και αυτήν την νύκτα την επεράσαμεν κακά από το κρύο. Ο Κολοκοτρώνης, ο Κωνσταντίνος Πετρόπουλος καπετάνιος από Μαγουλίανα και εγώ, οι τρεις μας είχαμεν μόνον μίαν κοντοκαπόταν τσοπάνικην, αλλά ποίος να πρωτοσκεπασθεί, μάλιστα εγώ εκρύωσα, έγιναν μαύρος σαν το συκώτι και μου επήραν έπειτα αίμα και εγίανα.