Επειδή χτες είχα αλλότρια, καταφεύγω και σήμερα στη δοκιμασμένη λύση της επανάληψης παλιότερου άρθρου. Θα ξαναδημοσιεύσω ένα άρθρο που είχα ανεβάσει πριν από εξίμισι χρόνια. Στη σημερινή αναδημοσίευση έχω ενσωματώσει κάποια από τα παλιά σχόλια ενώ έκανα και αρκετές ακόμα προσθήκες.
Πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, ένας φίλος, Σαλονικιός, βλέποντας ότι είχα γράψει στον παλιό μου ιστότοπο μερικά άρθρα για το λεξικό Μπαμπινιώτη (δείτε εδώ), μου έδωσε έναν κατάλογο λημμάτων που έλειπαν από το λεξικό, κακώς κατά τη γνώμη του. Δυστυχώς αυτόν τον κατάλογο τον έχασα, και το χειρότερο είναι πως και ο φίλος μου δεν τον βρίσκει στα χαρτιά του, αλλιώς θα σας τον παρέθετα διότι είχε ενδιαφέρον. Βέβαια, ο φίλος μου είχε στηριχτεί στην πρώτη έκδοση του λεξικού, κι έτσι κάποιες ελλείψεις –όπως θυμάμαι– είχαν διορθωθεί σε μεταγενέστερες εκδόσεις, ενώ πρέπει να πω ότι δεν συμφωνούσα με όλες τις επισημάνσεις του φίλου μου: μερικές λέξεις καλώς έλειπαν από ένα λεξικό με τις προδιαγραφές του λεξικού Μπαμπινιώτη.
Μια λέξη από τον κατάλογο του φίλου μου ήταν το σαλτανάτι. Βέβαια, πρέπει να πω ότι και το ΛΚΝ, το λεγόμενο λεξικό Τριανταφυλλίδη, το οποίο έχει πιο αντιπροσωπευτικό λημματολόγιο (δηλαδή δεν αποφεύγει τις τουρκογενείς βορειοελλαδίτικες λέξεις), δεν λημματογραφεί το σαλτανάτι, ενώ, ας πούμε, έχει τον ρεντέ, το τσιμένι ή τον μπουγά, που βέβαια απουσιάζουν από τον Μπαμπινιώτη, οπότε δεν θεωρώ κατακριτέα την έλλειψή του λήμματος «σαλτανάτι» από το λεξικό Μπαμπινιώτη. (Περισσότερα για το λημματολόγιο του ΛΚΝ σε πρόσφατο άρθρο μας),
Γενικότερα, το σαλτανάτι δεν φαίνεται να υπάρχει σε κανένα λεξικό, παλιότερο και νεότερο, και ίσως άδικα, διότι στη Βόρεια Ελλάδα ακούγεται αρκετά, απείρως περισσότερο από τα σαρίδια του Ησυχίου που αποθησαυρίζει ο Δημητράκος και αναπαράγει ο Πάπυρος, τα δυο υποτιθέμενα λεξικά της «όλης» ελληνικής που διαθέτουμε. Για μία ακόμη φορά, το slang.gr βάζει τα γυαλιά στα έντυπα λεξικά, αφού καταγράφει και τον όρο, και την ετυμολογία του.