Θα μου συγχωρέσετε σήμερα τον προσωπικό τόνο: το κυριακάτικο φιλολογικό μας άρθρο θέλω να το αφιερώσω στη μητέρα μου, την Αγγελική Πρωτονοταρίου-Σαραντάκου, και τα ποιήματά της -ίσως μάλιστα θάπρεπε από καιρό να το έχω κάνει. Η αφορμή είναι τα προχτεσινά της στρογγυλά γενέθλια. Την ανάρτηση δεν την έβαλα προχτές, αφενός επειδή τη μέρα εκείνη της είχε αφιερώσει άρθρο η αδελφή μου στο δικό της ιστολόγιο, και αφετέρου διότι και σήμερα είναι μια σημαντική επέτειος στη ζωή της μητέρας μου, αφού σαν σήμερα συνέβη το «αμάρτημα της μητρός μου», που θα έλεγε ο Βιζυηνός.
Στις 12 Οκτωβρίου 1955, επέτειο ξεχασμένη της απελευθέρωσης της Αθήνας, σε πολιτικό κλίμα βαρύ μετά τα σεπτεμβριανά και εξεγερσιακό εξαιτίας του Κυπριακού, η μητέρα μου με άλλη συμφοιτήτριά της, μέλη της παράνομης ΕΠΟΝ, πέταξαν προκηρύξεις στο κέντρο της Αθήνας. Σύλληψη, Μπουμπουλίνας, προφυλάκιση στις φυλακές Αβέρωφ, παραπομπή σε δίκη με τον 509. Ευτυχώς, ίσως επειδή η δίκη έγινε σε προεκλογική περίοδο, η μητέρα μου απηλλάγη λόγω αμφιβολιών (ήταν οι εκλογές του Φεβρουαρίου 1956, στις οποίες η ΕΔΑ είχε συνεργαστεί με τα κεντρώα και φιλελεύθερα κόμματα στην Δημοκρατική Ένωση, που πρώτευσε σε ψήφους αλλά υστέρησε σε έδρες λόγω του ιδιόρρυθμου, ‘τριφασικού’, εκλογικού συστήματος). Έτσι, από την περιπέτεια έμεινε η τρίμηνη προφυλάκιση και βέβαια το ισόβιο φακέλωμα -που έμελλε αργότερα να οδηγήσει στην απόλυση επί δικτατορίας.
Η μητέρα μου έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: Του έρωτα και του αγώνα (1986), Με την άμπωτη (1989), Εφεδρείες (1994).
Διαλέγω μερικά ποιήματα.
Οι δυο βάρδιες, που, όπως το διατυπώνει εύστοχα η Λένα, περιγράφει πολύ εύστοχα τις γυναίκες της γενιάς της, τις πρώτες επιστημόνισσες που έπρεπε να εφεύρουν, πρώτες εκείνες, μέσα τους και γύρω τους εκείνη την περίφημη ισορροπία μεταξύ της προσωπικής ζωής, της δουλειάς τους, της οικογένειάς τους.
Πιο συχνά, εκείνο που θυσίαζαν ήταν βέβαια η προσωπική τους ζωή…
Οι δυο βάρδιες
Είν’ η ζωή σου εναλλαγή σε δυο οχτάωρα·
κάθε πρωί στο εργαστήριο
μέσα στην άσπρη σου ποδιά, μέσ’ το βενζόλιο και τον αιθέρα.
Δουλειά κι αγώνας και μοναδική σου καταξίωση
έτσι που στάθηκες ορθή μπροστά στον πάγκο σου
και στ’ ανοιχτό βιβλίο.
Το μεσημέρι αλλάζεις σκηνικό:
φοράς τη ρόμπα του σπιτιού κι αρχίζεις
κι από πού να πιάσεις;
Πρέπει να βρούνε φαγητό, σαν θα’ρθουνε
κι ένα χαμόγελό σου να τους περιμένει.
Το εξηνταεννιά σού το΄χαν πει και στην Ασφάλεια:– Και τι μας νοιάζει εμάς, το Κράτος δηλαδή,
αν για το γούστο ή το κόμμα σου,
σκάρωσες ένα τσούρμο κουκουέδες;
Και για τη «δράση» σου γυρεύεις αναγνώριση;
«Κοινωνική Αποστολή», μας λες, «Κοινωνική ευθύνη».
Δικιά σου η απόφαση και η ευθύνη!
(Η μητέρα μου, γεννημένη στην Αίγινα, σπούδασε Χημικός και στη δικτατορία απολύθηκε από το πανεπιστημιακό νοσοκομείο όπου δούλευε. Έκανε λοιπόν μικροβιολογικές αναλύσεις στο σπίτι, σε ένα αυτοσχέδιο εργαστήριο στην ταράτσα, κι ύστερα έπιασε δουλειά σε μια ιδιωτική κλινική. Το 1975 επανήλθε στο Αρεταίειο και ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα μέχρι τη συνταξιοδότησή της).
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »