Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Εγκλιματισμός στον Μ. Καραγάτση (άρθρο από τη Βλάβη)

Posted by sarant στο 11 Ιουνίου, 2023


Η είδηση της κυκλοφορίας ενός νέου περιοδικού για το βιβλίο είναι πάντοτε

χαρμόσυνη -ακόμα περισσότερο στον καιρό μας, όταν ιστορικά περιοδικά σταματούν να εκδίδονται ή περνούν σε ψηφιακή μορφή.

To καινούργιο περιοδικό, που βλέπετε εδώ το εξώφυλλό του, λέγεται Βλάβη και θα είναι τριμηνιαίο. Εκδίδεται από τους Αντίποδες, έναν σχετικά νέο αλλά ήδη καταξιωμένο εκδοτικό οίκο, κάτι που εγγυάται την απαραίτητη στήριξη στα πρώτα βήματα.

Στο σημείωμά της  η εκδοτική ομάδα αναγνωρίζει τους νέους καιρούς:

Η Βλάβη τυπώνεται σε μια περίοδο οργανωμένης ψηφιακότητας, που καθορίζει και το ίδιο το βιβλίο. Βρισκόμαστε σε ένα κόσμο δια­συνδεδεμένων κειμένων που ενώνονται διαρκώς και με κάθε τρόπο το ένα αναφέρεται στο άλλο. Σε αυτή την περίοδο η Βλάβη τυπώνεται για να διεκδικήσει έναν δικό της χρόνο και μια δική της διασύνδεση: έναν χρόνο αργό που αντιστοιχεί στον χρόνο της ανάγνωσης και της συγγραφής, και μια διασύνδεση που αντιστοιχεί σε όσες και όσους μοιράζονται τους σκοπούς της Βλάβης. Με άλλα λόγια: η Βλάβη μας είναι μια βλάβη του παγκόσμιου βιβλίου, μια βλαβερή Βλάβη με επιβλαβείς σκοπούς.

Για να έχετε μια πλήρη εικόνα, ιδού και τα περιεχόμενα του πρώτου τεύχους:

Μικρά Νέα – ΕΙΔΗΣΕΙΣ – Μηνύσιμα / Επικαιρικά
Χρήστος Κρυστάλλης – ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – Βγαίνοντας από το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο – πέντε χρόνια μετά
Εύα Πλιάκου – ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – Αυτοβιογραφία: βρίσκεται η μεγαλοφυΐα στην ικανότητα αντικαθρεφτισμού;
Πάρης Τσούτσης – ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – Αφηγήσεις και αντι-αφηγήσεις ή πώς γλιτώνεις το «άβολο κενό ύλης»
Λευτέρης Καλοσπύρος – ΔΙΗΓΗΜΑ – Αρτιφισιέλ
Εντιτόριαλ – ΑΦΙΕΡΩΜΑ – Αποποίηση Κληρονομιάς
Κώστας Σπαθαράκης – ΑΦΙΕΡΩΜΑ – Εγκλιματισμός στον Μ. Καραγάτση
Γιώτα Τεμπρίδου – ΑΦΙΕΡΩΜΑ – Ο Ελύτης, εγώ, παιχνίδια που παίζει το μυαλό
Μαρτίνα Ασκητοπούλου – ΑΦΙΕΡΩΜΑ – Μην ομιλείτε δια την οδηγόν: Νέλλη Ανδρικοπούλου και το πρόβλημα της λήθης
Grace Paley – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – Μια συζήτηση με τον πατέρα μου
bell books – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Για να αγαπήσουμε ξανά. Η καρδιά του φεμινισμού
Eugene Thacker – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – Οι προστάτες άγιοι του πεσιμισμού – εισαγωγή: Αλέξανδρος Παπαγεωργίου
Αλεξάνδρα Ιωαννίδου – ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Βίβιαν Στεργίου – ΔΙΗΓΗΜΑ – Playstation
Γιώργος Πάλλης – ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – Wir mussen wissen! Wir werden wissen! Πώς φανταζόμαστε το πώς
ο Λαμπατούτ φαντάστηκε τη δίψα για γνώση τον 21ο αιώνα,·
Δημήτρης Μπεκιάρης – ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – Ο Επιβάτης του Κόρμακ Μακάρθι: Μετατοπίζοντας τα όρια του απόβλητου
Κώστας Σαββόπουλος – ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – Trauma playground
Κλαίρη Κοτσιφάκη – ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ – Φτιάχνοντας Χώρο / Κάνοντας Χώρο
Κατερίνα Λαμπρινού – ΤΕΧΝΗ – Loro
Χρήστος Κρυστάλλης – ΘΕΑΤΡΟ – Γιατί έφυγα από το Σπιρτόκουτο (δε μιούζικαλ) μετά τα πρώτα 20 λεπτά;
Σωτήρης Παρασχάς – ΣΕΙΡΕΣ – Η Ευρώπη της Ατλάντα
Σοφία Χιονίδου – ΤΕΧΝΗ – «This Current Between Us» – και γιατί δεν βρίσκεται πραγματικά μεταξύ μας
Ιωάννα Ζούλη – ΤΕΧΝΗ – Αντίστροφη μηχανική
Στέλιος Ν. Ρογκάκος – ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ – Η γωνιά του βιβλιοπώλη
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ – Σταυρόλεξο
Κατερίνα Π. Τριχιά – ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ – Το μέιλ του τριμήνου

Από την πλούσια αυτή ύλη, διάλεξα να παρουσιάσω το άρθρο του φίλου Κώστα Σπαθαράκη, του εκδότη των Αντιπόδων  για τον  Μ. Καραγάτση, ο οποίος στις μέρες μας γνωρίζει σχεδόν γενικευμένη αποδοχή.  Είναι ένα επιθετικό άρθρο, κάτι που σπανίζει στις μέρες μας, που κριτική σημαίνει παρουσίαση ή/και έπαινος. Νομίζω καλό μας κάνουν τέτοια κείμενα, που πάνε κόντρα στις παραδεδεγμένες απόψεις, άσχετα αν συμφωνούμε μαζί τους -οξύνουν το κριτικό μας αισθητήριο.

Παραθέτω λοιπόν το άρθρο του Κώστα Σπαθαράκη, όπως δημοσιεύτηκε στο παρθενικό τεύχος της Βλάβης (σελ. 28-30).

Εγκλιματισμός στον Μ. Καραγάτση

 

Κώστας Σπαθαράκης

«Τι εκπροσωπεί ο Μ. Καραγάτσης στην πνευματική ζωή του τόπου;» Το ερώτημα του Μανόλη Αναγνωστάκη, διατυπωμένο με αφορμή την «άσκοπη φλυαρία 600 περίπου σελίδων» υπό τον τίτλο Σέργιος και Βάκχος το 1960, διατηρεί δυστυχώς αμείωτη την επικαιρότητά του.[1] Γιατί το πεζογραφικό έργο του, από τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν μέχρι το 10, κατά παράδοξο τρόπο, παρά τις ενστικτώδεις αντιρρήσεις των σημαντικότερων κριτικών του (δεξιών και αριστερών), παρά την απουσία ουσιαστικής συμπόρευσης με τους άλλους εκπροσώπους της πεζογραφικής «Γενιάς του ’30», παρά την έλλειψη οποιασδήποτε συνάφειας με τις μεταγενέστερες εξελίξεις της πεζογραφίας (ο Καραγάτσης δεν έχει επιγόνους, ίσως μόνο τον Χωμενίδη),[2] παρά τις επισημάνσεις των ακαδημαϊκών αναγνώσεων από τη δεκαετία του ’90 και εξής για τον βαθύ σεξισμό, τον διανοητικό τσαρλατανισμό και την τεχνική ευκολία, απέκτησε την αίγλη του κλασικού.

Επομένως το ερώτημα του Αναγνωστάκη πρέπει να απαντηθεί ξανά. Όχι γιατί οι απαντήσεις που έδινε τότε, από τη σκοπιά της συγχρονίας και της πολιτικής στράτευσης, είναι ελλιπείς ή συγκρατημένες, αλλά γιατί η αναμφισβήτητη και θριαμβευτική επιβίωση μιας πεζογραφίας που έρχεται σε καταφανή αντίθεση με όλα τα ζητούμενα της εποχής μας, μας υποχρεώνει να επανεξετάσουμε την αναγνωστική υποδομή και τις πνευματικές ορίζουσες που επιτρέπουν σήμερα να διαβάζεται η Μεγάλη Χίμαιρα, για παράδειγμα, ως κλασικό έργο της ελληνικής πεζογραφίας. Ενώ όλα έχουν αλλάξει από τότε, κάτι στον πυρήνα της αναγνωστικής συνείδησης έχει παραμείνει αναλλοίωτο και σταθερό, και μπορεί ακόμη να προσανατολίζεται προς την «αφηγηματική δεινότητα», το βαθύ πάθος και το φτηνό σεξ, την ψευδομυθική δομή και τη φραστική υπερβολή της καραγατσικής πένας.

Γιατί δεν μπορούμε να χρεώσουμε τη θέση του Καραγάτση αποκλειστικά στην τηλεόραση, όσο καθοριστική και αν πιστέψουμε πως είναι για τη μαζικοποίηση μιας αναγνωστικής τάσης και όσο επιτυχημένες και αν υπήρξαν οι τηλεοπτικές μεταφορές διάφορων έργων του ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Το ερώτημα που πρέπει εδώ να τεθεί είναι το αντίστροφο: Τι ζητούσε η τηλεόραση από την ελληνική πεζογραφία και το βρήκε στον Καραγάτση; Και τι πάλλεται μέσα στην ψυχή του θεατή όταν βλέπει ένα αντίτυπο της Μεγάλης Χίμαιρας να προσφέρεται ως τρυφερό δώρο αλλά κυρίως ως ένδειξη πνευματικότητας και διανοητικών αναζητήσεων; Προφανώς ο λεπταίσθητος διανοούμενος θέλει ακόμη να ακούσει τη Μαρίνα να του λέει: «Ήσουν ένας Τρίτωνας, κεντρισμένος από οχεία τυραννική. Το δέρμα σου ευώδιαζε αρμύρα αχιβάδας και ιώδιο του φυκιού. Το κορμί σου ήταν σκληρό και χρυσό, σαν τους βράχους των νησιών της πατρίδας του. Είχες μαζέψει στα σπλάχνα σου όλο αυτό τον καυτερό ήλιο. Και τον έχυσες στα σπλάχνα μου· και ζωντάνεψες τα νεκρωμένα σπλάχνα μου…»  Και η αποδέκτρια του δώρου αναγνωρίζει ακόμη τον εαυτό της σε ανάλογες περιγραφές: «Έτσι προστάζει η φύση για τη γυναίκα· να ρυθμίζει τη βιοθεωρία της ανάλογα με τις εκκρίσεις των ωοθηκών της, που είναι παθητικά υποταγμένες στην κυριαρχία της συγκεκριμένης τεστοστερόνης που τις ερεθίζει».  Ή «Ο αέρας ολόγυρά της κορεζόταν αφροδισιασμό· αχτινοβολούσε η ύπαρξή της γονιμικές προσκλήσεις».

«Τι να προσθέσουμε εμείς;» αναρωτιέται ο Αναγνωστάκης. «Ρωτάμε απλώς: Έχει ένας συγγραφέας σαν τον Μ. Καραγάτση το δικαίωμα να γράφει ακόμη μετά από τόσα χρόνια τέτοιες φράσεις;» Και προεκτείνοντας ξανά το ερώτημα σε μια εποχή αυξημένων αναγνωστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει ένας αναγνώστης σήμερα το δικαίωμα να διαβάζει ανερυθρίαστα τέτοιες φράσεις; Ή αλλιώς: ποιο πέπλο κρύβει ακόμη σήμερα τον απροκάλυπτο βιολογισμό, την κοινωνιολογίζουσα κοινοτοπία και τον βίαιο σεξισμό του κειμένου;

Η Μεγάλη Χίμαιρα (α΄ έκδοση 1936, β΄ έκδοση 1953, όπου και το οριστικό κείμενο που διαβάζουμε σήμερα) είναι το δεύτερο έργο του Καραγάτση και εντάσσεται, μαζί με τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν και τον Γιούγκερμαν, σε μια τριλογία (με τον επίτιτλο «Εγκλιματισμός κάτω απ’ τον Φοίβο») στην οποία ο Καραγάτσης ξεμπερδεύει με τις αναγνωστικές του οφειλές με έναν χαρακτηριστικά νεοελληνικό τρόπο: φέρνει τους ήρωές του (έναν Ρώσο εμιγκρέ, μια Γαλλίδα καλλονή και έναν Φινλανδό τυχοδιώκτη) για μόνιμες διακοπές στην Ελλάδα, ώστε να παρατηρήσει τις αλλοιώσεις και τις μεταπτώσεις του χαρακτήρα και της εσωτερικής τους ζωής από τη στιγμή που θα εκτεθούν στο αθάνατο και ανελέητο ελληνικό φως.

Η Έμμα Μποβαρύ μεταφερόμενη από τη Ρουέν στο Πισκοπειό της Σύρου μας επιτρέπει να δούμε τις μεταλλαγές που υφίσταται το νεωτερικό μυθιστόρημα του Φλωμπέρ, υπό το φως της απλοϊκής κοσμοθεωρίας του Καραγάτση. Και δεν πρόκειται μόνο για την υπόθεση: η ανήσυχη Έμμα, που αναζητά τον έστω συμβατικό έρωτα των ρομαντικών μυθιστορημάτων και καταλήγει να καταστρέψει τη ζωή της, δεν έχει τίποτα το σκοτεινό και αβυσσαλέο, ούτε καν την επιθυμία. Ξεκινά από την ασημαντότητα και βυθίζεται στην ασημαντότητα, με τον τρόπο που μόνο η ακριβής και ανελέητη πένα του Φλωμπέρ μπορεί να αποδώσει. Σε αυτό ακριβώς συνίσταται η νεωτερική τραγικότητά της. Αντίθετα η Μαρίνα, παρότι φέρει όπως όλοι οι ήρωες του Καραγάτση τα βιολογικά σημάδια της καταγωγής της (η μητέρα της ήταν μια γυναίκα ελαφρών ηθών), ανακαλύπτει τον αληθινό έρωτα με τον κατεξοχήν εκπρόσωπο του Φοίβου: τον Έλληνα νησιώτη καπετάνιο. Αυτό που θα τη βάλει σε πειρασμό και θα την οδηγήσει στη συντριβή δεν είναι οι απλοϊκές φαντασιώσεις της Γαλλίδας προκατόχου της, αλλά μάλλον εκείνο το καραγατσικό πεπρωμένο, που όσο και αν φτιασιδώνεται με τα τραγικά αναγνώσματα της Μαρίνας (τα οποία παρεμπιπτόντως εισάγονται στη δεύτερη έκδοση),[3] δεν είναι παρά τα γονίδια της πόρνης που τη γέννησε. Και αντίστροφα η προσπάθεια του Μηνά, του αδελφού του άντρα της και εραστή της, να ανυψωθεί πνευματικά και να υπερβεί τα υλικά πάθη όπως υπερέβη τις υλικές ανάγκες τον φέρνει αντιμέτωπο με την απλούστατη επιθυμία του: να πλαγιάσει με την πόρνη.

Το  ίδιο πρόβλημα της απλοϊκής τυποποίησης αναπαράγεται, όπως συμβαίνει πάντα, και στο επίπεδο της μορφής. Στο έργο του Καραγάτση, ο ελεύθερος πλάγιος λόγος του νεωτερικού μυθιστορήματος δεν υπάρχει ούτε ως ιδέα, ο αφηγητής είναι ελεύθερος να παρεμβαίνει, να σχολιάζει, να διδάσκει και να συμπεραίνει, οι διάλογοι δεν δεσμεύονται καθόλου από το υφολογικό επίπεδο των ηρώων, η περιγραφή στηρίζεται μονόπλευρα στη συσσώρευση εντυπωσιακών σχημάτων και ποτέ στη λεπτομέρεια, η όλη δομή των μυθιστορημάτων είναι χαλαρή και σχεδόν τυχαία, παρότι το απλούστατο σχεδόν κυκλικό σχήμα κυριαρχεί παντού: από τη βιολογική ακμή στην παρακμή, από την άνοδο στην πτώση και ούτω καθεξής. Δεν χρειάζεται να επισημάνουμε τις οφειλές του σχήματος αυτού στην ακραία συντηρητική σκέψη, και την πολιτική του χρήση από την άκρα δεξιά.

Παρ’ όλα αυτά το μεγάλο «μαύρο δέντρο» της ελληνικής πεζογραφίας, όπως ονόμαζε το έργο του Καραγάτση ο Δημήτρης Ραυτόπουλος (που παρά την κριτική του οξυδέρκεια, το κοιτούσε με δέος),[4] στέκει ακλόνητο: νέοι αναγνώστες μυούνται στον καραγατσικό κόσμο, γοητεύονται από την πλοκή και συγκινούνται από τα πάθη των ηρώων. Γιατί ο Καραγάτσης προσφέρει κάτι που παραδόξως είναι πολύ σπάνιο στην ελληνική λογοτεχνία: ένα συναρπαστικό λαϊκό ανάγνωσμα, προσβάσιμο σε όλους, που μοιάζει βυθισμένο στην πραγματική ζωή, που είναι δηλαδή (εκ πρώτης όψεως) ρεαλιστικό, όμως υπόσχεται συγχρόνως έναν πυρήνα ανάτασης, ένα κρυφό νόημα, ένα δίδαγμα, με άλλα λόγια διατηρεί ακόμη και στο επίπεδο του άρλεκιν κάτι από το κύρος και την εξουσία του πνεύματος και της υψηλής τέχνης. Η σύγκριση με τις τύχες του Καζαντζάκη είναι εδώ πολύ διαφωτιστική.

Τον συνδυασμό αυτό δεν κατάφερε να τον επιτύχει ούτε η λογοτεχνία των χαμένων πατρίδων, ούτε η στρατευμένη πεζογραφία της αριστεράς ούτε οι μεμονωμένες εκδοχές ελληνικής λογοτεχνικής πρωτοπορίας ούτε κανένας από τους πιο ευσυνείδητους και πιο διανοούμενους συντηρητικούς και προοδευτικούς πεζογράφους, πριν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Καραγάτσης αναπληρώνει ένα μεγάλο κενό στο σώμα της πεζογραφικής μας παράδοσης, παρέχοντας πολλούς από τους βασικούς κοινωνικούς τύπους με τους οποίους συγκροτείται η κοινωνική μας αυτοεικόνα, αποτελεί επομένως, είτε το θέλουμε είτε όχι, έναν δείκτη για την κοινωνική και πνευματική μας αυτοσυνείδηση.

Μια αντίστοιχη κεντρική λειτουργία επιτέλεσε τη δεκαετία του ’60 ο λαϊκός κινηματογράφος και το χρονογράφημα: μπορούμε να σκεφτούμε πόσο μοιάζει ο Κωνσταντάρας με τον Γιούγκερμαν ή οι αστές κυρίες του ελληνικού σινεμά με τις γυναίκες του Καραγάτση, ή πόσο κοντά βρίσκονται οι κοινωνικές και ιστορικές του αντιλήψεις σε εκείνες του Τσιφόρου και του Ψαθά. Ανήκουν στον ίδιο κόσμο, ή μάλλον στην ίδια κοσμοεικόνα, γιατί μάλλον ο κόσμος που παριστάνει πως περιγράφει αυτός ο τυποποιημένος «ρεαλισμός», έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Η πεζογραφία του Καραγάτση είναι εξίσου αναπόφευκτη με τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο – δεν έχει σημασία αν την έχεις διαβάσει ή αν σου αρέσει, πλέεις μέσα της, διαλέγεσαι αναγκαστικά μαζί της, μιλάς με τη γλώσσα της, λες τα αστεία της, πρέπει να την υπερβείς, αλλά είναι αδύνατον να την αγνοήσεις. Είναι το ανάγλυφο μιας τέχνης ταπεινής αλλά επίμονης, πάνω στην οποία ριζώνουν οι κοινωνικές βεβαιότητες και οι σταθερές μας, μια μονότονη επικύρωση των προκαταλήψεών μας.

Ή μπορούμε να διατυπώσουμε μια ακόμη πιο δυσοίωνη υπόθεση: ίσως η συναισθηματική και ψυχική μας ζωή να παραμένει προσκολλημένη σε ένα σχεδόν ακίνητο κοσμοείδωλο που μοιάζει ακόμα με εκείνο της δεκαετίας του ’60. Ίσως προσλαμβάνουμε από τις νεωτερικές μορφές της τέχνης και της ζωής (ακόμα και από το ποπ) μόνο μια αισθητική όψη, ένα περίβλημα, το οποίο προσαρμόζεται αμέσως στις απλές διδαχές ενός παραδοσιακού κυνισμού. Ο έρωτας που βιώνεται ως τραγικό πάθος αποδεικνύεται εντέλει μια απλή εκδήλωση φυσιολογικών λειτουργιών, τα λεφτά είναι το μόνο που μετράει στη ζωή, το απόλυτο σχήμα του βίου είναι η βιολογική κάθοδος προς την παρακμή, και οποιαδήποτε απόπειρα να ξεπεράσει κανείς τα «ορμέμφυτα» τις «ζωτικές ορμές» και τα παρόμοια δεν είναι παρά η υποκριτική ηθική της κοινωνίας ή ακόμη χειρότερα ένα είδος διανοητικού κομμουνισμού («Αυτοί οι θεωρητικοί, οι ποτισμένοι με τον τυφλό φανατισμό του δόγματος είναι οι χειρότεροι! […] Οι εργάτες, οι μουζίκοι, ο επαναστατημένος όχλος ήσαν αρνάκια μπροστά σ’ αυτούς τους θεωρητικούς μπόγηδες.»)[5] Κάθε νεωτερική απόπειρα αυτοπροσδιορισμού δεν είναι παρά χίμαιρα: άπιαστο όνειρο αλλά συγχρόνως φρικτό τέρας που προκύπτει από την ανάμειξη ετερόκλιτων στοιχείων.

Στις μπακάλικες αυτές διδαχές που μας είναι τόσο οικείες στηρίζεται όλο το ασταθές οικοδόμημα του Καραγάτση: αγοραίος αντιχριστιανισμός, βαθύς αντιδιανοουμενισμός που συνοδεύεται από τη διαρκή επίδειξη μιας αισθητίζουσας πνευματικότητας, αφελής ελληνολατρία, προσκόλληση στις έννοιες της ράτσας και του βιολογικού ντετερμινισμού, μια αγροτικής καταγωγής σκληρότητα πασπαλισμένη με νιτσεϊσμό, χυδαίος φροϋδισμός που απλώς επιβεβαιώνει τις προνεωτερικές έμφυλες αντιλήψεις, απλοϊκός οικονομισμός με μαρξίζουσα φρασεολογία που απλώς νομιμοποιεί την κοινωνική επιβίωση του ισχυρότερου, φασίζων βιταλισμός και αρρενωπή ζωτικότητα έναντι της θηλυκής διανόησης και της ερμαφρόδιτης ηθικής.

Υπάρχουν τρεις εκδοχές πεζογραφίας που απολαμβάνουν πάντα υψηλή αναγνωσιμότητα και δημοφιλία: η πιστή αναπαράσταση μιας κοινωνικής πραγματικότητας ή ενός τραυματικού ιστορικού γεγονότος (από τον Ντίκενς ώς τα Ματωμένα χώματα)· η πεζογραφία που πραγματεύεται με τρόπο προσιτό και εύληπτο τα «μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου» (από τον Έσσε μέχρι τον Καμύ)· και η διδακτική λογοτεχνία του κυνικού, του απόκληρου και του καταραμένου (π.χ. ο Μπουκόφσκι· ή ας σκεφτούμε τη θέση που κατέχει ο Ραφαηλίδης ως αντισυμβατικός ιστοριογράφος). Ο Καραγάτσης θεμελίωσε το έργο του σε έναν αριστοτεχνικό συνδυασμό των παραπάνω τριών κατευθύνσεων: απεικόνισε έναν κόσμο που αποδείχθηκε πως καθόλου δεν πέθαινε, τον ελληνικό μικροαστισμό· προίκισε τον κόσμο αυτόν με μια πομπώδη αλλά ρηχή «ελευθερία» και ζωτικότητα, με έναν ακατέργαστο αρρενωπό ερωτισμό και μια προκάτ καλλιτεχνική συνείδηση που υποτίθεται ότι ελκόταν από έναν ντοστογιεφσκικό υπαρξισμό αλλά είχε πάντα από πίσω τον βιολογικό ντετερμινισμό· και με τα εφόδια αυτά, μαζί με τη χυμώδη και άγρια δημοτική του, ανέβηκε στο βάθρο του νεοέλληνα κλασικού, αγνοώντας την γκρίνια της κριτικής, για να απαλλάξει τη νεοελληνική πεζογραφία από τη σεμνοτυφία της, να ξεγυμνώσει τις απλοϊκές αισθηματολογίες της και την αθεράπευτη νοσταλγία της και να βάλει στη θέση τους έναν ρωμαλέο και στιβαρό κυνισμό, μια κοινωνική πραγματολογία που «τα λέει έξω απ’ τα δόντια», ιδίως σε ό,τι αφορά το σεξ.

Αυτή η λογοτεχνία μπορεί να παραμένει ελκυστική, δεν είναι ωστόσο χωρίς συνέπειες. Αφήνει και στους πιο ενθουσιώδεις αναγνώστες της μια δυσάρεστη επίγευση, μια αίσθηση ηθικής και πνευματικής εξαχρείωσης που υπονομεύει την ίδια την ανάγνωση, γιατί ο πυρήνας της είναι κοινότοπος και ψεύτικος, και ο ρεαλισμός της επιφανειακός και καφενειακός. Και, ακόμη χειρότερα, καθώς είναι εχθρική απέναντι στις τεχνικές και πνευματικές κατακτήσεις της μοντέρνας πεζογραφίας κλείνει κάθε αναγνωστικό δρόμο όχι μόνο προς τα μεγάλα έργα του μοντερνισμού αλλά και προς τα σύγχρονα λιγότερο ή περισσότερο φιλόδοξα μυθιστορήματα που ενσωματώνουν και αξιοποιούν τις κατακτήσεις αυτές. Το τίμημα που πληρώνει ο αναγνώστης του Καραγάτση για να διαβάσει ένα νεοελληνικό άρλεκιν είναι δυσανάλογα υψηλό: εγκλωβίζεται σε έναν κόσμο που είναι συγχρόνως εξοργιστικά οικείος και θεαματικά δυσάρεστος, και από τον οποίο δεν υπάρχει καμία διαφυγή.

[1] Μανόλης Αναγνωστάκης, «Σέργιος και Βάκχος του Μ. Καραγάτση», περ. Κριτική, τχ. 9, 1960, τώρα στο Τα συμπληρωματικά, Στιγμή, Αθήνα 1985, σ. 97-108.

[2] Βλ. π.χ. τη φιλική του συνομιλία με τον Γιούγκερμαν στο Χ. Α. Χωμενίδης, «Ο Γιούγκερμαν κι εγώ», στο Μ. Καραγάτσης. Ιδεολογία και ποιητική, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2010, σ 347-350.

[3] Με αποκορύφωμα τη σύνδεση Μαρίνας και Μήδειας, που εισάγεται στη β΄ έκδοση. Για μια αναλυτική σύγκριση ανάμεσα στην έκδοση του 1936 και εκείνη του 1953, βλ. Αγγέλα Καστρινάκη, «Ο Καραγάτσης και οι θεολογικές του χίμαιρες», στο Μ. Καραγάτσης. Ιδεολογία και ποιητική, ό.π., σ. 145-155.

[4] Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Το μεγάλο “μαύρο δέντρο” της ελληνικής πεζογραφίας», περ. Αντί, τχ. 768-769, Ιούλιος Σεπτέμβριος 2002 σ. 28-43, τώρα στο Εμφύλιος και λογοτεχνία, Πατάκης, Αθήνα 2012, σ. 172-178.

[5] Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν, Εστία, Αθήνα 182000, σ. 101.

134 Σχόλια to “Εγκλιματισμός στον Μ. Καραγάτση (άρθρο από τη Βλάβη)”

  1. Ατακαμα said

    Αποπνέει, ολίγον τι, κανσελικη νοοτροπία της εποχής μας το άρθρο όπως αυτή επιβάλλεται από τα μεινστριμ μίντια. Από μένα είναι όχι, που θα λεγε και ο Κοντιζας.

  2. Πολύ ενδιαφέρον.

  3. Jago said

    Πολύ ενδιαφέρον αλλά επιθετικό και δεν ξέρω κατά πόσο δίκαιη η κριτική. Να σημειώσω ότι και ο Αναγνωστάκης αναφερόταν πολύ υποτιμητικά στον Καβάφη για το «βίτσιο» του.

  4. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

    3 Ισχύει αυτό για τον Αναγνωστάκη, δυστυχώς (βέβαια, η εποχή…)

  5. BLOG_OTI_NANAI said

    Καλημέρα!
    Αναδρομική χρήση του όρου «σεξισμός» για τον Καραγάτση; Έλεος.
    Επίσης δεν βγάζει νόημα η αντίφαση του επιλόγου: τι στην ευχή «άρλεκιν» είναι αυτό που έχει τη δύναμη να σε «εγκλωβίσει χωρίς διαφυγή» χρεώνοντας σε ένα τόσο «υψηλό τίμημα»;
    Αν είναι όντως άρλεκιν, το διαβάζεις, ξύνεις τα παπάρια σου και πας βόλτα. Αν ένα ανάγνωσμα έχει τη δύναμη να σε «εγκλωβίσει χωρίς διαφυγή», τότε έχει βάθος, ακόμα κι αν έχει χαρακτήρα αρνητικό.
    Προσωπικά δεν αντιλέγω ότι υπάρχει αφελής μαρξισμός, χριστιανισμός, αντιχριστιανισμός, νιτσεϊσμός. Άλλωστε χαμογελά κάποιος σήμερα με την αφέλεια της φιλοσοφίας του Νίτσε, αλλά η αφέλεια αυτή αποδείχτηκε κατόπιν, όταν τα έγραφε είχαν κάποιο νόημα, ήταν μια πρωτοπορία. Αφελή αντιχριστιανισμό έχει και ο Καζαντζάκης. Αφελείς προσεγγίσεις ελληνοτουρκικής φιλίας έχουν και τα «Ματωμένα χώματα» (όσα περιέγραφε ο μικρασιάτης παππούς μου δεν είχαν καμία σχέση με τις απαγορεύσεις και το θρησκευτικό μίσος που βίωναν από τους Τούρκους με την παραμικρή αφορμή).
    Εφόσον όμως μιλάμε για λογοτεχνία και όχι για πολιτικό κείμενο, το ζήτημα είναι αν υπάρχει κάτι λογοτεχνικά ουσιαστικό στον τρόπο γραφής.

  6. Stelios Kornes said

    Αρκετα σημεια που τονιζει ο αρθρογραφος με βρισκουν κι εμενα σύμφωνο. Κι ειναι πιστευω χρησιμο να μην ειναι ΟΛΕΣ πια οι κριτικες απο παρα πολυ θετικες ως εκθειαστικες. Προσωπικα ομως δε νομιζω πως αυτο το αρθρο ειναι κριτικο. Λιβελογράφημα θαρρω πως ειναι. Η καλη κριτικη αναλυση θα εντοπισει και τα καλα στοιχεια ενος συγγραφεα. Κι οσο πιο αρνητικη ειναι η εικονα μου για ενα συγγραφεα, τοσο πιο πολυ θα ψαξω να βρω και τα θετικα του στοιχεια για να τα παρουσιασω μαζι με τα αρνητικα. Αλλιως, δινω την εντυπωση στον αναγνωστη μου πως γραφω το κειμενο, ενω ταυτοχρονα αφροί μισους ξεχειλιζουν απο τις ακρες των χειλιων μου.
    Το τρυκ με την αναφορα στον Αναγνωστακη το εχει κανει κι ο Καραντωνης παλιοτερα, στο δικο του λιβελογραφημα για την Οδυσσεια του Καζαντζακη, οπου βαζει τον Σικελιανο να κακολογει το εργο και τον ποιητη του.

  7. Θρασύμαχος said

    Εκκωφαντικά άδικο. Το χειρότερο: αποπνέει μια τάση χρηστομάθειας, ακόμη πιο απλοϊκής και αυταρχικής από εκείνη την οποία καυτηριάζει. Άλλο το να διαπιστώνεις και να τεκμηριώνεις ένα σωρό πιθανώς (υπό σημερινούς όρους) επιλήψιμα χαρακτηριστικά, όπως ο σεξισμός ή ο ρατσισμός, και άλλο το να καταλήγεις σε έμμεση υπόδειξη «μη το διαβάσετε γιατί θα σας κάνει κακό». Μα ποιός είσαι ρε μεγάλε;

  8. Βλέπω έχει πολλούς υπερασπιστές ο καημένος ο Καραγάτσης. Βρε παιδιά, ποια στοιχεία του σας αρέσουν; Καταλαβαίνω ότι σε μια εποχή φιλοσοφικού ρομαντισμού (σκέφτομαι πχ το Λεμονόδασος του Πολίτη) έφερε ένα νατουραλισμό α λα Ζολά*, σήμερα όμως διαβάζεται γιατί;
    *Ενδιαφέρον ερώτημα, γιατί στην ποίηση οι Έλληνες συγγραφείς συμβάδιζαν με τα παγκόσμια ρεύματα, ενώ στην πεζογραφία έχουν στάνταρ καθυστέρηση δεκαετιών τουλάχιστον.

  9. Pedis said

    Πεστα ρε Δύτη!

    Η ζωή είναι μικρή για τους Καραγάτσες.

  10. Costas Papathanasiou said

    Καλημέρα!
    Δεν φαίνεται ακριβώς “επιθετικό”-προς Καραγάτση- το άρθρο του Κ. Σπαθαράκη. Περισσότερο, ως προειδοποιητικό ή αφυπνιστικό για τους τυχόν ‘εγκλιματισμένους’ αναγνώστες του, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε αν επικεντρώσουμε στα εξής αποσπάσματα:
    «Ο Καραγάτσης αναπληρώνει ένα μεγάλο κενό στο σώμα της πεζογραφικής μας παράδοσης, παρέχοντας πολλούς από τους βασικούς κοινωνικούς τύπους με τους οποίους συγκροτείται η κοινωνική μας αυτοεικόνα, αποτελεί επομένως, είτε το θέλουμε είτε όχι, έναν δείκτη για την κοινωνική και πνευματική μας αυτοσυνείδηση» και «….η πιστή αναπαράσταση μιας κοινωνικής πραγματικότητας(…) τα “μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου” και η διδακτική λογοτεχνία του κυνικού,(…) Ο Καραγάτσης θεμελίωσε το έργο του σε έναν αριστοτεχνικό συνδυασμό των παραπάνω τριών κατευθύνσεων(…)Αυτή η λογοτεχνία(…) ωστόσο (…) Αφήνει και στους πιο ενθουσιώδεις αναγνώστες της μια δυσάρεστη επίγευση, μια αίσθηση ηθικής και πνευματικής εξαχρείωσης που υπονομεύει την ίδια την ανάγνωση(…)».
    Εν κατακλείδι βεβαίως θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο κίνδυνος παρανάγνωσης ενός λογοτεχνικού έργου ή της μονόπλευρης/γκρίζας θεώρησης ενός καλλιτεχνικού πονήματος εν γένει, ανεξαρτήτως βαθμού της γνωστής, κρατούσας στα πέριξ, σκοπούμενης ή όχι, βλαβερής “θολούρας” (ενδεικτικά: https://antikleidi.com/2012/06/10/tholoura/ , https://www.greekstixoi.gr/stixoi/%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B1/ ) που έχει ως συνέπεια τον αποπροσανατολισμό του αναγνώστη/δέκτη μηνύματος, θα εξακολουθεί να υφίσταται όσο και με όποιο τρόπο κι αν εφιστούν την προσοχή μας (και καλά κάνουν) εκείνοι που εντοπίζουνε τέτοιες ‘δυσθέατες’ πτυχές.
    Και τέτοιες ενδεχομένως μπορεί να αναδείξει και προσεχώς ο κ. Κ.Σπαθαράκης, εστιάζοντας -ίσως- και στον εγκλιματισμό στην “θηλυκή διανόηση” ή την “ερμαφρόδιτη ηθική” με τον ίδιο ωραίο τρόπο που το έπραξε και για την “αρρενωπή ζωτικότητα” του Καραγάτση.

  11. Λάμπας said

    Δε με ακούμπησε ποτέ. Οι ήρωές του δε μου φάνηκαν ποτέ πραγματικοί άνθρωποι, αλλά καρικατούρες που φτιάχτηκαν, για να επιβεβαιωθούν θεωρίες του συρμού π.χ. για τη δύναμη των κληρονομικών παρορμήσεων. Βρίσκω πολύ επιτυχημένη την έκφραση «επιφανειακός και καφενειακός ρεαλισμός». Και εγώ θα συνέκρινα τις ιστορίες του με αυτές του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, αλλά όχι με την κωμική ηθογραφία: με τις ιστορίες του Φώσκολου. Μπορεί, όμως, πάλι να τον αδικώ λόγω ιδεολογικής προκατάληψης.

    Εύληπτος ο Καμύ; Κόψτε κάτι, ρε παιδιά…

  12. Λάμπας said

    (Συνέχεια στο 11) Μπορεί, όμως, να τον αδικώ λόγω ιδεολογικής προκατάληψης. Τον Τσίρκα, ας πούμε, τον λατρεύω, αλλά φαντάζομαι ότι και αυτόν ο κ. Σπαθαράκης ρηχό και ξεπερασμένο τον θεωρεί.

  13. Spiridione said

    8. ενώ στην πεζογραφία έχουν στάνταρ καθυστέρηση δεκαετιών τουλάχιστον.

    Για τον νατουραλισμό τουλάχιστον δεν ισχύει αυτό. Ο Θεοτόκης στις αρχές του αιώνα είχε γράψει νατουραλιστικά διηγήματα και βέβαια τον Καραβέλα. Άσχετα ότι πολλοί συγγραφείς αυτής της περιόδου ξεχάστηκαν και ήρθαν στην επιφάνεια πολύ αργότερα.

  14. 13 ίσταμαι διορθωθείς

  15. Reblogged στις anastasiakalantzi59.

  16. Γιάννης Κουβάτσος said

    Καλημέρα.
    Δεν είμαι ειδικός ούτε κριτικός λογοτεχνίας, ένας απλός φιλαναγνώστης είμαι. Αλλά, νομίζω, ότι είναι εύκολο σήμερα να ξετινάξει ένας κριτικός τον Καραγάτση· αλλά όχι μόνον τον Καραγάτση. Πόσα από τα έργα της νεοελληνικής πεζογραφίας (ιδίως μυθιστορήμστα) μπορούν να θεωρηθούν κλασικά και να βρουν θέση στις λίστες των βιβλίων με τα «παγκόσμια αριστουργήματα» που δημοσιεύονται κάθε τόσο; Αν θέσουμε τον πήχη τόσο ψηλά, ίσως και κανένα. Από την άλλη, μπορεί ένας Έλληνας αναγνώστης λογοτεχνίας να μη διαβάζει καθόλου ελληνικά μυθιστορήματα;

  17. sarant said

    12 Από πού το συναγεις αυτό για τον Τσίρκα;

  18. Jago said

    Εδώ είναι η κριτική του Αναγνωστάκη, πολύ θάψιμο.

    https://askiarchives.eu/infopubl/10238.0009/files/assets/basic-html/page-25.html#

  19. Πουλ-πουλ said

    Ανεξάρτητα από τις αναπόφευκτες προκαταλήψεις όλων μας, υπάρχει ένα δυσεύρετο, αλλά αγέρωχο χάρισμα που στέκεται πάνω από τις μικροχειρουργικές αναλύσεις, και λέγεται ταλέντο. Διαβάστε την περιγραφή του καύσωνα στις πρώτες σελίδες του «Δέκα» και θα ιδρώσετε ακόμα και αν κάθεστε πάνω σε παγοκολώνα.

  20. Λάμπας said

    17. Στην πραγματικότητα, από πουθενά. Απλώς, φαντάζομαι ότι ως πολιτικά στρατευμένος δεν ανταποκρίνεται στα σύγχρονα γούστα.

  21. BLOG_OTI_NANAI said

    Λόγω της μανίας που έχω με την εξερεύνηση των κειμένων, μπορώ να διαπιστώσω την αποδοχή ενός λογοτεχνικού έργου. Οι χιλιάδες αναφορές στο έργο του Καραγάτση, οι κριτικές, οι παραπομπές, οι παραθέσεις κ.λπ. δείχνουν ότι υπάρχει μια εμβέλεια του λογοτέχνη και του έργου του που μόνο αμελητέα δεν είναι. Φυσικά όλες οι γνώμες είναι σεβαστές, στην τέχνη υπάρχει πάντα το ζήτημα της υποκειμενικότητας άρα δικαιούμαστε να μην μας αρέσει κάτι, αλλά η καθολική απαξίωση δεν αντανακλά την πραγματική επιρροή του έργου του Καραγάτση.

  22. Γιάννης Κουβάτσος said

    «Μπορεί, όμως, πάλι να τον αδικώ λόγω ιδεολογικής προκατάληψης.»
    Να μια ειλικρινής και γενναία παραδοχή.
    Ευκαιρία σήμερα να πούμε ποια ελληνικά μυθιστορήματα (άντε και νουβέλες) από τα λεγόμενα «κλασικά» αντέχουν στον χρόνο και μπορούν να διαβαστούν σήμερα και από απαιτητικούς αναγνώστες. Εγώ θα έλεγα » Η φόνισσα», «Η ζωή εν τάφω » (στην πρώτη της έκδοση), «Στου Χατζηφράγκου», «Το νούμερο 31328», «Το πλατύ ποτάμι», «Η λέσχη».

  23. 18 Θάψιμο ποιότητας! Φαντάζομαι δεν καταδέχτηκε ν’ απαντήσει

  24. Αγάπη said

    Περίπου τα ίδια – τηρουμένων των αναλογιών – θα έλεγε για τον Γιάννη Μαρή… ίσως…

  25. Θρασύμαχος said

    #11: «καρικατούρες που φτιάχτηκαν για να επιβεβαιωθούν θεωρίες του συρμού για τη δύναμη των κληρονομικών παρορμήσεων» θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει κατ’ εξοχήν στον Ίψεν, χωρίς αυτό να μειώνει την αξία του. Όλοι ανεξαιρέτως οι συρμοί έρχονται και παρέρχονται, όμως όχι όλα τα λογοτεχνικά έργα.

  26. Γιάννης Κουβάτσος said

    Από την άλλη, ο Ανδρέας Εμπειρίκος λάτρεψε το «Σέργιος και Βάκχος» και θεωρούσε τον Καραγάτση μεγάλο συγγραφέα. Δεν βγάζεις άκρη με τα υποκειμενικά γούστα ακόμη και των ειδικών της λογοτεχνίας· το ίδιο έργο είναι σκουπίδι για τον έναν και αριστούργημα για τον άλλον.
    https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&url=https://www.bookworld.gr/gr/book/bkid/188476/o-sergios-kai-bakchos-tou-m-karagatsi&ved=2ahUKEwj7l56397r_AhWOSfEDHUHlCQcQFnoECCAQAQ&usg=AOvVaw3DHblxyO6vPFNeQlF3VWZJ

  27. Θρασύμαχος said

    #22: θα προσέθετα την Πάπισσα Ιωάννα, το Ζητιάνο, την Αργώ και το Τρίτο Στεφάνι.

  28. atheofobos said

    Από την πρώτη παράγραφο του κειμένου, που ξεκινά με το «Τι εκπροσωπεί ο Μ. Καραγάτσης στην πνευματική ζωή του τόπου;» παραθέτοντας ευθύς αμέσως τον χαρακτηρισμό του Μανόλη Αναγνωστάκη, ως «άσκοπη φλυαρία 600 περίπου σελίδων» για το Σέργιος και Βάκχος, ένα από τα ευφυέστερα βιβλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας που εξιστορεί άλλοτε σοβαρά και άλλοτε με ευτράπελο τρόπο, δεκατέσσερις αιώνες ζωής του Ελληνισμού, και που προσωπικά η ανάγνωση του μου είχε προκαλέσει την ίδια ευφορία που είχα με την ανάγνωση της Πάπισσας Ιωάννας, κατάλαβα ότι, όπως και επιβεβαιώθηκε στην συνέχεια, ο συγγράψας το κείμενο αυτό με την αποδόμηση του έργου του Καραγάτση προσπαθεί να αποκτήσει και αυτός με αυτό τον τρόπο κάποιο όνομα στην πνευματική ζωή του τόπου.
    Αλλά όταν αφοριστικά και απαξιωτικά αναφέρεται σε: «επισημάνσεις των ακαδημαϊκών αναγνώσεων από τη δεκαετία του ’90 και εξής (πότε και από ποιους; ) για τον βαθύ σεξισμό, τον διανοητικό τσαρλατανισμό και την τεχνική ευκολία» ποιος άλλος νομίζετε πως θα συμφωνούσε μαζί του;
    Απλούστατα ο ίδιος ο Καραγάτσης που έχει γράψει:
    Ο καλός λογοτέχνης μας παρουσιάζει όπως θέλουμε να είμαστε. Εκείνος που τολμάει να μας παρουσιάζει όπως είμαστε είναι κακός λογοτέχνης. Ιδού λοιπόν, αγαπητοί μου, γιατί είμαι ένας κακός λογοτέχνης.»

  29. Πριν εφευρεθούν τα «φροντιστήρια διηγηματογραφίας» έγραφαν διηγήματα μονάχα όσοι «το είχαν». Σήμερα ο καθένας μαθαίνει στα φροντιστήρια να γράφει κάτι ξύλινο, σαν τις εκθέσεις-υποδείγματα των φροντιστηρίων και μοστράρεται σαν νέος, εύελπις συγγραφέψ, παίρνει και κάνα βραβείο σε στημένους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και πορεύεται ανάλογα με την (πολιτική, αθλητική, εκκλησιαστική κ.λ.π) υποστήριξη που του παρέχεται.
    Το θέμα είναι πως πολύ δύσκολα θα βρεθεί σήμερα κάποιος να γράφει σαν τον Παπαδιαμάντη, γι αυτό και δεν τον αγγίζουνε, ενώ κάποιος που «τόχει» μπορεί να γράψει περίπου σαν τον Καραγάτση, συνεπώς είναι για την πυρά, χαλάει την πιάτσα.

    Το διήγημα είναι αυτό που λέει λέξη, διήγημα. Δεν είναι μάθημα δημοτικού ή λυκείου. (κάπου μου θύμισε την Ντόρα να μιλάει στους κατοίκους της Ροδόπης…)

  30. ΚΩΣΤΑΣ said

    Η ευαρέσκεια ή η απαρέσκεια στην λογοτεχνία ή στην μουσική, για τον λήπτη, ενέχει έντονα και το υποκειμενικό στοιχείο.

    Ο Μ.Καραγάτσης μ’ αρέσει πολύ ενώ μου είναι αδιάφορος ο Ελύτης που είναι και νομπελίστας.

    Ο Μ.Κ. πέρα από την πλοκή έχει έντονα μέσα στα κείμενά του και στοιχεία τοπικής ιστορίας. Τα ίδια στοιχεία διακρίνω και στις συνθέσεις του αείμνηστου πλέον Γιάννη Μαρκόπουλου, ανεξάρτητα αν οι στίχοι δεν είναι δικοί του. Ο θεσσαλικός κύκλος έχει χαραχθεί έντονα μέσα μου.
    Αιωνία η μνήμη και του αγαπημένου μου Γιάννη Μαρκόπουλου.

  31. Jago said

    Κι εδώ η κριτική του Αναγνωστάκη στον Καβάφη αλλά και τον Τσίρκα. Εφτά φορές χρησιμοποιεί τη λέξη «βίτσιο».

    https://askiarchives.eu/infopubl/10238.0006/files/assets/basic-html/page-47.html#

  32. Γιάννης Κουβάτσος said

    Παρατηρώ ότι δύο κατά δήλωσή τους δεξιοί φίλοι σχολιαστές, ο Γιώργος ο Κατσέας και ο Κώστας, αποχαιρέτησαν με αγάπη και σεβασμό έναν στρατευμένο πασοκοαριστερό δημιουργό. Μακάρι και οι αριστεροί να έδειχναν την ίδια ευαισθησία, όχι μόνο στον θάνατο, αλλά και στην απλή εκτίμηση του έργου ενός δεξιού δημιουργού. Για να τα λέμε όλα, δηλαδή…

  33. Stelios Kornes said

    #22 και #27: Να προσθεσω αν μου επιτρεπετε την Αιολικη Γη, Τα Ματωμενα Χωματα, τον Καπεταν Μιχαλη και την Πριγκιπεσσα Ιζαμπω;

  34. xar said

    Δεν με έχει συγκινήσει ιδιαίτερα το έργο του Καραγάτση, αλλά δεν μού άρεσε ούτε το άρθρο του Σπαθαράκη, για τους παρακατω λόγους:

    Είναι σαφές ότι στον συγγραφέα δεν αρέσει ο Καραγάτσης, και τεκμηριώνει τους λόγους για την προσωπική του προτίμηση επαρκώς. Προσωπικά διαφωνώ με την κριτική παλιότερων έργων βάσει σημερινών ηθικών αρχών, αλλά έχει το δικαίωμα να το κάνει, εφόσον ενοχλείται, και η τεκμηρίωσή του έχει και πιο ουσιαστικές (κατά τη γνώμη μου) πλευρές.

    Ωστόσο, διαφαίνεται και μια δυσαρέσκεια για τη δημοφιλία του Καραγάτση, που φτάνει σε επίπεδα αγανάκτησης και, παρότι προσπαθεί να διερευνήσει τους λόγους αυτής της δημοφιλίας, νομίζω ότι φράσεις όπως οι παρακάτω είναι τουλάχιστον άστοχες, αν όχι απαράδεκτες:
    – «Έχει ένας συγγραφέας σαν τον Μ. Καραγάτση το δικαίωμα να γράφει ακόμη μετά από τόσα χρόνια τέτοιες φράσεις;» (λόγια του Αναγνωστάκη, με τα οποία προφανώς συμφωνεί ο συγγραφέας, αλλιώς δεν θα τα παράθετε έτσι)
    – «έχει ένας αναγνώστης σήμερα το δικαίωμα να διαβάζει ανερυθρίαστα τέτοιες φράσεις;»

    Γενικά με ενοχλεί ένας διαφαινόμενος υπερ-ελιτισμός, που φτάνει να στρέφεται εναντίον του αναγνωστικού κοινού, να τού επιτίθεται και να το περιφρονεί. («ίσως η συναισθηματική και ψυχική μας ζωή να παραμένει προσκολλημένη σε ένα σχεδόν ακίνητο κοσμοείδωλο που μοιάζει ακόμα με εκείνο της δεκαετίας του ’60 […]»).

    Φαίνεται ότι ο ίδιος ο συγγραφέας θεωρεί ότι ο ίδιος έχει «υπερβεί» την «ταπεινή τέχνη» του Καραγάτση και αγανακτεί που η τέχνη αυτή είναι «επίμονη», με άλλα λόγια που οι άλλοι δεν τού επιτρέπουν να την αγνοήσει, που τον υποχρεώνουν να «πλέει μέσα της, διαλέγεται αναγκαστικά μαζί της, μιλά με τη γλώσσα της, λεει τα αστεία της». Και είναι σαφές ότι αυτή η ενόχληση του επιτείνεται από ιδεολογικοπολιτικούς λόγους, πέρα από τους λογοτεχνικούς («Δεν χρειάζεται να επισημάνουμε τις οφειλές του σχήματος αυτού στην ακραία συντηρητική σκέψη, και την πολιτική του χρήση από την άκρα δεξιά.», «μια μονότονη επικύρωση των προκαταλήψεών μας»).

    Και καταλήγει να γίνεται πατροναριστικός, με φράσεις όπως:
    «είναι εχθρική απέναντι στις τεχνικές και πνευματικές κατακτήσεις της μοντέρνας πεζογραφίας κλείνει κάθε αναγνωστικό δρόμο όχι μόνο προς τα μεγάλα έργα του μοντερνισμού αλλά και προς τα σύγχρονα λιγότερο ή περισσότερο φιλόδοξα μυθιστορήματα που ενσωματώνουν και αξιοποιούν τις κατακτήσεις αυτές.»
    «Κλείνει τον δρόμο»; Λες και οι αναγνώστες είναι πρόβατα και έρμαια που αν διαβάσουν τον τζιζ-κακό Καραγάτση θα πάθουν μεγάλη νίλα και θα καταλήξουν με καμμένο εγκέφαλο (χωρίς τη σωστή καθοδήγηση;). Τι πρέπει να γίνει άραγε; Να απαγορευτεί ο Καραγάτσης;

    Βέβαια, όταν αναρωτιέται γιατί ένα έργο με ξεπερασμένες κοσμοαντιλήψεις διαβάζεται ακόμα σήμερα, φαίνεται να παραβλέπει ότι στις μέρες μας διαβάζονται και συγκινούν ακόμα έργα όπως ο Μπέογουλφ, η Ιλιάδα, ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών ή ακόμα και ο Σαίξπηρ. Ίσως να θεωρεί ότι τέτοια έργα δεν απευθύνονται σε σκεπτόμενο και καλλιεργημένο κοινό.

  35. Jago said

    Τώρα που το λες Δύτη, ο Καραγάτσης πέθανε λίγους μήνες αργότερα από την έκδοση του περιοδικού. Όπως λέει η Βικιπαίδεια:
    Στις 8 Νοεμβρίου του ίδιου έτους [1958] παθαίνει καρδιακή προσβολή. Η ασθένεια τον οδήγησε στη σταδιακή αποξένωσή του από τους φιλικούς κύκλους, αλλά όχι και στη διακοπή της δουλειάς του. Στις 13 Δεκέμβρη του 1960 [λάθος, προφανώς 1959] ξεκινάει να γράφει το Το 10, το οποίο δούλευε όλο το έτος μέχρι τα χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου που πεθαίνει ύστερα από πολύωρη κρίση ταχυκαρδίας.

  36. Jago said

    Αναφερόμουν στο σχόλιο 23 του Δύτη.

  37. # 32

    Δεν ισχύει για τον Ξαρχάκο ; (πάντως στα παρασκήνια ο Μαρκόπουλος δεν είχε και την καλύτερη φήμη και οι περισσότεροι καλλιτέχνες είναι πρώτα επαγγελματίες και μετά κομματικοί οπαδοί, δημιουργώντας ψευδαισθήησεις )

  38. 35 Φαντάζομαι/ελπίζω όχι επειδή διάβασε την κριτική του Αναγνωστάκη!

  39. Γιάννης Κουβάτσος said

    37:Τον Ξαρχάκο τίμησε το ΚΚΕ, το οποίο σε άλλες περιπτώσεις, όταν π.χ. πεθάνει κάνας «οπορτουνιστής» δημιουργός, δεν εκδίδει ούτε ανακοίνωση ή το περνάει στα ψιλά του Ριζοσπάστη. Τα κόμματα, όμως, είναι ψυχροί και απρόσωποι οργανισμοί που ενεργούν βάσει πολιτικού συμφέροντος και σκοπιμοτήτων. Στο 32 αναφέρομαι στους αριστερούς πολίτες, που πολλοί από αυτούς επηρεάζονται από την κομματική τους ένταξη ακόμα κι όταν πρόκειται να κρίνουν έναν συγγραφέα.

  40. Avonidas said

    Καλημέρα.

    #34. Βέβαια, όταν αναρωτιέται γιατί ένα έργο με ξεπερασμένες κοσμοαντιλήψεις διαβάζεται ακόμα σήμερα, φαίνεται να παραβλέπει ότι στις μέρες μας διαβάζονται και συγκινούν ακόμα έργα όπως ο Μπέογουλφ, η Ιλιάδα, ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών ή ακόμα και ο Σαίξπηρ. Ίσως να θεωρεί ότι τέτοια έργα δεν απευθύνονται σε σκεπτόμενο και καλλιεργημένο κοινό.

    Εξαρτάται από το πώς και το πόσο εξώφθαλμα εκφράζονται αυτές οι «ξεπερασμένες κοσμοαντιλήψεις» σ’ ένα κλασικό έργο. Διαβάζοντας την Ιλιάδα, ένα έργο που ενίοτε εκφράζει αντιλήψεις και ήθη ξεπερασμένα ακόμα και στην εποχή του Ομήρου (κάτι για το οποίο ο Όμηρος είχε πλήρη συνείδηση), συχνά-πυκνά θα χρειαστεί να κοντοσταθούμε σε μια φράση και να θυμίσουμε στον εαυτό μας πότε γράφτηκαν αυτά που διαβάζουμε, πριν συνεχίσουμε. Όταν όμως ακούω μια γυναίκα να λέει ότι Το Ημέρωμα της Στρίγγλας του Σαίξπηρ ήταν για κείνη ένα κυριολεκτικά τραυματικό ανάγνωσμα, δεν μπορώ να το προσπεράσω σαν επιπολαιότητα, ούτε να το απορρίψω ελαφρά τη καρδία σαν «πολιτική ορθότητα». Και δεν μπορώ να μη νιώσω αμηχανία που για μένα ήταν απλώς άβολο, ακόμα-ακόμα και μια ένοχη απόλαυση, πείθοντας τον εαυτό μου ότι ασφαλώς δεν τα εννοούμε αυτά στα σοβαρά – και ξεχνώντας ότι ακόμα και στις μέρες μας κάποιοι σκέφτονται, κι ακόμα φέρονται, έτσι και χειρότερα στις γυναίκες.

    Υπάρχουν έργα κλασικά που, ενώ φυσικά δεν θα τα ρίξουμε στην πυρά, μπορούν να διαβαστούν σήμερα μόνο με τον τρόπο που εξετάζει ο γιατρός το δείγμα της βιοψίας κάτω απ’ το μικροσκόπιο: οφείλουμε για ιστορικούς λόγους να εξοικειωθούμε μαζί τους, αλλά δεν ανήκουμε πια στο κοινό που θα μπορούσε να τ’ απολαύσει – τουλάχιστον, στην ολότητά τους.

  41. ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said

    Εγώ όταν διάβασα το 10 (που μου άρεσε πολύ), ένιωθα για βδομάδες μετά μια απόγνωση για το ότι είμαστε απόγονοι εκείνου του ζοφερού και βυθισμένου στον βούρκο κόσμου.
    Δεν είμαι ειδικός στην κριτική λογοτεχνίας (με δυσκόλεψε σε μερικά σημεία ακόμη και το άρθρο του Κ. Σπαθαράκη που δεν απευθύνεται μόνο σε ειδήμονες), αλλά νομίζω ότι τέτοια συναισθήματα μπορεί να προκαλέσουν μόνο ικανοί λογοτέχνες.

  42. sarant said

    26-28 Εδώ που τα λέμε, κι εγώ, που μ’ αρέσει γενικά ο Καραγάτσης, θεωρώ εξαιρετικά φλύαρο το Σέργιος και Βάκχος.

  43. Γιάννης Κουβάτσος said

    42: Ως απλός αναγνώστης με υποκειμενικά γούστα συμφωνώ απολύτως. Το διάβασα ένα καλοκαίρι στα Καμένα Βούρλα, όταν το είχε προσφορά το Βήμα, νομίζω. Άλλωστε, είναι από τα λιγότερο γνωστά και διαβασμένα βιβλία του Καραγάτση. Να όμως που ένας σημαντικός λογοτέχνης, όπως ο Εμπειρίκος, όχι απλώς ενθουσιάστηκε, αλλά έγραψε και δεκάδες σελίδες γι’ αυτό. Τι συμπέρασμα βγάζουμε, λοιπόν; Ότι τελικά μόνο ο χρόνος ξεκαθαρίζει την ήρα από το στάρι, παρόλο που κι αυτό πάλι δεν σημαίνει τίποτα για τα προσωπικά γούστα και τις αναγνωστικές επιλογές του καθενός μας.

  44. Γιάννης Κουβάτσος said

    Οι γνωστοί Έλληνες μυθιστορηματογράφοι του παρελθόντος σαφώς και ήταν ταλαντούχοι γραφιάδες, γι’ αυτό ακόμα και στα «χειρότερα» έργα τους βρίσκουμε κομμάτια και σελίδες εξαιρετικής ομορφιάς. Αυτό, νομίζω, ότι είναι γενικά αποδεκτό. Εξάλλου, πολλοί εξ αυτών έγραψαν και θαυμάσια διηγήματα και νουβέλες («Ο Βασίλης ο Αρβανίτης» π.χ.). Πόσα, όμως, από τα μυθιστορήματά τους είναι άρτια δομημένα, χωρίς «κοιλιές», φλυαρίες και κοινοτοπίες, πόσο βαθιά εμβαθύνουν στον χαρακτήρα των ηρώων τους;

  45. sarant said

    43 Πάντως, την εποχή που κυκλοφόρησε, η δημοσίευση ενός αποσπάσματος στον Ταχυδρόμο (μάλιστα με σκίτσα Μποστ) προκάλεσε ένα σκανδαλάκι, διότι διαμαρτυρήθηκε η Εκκλησία.

  46. Παναγιώτης Κ. said

    Αξίζει να επισημάνουμε την αποφασιστικότητα του εκδότη-αρθρογράφου που τόλμησε να βγάλει λογοτεχνικό περιοδικό. Και αυτό, σε μια εποχή όπου ο ηλεκτρονικός τύπος κυριαρχεί συντριπτικά.

  47. Γιάννης Κουβάτσος said

    43:Πόσα και πόσα μέτρια λογοτεχνικά (και όχι μόνο) έργα δεν χρωστάνε τη διασημότητά τους και την επιτυχία τους στις υστερικές αντιδράσεις των κάθε θρησκεύματος ιερατείων, από την Πάπισσα Ιωάννα και τον Τελευταίο Πειρασμό μέχρι τους Σατανικούς Στίχους…

  48. ΓΤ said

    Κείμενο που αποπνέει «βλάβη»…

  49. Xar said

    @47
    Δεν θα έλεγα κανένα από τα 3 μετριο, ,νομίζω ότι και τα 3 είναι πολύ άνω του μετρίου.

  50. Πουλ-πουλ said

    44. Κουβάτσος
    «Πόσα, όμως, από τα μυθιστορήματά τους είναι άρτια δομημένα, χωρίς «κοιλιές», φλυαρίες και κοινοτοπίες»
    Και το «Πόλεμος και Ειρήνη» από κοιλιές άλλο τίποτα, όσο για φλυαρίες, το «Μόμπι Ντικ» κατακτά το χρυσό μετάλλιο. Αδυναμίες, παντού μπορεί να βρούμε, τις συγχωρουμε όμως αν διαγνώσουμε, κάτω ακόμα και από τις πιο αδέξιες γραμμές, την ιδιοφυία.

  51. Jago said

    Τώρα που ξαναδιαβάζω το άρθρο, βλέπω ένα «ετερόκλιτων στοιχείων». Πάει το ήτα;

    Πάντως κι εγώ δεν πολυενθουσιάζομαι με τον Καραγάτση, έγραψε έναν σπουδαίο Γιούγκερμαν αλλά βαρέθηκα στη Μεγάλη Χίμαιρα κι ακόμα περισσότερο στο Δέκα που είναι και ατελές. Σε αυτό βοήθησαν και οι – μάλλον ανούσιες – τηλεοπτικές σειρές με τις σάλτσες τους ώστε να χαθεί το ενδιαφέρον μου. Όμως πριν κάποια χρόνια έδωσε το Βήμα το Σέργιο και Βάκχο και με τις πρώτες σελίδες λέω ωπ τι έχουμε εδώ. Εμφανές ότι δεν κάνει ιστοριογραφία αλλά σάτιρα με ένα ντύμα σοβαρότητας και κριτικού σκανδαλισμού, προπομπός του Βασίλη Ραφαηλίδη που δεν τον αναφέρει τυχαία ο Σπαθαράκης. Απλά ο Καραγάτσης ανήκει, ευτυχώς ή δυστυχώς, στην εποχή του. Αυτά που αναφέρονται περί «σεξισμού» και άλλα είναι #κανσελίστικα αστεία, βρήκαμε ένα παπά να θάψουμε πέντε έξι.

  52. Theo said

    Καλημέρα,

    Πριν ν’ αναφερθώ στον Καραγάτση, έκανα μια λίστα των βιβλίων στα οποία μου αρέσει να επανέρχομαι, άρα είναι «κλασικά», κατά την ταπεινή μου γνώμη (οπωσδήποτε τα κριτήρια μου είναι υποκειμενικά -και δε νομίζω πως μπορούν να υπάρξουν αντικειμενικά κριτήρια για την αποτίμηση λογοτεχνικών έργων, εκτός ίσως από τη στατιστική που κι αυτή είναι μονόπλευρη, γιατί η ποσότητα [τιράζ, αριθμός ευμενών κριτικών και παρουσιάσεων, αναφορές από ομοτέχνους, κλπ.] συνήθως δεν αντιπροσωπεύει την ποιότητα). Κι οπωσδήποτε, με αγγίζουν περισσότερο από τον μέσο όρο των αναγνωστών τα έργα που αναφέρονται σε τόπους γνώριμους ή έχουν γραφεί από γνωστούς και φίλους. Και καταγράφω μόνο νουβέλες και μυθιστορήματα. (Για τα διηγήματα ή τα κείμενα σε μικρή φόρμα γενικότερα, εκτός από Παπαδιαμάντη, θα κατέγραφα και Βιζυηνό, Κονδυλάκη και Γιώργο Ιωάννου.) Τα παραθέτω με χρονολογική σειρά:
    Βαρδιάνος στα σπόρκα (1893)
    Η ζωή εν τάφω (1924)
    Ο πεθαμένος κι η ανάσταση (1944, το δεύτερο βιβλίο του Πεντζίκη)
    Βάρδια (1954, του Καββαδία)
    Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα (1956)
    Το πλατύ ποτάμι (1963)
    Ματωμένα χώματα (1963)
    Λωξάνδρα (1963)
    Η κάθοδος των εννιά (1963)
    Το κιβώτιο (1975)
    Η αρχαία σκουριά (1979)
    Τα δύο φορέματα (1982, το πρώτο βιβλίο του Αλ. Κοσματόπουλου)
    Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς (1985)
    Η γραμμή του ορίζοντος (1991, του Βακαλόπουλου)
    Το ασημόχορτο ανθίζει (1992, του Γκουρογιάννη)
    Η κεφαλή (1994, του Μπακόλα)
    Ο συνδυασμός Έδεσσα-Ζυρίχη (1994, το πρώτο βιβλίο του Σάκη Τότλη, απ’ όπου και το «Βαλκανιζατέρ»)
    Ένας σκούφος από πορφύρα (1995, της Μ. Δούκα)
    Η καλοσύνη των ξένων (2006, του Τατσόπουλου)

    Όλ’ αυτά τα βρίσκω καλύτερα από τα έξι ή εφτά έργα του Καραγάτση που έχω διαβάσει.

    Ναι, η κριτική του Σπαθαράκη είναι επιθετική, αλλά συμφωνώ εν πολλοίς. Ο Καραγάτσης έχει δυνατό λόγο, σε μαγεύει, αλλά η επίγευση σου αφήνει μια πίκρα στο στόμα. Κι αυτό το ζωώδες που έχει (ο σεξισμός, ο κυνισμός, ο νιτσεϊσμός, το δίκιο του ισχυρότερου, κλπ.) σε κάνει να τον αποστραφείς μετά την ανάγνωση. Κι είναι φανερό πως, αντίθετα με τους λογοτέχνες που παρέθεσα παραπάνω, ελάχιστα βιωματικά στοιχεία περιέχει και, κατά το μάλλον ή ήττον, οι χαρακτήρες του είναι κατασκευάσματα, απόρροιες των ιδεοληψιών του (σ’ αυτό μοιάζει αρκετά με τον Καζαντζάκη, που όμως έχει περισσότερα βιωματικά στοιχεία απ’ τον ΜΚ.).

    Η κριτική του Αναγνωστάκη θα ήταν νηφάλια, αν έλλειπε ο λίγος διδακτισμός της και το «Έχει ένας συγγραφέας σαν τον Μ. Καραγάτση το δικαίωμα να γράφει ακόμη μετά από τόσα χρόνια τέτοιες φράσεις;» (Δεν έχω διαβάσει το Σέργιος και Βάκχος, αλλ’ αν κρίνω από τ’ αποσπάσματα που παραθέτει ο Αναγνωστάκης, που θυμίζουν Τσιφόρο στα χειρότερά του, το θάψιμο το άξιζε ο κ. Ροδόπουλος.)
    Κι αλίμονο, αν έπαιρνε μια θέση ανάμεσα στους κλασικούς (θα ντρεπόμουν όπως αν γινόταν πρωθυπουργός ο Τζοχατζόπουλος 🙂 )

  53. Theo said

    @51, τέλος:
    Κι όταν καταγράφουμε τις προσωπικές μας αντιδράσεις «κανσελίζουμε» 🙂

  54. Theo said

    @53:
    Ξέχασα ένα ερωτηματικό στο τέλος 😦

  55. ΣΠ said

    51
    Είναι ορθογραφία Μπαμπινιώτη. Από το λεξικό του:

    ετερόκλιτος ή ετερόκλητος; Συνήθως γίνεται διάκριση ανάμεσα στο
    ετερόκλιτος και στο ετερόκλητος, λέγοντας ότι αυτό με -ι- είναι από το
    κλίνω και σημαίνει «με διαφορετική κλίση» (λέξεις που κλίνονται
    διαφορετικά, ανώμαλες λέξεις), ενώ το γραφόμενο με -η- το παράγουν από
    το καλώ (κλητός, κλήση) και το συνδέουν με τη σημ. «διαφορετικός,
    ανόμοιος, ανομοιογενής». Η διάκριση, όπως έχει από παλιά παρατηρηθεί,
    είναι τεχνητή και εσφαλμένη και προήλθε από παρεξήγηση. Στους
    αρχαίους γραμματικούς απαντά η λ. ετερόκλιτος με τη σημ. «(λέξεις) με
    διαφορετική κλίση» (π.χ. γυνή – γυναικός αντί *γυνός). Από αυτήν οι
    Γάλλοι έπλασαν το hétéroclite, που αρχικά είχε την ίδια σημασία,
    αργότερα όμως από το «διαφορετικός στην κλίση» δήλωσε, με διεύρυνση
    τής σημασίας του, γενικότερα «διαφορετικός, ανόμοιος, ανομοιογενής». Η
    β’ σημασία τής λ. θεωρήθηκε ότι ήταν και διαφορετική λέξη, η λ.
    ετερόκλητος, από άλλη ρίζα (καλώ). Η άποψη αυτή δεν έχει καμία
    τεκμηρίωση. Το σωστό, άρα, είναι να χρησιμοποιούμε και στα Ελληνικά το
    ετερόκλιτος (με -ι-) και με τις δύο σημασίες (την κυριολεκτική και τη
    μεταφορική | διευρυμένη). Για την ιστορία, ας σημειωθεί ότι λ. ετερόκλητος
    πλάστηκε στην Ελληνική (το 1887), αλλά ως αντίθετο τού αυτόκλητος
    (αυτόκλητος = ο καλών τον εαυτό του, αυτοκαλούμενος – ετερόκλητος = ο
    καλούμενος από άλλους).

  56. BLOG_OTI_NANAI said

    40: «ακούω μια γυναίκα να λέει ότι Το Ημέρωμα της Στρίγγλας του Σαίξπηρ ήταν για κείνη ένα κυριολεκτικά τραυματικό ανάγνωσμα»

    Σε μένα, που οι φασίστες όπως και οι νεο-φασίστες με τρελαίνουν, ο όρος «τραυματικό ανάγνωσμα» μου βρωμάει ακριβώς πολιτική ορθότητα, από εκείνες που καίνε βιβλία, ή τα καταστρέφουν ξαναγράφοντας τα κατά το δοκούν ειδικές φασιστικές επιτροπές. Φαντάσου πόσο παλιάνθρωπος θα πρέπει να είναι κάποιος για να παρέμβει στον 21ο αιώνα σε ένα καλλιτεχνικό έργο επειδή τον… «προσβάλλει». Αυτό δηλ. έκαναν οι Ταλιμπάν επειδή αισθάνθηκαν προσβεβλημένοι από ανεπανάληπτα μνημεία τέχνης και τα κατέστρεψαν.
    Δυστυχώς η ανθρώπινη αρρώστια δεν έχει τέλος.

    Αν πω ότι ο «Μέγας Ανατολικός» ήταν για μένα «τραυματικό ανάγνωσμα» (που είναι) εγώ θα ρωτούσα: κι εσύ ρε μαλάκα γιατί το διάβασες; Πόση ρα σου πήρε να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται; Άρα, είσαι πονηρός, κάνεις επίκληση στην προσωπική προσβολή, που είναι η ιερή αγελάδα του κινήματος των κοιμισμένων (woke) για να πετύχεις το περίφημο κάνσελ.
    Όταν διαβάσεις κάτι και αρχίσει να διαφαίνεται η σαχλαμαρολογία, το σταματάς. Αν το συνεχίσεις συνειδητά, όπως ακριβώς αν θες να δοκιμάσεις επάνω στο χέρι σου αν κόβει ένα μαχαίρι, τότε απλά είσαι υπεύθυνος, μην αρχίζεις τις κλάψες ότι σε τραυμάτισε.
    Προσωπικά δεν πρόκειται να διαβάσω τις παπαριές του Μαρκησίου ντε Σαντ, ούτε τον Μέγα Ανατολικό διότι αν θελήσω να κάνω εμετό βάζω και το δάχτυλο.

  57. BLOG_OTI_NANAI said

    Πάντως, Αναγνωστάκης και Καραγάτσης ισοφάρισαν σε ψηφοφορία για τα καλύτερα βιβλία και συγγραφείς:

  58. Γιάννης Κουβάτσος said

    47: Στον Ντοστογέφσκι και στον Μπαλζάκ να δεις… Αλλά στα ύψη που σκαρφαλώνουν αυτοί οι γίγαντες, οι δικοί μας ούτε με ελικόπτερο. 🙂

  59. BLOG_OTI_NANAI said

    56: Αναφέρομαι σε κάτι που έχει ήδη ακουστεί, το δικαίωμα που έδωσαν κάποιοι εκδοτικοί οίκοι σε ψυχοπαθείς του κινήματος Woke να παρέμβουν σε ψηφιακές εκδόσεις βιβλίων που περιέχουν φράσεις «προσβλητικές» για ανατομικά χαρακτηριστικά, ρατσιστικές, αποικιοκρατικές κ.λπ. και να τις σβήσουν ή να τις αλλάξουν!

  60. Γιάννης Κουβάτσος said

    57:Και μόνο που βλέπουμε μέσα τον Κοέλιο και μάλιστα πάνω από τον Ντοστογέφσκι, που δεν έζησε ούτε μέρα εντός του 20ου αιώνα, δείχνει τι αξία έχουν αυτές οι μπεστελεροειδείς λιστες. 🙂

  61. odinmac said

    Καραγάτση δεν έχω διαβάσει οπότε θα γράψω με επιφύλαξη κάποιες σκέψεις, πάνω σε κάποια πολύ συγκεκριμμένα κομμάτια του κειμένου, που μου ήρθαν στο μυαλό διαβάζοντας την κριτική, ενώ συγχρόνως, και εξαιτίας αυτών των σκέψεων, θα τρέξω να αγοράσω το Σέργιος και Βάκχος με την πρώτη ευκαιρία.
    Να πω λοιπόν πως ο τίτλος «Σέργιος και Βάκχος» μου θύμισε το «Νάρκισσος και Χρυσόστομος», (θα φανεί γιατί), του Έσσε, (που τον αναφέρει ο κριτικός στο κείμενο), και παραπέρα συσχέτισα το Σέργιος, φαντασιακά πάντα, με τον Σείριο (σαν σύμβολο: φως, συνείδηση, λόγος, οδηγός. Στο διαδίκτυο βρίσκω: Σέργιος, Σεργία: άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συνεπείς, οργανωτικοί και θετικοί χαρακτήρες, δεν αφήνουν τίποτα στην τύχη. Δεν τους αρέσει να ξεφεύγουν απ’ το πρόγραμμά τους και κινδυνεύουν να γίνουν πολύ σχολαστικοί), ενώ για τον Βάκχο δεν χρειάζεται νομίζω να γράψω τους συνειρμούς.
    Όλο αυτό μου έφερε στον νου το διονυσιακό και απολλώνιο, την «μάχη» που γίνεται στα ανώτερα («Σείριος») και κατώτερα (αυτά που απωθούμε συνειδητά κάθε λεπτό: ένστικτα, ορμές κτλπ) στοιχεία, κατά Γιούνγκ, και η οποία θα πρέπει να καταλήξει σε έναν συμβιβασμό για να μας δώσει την «ολοκλήρωση», ιδεατή προφανώς, του Εαυτού, (ας θυμηθούμε την ίδια «σύζευξη» που προσπαθεί να επιτύχει ο Θεωδοράκις στα μουσικά του έργα, όπως έχει αναφέρει ο ίδιος).
    Μήπως λοιπόν ο Σπαθαράκης, αν ισχύει αυτή η γραμμή της σκέψης μου, θα έπρεπε να διαβάσει κάτω από αυτήν την οπτική το «Σέργιος και Βάκχος», ακόμα περισσότερο γιατί και ο ίδιος αναφέρεται στον Έσσε, ο οποίος Έσσε ξέρουμε (όλοι; ) πως αυτό ακριβώς πραγματεύεται στο προαναφερθέν έργο όπως και σε άλλα; (πχ και στον Λύκο της στέππας βλέπουμε τον μοναχικό βιβλιοφάγο που ακούει μόνο κλασική μουσική και προσπαθούν να τον μυήσουν στην τζαζ και στις χαρές της ζωής και των πρωτογενών/λιμπιδικών/σεξουαλικών ενστίκτων, ώστε να ξεκολλήσει από την μονομέρεια και την ψυχική του καθήλωση στις «χάι εντ» πνευματικές αναζητήσεις, αφού ο ίδιος δεν το καταλαβαίνει πως η πνευματική ολοκλήρωση εμπεριέχει, αφομοιωμένα, και ουχί απωθημένα (σσ: «πίσω μου σ’ έχω σατανά», με την έννοια: «Εγώ σε οδηγώ, εσύ από πίσω και κοντά» και όχι: «εξαφανίσου»), καί τα κατώτερα, γεννετήσια, ενστικτώδη κτλπ στοιχεία;

    Εάν ισχύει αυτή η γραμμή της σκέψης μου, ξαναλέω, πράγμα που θα το ξέρω αφού διαβάσω το βιβλίο, τότε θα μπορούσαν να αποδομηθούν πολύ εύκολα κάποιες προτάσεις της κριτικής όπως:

    ..για τον βαθύ σεξισμό, …το βαθύ πάθος και το φτηνό σεξ, …έχει ένας αναγνώστης σήμερα το δικαίωμα να διαβάζει ανερυθρίαστα τέτοιες φράσεις; …ποιο πέπλο κρύβει ακόμη σήμερα τον απροκάλυπτο βιολογισμό,…και τον βίαιο σεξισμό του κειμένου; …

    και κ υ ρ ί ω ς το:

    Αυτό που θα τη βάλει σε πειρασμό … (είναι)… εκείνο το καραγατσικό πεπρωμένο, που όσο και αν φτιασιδώνεται με τα τραγικά αναγνώσματα της Μαρίνας … δεν είναι παρά τα γονίδια της πόρνης που τη γέννησε. Και αντίστροφα η προσπάθεια του Μηνά, του αδελφού του άντρα της και εραστή της, να ανυψωθεί πνευματικά και να υπερβεί τα υλικά πάθη όπως υπερέβη τις υλικές ανάγκες τον φέρνει αντιμέτωπο με την απλούστατη επιθυμία του: να πλαγιάσει με την πόρνη.

    Υγ: αυτά σαν σκέψεις, κάπως χαοτικά αραδιασμένες, που μου ήρθαν στο μυαλό ακάλεστες και όχι σαν κριτική επί της κριτικής

  62. Jago said

    @53 Να τη βάλουμε φέτος λέξη της χρονιάς!
    @55 Ομολογώ ότι με μπέρδεψε ο Μπάμπι.

  63. xar said

    @62β
    Αν το κατάλαβα σωστά:
    αρχαιοελληνικός ετερόκλιτος (μέρος του λόγου που έχει διαφορετική κλίση)
    > γαλλικό heteroclite (ϊδια έννοια με το αρχαιοελληνικό)
    > διεύρυνση της έννοιας σε «ανομοιογενής»
    > απόδοση στα ελληνικά ως ετερόκλητος μόνο της διευρυμένης έννοιας + νέα έννοια «αυτός που έχει κληθεί από άλλους» (κατ’ αντιστοιχία με το αυτόκλητος)

  64. xar said

    @40 «Όταν όμως ακούω μια γυναίκα να λέει ότι Το Ημέρωμα της Στρίγγλας του Σαίξπηρ ήταν για κείνη ένα κυριολεκτικά τραυματικό ανάγνωσμα, δεν μπορώ να το προσπεράσω σαν επιπολαιότητα, ούτε να το απορρίψω ελαφρά τη καρδία σαν «πολιτική ορθότητα».»

    Όταν ακούω κάποιον να λέει ότι ένα βιβλίο/ταινία/τραγούδι κτλ. ήταν προσβλητικό ή τραυματική ερμηνεία, καταλαβαίνω αυτού του είδους την αγανάκτηση είτε:
    – όπως το περιγράφει ο Μπλόγκ στο #56 (δηλ. υπερβολική αντίδραση που μπορεί να φτάνει στον φανατισμό, μάλιστα σε συγκεκριμένα ακραία πλαίσια έχει οδηγήσει και σε διώξεις και δολοφονίες), είτε
    – ως ψυχολογικό πρόβλημα που χρειάζεται αντίστοιχα ψυχολογική ερμηνεία, κάτι σαν την ακόλουθη (δική μου αμπελοφιλοφία): πολλοί, έχοντας μάθει να αντιμετωπίζουν κάποια έργα ή κάποιους δημιουργούς ως ιερά τέρατα, τα έχουν τοποθετήσει σε ένα βάθρο αγιοσύνης και αυθεντίας (όπως δείχνουν και τα πολλά τσιτάτα στο ιντερνέτι, που στηρίζονται στη λογική: αφού το είπε ο τάδε, είναι αυταπόδεικτα αξιόλογο / σοφό / αληθές). Όταν λοιπόν έρχονται σε επαφή με έργα που έχουν μάθει ότι πρέπει να τα θεωρούν σημαντικά ή που ξέρουν ότι είναι για πολλούς σημαντικά, εκπλήσσονται και αγανακτούν, αν συναντήσουν ιδέες που έρχονται σε αντίθεση με ό,τι θεωρούν ηθικό ή αποδεκτό («μα είναι δυνατό να λέγονται τέτοια πράγματα και να θεωρούνται σημαντικά;»).

    » δεν μπορώ να μη νιώσω αμηχανία που για μένα ήταν απλώς άβολο, ακόμα-ακόμα και μια ένοχη απόλαυση, πείθοντας τον εαυτό μου ότι ασφαλώς δεν τα εννοούμε αυτά στα σοβαρά – και ξεχνώντας ότι ακόμα και στις μέρες μας κάποιοι σκέφτονται, κι ακόμα φέρονται, έτσι και χειρότερα στις γυναίκες»

    Προσωπικά, όταν διαβάζω κάτι παλιό θέλω ακριβώς να δω κάποιες διαφορετικές αντιλήψεις και ήθη που επικτρατούσαν τότε, όχι μια σύγχρονη ιστορία ντυμένη με ρούχα εποχής.

    Από την άλλη, ήδη βλέπουμε από την αρχαιότητα τους μύθους να προσαρμόζονται στα ήθη των καιρών και να γίνονται σιγά σιγά αγνώριστοι π.χ. στα χέρια των μεγάλων τραγικών. Με βάση αυτό, δεν καταδικάζω τις νεότερες (π.χ. χολιγουντιανές) διασκευές παλιών ιστοριών, ξέρω όμως περί τίνος πρόκειται και δεν θεωρώ ότι βλέποντας π.χ. το Troy ή το 300 θα μάθω και πολλά για την Ιλιάδα ή για την κοινωνία της αρχαίας Σπάρτης και τη μάχη των Θερμοπυλών.

    Η ανάγνωση όμως της ίδιας της Ιλιάδας έχει (ή πρέπει να έχει) ακριβώς τον αντίθετο σκοπό, δηλ. την απόλαυση (μεταξύ άλλων) και της διαφορετικότητας των ηθών και των αξιών, και ας με κάνουν κάποια από αυτά τα ήθη και αξίες να ανατριχιάζω.

  65. sarant said

    51 Ημιτελές το 10 θα έλεγα, όχι ατελές.

    57 Ενδιαφέρουσα αυτή η ψηφοφορία, δεν την είχα πάρει είδηση. Βέβαια, Κοέλιο.

  66. Costas Papathanasiou said

    Ένα κλασικό παράδειγμα θανάσιμου εγκλιματισμού:
    “(…)Το ίδιο βατράχι τοποθετείται σε ένα δοχείο με νερό. (…). Το νερό στο δοχείο θερμαίνεται σταδιακά. Υπάρχουν στιγμές που το βατράχι ενοχλείται, αλλά δεν παρουσιάζει καμιά έντονη αντίδραση. Εγκλιματίζεται.(…)Ακινητοποιείται. Και το βατράχι βράζει… Ζωντανό.(…)” ( https://www.kathimerini.gr/economy/international/1040658/i-klimatiki-allagi-kai-to-argo-vrasimo-toy-vatrachoy/ ),
    Και δύο σχετικά ποιήματα:
    ●Κώστας Πλαστήρας, ( συλλογή “Alarme”/ 1979)
    “Ασκήσεις εγκλιματισμού”
    Στυφό απομεινάρι// Σταγόνες νερό όμοιες/ είμαστε./ Μας κατέχει ο φόβος.//
    Καλά που έμαθα να γράφω, να διαβάζω,/ να μιλώ/ που δεν είμαι ανορθόγραφος, αδιάβαστος,/ τραυλός/ που ενδόμυχα αυτοαναιρούμαι/ και που προσθέτω/ στις φράσεις μου το Αν.
    ●Νίκος Πρατσίνης («Ποιήματα του καιρού»/ ΧΑΡΤΗΣ 38 {ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2022}, https://www.hartismag.gr/hartis-38/tehnasmata/apo-ta-poiimata-toi-kairoy )
    “Κάιρο 3” (ερωτήσεις και διλήμματα)
    Mεγάλο πράγμα η μεγάλη βροχή/ στο Κάιρο, στη μέση της ερήμου./ Φέρνει αναστάτωση, ευτυχία, σοφία./
    Πρόπερσι/
    Τρεις μέρες έβρεχε / κλειστά σχολεία, κομμένο φως,/κόπηκε η συγκοινωνία,/ πλημμύρισαν δρόμοι, / μαγαζιά και καφενεία./ Όταν κόπασε για λίγο,/ βγήκα για λίγα ψώνια / βούτηξα μέχρι το γόνατο/ σε ταξιδιάρικα σκουπίδια/ (έπλυνα μετά τα πόδια με χλωρίνη),/ στάθηκα μπρος σ’ ένα καφενείο,/ ένας κύριος με κάλεσε για σκάκι.//
    — Μα πώς; Τα πόδια μου είναι μούσκεμα…/ —Οι Ευρωπαίοι δεν παίζουν σκάκι / με τα πόδια βρεγμένα;//
    Μπήκα, έπαιξα, έχασα.//
    Πέρσι/
    Στο ίδιο καφενείο, μετά τη βροχή,/ συζητούσα με δυο νεαρούς,/ για τη βροχή της ερήμου/ (όπως όλοι εκεί στο καφενείο).// — Έχεις κάπως εγκλιματιστεί…/ Αλήθεια, τι oμάδα είσαι;/ —Δεν έχω ακόμη ομάδα εδώ./ —Ο άντρας έχει πάντα την ομάδα του,/ έστω κι αν ζει στα ξένα./
    Μικρός είχα διαλέξει ομάδα αυθόρμητα/ πέρσι μπήκα στο δίλημμα:/ Αλ-Άχλυ ή Zαμάλεκ; (*)
    Φέτος/
    Περιμένω πάλι τη μεγάλη βροχή/ στη μέση της ερήμου./ Το δίλημμα καλά κρατεί.
    (*) https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%96%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CE%BB%CE%B5%CE%BA_%CE%A3%CE%9A

  67. GeoKar said

    #34 «διαφωνώ με την κριτική παλιότερων έργων βάσει σημερινών ηθικών αρχών»: σε 10 λέξεις συμπυκνώσατε όλη την αλήθεια για την οποία θεωρώ σαχλαμάρα (σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, θα την έλεγα αηδία) την σύγχρονη αμερικανιά που λέγεται πολιτική ορθότητα. Ευχαριστώ!

  68. Πουλ-πουλ said

    52. Theo
    «Κι είναι φανερό πως, αντίθετα με τους λογοτέχνες που παρέθεσα παραπάνω, ελάχιστα βιωματικά στοιχεία περιέχει και, κατά το μάλλον ή ήττον, οι χαρακτήρες του είναι κατασκευάσματα…»
    Μα γιαυτά τα «μουρακάμια» κατασκευάσματα, όταν εξαίρονται πάνω από τη στενότητα του βιώματος, αξίζει να διαβάζουμε βιβλία. Το βίωμα του καθενός καλό είναι σαν μαρτυρία, αλλά δεν θα γίνει ποτέ μεγάλη λογοτεχνία, όσα Νόμπελ και να πάρει (βλ. την περίπτωση της Ανί Ενρό).
    …..
    Ωχ λίγο αφοριστικό μου βγήκε αυτό, αλλά ας μην το στρογγυλέψω.

  69. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    Να προσέχει μη δαγκώσει την γλώσσα του ο κ. Σπαθαράκης.😂
    Με τέτοια μυαλά δεν βλέπω να μακροημερεύει το περιοδικό, καλού κακού ας πάει σε κάποιο σχετικό «συνεργείο» για να διορθώσει την «βλάβη» της κριτικής σκέψης του.

    Για τους κριτικούς γενικώς, έχω την άποψη πως είναι κάποιοι έξυπνοι που βρήκαν τον τρόπο να βγάζουν εύκολα το παντεσπάνι τους, κρίνοντας ανέξοδα χωρίς να κρίνονται οι ίδιοι.

    Κάπου είχα διαβάσει (δεν θυμάμαι πού και πότε) πως, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο κοινό η 9η Συμφωνία του Βeethoven γράφτηκαν από κριτικούς σχόλια όπως »καλά αυτός είναι κουφός και δεν ακούει την μουσική του αλλά εμείς τι φταίμε?»
    Δεν ξέρω αν όντως ισχύει, αλλά με καλύπτει για τους κριτικούς.😊

    52 – «Κι αλίμονο, αν έπαιρνε μια θέση ανάμεσα στους κλασικούς (θα ντρεπόμουν όπως αν γινόταν πρωθυπουργός ο Τζοχατζόπουλος 🙂 )»

    Ενώ με τους 5 τελευταίους, υποθέτω πως είσαι κατενθουσιασμένος!😂

    Για τον GeoKar

  70. evamaten said

    Πολύ ενδιαφέρουσα η οπτική που παρουσιάζεται στο άρθρο – ευχαριστούμε που μας το σύστησες!- ενδιαφέρουσα και η συζήτηση που γίνεται. Κι αφού μπορεί και εγείρει τόσα θέματα, έχει ήδη πετύχει τον στόχο του. Αλλά η τολμηρή του γλώσσα – με κάποιες εξαιρέσεις, που ήδη αναφέρθηκαν, δεν με ενόχλησε (άλλωστε, νομίζω ότι κάπως ταιριάζει και στην ιδιοσυγκρασία του Κ., που δεν χάριζε κι ο ίδιος κάστανα).
    Ενστάσεις: ο διδακτισμός, η μονομέρεια και, κυρίως, το γεγονός ότι παραγνωρίζεται (απουσιάζει) η ένταξη του έργου του σε μια συγκεκριμένη εποχή, με συγκεκριμένες ιδεολογικές, κυρίως (αλλά και αισθητικές) συντεταγμένες. Δηλαδή, του χρεώνουμε βιολογισμό ή μισογυνισμό ή τον «βιταλισμό», τη μοιρολατρία και τον κυνισμό, χωρίς να έχουμε στον νου ότι στην εποχή του η ψυχαναλυτική θεωρία έκανε θραύση στον χώρο της διανόησης (και ειδικά στη λογοτεχνία), όπως και η νιτσεϊκή φιλοσοφία και ότι αυτός ο βιταλισμός -και μαζί η αισθητικοποίηση της βίας- χαρακτήρισε σε πολλά επίπεδα την καλλιτεχνική παραγωγή (και, πράγματι, είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στη φασιστική ιδεολογία). Αυτά δεν είναι άσχετα με το γεγονός ότι οι χαρακτήρες του παρουσιάζονται ως ενεργούμενα ορμών (ερωτικών ή καταστροφικών), ενστίκτων, συμπλεγμάτων, τραυματικών καθηλώσεων, που τους οδηγούν σε καταναγκασμούς (ερωτικούς, σαδιστικούς, μαζοχιστικούς, ναρκισσιστικούς κτλ).
    Ωστόσο, και πάλι η κριτική αυτή δεν χάνει το νόημά της, γιατί αναφέρεται κυρίως στη δική μας αναγνωστική απόκριση και την υποδοχή του έργου του σήμερα – και εδώ, πράγματι συμφωνώ μαζί του ως προς τα στοιχεία που γοητεύουν ακόμα -και είναι αυτά ακριβώς που η σύγχρονη κοινωνία βλέπει πολύ διαφορετικά. Άρα, μήπως, πράγματι, τα έργα του ενδιαφέρουν τον πολύ κόσμο και σήμερα, κυρίως ως «μεταρσιωμένα» Άρλεκιν (χάρη στην αύρα της «υψηλής τέχνης»); Δεν ξέρω, αλλά μου αρέσουν τα ερωτήματα που θέτει (στο χέρι μας είναι αν θα τα δούμε ως εκκωφαντικές βεβαιότητες ή ως ερωτήματα- επιλέγω το 2ο). Ως προς την πολιτική ορθότητα (σχόλια του Μπλογκ), δεν νομίζω πια ότι κρίνει έργα που έχουν διαχρονικά (άχρονα) ερωτήματα για τον άνθρωπο
    (π.χ έπη, αρχαίο ή σαιξπηρικό δράμα), μόνο επειδή έχουν μέσα σεξισμό (που ήταν η απόλυτη κανονικότητα της εποχής)- ευτυχώς είμαστε μακριά από αυτή την υστερία!

  71. odinmac said

    Ωχ, μαντάρα τα ‘κανα!
    Ξαναδιαβάζοντας την κριτική είδα πως τα αποσπάσματα που παρέθεσα είναι από άλλα του έργα!
    Τέλος πάντων. Ήθελα να γράψω και άλλα πάνω στην κριτική και σε κάποιες αντιφάσεις της αλλά μπορεί να μπερδεύομαι εγώ αφού δεν έχω διαβάσει κανένα έργο του.

    Πάω να ρίξω λίγο οξειδάνιο στα μούτρα μου…

  72. Θρασύμαχος said

    Το δίλημμα ετερόκλητος ή ετερόκλιτος ξεπερνιέται πανεύκολα εφ’ όσον προσφύγουμε στη μεταγραφή https://www.heteroclito.gr/ που έχει και εξαιρετικά κρασιά

  73. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    52 Theo >>σε μαγεύει, αλλά (…) σε κάνει να τον αποστραφείς μετά την ανάγνωση.
    Αυτό μου άφησε η Μεγάλη Χίμαιρα και τόσο μου έμεινε μέσα μου (πού να το πω και πού να το μολογήσω με τόση κλασικόσκονη στον Καραγάτση) που όταν παίχτηκε σε μακρόσυρτη (κοντά τρεις ώρες) παράσταση από τον (εγγονό και συνονόματό του) Δημήτρη Τάρλοου και πολυδιαφημίστηκε, παρά την εκτίμησή μου στον σκηνοθέτη, ούτε που διανοήθηκα να πάω. Πήγανε κάποιοι φίλοι τότε και μου πρότειναν και σα να θυμάμαι, σταυροκοπήθηκα 🙂 . Δεν μ΄άρεσε η «ψυχή» του έργου. Η ανηθικοσεξουαλικοθανατοδυστυχία του μ΄έγκωσε.

  74. θα τρελλαθούμε εντελώς !!

    https://www.sdna.gr/mpasket/1092460_sta-mayra-sef-sigi-enos-leptoy-apo-ti-thyra-7-sto-tzampol

    ο οποίος οπαδός δολοφονήθηκε ενω βρισκότανε στην θωρακισμένη μερσεντές του Αλαφούζου (!)- η Θ13 έκανε διαδήλωση διαμαρτυρίας με μηχανάκια έξω από το Σκάει- και είχε φυλακισθεί για τον φόνο του οπαδού του ΠΑΟ Φιλόπουλου

    Την ίδια ώρα εφημερίδες και κόμματα πνίγουν κάθε σχετική είδηση και δεν θα μάθουμε αν θα παραστεί στην κηδεία ο καπετάνιος…

  75. Avonidas said

    #56. Σε μένα, που οι φασίστες όπως και οι νεο-φασίστες με τρελαίνουν, ο όρος «τραυματικό ανάγνωσμα» μου βρωμάει ακριβώς πολιτική ορθότητα, από εκείνες που καίνε βιβλία, ή τα καταστρέφουν ξαναγράφοντας τα κατά το δοκούν ειδικές φασιστικές επιτροπές. Φαντάσου πόσο παλιάνθρωπος θα πρέπει να είναι κάποιος για να παρέμβει στον 21ο αιώνα σε ένα καλλιτεχνικό έργο επειδή τον… «προσβάλλει». Αυτό δηλ. έκαναν οι Ταλιμπάν επειδή αισθάνθηκαν προσβεβλημένοι από ανεπανάληπτα μνημεία τέχνης και τα κατέστρεψαν.

    #64. Όταν ακούω κάποιον να λέει ότι ένα βιβλίο/ταινία/τραγούδι κτλ. ήταν προσβλητικό ή τραυματική ερμηνεία, καταλαβαίνω αυτού του είδους την αγανάκτηση είτε:
    – όπως το περιγράφει ο Μπλόγκ στο #56 (δηλ. υπερβολική αντίδραση που μπορεί να φτάνει στον φανατισμό, μάλιστα σε συγκεκριμένα ακραία πλαίσια έχει οδηγήσει και σε διώξεις και δολοφονίες), είτε
    – ως ψυχολογικό πρόβλημα που χρειάζεται αντίστοιχα ψυχολογική ερμηνεία

    Και οι δυό σας πήρατε αυτό που έγραψα και το εξωθήσατε στα άκρα, πλάθοντας σενάρια ολοκληρωτισμού και λογοκρισίας που δεν έχουν καμία σχέση με την περίπτωση στην οποία αναφέρομαι. Και των δύο οι αντιδράσεις ήταν πολύ πιο φορτισμένες, πολύ πιο ορμέμφυτες, πολύ πιο υπερβολικές, από την αντιμετώπιση του Σαίξπηρ που συζητάω.

    Είμαι κατά της λογοκρισίας και της πολιτικής ορθότητας, αλλά μόνον όταν συμβαίνουν πραγματικά – όχι όταν εικάζουμε εν είδει μέντιουμ ότι ΘΑ συμβούν. Και, ανεξάρτητα από το πού φαντάζεστε ότι οδηγούν τέτοιες αντιλήψεις ή τέτοιες απόψεις, αυτό στο οποίο αναφερόμουν, αυτό που πράγματι συνέβη, είναι ότι παρακολούθησα μιαν εντελώς ψύχραιμη, εντελώς συγκροτημένη, πλήρως ενήμερη, καλά τεκμηριωμένη κριτική ανάλυση για το «Ημέρωμα της Στρίγγλας», που εξηγεί για ποιους λόγους η ανάγνωσή του μπορεί να είναι μια σοκαριστική/δυσάρεστη/τραυματική εμπειρία για μια γυναίκα σήμερα. Και ανέφερα σαφώς έναν απ’ αυτούς τους λόγους: επειδή το έργο κάνει ανάλαφρη πλάκα με συμπεριφορές που δεν έχουν εκλείψει μέχρι και σήμερα.

    Δικαιούστε να διαφωνείτε· δεν δικαιούστε να κάνετε δίκη προθέσεων, πόσο μάλλον ψυχανάλυση εξ αποστάσεως σε ανθρώπους που δεν έχετε δει ποτέ στη ζωή σας, χωρίς να είστε και ψυχολόγοι ή ψυχίατροι (αν δεν απατώμαι). Ή τουλάχιστον, μην περιμένετε να σας πάρω σοβαρά όταν το κάνετε.

    #56. Αν πω ότι ο «Μέγας Ανατολικός» ήταν για μένα «τραυματικό ανάγνωσμα» (που είναι) εγώ θα ρωτούσα: κι εσύ ρε μαλάκα γιατί το διάβασες; Πόση ρα σου πήρε να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται; Άρα, είσαι πονηρός, κάνεις επίκληση στην προσωπική προσβολή, που είναι η ιερή αγελάδα του κινήματος των κοιμισμένων (woke) για να πετύχεις το περίφημο κάνσελ.

    Ναι· βέβαια, παραβλέπεις το γεγονός ότι τα έργα του Σαίξπηρ πολύ συχνά μπορεί να είναι υποχρεωτικό ανάγνωσμα για κάμποσους κύκλους (αγγλόφωνων) κλασικών σπουδών. Άρα, είναι άκρως αφελές το «άνοιξε τον Σαίξπηρ το κοριτσάκι και σπάστηκε». Και πέραν τούτου, όταν το «Ημέρωμα της Στρίγγλας» είναι αντικείμενο ανάλυσης εδώ και 4 αιώνες, με πλήθος κριτικών, των φεμινιστριών συμπεριλαμβανομένων, να ερίζουν για το πώς ακριβώς εννοούσε αυτά που έγραψε ο Σαίξπηρ, και σε ποιο βαθμό κυριολεκτεί ή κάνει σάτιρα, ε, δε νομίζω ότι μια ακόμα ανάλυση κι η κατάθεση μιας προσωπικής άποψης είναι σημάδι υστερίας ή εμμονικής θυματοποίησης. Ιδίως όταν δεν υπάρχει η παραμικρή πρόθεση ή προτροπή σε λογοκρισία.

    Τον «Μέγα Ανατολικό», τέλος, δεν ξέρω αν έχει υποχρεωθεί κανείς να τον διαβάσει· φαντάζομαι πάντως ότι, ένας κριτικός της λογοτεχνίας τουλάχιστον, θα τον διαβάσει από επαγγελματική ευσυνειδησία μαζί με πλήθος άλλα έργα που μπορεί να μην είναι του γούστου του. Ξέρω όμως στα σίγουρα ότι κανείς δεν υποχρεώθηκε να κοιτάξει τον «Παστίτσιο», λογουχάρη, κι ωστόσο πολλοί το έκαναν, όντας αποφασισμένοι να θιχτούν.

  76. ΚΩΣΤΑΣ said

    Κι ένα τραγούδι από το τηλεοπτικό «μπουρίνι» του Μ.Καραγάτση, ο μπαλαμός. Με φορτίζει πολύ συναισθηματικά, όταν το ακούω. Ο Μ.Κ. ήταν θεσσαλός και γνώριζε καλά τα βάσανα, τους πόνους, την ψυχοσύνθεση… των κολίγων.
    Δυστυχώς συχωρέθηκε και ο Γιώργος Κάτσαρης που το πρωτοτραγούδησε.

  77. Avonidas said

    #70. Ως προς την πολιτική ορθότητα (σχόλια του Μπλογκ), δεν νομίζω πια ότι κρίνει έργα που έχουν διαχρονικά (άχρονα) ερωτήματα για τον άνθρωπο
    (π.χ έπη, αρχαίο ή σαιξπηρικό δράμα), μόνο επειδή έχουν μέσα σεξισμό (που ήταν η απόλυτη κανονικότητα της εποχής)- ευτυχώς είμαστε μακριά από αυτή την υστερία!

    Οι άνθρωποι έκριναν και κρίνουν τα κλασικά έργα για σεξισμό, για ρατσισμό, για ξενοφοβία, και γενικά για το πώς απεικονίζουν την πραγματικότητα αδιάλειπτα από τότε κιόλας που πρωτογράφτηκαν. Δεν ανακαλύψαμε στον 21ο αιώνα την καλλιτεχνική κριτική. Οι δραματουργοί της αρχαίας Αθήνας και τα έργα τους κρίνονταν εκ της ίδιας αυτής της δομής των δραματουργικών αγώνων (διαγωνισμός ήταν, και μάλιστα στα πλαίσια θρησκευτικής τελετής!)· οι τραγικοί είχανε φάει μέχρι και πρόστιμα, όταν δεν τους γούσταρε το κοινό.

    Στον 19ο αιώνα, όταν ο Ντίκενς έγραψε τον «Όλιβερ Τουίστ», δέχτηκε κριτική για τα αντισημιτικά στοιχεία στον χαρακτήρα του Φέιγκιν. Τότε, όχι σήμερα! Την κριτική αυτή την έλαβε υπόψη του, σε κάποιο βαθμό, μολονότι προφανώς είχε πολύ περισσότερα περιθώρια να την αγνοήσει απ’ ότι θα είχε σήμερα. Κι όμως δεν κάνει κανείς λόγο για «κάνσελινγκ» ή για (αυτο)λογοκρισία στην περίπτωση του Ντίκενς. Ναι, οι αντιλήψεις αλλάζουν και ναι, πρέπει να κρίνουμε τα έργα με βάση την εποχή τους. Αλλά όχι και να γινόμαστε βασιλικότεροι του βασιλέως.

  78. ΚΩΣΤΑΣ said

    76
    Άλλη επιλογή βίντεο ήθελα να βάλω και μπερδεύτηκα.

  79. loukretia50 said

    Υπερβολική και άδικη κατά τη γνώμη μου η απαξίωση του έργου του Καραγάτση , ειδικά οι αναφορές σε άρλεκιν, τη στιγμή που έχουμε πνιγεί στη θολοκουλτούρα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας και τις μπεστσελλερούδες.

    Δεν είναι επίφαση ποιότητας, είναι ζωντανή, απολαυστική γραφή ταλαντούχου συγγραφέα που δεν ακολουθεί συγκεκριμένα πρότυπα γραφής.

    Κι όσο κι αν σήμερα φρικάρουμε με τα στερεότυπα, όσο κι αν μας ενοχλούν οι αναφορές σε θεωρίες ξεπερασμένες κι απλοϊκά δοσμένες, είναι ξεκάθαρη αναφορά στα ήθη και τη νοοτροπία μιας εποχής που άφησε πολύ έντονα κατάλοιπα και παρουσιάζει πάντα ενδιαφέρον.
    Αν λοιπόν σε παρασύρει στον κόσμο του και πετυχαίνει να φαίνονται γνώριμοι κι αληθινοί οι χαρακτήρες – όχι καρικατούρες! – μέσα στη μοναξιά και την αποξένωση που βιώνουν, τον απίστευτο εγωκεντρισμό , την αλαζονεία, τις εμμονές ή τη μιζέρια τους,
    κι αν μέσα στην υπερβολή και τις αδυναμίες τους σε γοητεύουν και ταυτόχρονα αγανακτείς μαζί τους, κάποτε συμπάσχεις και τελικά αγωνιάς για την τύχη τους ,
    αν σε ξενίζουν και σ΄ενοχλούν πολλά απ΄τα γραφόμενα κι όμως δεν αφήνεις το βιβλίο απ΄τα χέρια σου και σ΄απασχολεί για καιρό,
    αν τελικά νοιώθεις μια πίκρα γι αυτό τον κόσμο που δεν έχει πεθάνει , προβληματίζεσαι και βρίσκεις αφορμές για ενδιαφέρουσες συζητήσεις,

    ε, ναι! Κατά τη γνώμη μου αξίζει να διαβαστεί.

    ΥΓ Η «πέννα- νυστέρι» του Φλωμπέρ, δεν κατάφερε ποτέ να με συγκινήσει, και δεν ξενύχτησα με την ασημαντότητα της Μ.Μποβαρύ.
    Με τη Μαρίνα όμως…

  80. BLOG_OTI_NANAI said

    75: Αυτά που έγραψα δεν είχαν στόχο εσένα και τις απόψεις σου. Διέκρινα ότι το αναφερόμενο άτομο ήταν από τα «υπερευαίσθητα» της εποχής μας που έχουν βρει καινούριο διαδικτυακό παιχνίδι με αυτό το αντιφατικό τουρλουμπούκι που λέγεται woke και θέλουν να περάσουν τη φασιστική τους νοοτροπία και στις νομοθεσίες. Απλώς ερεθίζουν το νευρικό μου σύστημα τα άτομα αυτά.

  81. Theo said

    @68:
    Τον Μουρακάμι δεν τον ξέρω, άρα, ούτε τι είναι «μουρακάμειο», οπότε, πάω πάσο.
    Εν αντιθέσει με σένα, πιστεύω πως από το βίωμα βγαίνει καλή και ύψιστη λογοτεχνία, όταν υπάρχει και ταλέντο, βεβαίως, βεβαίως. «Το ύφος είν’ ο άνθρωπος», είχε γράψει ένας Γάλλος. Κι ο Σεφέρης: «Όποιος είναι καθαρός, είναι ποιητής». Και νομίζω πως την ψευτιά την οσμίζομαι στη λογοτεχνία. Κάτι δεν πατάει καλά, όταν κανείς κατασκευάζει ήρωες, όσο ταλέντο κι αν διαθέτει. Ενώ, αντίθετα, όταν κανείς δονείται από αισθήματα και βιώματα και καταθέτει τον εαυτό του άμεσα κι απροσποίητα, τότε «παράγεται» ύψιστη λογοτεχνία, αν βέβαια συνεπικουρούν η καλλιέργεια, η αναστροφή με τους προγενέστερους και το τάλαντο.

    @69:
    Με κανένα δεν είμαι κατενθουσιασμένος ή απλώς ενθουσιασμένος. Στον μέσο όρο (στα ίδια χάλια) των υπόλοιπων ηγετών της Δύσης είναι. Αλλά τότε που ο Άκης ήταν το φαβορί για την πρωθυπουργία, ένιωθα πως θα γελούσε μαζί του και το παρδαλό κατσίκι στας Ευρώπας που θα μας αντιπροσώπευε. Θα ταίριαζε σε καμιά Ουγκάντα, με όλη την εκτίμησή μου σ’ ένα δυο Ουγκαντέζους που γνώρισα, πρόσφυγες στην Ελλάδα, λόγω Ίντι Αμίν Νταντά.

    @73:
    Κι ο Δημήτρης είναι γιος της Μαρίνας, μονάκριβης κόρης του ΜΚ, που έγραψε το Ευχαριστημένο με το οποίο προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της από τη ζωή της με τον ευφυέστατο αλλά και δύσκολο πατέρα της (βλ. εδώ, που κι αυτό το σκηνοθέτησε ο γιος της, ο Δημήτρης.

    @75:
    Επειδή αυτό έχει γραφτεί κατ’ επανάληψιν εδώ κι επειδή είμαι ένας απ’ αυτούς που θίχτηκαν από τα κακάσχημα σκίτσα του «Παστίτσιου», με τα οποία τάχα σατίριζε την πίστη πολλών συμπολιτών του στον Χριστό και την ευλάβειά τους στην Παναγία, να πω πως δεν άνοιξα το ιστολόγιό του, αποφασισμένος να θιχτώ, αλλά θίχτηκα από τα μπανεράκια μ’ αυτά τα σκίτσα που τα έβλεπα για μέρες στην πρώτη σελίδα του in.gr, που τότε (προ Μαρινάκη) το επισκεπτόμουν καθημερινά.

  82. xar said

    @75 «πήρατε αυτό που έγραψα και το εξωθήσατε στα άκρα, πλάθοντας σενάρια ολοκληρωτισμού και λογοκρισίας που δεν έχουν καμία σχέση με την περίπτωση στην οποία αναφέρομαι»
    Τότε δεν κατάλαβα ότι η αναφορά ήταν σε συγκεκριμένη περίπτωση, θεωρούσα ότι μιλάμε γενικότερα.

    Εγώ σχολίασα γενικά ότι η ενόχληση (σε κάποιο βαθμό φυσιολογική) και η δημόσια κριτική και διαμαρτυρία επί προσωπικού (αυτό σημαίνει η δήλωση «ένιωσα προσβεβλημένος» / «ήταν τραυματική εμπειρία» σε γραπτό άρθρο) δηλώνει είτε φανατισμό (τα σενάρια ολοκλρωτισμού και λογοκρισίας) είτε αδυναμία κατανόησης και διαχείρισης του γεγονότος ότι κάποτε ίσχυαν (ή ότι ισχύουν ακόμα και σήμερα, σε άλλα μέρη) άλλα ήθη και αξίες, ότι άνθρωποι που (μάθαμε ότι πρέπει να) θαυμάζουμε μπορεί να είχαν ιδέες που στη δική μας κοινωνία είναι αποκρουστικές.
    Και αυτό το 2ο το θεωρώ ψυχολογικής φύσης πρόβλημα (όχι πάθηση), χωρίς να χρειάζεται να είμαι ψυχίατρος / ψυχολόγος και να κάνω κάποια εξ αποστάσεως διάγνωση. Αν το «ψυχολογικό πρόβλημα» φαίνεται βαρύς όρος, μπορεί να αντικατασταθεί με «μεγάλη διανοητική αδυναμία», δεν είναι αυτή η ουσία της συζήτησης. Δεν έκανα κάποια ιατρική διάγνωση, απλά παρέθεσα μια πιθανή διανοητική διεργασία που μπορεί να παραγάγει τέτοιου είδους αδυναμίες, λέγοντας μάλιστα ότι ίσως είναι αμπελοφιλοσοφία.

    Επειδή αναφέρεις* ότι η απάντησή μου (και του Μπλογκ) ήταν πολύ φορτισμένη και επειδή και η δική σου απάντηση μού φαίνεται φορτισμένη, να διευκρινίσω ότι, αν ένιωσες ότι κάπου σε προσβάλλει η απάντησή μου, δεν ήταν αυτός ο στόχος μου. Απόψεις αντιπαραθέτουμε, τα δύο σεντς μας που λένε και οι Άγγλοι.

    *ελπίζω ότι δεν ενοχλεί ο ενικός

  83. Avonidas said

    #80. Κατά τη γνώμη μου, δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση για τέτοιο άτομο. Υπάρχουν τέτοια άτομα, αλλά – επίσης κατά τη γνώμη μου – το μεγαλύτερο κακό είναι να τους επιτρέψουμε να μας κάνουν σαν τον παροιμιώδη τύπο του ανεκδότου, που ουρλιάζει «άει πνίξου, εσύ κι ο γρύλλος σου!» στον ανύποπτο άνθρωπο που μόλις του άνοιξε την πόρτα μέσα στη νύχτα, δεν ξέρει ποιος είναι, δεν ξέρει ότι το αμάξι του έχει πάθει λάστιχο παρακάτω στο δρόμο, και κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει καν γρύλλο.

  84. Theo said

    Κάτι δεν πήγε καλά.

    Ο λίκνος για το Ευχαριστημένο: https://biblionet.gr/titleinfo/?titleid=132830&return_url

  85. Avonidas said

    #82. Όχι, ο ενικός δεν μ’ ενοχλεί καθόλου 🙂

    Επειδή αναφέρεις* ότι η απάντησή μου (και του Μπλογκ) ήταν πολύ φορτισμένη και επειδή και η δική σου απάντηση μού φαίνεται φορτισμένη, να διευκρινίσω ότι, αν ένιωσες ότι κάπου σε προσβάλλει η απάντησή μου, δεν ήταν αυτός ο στόχος μου. Απόψεις αντιπαραθέτουμε, τα δύο σεντς μας που λένε και οι Άγγλοι.

    Δεν προσβλήθηκα· παρεξηγήθηκα, πιθανόν κι από δικό μου φταίξιμο που ήμουν πολύ αόριστος. Έγραψα ότι η απάντηση μου φάνηκε φορτισμένη όχι σε σχέση με μένα, αλλά γιατί μου φάνηκε παράδοξο και κωμικό να κριτικάρεται η «υπερευαίσθητη» αντίδραση μιας γυναίκας στον Σαίξπηρ μ’ έναν τρόπο που φανερώνει ακόμα μεγαλύτερη ευθιξία. Όπως το βλέπω, ο καθένας μας έχει το δικαίωμα να πει «με τάραξε αυτό», ή και «με έθιξε αυτό», για ένα βιβλίο ή ένα έργο, χωρίς να θεωρείται αφελής ή ανώριμος, και χωρίς να θεωρείται ότι υπαγορεύει στους άλλους πώς να νιώσουν.

    Εγώ σχολίασα γενικά ότι η ενόχληση (σε κάποιο βαθμό φυσιολογική) και η δημόσια κριτική και διαμαρτυρία επί προσωπικού (αυτό σημαίνει η δήλωση «ένιωσα προσβεβλημένος» / «ήταν τραυματική εμπειρία» σε γραπτό άρθρο) δηλώνει είτε φανατισμό (τα σενάρια ολοκλρωτισμού και λογοκρισίας) είτε αδυναμία κατανόησης και διαχείρισης του γεγονότος ότι κάποτε ίσχυαν (ή ότι ισχύουν ακόμα και σήμερα, σε άλλα μέρη) άλλα ήθη και αξίες, ότι άνθρωποι που (μάθαμε ότι πρέπει να) θαυμάζουμε μπορεί να είχαν ιδέες που στη δική μας κοινωνία είναι αποκρουστικές.

    Και εδώ είναι μάλλον το σημείο που δεν εξηγήθηκα σωστά. Η συγκεκριμένη κριτική δεν είχε τόσο να κάνει με το «οι απόψεις του Σαίξπηρ [ή έστω, οι απόψεις που προβάλλουν οι χαρακτήρες του Σαίξπηρ] ήταν σεξιστικές, κι άρα ο Σαίξπηρ είναι κατακριτέος/για πέταμα», αγνοώντας το ιστορικό πλαίσιο και τα διαφορετικά ήθη. Η κριτική ήταν πιο πολύ στην κατεύθυνση «γιατί, ρε παιδιά, υπερασπίζεστε σήμερα αυτό το έργο σαν να ήταν λεπτή και οξυδερκής σάτιρα, ενώ (κτγμ) κάνει απλώς πλάκα με τα εύκολα θύματα, σε μια εποχή που τον έπαιρνε να το κάνει;» Κι εδώ, φυσικά, μπορούν να χωρέσουν χίλιες αντιρρήσεις – είπα ότι οι κριτικοί ερίζουν αιώνες τώρα για το νόημα· αλλά, στην ουσία, αυτό που λέγεται είναι αρκετά κοντά σ’ αυτό που είπες εσύ, ότι το έργο πρέπει ν’ αποτιμηθεί με βάση την εποχή του – κι αυτό επίσης σημαίνει να μην κοτσάρουμε στον Σαίξπηρ τις ευαισθησίες που θα θέλαμε σήμερα να είχε!

    Αυτά σε ό,τι αφορά την ψυχρή, ας πούμε, αποτίμηση του έργου. Επί προσωπικού, αυτό που έλεγε η γυναίκα με πλήρη ειλικρίνεια είναι ότι ξέρετε, μου είναι αδύνατον να απολαύσω αυτό το έργο, παρά το ταλέντο του Σαίξπηρ, παρά το ιστορικό πλαίσιο, παρά τους αστερίσκους. Και λέω ότι, εγώ ο ίδιος, ξεκινώντας ν’ ακούσω την κριτική, είπα «ε, καλά μωρέ, δεν μπορείς να τις παραβλέψεις για λίγο τις σύγχρονες ευαισθησίες σου;»· αλλά συνεχίζοντας να βλέπω, κατάλαβα ότι πολύ απλά ήμουν έξω απ’ το χορό, κι ότι για καλή μου τύχη δεν είχα ακούσει ποτέ στο κεφάλι μου τα καμπανάκια που βαρούσαν στο δικό της βλέποντας την «κωμωδία».

    Να το πω αλλιώς: είναι μάλλον απίθανο μια γυναίκα που έχει πέσει θύμα βιασμού να καθίσει να δει το «Μη αναστρέψιμος», κι αυτό είναι κάτι που οφείλουμε να το αποδεχτούμε. Αλλά επίσης δεν σημαίνει ότι θέλουμε ή σκοπεύουμε να ρίξουμε κάθε κόπια της ταινίας στην πυρά.

  86. Avonidas said

    #81. Κι ωστόσο, μολονότι θίχτηκες, αν θυμάμαι καλά δεν ήσουν τότε της άποψης ότι πρέπει να φορέσουν βραχιολάκια στον «Παστίτσιο», έτσι; Όπως η κοπέλα που αναφέρω δεν ήθελε να κάψουμε τον Σαίξπηρ, κι όπως εγώ δεν ζητάω να κλείσουν οι εκκλησίες.

  87. evamaten said

    83
    Σωστά! Κι εδώ φαίνεται πώς η άμεση γνώση του άλλου και του βιώματός του αίρει προκαταλήψεις και στερεότυπα (το αντίθετο, φυσικά συμβαίνει όταν ανταλλάσσουμε απόψεις σε κάποιο νήμα 🙂 Εκεί εύκολα μετατρεπόμαστε σε… επικίνδυνους φυλάρχους)

  88. sarant said

    77 Aυτό με τον Ντίκενς δεν το ήξερα

    84 Ωραίο βιβλίο ήταν αυτό

  89. Avonidas said

    #69. Για τους κριτικούς γενικώς, έχω την άποψη πως είναι κάποιοι έξυπνοι που βρήκαν τον τρόπο να βγάζουν εύκολα το παντεσπάνι τους, κρίνοντας ανέξοδα χωρίς να κρίνονται οι ίδιοι

    …σε αντίθεση με μας τους επιστήμονες, που βγάζουμε τη γαλέτα μας κρίνοντας ο ένας τον αλλο 😀

  90. ΣΠ said

    89
    Μπα. Έχεις πληρωθεί ποτέ για review;

  91. Avonidas said

    #89. Σε χρήμα; Όχι, βέβαια. Αλλά άντε βρες δουλειά στον ακαδημαϊκό χώρο αν δεν έχεις κάνει ποτέ review, κι ακόμα περισσότερο αν δεν σου ‘χουν κάνει 🙂

  92. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    81 – Είχε και έχει μεγαλύτερα σούργελα από τον Τσοχατζόπουλο, και η Ελλάδα και η Ευρώπη κι ο υπόλοιπος κόσμος. Να φοβάσαι τους ικανούς για όλα.😊

    δ – Ο Χριστός δεν θίγονταν με τίποτα και με κανέναν, κι απ’όσο γνωρίζω, αυτό ζήτησε να κάνουν και όσοι τον ακολουθούν και τον πιστεύουν, συνεπώς, ή οι θιγμένοι πιστοί είναι υποκριτές, ή δεν είναι πιστοί, όλα τ’ άλλα, είναι δικαιολογίες, αλλιώς, όποιος κάνει τον σταυρό του, είναι χριστιανός ( κι όποιος ψηφίζει ΚΚΕ, είναι κομμουνιστής, ΠΑΣΟΚ σοσιαλιστής, ΣΥΡΙΖΑ αριστερός κλπ.😂).

  93. Avonidas said

    #88. Aυτό με τον Ντίκενς δεν το ήξερα

    Ω, ναι:
    In an introduction to a 1981 Bantam Books reissue of Oliver Twist, for example, Irving Howe wrote that Fagin was considered an «archetypical Jewish villain.» […] It is often argued that Fagin was based on a specific Jewish criminal of the era, Ikey Solomon. Dickens also claimed that by calling Fagin «the Jew» he had meant no imputation against the Jewish people: «I have no feeling towards the Jews but a friendly one. I always speak well of them, whether in public or private, and bear my testimony (as I ought to do) to their perfect good faith in such transactions as I have ever had with them…»

    In later editions of the book, printed during his lifetime, Dickens excised over 180 instances of ‘Jew’ from the text. This occurred after Dickens sold his London home in 1860 to a Jewish banker, James Davis, who objected to the emphasis on Fagin’s Jewishness in the novel. […] Dickens became friends with Davis’s wife, Eliza, who told him in a letter in 1863 that Jews regarded his portrayal of Fagin a «great wrong» to their people. Dickens then started to revise Oliver Twist, removing all mention of «the Jew» from the last 15 chapters; he later wrote in reply: «There is nothing but good will left between me and a People for whom I have a real regard and to whom I would not willfully have given an offence». In one of his final public readings in 1869, a year before his death, Dickens cleansed Fagin of all stereotypical caricature. A contemporary report observed: «There is no nasal intonation; a bent back but no shoulder-shrug: the conventional attributes are omitted.»

    Φαντάζομαι τις αντιδράσεις εκατέρωθεν, αν αυτό γινόταν σήμερα· από τη μια, αυτοί που θα ωρύονταν ότι ο Ντίκενς πρέπει να πεθάνει, κι άλλωστε ποτέ δεν μ’ άρεσαν τα βιβλία του έτσι κι αλλιώς, κι από την άλλη εκείνοι που θα γκρίνιαζαν ότι έπεσε θύμα κάνσελινγκ κι αναγκάστηκε ν’ αυτολογοκριθεί 😛

  94. loukretia50 said

    85 Αβονίδα
    Ομολογώ ότι κι εγώ όταν διάβασα το πρώτο σχόλιο που έκανες σκέφτηκα αμέσως αγριεμένες «μαχητικές» που θέλουν να ρίξουν στην πυρά κλασικά έργα – ακόμα και πίνακες με νύμφες, αν θυμάσαι.
    Πραγματικά έγινε σαφέστερο αυτό που εννοείς, ότι ενοχλεί το γεγονός ότι το έργο ξεκομμένο απ΄το ιστορικό πλαίσιο, παρουσιάζεται σήμερα σαν ανάλαφρη σάτιρα, ενώ δείχνει καθαρά μια μορφή κακοποίησης που επιβραβεύεται τελικά.
    Κι ο Σαίξπηρ μπορεί να κάνει πλάκα, αλλά περνάει ύπουλα το μήνυμα.
    Αλλά δε θα πίστευα ότι εννοείς εσύ ή η συνομιλήτριά σου να τον ακυρώσουμε!

    Επειδή το ανέφερες, δε νομίζω ότι υπάρχει αντιστοιχία με έργα που έχουν ξεκάθαρη θεματολογία όπως η ωμή βία στο «Μη αναστρέψιμος» ή ο Μεγάλος Ανατολικός που αναφέρθηκε πριν.

    73. ΕΦΗ -ΕΦΗ :
    Αναρωτιέμαι αν διαβάσαμε το ίδιο!!
    Πάντως σ΄ένα πράγμα συμφωνούμε :
    Το έργο έχει ψυχή!
    (αλλά δε θα πήγαινα στο θέατρο να το δω!)

  95. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    89 – Εσείς όμως, έχετε το βάρος της απόδειξης. 😊

  96. Avonidas said

    #92. Τους εμπόρους στο Ναό όμως τους έκανε λαμπόγυαλο, λένε οι κακές γλώσσες 😉 Γι’ αυτό μάλλον και τον σταυρώσανε, από τότε μέχρι σήμερα μόνο η οικονομία μετράει 🙂 όλα τ’ άλλα είναι για το θεαθήναι.

  97. evamaten said

    77 (τώρα είδα το σχόλιο)
    Ναι, αλλά εγώ δεν είπα γενικά για κριτική (είναι δυνατόν να λείπει από κάποια εποχή;) – είπα για κριτική σε θέματα που τότε δεν θα έθετε κανείς, λόγω των αντιλήψεων της εποχής (λογικό δεν είναι;). Συμφωνώ με αυτό που είπες σε άλλο σου σχόλιο, ότι σημασία έχει να κρίνουμε, αλλά να μην ζητούμε αναδρομική λογοκρισία ή απαγόρευση. Και ότι όλες οι οπτικές είναι χρήσιμες- καθώς εξετάζουμε ακόμα και τα κλασικά έργα και προσπαθούμε να κατανοήσουμε, να συμπεράνουμε πράγματα για μας και τη ζωή μας.

  98. Avonidas said

    #94. Επειδή το ανέφερες, δε νομίζω ότι υπάρχει αντιστοιχία με έργα που έχουν ξεκάθαρη θεματολογία όπως η ωμή βία στο «Μη αναστρέψιμος» ή ο Μεγάλος Ανατολικός που αναφέρθηκε πριν.

    Όχι· αλλά δεν τα αναφέρω για αντίστοιχα. Εννοώ απλώς ότι ένα θέμα μπορεί να είναι πολύ προσωπικό για κάποιον, για τον α’ ή β’ λόγο, για να το δει αποστασιοποιημένα.

    Κι ωστόσο, θεωρώ ότι ακόμη κι η ωμή, γραφική βία, ή οι γλαφυρές σεξουαλικές περιγραφές, μπορούν να έχουν τη θέση τους σ’ ένα έργο. Δεν μπορείς να κάνεις εγχείριση χωρίς νυστέρι. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα παρουσιάζει πάμπολλες σκηνές ωμής βίας, ποτέ όμως δεν την επιδοκιμάζει. Για τον Καραγάτση δεν μπορώ να έχω ενήμερη άποψη, γιατί έχω μόνον αποσπασματική εικόνα του έργου του. Αν όμως τα αποσπάσματα που παραθέτει η «Βλάβη» δεν έχουν βγει εντελώς εκτός πλαισίου, μου δίνεται η εντύπωση ότι είναι σεξιστής, ότι δεν γράφει απλώς σεξιστικούς χαρακτήρες. Βέβαια, και σ’ αυτήν ακόμα την περίπτωση δεν θα τον βάλουμε σε κανένα Index Librorum Prohibitorum.

  99. sxoliastis2020 said

    Πολύ ενδιαφέρον το σημερινό άρθρο, ευχαριστούμε τον Νικοκύρη για την ανάδειξή του.

    Η αλήθεια είναι πως είχα ξεφυλλίσει το περιοδικό σ’ ένα βιβλιοπωλείο και από παρανάγνωση (;) του τίτλου νόμισα ότι ήταν εξυμνητικό για τον Καραγάτση.

    Τέλος πάντων επί του θέματος: Πριν κάμποσα χρόνια είχα βρεθεί στη Σύρο και ρώτησα τι βιβλία έχουν γραφτεί για το νησί και μου σύστησαν τη «Μεγάλη Χίμαιρα» (μαζί με την «Ψυχολογία Συριανού συζύγου!). Φυσικά το αγόρασα αμέσως και το διάβασα. Η απογοήτευσή μου ήταν απόλυτη. Με αυτή την έννοια συμφωνώ κατά κάποιο τρόπο με το άρθρο.
    Βέβαια τα αναφερόμενα στο τέλος (και για την ακρίβεια την τελευταία πρόταση Το τίμημα που πληρώνει ο αναγνώστης του Καραγάτση για να διαβάσει ένα νεοελληνικό άρλεκιν είναι δυσανάλογα υψηλό: εγκλωβίζεται σε έναν κόσμο που είναι συγχρόνως εξοργιστικά οικείος και θεαματικά δυσάρεστος, και από τον οποίο δεν υπάρχει καμία διαφυγή.) τα βρήκα κάπως υπερβολικά.

  100. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Ο τίτλος του περιοδικού, να ευχηθώ καλοτάξιδο, μου άρεσε, με πήγε σ΄αυτό

  101. Avonidas said

    #99. Βέβαια τα αναφερόμενα στο τέλος (και για την ακρίβεια την τελευταία πρόταση Το τίμημα που πληρώνει ο αναγνώστης του Καραγάτση για να διαβάσει ένα νεοελληνικό άρλεκιν είναι δυσανάλογα υψηλό: εγκλωβίζεται σε έναν κόσμο που είναι συγχρόνως εξοργιστικά οικείος και θεαματικά δυσάρεστος, και από τον οποίο δεν υπάρχει καμία διαφυγή. τα βρήκα κάπως υπερβολικά.

    Αυτό ειδικά το κομμάτι μου θύμισε κάτι κοινωνικά μηνύματα στην τιβούλα, σε εκστρατείες κατά των ναρκωτικών 😆

  102. Avonidas said

    #97. Πράγματι. Και για να πω την αλήθεια, στην περίπτωσή μου λειτουργεί λιγότερο μια αποστροφή στη λογοκρισία, και περισσότερο η συναίσθηση για το μάταιο του πράγματος. Όταν τα damnatio memoriae κατά βάση αποτύγχαναν στην αρχαιότητα, όπου τα έργα και τ’ αντίτυπά τους ήταν λίγα και σπάνια, τι νόημα έχουν σήμερα όταν η πληροφορία είναι πανταχού παρούσα, έστω και με τις αυξημένες επίσης τεχνολογικές δυνατότητες για αστυνόμευση και καταστολή; Και τι νόημα έχει επίσης να καθίσουμε στο σκαμνί τον Όμηρο ή τον Σαίξπηρ, που έχουν πεθάνει και δεν τους αγγίζει ούτε ο έπαινος ούτε ο ψόγος μας;

  103. 77, … οι τραγικοί είχανε φάει μέχρι και πρόστιμα, όταν δεν τους γούσταρε το κοινό. …

    Πρόστιμο χίλιες δραχμές στον Φρύνιχο επειδή η «Μιλήτου Άλωσις» υπενθύμισε «οικεία κακά«

  104. Γιάννης Κουβάτσος said

    Μάλλον κάποιοι κριτικοί παίρνουν το λειτούργημά τους πολύ στα σοβαρά. Ο πολύς κόσμος δεν διαβάζει και οι περισσότεροι από όσους διαβάζουν δεν προσέχουν καν αυτά που προσέχουν και μεγεθύνουν οι κριτικοί. Και η ίδια η γλώσσα που χρησιμοποιούν είναι συνήθως δυσνόητη για τον μέσο αναγνώστη. Οπότε λέω να μην πετάξω όσα βιβλία του Καραγάτση έχω στη βιβλιοθήκη.

  105. Νέο Kid said

    103. Πρέπει να το φύσαγε το παραδάκι ο Φρύνιχος! Με χίλιες δραχμές στην αρχαία Αθήνα έπαιρνες μεζονέτα πολυτελείας με θέα Ακρόπολη και δώρο τρεις Σκύθες σκλάβους εξαιρετικής ποιότητας και καλλιέργειας .

  106. sarant said

    93 Φοβερά ενδιαφέρον!

  107. nikiplos said

    Νικοκύρη Μάρμαγξ

  108. Καλημέρα
    Εκ των υστέρων λογοκρισία

  109. nikiplos said

    Ωραία συζήτηση. Κατά σύμπτωση εχθές έβλεπα μια πολύ ωραία ταινία. «Ο Επιφανής Πολίτης» την οποία συνιστώ ανεπιφύλακτα και την έχει δωρεάν (ακόμη) το ERTflix.
    Εκεί λοιπόν ο νομπελίστας συγγραφέας ομολογεί την ματαιοδοξία του και παραλαμβάνει το βραβείο από τα χέρια του Βασιλιά της Σουηδίας. Ωστόσο λέει πως αυτό συμβολίζει και τον πνευματικό του θάνατο, γιατί κατά την γνώμη του ένας συγγραφέας σαν τον ίδιο πρέπει να είναι σε ρήξη και όχι αγαπητός από το κατεστημένο. Το διευκρινίζει. Λέει όχι όλοι. Εγώ όμως τουλάχιστον ναι…

    Στο πλαίσιο των εγκλήσεων εικάζω πως και στον Τσίρκα θα βρεθούν στοιχεία τα οποία σήμερα θα έκαναν το κίνημα των κανσελάκηδων να ωρύεται. Πχ η Έμη αφού έχει φάει κσύλου (κακό κουρίτσι) από τον Αδάμ, αφήνεται στα χέρια μιας ενοίκου της πανσιόν να την περιποιηθεί από τα σημάδια. Η Έμη αναρωτιέται εάν είναι φυσιολογικό αυτό που κάθεται και υπομένει (ακόμη και που πάει με τον Αδάμ) ενώ αγαπάει τον Μάνο. Μετά δείχνει στην άλλη τα σημάδια από το ξύλο. Και η άλλη απαντάει:
    -Καλά τρελή είσαι? Σε ποιά δεν αρέσει αυτό?
    Δεν ξέρω σήμερα αν το διάβαζαν κάποιοι, ιδίως γυναίκες θα το ανέχονταν.
    Ωστόσο αυτό πρέπει να μας μείνει από το βιβλίο (Η Λέσχη)? Από την άλλη ο ιδεαλισμός του Μάνου Καλόγιαννου είναι κι αυτός ρεαλιστικός? Δεν είναι μια ψευδής απεικόνιση ενός γνήσιου ιδεολόγου που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει? Την εποχή που γράφει ο ΣΤ μάλλον θέλει να θέσει το αρχέτυπο του ιδανικού αριστερού. Μετά τα 80ς όμως και ιδίως μετά τα 90ς κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο. Ψευδές. Όχι ουτοπικό αλλά ύποπτα αφελές ας πούμε…

  110. Theo said

    Νικοκύρη, μαρμάγκα 😦

  111. Λάμπας said

    109. «Από την άλλη ο ιδεαλισμός του Μάνου Καλόγιαννου είναι κι αυτός ρεαλιστικός? Δεν είναι μια ψευδής απεικόνιση ενός γνήσιου ιδεολόγου που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει?»

    Όσο και αν σου φαίνεται απίστευτο, υπήρχαν χιλιάδες τέτοιοι κομμουνιστές τότε.

  112. DominoTheory said

    #109

  113. Theo said

    @109:
    Πολύ ωραία ταινία ο Επιφανής Πολίτης, μ’ ένα εξαιρετικό υποδόριο χιούμορ και σαρκασμό. Δείχνει τη μοναξιά του νομπελίστα που χρησιμοποίησε το χωριό του ως έμπνευση των βιβλίων του, δοξάστηκε, αλλά τελικά έμεινε άφιλος, να παραδέρνει στα 60 του μόνος και ν’ αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα της φήμης και της δόξας που απέκτησε. Η μόνη που τον συμπονάει είναι η αγαπημένη της νιότης του, του ταπεινού χωριού του, που την παράτησε για τα μεγαλεία των «Παρισίων». Κι εδώ θυμάμαι τον Καβάφη: «‘Ετσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα/ ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.»

    Για τον Τσίρκα συμφωνώ. Διάβασα πρώτα τη «Χαμένη Άνοιξη» και με συνάρπασε. Με τη «Λέσχη» σφίχτηκε η καρδιά μου με την απανθρωπιά των νταβατζήδων. Αλλ’ έχω ένα βίτσιο να τελειώνω τα βιβλία που αρχίζω και το συνέχισα, διαβάζοντας και τ’ άλλα δυο της τριλογίας του. Καλά κι αυτά, αλλ’ Ο Τσίρκας της «Χαμένης Άνοιξης» μου φάνηκε άλλος.

  114. sarant said

    110 –> 113. Δεν ήξερα την ταινία

  115. 105,
    Σολντ-άουτ, ο Φρύνιχος,
    χώρια τα Φρυ-τίκετς (θεωρικά)

  116. GeoKar said

    Αν δεν έχει ήδη αναφερθεί στη συζητηση: https://www.lifo.gr/culture/vivlio/o-kommoynistis-karagatsis

  117. Καλησπέρα παίδες,

    Μπαίνω αργά στη συζήτηση για τον Μ.Κ. γιατί μου εξάπτει το ενδιαφέρον.
    Νομίζω πως παραεστιάζουμε στην επικαιρότητα του λόγου περί σεξισμού στις μέρες μας, λες και μόνο σήμερα γίνεται λόγος γι’ αυτόν. Και στην εποχή του Μ.Κ. σίγουρα γινόταν αντιληπτός – μπορεί να μην είχε οριστεί ως «σεξισμός», να γινόταν ίσως λόγος περί «μάτσο συμπεριφοράς» (λέω εγώ τώρα), περί «φαλλοκρατίας» – δεν έχω διαβάσει κριτικές της εποχής αλλά αδυνατώ να πιστέψω πως δεν ενοχλούσε αναγνώστες και τότε. Θυμάμαι μάλιστα πρόχειρα την κριτική του Ρένου Αποστολίδη για τον Μ.Κ. τη δεκαετία του ’50 (που του είχε απαντήσει με μήνυση), όπου μεταξύ άλλων καυτηρίαζε και το «αντριλίκι» του Μ.Κ. ως φαιδρό και επίπλαστο.
    Από την άλλη, αν σήμερα ο Μ.Κ. παραμένει ευπώλητος και αρέσει, αυτό πιθανώς σημαίνει πως η στάση του εκφράζει και σήμερα ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, που παραμένει ταϊσμένο με αυτού του είδους τις αντιλήψεις για τον άνδρα και τη γυναίκα. Άραγε τους τάισε ο Μ.Κ.;
    Κι αυτό με οδηγεί στην τελευταία σκέψη: η κριτική του Σπαθαράκη έχει και μια «ηθικολογική» διάθεση, όταν επισημαίνει πως μέσω ενός έργου σαν αυτό του Μ.Κ. «συγκροτείται η κοινωνική μας αυτοεικόνα, αποτελεί επομένως, είτε το θέλουμε είτε όχι, έναν δείκτη για την κοινωνική και πνευματική μας αυτοσυνείδηση». Να ένα ενδιαφέρον ερώτημα: έχει ευθύνη ο δημιουργός για τις επιπτώσεις του έργου του στους αναγνώστες του; Η τέχνη είναι δυνάμει επικίνδυνη για την υγεία – σύμφωνοι. Τι θα προτιμούσαμε όμως;
    Παρόμοια θέση είχε εκφράσει και ο Γιάννης Καλιόρης με το «Ένας ήρωας κατ’ εικόνα μας» για τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» του Μουρσελά, κρίνοντας την απήχηση του βιβλίου και τις επιπτώσεις του. Παρόμοια πράγματα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει και για το «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή (ανεξαρτήτως λογοτεχνικής ποιότητας – γιατί εγώ το θεωρώ ένα καλό βιβλίο), στο βαθμό που όρισε σε ανύποπτο χρόνο τον κατοπινό τηλεοπτικό μικροαστισμό…

  118. sarant said

    117 Ευχαριστώ για το σχόλιο! Μου κινήσατε την περιέργεια να βρω την κριτική του Ρ. που προκάλεσε τη μηνυση.

    Δεν θα έλεγα ότι έχει ευθύνη ο συγγραφέας, ιδίως για αποτελέσματα που μόνο σε πολλούς παράγοντες μπορεί να οφείλονται.

  119. evamaten said

    117,118 β
    «Είναι το ανάγλυφο μιας τέχνης ταπεινής αλλά επίμονης, πάνω στην οποία ριζώνουν οι κοινωνικές βεβαιότητες και οι σταθερές μας, μια μονότονη επικύρωση των προκαταλήψεών μας.» Μάλιστα, «ίσως η συναισθηματική και ψυχική μας ζωή να παραμένει προσκολλημένη σε ένα σχεδόν ακίνητο κοσμοείδωλο που μοιάζει ακόμα με εκείνο της δεκαετίας του ’60. Ίσως προσλαμβάνουμε από τις νεωτερικές μορφές της τέχνης και της ζωής (ακόμα και από το ποπ) μόνο μια αισθητική όψη, ένα περίβλημα, το οποίο προσαρμόζεται αμέσως στις απλές διδαχές ενός παραδοσιακού κυνισμού.»
    Βρίσκω πολύ πειστική την απάντηση αυτή σχετικά τον τρόπο που επηρεάζει η τέχνη και ειδικότερα η λογοτεχνία την κοσμοαντίληψή μας, τις πεποιθήσεις και τις αξίες μας. Αποφεύγω να χρησιμοποιήσω τη λέξη «ευθύνη» (που είναι φορτισμένη με μια ηθικολογική διάσταση και οπωσδήποτε συνδέεται με την έννοια του καταλογισμού) για τον δημιουργό, αλλά να που αποδεικνύεται αναπόφευκτη για τον κριτικό. Η ευθύνη της κριτικής είναι πολύ σημαντική- και όχι μόνο των επαγγελματιών, αλλά και καθενός από εμάς στην καθημερινότητα και σε οποιοδήποτε μετερίζι. Είναι
    καλό να γίνονται «ζυμώσεις», που δεν αφήνουν άθικτα τα «ιερά τέρατα» του καθενός και της καθεμιάς από εμάς. Η ευθύνη, θα έλεγα λοιπόν, ανήκει στην κριτική – και σ’ εμάς που είμαστε ή δεν είμαστε «ανοιχτοί» στις συχνά ανοίκειες απόψεις της…

  120. evamaten said

    117,118
    «Τη μήνυση συνυπέγραψαν ο Στρ. Μυριβήλης, ο Γ. Θεοτοκάς, ο Κ. Τσάτσος και ο δικηγόρος του Καραγάτση, Π. Καρανικόλας, ο οποίος προσέθεσε την κατηγορία περί εξυβρίσεως και δυσφημίσεως επικαλούμενος το επίθετο «πρωτάκουστος» με το οποίο ο Ρένος τον είχε αποκαλέσει («πρωτάκουστος νομικός σύμβουλος») σχολιάζοντας την εμπλοκή του σε ζητήματα πνευματικά (νομικός σύμβουλος της Εθνικής Εταιρίας Λογοτεχνών και του Πέτρου Χάρη).»
    Τελικά τη βρήκες την κριτική του Ρ.Α. , Νικοκύρη; Εγώ βρήκα μόνο αυτό.

    Click to access GRI-2016-17348.pdf

  121. Jago said

    Είδε φως ο πολύς Μπακουνάκης και πετάει διαφημίσεις. Άσχετα ασχέτων.
    https://www.lifo.gr/culture/vivlio/o-kommoynistis-karagatsis

  122. evamaten said

    109 112 113
    Κι εγώ την είδα προχθές και μου άρεσε πολύ. Απορώ μόνο που χαρακτηρίζεται κωμωδία ή, έστω, μαύρη κωμωδία. Παρά το χιούμορ που διαπερνά όλη την ταινία (σαν υπόστρωμα, κάπως), εγώ δεν μπόρεσα να γελάσω (ούτε καν με τον γελοίο διαγωνισμό ζωγραφικής). Από την αρχή μέχρι το τέλος με κατείχε μια ανησυχία για αυτό που θα ακολουθούσε – όλο και πιο έντονα. Περισσότερο ως θρίλερ και δράμα το απόλαυσα (με πολύ «ψαχνό» ιδεολογικό/κοινωνικό, αλλά και πολιτικό. Δεν ξέρω, όλη αυτή η μνησικακία του γενέθλιου τόπου του σαν να στόχευε όχι μόνο στον ίδιο ως άτομο, αλλά γενικότερα στην Ευρώπη και ό,τι κουβαλά-
    σαν αλληγορία μου φάνηκε, κάπως)
    Πάντως καμιά σχέση με το γέλιο που κάνεις με τις μαύρες κωμωδίες των Κοέν. Αυτή ήταν σκοτεινή, ανησυχητική και μου θύμισε έντονα τις υπέροχες «Ιστορίες γι’ αγρίους».

  123. sarant said

    120 Όχι, δεν πρόλαβα καν να ψάξω. Όμως θα το δω και αυτό, σε ευχαριστώ.

  124. Theo said

    @122:
    Ε, ναι, δεν είναι κωμωδία, αλλ΄ ο σαρκασμός τη διαπερνά. Κι η χοντροκοπιά των ντόπιων μας κάνει να συμπαθήσουμε τον ήρωα/αντιήρωα. Γι’ αυτό κι εγώ δεν γέλασα.

  125. Λάμπας said

    122, 124 κ.α. Εμένα μου φάνηκε, πάνω απ΄όλα, μια ταινία για την παγίδα της νοσταλγίας. Νοσταλγούμε και εξωραΐζουμε τα παιδικά μας χρόνια, τον τόπο, τους ανθρώπους και τις καταστάσεις, ψάχνουμε έναν τρόπο να «γυρίσουμε», και συχνά λησμονούμε ότι έχουμε αγωνιστεί πολύ σκληρά για να ξεφύγουμε απ΄όλα αυτά.

  126. nikiplos said

    122@, 124@ 125@ Δεν θεωρώ ότι στην ταινία ο συγγραφέας νοσταλγεί κάπου την ιδιαίτερη πατρίδα του. Την χρησιμοποιεί ίσως ως υπόστρωμα για να ερμηνεύσει τον κόσμο. Ένας κόσμος ωμός, υστερόβουλος, φθονερός και άγριος (ιστορία των 2 αδερφών). Ίσως όχι τόσο μνησίκακος όσο πρωτόγονος. Στην πραγματικότητα βλέπει με τρόμο πως δεν άλλαξε τίποτε στα 40 χρόνια που έφυγε, παρά μόνο η επιφάνεια ίσως. Αφήνει υπονοούμενα πως μπορεί να έφυγε με κακό τρόπο, «έφυγε τρέχοντας» «μόλις βρήκε την ευκαιρία» αλλά σίγουρα όχι για έναν «παράδεισο» όπως ο ίδιος αναφέρει σποραδικά. Σπόντες για την καλά εδραιωμένη άλλοτε Χούντα βέβαια, με περιοίκους και γείτονες που προφανώς εκείνη την εποχή «κοιμούνταν με ανοιχτά παράθυρα» και γι’ αυτούς «υπήρχε ησυχία τάξη και ασφάλεια». Σπόντες εμφανείς και για τον Πάπα και την εργαλειακή του χρήση.

    Δεν θα την έλεγα ούτε εγώ κωμωδία με την κλασσική έννοια. Καυστικό πικρό χιούμορ ναι, υπάρχει διάχυτο στην ταινία.

  127. evamaten said

    124 κε
    Για να πω την αλήθεια, ούτε κι εγώ βλέπω κάπου νοσταλγία. Να γλιτώσει θέλησε ο άνθρωπος από αυτόν τον τόπο – μόνο που «η πόλις» τον ακολούθησε- και μετουσιώθηκε δημιουργικά στο έργο του. Σε αυτό, προσπαθεί να λογαριαστεί με το τραυματικό παρελθόν του (απόρριψη, στέρηση κλπ) και να αποκαταστήσει τη «βλάβη». Σε συμβολικό επίπεδο το πετυχαίνει, αλλά λείπει το τελευταίο βήμα. Όταν λοιπόν παίρνει την πρόσκληση, την απορρίπτει αμέσως (δεν νοσταλγεί!). Αλλά όταν το ξανασκέφτεται, τον ιντριγκάρει η σκέψη να κάνει το τελευταίο βήμα, να βάλει έναν ωραίο επίλογο (αναδρομικά) στο δράμα της παιδικής ηλικίας του. Η επιστροφή στον γενέθλιο τόπο του (που υπήρξε τόπος μαρτυρίου»/ματαίωσης) θα σημάνει την επούλωση του τραύματος μέσα από τον θρίαμβο του παρόντος. Αλλά λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο. Τα πράγματα στα μυθιστορήματά του βρίσκονται υπό τον απόλυτο έλεγχό του, ενώ η πραγματικότητα ξεφεύγει εφιαλτικά…

  128. Χρηστάρας said

    Πιστεύω πως η μικροαστική υποκρισία σε ό,τι αφορά το σεξ και τις ρεαλιστικές περιγραφές που ανταποκρίνονται σε συναισθήματα χαρακτήρων δεν αποτελεί προνόμιο δεξιών ή αριστερών αντιλήψεων αλλά δικαίωμα κάθε καθυστερημένης προσωπικότητας -ασχέτως αν ξέρει ή δεν ξέρει γράμματα.

  129. BLOG_OTI_NANAI said

    Ψευδώνυμα και Καραγάτσης:

  130. sarant said

    129 Να βάλουμε τότε και αυτό, πάλι για ψευδώνυμα και Καραγάτση

    Λαπαθιώτης – Καραγάτσης, η δεύτερη «συνάντηση» (επανάληψη με υστερόγραφο)

  131. BLOG_OTI_NANAI said

    130: Ωραίο.

  132. Δώρα Ψωμά said

    Καλησπέρα! Μία διόρθωση στο όνομα της bell hooks είναι απαραίτητη (https://www.britannica.com/biography/bell-hooks). Δεν ξέρω μήπως το όνομα είναι έτσι γραμμένο και στο περιοδικό.

  133. sarant said

    132 Mάλλον στην Πολιτεία μόνο, από σκανάρισμα ίσως

  134. […] περίπου χρόνο είχαμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο ένα επικριτικό για τον Καραγάτση άρθρο του φίλου Κώστα Σπα…, πολύ εκτενέστερο και κατά τη γνώμη μου πολύ αρτιότερο […]

Σχολιάστε