Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Gpointofview’

Μνήμη Γιάννη Ιατρού (1950 – 24.3.2022)

Posted by sarant στο 24 Μαρτίου, 2023

Συμπληρώνεται σήμερα ένας χρόνος από τον αναπάντεχο θάνατο του πολύτιμου φίλου μας, του μεγάλου μας αδερφού, του καλόψυχου Γιάννη Ιατρού. Όπως το είχαμε προβλέψει, η απώλεια αποδείχτηκε δυσαναπλήρωτη, τόσο στα καθημερινά σχόλια όσο και στις συγκεντρώσεις μας. Αλλά ο Γιάννης είναι πάντα στη μνήμη μας, όπως και οι άλλοι φίλοι που έφυγαν για πέρα. Πριν από λίγο καιρό, ο φίλος μας ο Τζι, που είχε την τύχη να γνωρίσει στενότερα τον Γιάννη, μου έστειλε ένα κείμενο για να το βάλω τη μέρα της επετείου -μαζί και το κομμάτι που το συνοδεύει. 

Ταιριάζει να θυμηθούμε σήμερα τον φίλο μας που έφυγε. Ο λόγος στον Τζι:

Με την συμπλήρωση ενός χρόνου απουσίας από τα σχόλια και συνεχούς παρουσίας στην ατμόσφαιρα του ιστολογίου, θέλω να περιγράψω μερικές πλευρές της προσωπικότητάς του αξέχαστου φίλου μας, όπως τις είδα από την δική μου οπτική γωνία.

Ηταν ένας άνθρωπος που αδυνατούσε να καταλάβει τι χωρίζει τον αριστοκράτη από τον εργαζόμενο άνθρωπο και τον ονειροπόλο φοιτητή, τους θεωρούσε όλους ίσους, και το κυριότερο τους αγαπούσε όλους πραγματικά. Αν μισούσε ένα πράγμα αυτό ήταν το ίδιο το μίσος.

 Ηξερε καλά πως στην διάρκεια του βίου όλοι κάποτε θα κλάψουν και κάποτε θα γελάσουν κι έτσι δεν φοβότανε να πλησιάσει τον οποιονδήποτε και να του δείξει την φιλία του, αν κάποιος χαιρότανε ο Γιάννης γέλαγε, αν κάποιος έκλαιγε ο Γιάννης αναστέναζε.

Χαιρότανε την κάθε μικρή νίκη, έτσι έβλεπε την βοήθεια που απλόχερα πρόσφερε σ’ όποιον είχε ανάγκη, μικρή ή μεγάλη. Την ώρα που οι παπάδες έκαναν κήρυγμα και οι δάσκαλοι μάθημα, ήξερε καλά πως δεν θα την έβρισκε χωρίς αντάλλαγμα από φιλανθρωπικές εταιρίες που εμπορευόντουσαν τον Χριστό ή κάποιον άλλο καθαγιασμένο και όπου το αφεντικό ήταν πάντοτε στην σκοτεινή πλευρά του δρόμου.

Ο Γιάννης πάντοτε άκουγε τον αναστεναγμό των ανθρώπων.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Advertisement

Posted in Εις μνήμην, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , | 62 Σχόλια »

Πριν, τότε, μετά (διήγημα του gpointofview)

Posted by sarant στο 29 Ιανουαρίου, 2023

Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν πέρυσι τον Ιούλιο κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα.

Tο σημερινό είναι μια τριλογία με διαφορετικά θέματα που δείχνουν την θεώρηση των πραγμάτων και των ενδιαφερόντων πριν, κατά ή μετά από ένα γεγονός που αλλάζει την φιλοσοφία της ζωής μας, όπως λέει ο Τζι, που μου έστειλε και τις φωτογραφίες που συνοδεύουν τη δημοσίευση.

 

Πριν

Η φωτογραφία

Η φωτογραφία έμεινε πολύ καιρό αποθηκευμένη στην μνήμη του υπολογιστή αλλά και του μυαλού του. Δεν ήταν πως την είχε ξεχάσει, κάθε άλλο, ήταν…να, που δεν έβρισκε μια ευκαιρία, ένα λόγο για να την ξαναδεί, να την σχολιάσει, να την βάλει στο ράφι που της πρέπει. Ηξερε πως δεν είναι πλέον τυπωμένη στο χαρτί να μπει στο άλμπουμ με τις όμοιες κι ένα τίτλο χαραγμένο στο εξώφυλλο ή στο μυαλό του, η ψηφιακή μορφή, βολική κι απρόσωπη, έκανε πιο δύσκολη την ταξινόμηση.

Ηταν ένα θέμα που εμφανίσθηκε για λίγες μόνο μέρες με την κατεδάφιση κάποιου διώροφου. Από την ταράτσα του κάποιος κάποτε ζωγράφισε έναν ήλιο στον τοίχο του διπλανού σπιτιού που δεν φαινότανε παρά μονάχα απ’ την ταράτσα και κάποια μπαλκόνια ψηλότερα και σε σωστή θέση. Ηταν ένας ήλιος σχεδόν ιδιωτικός, με την δική του ομορφιά να μην είναι σε κοινή θέα, αλλά να χαρίζεται σ’ αυτόν που ήρθε στην ταράτσα ή την είχε εντοπίσει απο τα λίγα μπαλκόνια που είχαν το προνόμιο. Ηταν το ίδιο όμορφος με την εικόνα μιας γυμνής ερωτευμένης γυναίκας, κάτι γνωστό σ’ ελάχιστους και για ελάχιστες στιγμές.

Ο ίδιος ο ήλιος, σχεδιασμένος και χρωματισμένος σε πλήρη αρμονία με τον τοίχο που τον φιλοξενούσε, δεν προκαλούσε, δεν τραβούσε το μάτι, δεν κοίταζε να εκμεταλλευθεί την πρόσκαιρη δημοσιοποίησή του. Είχε αποτυπωμένη την ημερήσια κίνησή του σαν να κολύμπαγε στον ουρανό με σταθερή πορεία. Ο άγνωστος καλλιτέχνης  εκτός από την κίνηση είχε καταφέρει να αποτυπώσει με το χρώμα του και την θερμότητα που μας έστελνε, μετρημένη στην σωστή ποσότητα. Σε λίγες μέρες θα ξεκίναγε η ανέγερση της πολυκατοικίας και θα σκεπαζότανε από ένα στρώμα σοβά μετά από την εφήμερη λάμψη του.

Μπορεί να υπήρξαν κι άλλα λιγότερο ή περισσότερο αριστουργήματα που χάθηκαν στον βωμό του γκρεμίσματος και της ανοικοδόμησης σε εποχές που οι φωτογραφίες δεν υπήρχαν ούτε σαν ιδέα και μόνο διορατικοί ζωγράφοι αποτύπωναν τέτοιες λεπτομέρειες στον καμβά τους. Σήμερα, μαζί με κάθε κινητό υπάρχει και μια κάμερα κι όλοι μας έχουμε γίνει φωτογράφοι και ρεπόρτερ που καταγράφουμε ό,τι κι αν συμβαίνει, καθένας μας κατά το γούστο του και σύμφωνα με όσα η ζωή του φανερώνει. Και όλα πιά αποθηκεύονται στην παγκόσμια μνήμη που λόγω του όγκου της ταυτίζεται με την παγκόσμια λησμονιά.

 

Τότε

Η πρώτη γνωριμία

Ηταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Κοινός, του μέσου όρου. Κι’ όσο σκεπτόταν έτσι σε τίποτε δεν ξεχώριζε από το στατιστικό δείγμα. Αυτό το δείγμα που νιώθει τα εφτά από τα είκοσι πράγματα που συμβαίνουν και είναι απολύτως σίγουρο πως τα υπόλοιπα δεκατρία δεν υπάρχουν. Το λέει η θρησκεία, το λέει κι’ η κοινωνία … άρα έτσι θάναι !

Οπως η κοινωνία λέει και επιμένει ότι οι αρχιεπίσκοποι δεν πεθαίνουν αλλά κοιμούνται, ενώ οι πρωθυπουργοί απλά αναπαύονται, μόνο η πλέμπα πεθαίνει, έρχεται δηλαδή σε επαφή με την απαγορευμένη στην σκέψη και ενίοτε στην προφορά λέξη, τον θάνατο.

Καθόλου περίεργο που δεν θυμότανε ποιός του εξήγησε για πρώτη φορά πως η επάρατη ασθένεια ήταν ο καρκίνος, αλλά εδώ υπήρχε μια διαφορά, ο καρκίνος δεν υπήρχε σαν λέξη όταν μιλούσε ενώ ο θάνατος δεν υπήρχε και σαν ιδέα, σαν έννοια όταν σκεφτότανε. Η κυριότερη αιτία, μα και δικαιολογία, ήταν πως έχουμε καιρό για τα γεράματα, τότε που – ίσως – δεν θα σκεφτόμαστε τίποτε άλλο, παρά τον χάρο.

Οταν τον ένιωσε πρώτη φορά δεν φόραγε μακριά μπέρτα με κουκούλα, ούτε βάσταγε δρεπάνι. Δεν είχε σχέση με το μυαλό του, μόνο με τις αισθήσεις του. Μια έντονη απορία υπήρχε στο κεφάλι του, απόρροια του αποσυντονισμού των αισθήσεων, η ακοή προηγείτο της όρασης και η γεύση της οσμής. Η αφή  ήταν καλά ριζωμένη μέσα του, δεν παραμορφώθηκε αλλά τα ερεθίσματά της είχαν λάθος συντονισμό με την χρονική αίσθηση των στιγμών εξ αιτίας της διαταραχής της όρασης, άλλα έβλεπε και άλλα αισθανόταν. Θύμιζε κάπως το μεθύσι, το πέρασμα της λογικής σε άλλες διαδικασίες. Θυμήθηκε τους στίχους από τις Βέδες :
(σε μετάφραση Ν. Τσιφόρου)

– Κι’ ο Ηλιος είναι αλλοιώτικος από τον ήλιο
– Και το άσπρο αλλοιώτικο από το άσπρο
– Κι’ όλα όσα βλέπουμε, το ομαλό και το λείο
– Το όμορφο και το ωραίο, διαφέρουνε πάντα μεταξύ τους
– Και μονάχα δυό πράματα είναι τα ίδια
– Και θα μείνουνε πάντα τα ίδια
– Οσοι αιώνες κι’ αν περάσουνε
– Η «λογική» κι η «τρέλλα»

Εδώ βέβαια δεν έβλεπε την λογική των ανθρώπων σαν ωφελιμότητα και την τρέλλα σαν τις μυστηριακές θεωρίες που είναι ίδιες σε όλες τις χώρες, σε όλες τις θρησκείες και σε όλους τους αιώνες, όπως έκανε στο ποίημα ο μεταφραστής, αλλά σαν την αλλαγή των βάσεων δεδομένων : να ακούς πρώτα και να βλέπεις μετά, να γεύεσαι πρώτα και να μυρίζεις μετά, να ακουμπάς κάπου και να νοιώθεις την προηγούμενη επαφή…

Ηταν κάτι το πρωτόγνωρο, άρα και τρομακτικό, μια που ο φόβος στηρίζεται στην άγνοια. Και τότε, μέσα στην ομίχλη του άγνωστου, η αίσθηση που εγκαταλείπει τελευταία του έδωσε ένα γνωστό σημάδι της, τον πόνο, σαν μια κλωστή να τον κρατήσει στην ζωή. Ναι, ο πόνος, αυτή η διαταραγμένη αίσθηση αφής, ήταν η πρώτη που συντονίσθηκε με αυτόν τον χρόνο που αποκαλούσε πραγματικότητα. Κι’ αυτή η αίσθηση του πόνου του φάνηκε τόσο οικεία και τόσο ανακουφιστικά γνωστή ώστε να σηματοδοτήσει την επιστροφή του στα τετριμένα πεδία των αισθήσεων της μοναξιάς.

Είχε την πρώτη επαφή του με την αθέατη πλευρά της Σελήνης και τώρα γύριζε πίσω στο γνωστό από χρόνια πρόσωπό της, άλλοτε σκοτεινό κι’ άλλοτε φωτισμένο, μα πάντοτε το ίδιο στραμμένο προς την γη των ζωντανών…

 

Μετά

Ένα πρωινό στην πλατεία του χωριού

Την κοιτούσε αλλά μάλλον ήταν τόσο πολύ αφηρημένος που δεν την έβλεπε, του γεννούσε εξ άλλου τόσους συνειρμούς που θα ήταν αδύνατον σε μια από τις αισθήσεις του- στην όραση εκείνη τη στιγμή-  να επικρατήσει στο μυαλό του.

Ηταν τα νιάτα της που τον χτύπαγαν στο υπογάστριο, το ξανθό α λα γκαρσόν μαλλί της που αναδείκνυε έναν υπέροχο λαιμό και τα χοντρά άγαρμπα ποδοδάκτυλα που σηκώνονταν σαν περπατούσε με τις σαγιονάρες που τράβαγαν το βλέμμα του. Είχαν γι αυτόν κάτι το έντονα σεξουαλικό αυτού του είδους τα δάκτυλα και η κίνησή τους. Είχε παρκάρει- μάλλον παρατήσει – το θηριώδες τζιπ της στην πλατεία του χωριού και πήγαινε χαμογελαστή και φουριόζα στο μανάβικο καλημερίζοντας τους θαμώνες του διπλανού καφενείου. Ολοι την έτρωγαν με τα μάτια, άλλος για το πλούσιο στήθος της, άλλος για τη μέση της κι άλλος για τα καλοσχηματισμένα από τον πολύ χορό ημισφαίρια. Η κοπελιά δεχόταν τα βλέμματα των συγχωριανών της με κατανόηση, η σαρκική υπεροχή της ερχόταν να προστεθεί στην οικονομική αλλά και στην εθνική – όπως πίστευε- υπεροχή της.

Η οικονομική υπεροχή ήταν αναμφισβήτητη. Τα παραλιακά κατσάβραχα όπου έβοσκε τα ζα ο παπούς της είχαν αποκτήσει μεγάλη αξία όταν έφτασε -επί χούντας- ο δρόμος κι ο τουρισμός στο χωριό της. Ολοι οι κάτοικοι ευγνωμονούσαν το στρατιωτικό καθεστώς αγνοώντας πως ο δρόμος είχε αποφασισθεί να γίνει  πριν έλθει αυτό στην εξουσία. » Οι άχρηστοι πολιτικοί όλο υποσχέσεις ήτανε και μεις πηγαίναμε με το καΐκι στ’ άλλα χωριά» ήταν η μόνιμη επωδός τους όταν κάποιος επιχειρούσε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ο παπούς της κοπελιάς δεν παρασύρθηκε από την γρήγορη άνοδο των τιμών. Μαθημένος στη φτώχεια του ζήταγε με γαϊδουρινή υπομονή ένα αστρονομικό ποσό για μια λουρίδα βραχώδους γης που έμπαινε μέσα στη θάλασσα. Δεν το πίστευε κανείς αλλά βρέθηκε ένας βαρεμένος αμερικάνος που ήθελε να κτίσει «σπίτι στη θάλασσα» και πλήρωσε πέντε φορές επάνω την τρέχουσα τιμή του οικοπέδου. Ξεκίνησε να κτίζει το «σπίτι στη θάλασσα» κι όταν το τέλειωσε εξαφανίσθηκε, μάλλον πέθανε. Ποτέ κανένας κληρονόμος δεν άνοιξε το σπίτι στη θάλασσα που έμεινε ακατοίκητο να σαπίζει στα κτυπήματα της θάλασσας και του αγέρα.

Τα παιδιά του παπού, ανάμεσά τους κι ο πατέρας της κοπελιάς, κεφαλαιούχοι του χωριού πλέον, τόριξαν στις τουριστικές μπίζνες, «ρούμς του λετ» και καφετέριες που εξελίχθηκαν σε πιο πολιτισμένες επιχειρήσεις, όπως ξενοδοχεία και βενζινάδικα. Τα παιδιά τους, ανάμεσά τους κι η κοπελιά, δεν χρειάσθηκε να δουλέψουν, πήραν μόνο ένα σεμινάριο από τους γονείς τους πως να κλέβουν την εφορία και το φι-πι-α, δεν τους χρειάζονταν περισσότερα.

Η κοπελιά βγήκε από το μανάβικο με τα ψώνια της. Χαμογελούσε συνεχώς, είχε όλα τα προβλήματά της λυμένα, όπως ο ήλιος στη καθημερινή του διαδρομή. Τα βλέμματα όλων την ακολουθούσαν αυξάνοντας την αυτοπεποίθησή της. Ηταν περήφανη για το ολοφάνερα μακρύ, σλάβικο σώμα της που αναπτύχθηκε όταν μετά την κατοχή η διατροφή των παιδιών έπαψε να είναι τραγική καθώς και για το αρβανίτικο αγύριστο κεφάλι της που κανένα σχολείο δεν ήταν σε θέση να της το διορθώσει. Εξ άλλου δεν το είχε ανάγκη, μπορούσε να περάσει ζωή χαρισάμενη και με τα λίγα και στραβά πράγματα που ήξερε. Ετσι υπερηφανευότανε για την ελληνική καταγωγή της -κατευθείαν από τον Σωκράτη και την Ξανθίππη- και σιχαινότανε τους αλβανούς και βούλγαρους που ξεζούμιζε στις επιχειρήσεις της. Τα προσόντα της επεκτείνονταν και στην μαγειρική όπου η προτίμησή της συνέπιπτε με τα εθνικά της ιδεώδη. Ετσι όταν είχε χρόνο έφιαχνε περίτεχνο ιμάμ μπαϊλντί ή μουσακά αλλά και το ατζέμ πιλάφι ήταν στο ρεπερτόριό της ενώ όταν βαριότανε να μαγειρέψει δοκίμαζε τις συνθετικές της ικανότητες στην πίτσα, παίζοντας με τα υλικά που άπλωνε στην έτοιμη πίττα. Οι φίλες της κι οι συγγενείς της που είχαν την τύχη να δοκιμάσουν την μαγειρική της είχαν να το λένε πως ήταν πολύ προχωρημένη στην ελληνική κουζίνα.

Η κουλτούρα της περιοριζότανε σε καψουροτράγουδα και δημοτικά που τα χόρευε μανιωδώς. Εξ άλλου ήταν ιδρυτικό μέλος και χορηγός της γυναικείας ομάδας χορού του χωριού της στην οποίαν συμμετείχε και ένας νέος, ολοφάνερα αδερφή. Η επιτυχία των χορευτικών εκδηλώσεων μεγάλωνε το κύρος της και τα σκαλοπάτια που θα έπρεπε να ανέβει ο πρίγκηπας που θα την κατακτούσε. Η λεσβιακή οδός φάνταζε πιο εύκολη και οι κακές γλώσσες είχαν ήδη αρχίσει να ψιθυρίζουν.

Το βλέμμα του είχε μαγνητισθεί από το γαλάζιο του μπλουτζίν της. Περιέργως δεν πήγαινε στο περιεχόμενο του παντελονιού αλλά προσπαθούσε να καταλάβει αν πλησίαζε περισσότερο το γαλάζιο της ακίνητης θάλασσας ή το γαλάζιο του ασυννέφιαστου ουρανού, λίγο πριν φέξει. Το χρώμα έσπαζε στα γόνατα όπου το ξεφτισμένο ύφασμα άφηνε να φανεί το χρώμα της επιδερμίδας της. Το παντελόνι τελείωνε σε μια λυγερή μέση που δεν είχε ανάγκη από ζώνη να το συγκρατήσει, τόσο εφαρμοστό ήτανε. Πιο πάνω, το άσπρο πουκάμισο δεμένο κόμπο στο γυμνό στομάχι της θύμιζε άγραφο χαρτί, ίδιο με το μυαλό του εκείνη τη στιγμή. Η κοπελιά τον κοίταξε κι αμέσως σκόνταψε, το μάτι του «έπιανε».

Ο θεός της Ελλάδας να σε έχει καλά» της είπε κι αμέσως ανέβηκε πρώτος στη λίστα των υποψηφίων εραστών της, όταν και αν αποφάσιζε να δοκιμάσει τις ετεροφυλικές σχέσεις. Τον ήξερε από το τοπικό κουτσομπολιό, τον θεωρούσανε απόμακρο. Σκέφθηκε πως ήταν ώριμος, εχέμυθος και συμπαθητικός.

Του γέλασε παιχνιδιάρικα και μπήκε στο τζιπ της όπου η φίλη της την περίμενε υπομονετικά και τώρα πια, ζηλότυπα…

 

 

Posted in Διηγήματα, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , | 76 Σχόλια »

Passing through… (διήγημα του gpointofview)

Posted by sarant στο 24 Ιουλίου, 2022

Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν στα μέσα Μαΐου κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα.

Tο διήγημα ανήκει στη σειρά «Καθ’ όναρ, καθ’ ύπαρ», που θα πει Στον ύπνο και στον ξύπνιο, όπως και άλλα διηγήματα του Τζι που έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο (το πιο πρόσφατο)

Όπως και άλλα διηγήματα του Τζι, έτσι και το σημερινό συνδέεται με τραγούδι, ήδη από τον τίτλο, αλλά και με μιαν ακόμα αγάπη του Τζι. Όχι τη θάλασσα, τις γάτες.

Κατ΄όναρ, καθ’ ύπαρ (5)  Passing through

Αντί προλόγου

Στον ύπνο και στον ξύπνιο…

Ηταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα, θυμήθηκα πως βγήκα απ’ τα όνειρά μου.

Τα όνειρα πια βαστάνε λίγο, ό,τι προλάβεις να ζήσεις μέσα σ’ αυτά.

Είχα ένα ραντεβού με την πρωταγωνίστρια του βιβλίου του πιο αγαπημένου μου συγγραφέα.

Ηταν σαν ηθοποιός, έπαιζε όποιον ρόλο της ζητούσα, θυμήθηκα όλες τις καλές και τις κακές στιγμές σε όλο το ρεπερτόριό της.

Αρνήθηκε όμως να παίξει τον εαυτό της.

Είναι πολύ νωρίς, μου είπε, δεν γέρασα ακόμα…

Με πήρε ο ύπνος ξανά… περιμένοντας να γεράσει.

I saw Adam leave the garden
with an apple in his hand
I said «»Now that you’re out, what are you gonna do?»»
He said «»Plant some crops and pray for rain,
maybe raise a little Cain
I’m an orphan now and I’m only passing through»»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Συνεργασίες, Τραγούδια | Με ετικέτα: , , | 67 Σχόλια »

Κάτι σαν όνειρο, ένας άνθρωπος κι ένας γάιδαρος (τρία διηγήματα του gpointofview)

Posted by sarant στο 15 Μαΐου, 2022

Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν πριν από δυο μήνες κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα.

Όπως και άλλα διηγήματα του Τζι, έτσι κι αυτά συνδέονται με τραγούδι, τούτη τη φορά ελληνικό, που μπαίνει σαν ιντερλούδιο μετά το πρώτο διήγημα. Τα διηγήματα αυτά τα αφιερώνουμε στη μνήμη του αξέχαστου φίλου μας Γιάννη Ιατρού, επειδή λίγο πριν από τον αδόκητο θάνατο του Γιάννη ο Τζι τού είχε ζητήσει τη βοήθεια για τη μορφοποίηση -και φυσικά ο Γιάννης είχε δώσει τη βοήθειά του, όπως με τόση γενναιοδωρία και αξιοσύνη έκανε πάντοτε.

1. Το στρείδι και το μαργαριτάρι

Περίεργα νερά αυτά της Μεσόγειος, αλλού σου μοιάζουν φιλικά, κι αλλού μόνο το χρώμα τους προειδοποιεί κινδύνους. Μεγαλωμένη στα ήρεμα νερά της Καλλονής η κοπελιά-λέγανε πως από αυτήν πήρε το όνομά του ο κόλπος- ανεβοκατέβαινε από τον αφρό στον πλούσιο σε όστρακα βυθό, μα δεν της έλαχε ποτέ μαργαριτάρι. Τόχε παράπονο. Μόνο ένα πιο μικρό από φακή, σε ακανόνιστο σχήμα σαν αχλάδι, στα τόσα χρόνια που έψαχνε. 

 – Θέλω το πιο σπάνιο μαργαριτάρι του κόσμου ! 

 – Θα τόχεις. Κι’ από μένα, μπόνους, το πιο σκούρο. 

 Ηταν σαν προγαμιαία συμφωνία ό όρος που έθετε η κοπελιά στον νέο από την Μπαρμπαριά. Γεροδεμένος κι αθλητικός, με σκοτεινό το βλέμμα απ’ τις βουτιές για σφουγγάρια στα σκληρά νερά της Αφρικής, δούλεψε χρόνια σ’ ελληνικά καΐκια, έμαθε και την γλώσσα. Με το τέλος της δουλειάς ήρθε με το σφουγγαράδικο στα νησιά του  Αιγαίου ψάχνοντας για νύφη. Δεν τόχε σε πολύ να αλλαξοπιστήσει, πίστευε πως αν η γυναίκα του ήταν καλύτερη από αυτόν και ο θεός της θα μπορούσε να είναι καλύτερος από τον δικό του. Η Καλλονή τον μάγεψε τόσο που αρκέστηκε στον λόγο της για την παρθενιά της- ήταν εκ των ουκ άνευ στην κουλτούρα του- αν και η κάπως προχωρημένη ηλικία της για γάμο προξενούσε απορίες αν κάποιος έβλεπε την ομορφιά της. 

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Λογοτεχνία, Τραγούδια | Με ετικέτα: , , , , , | 97 Σχόλια »

Δυο «ιστορίες με αλάτι» (δυο διηγήματα του gpointofview)

Posted by sarant στο 20 Μαρτίου, 2022

Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν πέρσι το καλοκαίρι, κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα.

Σήμερα θα δούμε δυο διηγήματα που ανήκουν στη σειρά «Ιστορίες με αλάτι». Όπως λέει ο Τζι είναι «μικρές στιγμές από την ζωή κανονικών, καθημερινών ανθρώπων που δεν μπήκαν ποτέ στο κάδρο της επικαιρότητας. Κατά την γνώμη μου δικαιούνται κι αυτοί τα 15 λεπτά τους στη διασημότητα, όπως έλεγε ο Αντυ Γουόρχολ».

Όπως και άλλα διηγήματα του Τζι, έτσι κι αυτά συνδέονται με τραγούδι, και συγκεκριμένα το Sapore di sale (Γεύση από αλάτι) του Τζίνο Πάολι. Το βάζω ανάμεσα στα δυο διηγήματα.

Το αλάτι, ο μπάρμπα-Αντρέας και οι αστακοί

Δεν του άρεσαν οι ρηχές παραλίες, εκεί που το κύμα σβήνει γλυκά στην αμμουδιά. Ηθελε βράχια χαμηλά νάναι το σύνορο ανάμεσα από την ξηρά και το υγρό στοιχείο και μόνο το παιχνιδιάρικο το κύμα να καταργεί το σύνορο με τις μικρές σταγόνες. Τότε, σαν οι σταγόνες βρίσκανε λακούβα πλατειά και χαμηλή, με τον καιρό και με τον ήλιο το αλάτι γίνονταν, πιο αλμυρό και γευστικό απ’ τα συνηθισμένα κι αλλιώτικα κρυσταλλωμένο. Το μάζευε πιτσιρικάς τα καλοκαίρια και τόγλειφε τις κρύες μέρες του χειμώνα, τότε που δεν περπάταγε στ’ αγαπημένα βράχια, τόχε πολύτιμο για να το χαραμίσει στο φαΐ.

Μεγάλος τώρα, με πίεση αρτηριακή και συμφραζόμενα δεν έβαζε αλάτι στο φαΐ του μα κάθε φορά που τόβρισκε ανάμεσα στα βράχια, μάζευε λίγο με τον δείκτη ή με τον δάκτυλο τον μέσο και τόγλειφε να θυμηθεί τη γεύση του. Ετσι και τώρα έβγαλε ένα κομματάκι…

Sapore di sale….
un gusto un po amaro di cose perdute
( μια γεύση από αλάτι…μια επίγευση λίγο πικρή για όσα χάθηκαν )

Σ’αυτά που χάθηκαν κι ο Μπαρμπαντρέας, ο ψαράς, Σμυρνιός την καταγωγή και πολλά μορφωμένος περί την ψαρική την τέχνη, ήρθε με την μικρασιατική καταστροφή και ρίζωσε στον τόπο. Εμενε λίγα σπίτια παραπέρα από το δικό του κι ήταν ο πρώτος που τον πήρε στην βάρκα του να τον μυήσει στης θάλασσας τα κόλπα, θάταν δεν θάταν έξη χρονών. Βαρκάκι εξάπηχο χωρίς μηχανή, μόνο λατίνι και κουπί είχεν ο Μπαρμπαντρέας και μ’ αυτό όργωνε τις ψαροτοπιές του κόλπου εκτελώντας τις παραγγελιές της γιαγιάς του :

«Τι θέλεις κυρά-Λένη ; Συναγρίδα θέλεις ή κάνα ροφό ; Μην πάλε πεθύμησες αστακό ; Πες μου εσύ τι θες κι αύριο θα τόχεις «.

Τα χρόνια του πενήντα, τα νερά ήσαντε ατρύγητα κι αν ήξερες μέρη κι εποχές πήγαινες για στείρες και ροφούς με τη συρτή ή για σαργούς και λεθρίνια με το παραγάδι ή και για χανόπερκες μεγάλες με την καθετή. Αυτό το ψάρεμα έκανε με τα πιτσιρίκια όποτε τάπαιρνε μαζί του, ήταν το πιο εύκολο και το πιο κοντινό. Πρώτα πλάνευε κανένα μικρό χταποδάκι μέσα στο λιμάνι, τόκοβε κομματάκια για δόλωμα και μετά έλαμνε μέχρι τον τόπο κι αμόλαγε τις καθετές. Σκληρό δόλωμα το χταπόδι, το τσιμπάγανε τα γύλια μα δεν έφευγε απ’ τ’ αγκίστρι μέχρι νάρθει η πέρκα  ή ο χάνος με το μεγάλο στόμα και να το καταπιεί. Καμιά φορά πιανότανε και καμιά τσιπούρα μεγάλη κι ήθελε τέχνη να την βγάλεις επάνω με την λεπτή την μεσηνέζα και το μικρό τ’ αγκίστρι. Τον είχε δει να παλεύει κοντά μια ώρα με μια, ίσαμε δυο οκάδες πράμα, μέχρι να την σκάσει και να την βγάλει φούσκα στον αφρό απ’ όπου την εμάζεψε με την απόχη.

Σαν τέλειωνε το ψάρεμα, έβαζε τα ψάρια στο καλάθι και πέρναγε πρώτα απ’ την γιαγιά του να διαλέξει ποιά ήθελε και μετά πήγαινε στον μανάβη για πούλημα. Δεν ήταν μόνο η εκτίμηση που είχε στην γιαγιά του αλλά και η ανάγκη : άνυδρο το μέρος και τα πηγάδια γλυφά, μόνο όσοι είχανε στέρνα πίνανε γλυκό νερό και διατηρούσανε τις γλάστρες με τις ορτανσίες και τις μπιγκόνιες, το γλυφό νερό τις ξέραινε. Ο Μπαρμπαντρέας έστελνε τη γυναίκα του τη θειά Βιολέττα με τον κουβά όποτε είχε ανάγκη από γλυκό νερό κι η υποχρέωση ήταν μεγάλη. Η στέρνα ήταν στο υπόγειο του σπιτιού, βαθειά μέσα στο χώμα, μ’ ένα μικρό χέλι μέσα και πλάκες από μέταλλο για την υγεία του νερού. Δροσερό έβγαινε το βρόχινο νερό που μάζευαν τα κεραμίδια του σπιτιού κι ακούγονταν ήχοι απόκοσμοι από την ηχώ του χώρου, σαν χτύπαγε  το χαρανί στα πέτρινα τοιχώματα κατά την διαδρομή του.

Σαν έφτασε η δεκαετία του εξήντα, τα βαρκάκια απόκτησαν μηχανή και οι ψαράδες πληθύνανε. Επιασε κι ο κόσμος λεφτά κι άρχισε να ζητάει ψάρι σαν πιο υγιεινή τροφή. Γέμισε ο τόπος δίκτυα και παράνομους «ευκόλου αλιείας» όπως λέγανε οι λιμενικοί όσους ψαρεύανε με δυναμίτη ή φλόμο. Ηρθε κι η τράτα κι έσκαψε το βυθό του κόλπου χαλνώντας προαιώνιες ψαροφωλιές και τόπους όπου γένναγαν τα καλαμάρια. Το ψάρι λιγόστεψε κι ο Μπαρμπαντρέας βάρυνε κι έβαλε συνεταίρο και γραμμάτια σε βάρκα μεγαλύτερη, με ντήζελ μηχανή. Ξανοίγονταν τώρα σε τόπους πιο μακρινούς γιατί στα κοντινά τα μέρη ήσαντε πολλά τα εργαλεία και το ψάρι λιγοστό. Τα μάτια δεν τον βοηθάγανε πολύ πιά, ούτε τ’ αφτιά του, άρχισε νάχει περισσότερη εμπιστοσύνη σε όνειρα κι οράματα παρά σ’ αυτά που έβλεπε μεσ’ στην θολούρα του καταρράκτη του ή άκουγε στο βουητό των  αφτιών του.

Ενα πρωΐ σαν ξύπνησε, νωπή είχε ακόμα την μνήμη απ’ τ΄όραμά του, μια μαυροντυμένη άγια γυναίκα τούπε να ρίξει τα δίχτυα του στα βαθειά νερά, σε μέρος πούχε βούρκο. Ο Μπαρμπαντρέας ήτανε σίγουρος πως η Αγία Παρασκευή είχε έρθει στ’ όνειρό του. Ο συνεταίρος του ούτε ν’ ακούσει δεν ήθελε, θα πάει χαμένη η μέρα κι ο κόπος, έλεγε. Ιδρωσε να τον πείσει ο Μπαρμπαντρέας αν κι αυτός ήξερε πως στον βούρκο ψάρι δεν πολυπερπατάει αλλά είχε εμπιστοσύνη στ’ όνειρο. Βαρειά ερχόντουσαν τα δίκτυα και τα συνεταιράκια απορούσαν τι ψάρια νάχανε πιάσει στην βουρκάδα, μέχρι να τα βγάλουν στην επιφάνεια. Ούτε στα πιο τρελλά ονειρά τους δεν τόχαν φανταστεί ! Καμμιά διακοσαριά αστακοί ήταν μπλεγμένοι στα μανά τους. Δεν ήταν δυνατόν να γυρίσουν στο χωριό με τέτοια ψαριά, ξανάριξαν τα δίχτυα τους στον τόπο και τράβηξαν για την μεγάλη πολιτεία, τρείς ώρες με την βάρκα, να ξεπουλήσουν. Γύρισαν πτώμα και γεμάτοι λεφτά. Την επόμενη μέρα τα ίδια. Αλλοι διακόσιοι αστακοί περίμεναν να τους ξεψαρίσουν από τα δίχτυα, ξαναπήγαν στην πολιτεία για πούλημα και τα γραμμάτια ξεπληρώθηκαν. Την τρίτη μερα μια δυσάρεστη έκπληξη τους περίμενε : όλος ο τόπος ήταν ζωσμένος με δίχτυα, οι άλλοι ψαράδες κάτι μυρίστηκαν. Για λίγες μέρες ακόμα η περιοχή έβγαζε ακόμα αστακούς, όχι διακόσιους την φορά αλλά πολύ λιγότερους, μετά σταμάτησε. Ηταν μια κάποια πληθυσμιακή έκρηξη στην περιοχή που δεν επαναλήφθηκε ποτέ ξανά, όσο ο Μπαρμπαντρέας έριχνε τα δίχτυα του, μέχρι να τον πάρει ο Χάρος. Ούτε από άλλους ψαράδες ξανακούστηκε τέτοιο περιστατικό.

Το θαλασσινό αλάτι έλιωσε μέσα στο στόμα του. Η θάλασσα είχε πάρει το σκούρο χρώμα της, αυτό που ταίριαζε με τις αναμνήσεις του και με την επίγευση τ’ αλατιού. Πήρε τον δρόμο του γυρισμού.

 

Η κυρά Μαρία

Η κυρά-Μαρία ήταν μια ψηλή – 1,65 μ.- και όμορφη γυναίκα που γεννήθηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Σε εποχές που ο μέσος όρος του ύψους δεν ξεπερνούσε το ενάμισυ μέτρο, το δικό της καθόριζε και την μοίρα της καθότι οι προτιμήσεις της έπρεπε να περιοριστούν στους διαθέτοντες ανάλογο ύψος άνδρες και να ευοδωθούν γιατί η τσαχπινιά της και οι σχετικά ανοιχτόμυαλοι γονείς της έδιναν μια ευκαιρία να διαλέξει σύζυγο, αλλά όχι δεύτερη. Μετά ακολουθούσε το προξενιό κι η γονική βούληση. Η Μαρία έκανε βόλτες στα βραχάκια της παραλίας του χωριού της πηδώντας σαν ζαρκάδι από το ένα στο άλλο και ψάχνοντας για λακκούβες ταϊσμένες με θαλασσινό νερό που άφηναν  το ίχνος τους σαν κρυσταλλικό αλάτι όταν το νερό εξατμιζότανε. Η γεύση του τρέλλαινε την Μαρία που κάπως έτσι φανταζότανε την γεύση του συντρόφου της.

Η εκλογή της Μαρίας ήταν σύντομη κι αποφασιστική. Οντας ελαφρώς ρομαντική και έχοντας όλες τις νεανικές ευαισθησίες διψασμένες, συγκινήθηκε σφόδρα από τις λογοτεχνικές ικανότητες ενός νέου που είχε όμορφο το πρόσωπο και κατάλληλο ύψος. Μοναδικό του ελάττωμα ήταν πως δεν είχε δημιουργηθεί επαγγελματικά ακόμη, τα λογοτεχνικά ενδιαφέροντά του δεν τον άφηναν να επιλέξει μια σίγουρη δουλειά.

Οπως γινότανε την εποχή εκείνη, η προτίμηση της Μαρίας ήταν μια λύση στα επαγγελματικά του σχέδια. Στην κουβέντα με τον προσεχώς πεθερό του απαίτησε -και πήρε- για προίκα έναν επαγγελματικό χώρο και την επίπλωσή του, ένα χώρο που προοριζότανε για το καφενείο της αριστοκρατίας του χωριού, όπως και έγινε.  Αριστοκρατία βέβαια στο χωριό ήταν οι καραβοκύρηδες και οι καπετανέοι, η ναυτουριά περιορίστηκε στα υπόλοιπα καφενεία μαζί με τους άλλους εργαζόμενους.

Το κτίριο ήταν ψηλοτάβανο, εντυπωσιακό. Με καθρέπτες γύρω-γύρω ενώ τα τραπέζια περιμετρικά στους τοίχους άφηναν χώρο στο κέντρο για χορό ή και για άλλες εκδηλώσεις. Η Μαρία φανταζότανε τον άντρα της να απαγγέλλει κι αυτή γεμάτη περηφάνεια να κάθεται στην πρώτη γραμμή των επισήμων. Η πραγματικότητα έμελλε να την διαψεύσει οικτρά. Οι καπετανέοι πολύ λίγο καιρό ήταν στην στεριά κι όταν και εάν έβγαιναν εκεί σαν απόμαχοι, προτιμούσαν ν’ ατενίζουν από το σπίτι τους  την θάλασσα αναλογιζόμενοι τα παλιά, παρά την παρουσία τους στο καφενείο- πλην εορτών και εκδηλώσεων βεβαίως. Η υπόλοιπη αριστοκρατία δεν επαρκούσε να καλύψει τα λειτουργικά έξοδα του μαγαζιού. Ετσι το υπηρετικόν προσωπικό απελύθη και η Μαρία ανέλαβε την δουλειά των τριών υπαλλήλων, το σκούπισμα, την προετοιμασία της παραγγελίας και την λάντζα. Ο σύζυγος ανέλαβε τον ρόλο του γκαρσονιού και διορίσθηκε άμισθος ανταποκριτής σε τοπικές εφημερίδες περιμένοντας μια αναγνώριση του ταλέντου του που ποτέ δεν ήρθε. Στο καφενείο ήταν το αφεντικό αλλά και το μοναδικό γκαρσόνι, μη έχοντας ούτε Κυριακή ούτε σχόλη.

Η καθημερινότητα στο καφενείο ήταν αρκετά σκληρή.  Νερό τρεχούμενο δεν υπήρχε κι ερχόταν με το χαρανί είτε από την στέρνα, το πόσιμο, είτε από το πηγάδι, το προοριζόμενο για την καθαριότητα. Το ψυγείο λειτουργούσε με πάγο αφού ρεύμα μόνο κάποιες ώρες του εικοσιτετραώρου υπήρχε. Καμινέτο ετοίμαζε τους καφέδες και τα γλυκά ψήνονταν στον φούρνο του χωριού, το πήγαινέλα ήταν στα καθήκοντα του συζύγου. Μόνο το υποβρύχιο, όπως έλεγαν ένα κουταλάκι βανίλια σερβιρισμένο σ’ ένα ποτήρι με κρύο νερό δεν απαιτούσε κόπο στην προετοιμασία.

Η ζωή της Μαρίας περιορίστηκε στο κουζινάκι πίσω από τον μπάγκο του καφενείου και στα δωμάτια ακόμα πιο πίσω ακόμα που ήταν η κατοικία τους. Μόνο το πρωΐ κατά τις δέκα που έκοβε η δουλειά είχε την ευκαιρία να κάνει μια βόλτα στα βραχάκια της θάλασσας, να ξεκουράσει  το βλέμμα της κοιτώντας μακριά, να μυρίσει το ιώδιο και να γευθεί το αγαπημένο της αλάτι από του βράχου τις σχισμάδες. Σαν ήρθαν τα παιδιά και η ελάχιστη αυτή απόδραση από την καθημερινότητα σταμάτησε.

Η οποιαδήποτε πνευματικότητά της τρίφτηκε μαζί με τα φλυτζάνια και τα νεροπότηρα στα βρωμόνερα της λάντζας κι εξαφανίσθηκε. Το βλέμμα της απέκτησε την παγωμένη αδιαφορία του ισοβίτη, αφού δεν ήθελε πια να βγει από το κουζινάκι της ούτε στην  αίθουσα του καφενείου. Από την αίθουσα φαίνονταν μόνο δυο χέρια που έβγαιναν από το κουζινάκι και άφηναν στον μπάγκο την παραγγελιά για να την βάλει στο δίσκο το γκαρσόνι- αφεντικό ή να πάρουν τα χρησιμοποιημένα πιατάκια και ποτήρια. Οποιος γνωστός ή συγγενής ήθελε να την δει, έπρεπε να μπει στο στενόχωρο κουζινάκι και να της μιλήσει ανάμεσα σε γκαζιέρες, ταψιά με γλυκά και την βούτα του νεροχύτη. Ακουγε τον επισκέπτη κουνόντας καταφατικά ή αρνητικά το κεφάλι της, την φωνή της την άκουγαν μόνο τα παιδιά της όπως τα φρόντιζε. Ισως είχε προσαρμοσθεί στις νέες συνήθειες του συζύγου της που είχε απωλέσει παντελώς την ακοή του κι είχε μάθει να διαβάζει τα χείλια του συνομιλητού του. Η συμβολή της Μαρίας σ’ αυτό πρέπει να ήταν μεγάλη και μια ακόμα απόδειξη πως στήριξε την επιλογή της κι ας αποδείχθηκε άτυχη.

Οταν τα παιδιά της μεγάλωσαν η Μαρία άφησε τον εαυτόν της να αρρωστήσει βαριά, μέχρι τότε απαγορευότανε. Εφυγε ήσυχα και δεν έλειψε σε κανέναν που δεν ήξερε τι υπήρχε μέσα στο μισοσκότεινο κουζινάκι του καφενείου.

Το καφενείο έκλεισε κι αυτό.

 

Posted in Διηγήματα, Τραγούδια | Με ετικέτα: , , | 134 Σχόλια »

Η Λορεντάνα (διήγημα του gpointofview)

Posted by sarant στο 18 Ιουλίου, 2021

Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν φέτος τον Μάρτη, κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα.

Το σημερινό διήγημα ανήκει στη σειρά «κατ’ όναρ καθ’ ύπαρ» (σα να λέμε στον ύπνο και στον ξύπνιο) όπως και το προηγούμενο του Μαρτίου αλλά και το «Ένα απόγευμα στη Θήβα«.

Όπως και άλλα διηγήματα του Τζι, έτσι κι αυτό αναφέρεται σε ένα γνωστό τραγούδι, στο Αντρέα του Φαμπρίτσιο ντ’ Αντρέ. Στο τέλος υπάρχουν το γιουτουμπάκι και τα λόγια του τραγουδιού (στα ιταλικά βεβαίως). Ο λόγος στον Τζι:

Κατ’ όναρ καθ’ ύπαρ (3)  Η Λορεντάνα
                                                          Andrea aveva un amore, riccioli neri    Ο Αντρέας είχε μια αγάπη, μαύρα τσουλούφια
Andrea aveva un dolore, riccioli neri    ο Αντρέας είχε  μια θλίψη, μαύρα τσουλούφια

– Δεν θέλω να πεθάνω από ευτυχία, μ’ αρέσει η θλίψη που βγάζει η τσαπατσουλιά σου, την προτιμώ από την παγωμάρα που αναδύεται στα τακτοποιημένα ντουλάπια.

Κοίταξε τα μαλλιά της που κατρακύλαγαν στους ώμους της σε κυματιστές  μπούκλες, ποτέ δεν χρειάσθηκαν κτένισμα.

– Riccioli neri, θυμήθηκε ένα τραγούδι του Φαμπρίτσιο Ντε Αντρέ.

– Τι είπες ;

– Τίποτα, κάτι δικό μου…

Κάτι τον έπνιγε, άνοιξε το παράθυρο. Βαριά γκρίζα συννεφιά απ’ έξω, λες και χύμηξε μέσα να καλύψει το κενό. Η Λορεντάνα θορυβήθηκε. Κούνησε το κεφάλι της σαν νάθελε να την διώξει. Τα μαλλιά της ακολούθησαν την κίνηση, κάποια τσουλούφια πέσανε στο πρόσωπό της, τα απομάκρυνε με τα χέρια της.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Ερωτικά, Τραγούδια | Με ετικέτα: , | 88 Σχόλια »

Une mèche de cheveux (διήγημα του Gpointofview)

Posted by sarant στο 14 Μαρτίου, 2021

Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν πέρσι τον Νοέμβριο, κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα, ενώ ενδιάμεσα είχαμε βάλει και δυο ποιήματά του και πριν από ενάμισι μήνα μια μη μυθοπλαστική συνεργασία για το Γαλαξίδι.

Το σημερινό διήγημα μου το έστειλε πριν από λίγες μέρες λέγοντάς μου «κορονοϊός διηγήματα κατεργάζεται» -και πάλι καλά. Ανήκει στη σειρά «κατ’ όναρ καθ’ ύπαρ» (σα να λέμε στον ύπνο και στον ξύπνιο) όπως και ένα προηγούμενο το «Ένα απόγευμα στη Θήβα«.

Για τους μη γαλλομαθείς ή/και για τους νεότερους, ο τίτλος του διηγήματος είναι και τίτλος ενός τραγουδιού του Ανταμό. Θα πει «μια τούφα απ’ τα μαλλιά» (της). Τον εξηγεί άλλωστε ο Τζι στο τέλος. Πρόσθεσα το γιουτουμπάκι. Αλλά εγώ δεν θα πω άλλα. Του δίνω τον λόγο:

Είναι κάποια τραγούδια που τα σιγοψιθυρίζω συνέχεια, ειδικά αν μου αρέσουν και τα λόγια. Κάποια στιγμή αρχίζω να πλάθω μια ιστορία μ΄αυτά, είτε στον ύπνο μου είτε στο ξύπνιο μου όταν αφαιρούμαι. Στο τέλος μπερδεύονται το όναρ με το ύπαρ και…

 

Κατ’ όναρ, καθ’ ύπαρ (2) – Une mèche de cheveux

Je sentais ma mémoire prête à tout raconter   
Mais je connaissais l’histoire, j’ai préféré rêver… 

(ψυλιάστηκα πως το μνημονικό μου είναι έτοιμο ν΄αρχίσει το παραμύθι, μα γνωρίζω το στόρυ, προτιμώ να ονειρευτώ)

– Είσαι ο πρώτος και ο μόνος που αφήνω να χαϊδεύει τα μαλλιά μου, του είπε μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο, αποτέλεσμα της σύγκρουσης των παλιών συνηθειών με τα καινούργια συναισθήματα. Αυθόρμητα το μυαλό του πήγε στην γάτα του, κι αυτή δεν δεχότανε χάδια από άλλον, τόσο πιστή κι ελεύθερη μαζί. Την κοίταξε με την άκρη του ματιού του, είχε πολλή κίνηση στην εθνική οδό για να μπορέσει να γυρίσει το κεφάλι του. Ενα χαριτωμένο προφίλ φάνηκε, τα μαλλιά της ήταν πιο πίσω. Ηταν ένα από τα ατού της τα μαλλιά αλλά όχι το μόνο, γλυκό πρόσωπο και καλοφιαγμένο κορμάκι συνόδευαν ένα μάγκικο και εντελώς ευθύ  χαρακτήρα, σπάνιο πράγμα για γυναίκα κι ακόμα πιο σπάνιο,  διαμορφωμένο στα είκοσί της.    Δεν τον πείραξε που δεν είδε τα μαλλιά της, του έφτανε η αίσθησή τους στο δεξί του χέρι καθώς τυλίγονταν στο δάκτυλό του με μια περιστροφική κίνηση και ξετυλίγονταν με την αντίθετη φορά. Ηταν ίσια, καστανόξανθα και απίστευτα βαριά.                  

 

rol

Ηξερε πως δεν του έλεγε ψέμματα. Ενα μήνα τώρα μαζί είχε δει πως τα είχε περί πολλού και είχε εκτιμήσει σωστά την φορά που ήρθε με βρεγμένα μαλλιά για να μην τον αφήσει να περιμένει στο ξαφνικό κάλεσμά του, ούτε μπορούσε να παραβλέψει την «θυσία» της όταν τον άφησε να κόψει μια τούφα δυο πόντους από τον χείμαρο που ξεχυνότανε στην πλάτη της. Φύλαξε το τρόπαιο ευλαβικά στην θήκη που σχημάτιζε το καπάκι του χρυσού ρολογιού τσέπης που είχε από τον παπού του, ένα πολύτιμο αντικείμενο γι αυτόν, μέσα σ’ ένα πολύτιμο αντικείμενο  για τους ρολογάδες και για όλο τον κόσμο… Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Ερωτικά, Τραγούδια, γαλλικά | Με ετικέτα: , , | 140 Σχόλια »

Γαλαξιδιώτικες λέξεις -και μια ιστορία (μια συνεργασία του Gpointofview)

Posted by sarant στο 28 Ιανουαρίου, 2021

Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι -το τελευταίο πριν από δυόμισι μηνες θα το βρείτε εδώ, όπου και λινκ προς τα προηγούμενα.

Αλλά τα διηγήματα δημοσιεύονται Κυριακή. Σήμερα, μέρα καθημερινή, έχουμε μιαν αλλιώτικη συνεργασία του -που όμως έχει και λογοτεχνική διάσταση, ή έστω αφηγηματική.

Ο Τζι έστειλε μια συνεργασία που εντάσσεται σε μιαν άλλη κατηγορία συνεργασιών που έχουμε καθιερώσει στο ιστολόγιο, με διαλεκτικό λεξιλογικό υλικό από διάφορες περιοχές της χώρας. Κι έτσι, αφού απο παιδί παραθερίζει στο Γαλαξίδι, κάθισε και συγκεντρωσε μερικές λέξεις που «τις λένε αλλιώς στο Γαλαξίδι απ’ό,τι στην Αθήνα». Θα προσέξετε ότι η αλιευτική και ναυτική ορολογία έχει παραπάνω από ευπρόσωπη παρουσία στο δείγμα.

Όμως αυτό είναι η αρχή. Διότι, με αφορμή μια λέξη, ένα τοπωνύμιο, το άρθρο μετεξελίσσεται σε αφηγημα για την ιστορία μιας σπηλιάς που σημάδεψε τα καλοκαίρια στο Γαλαξίδι πριν από δεκαετίες. Πείτε το και ανάμνηση παλιών εποχών.

Οπότε, δίνω τον λόγο στον Τζι και στη διπλή συνεργασία του. Bάζω δυο σχόλια σε αγκύλες.

Εκτός από την πρώτη, τουριστική, φωτογραφία, οι υπόλοιπες είναι δικές του.

Λέξεις που δεν ήξερα στην Αθήνα, όπως τις άκουσα στο Γαλαξίδι

Αβέρτο, το = δες μπαλαέρας

Αγάνα, η = το μικρό αγκαθάκι, τα λεπτά κόκαλα των ψαριών

Αγιούτο, το = βοήθεια, ιταλικό «δος μου έν’ αγιούτο»

Αλπή, η = αλεπού

Αναφόρι, το = μικρή ριπή ανέμου, συνήθως προπομπός του μαΐστρου

Αντιμάμαλο, το =  σύγκρουση κυμάτων αντίθετης κατεύθυνσης, συνήθως  κάποια μέτρα από την ακτή καθώς ανακλώνται τα προγενέστερα κύματα

Απάνω πάτος, ο =  επάνω όροφος

Αποχή, η = υποθαλάσσιος γκρεμός

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Αναμνήσεις, Γλωσσικά ταξίδια, Ντοπιολαλιές, Ναυτικά | Με ετικέτα: , , | 188 Σχόλια »

Ο μπαρμπα-Θύμιος τα χρόνια της χούντας (διήγημα του Gpointofview)

Posted by sarant στο 8 Νοεμβρίου, 2020

Κι άλλες φορές έχουμε φιλοξενήσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν μέσα στο καλοκαίρι, κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα, ενώ πιο πρόσφατα βάλαμε και δυο ποιήματά του.

Το σημερινό διήγημα ο Τζι το χαρακτηρίζει «ελαφρώς αντιχουντικό» και διευκρινίζει πως η αφήγηση στηρίζεται, κατά μεγάλο μέρος, σε πραγματικά γεγονότα. Το διήγημα δεν είναι πολύ μεγάλο, αλλά ξέρετε τι λέει ο Οβελίξ για τους Ρωμαίους και για τα στρείδια.

Ο μπάρμπα-Θύμιος τα χρόνια της χούντας

Η  βαρκούλα, με τους δυο νεαρούς μέσα, γυρίζοντας από το κοντινό ψάρεμα, μέσα στον όρμο του λιμανιού, ήρθε κι έδεσε δίπλα στην καμπινάτη βάρκα. Ο γέρος που ήταν μέσα ρώτησε κλασσικά :
– Είχε τίποτε ;
Ο ένας νεαρός έδειξε στον μπάρμπα- Θύμιο ένα λυθρινάκι ίσαμε το δάκτυλό του :
– Να τέτοια ψάρια είχε…
– Τι να σου κάνει κι ετούτο το πεδίον, απάντησε ο γέρος, ψαρεύεται συνεχώς, δεν αφήνουν τα ψάρια να μεγαλώσουν. Παλαιόθεν είχε καλά ψάρια, μέχρι και αστακούς έπιανα. 
– Αστακούς ;

– Ναι, ερυθροφαίους με κυανάς παρειάς !

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Δικτατορία 1967-74 | Με ετικέτα: , , | 136 Σχόλια »

Ο θεϊκός Αχιλλέας και ο ανθρώπινος Οδυσσέας (δυο ποιήματα του Gpointofview)

Posted by sarant στο 20 Σεπτεμβρίου, 2020

Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι, το τελευταίο πριν απο ένα δίμηνο και εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα.

Το ιστολόγιο κατά καιρούς δημοσιεύει διηγήματα, πεζογραφήματα και αφηγήματα φίλων, όπως ο Δημήτρης Μαρτίνος ή ο DryHammer, αλλά ως τώρα δίσταζα να δημοσιεύσω ποιήματα φίλων, θεωρώντας ότι δεν προσφέρεται το μέσο. Ο ενδοιασμός ισχύει, αλλά σήμερα κάνουμε μια εξαίρεση, αφού τα δυο έργα του Τζι είναι, ας πούμε, ποιητικοί στοχασμοί πάνω σε ομηρικούς στίχους. (Ο Τζι, που ξέρει τον ενδοιασμό μου, μου τα έστειλε βάζοντας στο μέιλ τίτλο «Στη γραμμή του οφσάιντ»).

Οι δυο φωτογραφίες που συνοδεύουν τα ποιήματα είναι επίσης επιλογή του Τζι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ομηρικά, Ποίηση, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , | 98 Σχόλια »

Η χαμένη ευκαιρία (διήγημα του gpointofview)

Posted by sarant στο 26 Ιουλίου, 2020

Κι άλλες φορές έχουμε φιλοξενήσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν πριν από πέντε μήνες, πριν από την καραντίνα δηλαδή, κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα.

Το σημερινό διήγημα είναι πολύς καιρός που μου το έστειλε ο Τζι, αλλά είχε εξαρχής ζητήσει να δημοσιευτεί αμέσως μετά την επέτειο της αποκατάστασης της δημοκρατίας, αφού αυτό είναι το θέμα του διηγήματος -ή μάλλον, όπως λέει ο ίδιος, «Είναι κάπως τολμηρό από πολιτικής και ερωτικής πλευράς καθώς οι περιπέτειες της δημοκρατίας και η εξωσυζυγική σχέση κάποιας αφήνουν την ίδια γεύση καθώς εξελίσσονται παράλληλα».

Δίνω τον λόγο λοιπόν στον Τζι:

Η χαμένη ευκαιρία

Μόλις κτύπησε το τηλέφωνο την ξανάφερε στο νου του. Ηταν αυτή.

– Ελα τώρα. Μπορείς ;

– Ναι, ψιθύρισε άβουλα και με σκοτεινιασμένο βλέμμα. Πάλευαν μέσα του η σαρκική η επιθυμία  και τ’ απομεινάρια της ηθικής του. Μπερδεμένος, το πρώτο καλοκαίρι της θητείας του στο ναυτικό, είχε άλλα δυο μπροστά του για να ξεκαθαρίσει κάπως τα πράγματα. Και στην υπηρεσία του μπερδεμένοι ήσαντε ακόμα. Χρόνια συνηθισμένοι στο Βασιλικό το Ναυτικό πάλευαν τώρα ν’ αφομοιώσουν το Πολεμικό και την δημοκρατία που του άλλαξε το όνομα  Επρεπε όλοι να το καταλάβουν πως έφυγε η χούντα  η μετονομασία ήταν ένα καλό επιχείρημα. Πολεμικό το Ναυτικό, Πολεμική και η Αεροπορία ! Οπου τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά χρειαζόταν και επεξηγηματική δήλωση: «Όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια» είχε δηλώσει ο «εθνάρχης» σε όσους τον κατηγορούσαν γιατί δεν έστειλε στο απόσπασμα τους πρωταίτιους της δικτατορίας όπως έλεγε η δικαστική απόφαση. Και τα εννοούσε πραγματικά, αποδείχθηκε.

Λίγα χρόνια μετά την μεταπολίτευση, θητεία στο ναυτικό. Βασική εκπαίδευση, σχολή αξιωματικών και πρώτη άδεια μετά την μετάθεση του στον Πόρο. Πήγε στο νησί, τακτοποιήθηκε σ’ ένα σπίτι και γύρισε. Μόλις που φίλησε την μάνα του, αμέσως πήγε  έναν όροφο πιο πάνω να δει τον φίλο του, μα έλειπε. Ητανε μόνο η γυναίκα του και το δίχρονο παιδί τους. Τον κράτησε με το ζόρι να πιουν ένα καφέ και τον γέμισε κατηγόριες για τον Σπύρο. Εβλεπε γυναίκα από κοντά μετά από τόσες μέρες και αισθανότανε λίγο άβολα, αλλά δεν είχε και το κουράγιο για να φύγει. Το κοριτσάκι έπαιζε σκαρφαλωμένο στην μάνα του τραβώντας της την μπλούζα και σηκώνοντάς της την φούστα, το πεινασμένο βλέμμα του ακολουθούσε τα τερτίπια της μικρής.  Κάποια στιγμή το ένα της στήθος  αποκαλύφθηκε. Χαμογέλασε και δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το μαζέψει. Σαν μαγεμένος το κοίταζε ο ναύτης. Ηταν κι όπως του άρεσε, μέτριο σε μέγεθος και σχεδόν το μισό να ανήκει στην ρόγα.  Οι τόσες μέρες απομόνωσης από τον κόσμο στο στρατόπεδο έπαιξαν τον ρόλο τους. Κάθησε δίπλα της κι άρχισε να παίζει κι’ αυτός με την  μικρή ακουμπώντας την μάνα της δήθεν τυχαία. Κάποια στιγμή τα χείλη του βρεθήκανε στο στήθος της. Αναστέναξε ελαφρά και τούπε «αργότερα, σαν κοιμηθεί η μικρή». Ωρα πολλή μετά, η μικρή εξακολουθούσε να παίζει με την μάνα της και το βυζί να είναι ακάλυπτο. Η  Πόπη φαινότανε να το διασκεδάζει, φαινομενικά δεν έδειχνε καμιά βιασύνη για τα περαιτέρω, ήτανε ήρεμη κι’ ευτυχισμένη που δεν ήταν αναγκασμένη να σκέπτεται τον άντρα της, όπως τούλεγε κοιτάζοντας τον φιλικά. Τον είχε ήδη κατηγορήσει πως πήγαινε με άλλες για να δικαιολογήσει την δική της στάση, μα δεν τον ένοιαζε. Αισθάνθηκε σαν νάτανε ένα διακοσμητικό στοιχείο στην παράσταση και σηκώθηκε να πάει να δει την μάνα του που τον περίμενε, για την ώρα ο πόθος του είχε υποχωρήσει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Ερωτικά, Μεταπολίτευση | Με ετικέτα: | 156 Σχόλια »

Η Νίτσα, η μανιόλια και τα χόρτα της (διήγημα του gpointofview)

Posted by sarant στο 23 Φεβρουαρίου, 2020

Κι άλλες φορές έχουμε φιλοξενήσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν πέρσι τον Νοέμβριο, και εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα. Στο σημερινό διήγημα η δράση εκτυλίσσεται στη δεκαετία του 1970, οπότε έτσι εξηγείται που η ηρωίδα επιμένει να απαντά «Νίτσα με λένε» -σήμερα, όλα αυτά τα γυναικεία υποκοριστικά, τα θεωρούμενα λαϊκά, όπως Λίτσα, Νίτσα, Ρούλα και τα λοιπά έχουν υποχωρήσει αισθητά.

Επίσης, επειδή λεξιλογούμε, να πω ότι το λουλούδι εγώ το ξέρω μανόλια, έστω κι αν το διεθνές του όνομα είναι magnolia (από τον βοτανολόγο Pierre Magnol). Αλλά, a rose by any other name…

Το όνομά της ήταν Νίτσα χωρίς να διευκρινισθεί η προέλευσή του. Το Ελένη και Ουρανία ήταν τα πιο πιθανά αλλά σε κάθε ερώτηση των νεαρών αξιωματικών η απάντηση ήταν κοφτή «Νίτσα με λένε».

Ηταν κάθε μέρα καθισμένη μπροστά στη γραφομηχανή της, μέσα στο άσπρο κεντητό πουκάμισό της, με τον κλασσικό κότσο στα μαλλιά και τον χρυσό σταυρό να κρέμεται στο στήθος της, που φυσικά «νικούσε κι όλα τα κακά σκορπούσε». Φούστα φαρδειά και μακριά, τσάντα μεγάλη κι ούτε κραγιόν από καλλυντικά. Υφος ψυχρό κι ενοχλημένο, βλέμμα απόμακρο αλλά με κάποιες σπιθίτσες αμφιβολίας για τους προσεκτικούς παρατηρητές. Η μιλιά της, τυπική.

Μοιραζότανε με τους τρεις νεοφερμένους αξιωματικούς θητείας, την αίθουσα καθηγητών της σχολής που ήταν φανερά διακοσμημένη στο γούστο της, με εικόνες του Χριστού και αγίων και σεμνά αγριολούλουδα στα βάζα. Το κέντρο εκπαίδευσης μονίμων υπαξιωματικών ναυτικού χρησιμοποιούσε για τα μαθήματα κλασσικής παιδείας στρατεύσιμους πτυχιούχους, κατα προτίμηση βαθμοφόρους γιατί οι μαθητές, οι ναυτόπαιδες, ήταν ζόρικοι. Ενα μεγάλο ποσοστό από αυτούς ήταν ανεπιθύμητα παιδιά από διαλυμένες οικογένειες που τα «παρκάρανε» δωρεάν στις στρατιωτικές σχολές. Το καταλάβαινε κάποιος όταν είχαν εξόδου κι έβλεπε πολλά παιδιά να μην βγαίνουν γιατί δεν είχαν πού να πάνε. Τον καθηγητή δεν τον φοβότουσαν αλλά τους βαθμοφόρους τούς έτρεμαν μην τους ρίξουν φυλακή. Ενας φρέσκος στρατεύσιμος αξιωματικός κάποτε ρώτησε ένα από αυτά τα παιδιά:

– Εχεις μητέρα ;

– Οχι, απάντησε το παιδί, έχει πεθάνει.

– Κι ο πατέρας σου ; ξαναρώτησε.

– Είναι φυλακή.

– Γιατί ;

– Γιατί σκότωσε τη μάνα μου !

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Ερωτικά, Ονόματα, Στρατός | Με ετικέτα: | 172 Σχόλια »

Η αλήθεια για την Εύα (εύθυμο διήγημα του gpoint)

Posted by sarant στο 8 Σεπτεμβρίου, 2019

Κι άλλες φορές έχουμε φιλοξενήσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν φέτος τον Μάρτιο, και εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα. Το σημερινό διήγημα, σύντομο όπως τα περισσότερα του Τζι, ο ίδιος το χαρακτήρισε «τσιφορικό», κάτι που μου θύμισε πως και τη δική μου πρώτη συλλογή διηγημάτων («Για μια πορεία») την είχε χαρακτηρίσει «με τσιφορικό ύφος» ο άνθρωπος του εκδότη που την είχε διαβάσει. Αλλά νομίζω πως και η Μυθολογία του Αύγουστου Κορτώ τσιφορική μπορεί να χαρακτηριστεί, αν κρίνω από αποσπάσματα που έχω δει. Δεν είναι πάντως υποτιμητικός ο χαρακτηρισμός, κάθε άλλο.

Ο Τζι βάζει και… δυσκλαίμηρον στο διήγημά του: Οι κάπως φανατικοί με τα θρησκευτικά το διαβάζουν υπ’ ευθύνη τους. Είπε και ελάλησε, οπότε αμαρτίαν ουκ έχει.

Η αλήθεια για την Εύα

Ολοι μας ξέρουμε για τον Αδάμ και την Ευα, τον όφι, το μήλο και την αμαρτία για την οποία κατηγορούμε την Εύα που μας έβγαλε από τον παράδεισο. Βολική εξήγηση για τους φαλλοκράτες, μόλις ήρθε στα πράγματα η πατριαρχική κοινωνία, βόηθησε λίγο και ο εγγενής χαρακτήρας τη γυναίκας, κάνανε την εξήγηση θρησκεία και καθαρίσανε.
Εγιναν όμως έτσι τα πράματα ;
Κατ’ αρχήν στη Γένεση δεν αναφέρεται πουθενά ο παράδεισος, λογικό γιατί παράδεισος είναι η Φυση και από την Φύση έγινε ο θεός και ο άνθρωπος. Ο θεός κι ο άνθρωπος -η γυναίκα δηλαδή- είχαν τότε το χάρισμα της γένεσης, πρώτα φύεται κάτι από την Φύση κι ύστερα γεννά, καρπίζει, βέβαια ο θεός ήταν ένα σκαλοπάτι πιο πάνω σαν πιο μυαλωμένος.
Ας δούμε και μια άλλη άποψη :

Γεν. 1,1             Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
Γεν. 1,2             ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος.
Γεν. 1,3             καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς.
Γεν. 1,4             καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους.
Γεν. 1,5             καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία.

Εδώ μας τα χαλάει λιγουλάκι μια που νύχτα δεν υπάρχει παρά μόνο στη γη κατά την περιστροφή της, άρα πρώτα ήταν το φως  και μετά ήρθε το σκοτάδι κι ας λέει ό,τι θέλει το 1.2 της Γένεσης. Το μη αξιόπιστο εδώ μας πονηρεύει και για την περίπτωση της Εύας.

Στον Παράδεισο λοιπόν ο θεός είχε πάρει την αποκλειστικότητα στις κατασκευές βουνών και λαγκαδιών ενώ ο Αδάμ με την Εύα φοράγανε τα φύλλα συκής τους, είχανε στήσει το σπιτικό τους και την περνάγανε ζάχαρη. Εκανε καμιά βολτίτσα ο Αδάμ, μάζευε τα φρούτα της ημέρας, έπλενε τα πιάτα το Ευάκι, μοιραζότουσαν τις οικιακές δουλειές σκούπισμα, ξεσκόνισμα και το βράδι τηλεόραση αγκαλιά και απονήρευτα. Ετυχε όμως ένα βράδυ να δούνε κάτι τσόντες, φιάχτηκε ο Αδάμ, περίεργη η Εύα -τι είναι αυτό που μεγαλώνει ;- είπανε να το δοκιμάσουνε κι όπως τα μέτρησε εκείνος ο μάντης ο Τειρεσίας, να μια χαρά ο Αδάμ, εννιά φορές χαρά μεγαλύτερη η Εύα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βίβλος, Διηγήματα, Ευτράπελα | Με ετικέτα: , , , , | 105 Σχόλια »

Το 24ωρο ενός μπογιατζή (διήγημα του gpointofview)

Posted by sarant στο 17 Μαρτίου, 2019

Δημοσιεύω σήμερα ένα διήγημα του φίλου μας του Τζι. Πιο σωστά, ένα ακόμα διήγημα αφού κι άλλες φορές έχουμε δημοσιεύσει δικά του κομμάτια -το τελευταίο πριν από δύο μήνες όπου θα βρειτε και λινκ προς τα προηγούμενα. Ωστόσο, ενώ συνήθως τα κείμενα του Τζι είναι μικρά, τούτο εδώ ξεπερνάει κατά πολύ το συνηθισμένο μέγεθος. Μάλιστα, ο ίδιος είχε σκοπό να το στείλει σε τρεις συνέχειες, αλλά νομίζω ότι αυτή η κατάτμηση περισσότερα προβλήματα δημιουργεί παρά λύνει. Εξάλλου είναι Κυριακή, έχουμε περισσότερο καιρό για διάβασμα -και το διήγημα, κατά τη γνώμη μου, αξίζει τον κόπο, είναι πολύ καλό.

Το 24ωρο ενός μπογιατζή

Σαν άνοιξες πρωί-πρωί τα μάτια πως είναι ώρα να ξυπνήσεις σκέφτηκες. Δεν έχει αριθμούς και παραπέντε, με διαίσθηση σηκώνεσαι το πρώτο λεωφορείο να προλάβεις. Αυτό έχει ώρα και λεπτά. Εξη και τέταρτο κάνει δρομολόγιο. Περιμένει ο κόσμος του μεροκάματου στην ουρά, οι πρώτοι, οι τυχεροί, θα πάνε καθισμένοι. Οι άλλοι όρθιοι παίρνουν μια πρώτη γεύση από την κούραση τη μέρας που θάρθει. Λίγο νερό στο πρόσωπο, τα ρούχα της δουλειάς παραμάσχαλα και μια στροφή στην κλειδαριά στην πόρτα. Παλιά συνήθεια. Τώρα τι να πάρει κανείς από το σπιτικό σου… Πιο πιθανό ν’ αφήσει ο διαρρήκτης κάνα δεκάευρο  σαν δει την συμφορά σου.

Και πάντα μόνος το πρωί. Στον γυρισμό έχεις παρέα τον Πολωνό τον Βάλντεκ μα το πρωί αυτόν τον πάει η γυναίκα του στην δουλειά με τ’ αυτοκίνητό της. Αυτή σχολάει πιο νωρίς και δεν περνάει να τον πάρει. Ετσι κρεμασμένος απ’ την χειρολαβή μισοκοιμάσαι μέχρι να φτάσει το λεωφορείο στο κέντρο. Εκεί  μισοαδειάζει, λίγοι συνεχίζουν για την άλλη συνοικία, εκεί που εσύ δουλεύεις στην οικοδομή. Μόλις θα φτάσει στο τέρμα, ένα γρήγορο περπάτημα μέχρι το γιαπί. Το προτιμάς με βροχή, έχεις άλλον ένα λόγο να τρέχεις και το γιαπί μοιάζει με καταφύγιο, άλλη μια δικαιολογία.  Μα ακόμα το λεωφορείο είναι στη στάση, το μυαλό σου μόνο τρέχει γρήγορα σήμερα, ποιος ξέρει τι θέλει να προλάβει.

Προς την καινούργια συνοικία  της διαδρομής μπαίνουν  κάποιες φάτσες, κάθε πρωί οι ίδιες που πάνε για δουλειά, ξέρεις που θα κατέβουν, κάθε μέρα τις βλέπεις την ίδια ώρα σαν τρέιλερ σπουδαίας ταινίας στο  θερινό το σινεμά. Με τον καιρό το κατάλαβες. Δεν θα παιχθεί ποτέ το έργο, είναι κράχτης. Κράχτες ίσως είναι και τα πρόσωπα  τα ίδια κάθε πρωί. Μ’ όλους αυτούς δεν μιλάς. Τι να πεις  ;  Απλά υπάρχουν μα δεν θα τους γνωρίσεις ποτέ. Κανείς τους δεν έχει ξετινάξει την χθεσινή κούραση, ούτε εσύ. Που κέφι να σου πουν μια καλημέρα !.

Καλημέρα !

Είναι σκληρή η πρώτη καλημέρα σαν μένεις μόνος. Τη λες στον εαυτό σου κι’ απάντηση δεν έχει. Οπως το βλέμμα του εργοδότη που σε στέλνει να στρωθείς στη δουλειά πρωί- πρωί. Ούτε καφέ δεν πρόλαβες να ψήσεις, θα παραγγείλεις στην οικοδομή. Πάμε δουλειά λοιπόν κι ας είναι αιώνια κουρασμένα ψυχές και σώματα. Αργησες σήμερα, το βλέπεις στο βλέμμα του, δεν χρειάζεται ρολόι. Και ο καφές απόλυση μυρίζει, στα γρήγορα τα ρούχα της δουλειάς και σκαλωσιά, στη θέση σου μα το μυαλό αλλού περιπλανιέται. Χωρίς καφέ στα ίσα σου πως θάρθεις ; Μηχανικές κινήσεις κι ονειροπόληση. Για δες το ετούτο το σπιτάκι απ’ το μπαλκόνι. Φροντιστήριο αγγλικών. Φρεσκοβαμμένο να κρύβει τη βρώμα των γηρατειών του. Σαν το ρίμελ της κυρίας Πανωραίας και τα λεπτά τακούνια κάτω απ’ τα ετοιμόρροπα τα πόδια της. Ανθρωποι και σπίτια. Να φαίνονται όπως πρέπει, ούτε ο γιακάς του εργολάβου νάτανε. Πρέπει να κοιτάξεις από πάνω να δεις τη βρώμα. Δε φαίνεται οριζόντια, κοινωνική ευθυγράμμιση, μα σαν ανέβεις στη σκαλωσιά να βάψεις, όλα στο πιάτο. Κι ο καφές να κρυώνει στο φλιτζάνι, να μη τολμάς να κατέβεις. «Πάλι τσιγάρο και καφές, τι θα γίνει με σένα ; ». Αβέβαιο το αύριο στην εργασία.
Τι λέγαμε ; α! το σπιτάκι. Με το καθηγητή. Μικρός τον έβλεπες με δέος. Γεροπαράξενος ζούσε κει μέσα με καμιά δεκαριά γάτες. Και τα βιβλία του. Δεν τάχες δει ποτέ –δεν έχει σημασία, έπρεπε να είχε πολλά βιβλία, κοτζάμ καθηγητής ήταν. Τότε τα ραδιόφωνο ήτανε σπάνια κι’ η εφημερίδα ακριβή. Τρεις φραντζόλες ψωμί έπαιρνες με τα λεφτά της, χώρια το κομμάτι για να φτάσει το ζύγι. Τώρα αρτοσκευάσματα από φούρνους «γερμανικούς» και πρατήρια. Είχε μια αύρα ο καθηγητής τις λίγες φορές πούβγαινε να ψωνίσει τα απαραίτητα. Μόνο εσύ την έβλεπες, οι άλλοι κοιτάζανε τα ασουλούπωτα ρούχα, τα ακούρευτα μαλλιά, ένας χίπης πριν την ώρα του. Κι’ οι μανάδες  «κοίτα μη καταντήσεις έτσι Νικολάκη, να διαβάζεις τα μαθήματά σου, νάσαι καλός μαθητής να πας μπροστά αλλιώς να! βλέπεις τα χάλια του, μορφωμένος άνθρωπος». Η λογική να υποτάσσεται στη μητρική αυθεντία.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Λογοτεχνία | Με ετικέτα: | 99 Σχόλια »