Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Ετυμολογικά’ Category

25 επώνυμα από το 1821

Posted by sarant στο 9 Μαΐου, 2024

Το ιστολόγιό μας μελετάει τα ονόματα, μελετάει όμως και τα επώνυμα -ή, για να χρησιμοποιήσω την  ορολογία του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τα οικογενειακά ονόματα. Ο Τριανταφυλλίδης έχει γράψει και σχετική μελέτη, που δεν  πρόλαβε να την τελειώσει και έχει εκδοθεί μεταθανάτια σε επιμέλεια του αείμνηστου Μανώλη Στάθη, φίλου του πατέρα μου.

Επώνυμα υπάρχουν πολλές χιλιάδες -πόσα είναι δεν ξέρω, ούτε βρήκα κάποιαν εκτίμηση -αναρωτιέμαι πόσο δύσκολο θα ήταν να μετρηθεί το πλήθος των επωνύμων του τηλεφωνικού καταλόγου. Τόσο το έργο του Τριανταφυλλίδη, όσο και τα άλλα που έχω δει (π.χ. του Βαγιακάκου) αναγκαστικά πραγματεύονται ένα (πολύ) μικρό κλάσμα οικογενειακών  ονομάτων.

Τα περισσότερα επώνυμα βεβαίως, και πάντως τα συχνότερα, έχουν προφανή σημασία -κάποια είναι πατρωνυμικά π.χ. ο πανταχού παρών Παπαδόπουλος, ο Γεωργιάδης και ο Ιωάννου, άλλα είναι επαγγελματικά, όπως ο Σαμαράς, άλλα προέρχονται από ονόματα  σε συνδυασμό  με κάποια ιδιότητα, ας πούμε ο Καραγιάννης ή ο Μαστροβασίλης, ή και είναι σκέτες παραλλαγές βαφτιστικών  ονομάτων (π.χ. Νταντής, Γούσιας, Λιόλιος), πολλά είναι παρατσούκλια (πχ Κοντός), λιγότερα είναι τα μητρωνυμικά (πχ. Γαρουφαλιάς).

Πολλά επαγγελματικά οικογενειακά ονόματα απηχούν  παλιότερα επαγγέλματα ή αξιώματα, που δεν  υπάρχουν πια. Από το βιβλίο μου «Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων» σταχυολογώ 25 τέτοια οικογενειακά ονόματα, που εξηγώ την ετυμολογία τους. Προσθέτω πληροφορίες  ως προς τη γεωγραφική κατανομή των ονομάτων, με τη βοήθεια της εφαρμογής «Από πού κρατάει η σκούφια σου«, που τη  θεωρώ χρήσιμη εκτός αστικών κέντρων.

Διαλέγω τα λιγότερο γνωστά οικογενειακά ονόματα -όχι Μπέηδες και Πασάδες.

Αν κάποιος που διαβάζει έχει κάποιο από τα επώνυμα του καταλόγου (ή κάποια παραλλαγή τους) και ξέρει κάποια επιπλέον  πληροφορία, ας μας  πει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Επώνυμα, Ετυμολογικά | Με ετικέτα: , , , | 92 Σχόλια »

Λέξεις και φράσεις του Πάσχα, από την ΕφΣυν

Posted by sarant στο 3 Μαΐου, 2024

Kοντεύει το Πάσχα και πασχαλιάτικο άρθρο δεν έχουμε βάλει -διότι και το χτεσινό, κακά τα ψέματα,γνώστ παρόλο που είχε ως εικονογράφηση  κόκκινα αυγά (ή αβγά) ήταν αμιγώς ορθογραφικό. Επανορθώνω με το σημερινό, αν  και προειδοποιώ πως οι τακτικοί αναγνώστες του ιστολογίου θα  διαβάσουν  γνώριμα πράγματα.

Αναδημοσιεύω σήμερα άλλα δύο άρθρα από την εβδομαδιαία  στήλη «Μέσα στις λέξεις» που διατηρώ στην Εφημερίδα των Συντακτών και που ήταν  και τα δύο αφιερωμένα στη Μεγάλη Εβδομάδα και στο Πάσχα – Εκφράσεις από τη Μεγάλη Βδομάδα, το πρώτο,  που δημοσιεύτηκε την Τετάρτη 24  Απριλίου και Λέξεις του Πάσχα το δεύτερο, που δημοσιεύτηκε χτες, Πέμπτη, μια και την Τετάρτη είχαμε Πρωτομαγιά και δεν βγήκαν εφημερίδες. 

Όπως είπα, θα διαβάσετε πράγματα που έχουν αναφερθεί ξανά στο ιστολόγιο, αφού το φετινό είναι το δέκατο έκτο ιστολογικό μας Πάσχα. Θα μπορούσα να προσθέσω πολλά πράγματα και στα δύο άρθρα, αφού αναγκαστικά δεν είναι  πλήρη -τι  να πρωτοχωρέσεις σε 450 λέξεις; 

Δεν θα το κάνω, αλλά θα αναφέρω μία μόνο έκφραση που δεν την  πραγματεύομαι στο άρθρο, αλλά ίσως θα έπρεπε διότι πήρα μήνυμα από τη ΔΕΗ, να μπω σε κάποιο σάιτ και να ελέγξω τον λογαριασμό μου «για να μη χάσετε τ’ αυγά και τα πασχάλια», έλεγε. Εδώ έχουμε μια έκφραση που αποτελεί συμφυρμό δύο παλαιότερων.

Επειδή ο τρόπος υπολογισμού του Πάσχα είναι περίπλοκος, η εκκλησία κάθε χρόνο βγάζει το πασχάλιον του σωτηρίου έτους τάδε, το οποίο αναφέρει όλες τις κινητές γιορτές –και από εκεί βγήκε και η φράση «έχασε τα πασχάλια του» που τη λέμε όταν κάποιος έχει περιέλθει σε πλήρη σύγχυση. Αλλά, επειδή το Πάσχα έχει συνδεθεί αξεχώριστα με τα κόκκινα αυγά, η παροιμιακή αυτή φράση συμφύρθηκε με την άλλη που λέει «έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια», για όποιον έχει πάθει μεγάλη ζημιά, κι έγινε «έχασε τ’ αυγά και τα πασχάλια», που ένας πουρίστας της  φρασεολογίας ίσως θα το έλεγε «λάθος» αλλά έχει σχεδόν  επικρατήσει. Θα έλεγα ότι πλέον αυτή είναι η κανονική μορφή της έκφρασης,  που αναγνωρίζεται άλλωστε από όλα τα λεξικά, και που μπορεί να έχει και τις δύο σημασίες, είτε έχει περιέλθει σε πλήρη σύγχυση είτε έπαθε  μεγάλη ζημιά. 

Εκφράσεις από τη Μεγάλη Εβδομάδα

Μια και πλησιάζει το Πάσχα, στο σημερινό άρθρο θα δούμε μερικές παροιμιακές εκφράσεις που έχουν γεννηθεί από την εκκλησιαστική γλώσσα, ιδίως από ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας.

Μια έκφραση που οφείλεται σε παρανόηση είναι η «ζει/περνάει ζωή χαρισάμενη». Γεννήθηκε από το πασίγνωστο δοξαστικό της Ανάστασης: «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος», δηλ. χάρισε ζωή σ’ αυτούς που βρίσκονταν στα μνήματα. Όμως, οι πιστοί θεώρησαν  ότι το «χαρισάμενος» σχετίζεται με τη χαρά κι έτσι έπλασαν το «ζωή χαρισάμενη» με τη σημασία «ζωή γεμάτη χαρά».

Το τροπάριο της Μεγάλης Παρασκευής «Σε, τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον», που διαρκεί πολύ και ψάλλεται αργά, φάνηκε βαρετό παρά την έξοχη ποίησή του («εσύ που τυλίγεσαι το φως σαν ρούχο») και ονομάστηκε «ο αναβαλλόμενος»· από εκεί προήλθε η έκφραση «του έψαλε τον αναβαλλόμενο», δηλαδή τον επέπληξε αυστηρά και επί πολλή ώρα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Εκκλησία, Πασχαλινά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 118 Σχόλια »

Η σκόνη από την Αφρική

Posted by sarant στο 25 Απριλίου, 2024

Πριν από εκατό ακριβώς χρόνια, τον Απρίλιο του 1924, ο δημοσιογράφος και μαχητικός δημοτικιστής Δημήτρης Ταγκόπουλος, ο εκδότης του Νουμά, έγραψε στο Έθνος ένα χρονογράφημα εναντίον  του Καβάφη, στο οποίο κατέληγε «Ο Καβαφισμός έχει κι εδώ, στην πόλη μας, μερικούς οπαδούς του. Δε μου κάμνει εντύπωση αυτό, αφού τόσες επιδημίες μας έρχονται, κα­τευθείαν από την Αίγυπτο». Αν σας κίνησα την  περιέργεια γι’ αυτό το μικροφιλολογικό επεισόδιο, μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο που είχαμε γράψει παλιότερα.

Σκέφτομαι πως αν ο Ταγκόπουλος έγραφε σήμερα, μπορεί στην  κατακλείδα του χρονογραφήματος να πρόσθετε και τη  σκόνη στα δεινά που μας έρχονται, αν όχι από την Αίγυπτο πάντως  από την Αφρική.

Τη σκόνη, που κάνει πορτοκαλί τον παροιμιωδώς καταγάλανο ουρανό  μας, λες και βλέπουμε καμιά μεταποκαλυψιακή ταινία,  που προκαλεί αναπνευστικά προβλήματα, που λερώνει αυτοκίνητα, ρούχα και ανθρώπους.

Να πω ότι το προχτεσινό επεισόδιο σκόνης, που τελείωσε χτες το απόγευμα, το έχασα διότι βρέθηκα στην  Εσπερία. Σκόνη αφρικανική φτάνει κι εδώ, και στην κορυφή των Άλπεων βρήκαν, αλλά τούτη τη φορά δεν  είχαμε. Βρισκόμουν όμως στην  Ελλάδα όταν  είχαμε το προηγούμενο κύμα αφρικανικής  σκόνης,  στις αρχές του μήνα. Μάλιστα, στη γειτονιά μου στο Φάληρο έκανε επιπλέον έργα ο ΔΕΔΔΗΕ επί πολλές μέρες, κι έτσι είχαμε κοκτέιλ, αφρικανική και φαληρική σκόνη χαρμάνι.

Αλλά βέβαια εμείς εδώ λεξιλογούμε, οπότε σήμερα θα μιλήσουμε για τη σκόνη [ακούγομαι σαν διαφήμιση  ηλεκτρικής σκούπας] από λεξιλογική άποψη.

Η σκόνη που μας έκανε δύσκολη τη  ζωή  προχτές ήταν αφρικανική, αλλά η σκόνη ως λέξη είναι  ελληνική. Σήμερα λέμε «σκόνη», αλλά οι αρχαίοι έλεγαν κόνις, με γενική κόνιος στην αττική διάλεκτο και κόνεως όπως επικράτησε. Είναι λέξη ομηρική. Στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας, οι Αχαιοί, φοβούμενοι πως χωρίς τον  Αχιλλέα δεν θα τα καταφέρουν,  πηγαίνουν  πρεσβεία να τον πείσουν να επιστρέψει στον πόλεμο. Εκείνος αρχικά αρνείται, λέγοντας πως δεν θα αλλάξει γνώμη «εἴ μοι τόσα δοίη ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε», ακόμα κι αν μου δώσει ο Αγαμέμνονας τόσα δώρα όσα η άμμος και η  σκόνη -βλέπουμε δηλαδή ότι χρησιμοποιόταν η λέξη και να δήλωση αμέτρητου πλήθους, πλάι στην άμμο.

Στα αρχαία,  η λέξη «κόνις» χρησιμοποιείται επίσης κάποιες φορές για να δηλώσει τη στάχτη. Ετυμολογικά, άλλωστε, συνδέεται με το λατινικό cinis, που σημαίνει ακριβώς τη  στάχτη (cenere στα ιταλικά). Αντίθετα, δεν συνδέεται με το κονίς, που είναι η κόνιδα που λέμε σήμερα. Οι αρχαίοι γραμματικοί ήξεραν τη διαφορά: κονίς  το επί της κεφαλής, κόνις δε το χώμα.

Η κόνις  έγινε  σκόνη με  την ανάπτυξη προθεματικού σ- (όπως ο βώλος έγινε  σβώλος και η βουνιά σβουνιά, από τη συμπροφορά με το άρθρο τις, ας  πούμε).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Αφρική, Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Καβαφικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 149 Σχόλια »

Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε

Posted by sarant στο 22 Απριλίου, 2024

Ο τίτλος δεν κάνει πολιτικό σχόλιο· αλλά ούτε θα μιλήσουμε για το πασίγνωστο θεατρικό  έργο του Πιραντέλο -λέω  πασίγνωστο, αλλά κοκκινίζοντας ομολογώ πως δεν το έχω  δει.

Και τότε; Εμείς εδώ λεξιλογούμε, οπότε σήμερα, χωρίς να υπάρχει αποχρών λόγος, θα λεξιλογήσουμε για το ρήμα «νομίζω». Νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον.

Αλλά πριν αποχαιρετήσουμε τον  Πιραντέλο, να πούμε ότι στα ιταλικά το δεύτερο σκέλος του τίτλου βρίσκεται σε παρένθεση: Cosi è (se vi  pare)  δηλαδή «Έτσι είναι (αν έτσι σας φαίνεται)» κατά λέξη. Νομίζω πως η ελληνική απόδοση  είναι πετυχημένη, αλλά ούτως  ή άλλως έχει καθιερωθεί, έχει γίνει παροιμιώδης θα έλεγα ο τίτλος.

Θυμάμαι να έχω κάπου διαβάσει, ίσως σε κάποιον συγγραφέα της γενιάς μας (να’ναι ο Τατσόπουλος; ) τον ήρωα, έφηβο, να λέει για κάποια κοπέλα με την οποία  είχε δεσμό,  «με έμαθε να λέω ‘νομίζω’ και όχι ‘πιστεύω'». Πράγματι, θα λέγαμε ότι το «νομίζω» δείχνει περισσότερη  αβεβαιότητα από το «πιστεύω», αν και στον ορισμό του ΛΚΝ αυτό δεν  φαίνεται:

1α.έχω τη γνώμη, πιστεύω: ~ ότι έκανα το καθήκον μου / ότι έχει δίκιο. Tι νομίζεις ότι πρέπει να κάνω; Kάνε όπως νομίζεις (καλύτερα). β. έχω την εντύπωση, υποθέτω: Εδώ είσαι ακόμη; Nόμιζα πως είχες φύγει. 2. θεωρώ, πιστεύω ότι κάποιος ή κτ. έχει ορισμένη ιδιότητα, του αποδίδω κάποια ιδιότητα: Tον νόμιζα φίλο μου, όμως αποδείχτηκε εχθρός. Δεν τον ~ ικανό για κάτι τέτοιο. Mη με νομίσεις αχάριστο, επειδή δε σου έδειξα την ευγνωμοσύνη μου. Δεν το ~ σωστό αυτό που έγινε. Aς μη νομιστεί ότι υπάρχει κακή πρόθεση στις ενέργειές μου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Θεατρικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 97 Σχόλια »

Το αυθεντικό αφεντικό

Posted by sarant στο 17 Απριλίου, 2024

Αφεντικό φωνάζω, πειραχτικά, τον  εκδότη μου, τον Γιάννη Νικολόπουλο των Εκδόσεων του Εικοστού Πρώτου. Πειραχτικά, αλλά και με μια δόση αλήθειας,  διότι μπορεί να μην  «εργάζομαι υπό τις διαταγές του», όπως λέει ο ορισμός του λεξικού, αλλά πάντως εκείνος έχει  τον τελευταίο λόγο στην  έκδοση  των  βιβλίων  μου, εκείνος τα πληρώνει και με πληρώνει.

Τις προάλλες  που τα λέγαμε, σκέφτηκα ότι δεν έχω λεξιλογήσει για τη λέξη αυτή -οπότε σήμερα λέω να επανορθώσω την παράλειψη. Βέβαια, αφού το αφεντικό προέρχεται από τον αφέντη, σωστό είναι να ξεκινήσουμε από εκεί.

Ο αφέντης, παλαιότερα, ήταν ο ηγεμόνας, ο άρχοντας μιας περιοχής και, τον καιρό της δουλοπαροικίας, ο τσιφλικάς που είχε μεγάλη κτηματική περιουσία και ανθρώπους που δούλευαν στα χτήματά του, ο κτηματίας έστω που έφερνε ανθρώπους να του δουλέψουν. Σήμερα μπορεί να είναι ο κυρίαρχος, μεταφορικά ή κυριολεκτικά, σε μια παραδοσιακά οργανωμένη οικογένεια να πούμε για τον αφέντη του σπιτιού,  όπως επίσης αφέντης είναι ο κάτοχος, ο ιδιοκτήτης ενός κατοικίδιου ζώου, συνήθως  σκύλου. Και σε ένα ζευγάρι, μπορεί να γίνει λόγος για τον  ερωτικό σύντροφο, τον  αφέντη ή την αφέντρα της καρδιάς του/της. Στην παραδοσιακά οργανωμένη  οικογένεια, αφέντη προσφωνούσαν τα παιδιά τον πατέρα, άλλοτε τον  παππού, άλλοτε η  νύφη τον  πεθερό.

Η  λέξη εμφανίζεται και σε πολλές παροιμίες: Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, ας πούμε ή, για ένδειξη αναστάτωσης και σύγχυσης «χάνει το σκυλί τον αφέντη  του». Άλλη παροιμία λέει «το μάτι του αφεντός παχαίνει τ’ άλογό του» ή «του αφέντη  το μάτι παχαίνει το χωράφι», που σημαίνει πως είναι απαραίτητη η επίβλεψη από τον ιδιοκτήτη. Ο αρχαιότροπος λαϊκός τύπος «του αφεντός» ήταν αρκετά συχνός και τον  διέσωσε κι ο Βάρναλης στον  κυρ Μέντιο «όργωνα στα ρέματα / τ’ αφεντός τα στρέμματα».

Ο αφέντης θυμίζει την τουρκική προσφώνηση εφέντιμ, και δικαίως τη  θυμίζει -αλλά η τουρκική λέξη είναι το δάνειο. Ο αφέντης έχει αρχαίες περγαμηνές,  είναι παιδί του αυθέντη. Η λέξη αυθέντης, με τη σειρά της, εμφανίζεται στην  κλασική  αρχαιότητα και σημαίνει αρχικά τον αυτουργό, αυτόν που ενεργεί αφ’ εαυτού. Υπάρχει  στον  Σοφοκλή και ο τύπος αυτοέντης, που δείχνει την  ετυμολογία -το αμάρτυρο *έντης προέρχεται από τη ρίζα του «ανύω» ενώ υπάρχει στον Ησύχιο και το συνέντης = συνεργός.

Ο αυθέντης αρχικά σήμαινε όχι γενικά τον αυτουργό, αλλά ειδικά τον αυτουργό φόνου, τον φονιά. Στον Ρήσο του Ευριπίδη, ο Ηνίοχος διαμαρτύρεται:

καὶ πῶς με κηδεύσουσιν αὐθεντῶν χέρες; Και πώς θα με φροντίσουν τα χέρια των φονιάδων; (δυο λέξεις έχουν αλλάξει από τότε σημασία). Επίσης, η λέξη «αυθέντης» εμφανίζεται και με τη σημασία του αυτόχειρα, του αυτοκτόνου.

Στους επόμενους αιώνες, η σημασία επεκτάθηκε -από τον φονιά, στον  αίτιο, τον πρωτουργό,  αρχικά μιας κακής πράξης (αυθέντης  ιεροσυλίας) αλλά στη συνέχεια πιο ουδέτερα πχ «τον μεν  Κάσσανδρον έφη πέμψειν, τον αυθέντην γεγονότα της πράξεως», πάντως με τη σημασία κάποιου που ενεργεί αυτόβουλα και κάνει κάτι με  το χέρι του, όχι μέσω άλλων.

Αλλά αυτός που ενεργεί αυτόβουλα είναι συχνά και κυρίαρχος, σαν να λέμε αφέντης, δεσπότης -κι έτσι στους επόμενους αιώνες η  λέξη παίρνει και αυτή τη σημασία. Ο γνωστός μας γλωσσοδιορθωτής Φρύνιχος, σε κάποια από τις ρετσέτες του λέει:

Αὐθέντης μηδέποτε χρήσῃ ἐπὶ τοῦ δεσπότου ὡς οἱ περὶ τὰ δικαστήρια ῥήτορες, ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ αὐτόχειρος φονέως.

Δηλαδή: Μην τολμήσεις να  χρησιμοποιήσεις τη  λέξη «αυθέντης» με τη  σημασία  «δεσπότης, αφέντης» όπως κάνουν οι χασοδίκηδες στα δικαστήρια, αλλά να τη λες μόνο για εκείνον που σκοτώνει ιδιοχείρως.

Αλλά βέβαια, οι χασοδίκηδες, εννοώ η  γλώσσα της πιάτσας, η  ζωντανή, επικράτησε, κι έτσι σε μαγικά κείμενα βρίσκουμε την προσφώνηση  «αυθέντα Ήλιε» και σε χριστιανικό κείμενο των  πρώτων  αιώνων  «υπηρέτης ειμί και ουκ αυθέντης», δηλαδή επικράτησε η σημασία αυθέντης = άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης -και, κατ’ επέκταση, ο κύριος, ο ιδιοκτήτης, το αφεντικό.

Μπαίνει εδώ το λατινογενές ρήμα διαφεντεύω (για το οποίο έχουμε γράψει άρθρο) και υπό την επίδρασή  του, διότι ετυμολογήθηκε δια+αφεντεύω, ο αυθέντης έγινε αφέντης. Στο μεσαιωνικό λεξικό του  Κριαρά βλέπουμε να συνυπάρχουν οι τύποι «αυθέντης» και «αφέντης», που άλλωστε ο λεξικογράφος τούς έχει συμπεριλάβει στο ίδιο λήμμα (βρίσκουμε μάλιστα και τη  γενική «του αυθεντός») και τελικά επικρατεί ο αφέντης.

Ήδη πριν από την  Άλωση η λέξη περνάει στα τουρκικά, και δίνει την προσφώνηση efendim και τον  τίτλο efendi, κάτι σαν  «κύριος», αν και νομίζω πως το λένε και για  γυναίκες (χανούμ εφέντη). Άρα, το ελληνικό εφέντης, που το βρίσκουμε κυρίως στα ονόματα της  οθωμανικής  εποχής, είναι αντιδάνειο. Ο Νικολάκη εφέντης, ας πούμε, ήταν Σμυρνιός αξιωματικός του οθωμανικού στρατού,  που έδωσε τα σχέδια του Μπιζανιού στους Έλληνες (και επειδή  κάποιος δημοσιογράφος το έβγαλε στη φόρα,  οι Τούρκοι τον  κρέμασαν).

Σε παλιά κείμενα, θα βρούμε τη λέξη «αυθεντικός» να  σημαίνει «του αυθέντη, του αφέντη». Έτσι, συχνά «αυθεντικός  ορισμός» είναι η  διαταγή του Σουλτάνου.

Στα επόμενα χρόνια, οι λέξεις διαφοροποιήθηκαν. Αυθεντικός έμεινε να σημαίνει αυτό που έχει κύρος, που είναι γνήσιος: αυθεντικό έγγραφο,  αυθεντικός πίνακας του Πικάσο, αυθεντική μαρτυρία και η  λέξη πήρε καινούργια χρώματα με την αυθεντικοποίηση (authentication) της πληροφορικής, όπως τις προάλλες που με έπρηζε ένας για να αυθεντικοποιήσει το μέιλ μου και τελικά μού έστειλε λάθος κωδικό. Από την άλλη, ο αφεντικός έμεινε να αναφέρεται στον αφέντη, ως επίθετο, ή στο αφεντικό όταν είναι αρσενικού γένους (αλλιώς, η  αφεντικίνα).

Αλλά το αφεντικό μου, ο Γιάννης  που λέγαμε, είναι αυθεντικό δείγμα καλού εκδότη.

Posted in Αντιδάνεια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 139 Σχόλια »

Σκουπίδια και φιλότιμο

Posted by sarant στο 10 Απριλίου, 2024

Χτες είχαμε βγει βόλτα με τον φίλο μου τον Ηλία, που ήμασταν μαζί συμμαθητές στο γυμνάσιο. Ανεβήκαμε στον Υμηττό,  από τη  μεριά της  Γλυφάδας, από το γήπεδο της Τερψιθέας.  Ο νότιος Υμηττός είναι λιγότερο σημασμένος από τον κεντρικό ή τον βόρειο. Υπήρχαν βέβαια τα κόκκινα σημάδια πάνω στις πέτρες που δείχνουν  το μονοπάτι, αλλά τίποτε άλλο, καμιά πινακίδα.

Η μόνη πινακίδα που θυμάμαι να είδαμε, σε ένα σημείο που ο ανήφορος προσωρινά σταματάει, ήταν αυτή, που πολύ άτσαλα την έβγαλα και δύσκολα διαβάζεται.

Για να  μη σας κουράζω, γράφει

Μην Πετάτε Σκουπίδια
Αν Έχετε Φιλότιμο!

Θα προσέξατε ίσως ότι τα γράμματα είναι αν όχι καλλιγραφικά πάντως πεποικιλμένα, ενώ η βάση της πινακίδας είναι σπασμένη, και κάπως την έχουν στερεώσει πάνω στα κλαδιά του πεύκου.

Σχολίασα ότι, αφού σκουπίδια δεν υπήρχαν εκεί  γύρω, ως τώρα θα είχαν περάσει μόνο άνθρωποι με φιλότιμο.

— Για το φιλότιμο θα έχεις γράψει, μου λέει ο Ηλίας

— Ναι, βέβαια, του απάντησα -ίσως το θυμάστε κι εσείς, το άρθρο που εξετάζει αν  η λέξη  Φιλότιμο μεταφράζεται σε άλλες  γλώσσες.

— Για τα σκουπίδια;

— Χμμμ.. Δεν θυμάμαι, μπορεί και να  μην έχω γράψει, του απάντησα. Μάλλον δεν έχω αφιερώσει ειδικό άρθρο, του είπα.

— Κακώς. Να  γράψεις, είπε ο Ηλίας. Και για να σε βοηθήσω, συνέχισε, «σκουπίδια» στην τραπεζική αργκό λέγαμε (ο Ηλίας δούλευε σε τράπεζα) τα δάνεια που δεν είχαν εξασφάλιση.

— Δεν το ήξερα, του απάντησα. Μονο στο μπάσκετ ξέρω,  που λένε «σκουπίδια» τα ριμπάουντ.

Είχαμε μια αμφιβολία, αν σκουπίδια είναι όλα τα ριμπάουντ ή μόνο τα επιθετικά και αν είναι όλα τα επιθετικά ριμπάουντ ή μόνο εκείνα όπου η μπάλα βρίσκεται μακριά από το καλάθι. Από το γκουγκλ,  βλέπω ότι πιθανώς η διάκριση αυτή να μην  ισχύει και βρίσκω ότι «σκουπιδιάρης» λέγεται ο παίκτης που μαζεύει πολλά ριμπάουντ.

Στο σημείο εκείνο το μονοπάτι ξανάγινε ανηφορικό, οπότε σταματήσαμε να μιλάμε για να κάνουμε οικονομία δυνάμεων. Όμως, είχα  βρει θέμα για το σημερινό άρθρο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , , | 175 Σχόλια »

Μπαζώματα

Posted by sarant στο 28 Μαρτίου, 2024

Η λέξη «μπάζωμα» βρίσκεται εδώ και μέρες στην επικαιρότητα,  καθώς έχει έρθει σε πρώτο πλάνο το φονικό δυστύχημα  των  Τεμπών, κι έτσι μάλλον θα ξέρετε για ποιο μπάζωμα  λέμε.

Οι συγγενείς των θυμάτων αρχικά και η αντιπολίτευση στη συνέχεια κατηγορούν την κυβέρνηση για το αδικαιολόγητα εσπευσμένο μπάζωμα του χώρου του δυστυχήματος, την επόμενη ή τη  μεθεπόμενη  κιόλας  μέρα, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται εξαιρετικά η διερεύνηση των όσων συνέβησαν τη μοιραία νύχτα, καθώς τα ίχνη έχουν καταστραφεί.

Όπως γράφει εμπειρογνώμονας των οικογενειών,  «Με δεδομένο όμως πως ο χώρος έχει ανεπανόρθωτα αλλοιωθεί από το μπάζωμα, είναι αμφίβολο αν τελικά θα δοθούν απαντήσεις στους συγγενείς των θυμάτων».

Οι εξηγήσεις κυβερνητικών στελεχών  για τους λόγους  που υπαγόρευσαν το βιαστικό μπάζωμα δεν ακούγονται πολύ πειστικές, μεταξύ άλλων  επειδή κατά καιρούς έχουν προβληθεί πολλές και διάφορες δικαιολογίες. Σε τέτοιο κλίμα ένοχης υπεκφυγής, αναμενόμενο είναι να φουντώνουν οι φήμες.

Χτες στη Βουλή ο υπουργός Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδης έκανε ένα άτοπο λογοπαίγνιο, όταν είπε ότι όσοι πολιτικοί κάνουν λόγο για  το μπάζωμα είναι για  τα μπάζα. Θα  έπρεπε ένας εξωκοινοβουλευτικός υπουργός να δείχνει μεγαλύτερο σεβασμό προς την αντιπροσωπεία στην οποία απέτυχε να εκλεγεί, αλλά ίσως η οξύτητα να είναι ο μόνος τρόπος άμυνας.

Εμείς όμως εδώ λεξιλογούμε, οπότε θα πούμε δυο λόγια για το μπάζωμα και για τα μπάζα, ελπίζοντας η ανάλυση που θα κάνουμε για τα μπάζα να μην είναι για τα μπάζα.

Τα μπάζα είναι λέξη που εμφανίζεται κυρίως στον πληθυντικό, και εύλογα, αφού είναι «γενική ονομασία για άχρηστα υλικά (χώμα, πέτρες, τούβλα, ξύλα) που προέρχονται ιδίως από κατεδάφιση οικοδομής» (λέει το ΛΚΝ),  που δίνει και την παραδειγματική φράση «Aπαγορεύεται η ρίψη μπάζων», από την οποία βλέπουμε ότι η γενική δεν  κατεβάζει  τον  τόνο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Αντιδάνεια, Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 124 Σχόλια »

Είναι ηλίθιοι οι ιδιώτες;

Posted by sarant στο 22 Μαρτίου, 2024

Tο σημερινό άρθρο το οφείλω σ’ έναν φίλο που με ρώτησε σχετικά στο Μέσεντζερ -του έδωσα βέβαια μια σύντομη απάντηση, αλλά του είπα επίσης ότι «αξίζει να  γραφτεί άρθρο», όπως συνηθίζω να λέω.

Η ερώτηση του φίλου μου ήταν αν όντως  το αγγλικό idiot, ηλίθιος, προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό «ιδιώτης», και πώς έγινε η μετατόπιση της σημασίας. Η σύντομη απάντηση ήταν ένα μονολεκτικό Ναι, ενώ η εκτενέστερη είναι το σημερινό άρθρο.

Στη σημερινή γλώσσα, ο ιδιώτης είναι εκείνος που «δεν ασκεί δημόσιο λειτούργημα, που δεν είναι δημόσιος υπάλληλος ή στρατιωτικός ή που δεν παρουσιάζεται με την ιδιότητά του αυτή» (ΛΚΝ) ή, πιο σύντομα, «πρόσωπο που δεν κατέχει επίσημο αξίωμα ούτε εκπροσωπεί δημόσια συμφέροντα, απλός πολίτης» (Χρηστικό Λεξικό). Μπορεί ας πούμε να διαβάσετε ότι το τάδε έργο ανατέθηκε σε ιδιώτες ή σε ιδιώτη  ανάδοχο.

Ωστόσο, στο ΛΚΝ υπάρχει και δεύτερο λήμμα  «ιδιώτης»: (ψυχιατρ.) άτομο που πάσχει από ιδιωτεία, που είναι διανοητικά ανάπηρο. Ιδιωτεία είναι η πλήρης διανοητική ανεπάρκεια, η ηλιθιότητα. Με αυτή τη δεύτερη σημασία, η λέξη ιδιώτης είναι είδος αντιδανείου. Προέρχεται από το γαλλικό idiot (ηλίθιος) το οποίο ανάγεται στο αρχαίο ελληνικό  «ιδιώτης», που θα  το δούμε στη συνέχεια τι σήμαινε.

Επίσης στα νέα ελληνικά έχουμε το ρήμα  «ιδιωτεύω» που αναφέρεται στην πρώτη σημασία της λέξης «ιδιώτης», και σημαίνει «παύω να ασκώ ένα δημόσιο λειτούργημα ή αποσύρομαι από τη δημόσια ζωή και ζω ως απλός πολίτης» -ας πούμε, μπορεί να διαβάσετε ότι ο τάδε υπουργός παραιτήθηκε και αποφάσισε να ιδιωτεύσει, δηλαδή να μην  ασχολείται πλέον  με τα  κοινά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αντιδάνεια, Γλωσσικά δάνεια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , | 94 Σχόλια »

Για την ημέρα της ποίησης: το σονέτο και το χάδι

Posted by sarant στο 21 Μαρτίου, 2024

Σήμερα, 21 Μαρτίου, είναι η παγκόσμια μέρα της ποίησης, οπότε είπα να βάλω κάτι ποιητικό -να ξαναβάλω, πιο σωστά, μια και θα επαναλάβω, αλλά αρκετά αλλαγμένο, ένα άρθρο του 2012 με θέμα το σονέτο.

Το σονέτο είναι δεκατετράστιχο ποίημα που ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες  ως  προς το μέτρο και την  ομοιοκαταληξία του, και είναι οργανωμένο σε δύο τετράστιχες στροφές και στη  συνέχεια δύο τρίστιχες. Για την ακρίβεια, αυτή είναι η δομή του κλασικού, ιταλικού σονέτου, που το καλλιέργησε συστηματικά στην πατρίδα μας ο Λορέντζος Μαβίλης, ο ποιητής που σκοτώθηκε το 1912, μαχόμενος με τους ερυθροχίτωνες γαριβαλδινούς, εθελοντής στα 52 του, στον Δρίσκο, στους βαλκανικούς πολέμους. Ο Μαβίλης είναι ο κατεξοχήν Έλληνας σονετογράφος, παρόλο που σονέτα είχαν γραφτεί και πριν απ’ αυτόν, και φυσικά συνέχισαν να γράφονται μετά. Όμως αυτός καλλιέργησε με πολλή τέχνη και σχεδόν αποκλειστικά το δεκατετράστιχο ποίημα, αυτός το καθιέρωσε, δίνοντας ποιήματα που ακόμα και σήμερα είναι πολύ γνωστά. Ας βάλω ένα, την  Ομορφιά.

ΟΜΟΡΦΙΑ

Σε σταυροδρόμια αγέλαστα, όπου σκλάβοι
της δουλειάς τυραγνιούνται στο λιοβόρι,
σαν κολασμένοι, εμπόροι και μαστόροι,
κι όλους, από το χτίστη ως το μανάβη,

Διάφορου δίψα μόνη τους ανάβει –
περνάς εσύ τόμου σκολάσεις κόρη, [τόμου = μόλις]
σαν περιστέρι, και το αγνό σου θώρι
τέλεια κάθε άλλη επιθυμιά τους παύει.

Μακριά από τ΄ ανθισμένα περιβόλια
και αφώτιστοι απ΄ της τέχνης την αχτίδα,
όμως για σε ξεχνούν κάθ΄ έγνοια δόλια

και ειρηνεμένοι σαν από άγια ελπίδα
σε καμαρώνουν μουρμουρίζοντάς σου·
«Η Παναγία, πιτσούνι μου, κοντά σου!»

Οι παλιοί, συχνά το γράφανε «σονέττο», ενώ κάτι λιγότεροι «σοννέτο». Το θέμα είναι βέβαια επουσιώδες, αλλά στο ιστολόγιο ασχολούμαστε και με την  ορθογραφία. Από το 1976 και μετά, τις  δάνειες λέξεις  τις γράφουμε με τον απλούστερο τρόπο, ενώ παλιότερα γινόταν προσπάθεια η ορθογραφία να θυμίζει την λέξη όπως γραφόταν  στη γλώσσα προέλευσης.

Ακριβώς η λέξη σονέτο δείχνει τα αδιέξοδα της άποψης που θέλει να γράφουμε τις δάνειες λέξεις «έτσι που να θυμίζουν την ξένη λέξη από την οποία προέρχονται». Διότι, το σονέτο, αν θεωρήσεις ότι το πήραμε από τα ιταλικά (όπου είναι sonetto,  και τα διπλά σύμφωνα προφέρονται) θα το γράψεις «σονέττο», αν πάλι κρίνεις ότι το πήραμε από τα γαλλικά (όπου είναι sonnet) θα το γράψεις «σοννέτο», ενώ αν, όπως είναι και το πιθανότερο, το πήραμε από τα βενετικά, που δεν έχουν διπλά σύμφωνα (soneto) θα το γράψεις «σονέτο». Πρέπει δηλαδή να ξέρουμε όλες τις γλώσσες της Μεσογείου για να γράψουμε τη δική μας, κάτι που καταντάει παράνοια, γι’ αυτό και πολύ σωστά είπαμε, εδώ και 48 χρόνια, να γράφουμε όσο το δυνατόν απλούστερα τις δάνειες λέξεις. Λοιπόν σονέτο, κι ο Μαβίλης άλλωστε έτσι το έγραφε συνήθως, αν και ο Ηλίας Λάγιος προτιμούσε τη γραφή σονέττο, όπως φαίνεται σε αυτό το ποίημά του, όπου κρατάω την ορθογραφία του:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Επετειακά, Ετυμολογικά, Κύπρος, Ορθογραφικά, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , | 103 Σχόλια »

Η κουλουριώτικη ντοπιολαλιά (μια συνεργασία της Μαρίας Κορμπίλα)

Posted by sarant στο 15 Μαρτίου, 2024

Στο ιστολόγιο αγαπάμε τις ντοπιολαλιές και τακτικά δημοσιεύουμε άρθρα με λέξεις από διάφορες περιοχές της χώρας (πλήρης κατάλογος, στο τέλος του άρθρου). Σήμερα δημοσιεύω μια ακόμα εργασία της σειράς αυτής, μια από τις πληρέστερες που έχουμε δημοσιεύσει, εξαιρετικά τεκμηριωμένη και πλουσιότατη, ακόμα και με εικονογράφηση, από τη  φίλη μας Μαρία Κορμπίλα, μια μελέτη αφιερωμένη στη ντοπιολαλιά της Σαλαμίνας. Eιλικρινά, πρόκειται για υποδειγματική δουλειά. 

Χωρίς άλλα εισαγωγικά, δίνω αμέσως τον λόγο στη φίλη μας

Η κουλουριώτικη ντοπιολαλιά

Εκ Σαλαμίνος ορμώμενη -νησί ένδοξο για την ιστορική ναυμαχία του 480 π.Χ. και γνωστό για τη φράση «πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη»- άδραξα την προτροπή προς τους φίλους του ιστολογίου να στείλουν άρθρα με το λεξιλόγιο της ιδιαίτερης πατρίδας τους, ώστε να παραθέσω λέξεις και φράσεις του τόπου μου.

Αν και η Σαλαμίνα εντάσσεται γεωγραφικά από τους γλωσσολόγους σε αυτό που λέμε «ζώνη του -ίντα», δεν έχει καμία ομοιότητα με τα γλωσσικά ιδιώματα των νησιών του νοτίου Αιγαίου και της Κρήτης. Είναι πολύ κοντά στην Αθήνα γεωγραφικά και περιβάλλεται από την Ελευσίνα, τη Μάνδρα, τον Ασπρόπυργο και τα Βίλια, δηλαδή από πόλεις και χωριά με αρβανιτόφωνους πληθυσμούς, αλλά και από την πόλη των Μεγάρων, που έχει ομιλητές της Κοινής Νέας Ελληνικής.

Τα αρβανίτικα είχαν μεγάλη απήχηση στον ελληνόφωνο πληθυσμό της Σαλαμίνας, τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα κι έπειτα. Η διαδικασία όμως αυτή σίγουρα θα είχε αρχίσει νωρίτερα. Πάντως η γλωσσική ταυτότητα των Σαλαμινίων κατά τους χρόνους του 18ου αιώνα ήταν ελληνική και η καταγωγή των περισσοτέρων αθηναϊκή, όπως αποδεικνύεται από δικαιοπρακτικά έγγραφα (βλ. Π. Βελτανισιάν, «Η γλωσσική ταυτότητα των Σαλαμινίων μέσα από στοιχεία λαϊκού λόγου και φωνολογικά φαινόμενα που απαντούν σε δικαιοπρακτικά έγγραφα από τη Σαλαμίνα, 18ος αι.-μέσα 19ου αι.» στο academia.edu)

Από την προαναφερθείσα εργασία του Π. Βελτανισιάν μαθαίνουμε ότι κατά τον 17ο και 18ο αιώνα επικρατούσαν τα ελληνικά, ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα τα αρβανίτικα απέκτησαν μεγάλη απήχηση στον ελληνόφωνο πληθυσμό της Σαλαμίνας και τελικά υπερίσχυσαν στον προφορικό λόγο -μέχρι την σταδιακή εξαφάνισή τους από τα χρόνια περί το 1960 και έως σήμερα. Τα ελληνικά της Σαλαμίνας ήταν συγγενικά με το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα, το οποίο στην Αθήνα κατά τον 19ο αιώνα υποχώρησε έναντι των λεγομένων Νέων Αθηναϊκών.

Οπωσδήποτε και κατά τον 20ό αιώνα οι ντόπιοι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν έντονα το αρβανίτικο γλωσσικό ιδίωμα στον προφορικό τους λόγο. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, η οποία απεβίωσε το 1973, να δυσκολεύεται να ομιλεί τη νεοελληνική και συχνά είχα ανάγκη διερμηνέα για να καταλάβω τι μου έλεγε. Η επόμενη γενιά απέφευγε να ομιλεί τα αρβανίτικα, ενώ κατανοούσε τα λεγόμενα και απαντούσε στη νεοελληνική. Εκεί είχαμε ανάμειξη των δύο γλωσσικών μορφών και τότε παρήχθησαν νέες λέξεις ή και φράσεις προερχόμενες από ένωση αυτών. Και οι μεγαλύτεροι, όπου δεν ήξεραν την αρβανίτικη λέξη, χρησιμοποιούσαν τη νεοελληνική με αρβανίτικη κατάληξη. Μετά έχουμε παράλληλη χρήση νεοελληνικού και αρβανίτικου λεξιλογίου, ενώ στη συνέχεια το αρβανίτικο στοιχείο χάθηκε. Αξίζει να σημειωθεί πως οι παλιοί Κουλουριώτες τονίζουν μετ’ επιτάσεως πως δεν μιλούν αλβανικά αλλά αρβανίτικα!

Οι νεότεροι δεν ξέρουν πια σχεδόν καθόλου αρβανίτικα. Όμως, μέχρι τις μέρες μας, έχουν παραμείνει λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται ακόμα κι από νέα παιδιά που συχνά συνδυάζουν αρβανίτικα με νεοελληνικά, όπως το «άντε γκρού» (=άντε σήκω) ή ακόμα και με αγγλικά ως λογοπαίγνια, όπως π.χ. «Lets βέμι!» (=Lets go!). Επίσης, συχνά ακούγονται ανάμεσα σε νέους, αλλά και σε μεγαλύτερους σε ηλικία, κάποιες φράσεις όχι και τόσο σεμνές που όμως γίνονται αποδεκτές με κάποιο πονηρό μειδίαμα και σχεδόν πάντα χωρίς παρεξήγηση. Οι πλέον συνήθεις είναι: «άνα μούνου» (=φάε μου το σκ@τό) και το «φάε μου το μούτι» (=φάε μου το σκ@τό). Κοινολεκτούμενη είναι σε όλες τις ηλικίες άνω των 15 η προσφώνηση «μο». Ακούγονται δηλαδή φράσεις όπως: «Μο, έλα έδω!» ή «Μο νάααα, λιψρ!» (=Βρε, άντε να χαθείς!).

Εκτός από τα αρβανίτικα στοιχεία, η ελληνική γλώσσα της Σαλαμίνας διατηρεί ακόμα ορισμένους ιδιωματισμούς. Κάποιες λέξεις και φράσεις της ντοπιολαλιάς προέρχονται από την ορολογία των ναυτικών και των ψαράδων, γεγονός αναμενόμενο καθώς η αλιευτική δραστηριότητα του νησιού μέχρι και τον 20ό αιώνα ήταν σημαντική και ευρύτερα γνωστή, ώστε μάλιστα εξυμνήθηκε σε παλιά αστικά λαϊκά τραγούδια (όπως «Τα κουλουριώτικα γριγριά» του Μανώλη Χρυσαφάκη, ηχογραφημένο το 1937, η «Ψαροπούλα» ή «Καπετάν Ανδρέας Ζέππος» του Γιάννη Παπαϊωάννου, ηχογραφημένο το 1946, «Του γριγρί τα ψαραδάκια» του Τούντα, ηχογραφημένο με τον Νούρο το 1930 και με τον Παπασίδερη το 1931, όπως και άλλα παρεμφερή). Επισημαίνεται ότι οι λέξεις της ναυτικής ορολογίας χρησιμοποιούνται με μεταφορική σημασία και στον καθημερινό λόγο των Κουλουριωτών. Παρομοίως με μεταφορική έννοια χρησιμοποιούνται λέξεις ή φράσεις που προέρχονται από τοπικούς θρύλους. Μία άλλη κατηγορία λέξεων σχετίζεται με στοιχεία της ντόπιας λαογραφίας (θρησκευτικές εορτές, τοπική αρχιτεκτονική, μαγειρική κλπ). Τέλος στο ιδίωμα του νησιού παρατηρούνται επίσης και μερικές γραμματικές διαφοροποιήσεις από την κοινή νέα ελληνική, κυρίως ως προς την κλίση κάποιων ρημάτων και ουσιαστικών.

Θα παραθέσω λοιπόν κάποιες λέξεις και φράσεις που έχω ακούσει να χρησιμοποιούνται ακόμα στις μέρες μας  -μερικές ίσως σπανιότερα- ελπίζοντας να κεντρίσω όποιον γνωρίζει περισσότερα να συνεισφέρει στον εμπλουτισμό της ντοπιολαλιάς της Κούλουρης. Όσα παραθέτω προέρχονται από δικά μου ακούσματα, συζητήσεις και διάφορες διηγήσεις παλαιοτέρων γνωστών και συγγενών, ενώ συγχρόνως έγινε και διασταύρωση της σημασίας τους από γραπτά κείμενα. Όπου κατέστη δυνατόν, δίνεται η ετυμολογία, ενώ η επεξήγηση των λέξεων ή των φράσεων συνοδεύεται από φωτογραφίες ή από σχετικά αποσπάσματα λογοτεχνικών κειμένων και γραπτών πηγών.

Συμβουλεύτηκα επίσης την, εξαντλημένη σήμερα, λεξικογραφική δουλειά του συντοπίτη μου Τάσου Καραντή, Το Κουλουριώτικο γλωσσάρι (2001), που αποτέλεσε μια πρώτη καλή προσπάθεια συλλογής και παρουσίασης του σχετικού υλικού. Ας αναφερθεί ακόμη ότι στοιχεία του τοπικού ιδιώματος παρουσιάζονται και σε λογοτεχνικά έργα συγγραφέων κουλουριώτικης καταγωγής, όπως οι Δημήτρης Μπόγρης, Γιάννης Μαγιάτης και Χρήστος Σ. Μυλωνάς, καθώς και στο βιβλίο «Σαλαμινίων συνταγές από τους μαθητές μας» που εξέδωσε η Ένωση Συλλόγων Γονέων Σαλαμίνας το 2007.

αγάντα – βόγα: κίνηση βάρκας με κουπιά.

Αγάντα: βάλε δύναμη

Βόγα: κίνηση προς τα εμπρός

(α)κλατσάδες (οι): τσακιστές πράσινες ελιές. Ηχοποίηση. Η λέξη προήλθε από τον ήχο «κλατς» που έκαναν καθώς τις τσάκιζαν ανάμεσα  σε δυο πέτρες ή με μια πέτρα ή βότσαλο πάνω σε μάρμαρο. (Προφορική μαρτυρία των Κ.Ζ και Κ.Ρ.)

απάωρος -η: κάποιος που βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου, κουτός ή αφελής.

«Μην του δίνεις σημασία –είναι απάωρος».

άτρα – βίτρα: από πολύ παλιά, εδώ και πολλά χρόνια. Παλαιόθεν. Για παράδειγμα:

Πόσα χρόνια είστε εδώ;

-Ουουου, άτρα -βίτρα.

αχιουβάδες: αχιβάδες

βένια: δοκάρι από κέδρο (βλέπε λιακωτό).

γιαλέγκα (τα) ή γιαλέγκοι (οι): γυάλινοι βόλοι, γκαζάκια, μπίλιες. «Το σκοτάδι, που ήρθε γρήγορα, δεν βοήθαγε να συνεχίσουνε το παιχνίδι με τους βώλους και τα γιαλέγκα στις μικρές επίπεδες και στεγνές επιφάνειες του χωμάτινου γιαλού» (Μυλωνάς Σ. Χρήστος, Χριστουγεννιάτικο της Κούλουρης, Σαλαμίνα, Νοέμβριος 2015).

γκόγκλες (οι): χειροποίητο ζυμαρικό με νερό, αλεύρι σαν μικροί σβώλοι που περιχύνονται με καυτό λάδι ή και μυζήθρα.

ζάφτι: εξουσία, υποταγή. Κάνω ζάφτι: ελέγχω, υποτάσσω.

ζάφτι (τό) δημ. (τουρκ.) κ. ζάπι μ. ἐν τῇ φρ. κάμνω ζάφτι, καταβάλλω, δαμάζω, ἐπιβάλλομαι χειραγωγώ, ἔχω τινὰ ὑποχείριον : μεγάλωσαν τὰ παιδιά μου καὶ δὲν τὰ κάνω ζάφτι. (Μέγα Λεξικόν Ελληνικής Γλώσσης ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ, Τόμ. Δ’.)

κακατσίθρες (οι): καυκαλίθρες. Προφανής τσιτακισμός.

καραβίνα (η): βόλτα των παιδιών, κρεμασμένων στα πλαϊνά των φορτηγών (στη ζούλα).

Ρήμα : καραβίνω= κρέμομαι.

καρκαλέτσι (το): ακρίδα. Υπάρχει και επώνυμο Καρκαλέτσης.

καρτεράδες (οι):  ψάρεμα με δίχτυα σε περάσματα ψαριών. Ετυμ.: < καρτέρι<  αρχ. καρτερώ(-έω).

κατσάρι (το): παντόφλα που έχει προέλθει από παλιό παπούτσι, του οποίου έχουμε πατήσει το πίσω μέρος (φτέρνα) και έχει γίνει παντόφλα. Ετυμ: ίσως από το  τσόκαρο< τσάκαρο < κάτσαρο (κατά προληπτικήν αφομοίωσιν και αντιμετάθεσιν συλλαβών < κατσάρι (υποκορ. του κάτσαρο με την κατάληξ. -ιον) (Γ. Πάγκαλος, Περί του γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης, 1955).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Αντιδάνεια, Ετυμολογικά, Ντοπιολαλιές, Ονόματα, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , | 152 Σχόλια »

Το Ζάρι

Posted by sarant στο 14 Μαρτίου, 2024

Το γράφω με κεφαλαίο πρώτο γράμμα, άρα καταρχήν δεν αναφέρομαι στο ζάρι σαν πράγμα, αλλά σαν τίτλο, το Ζάρι. Καταρχήν όμως, διότι εδώ λεξιλογούμε, οπότε και θα ξεστρατίσουμε και στα λεξιλογικά  μας.

Θα το ξέρετε βέβαια, Ζάρι είναι ο τίτλος του τραγουδιού με το οποίο θα πάρει μέρος η Ελλάδα στον διαγωνισμό της Γιουροβίζιον φέτος -ή ίσως Zari, αφού και έτσι το είδα. Τραγουδάει η πολύ καλή Μαρίνα Σάττι, ενώ τη σύνθεση την υπογράφουν 7 (!) συνθέτες, ανάμεσά τους και η Μ. Σάττι, τους δε στίχους τέσσερις στιχουργοί, ανάμεσά τους και η  Μ. Σάττι πάλι, δικαιώνοντας θα λέγαμε τον Σεφέρη που έγραψε «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας».

Πρέπει να είναι η  πρώτη φορά που το ιστολόγιο δημοσιεύει άρθρο με αφορμή τραγούδι της Γιουροβίζιον. Έχουμε κάνει κατά καιρούς κάποιες παρεμπίπτουσες αναφορές σε Μεζεδάκια, ενώ πριν από… 15 χρόνια είχαμε δημοσιεύσει μια επιφυλλίδα του πατέρα μου, με τίτλο Ανοησίες σε πολυτελή συσκευασία, που ήταν μια κριτική (όχι ευνοϊκή, προφανώς) στον θεσμό γενικώς.

Αλλά το φετινό τραγούδι συζητήθηκε ευρέως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -«δίχασε», σύμφωνα με το κλισέ. Στην αρχή, πάρα πολλοί το αποδοκίμασαν, ανάμεσά τους καλοί φίλοι και σοβαροί άνθρωποι. Λίγοι το υπερασπίστηκαν αμέσως. Ίσως να έχει κάτι το βραδυφλεγές το τραγούδι, διότι την πρώτη φορά που το άκουσα δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, θετική ή αρνητική, κι έτσι βρέθηκα, στο φλέγον αυτό ζήτημα, ουδέτερος, κι ευτυχώς που δεν έχει φέισμπουκ ο Σόλων (ο αρχαίος) διότι θα με κήρυχνε κι εμένα άτιμο αφού, στασιαζούσης της πόλεως, δεν είχα διαλέξει πλευρά.

Μετά το ξανάκουσα, και κάπου την τρίτη φορά μού κόλλησε, οπότε δεν κινδυνεύω πλέον από τον Σόλωνα. Ακούστε το κι εσείς:

Εδώ όμως  λεξιλογούμε, λέτε. Ε, να πούμε δυο λόγια για τη λέξη «ζάρι».

Το ζάρι βέβαια είναι «μικρός κύβος που σε κάθε πλευρά του φέρει από μία έως έξι κουκκίδες και χρησιμοποιείται σε τυχερά ή επιτραπέζια παιχνίδια», όπως λέει το λεξικό. Συνήθως η λέξη  εμφανίζεται στον πληθυντικό, διότι πολλά παιχνίδια παίζονται με δύο ζάρια, ιδίως το τάβλι (και κάποια άλλα με περισσότερα), ενώ λέγοντας «τα ζάρια» εννοούμε επίσης τυχερό παιχνίδι που παίζεται με ζάρια, ακριβέστερα μόνο με ζάρια -δηλαδή δεν είναι τα ζάρια βοηθητικό στοιχείο για να παιχτεί το παιχνίδι όπως στο τάβλι ή σε διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια αλλά το κύριο στοιχείο του παιχνιδιού, όπως π.χ. στο μπαρμπούτι.

Ετυμολογικά, το ζάρι ήρθε στα ελληνικά τον Μεσαίωνα, αραβικό δάνειο από τον τύπο az-zahr που είναι πληθυντικός (τα ζάρια), που έδωσε το μεσαιωνικό αζάριον.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Μουσική, Ποίηση, Τραγούδια | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 196 Σχόλια »

Στον πάτο του βαρελιού

Posted by sarant στο 27 Φεβρουαρίου, 2024

Πριν από καμιά δεκαριά μέρες,  ο πρωθυπουργός, σχολιάζοντας τις αγροτικές  κινητοποιήσεις, υποσχέθηκε: Σε κάθε περίπτωση αποτελεί προτεραιότητα για εμάς να στηρίξουμε την ανταγωνιστικότητα του πρωτογενούς τομέα και το αγροτικό εισόδημα. Και γι’αυτο θα ξύσουμε τον πάτο του βαρελιού για να μειώσουμε τους παράγοντες κόστους της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός υπόσχεται  ότι θα επιδοθεί σε αυτή την  περίεργη άσκηση. Τον Οκτώβριο που μας πέρασε, σε τηλεοπτική συνέντευξη, είχε πει: «Δεσμεύομαι ότι θα ξύσω τον πάτο του βαρελιού», προκειμένου να στηρίξει τους πιο αδύνατους πολίτες.

Η έκφραση ακούγεται τα τελευταία χρόνια, θα έλεγα μάλιστα τα τελευταία λίγα χρόνια, σε τούτη  τη δεκαετία -αν και είναι πιθανό να πέφτω έξω. Σε κανένα από τα μεγάλα λεξικά μας δεν τη βρήκα, ούτε στο ηλεκτρονικό  ΜΗΛΝΕΓ, ούτε καν στο Βικιλεξικό, το οποίο συχνά αποδεικνύεται να  έχει τα πιο γρήγορα ανακλαστικά, έστω κι αν κάποτε η εγκυρότητά του χωλαίνει. Οπότε, έχει αξία να  καταγράψουμε, έστω κι εδώ, αυτόν τον  νεοφανή αστέρα -θα λέγαμε «τον νεολογισμό» αν και ο όρος αυτός συνήθως χρησιμοποιείται για λέξεις.

Αν στηριχτούμε στα δύο παραθέματα του κ. Μητσοτάκη, όταν δεσμεύεται ότι θα ξύσει τον πάτο του βαρελιού για να στηρίξει τους ασθενέστερους πρέπει να σημαίνει πως υπόσχεται ότι, παρόλο που οι πόροι είναι περιορισμένοι, θα καταβάλει κάθε  προσπάθεια, θα επιστρατεύσει κάθε πόρο για να το καταφέρει.

Αλλά, τον πάτο του βαρελιού; Τις  περισσότερες φορές το βαρέλι φέρνει στο μυαλό μας τα βαρέλια του κρασιού, όπως ήταν αραδιασμένα το  ένα  πλάι  στο άλλο  στις παλιές ταβέρνες -βέβαια,  ένα τέτοιο βαρέλι δεν έχει  πάτο, όχι επειδή μοιάζει με τον πίθο των  Δαναΐδων αλλ’ επειδή  είναι  πλαγιασμένο.

Ωστόσο, στα μπακάλικα, σε βαρέλι έχουν  τη  φέτα ή διάφορα αλίπαστα, οπότε εκεί το βαρέλι είναι  όρθιο και έχει πάτο.

Η έκφραση  υπάρχει στα αγγλικά, και ο πρωθυπουργός από εκεί τη μετέφερε στα ελληνικά,  αν και δεν θα είναι μάλλον ο  πρώτος που τη μετέφερε. Η αγγλική  έκφραση  είναι to scrape the bottom of the barrel, όμως στα αγγλικά η σημασία της είναι κάπως διαφορετική  -ας πούμε, στον ιστότοπο των  λεξικών του Cambridge βρίσκω τον  ορισμό to use the worst people or things because that is all that is available -χρησιμοποιώ ανθρώπους ή πράγματα δεύτερης διαλογής επειδή δεν  έχουν  απομείνει καλύτερα.  Και την παραδειγματική φράση: Richard’s in the team? You really are scraping the bottom of the barrel!  Κανονικά ο Ρίτσαρντ είναι εξωφυλαρούχας,  αλλά η  ομάδα έχει πολλές απουσίες κι έτσι αναγκάστηκε να τον επιστρατεύσει κι αυτόν.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικό ληξιαρχείο, Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Νεολογισμοί, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 187 Σχόλια »

Το βαρίδιο και το *ναζίδιο

Posted by sarant στο 23 Φεβρουαρίου, 2024

Τις προάλλες, η κυπριακή Καθημερινή είχε ένα άρθρο με τίτλο «Οι συχνές αποδράσεις ακόμη ένα βαρίδιο για την αστυνομία». Δεν θα το σχολιάσω γιατί δεν το ξέρω καθόλου το θέμα -το πρόσεξα μόνο και μόνο επειδή στον τίτλο χρησιμοποιείται ο ασυνήθιστος τύπος βαρίδιο, αντί για τον πολύ κοινότερο βαρίδι.

Και μου έκανε  ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση επειδή, όταν  τις προάλλες ήρθε η είδηση για τη δολοφονία του Ναβάλνι, πολλοί στο Τουίτερ επιτέθηκαν σε όσους έβγαλαν μήνυμα καταγγελίας της δολοφονίας -και στήριζαν την επίθεσή τους στο ότι, κατά τη γνώμη τους, ο Ναβάλνι ήταν «ναζίδιο».

Εδώ μπορούμε να σταθούμε λιγάκι και στην ουσία -άλλωστε έγραψα για δολοφονία και όχι για θάνατο. Όχι, δεν ξέρω τίποτα για τις περιστάσεις του θανάτου του Ναβάλνι, μάλιστα απέφυγα να διαβάσω τη σχετική ειδησεογραφία. Αλλά όταν ένας πολιτικός κρατούμενος φυλακίζεται υπό σκληρές συνθήκες σε φυλακή στον Αρκτικό κύκλο, τότε ο θάνατός του είναι κρατική δολοφονία ακόμα κι αν επέλθει «φυσικά».

Ο Ναβάλνι ήταν μέλος του δεξιού φιλελεύθερου κόμματος Γιαμπλόκο στις αρχές του αιώνα, ενώ περί το 2007 είχε ιδρύσει ένα εθνικιστικό κόμμα με έντονη αντιμεταναστευτική θέση. Σε ένα βίντεο που γύρισε, παρομοίαζε τους μετανάστες από τον  Καύκασο με κατσαρίδες. Στη συνέχεια απομακρύνθηκε από αυτές τις ρατσιστικές θέσεις αλλά όταν  ήρθε σε σύγκρουση με τον Πούτιν η προπαγάνδα του καθεστώτος ξέθαψε τη δήλωση αυτή, μαζί με  άλλα πραγματικά ή χαλκευμένα στοιχεία, ώστε να τον  παρουσιάσει για ναζιστή. Να πούμε εδώ ότι η  Διεθνής Αμνηστεία, με βάση  τις καταγγελίες αυτές, έπαψε να θεωρεί «κρατούμενο συνείδησης» τον Ναβάλνι -αλλά να πούμε επίσης ότι και τον  Νέλσον  Μαντέλα τον είχαν βγάλει από τον  ίδιο κατάλογο επειδή δεν είχε αποκηρύξει τη βία.

Οπότε, ενώ καμιά αγάπη δεν έχω για τις πολιτικές θέσεις του Ναβάλνι ή για όσους δυτικούς τον εργαλειοποιούσαν, θεωρώ ότι η δολοφονία του έπρεπε να καταγγελθεί, όπως πρέπει να καταγγελθεί η συνεχιζόμενη  εξοντωτική κράτηση του Ασάνζ, για τις θέσεις του οποίου αισθάνομαι πολύ μεγαλύτερη συμπάθεια. Κι έτσι κλείνω την παρένθεση και, επικαλούμενος το γνωστό μας ρητό «Εμείς εδώ λεξιλογούμε», στρέφομαι στον τύπο *ναζίδιο, που τον βάζω κι αυτόν με αστερίσκο για να δείξω πως τον  θεωρώ προβληματικό.

Ο αναμενόμενος τύπος, βέβαια, είναι «ναζίδι», και είναι και αυτός που χρησιμοποιείται συχνότερα, και με μεγάλη διαφορά. Ωστόσο, στο Τουίτερ τουλάχιστο, βρίσκει κανείς όχι λίγους τύπους «ναζίδιο». Σε  αντίθεση με το βαρίδι, το ναζίδι δεν είναι λεξικογραφημένος όρος, μια και ανήκει πιο πολύ στην  καθομιλουμένη ή στην αργκό, αλλά αναγνωρίζουμε ότι προέρχεται από τους Ναζί και το παραγωγικό τέρμα -ίδι.

Το παραγωγικό αυτό τέρμα (ορολογία κυρίως του Μπαμπινιώτη) ή επίθημα χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα ή ουσιαστικά. Κατά το ΛΚΝ δηλώνει: α. πράξη που γίνεται ή έγινε πολλές φορές: (βρίζω) βρισίδι, (σπρώχνω) σπρωξίδι, (στριμώχνω) στριμωξίδι· (κανόνι) κανονίδι, (μπουνιά) μπουνίδι, (πιστόλι) πιστολίδι, (τουφέκι) τουφεκίδι. β. αποτέλεσμα ενέργειας: (μουσκεύω) μουσκίδι. || Επίσης, εμφανίζεται σε συγκεκριμένα ουσιαστικά: (στολίζω) στολίδι, (στρώνω) στρωσίδι, (φτιάχνω) φτιασίδι. || Ενώ, συνήθως με το πρόθημα απο- και στον πληθυντικό, δηλώνει ό,τι απόμεινε από την ενέργεια τη σχετική με το σημαινόμενο από την πρωτότυπη λέξη: αποκαΐδι, αποστραγγίδι, αποχτενίδι· (πριονίζω) πριονίδι, (σκουπίζω) σκουπίδι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in χημεία, Ετυμολογικά, Ευπρεπισμός, Λεξικογραφικά, μέσα κοινωνικής δικτύωσης | Με ετικέτα: , , , , , | 109 Σχόλια »

Μπορώ και χωρίς τα γυαλιά μου

Posted by sarant στο 22 Φεβρουαρίου, 2024

Πριν από λίγο καιρό, την ώρα που έφευγα για το αεροδρόμιο για να  πετάξω για Ελλάδα, όπως έκανα έλεγχο για διαβατήριο,  κλειδιά, κινητό και άλλα απαραίτητα, αναζήτησα και τα γυαλιά μου. Δεν τα βρήκα στα συνηθισμένα σημεία. Σκέφτηκα πως θα τα έχω αφήσει στο αυτοκίνητο, αλλά επειδή το ταξί περίμενε απέξω κι επειδή έχω άλλα γυαλιά στην Αθήνα δεν  πήγα στο γκαράζ να τα ψάξω.

«Μπορώ και χωρίς τα γυαλιά μου», σκέφτηκα,  χρησιμοποιώντας τον τίτλο μιας ασήμαντης αμερικάνικης σεξοκωμωδίας του 1977, που η  μόνη της αξίωση για υστεροφημία είναι ότι υπήρξε η πρώτη ταινία στην  οποία έπαιξε ένα  ρολάκι ο μετέπειτα διάσημος και αξέχαστος Ρόμπιν Γουίλιαμς. Είχε έρθει και στην Ελλάδα η ταινία, και αυτός βέβαια είναι ο ελληνικός της τίτλος, διότι ο αγγλικός τίτλος ήταν Can I Do It… ‘Til I Need Glasses?. Δεν την είχα δει, αλλά ο τίτλος εντυπώθηκε στη μνήμη  μου και από τότε τον  θυμάμαι εδώ και σχεδόν πενήντα χρόνια. Ίσως δεν είμαι ο μόνος που θυμάται τον πιασάρικο τίτλο της ασήμαντης ταινίας, διότι γκουγκλίζοντας βρίσκω και άρθρο της Ρούλας Γεωργακοπούλου με τον τίτλο του σημερινού μας άρθρου, αν και βέβαια μπορεί να πρόκειται για σύμπτωση.

Στο άρθρο της, η Ρουλα Γεωργακοπούλου δηλώνει  ότι μπορεί και χωρίς τα γυαλιά της επειδή έβαλε φακούς επαφής. Πιο μινιμαλιστικά, εγώ, ενώ φοράω γυαλιά από 14 χρονών περίπου, τα τελευταία 10-15 χρόνια τα φοράω όλο και λιγότερο: καθώς έχω σχετικά χαμηλή μυωπία, κάπου 2-2,5 βαθμούς, κι επειδή τώρα με την  πρεσβυωπία τα γυαλιά με εμποδίζουν να διαβάζω από κοντά,  συνεχώς τα βγάζω, τα αφήνω σε απίθανα σημεία και μετά τα ψάχνω για ώρες. Ξέρω ότι υπάρχουν πολυεστιακά, αλλά είμαι τεμπέλης. Εξάλλου, γυαλιά χρησιμοποιώ μόνο στον  κινηματογράφο και το θέατρο ή όταν  οδηγώ, ιδίως τη νύχτα. Τηλεόραση σπανίως βλέπω (από τη συσκευή της τηλεόρασης).

Τα γυαλιά, όπως λέει το λεξικό, είναι  ζευγάρι από ειδικούς φακούς που είναι προσαρμοσμένοι σε σκελετό και που χρησιμοποιούνται για τη διόρθωση της ελαττωματικής όρασης ή απλώς για την προστασία των ματιών -διότι εκτός από γυαλιά μυωπίας (ή οράσεως, όπως  τα λένε) υπάρχουν και τα γυαλιά ηλίου.

Συνήθως η λέξη εκφέρεται στον πληθυντικό, αν και σε προφορικό λόγο μπορούμε να βρούμε και ενικό (π.χ. «με γεια το γυαλί», «πολύ ωραίο γυαλί»). Το γυαλί βεβαίως έχει άλλη πρώτη σημασία, που θα την αφήσουμε για άλλο άρθρο, ενώ και τα γυαλιά μπορεί να είναι και τίποτα σπασμένα τζάμια ή γυάλινα σκεύη πεσμένα καταγής (Πάρε με αγκαλιά, να μην πατήσω τα γυαλιά έλεγε στο τραγούδι του Τάκη Μουσαφίρη η Μαίρη Μαράντη) αλλά συνήθως όταν λέμε «τα γυαλιά» δεν έχουμε άλλη ανάγκη προσδιορισμού παρά αν πρόκειται για ηλίου ή μυωπίας, όπως είπαμε, έστω κι αν στα σημερινά γυαλιά οι φακοί δεν είναι από γυαλί.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Κινηματογράφος, Προσωπικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 176 Σχόλια »