Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘dinfo.gr’

Γιατί (δεν) το λέμε έτσι: 17 ακόμα εκφράσεις

Posted by sarant στο 7 Μαρτίου, 2023

Το σημερινό άρθρο είναι συνέχεια ενός προηγούμενου, που το είχαμε δημοσιεύσει πριν από ένα μήνα περίπου. Αφορμή για εκείνο το πρώτο άρθρο είχε σταθεί ένα άρθρο του ιστότοπου dinfo.gr με τον τίτλο 30 συνηθισμένες ελληνικές εκφράσεις του παρελθόντος που σιγά σιγά χάνονται, που μου είχε κοινοποιήσει ένας φίλος.

Ο φίλος με ρώτησε: Ισχύουν αυτά; Του απάντησα: «Κάποια ισχύουν, ιδίως στην προέλευση των λέξεων, όμως για τις περισσότερες φράσεις οι εξηγήσεις που δίνονται είναι άκυρες, είναι, όπως λέω εγώ, νατσουλισμοί. Ίσως γράψω άρθρο».

Κι έτσι έγραψα το προηγούμενο άρθρο, που έπιασε τις 15 πρώτες από τις (περίπου) 30 εκφράσεις. Σήμερα θα βάλω το δεύτερο μέρος, με τις υπόλοιπες εκφράσεις.

Ο τίτλος που βάζω, «Γιατί (δεν) το λέμε έτσι», μπορεί να διαβαστεί με δυο τρόπους «Γιατί το λέμε έτσι» και «Γιατί δεν το λέμε έτσι». Χρειάζονται και τα δύο, όταν έχουμε να κάνουμε με ιδιωματικές και παροιμιακές φράσεις της γλώσσας μας, για τις οποίες υπάρχει απορία από πού προήλθαν αλλά και για την προέλευση των οποίων έχουν προταθεί διάφορες ευφάνταστες εκδοχές. Πολλές τέτοιες ευφάνταστες (αλλά κατά τη γνώμη μου αβάσιμες) εκδοχές βρίσκει κανείς στο βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» του Τάκη Νατσούλη, που, αν παρακολουθείτε το ιστολόγιο, θα ξέρετε ότι το θεωρώ χρήσιμο μεν σαν συλλογή υλικού αλλά αναξιόπιστο σε πάρα πολλές εξηγήσεις που προτείνει -μάλιστα έχουμε εδώ φτιάξει τον όρο «νατσουλισμός», που σημαίνει την ευφάνταστη εξήγηση που ανάγεται ιδίως σε ιστορικό γεγονός ή σε ήρωα της φυλής. Θυμίζω επίσης ότι παρόμοιο άρθρο, με τον ίδιο τίτλο, είχα γράψει πριν από δέκα χρόνια.

Παραθέτω λοιπόν το δεύτερο μέρος του άρθρου του dinfo.gr, και αμέσως μετά από κάθε εξήγηση βάζω το δικό μου σχόλιο σε αγκύλες και με πλάγιους χαρακτήρες.

Ξεκινάμε (έχω βάλει και αρίθμηση στις εκφράσεις, για πιο εύκολη αναφορά):

1. Μάλλιασε η γλώσσα μου

Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο.

Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, οπως είναι τα μαλλια.

Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : ‘μάλλιασε η γλώσσα μου”, που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.

[Νατσουλισμός αλέρτ. Δεν δίνεται καμιά πηγή γι’ αυτό το βυζαντινό βασανιστήριο, ούτε φαίνεται ισχυρή η σύνδεση με την κατάσταση που οδήγησε στη γέννηση της φράσης. Η γλώσσα μας άλλωστε δεν μαλλιάζει όταν λέμε πολλά γενικώς, αλλά όταν προσπαθούμε μάταια να πείσουμε κάποιον για κάτι, επαναλαμβάνοντας τα ίδια (περίπου) λόγια.]

2. Μου έφυγε το καφάσι

Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε «του έφυγε το καφάσι», δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος.

Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε: «μου έφυγε το καφάσι», δηλαδή, μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα.

[Η εξήγηση από τα τουρκικά είναι σωστή, από το kafa. Ωστόσο, πιο σωστό θα ήταν να πούμε ότι η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για πράγματα παράλογα ή εκπληκτικά -και «είναι να σου φύγει το καφάσι» = είναι να τρελαίνεσαι. Σημειώνω ακόμα ότι σήμερα οι περισσότεροι δεν ξέρουν το καφάσι = κεφάλι και σκέφτονται το καφάσι = τελάρο (άλλο δάνειο, από τουρκ. kafes), κάτι που μάλλον δίνει χρώμα στην έκφραση]

3. Τουμπεκί

«Τουμπεκί» λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον άργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον άργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσανε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί».

Όσοι κάπνιζαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λουλά.

Και αν κανείς, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το «ψιλοκομμένο» τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.

[Η εξήγηση της δεύτερης παραγράφου στέκει περισσότερο. Όσο για το «ψιλοκομμένο» λειτουργεί επιτατικά -πρβλ. «δεν μου έμεινε δεκάρα τσακιστή»]

[Στη συνέχεια ο αρθρογράφος παραθέτει και πάλι τη φράση για το ξύλο της χρονιάς, που την ανέφερε ήδη στο πρώτο μισό του άρθρου, αλλά με διαφορετικό περιεχόμενο, αν και παρεμφερές, σημάδι τσαπατσούλικης κοπτοραπτικής]

4. Κάποιο λάκκο έχει η φάβα

Σε όλα τα μέρη που τρώνε φάβα ανοίγουν ένα λάκκο και ρίχνουν μέσα λάδι, γιατί η φάβα βράζεται μόνο με το νερό της. Από δω έχουμε και τη γνωστή φράση “κάποιο λάκκο έχει η φάβα».

[Δεν είναι εξήγηση αυτό! Δεν μας λέει γιατί η φράση σημαίνει «κάτι ύποπτο συμβαίνει». Θα θυμάστε ίσως ότι πέρυσι συζητήσαμε την έκφραση αυτή, χωρίς όμως να καταλήξουμε σε οριστικά συμπεράσματα για τον σχηματισμό της].

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 95 Σχόλια »

Γιατί (δεν) το λέμε έτσι: 15 εκφράσεις

Posted by sarant στο 10 Φεβρουαρίου, 2023

Φίλος του ιστολογίου μού έστειλε λινκ προς ένα άρθρο του ιστότοπου dinfo.gr με τον τίτλο 30 συνηθισμένες ελληνικές εκφράσεις του παρελθόντος που σιγά σιγά χάνονται. Είναι περισσότερες από 30, δεν είναι μόνο εκφράσεις διότι περιλαμβάνονται και λέξεις, δεν χάνονται όλες -όμως δεν είναι εδώ το θέμα, αλλά στις εξηγήσεις που προτείνει το άρθρο σχετικά με την προέλευση των εκφράσεων.

Ο φίλος με ρώτησε: Ισχύουν αυτά; Του απάντησα: «Κάποια ισχύουν, ιδίως στην προέλευση των λέξεων, όμως για τις περισσότερες φράσεις οι εξηγήσεις που δίνονται είναι άκυρες, είναι, όπως λέω εγώ, νατσουλισμοί. Ίσως γράψω άρθρο».

Κι έτσι, το σημερινό άρθρο. Η παρένθεση στον τίτλο σημαίνει ότι η φράση μπορεί να διαβαστεί με δυο τρόπους «Γιατί το λέμε έτσι» και «Γιατί δεν το λέμε έτσι». Χρειάζονται και τα δύο, όταν έχουμε να κάνουμε με ιδιωματικές και παροιμιακές φράσεις της γλώσσας μας, για τις οποίες υπάρχει απορία από πού προήλθαν αλλά και για την προέλευση των οποίων έχουν προταθεί διάφορες ευφάνταστες εκδοχές. Πολλές τέτοιες ευφάνταστες (αλλά κατά τη γνώμη μου αβάσιμες) εκδοχές βρίσκει κανείς στο βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» του Τάκη Νατσούλη, που, αν παρακολουθείτε το ιστολόγιο, θα ξέρετε ότι το θεωρώ χρήσιμο μεν σαν συλλογή υλικού αλλά αναξιόπιστο σε πάρα πολλές εξηγήσεις που προτείνει -μάλιστα έχουμε εδώ φτιάξει τον όρο «νατσουλισμός», που σημαίνει την ευφάνταστη εξήγηση που ανάγεται ιδίως σε ιστορικό γεγονός ή σε ήρωα της φυλής.

Επειδή όμως το άρθρο με τις 30 εκφράσεις είναι σχετικά μεγάλο, σήμερα θα σχολιάσω μόνο το πρώτο μισό και θα αφήσω το υπόλοιπο για άλλη φορά. Παραθέτω λοιπόν το άρθρο, και αμέσως μετά από κάθε εξήγηση θα βάζω το δικό μου σχόλιο σε αγκύλες και με πλάγιους χαρακτήρες. Θυμίζω επίσης ότι παρόμοιο άρθρο, με τον ίδιο τίτλο, είχα γράψει πριν από δέκα χρόνια.

Ξεκινάμε (έχω βάλει και αρίθμηση στις εκφράσεις, για πιο εύκολη αναφορά):

  1. Είσαι μια… τρελοκαμπέρω!

Εδώ έχουμε μια λέξη που προέρχεται από κύριο όνομα πραγματικού προσώπου -χωρίς καν να το γνωρίζουν ακόμα και πολλοί από όσους την έχουν χρησιμοποιήσει. Μιλάμε για τον χαρακτηρισμό «τρελοκαμπέρω» που έχει την έννοια της απερίσκεπτης, της γυναίκας που κάνει «τρέλες» χωρίς δεύτερη σκέψη. Από πού βγήκε; Από το όνομα ενός εξαιρετικού ανδρός, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για την τόλμη, την επιδεξιότητα και τη γενναιότητά του.

Ο γεννημένος το 1883 Δημήτρης Καμπέρος έγινε το 1912 ο πιλότος που πραγματοποίησε την πρώτη πτήση με στρατιωτικό αεροπλάνο στην Ελλάδα. Απέκτησε φήμη για τις παράτολμες επιδείξεις του και για τις ριψοκίνδυνες αποστολές του. Οι συνάδελφοί του τον φώναζαν «Τρελοκαμπέρο». Πέθανε στην κατοχή το 1942 από διαρροή αερίου στο σπίτι του. Η φήμη από τις «τρέλες» του, όμως, παρέμεινε ζωντανή. Στο πέρασμα των χρόνων, η ιστορία ξεθώριασε και η κλητική σταδιακά παρερμηνεύτηκε σε ονομαστική θηλυκού, οπότε και προέκυψε η «τρελοκαμπέρω».

[Η ελκυστική αυτή εκδοχή ήταν ευρέως διαδεδομένη και μοιάζει πειστική. Καταρρίπτεται ωστόσο διότι, όπως βρήκαμε εδώ στο ιστολόγιο, η λέξη «ζουρλοκαμπέρω» υπήρχε από πιο παλιά. Την χρησιμοποιεί το 1899 ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, όταν ο Καμπέρος ήταν ακόμα 16 χρονών και δεν είχε αρχίσει τις πτήσεις, και προφανώς υπάρχει από ακόμα παλιότερα. Περισσότερα στο άρθρο του ιστολογίου.]

1α. Μια άλλη περίπτωση κύριου ονόματος που πια χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό -εδώ όμως σίγουρα περισσότεροι γνωρίζουν την ιστορία- είναι η λέξη «τόφαλος». Τη χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε κάτι το τεραστίων διαστάσεων, προέρχεται όμως από το όνομα του θρυλικού Πατρινού πρωταθλητή της άρσης βαρών, Δημήτρη Τόφαλου.

[Ισχύει]

2. Η ιστορία μιας χυλόπιτας

Μια πολύ ωραία ιστορία φαίνεται πως κρύβεται πίσω από τη -λυπητερή- φράση «έφαγα χυλόπιτα». Σήμερα αντιστοιχεί περισσότερο στην ερωτική απόρριψη, όμως στο παρελθόν (γύρω στο 1815), ένας εμπειρικός γιατρός από τα Ιωάννινα, ο Παρθένης Νένιμος υποστήριξε πως είχε βρει το φάρμακο για την ερωτική απογοήτευση -που έπεται της απόρριψης. Ηταν ένας σιταρένιος χυλός, μια -χυλόπιτα, η οποία έπρεπε να φαγωθεί για τρεις μέρες κάθε πρωί με άδειο στομάχι. Θαύματα στους ερωτευμένους μπορεί να μην έκανε, ωστοσο το θαύμα της στη γλωσσά ειχε συντελεσθει.

[Νατσουλισμός μου φαίνεται. Η φράση υπάρχει σε τοπικές παραλλαγές με διάφορα πικρά ή ξινά εδέσματα -μούσμουλα, σταχτοζούμι- οπότε είναι πιο γόνιμο να σκεφτούμε απλώς την απόρριψη σαν ένα πικρό ποτήρι]

3 και 3α. Η μπέμπελη και η μαρμάγκα

Υπάρχουν κάποιες λέξεις που τις χρησιμοποιούμε κι ας γνωρίζουμε στο περίπου -ή στο… καθόλου- τι ακριβώς σημαίνουν. Υπάρχει όμως μια απολύτως λογική μεταφορά πίσω τους. Μια ζεστή μέρα του Αυγούστου, για παράδειγμα, ο καθένας μας μπορεί να «βγάλει την μπέμπελη». Ποια είναι η μπέμπελη; Κάτι καθόλου τροπικό. Η -πεζή- έννοια της λέξης είναι η ιλαρά, όσο για τη φράση στηρίζεται σε γιατροσόφια που έλεγαν ότι για να θεραπευτείς από την μπέμπελη – ιλαρά, πρέπει να ιδρώσεις.

Μια άλλη περίπτωση είναι η μαρμάγκα, η οποία εμφανίζεται στη φράση «τον έφαγε η μαρμάγκα», που σημαίνει εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. Μαρμάγκα είναι ένα είδος δηλητηριώδους αράχνης, η οποία αιχμαλωτίζει και εξαφανίζει τα θύματά της χωρίς να αφήνουν πίσω τους κανένα σημάδι…

[Γενικά ισχύουν οι δυο εξηγήσεις. Η μαρμάγκα ετυμολογείται από τα αλβανικά, merimangë]

4. Καράβια βγήκαν στη στεριά…

Φτάνουμε σε κάτι χαριτωμένο και διδακτικό που επίσης χρονολογείται από αρχαιοτάτων χρόνων. Η φράση που έχει γίνει και τραγούδι με τίτλο «το νινί σέρνει καράβι» (δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά εν προκειμένω η έννοια -το γυναικείο φύλο- είναι κοινή) ξεκινά από μια επίπονη αλλά δελεαστική συνήθεια που είχαν οι ναυτικοί στην αρχαία Ελλάδα πριν ανοιχτεί ο ισθμός της Κορίνθου. Για να μη χρειαστεί να κάνουν με το πλοίο το γύρο της Πελοποννήσου, έβαζαν τους σκλάβους να σέρνουν τα καράβια από τη στεριά, με δέλεαρ ότι στην Κόρινθο θα μπορούσαν να αφεθούν στα θέλγητρα των διάσημων ιερών της Αφροδίτης. Εκεί,οι ιέρειες μπορούσαν -βάσει νόμου- να προσφέρουν το κορμί τους -ήταν κάτι σαν τα σημερινά Red Lights με τις βιτρίνες στο Αμστερνταμ). Οπότε μπροστά στον πειρασμό της γυναικείας φύσης, ναυτικοί και δούλοι έσερναν τα πλοία από την ξηρά. Διάσημοι για τη σοφία τους οι αρχαίοι κατέληξαν στο γνωστό συμπέρασμα που χιλιάδες χρόνια μετά -κι ενώ πια υπάρχει ο Ισθμός και ουδείς σέρνει καράβια στην Κόρινθο- παραμένει σε ισχύ…

[Εντελώς αστήρικτη εξήγηση, που δεν μαρτυρείται πουθενά, λες και χρειάζεται να ανατρέξουμε στην αρχαιότητα για να εξηγήσουμε μια ανθρωπολογική παρατήρηση]

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , | 116 Σχόλια »