Καθώς διανύουμε τη χρονιά που σημαδεύει τη 200ή επέτειο του ξεσηκωμού του Εικοσιένα, σκέφτηκα να καθιερώσω μια νέα στήλη στο ιστολόγιο, που κανονικά θα τη δημοσιεύω κάθε δεύτερη Τρίτη, εναλλάξ δηλαδή με το βιβλίο του πατέρα μου, και που θα παρουσιάζει κείμενα της εποχής του 1821. Δεν αποκλείεται να διατηρήσω τις δημοσιεύσεις ως το τέλος της χρονιάς, αν βέβαια υπάρχει ως τότε αρκετό υλικό από μεριάς μου και αρκετό ενδιαφέρον από δικής σας πλευράς. Θα δώσω προτεραιότητα σε κείμενα που δεν είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο.
Από την προηγούμενή μου τριβή με κείμενα της εποχής, που βέβαια ήταν πολύ έντονη όσο συγκέντρωνα υλικό για το βιβλίο μου Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, έχω υπόψη μου κάμποσα τέτοια κείμενα, αλλά όποιος έχει υπόψη του κείμενο που το θεωρεί αξιόλογο προς δημοσίευση μπορεί να μου το στείλει στο γνωστό μέιλ, sarantπαπάκιpt.lu.
Το σημερινό άρθρο είναι το δέκατο τρίτο της σειράς – το προηγούμενο βρίσκεται εδώ.
Τα σημερινά κείμενα τα διάλεξε, τα πληκτρολόγησε και μου τα έστειλε η φίλη μας η Μαγδαληνή, που την ευχαριστώ θερμά και σας καλώ να μιμηθείτε το παράδειγμά της. Κατά κάποιο τρόπο αποτελεί συνέχεια των δύο προηγούμενων άρθρων, αφού παραμένουμε (κατά ένα μέρος) σε ναυτικά συμφραζόμενα: η βασική πηγή μας είναι το Γκιορνάλε διά την ανεξαρτησίαν του έθνους, δηλαδή το Ημερολόγιο που κρατούσε ο Υδραίος ναύαρχος Αλέξανδρος Κριεζής. Όμως, τα γεγονότα που θα δούμε εκτυλίσσονται όχι στην Ύδρα αλλά στην Εύβοια -με βασικό κείμενο μια επιστολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Δίνω τον λόγο στη Μαγδαληνή.
Μάιος του 1821 και στην Εύβοια μαθαίνοντας τις πρώτες επαναστατικές κινήσεις σε άλλα μέρη αρχίζουν τις ετοιμασίες για τον αγώνα. Η Λίμνη φαίνεται να είναι ο πρώτος τόπος του ξεσηκωμού. Θέλοντας να βρουν κατάλληλο αρχηγό αποφασίζουν σε συμβούλιο να φέρουν τον πρωτοξάδερφο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Βερούση Μουτσανά, από τις Λιβανάτες της Λοκρίδας.
Ο ναύαρχος Αλέξανδρος Δ. Κριεζής αρχηγός του ελληνικού στόλου της Ευρίπου και συγγραφέας του «Γκιορνάλε δια την ανεξαρτησία της Ελλάδος» διηγείται τα παρακάτω σχετικά με τη μεταφορά του καπετάν Βερούση στην Ιστιαία:
«… Ήρχισε να αλλάζει ο καιρός μπάτης και στις 3 Μαΐου εφθάσαμεν εις Σκίαθον, εις τας 4 εις Τρίκερι· αγκυροβόλησαμεν. Εβγήκα έξω με τη μεγάλην λέμβον με 70 ναύτας μου.
Ήλθον οι προύχοντες του τόπου με τους εμποροπλοιάρχους με υποδέχθησαν∙ με συντρόφευσαν εις την Κατζελαρίαν[1] τους∙ τους ωμίλησα πολλά δια την ανεξαρτησίαν και δεν ηθέλησαν να με ακούσουν∙ εις το ύστερον ήρχισα και με φοβέραις και άλλα. Ευθύς τους υποχρέωσα και έρραψαν και σημαίας με σταυρούς και ύψωσαν εις την Κατζελαρίαν τους και τα πλοία των∙ και με κανονιοβολισμούς∙ καθώς εγώ τους έρριψα 25. Τους ώρκισα.