Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘1922’

Ιστορία ενός αιχμαλώτου (του Στρατή Δούκα, απόσπασμα)

Posted by sarant στο 11 Σεπτεμβρίου, 2022

Κυριακή σήμερα, λογοτεχνική ύλη λοιπόν, και συνεχίζω με θέματα σχετικά με τη Μικρασιατική εκστρατεία. Είδαμε τις δύο προηγουμενες Κυριακές αποσπάσματα από δυο κορυφαία έργα της λογοτεχνίας μας, τα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου και το Στου Χατζηφράγκου του Κοσμά Πολίτη. Για να τριτώσω, διάλεξα αποσπάσματα από τη νουβέλα «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα.

Ο Στρατής Δούκας (1895-1983) γεννήθηκε στα Μοσχονήσια, σπούδασε Νομική στην Αθήνα, πολέμησε στο μακεδονικό και στο μικρασιατικό μέτωπο και το 1929 εξέδωσε τη νουβέλα του που γνώρισε αμέσως επιτυχία και αλλεπάλληλες εκδόσεις. Ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία, την ανάδειξη της μικρασιατικής λαϊκής τέχνης, τη γλυπτική, συμμετείχε σε πρωτοποριακά εγχειρήματα όπως το περιοδικό Το τρίτο μάτι, ήταν ανήσυχο πνεύμα, πρωτότυπος και πολυτάλαντος.

Η νουβέλα δεν εξιστορεί βιώματα του ίδιου του συγγραφέα, πέρα από το ότι κι ο Δούκας είχε πολεμήσει -και τραυματιστεί- στη Μικρασία. Ο πραγματικός Αιχμάλωτος είναι ο Νικόλας Κοζάκογλου, τον οποίο συνάντησε ο Στρ. Δούκας πρόσφυγα στην Πιερία και κατέγραψε, μεταπλάθοντάς τις λογοτεχνικά, τις περιπέτειες που αυτός του αφηγήθηκε. (Κάτι που μας θυμίζει τον Μανώλη Αξιώτη στο μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου). Ο Στρατής Δούκας αναγνωρίζει την οφειλή στο επίμετρο της νουβέλας και άλλωστε τελειώνει τη νουβέλα «υπογράφοντας» ως Νικόλας Κοζάκογλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη έκδοση της νουβέλας, το 1929, είναι πολύ πιο κοντά στην αφήγηση του Κοζάκογλου, ενώ στις επόμενες εκδόσεις, δηλ. στο κείμενο που θα διαβασουμε, ο Δούκας έχει προσθέσει υλικό κι έχει μεταπλάσει ακόμα περισσότερο το κείμενο. Δεν ξέρω αν υπάρχει συγκριτική εξέταση των δύο εκδόσεων, αλλά μια ιδέα μπορείτε να πάρετε από τα σχόλια στο τέλος του άρθρου.

Ο Δούκας αφιερωνει τη νουβέλα του «στα κοινά μαρτύρια των λαών». Κι αυτός αντιμετωπίζει τον πόλεμο σαν πηγή ανείπωτης δυστυχίας και όχι σαν κάτι ηρωικό που φέρνει δόξα και τιμή.

Ολόκληρη η νουβέλα υπάρχει ονλάιν σε ιστότοπο του Υπουργείου Παιδείας και από εκεί δανείστηκα το κείμενο, μαζί και τις επεξηγήσεις και τα λινκ, που είναι αρκετά, αφού η έκδοση απευθύνεται σε μαθητές της δευτεροβάθμιας. Δείτε και τα σχόλια στο τέλος.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥ

Στήν καταστροφή τῆς Σμύρνης,1 βρέθηκα μέ τούς γονιούς μου στό λιμάνι, στήν Πούντα.2 Μέσ’ ἀπ’ τά χέρια τους μέ πήρανε. Κι ἔμεινα στήν Τουρκία αἰχμάλωτος.

Μεσημέρι πιάστηκα μαζί μέ ἄλλους. Βράδιασε καί τά περίπολα ἀκόμα κουβαλοῦσαν τούς ἄντρες στούς στρατῶνες.

Κοντά μεσάνυχτα, ὅπως ἤμαστε ὁ ἕνας κολλητά στόν ἄλλο, μπῆκε ἡ φρουρά κι ἄρχισαν νά μᾶς χτυποῦν, ὅπου ἔβρισκαν, μέ ξύλα, καί νά κλοτσοπατοῦν ὅσους κάθονταν χάμω, γόνα μέ γόνα. Τέλος πῆραν διαλέγοντας ὅσους ἤθελαν κι ἔφυγαν βλαστημώντας.

Ἐμείς φοβηθήκαμε πώς θά μᾶς χαλάσουν ὅλους.3

Ἕνας γραμματικός, πού ‘χε τό γραφεῖο του πλάι στήν πόρτα, μᾶς ἄκουγε πού μιλούσαμε λυπητερά καί μᾶς ἔκανε νόημα νά τόν πλησιάσουμε:
— Σάν ἔρχονται, μᾶς λέει, καί σᾶς φωνάζουν, ἐσεῖς τραβηχτεῖτε μέσα. Καί τό λόγο μου φυλάχτε τον καλά, ἔξω μήν τόν δώσετε.
Ἀπό κεῖνο τό βράδυ, κάθε νύχτα, ἔπαιρναν ἀπ’ τούς θαλάμους. Κι ἐμεῖς π’ ἀκούγαμε πυροβολισμούς, ἀπ’ τό Κατιφέ – Καλεσί, λέγαμε: «σκοποβολή κάνουνε».4

Ἀπό μέρες, πού πέρασαν μέ φόβο, ἦρθε ἕνας ἀξιωματικός καί μᾶς παράλαβε, μέ σαράντα στρατιῶτες. Μᾶς ἔβγαλαν στήν αὐλή καί μᾶς χώρισαν ἀπ’ τούς πολίτες·5 τότε εἶδα καί τόν ἀδερφό μου. Μᾶς ἔβαλαν τετράδες καί μᾶς διέταξαν νά γονατίσουμε νά μᾶς μετρήσουν. Ὁ ἀξιωματικός πού μᾶς ἔβλεπε, καβάλα στό ἄλογό του, ἔλεγε:
— Θά κοιτάξω νά μή μείνει οὔτε σπόρος ἀπό σᾶς. Κι ἔδωσε τό παράγγελμα νά κινήσουμε.
Θά ἤμαστε ὅλη ἡ φάλαγγα κάνα δυό χιλιάδες.
Ὅπως βγήκαμε, μᾶς τραβήξανε ἴσια στήν ἀγορά. Ἐκεῖ, τό τουρκομάνι πού μᾶς περίμενε, σάν τό λεφούσι6 ἔπεσε ἀπάνω μας: τραπέζια, καρέκλες, ποτήρια, ὅ,τι ἔβρισκαν μπροστά τους μᾶς πετοῦσαν ἀπ’ ὅλες τίς μεριές. Ἦταν καί ναῦτες Φράγγοι7 μαζί τους στά καφενεῖα κι ἔκαναν χάζι μέ μᾶς.
Σά φτάσαμε στόν Μπασμαχανέ, μπροστά μας βγῆκε ἕνας Χαφούζης.8 Μᾶς κοίταξε:
—  Ἀλλάχ, Ἀλλάχ, εἶπε, τί γίνεται ἐδῶ!
Καί φώναξε τοῦ ἀσκέρ – ἀγᾶ.9 Αὐτός σταμάτησε.
—  Ὁ λοχαγός ἐδῶ! ξαναφωνάζει.
Τράκ τράκ τό ἄλογο, ὁ λοχαγός πῆγε, χαιρέτησε. Ὁ Χαφούζης τόν ρωτᾶ:
—  Τό «κιτάπι»10 μας αὐτά λέει;
Ὁ λοχαγός μεταχαιρέτησε.
Κι ἐμεῖς περνούσαμε ἀράδα ἀπό μπροστά τους.

Μεσημέρι, δώδεκα, φτάσαμε στό Χαλκά – Μπουνάρ. Ἐκεῖ μᾶς ἔκλεισαν στό σύρμα, κύκλο. Ἅμα βράδιασε, ἕνας τοῦρκος ἐφές11 ἀπ’ τό χωριό μας ἦρθε καί μᾶς καλοῦσε μέ τά ονόματά μας νά βγοῦμε, τάχα πώς θά μᾶς γλιτώσει, μέ σκοπό νά μᾶς χαλάσει. Κι ἐμεῖς στή γῆ πέσαμε νά μή δώσουμε γνωριμία.
Τά ξημερώματα ἦρθε ἀπό τή Μαγνησία12 ἄλλος ἀξιωματικός, καί μᾶς σήκωσαν. Ὧρες περπατούσαμε. Οὔτε ξέραμε ποῦ μᾶς πᾶν. Μονάχα ἀπό τόν τόπο καταλαβαίναμε πώς βαδίζαμε γιά τή Μαγνησία.
Ἀντί νά μᾶς πηγαίνουν στό δημόσιο δρόμο μᾶς τραβούσανε ἀπ’ τό βουνό. Κι ὅπως δέν ἤμαστε σέ ἰσότοπο, ἀρχίσαμε νά σκορπᾶμε. Δέν μπορούσαμε νά κρατήσουμε τίς τετράδες. Καί οἱ στρατιῶτες φώναζαν προσταχτικά:
—  Στίς τετράδες! Στίς τετράδες!
Ἐμεῖς προσπαθούσαμε, καί πάλι τίς χαλάγαμε. Ὅσοι ἦταν ἀνήμποροι κι ἔμεναν πίσω, τούς τραβοῦσαν οἱ πολίτες στό δάσος καί τούς καθάριζαν.
Μέ πολύ κόπο πέσαμε στό δημόσιο δρόμο. Ἐκεῖ πάλι, μᾶς περίμεναν, μπουλούκια μπουλούκια, γέροι ἄνθρωποι, ἑξήντα ὥς ὀγδόντα χρονῶ, μέ παλιές μαχαῖρες, καί σά φτάσαμε κοντά ρίχτηκαν ἀπάνω μας, φωνάζοντας στό λοχαγό:
—  Ἄφησέ μας νά κάνουμε ὅ,τι θέλουμε!
Κι ὁ λοχαγός τούς ἔλεγε «ὄχι», γελώντας.
Ἐμεῖς τοῦ φωνάζαμε:
— Κύρ λοχαγέ, σέ σένα κρεμόμαστε.
Καί προχωρούσαμε.
Οἱ δρόμοι δεξιά κι ἀριστερά ἦταν σπαρμένοι ἀπό πτώματα πού μύριζαν. Στίς βρύσες ἔστεκαν σκοποί καί φύλαγαν τό νερό, πού ἔτρεχε ἀπ’ τά κανούλια13 ἐμεῖς τό βλέπαμε και διψούσαμε περισσότερο.
Στό δρόμο εἴχανε σκάσει πολλοί. Ἐγώ, βάδιζα μέ τόν ἀδερφό μου, πού κρατοῦσε τό γελιό14 ἑνός Τούρκου ἀπ’ αὐτούς πού μᾶς φύλαγαν σκέφτηκα: «Λεφτά ἔχουμε, ἄς δώσουμε νά πιοῦμε». Κι εἶπα τοῦ ἀδερφοῦ μου:
—  Διψῶ πολύ, θά σκάσω.
— Κάνε κουράγιο, ἀδερφέ, μοῦ λέει, μή φανοῦμε μέ λεφτά καί μᾶς χαλάσουν.
— Ὄχι, δέν ἀντέχω, δῶσε λεφτά καί πάρε νά πιοῦμε.
Μοῦ ‘δωσε, κι ἔτρεξα ἴσια στόν Τοῦρκο.
—  Λίγο νερό, τοῦ λέω, κοντεύω νά ξεψυχήσω.
—  Τί λές, σκυλί; Οὔτε δράμι15 δέ σοῦ δίνω.
— Ἀσκέρ-ἀγά, ψυχικό θά κάνεις, νά πάρε κι αὐτά τά λεφτά.
—  Δῶσ’ τα, μοῦ λέει, καί πιές κρυφά.
Ἤπια, κι ἔδωσα καί τοῦ ἀδερφοῦ μου.
Αὐτά γινότανε Αὔγουστο μήνα.

Τέλος, ἕνα βράδυ, φτάσαμε ἔξω ἀπ’ τή Μαγνησία. Ἐκεῖ ὁ κόσμος μᾶς περίμενε μέ ρόπαλα στό χέρι φωνάζοντας:
—  Αἰχμάλωτοι ἔρχονται! Κι ἔτρεχαν κατά μᾶς.
Ὁ λοχαγός τώρα τούς ἔλεγε:
—  Τραβηχτεῖτε μακριά! Ὅταν ἐμεῖς πολεμούσαμε, ἐσείς κάνατε τά κέφια σας.
Αὐτοί τότε σκόρπισαν φωνάζοντας, πώς μιά μέρα οἱ Γιουνάνηδες16 πάλι θά μᾶς χαλάσουν.
Ὁ λοχαγός νευριασμένος, μᾶς μάζεψε ὅλους, σαν τα πρόβατα στό μαντρί, κι ἔβαλε γύρω σκοπούς νά μᾶς φυλᾶν.
Νερό, ψωμί, τίποτα!
Ὅσοι εἶχαν λεφτά, ἔδιναν στούς σκοπούς κι ἔπιναν. Ἔδωσε κι ἡ παρέα μας σ’ ἕναν ἀράπη καί μᾶς ἔφερε ἕναν ντενεκέ γεμάτο.
—  Κάντε γρήγορα, μᾶς λέει κι αὐτός, ὁ λοχαγός δέν ἀφήνει.
Ἤπια, ἤπια… ὁ ἀδερφός μου μέ τράβηξε νά πιεῖ, ρίχτηκαν κι οἱ ἄλλοι στόν κουβά, καί τό νερό χύθηκε.
Τήν ἄλλη μέρα, νύχτα ἀκόμα, ὁ λοχαγός φώναξε:
—  Ἑτοιμαστεῖτε!
Μπήκαμε στίς τετράδες σειρά καί κινήσαμε. Μᾶς πῆγε μέσα στη Μαγνησία. Ἐκεῖ μᾶς ἔκλεισε σ’ ἕνα νοσοκομεῖο, πού ἦταν μέσα σέ πεῦκα, περιτριγυρισμένο μέ κάγκελα, καί μᾶς παράδωσε στά χέρια ἑνός δεκανέα.
Ἀπό τήν κούραση πείνα δέ νιώθαμε, μονάχα ἡ δίψα μᾶς ἔκοβε. Ξαπλωμένοι σάν ἄρρωστοι κάτω ἀπ’ τά πεῦκα, μασούσαμε τά χλωρά πούσια.17 Καί σά φάνηκαν στόν οὐρανό λίγα σύννεφα, παρακαλούσαμε νά βρέξει. Αὐτά ἅπλωσαν, σκοτείνιασαν, κατέβηκαν χαμηλά, καί πάλι σιγά σιγά χάθηκαν. Ὁ ἥλιος ἔριξε τήν κάψα του τώρα πιό πολλή, κι ἐμεῖς απελπισμένοι φωνάζαμε:
— Νερό! Νερό!
Μά κανένας δέ μᾶς ἄκουγε.

Μετά πέντε ὧρες, ἦρθε ἕνας ξανθός, καλοντυμένος χότζας,18 κι ἐμεῖς ὅλοι μέ μιά φωνή τόν παρακαλούσαμε:
—  Χότζα, Ἀλλάχ ἀσκινά,19 διψοῦμε, νερό!
Σά νά φχαριστήθηκε μέ τά χάλια μας, εἶπε:
— Ἔτσι θέλω νά σᾶς βλέπω ὥς τό τέλος, σάν τά φίδια νά σερνόσαστε. Κι ἔφυγε.
Αὐτός ἔφυγε, κι ἄλλος ἦρθε μέ τό ἁμάξι. Κι ἐμεῖς φωνάζαμε πάλι:
—  Ἀλλάχ ἀσκινά, λίγο νερό, διψοῦμε, δέν ἀντέχουμε!
Σά μᾶς εἶδε καλά καλά καί τοῦτος, εἶπε:
—  Τό γοῦστο μου τό ἔκανα.
Καί διέταξε τόν ἁμαξά νά τραβήξει.
Ἑφτά μέρες περάσαμε ἔτσι. Ὅσοι εἶχαν λεφτά πίνανε, μά ὅσοι δέν εἴχανε πίνανε τό κάτουρό τους.20
Πολλοί πέσανε ψάθα ἀπό πείνα και δίψα. Οἱ συνοδοί μᾶς εἴπανε νά βγεῖ ἀπό μᾶς ἀγγαρεία,21 νά τούς πετάξουμε. Κι ἐμεῖς μαλώναμε ποιός θά πρωτοβγεῖ γιατί θά ‘πινε νερό.22
Βγῆκαν καμιά κοσαριά νομάτοι23 μέ τά κάρα καί τούς πέταξαν μακριά, ἔξω ἀπ’ τήν πολιτεία…
Μέσα στό νοσοκομεῖο ἦταν καί μαγνησαλῆδες24 αἰχμάλωτοι πού μᾶς ἔλεγαν πώς τό συντριβάνι στήν αὐλή ἔχει νερό.
Ἐμεῖς τ’ ἀκούγαμε καί δέν τό πιστεύαμε.
Τή νύχτα ξυπνήσαμε ἀπό φωνές καί μάθαμε πώς οἱ Μαγνησαλῆδες ἔσπασαν τό κιούγκι25 κι ἦρθε νερό. Τότε σηκωθήκαμε ὅλοι καί χτυπιόμαστε ποιός θά πρωτοπιεῖ. Ἀπ’ τίς φωνές μας οἱ σκοποί πήρανε εἴδηση κι ἄρχισαν νά πυροβολοῦν. Ἀφοῦ ἔπεσαν κάμποσα κορμιά, μᾶς ἔκλεισαν σέ συρματόπλεγμα. Ἐκεῖ μέσα παίρναμε λάσπη καί βυζαίναμε.
Καί σ’ ἑφτά μέρες ἀπάνω ἔρχεται πάλι ὁ χότζας κι ἐμεῖς μέ φωνές τόν παρακαλούσαμε.
— Σωπᾶτε, μᾶς λέει, γιατί θά φύγω ἄν φωνάζετε. Ἦρθα, νά σᾶς σώσουμε.
Στό λόγο ἀπάνω, ἔφεραν σέ καλάθια κουραμάνες.26 Μᾶς ἔβαλαν στό ζυγό, δίνοντας στούς δυό νομάτους ἀπό μισή. Ὕστερα μέ τή σειρά μᾶς ἄφησαν στό συντριβάνι νά πιοῦμε νερό.
Ἐκείνη τή μέρα εἶχε ἔρθει ἄνθρωπος μεγάλος ἀπ’ τό Ἀχμετλί, μᾶς ἔλεγαν οἱ στρατιῶτες, κι ἀπό δῶ κι εμπρός θά περάσετε καλά.
Τό βράδυ μᾶς ἔγδυσαν! Ὅ,τι εἴχαμε ἀπάνω μας, δαχτυλίδια, ρολόγια, μᾶς τά πήρανε. Ὥς καί τά χρυσά δόντια μᾶς βγάλανε ἀπ’ τό στόμα.
Τό πρωί μᾶς σήκωσαν. Κι ὅταν ἑτοιμαζόμαστε, μαζεύτηκαν ἀπ’ ἔξω οἱ ζεμπέκηδες,27 μέ ζουρνάδες28 καί νταούλια,29 καί βγαίνοντας μᾶς χτυποῦσαν μέ τά ὅπλα τους. Ἐκεῖ, ἦρθε ἄλλος ἀξιωματικός. Μᾶς παρέλαβε καί ξεκινήσαμε.
Ἔξω ἀπ’ τή Μαγνησία, μακριά τρεῖς ὧρες, ἦταν ἕνα μεγάλο ἀμπέλι, τριγυρισμένο μέ φράχτη. Ἐκεῖ μᾶς ἔκλεισε μέσα κι ἔβαλε σκοπούς νά μᾶς φυλᾶν ὥσπου νά ξημερώσει.
Ἐμεῖς σκορπίσαμε στά τρυγημένα κλήματα καί τρώγαμε φύλλα μέ τήν κουραμάνα.
Κι ἅμα νύχτωσε, δυό ἔκαναν νά φύγουν. Οἱ σκοποί τους ἔπιασαν καί μπροστά μας τούς σκότωσαν. Τό πρωί μᾶς ἔλεγε ὁ λοχαγός:
— Ἄπιστα σκυλιά! Ἐγώ κοιτάζω νά σᾶς κάνω καλό κι ἐσεῖς μοῦ φεύγετε;
Καί διέταξε νά μᾶς σηκώσουν.
Ὧρες βαδίζαμε. Καί κεῖ πού κάναμε στάση, σ’ ἕνα σταθμό, ἦρθαν κάμποσοι τοῦρκοι πολίτες, κι εἶπαν τοῦ ἀξιωματικοῦ νά τούς ἀφήσει νά ψάξουν ἀνάμεσά μας κι ἅμα βροῦν κάποιον πού ζητοῦσαν, νά τόν πάρουν.
— Ναί, τούς λέει, κοιτάχτε κι ἅμα τόν βρεῖτε πάρτε τον.
— Ἄφεριμ, ἄφεριμ,30 εἶπαν καί χώθηκαν στό σωρό μας. Τόν βρῆκαν. Ἦταν Ἀρμένης, ὁ περβολάρης τοῦ σταθμοῦ.
— Βρέ κερατά Ἀρμένη, ἐσένα γυρεύουμε.
—  Τί θέλετε ἀπό μένα; τούς εἶπε. Μιά ψυχή ἔχω νά παραδώσω.
Καί μέ τό κεφάλι ψηλά, σά νά ‘θελε νά τόν δοῦμε ὅλοι, πέρασε ἀνάμεσά μας.
—  Πάρτε τον! φώναξε ὁ λοχαγός.
Ὁ Ἀρμένης ἅμα ἄκουσε ἔτσι, ρίχτηκε ἀπάνω σέ κεῖνον πού πρωτάπλωσε νά τόν πιάσει καί μέ πάθος τοῦ δάγκωσε τό λαρύγγι.
Οἱ ἄλλοι τόν χάλασαν ἀμέσως· πρόφτασε μόνο κι εἶπε:
—  Κάντε με ὅ,τι θέλετε, τό αἷμα μου τό πῆρα.
Ἀφήσαμε πίσω μας τό ζεστό κουφάρι, πού τό κλοτσοκυλοῦσαν ἀκόμα, καί τραβήξαμε γιά τόν Κασαμπά. Ἐκεῖ ἦταν ὅλα στάχτη. Σέ μιά μάντρα μᾶς βάλανε. Ἀπό κεῖ βλέπαμε νά περνοῦν ἄλλους αἰχμαλώτους, κι ἀκούοντας ἀπό μακριά τά μαρτύριά τους, δοξάζαμε τό Θεό.

Τό πρωί μᾶς σηκώσανε γιά τό Ἀχμετλί. Ἅμα φτάσαμε, ὁ λοχαγός μᾶς περίμενε στό σταθμό κι ἀπ’ αὐτόν μάθαμε πώς θά μέναμε ἐκεῖ.
Μᾶς τράβηξε σ’ ἕναν ξερότοπο καί μᾶς ἄφησε στόν ἥλιο. Ἐμεῖς τόν παρακαλούσαμε νά μᾶς βάλει ἀπ’ τό ἄλλο μέρος πού εἶχε δέντρα.
—  Ὄχι, μᾶς εἶπε, στόν ἥλιο. Κι ἔφυγε.
Τ’ ἀπομεσήμερο ἔπιασε βροχή· χαρήκαμε. Ἤπιαμε μέ τή φούχτα μας νερό, πλυθήκαμε καί δροσιστήκαμε.
Ἅμα πῆρε τό βράδυ, ἦρθε ὁ λοχαγός καί μᾶς ἔβαλε κάτω ἀπό ‘να ὑπόστεγο. Στό πόδι ξημερωθήκαμε. Ὅλη τή νύχτα ἔβρεχε.
Τό πρωί ἦρθε πάλι· κοντά του εἶχε κι ἕνα γραμματικό. Μᾶς χώρισε σέ λόχους, κι ἔβγαλε τούς τεχνίτες, φουρνάρηδες, ζυμωτῆδες, καμιά δεκαριά, μαραγκούς, σιδεράδες εἴκοσι, χτίστες, σουβατζῆδες31 ἄλλους τόσους· κι ὅπως τούς χώριζε, ἔλεγε:
—  Ἐσεῖς πού τά γκρεμίσατε, νά τά χτίσετε.
Καί τούς παράδωσε στούς στρατιῶτες.
Ὁ γραμματικός φώναξε:
— Μυλωνάς δέν εἶναι κανένας ἀπο σᾶς; Καρπό ἔχουμε32 ν’ ἀλέσουμε. Δέν ξέρει κανένας σας μυλωνάς;
Βγῆκε ὁ ἀδερφός μου καί δυό ἄλλοι.
Οἱ ζυμωτῆδες πῆγαν στό φοῦρνο, κι ἔβγαλαν κουραμάνα, ἀπό κριθάρι ἀκοσκίνιστο. Κι ἀπό κείνη τή μέρα μᾶς μοίραζαν ἀπό ‘να τέταρτο στόν καθένα μας.
Ἕνα βράδυ δυό ζυμωτῆδες ἔκλεψαν λίγο χαμούρι33 γιατί ‘χαν στό νοῦ τους νά τό σκάσουν. Κι ὁ σκοπός τούς ἔπιασε τήν ὥρα πού τό ἔκλεβαν. Τό πρωί τούς πῆγαν στό λοχαγό, πού ἔμενε ἐκεῖ κοντά μας σέ μιά καλύβα.
—  Τοῦτοι ἐδῶ χτές βράδυ ἔκλεψαν χαμούρι γιά νά φύγουν, τοῦ λένε.
Ὁ λοχαγός ἔβγαλε τό πιστόλι του.
— Νά ἔτσι θά πᾶτε σά σκυλιά ὅσοι κάνετε αὐτά, εἶπε καί τούς σκότωσε μπροστά μας. Ὕστερα μᾶς ἔβαλε ἀγγαρεία νά καθαρίσουμε τό σταθμό. Ἀπ’ τήν ἀκαθαρσία, μᾶς πόνεσαν τά μάτια.
Κι ἕνας λοχίας πού μᾶς παράστεκε, Τουράν τόν λέγανε, μᾶς φώναζε ἄγρια καί μᾶς χτυποῦσε, γιά νά τόν καμαρώνουν μέσ’ ἀπ’ τό τραῖνο οἱ γυναῖκες. Κι ὅποιοι ἀπό μᾶς εἶχαν βαρύ πονόματο τούς ἔλεγε πώς θά τούς πάει στό νοσοκομεῖο νά τούς γιατρέψει, κι αὐτός τούς τράβαγε μές στή χαράδρα καί τούς ξεπάστρευε.
Ἕνα βράδυ ὁ λοχαγός ἔδωσε διαταγή στή φρουρά νά ποῦν στά χωριά, ὅσοι θέλουν παραγιούς νά ‘ρχονται νά παίρνουν.
— Ἔχουμε, νά τούς πεῖτε, ἀπ’ ὅλους· τσομπάνηδες, χτίστες, σιδεράδες, ὅ,τι θέλουν.
Τό πρωί ἔφτασαν οἱ μουχτάρηδες34 κι ἄρχισαν νά διαλέγουν πενήντα, ὀγδόντα, ὅσους ἤθελαν ἀπό μᾶς, σά νά ‘μαστε ζωντόβολα.
Τότε συμφωνήσαμε, δώδεκα χωριανοί, νά μάθουμε κανένα καλό χωριό, κι ὅταν ξανάρθουν καί ζητήσουν, νά πᾶμε ὅλοι μαζί.
Ἀπό λίγες μέρες ἕνας δεκανέας πού μᾶς συμπαθοῦσε, γιατί τοῦ εἴχαμε χαρίσει, ἀπό τήν ἀρχή ὅταν πιαστήκαμε, ἕνα ζουνάρι πού τοῦ ἄρεσε, μᾶς λέγει:
— Ἑτοιμαστεῖτε. Ἐδῶ κοντά εἶναι ἕνα καλό χωριό, τό Μπουνάρ – Μπασί, στό Μπόζ – Ντάγ. Θά περάσετε καλά.
Τόν ρωτήσαμε ἄν θά ‘ρθει κι αὐτός μαζί μας.
— Ὄχι, μᾶς λέγει, ἐμένα δέ μ’ ἀφήνει ὁ λοχαγός. Θά σᾶς παραδώσω στό μουχτάρη.
Μᾶς παράδωσε καί φύγαμε.
Στό δρόμο ἀπάνω, βρήκαμε μιά γκορτσιά35 καί πέσαμε στ’ ἄγουρα γκόρτσα.
— Μπρέ σεῖς, ἐλᾶτε, φώναζε ὁ μουχτάρης, μᾶς πῆρε τό βράδυ.
Κι ἐμεῖς μπήκαμε στό δρόμο τρώγοντας.
Στό χωριό φθάσαμε νύχτα. Μᾶς μοίρασαν σέ τρεῖς μεριές, ἀπό τέσσερις.
Εἴκοσι μέρες δουλέψαμε σ’ αὐτό τό μέρος. Κι ἀπ’ τήν πρώτη μέρα πού πήγαμε, βάλαμε μέ τό νοῦ μας νά λιποταχτήσουμε, κι ἀρχίσαμε στά κρυφά νά κρατοῦμε ψωμί, κι ὅ,τι ἄλλο βαστοῦσε ἀπ’ τό φαγί μας, γιά τό δρόμο.
Τέλος ὁρίσαμε τή μέρα. Παρασκευή μεσάνυχτα νά ξεκινήσουμε. Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, ξύπνησα τό σύντροφό μου, κι ἕνας μέ τόν ἄλλο ξυπνήσαμε ὅλοι. Μά οἱ ἄλλοι μετάνιωσαν. Ἐμεῖς τούς εἴπαμε: τ’ ἀποφασίσαμε πιά, θά φύγουμε. Καί φύγαμε.

Σάν περπατήξαμε καμιά ὥρα δρόμο, ἔξω ἀπ’ τό χωριό, μπροστά μας βρήκαμε ἕναν γκρεμό, ρέμα. Τό βουητό του δέν ἀκουγότανε, ἀπ’ τό πολύ βάθος πού εἶχε. Ἐκεῖ σταματήσαμε.
Πλάγι μας ἦταν ἕνα χωριό. Τά σκυλιά του μᾶς μυρίστηκαν κι ἄρχισαν νά γαβγίζουν.
— Θά φανερωθοῦμε, λέγω στό σύντροφό μου, πρέπει νά τό περάσουμε ἀπόψε.
—  Ναί, μοῦ λέει.
Καί σουρτά,36 πιαστοί στίς πέτρες, κατεβαίνουμε. Μά δέν μπορέσαμε. Στό μισοκατήφορο, σταματήσαμε σέ μιά βραχοσπηλιά. Ἐκεῖ ξημερωθήκαμε.
Ἅμα πῆρε ἡ μέρα, ἀπάνω ἀπό τόν γκρεμό ἀκούσαμε φωνές. Μᾶς εἶχαν πάρει στό κατόπι μικροί μεγάλοι καί μᾶς κυνηγούσανε μέ τά σκυλιά τους.
Οἱ φωνές ἀπό ὥρα μάκρυναν. Ἐμεῖς καθίσαμε ἀκόμα λίγο, κρυμμένοι, κι ὕστερα πήραμε πάλι τόν γκρεμοκατήφορο.
Μεσημέρι κοντά ἔδειχνε μέ τόν ἥλιο, πού φθάσαμε ὥς κάτω στό γούπατο.37
«Βάι, βάι38» εἴπαμε σάν εἴδαμε τό ἄλλο μέρος, πού θ’ ἀνεβαίναμε. Περπατήσαμε γιά λίγο, ὀρθοί, δίπλα στό νερό πού κύλαγε χοχλαστό39 καί μπήκαμε μέσα γλιστροπατώντας ἀπάνω στά τρόχαλα.40 Τό νερό μᾶς ἔφθασε ὥς τό γόνα.
Ὅπως προχωρούσαμε, ἀκούσαμε κοντά μιας κροτοχαρχάλεμα.41 Τρομάξαμε· σμίξαμε κοντά κοντά τά κορμιά μας καί βλέπαμε. Ἀπό πάνω, χαμηλά, περνοῦσαν κοράκια, κάνοντας κύκλους. Σκύψαμε κι ἤπιαμε νερό, δίχως νά διψοῦμε. Ὕστερα βγήκαμε ἀπ’ τό ποτάμι στάζοντας καί πήραμε τό ἀνηφόρι.
Ὁ ἥλιος ἔπεφτε ὅταν ἀναριχτήκαμε, πιάνοντας τίς χορτόριζες. Μέ πολύν κόπο ἀνεβήκαμε. Μᾶς εἶχε πάρει τό βράδυ.
Σά βγήκαμε στό ἴσιωμα, κοιτάξαμε γύρω. Μπροστά μας, λίγο μακριά, φάνηκαν καλύβες <a class="tooltip" style="text-decoration:none;color:#006600;" title="γιουρούκης| Τούρκοι ορεινοί. Συνήθως ξυλοκόποι. Στη θρησκεία αιρετικοί. Στα τζαμιά δεν μπαίνουν να προσκυνήσουν. Φαίνεται πως είναι ντόπιοι εξισλαμισθέντες.» href=»http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2712/Neoelliniki-Logotechnia_G-Lykeiou-AnthrSp_html-empl/index_2_03.html#»>γιουρούκικες.42 Τά σκυλιά γάβγιζαν. Οἱ τσομπάνηδες φώναξαν ἀναμεταξύ τους:
—  Τά σκυλιά ἀλυχτοῦν,43 ἄνθρωποι εἶναι. Καί ντουφέκισαν στόν ἀέρα.
Ἐμεῖς λοξέψαμε στόν γκρεμό καί περπατούσαμε σκυφτοί ἄκρια ἄκρια, ὥσπου πέσαμε σ’ ἕνα ἐρειπωμένο χωριό. Καθώς προχωρούσαμε μές στά χαλάσματα, λίγα βήματα μπροστά μας, ἀκούσαμε βόγγο. Πλησιάσαμε. Ἀπάνω σέ ἀδειασμένο στρῶμα ἀπό ἄχυρο ἦταν ξαπλωμένο ἕνα σκυλί.
Ὅταν μᾶς εἶδε, ἔκανε νά σηκωθεῖ. Δέν μπόρεσε. Μᾶς κούνησε τήν οὐρά του ἀπάνω στό χῶμα, ἀνοιγόκλεισε τά μάτια του, πού γυάλιζαν στό φεγγάρι, καί μεταβόγγηξε. Καθίσαμε κοντά του, σ’ ἕνα μισότοιχο τῆς σωριασμένης αὐλῆς. Ἀπάνω σέ σωρούς ἀπό ἄχρηστα πράγματα κούρνιαζαν κότες ξεπουπουλιασμένες, κατάστεγνες ἀπ’ τή δίψα. Εἴπαμε νά πάρουμε καμιά, μά ποῦ φωτιά. Κοιτάξαμε τό σκυλί καί τραβήξαμε. Ὅλη τή νύχτα περπατούσαμε στό φεγγάρι καί ξαφνιαζόμαστε μέ τούς ἴσκιους μας.
Κοντά ξημερώματα, πέσαμε στά λιβάδια τοῦ Μπόζ – Ντάγ, ὅπου ἔβοσκαν γίδια· τά φύλαγε γυναίκα. Βιαστήκαμε νά τά περάσουμε, δέν προφτάσαμε. Μᾶς ἔζωσε τό κοπάδι. Ἡ γυναίκα σκυφτή ἔπλεκε· δέ μᾶς πρόσεξε, περάσαμε.

Τήν τέταρτη μέρα πέσαμε στό Ὀντεμίς.44 Ὅπως πηγαίναμε, ἀπαντήσαμε ἕνα μύλο.
—  Ἔ, σύντροφε, τοῦ λέω, ποῦ θά πάει αὐτό, ὅλο δρόμο, δρόμο; Καί τοῦ ‘δειξα τό μύλο, μέ νόημα.
—  Τί, νά τόν σπάσουμε; μοῦ λέει.
—  Ναί, εἴπαμε κι οἱ δυό καί πάλι μετανιώσαμε.
Ἀπό κεῖ βγήκαμε σέ δημόσιο δρόμο. Τραβηχτήκαμε στό δάσος νά κρυφτοῦμε. Κοντά μεσημέρι, εἴδαμε ἕναν κυνηγό στήν ἀπέναντι ράχη. Τό σκυλί του γάβγιζε· φοβηθήκαμε.
Μπουσουλώντας, πήγαμε ὥς δέκα μέτρα καί λουφάξαμε πίσω ἀπό ‘να κορμόδεντρο, παραμονεύοντας τόν κυνηγό πότε θά φύγει. Βαρεθήκαμε. Ἔμεινε ὥς ἀργά τό βράδυ. Κάναμε τότε τό σταυρό μας καί δρόμο.
Πρίν ξημερώσει, εἴχαμε φτάσει ἔξω ἀπό τήν πολιτεία Μπανός. Ὥς τό Βαϊντίρι κοντά ἔφταναν τά λιόδεντρά της. Ἀπ’ τήν πείνα μας, τρώγαμε τίς ἄγουρες ἐλιές καί μᾶς πίκρισε τό στόμα.
Ἅμα μερώσαμε λίγο τήν πείνα μας, σταθήκαμε καί βλέπαμε τήν πολιτεία. Ἀντίκρυ μας περνοῦσε τό τραῖνο. Πῆγε, ἦρθε, δυό τρεῖς φορές. Ὁ κόσμος πού ἔβγαινε σκορποῦσε στούς δρόμους· δέν μπορούσαμε νά περάσουμε. Σουρούπωσε κι οἱ δρόμοι ἀκόμα ἦταν γεμάτοι κόσμο. Φύγαμε ἀργά, νύχτα.
Ἀπ’ τό Βαϊντίρι περάσαμε γρήγορα καί πέσαμε στό ποτάμι τό Μαίαντρο.45 Τό νερό μᾶς ἦρθε ὥς τή μέση. Τό περάσαμε.
Βγαίνοντας, μπροστά μας φάνηκαν πρόβατα. Δέν μπορούσαμε νά κάνουμε πίσω, πέσαμε μές στό κοπάδι. Τά σκυλιά μᾶς μούνταραν46 κι ἐμεῖς τά διώχναμε μέ τά ξύλα π’ ἀκουμπούσαμε. Αὐτά, τίποτα· τά μαυλίσαμε47 καί σκυφτοί, σιγά σιγά, τραβηχτήκαμε.
Σά μακρύναμε πολύ ἀπ’ τό κοπάδι, καθίσαμε. Δέν μπορούσαμε οὔτ’ ἕνα βῆμα νά κάνουμε. Κι ἕνα μικρό παιδάκι μᾶς ἔπιανε.

Τέλος φτάσαμε ἔξω ἀπ’ τό χωριό μας. Μπήκαμε στό δάσος, κι ἀπό κεῖ τό βλέπαμε στήν κορφή, ὅπως τό ξέραμε. Καμιά πενηνταριά φῶτα ἔκαιγαν. Τά σκυλιά ἀλυχτοῦσαν. Ἦταν ὅπως τότες, πού ἤμασταν ἐκεῖ. Κλάψαμε. Μᾶς φάνηκε πώς γλιτώσαμε ἀπό φυγόστρατοι καί γυρίζαμε στά σπίτια μας νά ἡσυχάσουμε.
—  Πᾶμε, μοῦ λέει ὁ σύντροφός μου, ἴσως ἀκόμα νά ‘ναι οἱ δικοί μας, πᾶμε νά δοῦμε γιά νά πιστέψουμε.
Καί ξεκινήσαμε χωριστά, ἀφοῦ πρῶτα ὁρίσαμε τήν ἄλλη μέρα ν’ ἀνταμώσουμε στή σπηλιά. Αὐτός τράβηξε σέ ἄλλο μαχαλά,48 ἐγώ σέ ἄλλον. Ὅπου κι ἄν πήγαμε, ὅλα ρημαγμένα. Τά σπίτια ἀνοιχτά, ἄδεια, οἱ πόρτες σπασμένες μέ τά τσεκούρια. Μονάχα στήν ἀγορά ἔμεναν ἀκόμα λίγοι Τοῦρκοι καί στήν ἀστυνομία ὁ σκοπός. Στό σκολειό, πού τό ‘χαν γεμάτο ἔπιπλα καί ροῦχα, ἀπό μέσα ἀκουγόταν κουβέντα. Ἀποτραβήχτηκα καί γύριζα ὅλη τή νύχτα, μέ τό φόβο μου συντροφιά.
Τό πρωί π’ ἀνταμώσαμε, μᾶς πῆραν τά κλάματα. Ἐμεῖς λογαριάζαμε πώς κάτι θά βρίσκαμε στό χωριό, ἀφημένο ἀπ’ τούς δικούς μας. Μά δέ βρήκαμε τίποτα καί στήν ἀπελπισιά μας, ριχτήκαμε στούς συκομπαξέδες.
Ὕστερα ἀπό μιά βροχή τά σύκα χάλασαν, μά εἶχαν ἀρχίσει νά ὡριμάζουν τά κάστανα κι οἱ ἐλιές. Μαζέψαμε ὅσο καρπό μπορούσαμε καί τόν βάλαμε στή σπηλιά μας.
Μιά μέρα πού καθόμαστε ἀπέξω καί βλέπαμε ἀντικριστά μας ἕνα μύλο,
— Σύντροφε, τοῦ λέω, ὅσο κι ἄν τρώγω, μοῦ ‘ρχεται λιγούρα. Δέν πᾶμε νά στήσουμε πόστο,49 κι ἅμα φύγει ὁ μυλωνάς νά τόν πατήσουμε;
— Καί δέν πᾶμε, μοῦ λέει. Καί πήγαμε.
Οἱ πελάτες ἦρθαν καί φύγαν. Σά βράδιασε, ὁ μυλωνάς καβαλίκεψε τ’ ἄλογό του κι ἔφυγε κι αὐτός.
Περιμέναμε ὥς τά μεσάνυχτα, μήπως βγεῖ κανένας ἀπό μέσα ἤ γυρίσει ὁ ἴδιος πίσω. Δέ φάνηκε τίποτα. Σταυρώσαμε τό στῆθος μας καί πήγαμε.
Ἡ κλειδαριά ἦταν σπασμένη, μ’ ἀπό μέσα εἶχε ἀμπάρα.50 Ἀπ’ τό βοριά, πού ‘βγαινε τό νερό, μπήκαμε. Ἕνα νυχτοφάναρο ἔκαιγε μπροστά στό στόμα τοῦ φούρνου. Τρομάξαμε. Καί πάλι εἴπαμε: «ψωμί νά φᾶμε κι ἄς πεθάνουμε». Κοιτάξαμε τό ντουλάπι. Εἶχε τό μπαρντάκι51 μέ λάδι, ντομάτες, ἁλάτι. Μές στό καλάθι δυό πίτες. Στό παράθυρο τά τσανάκια52 βαλμένα μπρούμυτα. Κάναμε σαλάτα καί φάγαμε. Εὐχαριστήσαμε τό Θεό σά νά τόν εἴχαμε μπροστά μας, καί κουβεντιάσαμε μέ λαχτάρα. Παρηγορηθήκαμε.
Ὕστερα σηκωθήκαμε καί ψάχναμε παντοῦ. Σέ μιά θυρίδα εἶχε καμιά κοσαριά κεριά τῆς ἐκκλησιᾶς. Τά πήραμε. Σ’ ἕνα βαρέλι, ἀλεύρι καί μισό σακί στάρι. Βάλαμε νά τό ἀλέσουμε. Ἀφήσαμε τό νερό κι ὁ μύλος ἄρχισε ν’ ἀλέθει.
Κόντευε πιά νά ξημερώσει. Μαζέψαμε ὅ,τι ἄλλο μᾶς χρειαζόταν, βάλαμε τό ἀλεύρι σέ δυό σακιά καί τραβήξαμε στό δάσος. Ἀπό κεῖ παραφυλάγαμε, νά δοῦμε καί ν’ ἀκούσουμε τί θά γινόταν.
Ὁ μυλωνάς ἦρτε, σάν πῆρε ἡ μέρα, μέ πελάτες γιουρούκηδες.
Μόλις μπῆκαν, ἀκούστηκαν φωνές. Ὁ μυλωνάς ἔβριζε, θαρρώντας πώς κλέφτηκαν συναμεταξύ τους.
Φυλάξαμε ἐκεῖ ὥς τό μεσημέρι. Ἅμα εἴδαμε ἡσυχία, πήγαμε στή σπηλιά, νά συμμαζέψουμε ὅ,τι εἴχαμε πάρει ἀπ’ τό μύλο. Εἴχαμε κάνει πιά καλά τό κουμάντο μας:53 λάδι, ἀλεύρι, ἁλάτι, ἀπό τούς γύρω μπαξέδες μελιτσάνες, ντομάτες. Τή νύχτα μαγειρεύαμε στή σπηλιά καί ψήναμε ζυμαρόπιτες στή θράκα.54 Τό πρωί παίρναμε τό φαγί μας καί τραβούσαμε στό δάσος. Ἐκεῖ βραδιάζαμε.

Μιά μέρα, ὅπως καθόμαστε προφυλαγμένα, μπροστά μας παρουσιάστηκε ἕνας Γιουρούκης μέ δίκαννο. Μᾶς κοίταξε καλά. Ἐμεῖς τρομάξαμε. Τόν περάσαμε γιά ἀγροφύλακα.
—  Ἀπό ποῦ εἶστε, πατριῶτες; μᾶς ρώτησε.
— Ἀπό τή Μακεδονία, <a class="tooltip" style="text-decoration:none;color:#006600;" title="μουατζίρης| μέτοικος, πρόσφυγας. Από τη Μακεδονία, μουατζίρηδες…· μέτοικοι από την ευρύτερη γεωγραφικά περιοχή της Μακεδονίας. Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών, που συμφωνήθηκε στις 30.1.1923 μεταξύ των Βενιζέλου και Ινονού, περίπου 500.000 Τούρκοι ζούσαν στην περιοχή της Μακεδονίας.» href=»http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2712/Neoelliniki-Logotechnia_G-Lykeiou-AnthrSp_html-empl/index_2_03.html#»>μουατζίρηδες55 τοῦ λέμε, καί ἡ κυβέρνηση μᾶς ἔστειλε ἐδῶ, στό Τσαβίρ – Κιόι. Αὐτό τό χτῆμα τώρα εἶναι δικό μας. Ἐσύ τί θέλεις ἐδῶ;
— Νά, περνοῦσα καί μπῆκα νά μάσω λίγα κάστανα· τώρα ἔφυγαν οἱ Γκιαούρηδες56 εἶπε κι ἔφυγε.
Σά χάθηκε ἀπό μπροστά μας, κοιταχτήκαμε.
—  Ἔι, σύντροφε, τοῦ λέω, ὁ ἥλιος βασίλεψε, πᾶμε.
Στό δρόμο μας ἀπαντήσαμε ἕνα ξωκλήσι. Μπήκαμε νά γονατίσουμε, καί νά παρακαλέσουμε, ἴσως μᾶς φανεῖ κανένας ἅγιος, νά τοῦ ποῦμε τόν πόνο μας. Δέν εἴδαμε τίποτα. Μονάχα τοίχους γυμνούς καί σανίδια.
Συλλογισμένοι γυρίσαμε στό γιατάκι57 μας. Ὅλη τή νύχτα δέν κλείσαμε μάτι ἀπό φόβο μήν ἔρτουν καί μᾶς πιάσουν, ἀπάνω στόν ὕπνο. Καί δέν ἦταν μόνο αὐτό πού μᾶς βασάνιζε. Εἴχαμε καί τή φαγούρα ἀπό τίς ψεῖρες πού δέν μᾶς ἄφηναν σέ ἡσυχία. Καλύτερα εἴχαμε νά πεινᾶμε, καί νά γλιτώναμε ἀπ’ αὐτές.
Κι ἔτσι, σκεφτήκαμε τό πρωί νά κατέβουμε κάτω ἀπ’ τή σπηλιά, πού ἦταν ρέμα. Σούρουπο ἀκόμα πήγαμε, κι ἀνάψαμε φωτιά μέ ξερά ξύλα. Ὥσπου νά κάψει τό νερό κουρευτήκαμε, ξουρίσαμε τίς τρίχες καί τά γένια μ’ ἕνα ξουράφι κι ἕνα ψαλίδι, πού εἴχαμε βρεῖ στό χωριό. Ὕστερα γδυθήκαμε καί ζεματίσαμε τίς ἀλλαξιές μας. Ἐκείνη τή μέρα ἡσυχάσαμε. Ἀπό δυό μέρες, πάλι ἡ ψείρα. Κάθε μέρα μέ τό ζεμάτισμα τίς ξεκάναμε· γλιτώσαμε κι ἀπ’ αὐτές.
Τώρα μᾶς εἶχε σωθεῖ τ’ ἀλεύρι. Μέσα σέ πενήντα μέρες, εἴχαμε φάει ὥς σαράντα οκάδες58 ψωμί. Πιο κάτω, εἶχε κι ἕναν ἄλλο μύλο, ἀπάνω στό δρόμο. «Νηστικό σκυλί φοῦρνο τρυπάει». Εἴπαμε νά πᾶμε καί σ’ αὐτόν, κι ἀρχίσαμε νά παραφυλᾶμε. Μά ὁ μυλωνάς ἔμενε ἐκεῖ.
Τέλος, μιά μέρα, ἔφυγε γιά τό χωριό μέ ἄλλους τρεῖς συντροφιά. Βράδιασε κι οἱ δρόμοι δούλευαν ἀκόμα. Πῆγε μεσάνυχτα κι ὁ μυλωνάς δέ φάνηκε. Εἴπαμε δέ θά ‘ρτει καί ζυγώσαμε στό μύλο. Ἀφουγκραστήκαμε· ὁμιλία καθόλου. Σπρώξαμε τήν πόρτα· φάνηκε νά ‘ναι γερά κλεισμένη ἀπό μέσα. Ἀποφασίσαμε νά μποῦμε ἀπ’ τό φοῦρνο, πού ‘χε παράθυρο.
— Ἐσύ, λέγω στό σύντροφό μου, νά φυλᾶς τό δρόμο κι ἄν δεῖς τίποτα, δῶσε μου εἴδηση.
Ἐγώ ἔσπασα τό τζάμι καί πήδησα μέσα. Ἀπάνω ἀπ’ τό παράθυρο κρεμόταν ἕνα καλάθι κι ἔπεσε. Πάγωσα. «Ὁ μυλωνάς», εἶπα μέσα μου κι ἔτρεμα. Μά πιό δυνατή ἦταν ἡ πείνα. Κατέβηκα κι ἄνοιξα. Ὁ σύντροφός μου μπῆκε καί μετάκλεισε τήν πόρτα. Ἀνάψαμε φῶς καί ψάξαμε παντοῦ. Μές στό ντουλάπι βρήκαμε δυό ψωμιά, μιά χύτρα μαγειρεμένα φασόλια, στό ράφι ἀπάνω σαπούνι, καπνό <a class="tooltip" style="text-decoration:none;color:#006600;" title="…και μια ζωστήρα που τη φόρεσα…| το κείμενο στην α' έκδοση: Είδαμε ένα μερίδιο φασόλια, δύο ψωμιά, μια ζωστήρα (τούτη εδώ που φοράω). Στην α’ έκδοση με τρόπο άμεσο δηλώνεται η παρουσία ενός αφηγητή-μάρτυρα και, κατά κάποιο τρόπο, προοικονομείται το τέλος του βιβλίου με την υπογραφή του «Νικόλα Κοζάκογλου».» href=»http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2712/Neoelliniki-Logotechnia_G-Lykeiou-AnthrSp_html-empl/index_2_03.html#»>καί μιά ζωστήρα, πού τή φόρεσα.59 Πίσω ἀπ’ τήν πόρτα, σέ μιά κόφα,60 εἶχε λερά ροῦχα, δίπλα ἕνα τσουβάλι ἀλεύρι κι ἕνα, σιτάρι. Τά μαζέψαμε ὅλα, πήραμε τήν κατσαρόλα μέ τό φαΐ καί φύγαμε. Ἡ σπηλιά μας ἦταν κοντά στό μύλο, σιγά σιγά τ’ ἀνεβάσαμε.
Τό πρωί, πρίν ξημερώσει, πήγαμε ἀντίκρυ νά παραφυλάξουμε. Ὁ μυλωνάς ἦρθε μοναχός του, κι ἔφυγε βρίζοντας γιά τό χωριό. Δέν πέρασε μισή ὥρα κι ἀπάνω στό δρόμο φάνηκε ἀπόσπασμα ἱππικό. Ἀπό τό φόβο μας, ὅλη μέρα κρυφτήκαμε μέσα στή σπηλιά.
Σάν ἔφεξε ἡ ἄλλη μέρα, πήραμε ψωμί καί φύγαμε. Ἔτσι κάναμε κοντά μιά βδομάδα. Δέ φάνηκε τίποτα. Ἡσυχάσαμε.
Κάτω ἀπ’ τή σπηλιά μας ἦταν μεγάλα ἐλιόδεντρα. Ὁ ἥλιος δέν ἔβλεπε τό κορμί τους, τόσο πυκνά ἤτανε. Ἕνα βράδυ μπήκαμε νά μαζέψουμε ἐλιές. Ἐκεῖ πού μαζεύαμε, ἀκούσαμε ὁμιλία.
—  Σύντροφε, τοῦ λέγω ζυγώνοντας, ἄνθρωποι εἶναι ἐδῶ, νά κρυφτοῦμε.
Δέν ἀπόσωσα τήν κουβέντα κι ὥς δυό μέτρα, ἀπάνω στό δρόμο, φάνηκαν ἄντρες, γυναῖκες, κάτι Γιουρούκηδες. Ὅπως περνοῦσαν μπροστά ἀπ’ τά δέντρα, λέει ἕνας:
—  Βάζω στοίχημα, ἐδῶ μέσα ἔχει ἀκόμα Γκιαούρηδες.
Σά μάκρυναν, μοῦ λέει ὁ σύντροφός μου:
— Πρέπει ν’ ἀλλάξουμε γιατάκι. Καί μέ προφύλαξη γυρίσαμε στή σπηλιά μας.
Οὔτε φάγαμε κεῖνο τό βράδυ. Γείραμε μέ τήν ἔννοια πώς θά πιαστοῦμε.
Σά χάραξε ἡ ἄλλη μέρα, μαζέψαμε τά πράματά μας καί πήγαμε μακρύτερα σέ ἄλλη σπηλιά, πού τήν ξέραμε ἀπό πρίν. Ἐκεῖ βολευτήκαμε καλύτερα. Ἦταν βαθιά μέσα καί φαρδιά ὥς δυό μέτρα. Ἀπ’ τό χωριό εἴχαμε πάρει μιά σκαφιδούλα καί δυό τενεκέδες ἀπό λάδι. Ἐλιές εἴχαμε μπόλικες. Τίς τσακίσαμε λιῶμα, τίς βάλαμε σ’ ἕναν τρουβά61 καί τίς περιχύναμε μέ βραστό νερό, ζουλώντας τες καλά μέσα στή σκαφίδα. Μετά ρίξαμε τό λαδόνερο στόν τενεκέ, πού τού εἴχαμε τρυπήσει τόν πάτο καί σιγά σιγά τό νερό ἔφευγε κι ἔμενε τό λάδι.
Αὐτή τή μέρα μαγειρέψαμε, φάγαμε καλά καί ξαπλώσαμε. Τό φῶς ἔμπαινε ὥς βαθιά μέσα στή σπηλιά κι ἔκανε τίς ἀράχνες νά κουνηθοῦν μές στό ὑφάδι τους. Χαρήκαμε τή συντροφιά τους.
Τέσσερις μῆνες σωστούς ζήσαμε ἐδῶ μέσα.
Καί στούς τέσσερις ἀπάνω, ἕνα πρωί, ὅπως διάβαζα, ψέλνοντας ἀπό μιά σύνοψη62 πού τήν εἶχα βρεῖ στό χωριό,
— Πάψε, μοῦ λέει σκουντώντας ο σύντροφός μου, ὁμιλία ἀκούω.
Καί κοίταξε μέσ’ ἀπ’ τό βάθος.
Μπροστά ἀπό τή σπηλιά, ὥς δέκα πόδια, περνοῦσε ἕνα μονοπάτι. Τά βήματα ὅλο καί ζύγωναν. Ἡ σπηλιά τραβοῦσε μέσα τήν κουβέντα σά ρουφήχτρα.
—  Ἐδῶ ἔπρεπε νά ‘ναι τά βόδια μας…
Καί φάνηκαν. Ἦταν δυό γιουρούκηδες γελαδάρηδες· κι ἐμεῖς ἑτοιμαστήκαμε μέ τά ρόπαλα στό χέρι, ἄν τύχαινε νά μᾶς δοῦν, νά τούς σκοτώσουμε.
Δέ μᾶς εἶδαν. Πέρασαν ἥσυχα, κουβεντιάζοντας, μέ τά χέρια πίσω στή μέση.
Πάλι μοῦ λέγει ὁ σύντροφός μου:
—  Κι ἀπό δῶ πρέπει νά φεύγουμε.
— Βρέ φίλε, τοῦ ἀποκρίθηκα, ποῦ ἀλλοῦ νά πᾶμε;
— Ὄχι, μοῦ λέγει, ἐγώ δέ μένω. Ἴσως νά εἶδαν καί πῆγαν ἴσια στό φρουραρχεῖο.
—  Καλά, ἄς γίνει ἔτσι, τοῦ ἀπάντησα.
Καί ξεκινήσαμε νά βροῦμε ἄλλη κρυψώνα. Ὥς τ’ ἀπόγευμα ψάχναμε. Βρήκαμε σ’ ἕνα μέρος πού τό λέγαν Ἁγια-Τριάδα, σπήλαιο κι αὐτό, καί κουβαλήσαμε νύχτα τά πράματά μας.
Δέκα μέρες περάσανε, κι ἀπ’ τό φόβο μας δέν εἴχαμε βγεῖ ἔξω. Οἱ τροφές ἄρχισαν νά σώνονται μέρα μέ τή μέρα. Στό τέλος μείναμε νηστικοί. Τό μάτι μας εἶχε θολώσει ἀπ’ τήν πείνα.
—  Σύντροφε, τοῦ λέγω, δέ βαστῶ πια. Νά σκοτώσουμε τό μυλωνά;
— Πάψε, μοῦ λέγει, μή θέλεις νά χάσεις τήν ψυχή σου. Σε λίγο βγαίνουν τά σπαρτά, τά ρεβίθια, κι ἔτσι θά φᾶμε πάλι.
—  Σύντροφε, τοῦ μετάπα, ὥς τώρα τρώγαμε φαΐ κι ἀπάνω μας δέν πήραμε· μέ τά χορτάρια θά ζήσουμε; Ἤ θά βροῦμε νά φᾶμε, ἤ θά τραβήξουμε μές στή Σμύρνη, νά παραδοθοῦμε.
— Ὄχι, μοῦ λέγει, ἐγώ δέν παραδίνουμαι σέ τούρκικα χέρια. Ἐδῶ μέσα, στή σπηλιά θά πεθάνω.
— Μήν τό παίρνεις ἔτσι, σύντροφε, τοῦ εἶπα, ἐκεῖ εἶναι πολιτεία, δέν μποροῦν νά μᾶς χαλάσουν.
—  Ὄχι, μοῦ ἀπαντᾶ, αὐτό δε γίνεται.
— Ἔ, τότε νά γίνει ἕνα ἄλλο. Νά κάνουμε τούς Τούρκους καί νά κατέβουμε νά πιάσουμε δουλειά. Κι ὅ,τι μᾶς εἶναι γραμμένο θά γίνει.
—  Σύμφωνος, μοῦ λέει.
— Μά κι οἱ δυό μαζί δέν κάνει, τοῦ λέω, γιατί μπορεῖ ἀπάνω στήν κουβέντα μας νά πιαστοῦμε.
Κι ἔτσι ἀποφασίσαμε νά χωρίσουμε. Αὐτός νά κατέβει σέ ἄλλο χωριό κι ἐγώ σέ ἄλλο.
— Ποιό μέρος ξέρεις ἐσύ; τόν ρώτησα.
—  Τό Ἀϊντίν,63 μοῦ λέγει.
— Καλά, ξέρω κι ἐγώ τά Θεῖρα. Ἐκεῖ μπορῶ νά κάνω τόν τσομπάνο. Ἀπό ζωντανά γνωρίζω.
Καί μείναμε σύμφωνοι στούς δυό μῆνες, ἄν δέν μᾶς καταλάβαιναν, ν’ ἀνταμώναμε στά Θεῖρα ἤ στά μαντριά.
— Ἄν δέ μᾶς ἔβρει κακό, μοῦ λέει, καί κοίταξε ἔξω τή μαυρίλα, πού ἔμπαινε σάν καπνός μές στή σπηλιά.
Νύχτα μεσάνυχτα ἔπιασε δυνατή βροχή. Ἀπ’ τίς ἀστραπές λέγαμε πώς θ’ ἀνοίξει τό σπήλαιο. Πιάσαμε κουβέντα μές στό σκοτάδι. Καί τί δέν εἴπαμε. Ὥσπου φτάσαμε στό χωρισμό μας. Παίρναμε ἀπόφαση καί μετανιώναμε· παίρναμε ἄλλη καί πάλι ξαναμετανιώναμε.
Σάν ξημέρωσε, πρῶτος σηκώθηκε ὁ φίλος, πῆρε τό ξουράφι, τ’ ἀκόνισε στή ζώστρα του καλά64 καί πικρογέλασε.
—  Ἔλα, μοῦ λέει, μή στέκεις, καί μοῦ ἔγειρε τό λαιμό.
Μέ ξύρισε, τόν ξύρισα κι ἐγώ, καί κοιταχτήκαμε.
—  Μοιάζω γιά Τοῦρκος; τοῦ λέγω.
—  Ἴδιος Μεμέτης65 εἶσαι.
—  Καί σύ σάν Τουρκοκρητικός μοιάζεις.
—  Ἄι, πᾶμε τώρα, γιατί ἀδυνατίσαμε.
Πιάσαμε τά χέρια καί δέν τ’ ἀφήναμε. Εἴπαμε πώς δέ θά ξανανταμώναμε. Κλάψαμε καί συχωρεθήκαμε.
Κι ὁ καθένας μας πῆρε τό δρόμο τῆς μοίρας του. Κι ὅπως πηγαίναμε, κοιταζόμαστε, ὥσπου τόν ἔχασα ἀπ’ τά μάτια μου.
— Ἀνόητε, εἶπα τότε στόν ἑαυτό μου, κι ἔκανα νά τρέξω πίσω του. Μά ἡ καρδιά μου εἶπε ὄχι. Πάντα ἄκουα τήν καρδιά μου, τό συνήθιζα.

 

ΓΛΩΣΣΑΡΙ – ΣΧΟΛΙΑ

 * Το κείμενο παρατίθεται όπως στην έκδοση: Στρατής Δούκας, Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου, στ’ έκδ. Κέδρος 1977.
Όσων σχολίων η επεξήγηση είναι με πλάγια γράμματα, είναι του συγγραφέα και προέρχονται από την πρώτη έκδοση του έργου (1929), την οποία ευγενικά μας παραχώρησε το Ε.Λ.Ι.Α. (Εταιρεία Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου), το οποίο και ευχαριστούμε.
(Στην α’ έκδοση (1929) ο Στρατής Δούκας διατήρησε σχεδόν ανέπαφη την έκταση της ιστορίας, έτσι όπως την άκουσε από την πραγματική της πηγή, τον Νικόλα Κοζάκογλου, καθώς επίσης και τα στοιχεία του προφορικού λαϊκότροπου λόγου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αρχή του βιβλίου:
«Όταν έγινε η καταστροφή της Σμύρνης είμουνα εκεί.
Έμεινα στην Τουρκία αιχμάλωτος.
Από τη Σμύρνη μας έμασαν όλους και μας έκλεισαν στους στρατώνες για να μας στείλουν στο Εσωτερικό. Μόλις βγήκαμε βαδίσαμε στην αγορά. Κι’ είμαστε κάνα δυο χιλιάδες αιχμάλωτοι. Εκεί ήταν και ναύτες Γάλλοι, δεξιά κι αριστερά, μαζί με τους Τούρκους και κάνανε γούστο»).

  1. Στην καταστροφή της Σμύρνης…· γίνεται λόγος, φυσικά, για την πυρπόληση της Σμύρνης και τις βιαιοπραγίες των Τούρκων σε βάρος των χριστιανών κατοίκων της (Αρμενίων και Ελλήνων) τον Σεπτέμβριο του 1922.
  2. Πούντα· παραλιακή συνοικία της Σμύρνης, όπου βρισκόταν και ο σιδηροδρομικός σταθμός για το Αϊδίνι. Τις μέρες της Καταστροφής πολλοί πρόσφυγες είχαν καταφύγει εκεί, με την ελπίδα να βρουν πλοίο και να σωθούν.
  3. θα μας χαλάσουν όλους· θα μας σκοτώσουν.
  4. Κι εμείς π’ ακούγαμε… «σκοποβολή κάνουνε»· πρόκειται για ένα είδος ψυχολογικής άμυνας των αιχμαλώτων με τη δημιουργία ψευδαισθήσεων.
  5. Μας έβγαλαν στην αυλή και μας χώρισαν απ’ τους πολίτες· ο αφηγητής είναι προφανώς στρατιώτης.
  6. λεφούσι· ασύνταχτο πλήθος.
  7. Φράγγοι· Γάλλοι. Εδώ, προφανώς, υπονοούνται γενικά όλοι οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής καταστροφής και ιδιαίτερα στην καταστροφή της Σμύρνης επέδειξαν όχι μόνο ανθελληνική, αλλά σε μεγάλο βαθμό μη ανθρωπιστική στάση.
  8. Χαφούζης· Τούρκος που γνωρίζει να απαγγέλλει το Κοράνι.
  9. ασκέρ αγάς· επικεφαλής των στρατιωτών, αξιωματικός.
  10. κιτάπι· βιβλίο ή τετράδιο που χρησιμοποιείται για σημειώσεις. Εδώ: το ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων, το Κοράνι.
  11. εφές· ο εφέντης, το παλικάρι, ο άξιος και ικανός.
  12. Μαγνησία· πόλη της Μ. Ασίας στην αριστερή όχθη του Έρμου ποταμού. Σ’ αυτή την πόλη μεταφέρθηκε ένα μεγάλο τμήμα από τα διαβόητα «τάγματα εργασίας».
  13. κανούλια· κάνουλες.
  14. γελιός· γυλιός· στρατιωτικό σακίδιο ώμου, που περιέχει ατομικά είδη.
  15. δράμι· παλαιότερη μονάδα βάρους, ίση περίπου με 3 γραμμάρια. Εδώ: πολύ μικρή ποσότητα.
  16. Γιουνάνηδες· έτσι αποκαλούσαν οι Τούρκοι τους Έλληνες.
  17. πούσια· στρώμα από βελόνες πεύκου, που σχηματίζεται κάτω από το δέντρο.
  18. χότζας· μουσουλμάνος ιερωμένος ο οποίος γνωρίζει, ερμηνεύει και διδάσκει το Κοράνι.
  19. Αλλάχ ασκινά· για όνομα του Θεού!
  20. πίνανε το κάτουρό τους· κορυφώνεται η σωματική εξαθλίωση των αιχμαλώτων.
  21. αγγαρεία· στρατιωτικός όρος: προσφορά αναγκαστικής εργασίας.
  22. Κι εμείς… θα ‘πινε νερό· Σ’ αυτό το σημείο τονίζεται, με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, η ηθική εξαθλίωση στην οποία έχουν οδηγηθεί οι αιχμάλωτοι.
  23. καμιά κοσαριά νομάτοι· περίπου 20 άνθρωποι.
  24. μαγνησαλήδες· αυτοί που κατάγονται από την περιοχή Μαγνησία της Μ. Ασίας.
  25. κιούγκι· πήλινος σωλήνας αποχέτευσης.
  26. κουραμάνα· το ψωμί που έτρωγαν οι στρατιώτες.
  27. ζεμπέκης ή ζεϊμπέκης· χωροφύλακας ή επαγγελματίας στρατιώτης της Οθωμανικής Τουρκίας, που προερχόταν κυρίως από εξισλαμισθέντες Έλληνες της Μ. Ασίας.
  28. ζουρνάς· λαϊκό ξύλινο πνευστό όργανο.
  29. νταούλι· παραδοσιακό, κρουστό όργανο με βροντερό ήχο· κάτι σαν τύμπανο.
  30. άφεριμ, άφεριμ· μπράβο, μπράβο!
  31. σουβατζήδες· εργάτες για την επίστρωση επιφανειών τοίχων, οροφών κ.ά. Αμμοκονιαστές.
  32. καρπό έχουμε· εννοεί σιτάρι, κριθάρι κλπ.
  33. χαμούρι· ζυμάρι.
  34. μουχτάρης· ο πρόεδρος της κοινότητας ενός χωριού, αλλά και ο νομάρχης.
  35. γκορτσιά· αγριαχλαδιά.
  36. σουρτά· σερνάμενοι.
  37. γούπατο· εδαφική περιοχή που βρίσκεται χαμηλότερα από τα γύρω μέρη.
  38. βάι, βάι· αχ, αχ!
  39. χοχλαστό· κοχλαστό, αναταραγμένο.
  40. τρόχαλα· μεγάλες πέτρες.
  41. κροτοχαρχάλεμα· θόρυβος από τις πατημασιές πάνω στις πέτρες.
  42. γιουρούκης· Τούρκοι ορεινοίΣυνήθως ξυλοκόποιΣτη θρησκεία αιρετικοί. Στα τζαμιά δεν μπαίνουν να προσκυνήσουν. Φαίνεται πως είναι ντόπιοι εξισλαμισθέντες.
  43. αλυχτούν· γαβγίζουν.
  44. Οντεμίς· η αρχαία ελληνική πόλη Οδεμήσιον.
  45. Μαίαντ(δ)ρος· ποταμός της Μ. Ασίας, κοντά στην αρχαία Μίλητο. Λόγω των πολλών ελιγμών του ρου του, ονομάζεται έτσι και το ομώνυμο διακοσμητικό στοιχείο.
  46. μουντάρω· κινούμαι απειλητικά, ορμώ.
  47. μαυλίζω· εδώ: ξεγελώ διάφορα ζώα με απομίμηση της φωνής τους.
  48. μαχαλάς· γειτονιά, συνοικία.
  49. να στήσουμε πόστο· να βρούμε θέση ελέγχου.
  50. αμπάρα· σιδερένιος λοστός στην εσωτερική πλευρά της πόρτας για ασφάλεια.
  51. μπαρντάκι· σκεύος όμοιο με κανάτα.
  52. τσανάκι· πήλινο πιάτο των χωρικών, γαβάθα.
  53. είχαμε κάνει το κουμάντο μας· είχαμε εφοδιαστεί με τα αναγκαία.
  54. θράκα· σωρός από αναμμένα κάρβουνα και στάχτη.
  55. μουατζίρης· μέτοικος, πρόσφυγας. Από τη Μακεδονίαμουατζίρηδες…· μέτοικοι από την ευρύτερη γεωγραφικά περιοχή της Μακεδονίας. Πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών, που συμφωνήθηκε στις 30.1.1923 μεταξύ των Βενιζέλου και Ινονού, περίπου 500.000 Τούρκοι ζούσαν στην περιοχή της Μακεδονίας.
  56. γκιαούρηδες· υβριστικός χαρακτηρισμός των Ελλήνων από τους Τούρκους.
  57. γιατάκι· τόπος κατάλληλος για ύπνο ή ανάπαυση, κατάλυμα.
  58. οκά· παλαιότερη μονάδα βάρους, ίση με 1282 γραμ.
  59. και μια ζωστήρα που τη φόρεσα…· το κείμενο στην α’ έκδοση: Είδαμε ένα μερίδιο φασόλια, δύο ψωμιά, μια ζωστήρα (τούτη εδώ που φοράω). Στην α’ έκδοση με τρόπο άμεσο δηλώνεται η παρουσία ενός αφηγητή-μάρτυρα και, κατά κάποιο τρόπο, προοικονομείται το τέλος του βιβλίου με την υπογραφή του «Νικόλα Κοζάκογλου».
  60. κόφα· κοφίνι μεγάλων διαστάσεων για μεταφορά καρπών.
  61. τρουβάς· δισάκι.
  62. σύνοψη· η Ιερή Σύνοψη. Βιβλίο που περιέχει μέρος από τα επίσημα βιβλία της Εκκλησίας, για κατ’ ιδίαν προσευχή ή παρακολούθηση λειτουργίας στην εκκλησία.
  63. Αϊντίν· η μικρασιατική πόλη Αϊδίνιο.
  64. πήρε το ξουράφι, τ’ ακόνισε στη ζώστρα του καλά…· διαδικασία τροχίσματος του ξυραφιού πάνω στη δερμάτινη ζώνη, ώστε να γίνει πιο κοφτερό.
  65. Μεμέτης· Τούρκος, αλλά και κάθε μουσουλμάνος.

 

 

Advertisement

Posted in Μυθιστόρημα, Μικρασιατική καταστροφή | Με ετικέτα: , , , , | 67 Σχόλια »

Τα ψωμάκια, διήγημα του Νίκου Παπαπερικλή

Posted by sarant στο 10 Ιουλίου, 2022

Φέτος έχουμε τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή, οπότε σκέφτηκα να βάλω σήμερα ένα διήγημα με θέμα ακριβώς τη Μικρασιατική εκστρατεία.

Συγγραφέας του είναι ο Νίκος Παπαπερικλής (1908-1988), κομμουνιστής δημοσιογράφος και λογοτέχνης, που κρατούσε από το 1974 έως τον θάνατό του τη στήλη του χρονογραφήματος στον Ριζοσπάστη με το ψευδώνυμο Νίκος Φιλικός. Γεννήθηκε στην Προποντίδα το 1908 και μετά τη μικρασιατική καταστροφή ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα, πρώτα στην Έδεσσα και μετά στη Θεσσαλονίκη.

To διήγημα δημοσιεύτηκε στον (Νέο) Ριζοσπάστη στις 8 Μαΐου 1932. Το διήγημα έχει τη μορφή της αφήγησης ενός παλιού πολεμιστή προς τον συγγραφέα, καθώς κι οι δυο βρίσκονται κρατούμενοι στο Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη για πολιτικούς λόγους. Πέρα από την καταγγελία της φρίκης του πολέμου, το διήγημα διαπνέεται από την κομμουνιστική αισιοδοξία, αφέλεια πες, της εποχής που γράφτηκε.

Ευχαριστώ τη φίλη Ζωή Γ. για την πληκτρολόγηση. Το κείμενο έχει μονοτονιστεί κι έχει εκσυγχρονιστεί η ορθογραφία.

 

«ΑΠ’ ΤΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟ ΜΑΚΕΛΕΙΟ»

Τα ψωμάκια

Η κολεχτίβα ανασαίνει…. ήσυχα, ήσυχα!

Η κολεχτίβα κοιμάται. Ο ύπνος χύνει την ανάπαυση στα βασανισμένα κορμιά των συντρόφων μου και τους φέρνει το γλυκόνειρο, ατόφιο κι΄ ωραίο και λαχταριστό…. Είνε κάτι ευχάριστες απασχολήσεις, συντροφάκο μου, στη φυλακή τη νύχτα, όταν η κολεχτίβα κοιμάται…. Ας σειούνται κι ας αντιλαλούν τα κάστρα του Γεντί -Κουλέ απ’ τις άγριες κραξιές του σκοπού:

– Φύλακεεεες…. γρηγορείτεεεε!!!

Εσύ θα ξετρυπώσεις από κάπου κάποιον «Μπουχάριν». Θα ξεφυλλίσεις κανένα παλιό «Ρίζο» ή θ’ ακούσεις κανένα μεγαλύτερό σου σύντροφο να σου μιλάει για το κίνημα.

Η κολεχτίβα ανασαίνει…. ήσυχα, ήσυχα!

Η κολεχτίβα κοιμάται κι ο ύπνος τής φέρνει την ανάπαυση.

Κι΄ έξω ακούς ν΄ αντιλαλούν οι άγριες κραξιές του φύλακα σκοπού από κάστρο σε κάστρο, από πύργο σε πύργο, από ντάπια σε ντάπια….

– Φύλακεεεες…. γρηγορείτεεεε!!!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Μικρά Ασία, Μικρασιατική καταστροφή, Πολεμικά | Με ετικέτα: , , | 105 Σχόλια »

Ένας Συνάδελφος πριν από 100 χρόνια

Posted by sarant στο 18 Μαρτίου, 2022

Πριν από 100 χρόνια, τέτοια μέρα, δηλαδή την Παρασκευή 18 Μαρτίου 1922 (και τότε Παρασκευή έπεφτε) κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο μιας καθημερινής εφημερίδας, που τελικά αποδείχτηκε λιγοζώητη. Ήταν η εφημερίδα Συνάδελφος, που εκδόθηκε στη Σμύρνη, τότε υπό ελληνικό έλεγχο, και απευθυνόταν κατά κύριο λόγο στον ελληνικό στρατό, όπως δήλωνε και στην προμετωπίδα της: Καθημερινή εφημερίς διά τον στρατόν.

Διευθυντής του Συνάδελφου ήταν ο λογοτέχνης και δημοσιογράφος Ηλίας Βουτιερίδης (1874-1941). Ο Βουτιερίδης, δημοτικιστής της συντροφιάς του Νουμά, πέρα από λογοτεχνικό έργο, έχει αφήσει δυο ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και αρκετές μεταφράσεις.

Το σώμα του Συνάδελφου που υπάρχει στη Βιβλιοθηκη της Βουλής και είναι και ψηφιοποιημένο και διαθέσιμο ονλάιν φτάνει έως το 126ο φύλλο που εκδόθηκε στις 14 Αυγούστου 1922 -τις ημέρες της κατάρρευσης του μετώπου, δηλαδή. Η εφημερίδα κυκλοφορούσε σε 4 σελίδες μεγάλου σχήματος.

Ιδού το επάνω μέρος της πρώτης σελίδας του πρώτου φύλλου:

Η πρώτη σελίδα της εφημερίδας είχε κύριο άρθρο, χρονογράφημα και αναδημοσιεύσεις «από τον ξένον τύπον» για ειρηνικά θέματα. Στη δεύτερη και στην τρίτη σελίδα ο αναγνώστης έβρισκε λογοτεχνική ύλη, γράμματα στρατιωτών από το μέτωπο, τη στήλη της αλληλογραφίας, ειδήσεις απ’ όλη την Ελλάδα, ειδήσεις από τη Σμύρνη και την επιφυλλίδα (μυθιστόρημα σε συνέχειες). Στην τέταρτη σελίδα («Τα τελευταία τηλεγραφήματα») υπήρχαν διεθνείς ειδήσεις, που αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά τα ελληνοτουρκικά και τις σχετικές διαπραγματεύσεις και επαφές καθώς και τη σχετική αρθρογραφία ευρωπαϊκών εφημερίδων. Σε μια γωνίτσα διάβαζε κανείς και «Το δελτίον της Στρατιάς» (στο πρώτο φύλλο: Συνήθης δράσις περιπόλων εκατέρωθεν).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Εφημεριδογραφικά, Μικρά Ασία, Μικρασιατική καταστροφή, Πολεμικά, Στρατός, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , | 133 Σχόλια »

Τα ντουρσέκια της Σμύρνης

Posted by sarant στο 19 Σεπτεμβρίου, 2018

Διαβάζω αυτές τις μέρες την αυτοβιογραφία της Ροζίτας Σώκου, ο Αιώνας της; Ροζίτας, σε δύο τόμους παρακαλώ των 500 σελίδων έκαστος -αλλά μ’αρέσουν οι αυτοβιογραφίες κι από μερικά αποσπάσματα του βιβλίου, που τα δημοσίευσε ένας φίλος στην ομάδα Υπογλώσσια του Φέισμπουκ είδα πως θα με ενδιαφέρει το βιβλίο κι έτσι το ξεκίνησα.

Όμως δεν θα παρουσιάσω το βιβλίο σήμερα -άλλωστε ακόμα βρίσκομαι στην αρχή του πρώτου τόμου (πάντως δεν έχει διαψεύσει ως τώρα τις προσδοκίες μου). Απλώς, θα πάρω την αφορμή από μια φράση του, να γράψω ένα σύντομο αρθράκι για μια λέξη ξεχασμένη σήμερα.

Σε κάποιο σημείο, λοιπόν, η Ροζίτα Σώκου περιγράφει μιαν υπέρπλουτη Σμυρνιά θεία της, από τη μεριά της μητέρας της, η οποία, πριν από το 1922 βέβαια, είχε πει στους ελλαδίτες συγγενείς της:

«Εσείς εδώ», είπε με άπειρη περιφρόνηση, «προικίζετε τα κορίτσια με σπίτια; Εμείς στη Σμύρνη, στην Στάσα μας δώσαμε δυο ντουρσέκια και τρεις μαχαλάδες. …»

Βέβαια η Στάσα έπαιρνε απόγονο του θρόνου του Παλαιολόγου (ποιος ξέρει τι απατεώνας θα ήταν) οπότε θ’ άξιζε το πανωπροίκι. Τι ήταν όμως τα ντουρσέκια; Στο βιβλίο δεν δίνεται εξήγηση, αλλά νομίζω πως η λέξη θα προβληματίσει τους περισσότερους σημερινούς αναγνώστες (όσοι την ξέρουν, ας το δηλώσουν στα σχόλια).

Τη λέξη την ήξερα επειδή την είχα συμπεριλάβει παλιότερα στις «Λέξεις που χάνονται«, απ’ όπου θα πάρω πολλά από αυτά που ακολουθούν.

ντερσέκι

Μια λέξη με πάμπολλους εναλλακτικούς τύπους, το ντερσέκι θα το βρείτε και ως ντιρσέκι, ντουρσέκι, ντρισέκι, τρισέκι, τερσέκι! Είναι η γωνία του δρόμου, το σταυροδρόμι, και συνεκδοχικά έχει πάρει τη σημασία «σοκάκι». Ντερσέκι λεγόταν επίσης ο γωνιωτός σωλήνας στις θερμάστρες. Δάνειο από το τουρκικό dirsek, που θα πει «αγκώνας, καμπή (π.χ. ποταμού)».

Στον θρυλικό Μπαταριά του Μαλακάση, τα ντερσέκια σημαίνουν σαφώς ‘σοκάκια’: «παίρναν το δρόμο του γιαλού, οι απανωπαζαρίτες, κι οι κάτω τα ντερσέκια τα στενά». Επομένως σφάλλει ο επιμελητής του σχολικού βιβλίου, που υποσημειώνει τη λέξη και την εξηγεί «γωνιά του δρόμου». Πρέπει να διορθωθεί η υποσημείωση σε «σοκάκι».

Τη λέξη τη βρίσκουμε και στο τραγούδι «Η κόρη του Πασά» (Ξαρχάκος-Γκάτσος) με τον Ξυλούρη: «Κάτω στα ντερσέκια τα παλιά / βλέπει να περνάει μια κοπελιά».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Αναμνήσεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Μικρά Ασία, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , | 138 Σχόλια »

Αυτοί μας παίρνουν τις δουλειές, αυτές μας παίρνουν τους άντρες!

Posted by sarant στο 25 Νοεμβρίου, 2011

 

Σκαλίζοντας (ηλεκτρονικά πάντοτε) παλιές εφημερίδες, βρίσκω το εξής απόσπασμα, από μια φιλοβασιλική εφημερίδα της δεκαετίας του 1920:

Το Σκοπευτήριο της Καλλιθέας (φωτογρ. παρμένη από την ιστοσελίδα του Δήμου Καλλιθέας)

Καλλιθέα

Η Καλλιθέα έχει κατακτηθεί από τους πρόσφυγας. Δεν υπάρχει μία γωνία του ωραίου προαστίου το οποίον [sic] να μη έχει θίξει ο προσφυγισμός. Εις την μικροσκοπικήν πόλιν η οποία εκτίσθη εις τον περίβολον του Σκοπευτηρίου έχουν συσσωρευθεί εκατοντάδες οικογενειών αι οποίαι αυξάνονται και πληθύνονται ως η άμμος της θαλάσσης. Και γράφουν αι προσφυγικαί αυταί οικογένειαι εις άλλας άλλαχού της Ελλάδος εγκατεστημένας.

«Δεν ημπορείτε να φαντασθείτε πόσο περνάμε καλά εδώ εις την Καλλιθέα. Ελάτε και σεις, σας περιμένομε. Κάποια γωνίτσα θα ευρεθεί και για σας».

Και νέοι πρόσφυγες καταφθάνουν καθημερινώς εις Καλλιθέαν. Οι άνδρες κατέκτησαν το εμπόριον του προαστίου και αι γυναίκες περιορίζονται να κατακτήσουν τας καρδίας των ανδρών.

Το υπουργείον της Περιθάλψεως δεν έχει γνώσιν των γινομένων. Ενώ εις την μικράν πόλιν του Σκοπευτηρίου καλλιεργείται με τόσην επιμέλειαν το άνθος του έρωτος, πέριξ της πόλεως καλλιεργείται η πανώλης.

Και οι Καλλιθεάται περιμένουν την εξ ύψους σωτηρίαν.

Υπογράφει ο Ρεπόρτερ. Εκ πρώτης όψεως, δεν είναι τίποτα το πολύ αξιοπερίεργο, οι δεξιές εφημερίδες ήταν σφόδρα αντιπροσφυγικές, έχουν γράψει πολύ χειρότερα (και μερικά τα έχουμε παρουσιάσει εδώ, τότε με την Αφγανιστανούπολη).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθηναιογραφία, Εθνικισμός, Πατριδογνωσία | Με ετικέτα: , , , , , | 50 Σχόλια »