Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

ΛΙΜΕΡΙΚΙΑ

Η σελίδα αυτή είναι το απόσταγμα από ένα άρθρο για τα λιμερίκια στο οποίο είχα ζητήσει από τους φίλους του ιστολογίου να γράψουν τα δικά τους στιχουργήματα. Εδώ παρουσιάζω το αρχικό άρθρο συν τις δικές σας δημιουργίες, χωρίς τα άλλα, μη στιχουργικά, σχόλια.

Τα λιμερίκια είναι η ελληνική απόδοση του αγγλικού limericks, λίμερικ. Είναι πεντάστιχα ποιήματα, με ομοιοκαταληξία ΑΑΒΒΑ, με σατιρικό, άσεμνο ή ανόητο θέμα –είναι μια άσκηση στην αθυροστομία και στη σαχλαμάρα, αλλά έχει γούστο.

Λέγονται έτσι, επειδή (φαίνεται ότι) ξεκίνησαν από την ιρλανδική πόλη Λίμερικ, ή τουλάχιστον έτσι λένε τα κιτάπια. Μεγάλος λιμερικογράφος ήταν ο εγγλέζος ποιητής Έντουαρντ Ληρ (1812-1888). Θα δούμε ένα λιμερίκι του Ληρ από την Βικιπαίδεια γιατί είναι τυπικό της φόρμας του στιχουργήματος:

There was an Old Man of Aosta
Who possessed a large Cow, but he lost her;
But they said, ‘Don’t you see,
she has rushed up a tree?
You invidious Old Man of Aοsta!’

Στα αρχετυπικά λιμερίκια, ο πρώτος στίχος πάντοτε λέει «Ήταν Χ από το Υ», όπου Χ ο προσδιορισμός ενός προσώπου (ένας γέρος, νέος, άντρας, μια γυναίκα, γριά, κοπέλα, ένα αγόρι, κορίτσι κτλ.) και Υ ένα τοπωνύμιο. Ο δεύτερος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον πρώτο. Ο τρίτος και ο τέταρτος στίχος έχουν λιγότερες συλλαβές, είναι πιο κοντοί, ενώ ο πέμπτος συνήθως επαναλαμβάνει επαυξητικά τον πρώτο. Αυτή η τελευταία απαίτηση των ληρικών λιμερικιών πιστεύω ότι αδυνατίζει πολύ το ποίημα και δένει τα χέρια του στιχουργού, γιατί χάνεις μια ωραία δυνατότητα για κατακλείδα αν πρέπει ντε και καλά να επαναλάβεις τον εισαγωγικό στίχο.

Τα λιμερίκια συχνά είναι άσεμνα –όπως λέει ένα… μεταλιμερίκι (αφού είναι λιμερίκι για τα λιμερίκια), όσα είναι γουστόζικα είναι σόκιν, κι όσα είναι σεμνά δεν έχουν γούστο:

The limerick packs laughs anatomical
In space that is quite economical,
But the good ones I’ve seen
So seldom are clean,
And the clean ones so seldom are comical.

Λιμερίκια και μάλιστα άσεμνα έχει γράψει ο Σεφέρης, τα εντεψίζικα (που θα πει άσεμνα στα τούρκικα). Παραθέτω ένα που μ’ αρέσει:

«Ήταν ένα παιδόπουλο στο Αίγιο
Κι ένας λόρδος περνώντας του λέγει: Ω!
Αν μ’ αφήσεις πριν φύγω
Να σ’ τον κάτσω για λίγο
Θα σε στείλω μετά στο Κολλέγιο.»

Ξέχασα να πω ότι οι λιμερικολόγοι συνιστούν η πρώτη ρίμα να είναι σπάνια (όπως εδώ).  Άλλα λιμερίκια του Σεφέρη μπορείτε να βρείτε εδώ (στο κάτω μέρος της σελίδας).

Με όλο το σεβασμό, πάντως, τα περισσότερα δεν τα βρίσκω και πολύ πετυχημένα –κι αν για τις μεταφράσεις του Σεφέρη υπάρχει ένα είδος ομερτάς και απαγορεύεται να πεις ότι έχουν λάθη, για τα λιμερίκια ελπίζω να μου επιτραπεί να εκφράσω την άποψή μου.

Στο ύφος του Σεφέρη (με το ψευδώνυμο Γιώργος Εντεψής), ο ποιητής Γιώργος Μίχος έγραψε κι αυτός άσεμνα λιμερίκια, τα οποία επιπλέον τηρούν την αρχική ληρική προδιαγραφή, δηλαδή ο πέμπτος στίχος να επαναλαμβάνει επαυξητικά τον πρώτο:

Ήταν ένα κορίτσι στην Καλλιθέα
που είχε το μουνάκι κοινή θέα
Οι διαβάτες που περνούσαν
σκύβαν και το προσκυνούσαν
το μουνάκι κοινή θέα στην Καλλιθέα.

Μερικά ακόμα του Μίχου, πατώντας εδώ.

Ο Νίκος Δήμου έχει γράψει για τα λιμερίκια, και έχει γράψει και μερικά λιμερίκια, όχι άσεμνα αλλά πετυχημένα (κι έτσι διαψεύδει το μεταλιμερίκι που είδαμε πιο πάνω, ότι τα σεμνά δεν έχουν γούστο). Μ’ άρεσε αυτό:

Μια κοπέλα απ’ την Ερζερούμ
Ρώταγε τους Γερμανούς: Βαρούμ
είστε τόσο σκυθρωποί
μόνο δουλειά και προκοπή;
Απάντησαν: τι άλλο να χαρούμ’;

(καλύτερα όμως να άλλαζε τονισμό: απαντήσαν, πάει πιο καλά στο μέτρο).

Πιο πολλά του Δήμου, και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για λιμερίκια (μερικές τις έχω κλέψει), βρίσκονται εδώ.

Θα κλείσω την περιδιάβαση με τα πολύ συμπαθητικά «λιμερίκια της ομογένειας», που έγραψε ο φίλος Στάθης Φριλ, που ζει στην Αμερική. Υπάρχει ολόκληρη σελίδα, που σας τη συνιστώ οπωσδήποτε, αλλά εδώ ξεσηκώνω ένα:

Στην Αστόρια ο Στέργιος σαν πρώτα
βγήκε για να ανταμώσει τη Γιώτα·
μα πριν φτάσει, λοιπόν,
στην πλατεία Αθηνών
τον εχτύπησε μία Τογιότα.

(όπου μαθαίνουμε ότι στην Αστόρια υπάρχει πλατεία Αθηνών).

Είπα ότι “θα κλείσω”, αλλά θα ήταν παράλειψη να μην προσθέσω το εξαιρετικό σημείωμα του Νίκου Λίγγρη στη Λεξιλογία. Εκεί θα βρείτε και δύο πεντέφια: ένα 16σέλιδο με λιμερίκια του Ληρ και ένα δισέλιδο με σχολικά λιμερίκια.

Λοιπόν, ύστερα από όλην αυτή την εισαγωγή, επί το έργον. Το ιστολόγιο προκηρύσσει διαγωνισμό συγγραφής λιμερικιών. Γίνονται δεκτά όλα τα είδη, με μοναδικό περιορισμό να τηρείται το πεντάστιχο και η ρίμα ΑΑΒΒΑ. Δηλαδή, δεν είναι ανάγκη να ξεκινήσετε με «Ήταν ένας γέρος από….», ούτε είναι ανάγκη ο τελευταίος στίχος να επαναλαμβάνει τον πρώτο, ούτε είναι υποχρεωτικό να είναι πιο κοντοί ο τρίτος και ο τέταρτος στίχος. Όμως, παρακαλώ να υπάρχει ρίμα (έστω και κουτσή) στη φόρμα ΑΑΒΒΑ.

Θα μου πείτε, γιατί δεν δίνω εγώ το καλό παράδειγμα. Σωστό αυτό. Λοιπόν, ορίστε δυο-τρία λιμερίκια που τα σκάρωσα χτες, εμπνευσμένα μάλιστα από τις δημοτικές εκλογές.

Ήταν ένας παπάς στη Σαλονίκη
που θαρρούσε πως η πόλη του ανήκει
«Όσο ζω κι όσο ζεις
δήμαρχος δεν θα βγεις»
είπε –κι έδωσε στον κυρΓιάννη τη νίκη!

κι άλλο ένα να μη μένουν παραπονεμένοι οι Αθηναίοι:

Ένας δήμαρχος που τον λέγαν Νικήτα
που θαρρούσε πως αήττητος ήταν
Άρπαξε το πριόνι
δέντρο δεν του γλιτώνει
κι έτσι τώρα τον λένε Νικ-ήττα

Οι φίλοι του ιστολογίου έγραψαν τα εξής λιμερίκια:

Σ΄ ένα ιστολόγιο περιωπής
Συχνάζουν ολονυχτίς κι ολημερίς
Παιδιά πρώτα
Που αλλάζουν τα φώτα
Της γραμματικής
(Nicolas)

Ένας δήμαρχος απ’ το Παγκράτι
δεν ήξερε να κάνει κράτει
σε ασχημίες
και ατιμίες
γι’ αυτό κι ο κόσμος τού γύρισε την πλάτη.
(Raniouska)

Ένας ντεμέκ Ζορό από τη Σαλονίκη
του παρακράτους άξιο δεκανίκι
βαρύς, ναζιάρης
και τραγουδιάρης
παίζει στα δάχτυλα τη νίκη-φρίκη.
(Raniouska)

Ήταν ένας μάγκας από την Σαλονίκη
κι΄εριξε στην Νίκη ένα μανίκι
και της φούσκωσε την κοιλιά
μυρίστηκε όμως η σύζυγος την δουλειά
κι΄εσπασε στο ξύλο την γκαστρωμένη Νίκη!
(Atheofobos)

Ήταν μια κοπελιά απ’ την Πάτρα
που τη λέγαν φυσικά Κλεόπάτρα
μάθαινε αγγλικά,
γαλλικά, ιταλικά
αλλά όλα τα μιλούσε τσάτρα-πάτρα.
(Εγώ)

Στου Σαραντάκου το πάνου λημέρι
τα παλικάρια τού στήνουν καρτέρι
για να ληστέψουν τ΄ αρματολίκι
να του σκαρώσουν καλό λιμερίκι
κι ν΄ ανταμείψουν του πρώτου ξιφτέρι!
(New Age Mama)

Ήταν ένας νεαρός από το Φάληρο
που ξενιτεύτηκε να βγάλει κάνα τάλληρο
ξεκίνησε και ένα ιστολόγιο
των φίλων του απουσιολόγιο
και έγινε ο σπουδαίος μπλόγκερ απ’ το Φάληρο
(Δύτης των νιπτήρων)

Σε μια χώρα που την ‘λέγαν Ελλάδα
με προστάτες τον Δία, Παλλάδα…
ΔΝΤ μας φορτώσαν κι Αντρέα
με τον πούτσο στο χέρι παρέα
Γκαστρωμένη μας θέλουν ‘γελάδα!
(Κανένας)

Ηταν ενας που υπο το φως των λαμπτηρων
πληκτρολογουσε και ζωγραφιζε,ανευ χρωστηρων,
με ιστοριες οθωμανικες,
πολιτικες τε και μουσικες
κι εγινε ο διασημος Δυτης των Νιπτηρων!
(Voulagx)

Ο Γιωργάκης απ’ τη Μινεζότα
πως “υπάρχουν λεφτά” ορκιζόταν
τον πιστέψαμε, και
μέσα σε χρόνο ντετέ
μας τα έχει αλλάξει τα φώτα!
(Εγώ)

Ήταν ένας που τον λέγαν Βουλάγξ
που πάντα ήθελε να παίξει με τα τανξ
βλάχικης καταγωγής
μα και πότης περιωπής
ο πανέξυπνος φίλος μας Βουλάγξ.
(Δύτης των νιπτήρων)

Ένας Πρωθυπουργός απ’ το Καστρί
Γυρεύοντας να βάλει τα πρόβατά του στο μαντρί,
Τ’απείλησε με εκλογές,
Τον τάραξαν στις αποχές,
Κι έφαγε, ο κακομοίρης, ήττα οικτρή.
(Undantag)

Στο λίκνο της Δημοκρατίας
Μετά από χρόνια δικτατορίας
Εβιάσθη η κόρη στην κάλπη
Από αόρατο ψηφοφόρο χασάπη
Λόγω μεγάλης φαυλοκρατίας;

Καταδύσεις ο Δύτης
Σε βαθιές συζητήσεις
Περί ανέμων και υδάτων
Ορατών τε και αοράτων
Ζήτω ο νεροχύτης!
(Nicolas)

Γεια σου Λουξεμβούργιε Σαραντάκο Νίκο
Που στην παρέα σου θα ’θελα να ανήκω
Παίζεις με λέξεις και ιδέες κτίζεις
Με την βλακεία τσαντίζεσαι κι αφρίζεις
Από την Κύμη, νόστιμο σου φέρνω σύκο

Ένα αυτοβιογραφικό:
Καθόμουν στο σαλόνι και στα μπλόγκια διάβαζα
Διάφορες μαλακίες και στο γέλιο σπάραζα
Η γειτόνισσα με βλέπει κι αναμμένη
Στον καναπές της με ξαπλώνει αγριεμένη
Κι εγώ συνήθισα, την έβρισκα κι εκεί την άραζα

Κι ένα πολιτικό:
Βουλευτάδες κι οι αρχηγοί τους μεσ’ στη σάλα
Ξεχάσανε την ‘κάθαρση’ κι άρχισαν άλλα,
Πιο χοντρά παιχνίδια με το χρήμα
Αφήνοντας να κυβερνάει η ασχήμια
Το καταλάβαμε, τους κλάσαμε, και πάμε για άλλα
(Έρμος Καστριώτης)

Σαράντα παλικάρια υπό τον στρατηγό Σαράντ
προς δόξες λιμερίκιες τραβήξανε και παν
Μονοτόνι-πολυτόνι κοί όλοι μαζί
επειδή ετούτη η χώρα έτσι έμαθε να ζει.
Για τη γλώσσα ρε γαμώτο, με τον στρατηγό Σαράντ!
(Διαβάζετε τον Jacques Prevert)

Στου αρχιπέλαγου τα κύματα
μικρά μικρά κάνουν τα βήματα
από την μακρινή εποχή του Ομήρου
αέναοι εξερευνητές του αμοίρου
αλλόκοτα στέλνοντας τα σήματα
(GBaloglou)

Ήθελε ένας αστός στην Πεντέλη
μια μικρούλα γλυκιά σαν το μέλι,
και με προίκα καλή,
βίλα στο Κορωπί
μα του βγήκε στο τέλος τραβέλι.
(Μήτσκος)

Ένα καλόπαιδο από την Εκάλη
λοξό στο νου, φτωχό στα κάλλη
ούρλιαζε, ζούσε
και φωνασκούσε
στου ΤΗΛΕΑΣΤΥ τ’ ωραίο κανάλι.

Μια ομορφούλα απ’ την Αθήνα
λοξή στο νου, καλή κατίνα
τον ηρωτεύθη
και εδεσμεύθη
στη χώρα να το παίξει Ιωσηφίνα.

Είναι το ζεύγος από το υπερπέραν
δυο ΟΥΦΟ ζωντανά πέρα για πέρα
που μας τσατίζουν
μας εκνευρίζουν
χειρότεροι κι οι δυο από χολέρα.
(Raniouska)

Γνώρισα κάποτε ένα φίλο από άλλη χώρα, τον Ανατόλ
πού παιζε άσχημο φουτμπόλ κάθε προσπάθεια και αυτογκόλ
Μα στα μπαράκια, ήταν άσος στα καμάκια
Από γριές κότες έριχνε μέχρι κοτοπουλάκια
Σήμερα, μπρος στην TV βλέπει τα ματς πίνοντας μπύρα, αχ Ανατόλ!
(Διαβάζετε τον Jacques Prévert)

Ήταν μια πιτσιρίκα απ’ το Τσίλι
κι ένας γιάνκης τη φιλούσε στα χείλη
“Πόσοι σ’ έχουν φιλήσει; ”
τόλμησε να ρωτήσει
“Μόνο εσύ”, του απαντά -κι άλλοι χίλιοι!
(Εγώ)

Μπουκανιέρος θάθελε να ‘ν’ στην Τζαμάικα
με βαρβάτο καράβι και όχι φορμάικα
με κρασί, τσιγαράκι
με βιβλία και σκάκι
μα τον Άγιο, θάθελε να’ναι Τζαμάικα
(DrSiebenmal)

Στην ταινία ”Ελλάς”, πράξη πρώτη
η Ελλάδα προχωρεί στην Ευρώπη.
Μα μεγάλο το διάλειμα
κι άλλο τόσο το έλλειμα
Το χάσαμε το κορμί, πατριώτη!
(Jimakos)

Είναι μια κοπελιά στη Λαμία
που σπάει κάθε βράδυ ταμεία
με ση-θρου στη σκηνή,
λυγερό το κορμί
να κοιτούν όσοι δεν έχουν μία.
(Aerosol)

Ήταν μια νοστιμούλα από το Βόλο
που (όλοι το’λεγαν) είχε ωραίο κώλο
Μα το έπαιζε μαγκάκι
και δεν έδινε φραγκάκι,
γιαυτό την έβγαζε αποβραδίς στον μώλο.
(Νέος Τιπούκειτος)

Ήταν ένα μωρό απ΄το νότο
που περδόταν τα βράδια με κρότο
Ο γιατρός λέει “Μη
σας τρομάζει η οσμή.
Ναι, βρωμά, μα δεν είναι το πρώτο!”

There was a young girl of Naupactus
who had an affair with a cactus
She got tired of the pricks
and of bad limericks
that torment this young girl of Naupactus
(Aerosol)

Ήταν ένα κορίτσι από τ’ Αλγέρι
που όταν φύσαγε τ’ αγέρι
του σήκωνε τη φούστα.
Αχ, πολύ σε λαχταρούσα
γλυκό μου τζιβαέρι!
(Akyla)

There was a young girl of Naupactus
who had an affair with a cactus
unlike other voluptuous smart chicks
she had no fear of treacherous pricks
pity she never made the Tractatus
(GBaloglou)

γιὰ τὸν ἡττημένο:

τὸν ἐλέγανε Γκιουλέκα
νόμιζε πὼς δέκα δέκα
θὰ τοῦ ἔρχονταν οἱ ψῆφοι
μὰ τὴν θέσι τοῦ Χαλίφη
ἄλλος ἅρπαξε στὴν Μέκκα.

γιὰ τὸν νικητή:

Εἶχε ἄσσο στὸ μανίκι
καὶ στ’αὐτί του σκουλαρίκι
πρωτοσύγκελλος τοῦ Ἀνθίμου
τώρα ἐκλεκτὸς τοῦ Δήμου
σ’ ὅλη τὴν θεσσαλονίκη.

γιὰ τὸν μητροπλίτη:

Δῶσε τώρα στὸν Μπουτάρη
ἄφεσι, Ἄνθιμε καὶ χάρι,
δώσ’του τὸ συγχωροχάρτι,
τί κι ἂν παίζει τὸν ἀντάρτη;
Θἄρθῃ πρῶτος νὰ τὸ πάρῃ.

γιὰ τὸν Ψωμιάδη:

Ἡ κρίσι κι ἡ στενότητα ἐμένα δὲν μ’ἀγγίζει
καὶ μένω πάντα σταθερὸς σ’αὐτὸ τὸ μετερίζι,
οἱ Μακεδόνες μίλησαν διὰ βοῆς καὶ κάλπης
καὶ πάλι μ’ἀνεβάσανε στῶν ποσοστῶν τὶς Ἄλπεις
σὰν Δία ποὺ ἀπ’τὸν θρόνο του τὴν μοῖρα σας ὁρίζει.

γιὰ τὸν νικοδεσπότη:

Εἶχε τὸν πατέρα του γνωστὸ ἐκ Μυτιλήνης
μητρίοθεν ὅμως φέρετο ὡς τέκνον τῆς Αἰγίνης,
γεννήθηκε εἰς Φάληρον, μὰ ζῇ εἰς τὰς Βρυξέλλας
καὶ γράφει στὸ λημέρι του ὁ κάθε παπαρδέλας,
ὁ κάθε φαυλεπίφαυλος κι ἀργόσχολος μισκίνης.

γιὰ τὴν Ἰμμόρ:

Μιὰ δικηγορίν’ἀπὸ τὴν Κρήτη
παρέδιδε μαθήματα στὸ σπίτι:
“τὰ ἄκυρα καὶ τὰ λευκὰ” φωνάζει
“διαφέρουν” κι ἔπειτα μὲ νάζι
τραβάει στὴν πουπουλένια της τὴν κοίτη.
(Κορνήλιος)

There was a young girl from Naupactus
who had an affair with a cactus.
There was no one in Greece who could fit in
quite so many pricks in one sitting
as that pretty young girl from Naupactus.
(Νέος Τιπούκειτος)

Μια γκαρσόνα απ’τη Θεσσαλονίκη
παιδευόταν μ’ένα λιμερίκι
“Άστα κάτω αυτά,
σέρβιρε τα ποτά
τα στιχάκια δε βγάζουν το νοίκι”
(Aerosol)

Ητανε μια παρεα στο ιντερνετ
που ορεξη ειχε για μουχαμπετ
στιχουργωντας εν πολλοις
δεν βαρυοτανε κανεις
αυτο τους ηταν το κισμετ!
(Voulagx)

Ήταν μια χωριατοπούλα αθώα απ’ την Κυλλήνη,
στην οποία αγρότης μόνος υποσχέθηκε αν μείνει
έναν πούτσο εξοχικό, θηρίο τεράστιο, ορεσίβιο,
που θα της χρησίμευε -ενδεχομένως- για σωσσίβιο
όταν το πλοίο τους θα ναυαγούσε αύτανδρο έξω απ’ την Κυλλήνη.
(Γιώργος Λυκοτραφίτης)

Στον αιώνα του φευγάτου Λεβί-Στρως
Ξαφνικός μας γεννήθηκε οίστρος
Για θεούς κι εξουσία!
Μα αλλού είν’ η ουσία:
Ως βρωτός, σαν πεινάς, ότι βρείς τρως.
(Μιχάλης Νικολάου)

Ηταν ενας γερος περα στην Ξανθη
η μεση του πονουσε στην πρωινη παχνη
δεν εβαζε τονους
μον εβγαζε βογγους
για των μαλλιων του την κατασπρη σταχτη
(Espectador1)

Ήταν στην Κρήτη κάποτε ένα αψηλό κοπέλι,
που κατανάλωνε απ’ το πρωί κιλά πολλά παστέλι
και πάντα άδειο το πιάτο
-Έλα να φας τώρα και ένα μαντολάτο,
τού είπε μια θολή βραδυά ο μπάρμπας του από το Καστέλλι.
(Γιώργος Λυκοτραφίτης)

Κάποιος δικαστὴς ἀπ’τὴν Γουατεμάλα
ἔρριξε ἰσόβια σ’ἕνα μικρὸ κοάλα
ἡ μάνα του ὀδύρεται καὶ μαῦρο δάκρυ χύνει,
γυρεύει μήπως μ’ἔφεσι ἡ δίκη ξαναγίνῃ
μὰ κεῖνο μὲς στὴν φυλακὴ περνοῦσε μέλι γάλα.

Ἕμας καφενόβιος ἀπὸ τὴν Τενερίφη
παρήγειλ’ἕνα τσίπουρο καὶ ἕνα κανταΐφι,
” c’ est impossible” φωνάξανε γκαρσόνια καὶ μαγεῖροι
“τέτοιο γλυκὸ δὲν στέκεται μὲ τ’οὔζου τὸ ποτῆρι”.
Πιὸ πέρα ἑνας χασικλῆς τὰ χείλια ξερογλείφει.
(Κορνήλιος)

At a shadowy party once a Greek lass
scissors had applied almost up her ass
but a Greek man kept looking elsewhere
despite suggestive glances from everywhere
unaware the young man avoided the crevass
(GBaloglou)

Στον Άγιο Παντελεήμονα ένα γλυκό αγόρι
μια νύχτα μού εξομολογήθηκε ότι είναι απ΄τη Λαχώρη.
Το αγόρι αυτό ας μην έβρει
η συμμορία του Πλεύρη
και να γυρίσει κάποτε πρίγκηπας στη Λαχώρη.
(Γιώργος Λυκοτραφίτης)

Ένας νέος απ’ την Γουατεμάλα
λίγο ήταν να πάει στην κρεμάλα.
Θύμα αχρείας πλεκτάνης
ή δικαστικής πλάνης;
Όπως νά ‘χει, σκιάχτηκε μάλα
(Μιχάλης Νικολάου)

Την ώρα που η ομήγυρη διασκεδάζει
Ο άλλος με το βιολί του το γέλιο σκεπάζει
Παράτα μωρέ τους σοφιστές
Κι έλα να δεις τι χαβαλές
Γίνεται την ώρα που η πίκρα σου στάζει
(Nicolas)

Κάποια μάγισσα ὄμορφη κόρη
ζοῦσε στ’ἄβατ’ἀπάτητα ὄρη.
Στὰ βουνὰ νἄμουν κι ἂς
μοῦ περνοῦσε ὁ νταλκᾶς
νὰ μὲ εἶχε δικό της ἀγόρι.

Ἕνας μάγκας ἀπὸ τὸ Παγκράτι
ποῦχε στῆθος δασὺ σᾶν φλοκάτη
διηγιότανε πῶς
κάποια δῆθεν γιατρὸς
τοὖχε κάνει πολλὰ στὸ κρεββάτι.
(Κορνήλιος)

Ουδέν κρυπτόν υπό την Ήλιον:
το πολυτονικόν προσφιλές εις τον Κορνήλιον.
Μα από τα έντονα γλωσσικά οράματα
επιστρέφει συχνά με παροράματα
για να διορθώσει το ύφος το υποτιθέμενο ως φίλιον.
(Σκύλος της Β.Κ.)

Μία κόρη λάγνα της Πόλης
ήταν, λέει, προ όλης κι εξ όλης.
Έκανε καλντερίμι,
ή ήταν άραγε φήμη
πως την ξέβγαλε κάποιος καριόλης;
(Μιχάλης Νικολάου)

Ηλεφού τον ελέγαν και τον βλέπανε
στην ξενητειά να τρώει κρέπα, ναι
μα ξάφνου εξηφανίσθη, και
-σα διαιτητή σε ματς σικέ-
“Ηλεφού” φωνάζουν μα δεν βλέπουνε.
(Δύτης των νιπτήρων)

Στην πλατεία Αριστοτέλους
Πότε θα πάμε επιτέλους
Να πούμε μια αρλούμπα
Και να φάμε μια τουλούμπα
Τρίγωνα και πασατέμπους
(Nicolas)

Για την ερωτική Θεσσαλονίκη
Με κομμωτές για Ευρυδίκη
Ξεκίνησε η τσογλαναρία
Για να φωνάξει τη Μαρία
Να γράψει στίχο για τη νίκη
(Nicolas)

Ηντουνε 20 χρόνια δημαρχιλίκι
της δεξιάς τσεπάρας το μανίκι
ήλθε η ώρα να πάει καλιά του
λίγο έλειψε να χάσει τη λαλιά του
μα τόβρε στους Ρομά το δεκανίκι.
(Espectador1)

Νοσταλγείς πολύ εντέλει,
ακόμη και τον Αριστοτέλη,
τον αγαπάς κρυφά, Πλατωνικά
και μας το λες πολύ λακωνικά
αγαπητέ μας ποιητή, τεμπέλη
(GBaloglou)

1003 πρόβατα και λίγα μεζεδάκια
Βαρβαρότητες και άλλα εφήμερα μεζεδάκια
Γι΄ αυτό λοιπόν συρρικνώνεται η γλώσσα;
Αρχαιολατρία και γλώσσα
Ο δωδέκατος πιο βρόμικος αρνητής και άλλα μουστάκια
(Nicolas)

Ο Νικολά μια μέρα είχε κέφια
σκάρωνε στίχους και χτυπούσε ντέφια
με τίτλους αναρτήσεων
έμπλεους συγκινήσεων
διασκέδαζε ο Νικολά που είχε κέφια.
(Δύτης των Νιπτήρων)

Με 64μπιτο προσέσορα
Δεν χρειαζόμαστε προφέσορα
Γιούνιξ ξέρουμε απ΄ έξω κι ανακατωτά
Τον Μπιλ τον στέλνουμε να φάει σκατά
Αφού δεν ξέρει που παν τα τέσσερα
(Nicolas)

Ήταν μια καγκελάριος, με σκούφια από τ’ Αμβούργο
και έλεγε ολημερίς στον Έλληνα τον μούργο
“αν θέλεις δάνειο να δεις,
κοίταξε να συνετιστείς.”
τον είχε η καγκελάριος, βλέπεις, για ραδιούργο.
(Mindkaiser)

Θρέμμα-γέννημα, παλιός Καλλιθιώτης,
χρόνια τώρα της μνήμης δεσμώτης.
Σπιτικό πια στο Χιούστον,
μα γλυκό σαν ακούω τον
σκοπό μιας απόμακρης νιότης…
(Μιχάλης Νικολάου)

– Όσο ζω εγώ, παπάρα
Δεν θα γίνεις δημαρχάρα
Κι ας μου κόψουνε τα γένια
Κι ας μου πάρουνε τα χτένια
– Κι όμως βγήκα στην Καμάρα, δεν μας χέζεις, ρε Νταλάρα!

Στάχτη να γίνουνε, όλοι οι ψήφοι
Μη μείνει τίποτα γι΄ αρχαιοδίφη
Τραβώ τα γένια μου
Σκίζω τα ράσα μου
Αλλ΄ αγιασμό ούτε για χαλίφη
(Nicolas)

There was a young girl of Naupactus
who had an affair with a cactus
for, in her eyes
blue like thick ice
it looked as grand as a gentle eucalyptus.
(Raniouska)

Την έπιασε από το μανίκι
και της ξηγήθηκε αλμυρό φυστίκι
σηκώνοντας την φούστα
και κάνοντας της όλα τα γούστα
γιατί είχε μια πούτσα τεφαρίκι!
(Atheofobos)

Στην Αβάνα η Ρόζα όπως πάντα
προσπαθεί να μάθει λαμπάντα
κάνει μαθήματα εντατικά
ώρες ιδροκοπά
για να γοητεύσει ένα αγόρι απ’τη μπάντα.
(Marulaki)

Με την σελήνη κατά φάραγγα Αίλών
γράφτηκαν λίμερικ στο σάιτ του Τεφλόν.
Εξαίρετο το πόνημα!
Ε, κι αν δε βγαίνει νόημα,
τι σημασία; Αμπεμπαμπλόν του κιθεμπλόν.
(Μιχάλης Νικολάου)

Από την Πόλη έρχομαι και στην Κορυφή μασέλα
Για κοντοσούβλι σαλονικιό κράτα μου μια σέλα
Θα κρίνω τα γραφόμενα μετά από πολύ σκέψη
Αν και δεν βλέπω σύντομα το νου σας να στερέψει
Και για βραβείο τελικό θ΄ ανοίξω την κασέλα
(Nicolas)

Φιρί-φιρί το πήγαμε μετά από τη δύση
Να βγούμε και ξεβράκωτοι όπως η Άννα Βίσση
Λέτε τα μάγουλα πολλών να ροδοκοκκινίσουν
Εάν τα ακατάλληλα ευθύς τα ξεκινήσουν
Και μας κατηγορήσουνε για λόγια παρά φύση;
(Nicolas)

Κουγκαροκυνηγός

Κάνω κονέ στον Βαγγελάρα
μιαν εξαδέλφη δεκαεξάρα
μπας και κάνει σχέση.
Κι αυτός: «Δε μ΄ αρέσει!
Έχεις γνωστή καμιά μιλφάρα;»

Γραμματοκομιστής

Στο μπάτσελορ πάρτυ, στον Ρένο
τα ρίχνει, τον ονειροπαρμένο,
ξανθιά γκομενάρα.
Δεν έδωσε δυάρα.
Βλέπεις, το άκουγε το τραίνο.

Οινόφλυξ ναύτης στη στεριά

Ναύτης που τον λένε Διαμαντή
ξέμπαρκος βρίσκεται στο Νταντή
και στα μπαρ τα τσούζει.
Σκοντάφτει και σκούζει:
«Το φελέκι μου για καραντί!»
(Καλοπροαίρετος)

Ένας μπλόγκερ από το Μπλογκσποτ
κόλλημα έφαγε με τη λιστμπότ
για ν’ αυξήσει τα κλικ
κάνει μομπάιλ λινκ
και κλικάρει κι απ’ το φέρι-μποτ.
(Κ. Κουσουράτος)

Η Δέσποινα από την Κυπαρισσία
ξημεροβραδιαζότανε στην εκκλησία
στον διάκο μπρος γονυπετούσε
μαζί του διαρκώς συνομιλούσε
η Δέσποινα από την Κυπαρισσία.

Ο διάκος από την Κυπαρισσία
καριέρα έκανε με παρρησία
τα μυστικά της φύσης εξηγούσε
και κάθε θηλυκό παραμιλούσε
γι’ αυτόν τον διάκο στην Κυπαρισσία.

Στον Γιώργη έφτασε το άσκημα χαμπέρι:
το Δεσποινιώ, η κόρη του, το ρίχνει το τσεμπέρι
του διάκου μάθημα δεν χάνει,
και τηνέ ξερει όλη η Μάνη,
του κύρη της πώς σιάχνει το χουνέρι.

Γοργά ο Γιώργης πάει στην εκκλησίτσα
και με τον διάκο κουβεντιάζει για κορίτσια
του λέει να γίνει καπινός
ειδάλλως καλοκαιρινός
θα γίνει από του Γιώργη την αγκλίτσα.

Ο διάκος από την Κυπαρισσία
χάθηκε από την εκκλησία
έγινε πράγματι καπνός
κι εξαφανίστη σαν λαγός
ο διάκος από την Κυπαρισσία.

Στην πόλη τότε έπεσε κατάμαυρη μαυρίλα
και τα κορίτσια έπαθαν τη φοβερή τη νίλα
μα ήρθε φρέσκος γυμναστής,
ένας σπουδαίος εραστής,
και γύρισε ξανά στην πόλη η βαρβατίλα.
(DrSiebenmal)

Κάποτε που’νοιωθε μοναξιά
Κάθησε κάτω απ’την οξιά
Ηρθ’ένας από το νησί
Ηπιαν τρείς κούπες με κρασί
Εγίνανε πολλά.Της έμεινε μια ρουφηξιά.
(Μαρίνα)

Ένας τουρίστας Ιρλανδός από το Limerick
λιγουρεύτηκε παγωτάκι από το Moven Pick.
Αλλά χάθηκεν, ο δύστυχος, στα Εξάρχεια
και τον έπιασαν τα ΜΑΤ που ψάχναν ανάρχια.
Τονε ξέμπλεξε -ως συνήθως- η Κούρτοβικ.
(Σκύλος της Β.Κ.)

Το νινί σέρνει καράβι
Και δεν βγάζει παραγάδι
Όλοι όσοι κόντρα πάνε
Το κεφάλι τους χτυπάνε
Και το τρων οι υπεργολάβοι

Capitaine Quarantaine
Oh ! quelle aubaine !
Faire appel à la muse
Pour faire mumuse
Avec des vers par centaines !
(Nicolas)

Αφιέρωμα στον φίλο μας Αλλουφάνιο:

Μαγική ξωτική ομορφιά
Μας αφήνεις χωρίς λαλιά
Ο Allu σου ΄χει φτιάξει και στέκι
Κι όταν το βλέπουμε μένουμε σέκοι
Πόσο θα ΄θελα να σ΄ είχα συντροφιά
(Nicolas)

Το κορίτσι αυτό της Ναυπάκτου
μετά την εμπειρία της του κάκτου
δοκίμασε με κρίνους
αγριολούλουδα και σχίνους
μα δεν ήταν σαν τον κάκτο της Ναυπάκτου.
(Δύτης των νιπτήρων)

Ο dουrουsiebenmal
στιχουργάει – και pas mal.
Μα τ’ όνομά του
βήξιμο γάτου:
δυσκολοπρόφερτος ο ντου-ρου-ζι-μπεν-μαλ!

Μακάριος κολύμπαγε ο Τιπούκειτος,
ιντερνετοφιλολοτρακατρούκητος.
Μ’ άκουσε ο Κεμπεκουά
τρία με μιας ουά-ουά:
κι έγινε ξάφνου ο Τιπού Τριπούκειτος.
(Μπουκανιέρος)

Να τώρα που ρίχνει και ο Μπουκανιέρος
συνεχόμενες ριπές, ωσάν καραμπινιέρος
τους τιπούκειτους πληγώνουν
δόκτορες δεν τη γλυτώνουν
με τις ριπές που ρίχνει ο Μπουκανιέρος.
(Δύτης των νιπτήρων)

Ο πειρατης απο τη νησο των Φαιακων
μπαρκαρει στιχουργων, εκων – ακων
κοβει το παραμιλητο
και το ριχνει στο ποτο
και στα λιμερικουά, ως συνηθως Λακων!
(Voulagx)

Οι στιχουργοί γνωρίζουν ένδοξες μέρες
και λιμερίκια πέφτουν διαρκώς ωσάν σφαίρες
είτε θες ελληνικά
είτε θες τα αγγλικά
οι στιχουργοί μας είν’ μεγάλες λέρες.
(Δύτης των νιπτήρων)

Γυρίζω σπίτι από κραιπάλη
και διαβάζω λιμερίκια και πάλι
με το ένα γελώ
τ’ άλλο είναι πιο καλό
με το τρίτο ανοίγω μπουκάλι
(Εγώ)

Αλφα-Αλφα-Βητα-Βητα-Αλφα
γαμω τη ριμα με τα τρια αλφα
μπυρονια με κρασια ανακατευω
ολημερις την κουτρα μου παιδευω
πιο ευκολο να φτιαξω το πενταλφα!
(Voulagx)

Στιχουργεί με τις ρίμες ο Δύτης
της γλώσσας τζιμάνι, αστρίτης
κι όλο δεός εγώ
αντί να στιχουργώ
τεμπελιάζω ξανά, ο κοπρίτης
(Aerosol)

Τοῦ Νάρκισσου:

Ἔτσι λάμπω στὰ μάτια μου ὅπως
φέγγει γύρω μου ὅλος ὁ τόπος
κι ἔτσι σβήνω καθὼς
λουλουθίζει άνθός,
τῆς θωριᾶς μου φτηνὸς κερδοσκόπος.

Τοῦ Ἴκαρου:

Μπράτσα, ὦμοι, χεράκια, φτεροῦγες
σ’ἀνεβάσαν σ’οὐράνιες ῥοῦγες.
Φτερωτοὺς στὰ ψηλὰ
δρόμους πῆρες, ἀλλὰ
τοῦ γιαλοῦ σὲ σκεπάσανε οὔγιες.
(Κορνήλιος)

Γράφουνε λιμερίκια για το δημαρχιλίκι
κι εγώ η κακομοίρα, ώρες στο ζοριλίκι…
Έλιωσα στο γραφείο.
(πήγα και συνεργείο!)
-Τι έγινε; Το πέτυχα; Έφτιαξα λιμερίκι ;

Για να πω την αλήθεια ευθέως
ο Κορνήλιος είν’ ο σπουδαίος!
Λιμερίκια ξηγιέται
κι από θέμα ό,τι θέτε…
Είν’ απίστευτος τούτος ο νέος !!!
(Μισιρλού)

Α.
Ήταν μία ανορθόγραφη λέξη
Που σ΄ αγράμματων πρόζα είχε μπλέξει.
(Une voix larmoyante:)
– Να σταλεί στον Sarant!!!
Και ευθύς διορθώθηκε η λέξη.

Β.
Ο Νικόλας στο Χιούστον και στ’ Άστον
Μελετά τις πορείες των Άστρων.
Μα στα ξένα αν σκεφτή
Τη ζωή τη σκυφτή
Ο Νικόλας μας, είν’ Χιούστον κι άστον.

Γ.
-Μήπως είναι του Κάρς τρωγλοδύτης;
Των Sarant-α κλεφτών λωποδύτης;
Της Βαγδάτης μουλάς;
Του Mαγκρέμπ νερουλάς;
-Είν’ απλώς των Νιπτήρων ο Δύτης.

Δ.
Τους Εβραίους μισεί και τους γκαίη aussi,
και νομίζει πως είν’ ο Δυσσέας.
Μ’αφου δε – νογάει χίτς
Θυρωρός στ’ Αουσβίτς
Καταντάει ο ναζί, ο Αμασέας.

Ε.
I loved a young lady of Misr
but I told her and she said: “Who, me, Sir?
And you say that in the loo?
My name is Misirlou,
and we greek girls in this case say: «Ίσααα…».
(Καπετάν Ένας)

Μισιρλούδες ο Νικόλας, κάπου Allufa(n)λλού ζαχαρώνει
τα διαβάζω που λέτε, κι καρδούλα μου λιώνει!
Να το βάλω γινάτι ;
ή να πάω στο κρεββάτι;
Σα να μ’ έπιασαν πάλι οι πόνοι…
(Μισιρλού)

Δεν άκουσα… Πώς είπατε; Ορίστε ;
Συγγνώμη κύριε, ποιος είστε ;!
Καπ’τάνιε Ένας μας
τύπε χαμένε μας…
Τραγουδάω Στανίση: ορίστε!!!
(Μισιρλού)

Μέσα στο άγριο ξενύχτι,
στης αϋπνίας μου το δίχτυ,
σκαρώνω δύο λιμερίκια
χωρίς να γράφω μπινελίκια
ώρες μετά το μεσονύχτι

Τα βλέπει η άδολη αυγούλα
παρέα με την συννεφούλα
και συζητάν αν είναι σέξυ
τώρα που έχει ήδη φέξει
και τα στραβά φαίνονται ούλα
(Gpointofview)

Ηταν μια τρελοπαρέα
όχι απ΄την Καπνικαρέα
λιμερίκια σχεδιάζει
άπαντες τους σχολιάζει
κι έτσι πέρναγε σπουδαία τούτη η τρελοπαρέα.
(Immortalité)

limericks minori
per amiche ed amici

Βρε τη Μαρία!
Στη φασαρία
όλα τα γράφει
(φτυάρια και τάφοι!):
Μα (τάχα;) ρία.

Νιπτήρων Δύτης,
σεμνών ηδύτης
για σινεμάδες
και για πασάδες:
τουρκοαγιογΔύτης!

Μοιάζει ο Βουλάγξ
με Μπάνι Μπαγκς;
Πάτημα γάτας,
μπεκροκανάτας,
Βουλά(χων τα)νξ.

Πάλι η Ιμόρ;
Ω, never more!
Γελά κι εμπαίζει,
κρύβει, το παίζει
μοιραία Ιμόρ.

Κι ο Ηλεφού
(comm’ il est fou!)
με βάλε-βγάλε
μοιάζει φινάλε
μ’ ανόμοια φου.
*
Μα ο Ηλεφού
πόρτα κουφού
ό,τι κι αν πεις.
Πού να τον βρεις;
Α, φίλε Φου…

Κι ο Νικοκύρης,
συλλέκτης γύρης,
βγάζει φιρμάνια.
Πόσα ζιζάνια,
αχ, Νίκο, σπείρεις…

postilla

Έχουν τα ποίματα
κρυφά μηνύματα,
μα δε θα μπούμε
– γιατί αν τα πούμε
θάχουμε θύματα!
(Μπουκανιέρος)

Τούτος είναι ο Μπουκάν.
Όταν το θέλει (και αν)
απ’ τσι Κορφούς
στέλνει αθούς
κι όσοι νογάν, νογάν.
(Δύτης των νιπτήρων)

Εκεί στον ιστότοπο του sarant
Βάζει πάντα σε καραντ-
ίνα, τους γλωσσολάγνους μύθους
που δυστυχώς είναι ένα πλήθος
Σε εγρήγορση η φάρα του sarant.
(Alfred E. Newman)

Από χτες πίνω τον καφέ μου σκέτο
αφού από όλους πήρα “πακέτο”.
Κανείς δεν έγραψε για μένα,
Τα περασμένα είναι ξεχασμένα.
Alfredo όχι φρέντο, μόνο σκέτο.
(Aldred E. Newman)

Ήταν μια πόρνη από τη Μπουζουμπούρα,
αν και μελαχροινή -ως ώφειλε-, ποτέ της δεν υπήρξε έστω καψούρα.
Αφού έγινε εξαίρετος αεροσυνοδός,
Κυρία Πρωθυπουργού μετά, τώρα ως αοιδός
μέρες ανόδου διάγει στο Μπουρούντι η Μιμή από τη Μπουζουμπούρα.
(Γιώργος Λυκοτραφίτης)

Ξεπατώθηκαν τὰ πλῆκτρα,
μέχρι ποὺ ἄναψε κι ἡ ψύκτρα
πήρε τὸ πισὶ φωτιὰ,
ὄχι πὼς μὲ νοιάζει, μὰ
ξεφωνίζει σὰν σφυρίκτρα

καὶ τὰ ἀττικά μου ὦτα
-ὅποιον θέλῃς πᾶνε ῥώτα-
τέτοιους ἤχους ἐξαντρίκ,
ἢ ντοπιολαλιὲς ῥουστὶκ
δὲν ἀντέχουν ὅπως πρῶτα.
(Κορνήλιος)

-Μὲ πονάει γιατρὲ ὁ κῶλος,
εἶμαι ἄρρωστος; -Οὐδόλως,
ὅταν σοῦ ῤθῃ μὴ τὴν σφίξῃς
ἐλευθέρως νὰ σφυρίξῃς
ἀπὸ πίσω ἀστραποβόλος.
(Κορνήλιος)

Ο Αλφρέδος έχει δίκιο, δυστυχώς.
Στην Αγγλία επειδή έγινε μπουχός
τον ξεχάσαμε και μεις
και γιαυτό φωνάζω τρις
νάναι καλά ο Αλφρέδος, ο φτωχός.
(Δύτης των νιπτήρων)

Και πήγε στην Αγγλία
μ’ ωραία συνοδεία
και τώρα μας φωνάζει
πως τάχατες τον νοιάζει
που πάθαμ’ αμνησία;

Μια χαρά περνούσε
καθόλου δεν κοιτούσε
εμείς εδώ πως πάμε
και πως καλοπερνάμε
να μάθει δε ζητούσε!

Ή μήπως ο καημένος
ήταν εξορισμένος
σε μέρος χωρίς νετ
αχ άτιμο κισμέτ!
και είν’ αδικημένος;

Μ’ αφού καλά τα πέρασε
και λιμερίκι κέρασε
δεν έχει σημασία
παράπονα που κάνει με τόση παρρησία
θα πει πως δεν μας ξέχασε
(Immortalité)

Τι να γράψω τί, για την ανθρωπότητα
που δεν ξεχωρίζει, την αντισυνταγματικότητα
και τις ψήφους τσουβαλιάζει
άκυρα – λευκά, μαζί όλα τα βάζει
έτσι λέει υπηρετείται, η ουσιαστικότητα

Μα κανείς δεν ψάχνει, με ποιαν ιδιότητα
Και με πόσο μεγάλη επιπολαιότητα
μας βουτήξαν το δικαίωμα
της διαμαρτυρίας το στερέωμα
Είναι να μη σε πνίγει η τόση ματαιότητα;
(Immortalité)

Ο Αλφρέδος για ένα τετραήμερο
έκανε ταξίδι εφήμερο
Στο Λονδίνο για μια διάκριση
και από το νετι απεξάρτηση
Αλλά για τους θαμώνες εδώ έει ίμερο.
(Alfred Ε. Newman)

Σε όλη την υφήλιο
Ξέρουν όλοι τον Κορνήλιο
Για τις περισπωμένες
Και τις υπογεγραμμένες
Αχ τι μεγάλο ειδύλλιο!

Για άφησε τα πνεύματα
Και πιάσ΄ τα οινοπνεύματα
Καλός ο τονισμός
Μα πρώτα ο ηδονισμός
Και μετά τα δημοσιεύματα

Σε πείραξε που ο Γιάννος
Έγινε πρώτος τράγος
Και άρχισες το πένθος
Μακριά από το πλήθος
Εσύ, ο καθαρευουσιάνος;

Για ξέχνα την τη νίκη
Και πιάσε το ποντίκι
Να γράψεις λιμερίκια
Κι άσ΄ τα δημαρχιλίκια
Και θα γενείς περδίκι
(Nicolas)

Ηταν ενας νεος που τον φωνάζαν Αλφ
η ψυχη του εδονειτο απ’τη φωνη της Πιαφ
του Βουλαγξ ομοτεχνος
ο λογος του περιτεχνος
δεν μας σερβιρισε ποτε πιλαφ!
(Δύτης των νιπτήρων)

Ηταν μια δικηγορινα που τη λεγανε Ιμμορ
κράτα’η σκουφια τ’ς απ’τον που’χε μεσα του ιχωρ
δε φορουσε το τσαντορ
πιο της παει ο Ντελορ
και διαβαζε απο Ομηρο μεχρι και Πολ Νορ!
(Voulagx)

Ήτανε μια δικηγορίνα από την Κάντια
που σ’ έσφαζε με το μπαμπάκι και τα γάντια.
Λιγουρευότανε τη συνταγματικό-
τητα λες κι ήτανε κανα γλυκό
η ευπαίδευτος δικηγορίνα από την Κάντια
(Nέος Τιπούκειτος)

Που τη βρίσκεις, που τη χάνεις
Την έκλεψε κάνας αλάνης;
Όχι, η Αθανασία
Δεν σηκώνει αφασία
Μόνο όραμα οθόνης

Στου Σαράντ πρωί και βράδυ
Μπας και βρει κάνα ψεγάδι
Και του νόμου τη σκυτάλη
Δεν θα της την πάρουν άλλοι
Εκεί έστησε πηγάδι

Κάνοντας προετοιμασίες
Δοκιμάζει ενδυμασίες
Για το γλέντι που πλησιάζει
Λες να κάλεσε τον Στάζυ;
Όλα είναι εικασίες

Αχ αυτό το ιντερνέτι
Δεν το είχαν οι Βενέτοι
Όταν έφτασαν στην Candia
Χωρίς να ΄χουν βάλει γάντια
Μπρος σε τέτοιο μπερεκέτι

Με μια τέτοια δικαστίνα
Θα ψοφήσουν απ΄ την πείνα
Κάθε είδους απατεώνες
Που εδώ και δυο αιώνες
Δεν αφήσαν ούτε χήνα

Εσύ που κάνεις καταδύσεις
Αν μπορείς να περπατήσεις
Ως τη γείτονά σου πόλη
Παν΄ να γίνεις καρακόλι
Και να μας τηνε φιλήσεις

Όταν φτάσεις στο μπαλκόνι
Αν το βάρος σου σηκώνει
Κάνε σάλτο από κάτω
Και δώσε τούτο το μαντάτο
«Απ΄ του κήπου σου τη βρύση, η ρακή μας καρδαμώνει»
(Nicolas)

Τὴν Κρητικιὰ τραγούδα μου, θεά, τὴν δικηγόρο,
τρανὸ μπελὰ γιὰ τὸν λῃστή, τὸν κλέφτη, τὸν κακοῦργο,
τὸν ἥλιο τὸν ἀνέσπερο καὶ πάντα φαεσφόρο
ποὺ μὲ τὶς γνώσεις του ἔλαμωψε σὲ Χάγη καὶ Στρασβοῦργο.
Σὰν τὰ πυκνὰ διέλυσε Καλούσεια σκοτάδια
καὶ χάρισε στὴν Θέμιδα ξανὰ τὴν πρώτη θέσι
μὲ πάθος ἐργαζότανε τὶς μέρες καὶ τὰ βράδια
σκεπτόμενη τί νά ‘καμε ἡ Δεξιὰ νὰ πέσῃ.
Πολέμησε κυκλώματα, πολέμησε τὸν Κούγια,
ἀξίως ὠνομάστηκε μητέρα τῆς πατρίδος,
τὸν ζῆλο της δὲν ἔκρυψε καὶ τὴν μεγάλη φούρια
ν’ἀφανιστῇ ἀπὸ τὴν γῆ κάθε λερναῖο εἶδος.
Γι’αὐτὸ κρυφὰ συμμάχησε μὲ κάποιον Σαραντᾶκο
ποὔχει γενιὰ ποιητικὴ καὶ φλέβα λογοτέχνη
καὶ τώρα σκάβουνε μαζὶ κοινῶν ἐχθρῶν τὸν λάκκο
ἀφ’οὗ θαρροῦν ἡ γνώμη μου ὅτι βρομᾷ καὶ ζέχνει.
Ἴντά ‘καμε τραγούδα μου, τοῦ Δία θυγατέρα,
κι ὅπως μιλεῖ φραντσέζικα πές μου κι ἂν παίζει πιάνο,
εἶναι στ’ἀλήθεια ἀθάνατη ἢ λόγια τοῦ ἀέρα
μᾶς τσαμπουνᾷ καὶ μᾶς ζητεῖ τὰ ῥέστα κι ἀπὸ πάνω;
(Κορνήλιος)

Ήταν ένας άξεστος Θετταλός Κεμπεκουά
που όλο αναρωτιόταν «γιατί» και «πουρκουά»
όλες τονε θέλανε για το κορμί του!
γι’ αυτά εδώ «» έβγαζε το σπαθί του!
Ηταν ο Τιπούκειτος, το Κήτος του πα-ντε-κουά!
(Voulagx)

ΠΡΟΣ ΝΙΚΟ :

Την Ιμμορταλιάδα του ευθύς να ξεκαρφώσεις
από τα λιμερίκια, και νέο ποστ να στρώσεις.
Να’ναι σελίδα μόνη της
και στο μακρύ σεντόνι της
τα του Κορνήλιου -Νίκο μου- πρέπει να καταστρώσεις !

***

ΓΕΝΙΚΑ ΤΑ ΤΟΥ Voulagx :

Του Voulagx επίσης μ’ αρέζουν
γιατί διαρκώς περιπαίζουν.
Του βγαίνουν ωσαύτως
γαμάτως-μπιτάτως *
-και εν μέσω νυκτός μάς ξεχέζουν !

[* αυτά είναι επιρρήματα !!! χοχοχοοο]

***

@154 ΓΙΑ ΤΥΠΟΥ ΚΑΝΤΙΑ…

Ω, Νεαρέ Τιπούκειτε, τι ξέρεις από Κάντια;
Φέτος, η παραλία της, ήταν σωστή κατάντια!
Ή προς Ιμμόρ το σύνθημα;
Δώσε κανα βοήθημα…
[Μην εκτεθώ, που σκέφτομαι αλλού -και απ’ αγνάντια…]

***

ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΡΔΟ ΑΛΦ :

Εμβήκεν κι ο λόρδος ο Αλφ
-μα εμείς από ζήλειες δεν χαφ(τ)…
Ζητάει νέτα σκέτα
ατάκα Ζαμπέτα
και έτοιμη είμαι…στο τσαφ!!!
[-Ποιός είναι; Της Chelsea ο χαφ!;]

***

(ΔΙΤΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ – ΕΠΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ) :

Βάλθηκα να διαβάσω σελίδες πεντακόσες
Την έπαθα την κρίση! -θέλω και άλλες τόσες.
Τι κι αν στραβώθηκα;
Πολύ μορφώθηκα !
[Για τ’ άλλα μην τρομάζεις -θα στα ζητάω με δόσες!!!]
(Μισιρλού)

Ένέσκηψε και η Μισιρλού
που είναι αλλού γι’ αλλού
Έρχεται με hit and run
ώσπου δε να πούμε αμάν
Εξαφανίζεται η σουρλουλού.
(Alfred E. Neuman)

Σὲ λιμερικίων βάλτους
στίχους πέντε πάρε βάλ’τους
ὅλο θὰ ταιριάξουν κάπου
στὴν πρεπούμενη σειρά που
θὰ πῇ “hic Rhodus hic saltus”.
(Κορνήλιος)

Γράψαμ’ τόσα πηματάκια
και ευφάνταστα στιχάκια
για τον ένα για τον άλλο
κάναμε χαμό μεγάλο
και χτυπάμε παλαμάκια

Μα δεν σκέφτηκε κανένας
πως μας λείπει ακόμα ένας
είν’ αυτός που βοηθάει
και ο firefox πετάει
δεν το σκέφτηκε κανένας!

Είναι κείνο το παιδί
που με μιας στο πι και φι
ό,τι και να μη δουλεύει
ξέρει και το μαστορεύει
χωρίς να ζητά δραχμή

Κάθε πρόβλημα το λύνει
και λογαριασμό δε δίνει
είναι πάντα ευγενής
πρόθυμος και προσηνής
πνίγεται δε πνίγεται, μες της δουλειάς τη δίνη

Τις κουβέντες του μετράει
και για κείνον δεν μιλάει
και ξεχάσαμε θαρρώ
πως χρωστάμε φχαριστώ
τί κι αν δεν μας το ζητάει;

κι άμα με ρωτήσετε
τα ρέστα μου ζητήσετε
πως μιλώ για πάρτη σας
πίσω από την πλάτη σας
μην πολυβιαστείτε να με κακολογήσετε

Μ’ είχε πιάσει απελπισία
με την άνω την τελεία
μα πως η ζωή αλλάζει
και ευρέθηκε ο Στάζυ
μ’ έβγαλ’ απ’ την απορία

Κι έτσι σας τ’ ομολογώ
πως για πάρτη μου μιλώ
κι αν εσείς διαφωνείτε
και σε διάβημα προβείτε
Στάζυ μου σ’ ευχαριστώ!
(Immortalité)

Αχ η ευγενής η άνω η τελεία
κάθε αχρείου νομοθέτη λεία
γύρω γύρω μας την φέρνουν
και σιγά σιγά μας παίρνουν
τα πιο καλά μας τα εργαλεία
(GBaloglou)

Σύνεφφο οι ποιηταδες
μον’ σε νυφικές παστάδες
δεν βροντάνε τα λαπτοπ
το ριξαν στο σορολόπ
του Σαραντ πραματευτάδες
(Espectador1)

Ήταν ένας ποιητής εκ του προχείρου
που δεν είχε τη μορφή άγριου χοίρου
αλλά ήθελε να γράφει λιμερίκια
που τα διάβαζες και έβγαζες μπιμπίκια
λιμερίκια από χέρι κρονολήρου.
(Παύλος)

Τιπού
και πού
το τρίο;
Ταπί ο
Τιπού!

Φού-
φου-
τος.
Πώς;
Φτου!
(Μπουκανιέρος)

Πόσο θέλω τριπλέτες να κάνω
με δύο τσούπρες στο στρώμα επάνω
να φιλώ δεξιά
και να γλύφω ζερβά
όλο τέτοια ποθώ για να κάνω

βράζουν μέσα μου φίλοι κρυμμένα
βρωμερά και αισχρά ‘πωθημένα
με δυό τσούπρες μαζί
θάναι φίνα η ζωή
Έ ρε πάθη που έχω κρυμμένα

μ’ όσα σκέφτομαι αδέλφια καλπάζω
στα όνειρά μου καμπύλες μαλάζω
σε βυζάκια γλυκά
κωλαράκι’ απαλά
σε φοράδες απάνω καλπάζω

μα βαριέμαι όλη μέρα τριπλέτα
δε μου φτάνουνε πια κουαρτέτα
σε χαρέμι ζητώ
ο πασάς να γενώ
(μόλις έφαγα μια καλτσοδέτα )

(Papoylis)

Ο παπ(π)ούλης σ’ ονείρωξη πάλι
δεν του φτάνει η μια, θέλει κι άλλη!
Των γερόντων ούτως η φύσις:
ομιλούν διαρκώς δια στύσεις…
Δεν κοιτάνε το μαύρο τους χάλι !!!
(Μισιρλού)

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΘΕΜΑ ΤΡΙΤΟΝ

«Ταξινόμησε», λέει, «τον μίτυλον»!
Κι αν το θέμα σε άφησε σύξυλο,
τι να πεις… Για τα μύδια
ότι μάθεις αρκεί δια
ν’ αφήσει σημάδι ανεξίτηλο.
(Μιχάλης Νικολάου)

Νοέμβριος 2010

170 Σχόλια to “ΛΙΜΕΡΙΚΙΑ”

  1. κουΐζ: βρείτε το λάθος

  2. Voulagx said

    #2 Οχι, δεν θα το βρω, χαλαλι σου! 🙂

  3. Ώστε το βρήκες λοιπόν 😉

  4. sarant said

    Μιλάτε με γρίφους, γέροντες!

  5. Μινιμαλιστικό

    Πι
    Πι
    Τό
    ‘πα
    Πι

  6. Δύσκολος ο γρίφος αυτός δεν είναι όμως
    εύκολα το βρίσκει ο έξυπνος ο αστυνόμος:
    ένας γράφει χωρίς τόνους
    ο άλλος όχι. Τώρα μπόνους:
    στη μέση όχι, μάλλον εκεί που λήγει ο τόμος.

  7. Voulagx said

    Βολή κατά ριπάς
    απ’το Βουλά(χων τα)νξ

    ΜΙΣΙΡΛΟΥ
    Είναι μία κόρη που τη λένε Μισιρλού
    όμορφη,τσαχπίνα,αλανιάρα,γλυκατζού
    στα ταβερνεία μισές τραβάει
    στο πληκτρολόϊ τα πλήκτρα σπάει
    του fierfox βγάζει το λάδι, η μπυραλεπού!

    Sarant
    Ηταν ένας blogger που τον έλεγαν Sarant
    αγνώστου ετύμου όνομα, Oh yes,what a charade!
    ο ιστός του σαν της αράχνης
    έξοδο να βγεις μην ψάχνεις
    Ηταν ο Sarant του ιστοχώρου το brillant!

    Κορνήλιος
    Ηταν ενας νέος που τον έλεγαν Κορνηλιο
    με τα τονοπνεύματα είχε σφοδρό ειδύλλιο
    δέκτης ευγενής των Βουλαγξίων πειραγμάτων
    στου Δύτη τα στιχόγλεντια ως νύκτωρας συμπράττων
    Ηταν οι στίχοι του το δασος – των αλλων εν’αλσύλιο.

  8. Voulagx said

    #5 Εξοχο! 🙂

  9. sarant said

    6: Κι όμως ο ατονιστής έβαλε και τόνους

  10. Το συγκεκριμένο του κουΐζ πάντως έχει μόνο έναν.

  11. Voulagx said

    Ειπα μια φορα κι εγω να βαλω τονους και δεν εβαλα πού λετε; στον Κορνηλιο!! Ας οψεται ο δαιμων του πληκτρολογιου.

  12. Βουλάγξ, ή όλα ή τίποτα!

  13. Voulagx said

    Δυτη, στο εκβιαστικο σου διλημμα απανταω ηρωϊκα: τιποτα! 😛

  14. Στο δεύτερο γύρο όμως, να κρίνουμε με αυτοδιοικητικά κριτήρια. 🙂

  15. Voulagx said

    #14 😆

  16. Λιμερίκι λιμερίκι
    ναζιστὲς καὶ μπολσεβῖκοι
    δεξιοὶ κι ἀριστεροί,
    ἄθεοι καὶ χριστιανοί,
    βγάλαν πρᾶμα τεφαρίκι.

  17. Γιώργος Λυκοτραφίτης said

    Κι αν πέσαν τα σκουλαρίκια,
    απομένουν λιμερίκια
    στο γραφείο, στο πισί,
    ένα εγώ κι άλλο εσύ
    -του καιρού μας καραμελωμένα δεκανίκια.

  18. Voulagx said

    Ητανε μια κορη που τη λεγανε Μαρια
    απο την Πολη ερχεται, που δεν φτουρα η σαρια
    τα γαλλικα μιλα φαρσι
    τα βλαχικα acshi sh’acshi
    τα πινει τα ουϊσκια της, δεν ειν’ Σαντα Μαρια!

    ΥΓ.Να μην τοχει παραπονο οτι την ξεχασα! 🙂

  19. sarant said

    Μου στέλνει ένας φίλος το εξής λιμερίκι «με τον τρόπο του Γ.Σεφέρη»:

    Ανάμεσα σ’ αγαπανθούς και σ’ ασφοδείλια
    σμίξαν φιλήδονα οι δυο τα χείλια
    και κάτω από της εκκλησιάς το θόλο
    παράφορα της ξέσκισε τον κώλο
    και έκλαψε με δάκρυα κροκοδείλια

  20. κανένας said

    Πεντάστιχα ποιήματα, με ομοιοκαταληξία ΑΑΒΒΆ
    με σατιρικό, άσεμνο ή ανόητο θεμά
    μια άσκηση στην αθυροστομία
    με γούστο, σαχλαμάρα, φαντασία
    «There was an Old Man of Aosta…»

  21. marulaki said

    Θα μπορούσαμε να κάνουμε και ένα με χάι-κού. Αυτό το πι πι το παπί κάτι τέτοιο μου θύμισε… 🙂 τις καλημέρες μου!

  22. Voulagx said

    #6
    Δύσκολος ο γρίφος αυτός δεν είναι, όμως
    ακόμα να τον λύσει ο έξυπνος αστυνόμος.
    Θα τόχε λύσει στο λεπτό
    αν ήτανε ένας Κλουζώ,
    του Ντρεϋφους ο φόβος και ο τρόμος!

  23. Voulagx said

    ΑΥΤΟΑΝΑΦΟΡΙΚΟ
    να μην εχω παραπονο) 😛

    Ηταν ενας Βλαχος που τον ελεγαν Βουλαγξ
    προσθετει για τη ριμα ενα ξι εις τον Μπουκαν(ξ)
    ο Δυτης τον ριμαρει με το “κογξ ομοιως παξ”
    στο νου τ’ αλλο δεν εχει παρεξ τη romanum pax
    πανυβλαχος Κορνηλιστι, βρεκεκεξ κουαξ κουαξ!

  24. http://rovithe.blogspot.com/2010/11/blog-post_30.html

  25. Μαρία said

    24 Αυτό είναι Lugdunum Batavorum κόντρα στο Lugdunum του Nicolas.

  26. sarant said

    Πάντως γείτονας 🙂

  27. Γιώργος Νικολόπουλος said

    Κάθε βράδυ, κάτω απ’ τ’ αρμυρίκια,
    σκάρωνε με μανία λιμερίκια.
    Αλίμονο: μια μέρα
    έπαθε χολέρα
    και τώρα ανάποδα κοιτάζει τα ραδίκια.

  28. […] Τον Νοέμβριο του 2010, ο Νίκος Σαραντάκος ανάρτησε στο ιστολόγιό του ένα άρθρο για τα λιμερίκια, το οποίο ενέπνευσε αρκετούς αναγνώστες να λιμερικοπλέξουν. […]

  29. Παύλος said

    Και ένα λιμερίκι για τον Ούγγρο μαθηματικό Paul Erdos γραμμένο από έναν συνάδελφό του:

    A conjecture both deep and profound
    Is whether the circle is round.
    In a paper of Erdos
    Written in Kurdish
    A counterexample is found.

    Από το βιβλίο THE MAN WHO LOVED ONLY NUMBERS του Paul Hoffman (υπάρχει στο library.nu)

  30. sarant said

    Δεν το ήξερα, ευχαριστώ!

  31. demasta leskala said

    lhmeriki, tefariki

    Αντε….
    Κι υστερα ξυσου…
    Και φτου κι απ΄την αρχη αντε ξανα…

  32. γιώργος Παπαδόπουλος said

    Νίκο δεν έχω δικό μου σου στέλνω ένα που μου είπε ένας φίλος
    Γαμώ την μάνα σου την νιά πούχει δώδεκα μουνιά τονα ανοίγει τάλλο κλεί και τον θειό (θεό) παρακαλεί να της δώσει μιά ψωλή να γαμιέται μοναχή

  33. sarant said

    Χμ… αυτό είναι αποκριάτικο -αλλά όχι λιμερίκι, τα λιμερίκια είναι πεντάστιχα με ομοιοκαταληξία ααββα.

  34. karenblixen said

    Αγαπητέ sarant,
    έχει γράψει κι η αφεντιά μου λιμερίκια.
    θέλεις κανένα;

  35. sarant said

    Δεν είναι ανάγκη να ζητήσετε άδεια -γράψτε!

  36. tamistas said

    ήτανε κάποτε ένα λιμερίκι
    το διάβασαν πολλοί κι ένιωσαν φρίκη
    μην το κοιτάς καθόλου διαβατάρη
    μην το κοιτάς, κάνε μου αυτή τη χάρη
    θα πάει αυτόφωρο κι είναι σικέ η δίκη

    τα εντεψίδικα το βλέπουν και γελάνε
    το λιμερίκι αυτό να πέσουν να το φάνε
    γιατί, αλί, συνεσταλμένο ως είναι,
    να, δεν αντέχεται, μισεί το θεαθήναι
    γι’ αυτό και συ σιγά έλα και κλάνε

    σε βλέπω εμπρός μου, νάτο, έσμιξες τα φρύδια
    πάρε τα σύνεργα κι όλα τα κατσαβίδια
    χρειάζονται θαρρώ και με σταυρό κι απ’ τ’ άλλα
    γιατί οι βιδούλες σου, μωρή παλιοκουφάλα
    καθώς λασκάρανε μου αέρισαν τ’ αρχίδια

  37. nikos__alfa said

    ένακόμη λιμερίκι
    είχε κώλο σαν φυρίκι
    τον φιλώ
    αναστενάζω
    κέτσι κατακτώ την νίκη

    έλα πιο κοντά καλή μου
    να σε φτάνει η ψωλή μου
    μη φωνάζεις από ώρα
    χώστον με μεγάλη φόρα
    έλα νάβρω τη βολή μου

    ήταν κάπου μια ωραία
    μου εφάνηκε μοιραία
    την πλησιάζω
    την αγκαλιάζω
    και γινήκαμε παρέα

    η γλυκιά σου η αγκάλη
    μέκαψε σαν το μαγγάλι
    αναμμένος τριγυρίζω
    και τον κόρφο σου αγγίζω
    την υγειά μου νάβρω πάλι

    όταν άνοιξες το μπούστο
    έδειξες πως είχες γούστο
    το σουτιέν σου δεν φορούσες
    με αναίδεια κοιτούσες
    σαν να μέθυσες με μούστο

  38. Mιχαλιός said

    ΛΙΜΕΡΙΚΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
    (15 Μαΐου)

    Ήταν ένας παππούς στο Παγκράτι
    πούχε πέσει ξερός στο κρεβάτι
    ώσπου ήρθε ο Χριστός
    και του είπε σαφώς
    «Ψευταρά, σώνει πια, περιπάτει».

  39. sarant said

    Χαίρομαι που βλέπω να προσθέτονται κι άλλα!

  40. nikos__alfa said

    Έσκισε η βία πάλι
    κάποιου σπάσαν το κεφάλι
    καμαρώστε δολοφόνοι
    πια κανένας δεν σας σώνει
    όταν θάνατο κερνάτε τον φτωχό στη βιοπάλη

    Ήταν ένα παλικάρι
    της μαμάς του το καμάρι
    τώρα πια χαροπαλεύει
    η ζωή του κινδυνεύει
    κείτεται σένα ερμάρι

    σε τυφλώνει η μανία
    και σε θρέφει φευ η βία
    σαυτούς που πρέπει να στηρίζεις
    τώρα θάνατο χαρίζεις
    είναι τρέλα η αιτία;

  41. nikos__alfa said

    Ένας γέρος στο κρεβάτι
    τόχε ρίξει στο ραχάτι
    μια ωραία νοσοκόμα
    του κουνιότανε ακόμα
    μα ο γέρος στο κρεβάτι μοναχά την παίρνει μάτι

    Η Στέλα ήτανε με τον Ηλία
    ξαπλωμέν στην παραλία
    το μπικίνι της το βγάζει
    κιαπό πάνω του αράζει
    κιέτσι ήρθε του Ηλία πιο μεγάλη ευκολία

    Όταν πήγα στις Μαλβίδες
    μου τη πέσαν δυο συλφίδες
    πούχανε ωραίο κώλο
    γλώσσες δε σαν πολυβόλο
    κιέτσι τώρα στις Μαλβίδες μου τον έχουν κάνει ..βίδες

    γράφω βλέπεις λιμερίκια
    για να βγουν τα ζοριλίκια
    κόβω ράβω
    και τα δένω
    σαν να ήτανε ..μανίκια

  42. delta said

    ηταν ενας μπουζουξης
    που ‘τανε και χασικλης
    ρουφαγε και σκονη και μαστουρα
    νομιζε ‘τσι θα περασει η σουρα
    ενας καμινωτης μπουζουξης που επεθανε νωρις

  43. Ἦταν μιὰ καμαριέρα ἀπ’τὸ Μανχάταν
    κι ἕνας Γάλλος «τἰ ὡραῖα ποὺ θἆταν»
    τῆς εἶπε στὰ ὦτα
    «νὰ σοῦ ἀλλάξω τὰ φῶτα»
    καὶ τὴν ἔκανε ὁ βλὰξ τὴν πατάταν.

  44. Νέος Τιπούκειτος said

    @43: Κορνέιγ, Νόμπελ!

    Ορίστε κι ένα μεταμοντέρνο:

    Ήτανε μια καμαριέρα απ’ το Μπρονξ,
    που είδε –Κυριελέησον– τον ξ-
    αναμμένο Δομήνικο Στρως
    να της λέει: «Το φιρίκι το τρως;».
    Μα δεν πρόλαβε Καν ν’ απαντήσ’, η φτωχή καμαριέρα απ’ το Μπρονξ.

  45. sarant said

    Α, έξοχα και τα δύο! Τέτοιο κόψιμο λέξης, δεν έχω ξ-αναδεί, Τιπούκειτε, μόνο στο X-anadu υπάρχει!

  46. tamistas said

    Ήταν μια καμαριέρα, η Οφηλία
    (στο Σοφιτέλ πήρε μετάταξη η δουλεία).
    Τον Ντομινίκ πάντα τον τρέλαιναν οι μαύρες
    και, αν και Εβραίος, δεν τις γούσταρε τις χάβρες.
    Του πάθους του έγινε ο ίδιος λεία.

    Ήταν μια καμαριέρα, η Οφηλία
    (με του Σεξπίρου, ταιριαστή μελαγχολία).
    Κι αν λεν πως είναι για γαμήσι μόνο οι μαύρες
    και του ΣτρωςΚάν οι παρορμήσεις πάντα λάβρες,
    σιγά τον ταύρο στα σικέ υαλοπωλεία.

  47. nikos__alfa said

    Έβγαλε ο Τρισέ τελάλη
    για το μαύρο μας το χάλι
    πως ομόλογα δεν παίρνει
    το χαιρκάτ το αποπαίρνει
    φτου σου τραπεζών ρεμάλι

    βρήκε δω τόσους μαλάκες
    που του κάνουν όλοι πλάτες
    έχει μούτρα και φωνάζει
    και την χώρα εκβιάζει
    ωχ αυτοί που κάνουν πλάτες μέχρι πότε θάναι βλάκες;

    Σε τοκογλύφους όταν το κεφάλι σκύβεις
    την όρεξη τους μόνο ανοίγεις
    να σε γδύσουν
    να σε γδάρουν
    και ποτέ δεν θα χορτάσουν,όσα χρήματα να δίνεις

    μας επήρανε χαμπάρι
    πως δεν έχουμε στυλιάρι
    μόνο μαλακά οπίσθια
    και μας ρίχνουνε στα ίσια
    μούτζες με περίσσια χάρη

    η ώρα ήρθε του Στρος Καν για να τα βάψει μαύρα
    γιατί απτο $%υνί δεν μπόρεσε να κρατηθεί αλάργα
    με χειροπέδες τριγυρνά πισθάγκωνα δεμένος
    αλήτης πια κατάντησε ο πολυχρονεμένος
    κοι σύντροφοι του τον θρηνούν μέσα στην λύπη κάργα

  48. ti zoe sauto to blog said

    Στο Ταμείο λαμπρή και αν είχε καριέρα
    τελικά τον κατέστρεψε μια καμαριέρα.
    Να ‘χε πιει δύο -τρία καρτούτσα ;
    -βάζεις τρύπες της λέει , βάζω π…
    Πια βραχιόλι φορά και τ’ αδέλφια μετά θα τ’ ανοίξουν τη βέρα.

  49. nikos__alfa said

    αγανάκτησα και τρέχω
    στην πλατεία, δεν αντέχω
    θέλω πια δημοκρατία
    λαική κυριαρχία
    γιατί αληθινή δεν έχω

    αν γινότανε πια όλοι
    οι τριβόλοι κ οι διαβόλοι
    που μας έπρηξαν τη ..μούσα
    και ποζάρουν όλο λούσα
    να φωνάξουν στη πλατεία, φεύγουμε πια απτην πόλη

    Στην πλατεία είδα το Μίκη
    μέγα στήνει αρχονταρίκι
    ο Μπουτάρης του θυμώνει
    και αντίσταση σηκώνει
    μα ο Άνθιμος του ψέλνει,Γιάννη βγάλ το σκουλαρίκι

  50. Ε ναι, κατέντησε γελοία
    αυτή που λέγανε παιδεία
    με την άρση του ασύλου
    και το γέμισμα του μύλου
    δάσκαλοι εν’ αποστρατεία.

    Κι απ’ το μύλο ως την κάννη
    ησυχία η τάξη κάνει
    μα της έρχονται όλο ρίγη
    ότι δεν θα το αποφύγει
    κι απ’ τη σφαίρα ίσως πεθάνει.

    Και φοβάται κι όλο τρέμει
    δικαιοσύνη να απονέμει
    σ’ όσους την καταδικάζουν,
    κάθονται, γι αυτό εικάζουν
    η σιωπή πως λύση φέρνει.

    Μένουν κρύα τα θρανία
    και η φωνή δεν είναι μία
    μα πολλές που η κάθε μια
    ψυθιρίζει 67
    χωρίς αυλή για το δικό μας 73

  51. Lefteris_Sfak said

    Είπα να προσθέσω ένα επίκαιρο:

    Ήταν στην Αθήνα ένας Παπαδήμος
    Σε μεγάλη μπάνκα θητεύσας ευδοκίμως
    Τον θέλαν για πρωθυπουργό
    Μα είπε «φάτε, εγώ αργώ»
    Και ουδέποτε ρωτήθηκε ο δήμος

  52. sarant said

    Επίκαιρο πράγματι, και αν ανακοινωθεί Σκουρής θα έχουμε και λογοπαίγνια 🙂

  53. Νέο Kid Στο Block said

    Τι ειν’τούτο το Σκουρής αφεντικό; Ρίξε μπρίφινγκ και σεταμάς. 🙂

  54. Lefteris_Sfak said

    Εφήμερο πράγμα η επικαιρότητα, ως εκ τούτου παρήλλαξα ελαφρώς τη σύνθεση (διαδικασία γνωστή και ως επικαιροποίηση λιμερικίου).

    Ήταν στην Αθήνα ένας Παπαδήμος
    Σε μεγάλη μπάνκα θητεύσας ευδοκίμως
    Τον θέλαν για πρωθυπουργό
    Κι εκείνος λέει «δεν αργώ»
    Μα ουδέποτε ρωτήθηκε ο δήμος.

  55. sarant said

    Να μη μας πουν και ανήμερους!

  56. Λιμερίκιον από το Φάρα Γουέστ

    Ήταν ένας παππούς απ’ την Αγία Βαρβάρα
    Και τού ‘λεγε η γιαγιά πυρέσσουσα «βάρα»
    Και δώστου με πάθος εκείνος κιθάρα
    Ρομάντζο και νότες, ώσπου η Σάρρα
    Τον χύμηξε κι εγένετο, ώ δόξα, η δική μου η φάρα.

    (το ταλέντο λιγοστό, περισσεύει όμως, κι αν χρωστώ, το θράσος)

  57. Από κάτω απ’ το ραδίκι
    γράφαμ’ όλοι λιμερίκι
    κι ήρθαν οι «χερ» πολιτσμάνοι
    να μας πάρουνε τα «money»,
    μα δεν βγαίνει μία στο αραλίκι.

    (πιο ΑΑΒΒΑ, έτσι;)

  58. sarant said

    Βλέπω το βρήκες το λημέρι με τα λιμερίκια!

  59. Eυχαριστώ κυρ Νικοκύρ και φίλοι για τις δροσερές σημερινές εμπνεύσεις. Θυμούμαι ένα θαυνάσιο λίμερικ των Εγγλέζων, που, φρέσκος τότε, αποστήθισα:
    A wonderful bird is a pelican
    takes in its beak more than its belly can,
    takes in its beak
    food for a week
    and darn me if I know how the hell it can.

  60. Τι σου είναι ο λόγος στον άνθρωπο ε; Μας έχει κάνει όλους γνωστούς των γνωστών σας. Τι μικρή που είναι τελική η κοινωνία των ποιητών και μη:
    ohifront.wordpress.com/2011/12/05/ειμαστε-ολοι-γνωστοι-των-γνωστων-σασ/

  61. Ορίστε, και για Σμυρνιές είχεν Limerick ο Edward Lear:

    There was a Young Person of Smyrna,
    Whose Grandmother threatened to burn her;
    But she seized on the cat,
    And said, ‘Granny, burn that!
    You incongruous Old Woman of Smyrna!’

  62. Νέο Kid Στο Block said

    Ας προσθέσω αυτό για τον μαθηματικό Χ. Παπακυριακόπουλο και το λήμμα του Ντε(ι)ν.

    The perfidious lemma of Dehn
    Was every topologist’s bane
    ‘Til Christos Papa-
    kyriakopou-
    los proved it without any strain

  63. tamistas said

    Ήταν ένας νέος απ’ την Ιουδαία.
    Για τους ανθρώπους είχε σχέδια σπουδαία.
    Κι αν στη ζωή του μπήκε η Μαγδαληνή,
    που εμπρός του κάθιζε, φορές, γονυκλινή,
    για το Θεό τέτοια ανθρώπινα είν’ χυδαία.

  64. sarant said

    Και Πασχαλινό λιμερίκι, μπράβο Ταμίστα και καλή Ανάσταση!

  65. tamistas said

    Καλή ανάσταση!

  66. aerosol said

    Το λιμερίκι του καύσωνος:

    Ήταν μια πιτσιρίκα απ’ τ’ Αλγέρι,
    που όπως τέλειωνε το καλοκαίρι
    είπε «Άει σιχτίρ πια!
    Πού είμαι; στην Αραπιά;
    Τόση ζέστη ούτε στο Αλγέρι!»

  67. Και με καθυστέρηση μερικά πορνολιμερίκια http://lolsnaps.com/news/78661/0/

  68. Τίτος Εξώς Χριστοδούλου said

    A wonderful blog is Saranti
    I find his writing often so handy
    So smart, so slick and so dandy.
    When down to the pub
    And the girl smiles so fab
    I throw his jokes to get her out if her pantie.

  69. Τίτος Εξώς Χριστοδούλου said

    Of her pantie, doubtful I-pad!

  70. sarant said

    Τίτο, εξαδάχτυλο βγήκε το λιμερίκι σου, αλλά σ’ ευχαριστώ 🙂

  71. meralik said

    Στου Αμαρουσίου τρεις μαθητρίας
    Μαθήματα έκανα Γεωμετρίας
    Το χέρι απλώνουν
    Και με χουφτώνουν
    Μέγα το βάρος της αμαρτίας

  72. tamistas said

    Έχω μία γκόμενα μέσαπτη Χαλκίδα.
    Αυτή που, όπως το λένε, μούστριψε τη βίδα.
    Τόπε και τόκανε: με πήρε για το σπίτι.
    Κι όλο καυχιέται ότι με σέρνει από τη μύτη.
    (Την αποτέτοια μου περνάει για προβοσκίδα).

  73. sarant said

    Τσικνοπέμπτη χωρίς λιμερίκι δε γίνεται, ε;

  74. tamistas said

    Εμ!

  75. Πάνος με πεζά said

    Χμμμ… Για να προσπαθήσω κι εγώ :

    Μια γκομενίτσα βρίσκω μόλις πάω Σπάρτη.
    Γλυκιά και πρόθυμη όταν της λέω «Πάρ’τη».
    Της κακομοίρας στο μικρό μας το κρυσφήγετο
    σε μια ραχούλα από κάτω απ’ τον Ταϋγετο
    Φιλιά και χάδια, και ο π@@τσος μου κατάρτι…

    Το πέτυχα;

  76. Τίτος Εξώς Χριστοδούλου said

    Νά ‘μουν ο γαδουράππαρος
    Πούλλα μου ο δικός σου,
    Νά ‘σουν τζιαι σου η βονιτζιή,
    Τζαι μιαν ωραίαν Τζυρκατζή,
    Να μπώ στο σπιτικό σου!

  77. alexiaf17 said

    Ήταν εις νεανίας απ’την Αντιοχίδα
    Που τράβαγε με ζήλο μια παρανυχίδα
    Στο δάχτυλο που του ‘ρθε σε πακέτο
    Και κράταγε σφιχτά ένα κουφέτο-
    Σοκολατένιο ήταν τελικά, σύμφωνα με το νεανία απ’την Αντιοχίδα.

  78. Κι ένα αλγεβρικό λιμερίκι

  79. Τα λιμερίκια είναι παντού!

    http://lolsnaps.com/funny/78661

  80. vanias said

    There was an old lady from Ealing
    Who had a peculiar feeling
    She lay on her back
    Opened her crack
    And pissed all over the ceiling

  81. Θύτης said

    Γερο-Βάταλε δε λες κουβέντα
    κρατάς κρυμμένα μυστικά και δοκουμέντα
    θα φας κόκκινη κάρτα
    και θα πας Τζακάρτα
    μ’ ένα Μπονόμπο αγκαλιά κάτω απ’ την τέντα.
    [μ’ ένα Μπονόμπο και φιλιά από μερέντα.]

  82. 81

    Ω, τι τούπε!

  83. Θεόφιλος said

    Όχι μόνο έτσι, μπορεί και έτσι……
    ^^^^^^^^

    Η Γη σου όλη Ελλάδα μου, παντού το κάθε στρέμμα
    μια στρώση είναι κόκαλα και άλλη μια είν΄ αίμα
    κι ανάμεσα τους οιμωγές, δάκρυα , προδοσίες
    ξένοι εχθροί, φίλοι εχθροί, ύπουλες συμμαχίες…

    Στο χώμα αυτό ο τάφος σου και οι τάφοι των παιδιών σου
    χύνεις τα δάκρυα πικρά και κλαις το ριζικό σου.
    κανείς δεν σπέρνει πια εδώ και ούτε πια θερίζει
    μον’ με την πέτρα τη σκληρή μαχαίρια ακονίζει.

    Τα βόδια του τα σταματά , σηκώνει το υνί του
    το χώμα βλέπει κόκκινο, του κόβεται η φωνή του.
    Ορκίζεται εκδίκηση μεγάλη η οργή του
    θα το πληρώσουν ακριβά, ξένοι μα και δικοί του

    Από ένα δέντρο ιερό, από μια κρανιά δικιά σου
    που φύτρωσε στο χώμα σου πήρε την ομορφιά σου
    αφού πρώτα προσκύνησε σκληρό κλαδί του παίρνει
    το κάνει ατσάλι, σίδερο, καταστροφή τους φέρνει.

  84. Ήταν ένας από το γνωστό Κηπουριο
    Που τον είχε πραγματικά πολύ τρανό
    Τον έβγαζε έξω βόλτα
    Και τον φώναζαν Τραβόλτα
    Ήταν ένας από το γνωστό Κηπουριό

    Κική Ματερη

  85. Ήταν ένας από το γνωστό Κηπουριο
    Που τον είχε πραγματικά πολύ τρανό
    Τον έβγαζε έξω βόλτα
    Και τον φώναζαν Τραβόλτα
    Ήταν ένας από το γνωστό Κηπουριό

    Κική Ματερη
    Και το άλλο μου το λεγε η γιαγιά μου

    Ήταν ένας κομας ένας
    Σήκω να στο πω
    Που φορούσε μία πετσένια βράκα
    Κάτσε να στο πω
    Ήταν ένας κομας ένας

  86. ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥ Η ΜΝΗΜΗ

    Ήταν κάποιος απ’ τον Υμηττό
    που εγλύτωσε από τον σεισμό,
    από πυρ και νερό
    και μετά ‘π’ τον λιμό,
    αλλά όχι απ’ τον κορωνοϊό.

    Στάθης Φριλ

  87. ΣΠ said

    ΜΕΤΑΛΙΜΕΡΙΚΙ
    Είπα να φτιάξω ένα λιμερίκι
    μα αποδείχτηκε μεγάλο καζίκι.
    Μια ώρα προσπαθώ
    τους στίχους να βρω
    για το άτιμο το λιμερίκι.

  88. Της καραντίνας

  89. sarant said

    88 Α, να κάνουμε έναν διαγωνισμό.

  90. Τίτος Χριστοδου said

    Έχει μπάρμπα απ’ την Κορώνη
    που τον έλεγαν Ιό,
    το δηλώνει
    καμαρώνει,
    από σόι φέρνω Κορωνοϊό

  91. ΛΙΜΕΡΙΚΙ ΤΗΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ

    Τρυφερά μια μαμά στο Κουκάκι
    εμουρμούριζε σ’ ενα μωράκι:
    «Σ’ ενα χρόνο ή σε δυο
    όπως πάμε, θαρρώ,
    θα σου κάνω και άλλο αδελφάκι.»

    Στάθης Φριλ

  92. > Έχει μπάρμπα απ’ την Κορώνη
    > που τον έλεγαν Ιό,
    > το δηλώνει
    > καμαρώνει,
    > από σόι φέρνω Κορωνοϊό

    Αγαπητέ Τίτο.

    Η ιδέα του μπάρμπα από την Κορώνη είναι πολύ καλή, γιατί το Κορώνη ομοιοκαταληκτεί με πολλές λέξεις: μπαλόνι, μπαλώνει, φουσκώνει, τρυπώνει, ξετρυπώνει, απλώνει, πριόνι, πιστόνι, μπουκώνει, κλπ. κλπ.

    Εγώ τουλάχιστον από εκεί ξεκινώ, από την τριπλή ομοιοκαταληξία. Όταν σκέφτηκα για παράδειγμα «Σακραμέντο», μετά έψαξα να βρω λέξεις που να ριμάρουν, πράγμα όχι πάντα εύκολο ή δυνατό. Στο Σακραμέντο« βρήκα μόνο 3: ακομπανιαμέντο, τσιμέντο, ντοκουμέντο — είχα λοιόν πολύ περιορισμένες επιλογές, που καθόρισαν και το περιεχόμενο που σχηματίστηκε στο μυαλό μου καθώς το δούλευα. Μόνο μετά σκέφτηκα πως ο άτυχος τραγουδιστής θα έπρεπε να λέγεται Σωκράτης για να καταλήξει εκεί.

    Έτσι λοιπόν, μια ιδέα θα μπορούσε να είναι:

    Ο μπάρμπας από την Κορώνη
    λέει παίζοντας μ’ ένα μπαλόνι:
    «Δε φοβάμαι εγώ
    τον κορωνοϊο» —
    όταν ξάφνου του σπάει το μπαλόνι.

    Συμβολικό αν και λίγο ανόητο βέβαια, αλλά τα λιμερίκια πολύ συχνά έχουν ανόητο περιεχόμενο.

    Αυτή είναι μόνο μία εκδοχή. Με τόσες πιθανές ομοιοκαταληξίες στη Κορώνη, μπορώ εύκολα να φανταστώ μια ολόκληρη υποκατηγορία λιμερικιών με ήρωα τον Μπάρμπα από την Κορώνη.

    (Μια λεπτομέρεια: Θα ήθελα εδώ να σημειώσω πως στα αγγλικά στα λιμερίκια χρησιμοποιούνται τρισύλλαβα μέτρα (ανάπαιστος, δάκτυλος, μεσότονος) (όπως «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη»), αλλά, όπως έμαθα στην πράξη, μπορείς συχνά να τους ανακατέψεις χωρίς αρνητικές συνέπειες, όπως και παραπάνω.)

    Θέλει όμως λίγη φαντασία και αρκετό δούλεμα στο μυαλό — και ίσως μετά και στο χαρτί — ή στο Notebook.

    Φιλικά,

    Στάθης

  93. Τίτος Χριστοδούλου said

    Ευχαριστώ. Κι είσαι, φίλε Στάθη, κι ορθότερος στην ρίμα ΑΑΒΒΑ.
    Έχω μπάρμπα απ’ την Κορώνη
    για το σόι καμαρώνει
    κι ας τολμήσει δώ μου μπρος
    να μου δείξει μούτρο ιός
    Στ’ αχαμνά του δίνω κακαρώνει!

  94. Καθώς πλησιάζει η εθνική μας επέτειος, να λίγες σκέψεις για το περίφημο επίγραμμα του Διονυσίου Σολωμού, την Καταστροφή των Ψαρών.

    Σ’ αυτό ο εθνικός μας ποιητής χρησιμοποιεί το ασυνήθιστο στην Ελληνική ποίηση τρισύλλαβο μέτρο, σαν αυτό που βρίσκουμε στα λιμερίκια. Δύο άλλες ομοιότητες με τα λιμερίκια είναι η ομοιοκαταληξία των 2 πρώτων στίχων, ενώ 2 άλλοι έχουν μια λιγότερη συλλαβή.

    Το ζήτημα λοιπόν που προκύπτει είναι ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα αν ο ποιητής είχε επιλέξει
    να γράψει ένα λιμερίκι,

    Να μια προφανής εκδοχή:

    Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
    περπατώντας η Δόξα μονάχη
    μελετά τα λαμπρά παλικάρια·
    και στη γη μόνο λίγα χορτάρια
    είχαν μείνει μετά ‘πο τη μάχη.

    Τεχνικά άψογο βέβαια, αλλά όχι αρκούντως δραματικό. Μπορεί όμως να βελτιωθεί.

    Η ομοιοκαταληξία ράχη — μονάχη — μάχη είναι η «ραχοκοκαλιά» του ποιήματος. Η «μάχη» είναιπροφανώς η αφετηρία της έμπνευσης, ενώ ο σχετικά αδύνατος κρίκος είναι το «ράχη». Ας δούμε λοιπόν τι επιλογές έχουμε:

    θα ‘χει
    λάχει
    μάχη, διαμάχη, Ανδρομάχη
    μονάχη, να ‘χει, συνάχι
    ράχη, βράχοι
    σάχη

    Εκτός απ’ τη «μάχη», το «βράχοι« είναι φανερά η πιο δραματική ποιητική επιλογή. Ιδού λοιπόν:

    Των Ψαρών οι απόκρυμνοι βράχοι
    εθωρρούσαν τη Δόξα μονάχη·
    ενώ χάμω η έρημη γη
    με το αίμα είχε ποτιστεί
    των ηρώων που πέσαν στη μάχη.

    Το αποτέλεσμα τώρα είναι έντονα δραματικό, αν και το πρόβλημα είναι αν έχουν απόκρυμνους βράχους τα Ψαρά, οπότε θα πρέπει να επικαλεστούμε ποιητική άδεια.

    Κατά την προσωπική μου γνώμη, αν
    αυτό είχε βρεθεί στα χαρτιά του Σολωμού, σήμερα θα το θεωρούσαν το πιο αξιόλογο μη σκωπτικό λιμερίκι της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

    Τελικά, ο εθνικός μας ποιητής πρόσθεσε ένα στίχο και στεφάνωσε την Δόξα. Η συνέχεια είναι, όπως λένε, ιστορία.

  95. Costas X said

    Το πρώτο παγκοσμίως λιμερίκι στο κορφιάτικο ιδίωμα. Πιστεύω ότι πληροί όλες τις προυποθέσεις, μέτρο, ομοιοκαταληξία, θεματολογία κ.λ.π. Υποχρεωτικά ακολουθούν οι επεξηγήσεις των λέξεων.

    Κορφιάτικο (1)

    Ήτανε μια Μάντε στο Καμπιέλο
    πό’καμε το σπίτι τση μπορντέλο.
    Το χύστο τση έδινε
    και όβολα έβγανε
    και τα γόδερε η Μάντε στο Καμπιέλο.

    Μάντε : υποκοριστικό της Διαμάντως.
    Καμπιέλο : συνοικία της παλιάς πόλης της Κέρκυρας.
    Πό’καμε : που έκανε.
    Χύστος : το αιδοίο.
    Όβολα : τα χρήματα.
    Γοδέρω : χρησιμοποιώ ή ξοδεύω κάτι και το ευχαριστιέμαι.

  96. Costas X said

    Κορφιάτικο (2)

    Ήτανε ένας Γκίγκης στο Μαντούκι
    πό’χε ένα πράμα σαν παλούκι.
    Τόνε θέλανε όλες,
    πέφτανε τσι καργιόλες
    φόρσι κι αριβάρει απ’ το Μαντούκι.

    Γκίγκης : υποκοριστικό του Λουδοβίκου (Λουβίγκης>Γκίγκης).
    Μαντούκι : προάστιο της πόλης της Κέρκυρας.
    Καριόλα : παλιό μεγάλο κρεβάτι, συνήθως σιδερένιο.
    Φόρσι : μήπως
    Αριβάρω : έρχομαι, φθάνω.

  97. Costas X said

    Κορφιάτικο (3)

    Ένας Λώλος από τη Γαρίτσα
    εμαγκούνιασε μια μοστερίτσα
    και πονεί η κοιγιά του
    και τραβάει τα μαγιά του
    και τον άκουσε όλη η Γαρίτσα.

    Λώλος : υποκοριστικό του Θεόδωρου.
    Γαρίτσα : παραλιακό προάστιο της πόλης της Κέρκυρας.
    Μαγκουνιάζω : τρώω κάτι με δυσάρεστες συνέπειες (μαγκούνο/νι=φαρμάκι, πικρό, δηλητήριο, από το αρχ. μάκων/μήκων).
    Μοστερίτσα : η σαύρα.
    Κοιγιά (κοιλιά ) – μαγιά (μαλλιά) : σε πολλές περιπτώσεις, στον προφορικό λόγο του κορφιάτικου ιδιώματος το λάμδα προφέρεται ως ουρανικό γάμμα. Αυτό γίνεται μόνο όταν ακολουθεί ο φθόγγος [ i ] (ι,η,υ,ει,οι), και το [ i ] ακολουθείται από άλλο φωνήεν.

  98. Costas X said

    Κορφιάτικο (4)

    Ένας Πίπης στην Πόρτα Ρεμούντα
    ζόρκος γύρναγε κι άρπαξε πούντα,
    άρπαξε και γαρμπούνι
    στο Πλατύ το Καντούνι,
    τόνε κλαίει η Πόρτα Ρεμούντα.

    Πίπης : υποκοριστικό του Σπυρίδωνα.
    Πόρτα Ρεμούντα : συνοικία της παλιάς πόλης της Κέρκυρας (Porta di Raimondo/Πύλη του Ραϊμόνδου).
    Ζόρκος : γυμνός, ή και ημίγυμνος.
    Πούντα : βαρύ κρυολόγημα, πνευμονία.
    Γαρμπούνι : η ασθένεια του άνθρακα, ή άλλη βαριά πνευμονική λοίμωξη. Απευθύνεται και ως κατάρα, «να σε φάει το μαύρο γαρμπούνι». Από το ιταλικό «carbone».
    Πλατύ Καντούνι : η οδός Μουστοξύδου, πλατύς πεζόδρομος της Πόρτας Ρεμούντας που βγαίνει στη Σπιανάδα.

  99. sarant said

    Ωραίος ο Κώστας!

  100. Αγαπητέ Sarant.

    Νομίζω πως τώρα χρειαζόμαστε να κάνουμε 2 πράγματα για τα λιμερίκια:

    1. Πρέπει να γίνει σελίδα στη Βικιπαίδεια για τα λιμερίκια, με ιδιαίτερο τμήμα για τα ελληνικά λιμερίκια και Εξωτερικούς Συνδέσμους για ιστοσελίδες με ελληνικά λιμερίκια. Αυτό είναι το πιο αναγκαίο.
    2. Καλό θα ήταν να γίνει μια ιστοσελίδα (με 2 ή 3 ίσως διαχειριστές) όπου να συγκεντρώνονται τα αξιολογότερα διάσπαρτα ελληνικά λιμερίκια από blogs, tweets, newsgroups, κλπ. για να μην χάνονται μέσα στο χάος του διαδίκτυου.

    ΥΓ. Θα σου τα έγραφα αυτά ιδιαιτέρως, αλλά η ηλεκτρονική σου διεύθυνση που είχα δεν λειτουργεί.

  101. sarant said

    100 Φιλε Στάθη, μπορείς να γράψεις το μέιλ: sarantπαπάκιpt.lu

    Αλλά, να με συμπαθάς, δεν προλαβαίνω να ασχοληθώ με το θέμα. Μόνο ως αναγνώστης.

  102. ΣΠ said

    100
    Υπάρχει σελίδα στην Βικιπαίδεια αλλά περιέχει ελάχιστα στοιχεία.

  103. Costas X said

    @99. Ευχαριστώ, θα ακολουθήσουν κι άλλα !

    @100. Πολύ καλή ιδέα, αλλά χρειάζεται πολύ χρόνο και αφοσίωση.

    Υ.Γ.1 Έκανα ένα μεγάλο λάθος στο Κορφιάτικο (2), στον δεύτερο στίχο έβαλα «ν» στο «σαν». Ο Κορφιάτης λέει «σα» πριν από σύμφωνο, εκτός κι αν χρειάζεται οξυγόνωση εγκεφάλου ! 🙂

    Υ.Γ.2 Στο Κορφιάτικο (3) ξέχασα να γράψω ότι για τη μετατροπή του λάμδα σε γάμμα, το [ i ] που ακολουθεί πρέπει να μήν τονίζεται, π.χ. ο Κορφιάτης δεν λέει «Ηγίας» ή «εργαγείο», θα πει όμως «αργαγειός».

  104. Δεν είχα βρει τη σελίδα για το λίμερικ ίσως γιατί έψαχνα για λιμερίκια.

    Δεν είναι άσχημε αλλά χρειάζεται λίγες αλλαγές:

    1. Ο τίτλος να γίνει λιμερίκια. Αυτό δεν ξέρω πως μπορεί να επιτευχθεί.Έχουν σελίδα συζήτησης συντακτών αλλά δεν έχω ανακατευτεί…

    2. Πρέπει να προστεθεί τμήμα «Τα λιμερίκια του Σεφέρη» . Αυτό είναι εύκολο. Θα ήθελα μόνο να ξέρω πότε έγιναν γνωστά στο κοινό.

    3. Οι υπάρχοντες Εξωτερικοί Σύνδεσμοι να σβηστούν (οι αγγλομαθείς μπορούν να τους βρουν στην αγγλική έκδοση) και να προστεθούν σύνδεσμοι σε σελίδες με ελληνικά λιμερίκια, όπως και σε αυτήν την σελίδα. Ελπίζω να μην έχουν αντιρρήσεις.

    Την αλλαγή του τίτλου την θεωρώ το πιο δύσκολο. Έχει κανείς καμιά ιδέα;

  105. sarant said

    104 Δεν ξέρω αν στη Βικιπαιδεια μπορούν να γίνουν όλες αυτές οι αλλαγές.

  106. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (5)

    Ο Πέπες μέσ’ το Λαζαρέτο
    παθαίνει απ’ τον ήγιο κορπέτο,
    αναρίτσια, ζαλάδα,
    μαντεκούτα, σμπερλάδα,
    κι από τότες φοράει κασκέτο.

    Πέπες : υποκοριστικό του Ιωσήφ.
    Λαζαρέτο : μικρό ακατοίκητο νησάκι, πρώην λοιμοκαθαρτήριο, κοντά στην πόλη της Κέρκυρας.
    Κορπέτο : κολπέτο, υποκορ. του «κόλπο», ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Συχνή στο κορφιάτικο ιδίωμα η μετατροπή του λάμδα σε ρω, π.χ. βόρτα (βόλτα), πάρκο (πάλκο), πορπέτα (πολπέτα=κεφτές).
    Αναρίτσια (η) : ανατριχίλα.
    Μαντεκούτα (η) : λιποθυμία, αποπληξία. Να μην συγχέεται με την «μαντεΝούτα», τη μορόζα (=γκόμενα).
    Σμπερλάδα (η) : ζαλάδα, παραζάλη.
    Κασκέτο : καπέλο με γείσο μπροστά, τραγιάσκα.

    Αφιερωμένο στον Νικοκύρη, που ανέφερε πρόσφατα το Λαζαρέτο, σε σχόλιο περί ακλισιάς.

  107. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (6)

    Ο Τσάντος από τσι Κουλίνες
    σεστάδες πουλεί μπαολίνες
    γι’ αβοκάτους, ντοτόρους,
    νοδάρους, πιτόρους,
    βγάνει όβολα μες τσι Κουλίνες.

    Τσάντος : υποκοριστικό του Αλέξανδρου.
    Κουλίνες : περιοχή και συνοικισμός κοντά στην πόλη της Κέρκυρας (ιταλ. collina=λόφος).
    Σεστάδος : με καλή εμφάνιση, κομψός.
    Μπαο(υ)λίνα : μικρό μπαστούνι με σφαιρική ή αχλαδόσχημη λαβή.
    Αβοκάτος : ο δικηγόρος.
    Ντοτόρος : ο γιατρός.
    Νοδάρος : ο συμβολαιογράφος.
    Πιτόρος : ο ζωγράφος, αλλά και ο ελαιοχρωματιστής(!).
    Όβολα : τα χρήματα.

  108. sarant said

    107 Πάμε για έκδοση, βλέπω 🙂

  109. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (7)

    Ο Ντόντος από τα Μουράγια
    επήρε μια σπόζα κανκάγια,
    μα δεν τη γ@μούσε,
    κι αλλού χαρμανούσε,
    και η άχαρη κλαίει στα Μουράγια.

    Ντόντος : υποκοριστικό του Θεόδωρου.
    Μουράγια : παραθαλάσσιο κομμάτι του βενετσιάνικου τείχους και η γύρω περιοχή.
    Παίρνω : παντρεύομαι.
    Σπόζα : η σύζυγος.
    Κανκάγια : ξερακιανή ή ρυτιδιασμένη γυναίκα.
    Χαρμανάω : διασκεδάζω, γλεντάω.
    Άχαρος : δύστυχος, καημένος.

  110. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (8)

    Ο Προκόπης από τσου Ψωραρούς
    δύο μπότηδες πήρε γερούς,
    κι εκουβάλουνε λάδι
    κι αμπονόρα, και βράδυ,
    και το επούλουνε τσου Ψωραρούς.

    Ψωραροί : το ιστορικό όνομα του χωριού Άγιος Προκόπιος.
    Μπότης : η στάμνα.
    Παίρνω : στο κορφιάτικο ιδίωμα αντικαθιστά σχεδόν πάντα το «αγοράζω».
    Αμπονόρα (και μπονόρα) : ενωρίς, συνήθως το πρωί.
    Επούλ-ουνε : συνήθης κατάληξη του παρατατικού, αντί «-ούσε» ή «-αγε»

  111. Costas X said

    @ 108. Τώρα που πήρα φόρα, ψάχνω για εκδότη ! 🙂
    Η πλάκα είναι ότι η ερμηνεία των λέξεων χρειάζεται διπλάσιο χρόνο και χώρο από το ίδιο το λιμερίκι !

  112. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (8)

    Τρογύρναγε ένας κόντες στη Σπιανάδα,
    με μια βελάδα πού ‘τανε μακιάδα.
    Δεν τονε κοροϊδεύανε,
    κι όλοι τονε ζηλεύανε,
    γιατί ήταν σάρτσα από την παστιτσάδα !

    Σπιανάδα : η μεγάλη πλατεία της πόλης της Κέρκυρας.
    Βελάδα : παλιός τύπος φράκου με ουρά.
    Μακιάδος : λεκιασμένος, λερωμένος.
    Σάρτσα : η σάλτσα.
    Παστιτσάδα : παραδοσιακό πικάντικο κοκκινιστό κρέας με μακαρόνια.

  113. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (10)

    Ο Τώνης, μεσ’ τον Αγι’Αντώνη,
    την αποκαταριά του χουφτώνει,
    και μπροστά στον παππά του
    πιάνει και τα λιμπά του,
    κι αφορίστηκε απ’ τον Αγι’Αντώνη !

    Τώνης : Υποκοριστικό του Αντώνη.
    Άγι’Αντώνης : η ιστορική εκκλησία του αγίου Αντωνίου κοντά στο Παλιό Λιμάνι (Σπηλιά) της Κέρκυρας.
    Αποκαταριά : η βουβωνική χώρα, η περιοχή στο κάτω μέρος του σώματος ανάμεσα στα πόδια.
    Λιμπά : οι όρχεις.

    Το λιμερίκι αναφέρεται στην γελοία πρόληψη της κακοτυχίας όταν δεις παππά στον δρόμο, που αποτρέπεται πιάνοντας τους όρχεις, ή κοσμιώτερα, μια τούφα μαλλιών. Ο Τώνης, από συνήθεια, το έκανε και στην εκκλησία.

  114. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (11)

    Η Δούλα που μένει στη Χώρα,
    και παίζει καλή κλαπαδόρα,
    με την Κόκκινη βγαίνει
    τ’ Αγιού, η τσαμένη,
    στη Χώρα με την κλαπαδόρα.

    Δούλα : σπάνιο υποκοριστικό της Σπυριδούλας.
    Χώρα : η πόλη της Κέρκυρας.
    Κλαπαδόρα : παλιό χάλκινο πνευστό, το πρώτο με βαλβίδες (κλάπες).
    Κόκκινη : η «Παλαιά Φιλαρμονική», η Φ.Ε.Κ. «Άγιος Σπυρίδων».
    Βγαίνω (με την «Χ») : συμμετέχω με την «Χ» μπάντα σε λιτανείες ή παρελάσεις.
    Τ’ Αγιού : κάθε γιορτή του αγίου Σπυρίδωνα.
    Τσαμένος : ο καημένος, εκφράζει συμπάθεια.

  115. sarant said

    Ωραίος, Κώστα!

  116. Giorgos said

    Ήταν ένας ναύαρχος τρόμος και φοβέρα
    με πιλάλες δέχθηκε του υπουργού τη βέρα.
    Τον μάλωσε ο Αλέξης
    και κρύφτηκε στις λέξεις.
    τσου ρε…πέρα.

  117. Costas X said

    @ 115. Ευχαριστώ, και συνεχίζω !
    Δεν μου έφτανε η δυσκολία του λιμερικιού, μέτρο, ομοιοκαταληξία, δομή, θεματολογία κ.λ.π., πρόσθεσα και τη δυσκολία του κορφιάτικου ιδιώματος, και μάλιστα από μνήμης.
    Καλά να πάθω ! 🙂

  118. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (12)

    Η Τσαντήχω από τα Φορτιά
    λησμονάει να βάλει σκουτιά,
    και με το μπροστομούνι
    βγαίνει μέσ’ το καντούνι,
    και μενάρουνε μέσ’ τα Φορτιά !

    Τσαντ-ήχω : η σύζυγος του Τσάντου. Η κατάληξη «-ήχω» στα ανδρωνυμικά ήταν πολύ συνηθισμένη στο κορφιάτικο ιδίωμα, ειδικά στα επώνυμα, π.χ. Κοντός – Κοντήχω, Μακρής – Μακρήχω κ.λ.π.
    Φορτιά : συνοικία της πόλης της Κέρκυρας, στην περιοχή του Α’ Γυμνασίου.
    Λησμονάω : χρησιμοποιείται πάντα αντί του «ξεχνάω» στο κορφιάτικο ιδίωμα.
    Σκουτιά : τα ρούχα.
    Μπροστομούνι : η γυναικεία ποδιά. Δεν θεωρείται άσεμνη λέξη.
    Καντούνι : στενό δρομάκι, σοκάκι.
    Μενάρω : η παλιότερη εκδοχή του «μινάρω», αυνανίζομαι (ιταλ.menare=τραβάω).

  119. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (13)

    Ένας Νάνες από τσου Αγιάδες
    είχε γούστο να κάμει βαρκάδες,
    παίρνει ένα μαστέλο
    και το κάνει μπατέλο
    και η νόνα του κλαίει σ’ τσου Αγιάδες.

    Νάνες : υποκοριστικό του Ιωάννη.
    Αγιάδες : συνοικισμός του Μαντουκιού, προαστίου της πόλης της Κέρκυρας.
    Γούστο : όρεξη, κέφι.
    Μαστέλο : μεγάλο στρογγυλό δοχείο για το πλύσιμο των ρούχων, και κάποιες φορές των παιδιών.
    Μπατέλο : μικρή ξύλινη βάρκα.
    Νόνα : η γιαγιά.

  120. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (14)

    Ο Νανής από τσι Καρντελάκουες
    είχε δυο θυγατέρες υπάκουες,
    που δεν κάνανε πέτσα,
    ούτε πετεγολέτσα,
    μα γεράσανε τσι Καρντελάκουες.

    Νανής : υποκοριστικό του Ιωάννη.
    Καρντελάκουες : Εμπορικός πεζόδρομος της παλιάς πόλης της Κέρκυρας, τμήμα της Ευγενίου Βουλγάρεως (ιταλ.Calle delle Acque=Οδός Υδάτων).
    Θυγατέρα : χρησιμοποιείται πάντα αντί του «κόρη» στο κορφιάτικο ιδίωμα.
    Πέτσο : λογομαχία, τσακωμός, καυγάς.
    Πετεγολέτσο : το κουτσομπολιό, λέγεται και «πετέγο(υ)λο».

  121. sarant said

    Ή αλλιώς, πώς να μάθετε κορφιάτικα 🙂

  122. Costas X said

    @ 121.
    Βρέθηκε λοιπόν ο τίτλος της έκδοσης, «Μάθετε κορφιάτικα διασκεδάζοντας», αλλά με την επισήμανση «Ακατάλληλο για ανηλίκους, περιέχει άσεμνες λέξεις και περιγραφές» ! 🙂
    Η πλάκα είναι ότι τα «άσεμνα» είναι πολύ δυσκολότερο να γραφτούν, αλλά έχουν και περισσότερη πλάκα! Και όπως είπε ο «ημεδαπός», «…the clean ones so seldom are comical» !
    Συνεχίζω με πολύ άσεμνο…

  123. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (15)

    Η Λούλα που μένει στην Πιάτσα
    γ@μιόντανε στα Κουρτελάτσα,
    είχε δύο μορόζους
    κι άλλους δύο γαρμπόζους,
    και εβγήκανε οι σπούτσες στην Πιάτσα !

    Λούλα : υποκοριστικό της Σπυριδούλας (συνήθως).
    Πιάτσα : μικρή εμπορική πλατεία της παλιάς πόλης της Κέρκυρας, η πλατεία Βραχλιώτη.
    Κουρτελάτσα (τα) : το στηθαίο και το παραλιακό πεζοδρόμιο του όρμου της Γαρίτσας. Κάποια σημεία της παραλίας, λόγω του στηθαίου και επειδή είναι χαμηλότερα, είναι αθέατα από τον δρόμο, και φημολογείται ότι κάποιοι πήγαιναν εκεί τη νύχτα…επί τούτου !
    Μορόζος : ο εραστής, ο γκόμενος, με έμφαση στην σεξουαλική δραστηριότητα. Θηλυκό η «μορόζα».
    Γαρμπόζος : ο αγαπημένος, ο ερωμένος, με έμφαση στην αισθηματική πλευρά. Θηλυκό η «γαρμπόζα», και «γάρμπο» ο έρωτας.
    Σπούτσες : τα αίσχη, οι βρομιές, τα ένοχα μυστικά (ιταλ.puzza=βρόμα, δυσωδία). «Εβγήκανε οι σπούτσες!» έλεγε συχνά η προγιαγιά μου, όταν άκουγε για κάποιο σκάνδαλο.

  124. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (16)

    Ο Μίγιος από το Σαρόκο
    στη Μπόμπα πήε κι έβαλε φόκο
    κι όλοι πήρανε σκόρσα
    και βάλανε κόρσα,
    κι εφύανε από το Σαρόκο

    Μίλιος : υποκοριστικό του Αιμίλιου, προφέρεται δισύλλαβο, κι εδώ με γάμμα, «Μί-γιος».
    Σαρόκο : περιοχή με πλατεία στην πόλη της Κέρκυρας.
    Μπόμπα : βενετσιάνικη μπομπάρδα που βρίσκεται στην αρχή της πλατείας του Σαρόκου, και η μικρή περιοχή γύρω από την «Μπόμπα».
    Φόκο : φωτιά.
    Σκόρσο : το ξαφνικό τίναγμα από φόβο. Συντάσσεται με το «παίρνω», «παίρνω σκόρσο».
    Κόρσα : η τρεχάλα. Συντάσσεται με το «βάνω» (βάζω), «βάνω κόρσα» ή «βάνω τσι κόρσες».
    Πήε – εφύανε : σίγηση του γάμμα σε κάποιες περιπτώσεις, και σε κάποιες περιοχές της Κέρκυρας.

  125. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (17)

    Ο Χτόδουλος μέσ’ τη Ρολίνα
    εμάζωξε μια καβαλίνα,
    τηνε πιάνει με το χέρι,
    τηνε βάνει στο πιτέρι,
    νά ‘χει φιόρια γερά στη Ρολίνα.

    Χτόδουλος : σύντμηση του «Χριστόδουλος», πολύ συνηθισμένη παλιότερα.
    Ρολίνα : το πρώτο καζίνο της Κέρκυρας, και η γύρω περιοχή (ιταλ. rollina=ρουλέτα).
    Καβαλίνα : κομμάτι κοπριάς αλόγου, σπανιότερα γαϊδουριού ή μουλαριού.
    Πιτέρι : η γλάστρα. Ίσως θα έπρεπε να το γράψω «πΥτέρι», αν προέρχεται από το «φυτώριο».
    Φιόρο (και φιόρι) : το λουλούδι.

    Για τη Ρολίνα :
    «Γιὰ σὲνα ἀλήθεια ἐλύσσιαξαν τσ’ ἰντούστριας καβαλλιέρηδες,
    παλιοὶ μπασταρδοκόντηδες καὶ νιόπλουτοι σπιτσιέρηδες.»
    Λορέντζος Μαβίλης, 1904

  126. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (18)

    Ο Σάμης στην Οβριακή
    επήρε καινούργιο βρακί,
    και έκανε βιάτζα,
    μα του έντεσε η άντζα,
    και πάει το καινούργιο βρακί !

    Σάμης : υποκοριστικό του Σαμουήλ.
    Οβριακή : η παλιά εβραϊκή συνοικία στην πόλη της Κέρκυρας.
    Παίρνω : χρησιμοποιείται αντί του «αγοράζω» στο κορφιάτικο ιδίωμα.
    Βρακί : το παντελόνι.
    Βιάτζο : διαδρομή από ένα σημείο σε άλλο και πάλι πίσω.
    Ντένω : σκαλώνω (αμετάβατο). Λέγεται για αντικείμενα που σκάλωσαν κάπου, π.χ. «έντεσε το σκοινί στα κλαδιά», «έντεσε το βρακί μου στ’ αγκάθια». Πιθανώς παραφθορά του «δένω».
    Άντζα : η γάμπα.

    Αφιερωμένο στους συντοπίτες Κορφιάτες εβραϊκής καταγωγής.

  127. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (19)

    Ο Κάρμενος μέσ’ τον Κωτσέλα
    εξεβδέλωσε μια μπερτουέλα,
    τονε πιάκανε έστρα,
    τσάκισε τη φανέστρα,
    στον Κωτσέλα για μια μπερτουέλα !

    Κάρμενος : όνομα Καθολικών Κερκυραίων, μαλτέζικης καταγωγής. Υπάρχει και το θηλυκό Κάρμενη, είναι πλέον σπάνια.
    Κωτσέλας : προάστιο της πόλης της Κέρκυρας, όπου είχαν εγκατασταθεί οι πρώτοι Μαλτέζοι, και ζουν ακόμη κάποιοι από τους απογόνους τους. Από το νησί Gozo της Μάλτας, μάλλον σημαίνει «το Μικρό Γκότσο».
    Ξεβδελώνω : ξηλώνω, διαλύω, καταστρέφω.
    Μπερτουέλα : ο μεντεσές. Δυστυχώς ήταν το πρώτο πράγμα που χρειάστηκα και ζήτησα σε κατάστημα, την πρώτη μέρα που ήλθα στην Αθήνα ! 🙂
    Έστρα (τα) : τα νεύρα, η νευρική διάθεση, μάλλον από το «οίστρος».
    Τσακίζω : χρησιμοποιείται πάντα αντί του «σπάω» στο κορφιάτικο ιδίωμα, ακόμα και σε φράσεις όπως «ετσάκισε το πόδι του».
    Φανέστρα : το παράθυρο.

    Αφιερωμένο στους συντοπίτες Κορφιάτες μαλτέζικης καταγωγής.

  128. sarant said

    Μπράβο μπράβο!

    Προσφέρομαι να γράψω τον πρόλογο στο βιβλίο 🙂

    Ως προς το 126, το έντεσε, είναι από το ανταίνω (ή αντένω, ή ντένω).

    Σημαίνει συναντώ, πετυχαίνω, αλλά κυρίως με την κακή έννοια: προσκρούω σε εμπόδιο, μπλέκομαι, μπλέκω. Ο αόριστος είναι άντεσα και έντεσα. Προέρχεται από το αρχαίο ρ. αντάω-ώ, που το βρίσκουμε σε σύνθετα ρήματα όπως απαντώ και συναντώ. Ακούγεται κυρίως στην Ήπειρο, Κέρκυρα και Δυτική Στερεά, Θεσσαλία, Δυτική Μακεδονία.

  129. Costas X said

    @128.

    Σας ευχαριστώ πολύ, ειδικά για την ετυμολόγηση του «ντένω», που δεν την βρήκα πουθενά μέχρι σήμερα. Το λέγαμε πολύ συχνά στο ψάρεμα, «έντεσε το αρμίδι (ορμιά, πετονιά)». Υπάρχει και η λέξη «ντέμα» (το), το σκάλωμα ως αντικείμενο, π.χ. «δεν ψαρεύω εκεί, έχει πολλά ντέματα», δηλ. σκαλώματα, βράχια.

    Ευπρόσδεκτος ο πρόλογος σας για το βιβλίο, αλλά αν απαγγείλω σε κάποια ποιητική βραδιά στην Κέρκυρα, στην Αναγνωστική Εταιρεία ή στο Μουσείο Σολωμού τα λιμερίκια μου, μου κάεται ότι θα με πελήσουνε από τη φανέστρα ! 🙂

  130. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (20)

    Στο Βαλανειό ένας φάβρος
    είχε φουμάδες ο μαύρος,
    και δεν έβρισκε σπόζα,
    ούτε μία μορόζα,
    και είχε φουμάδες ο φάβρος !

    Βαλανειό : χωριό της βόρειας Κέρκυρας, υπήρχε εκεί ρωμαϊκό βαλανείο.
    Φάβρος : ο σιδεράς.
    Φουμάδα : έξαψη, φούντωση. Συνήθως λέγεται στον πληθυντικό.
    Μαύρος : ο δύστυχος, ο καημένος. Λέγεται και σε άλλα μέρη.
    Σπόζα : η σύζυγος.
    Μορόζα : η ερωμένη, η γκόμενα.

    Και για όσους δεν τό ‘πιασαν, οι «φουμάδες» και το «μαύρος» μπορεί να αφορούν την έλλειψη συντρόφου, αλλά και το επάγγελμα ! 🙂

  131. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (21)

    Μία Ντελάιντε στην Πίνια,
    που επούλουνε τα τσαντσαμίνια,
    με φακίνους, πιτόρους,
    κι όλους τσου πινιατόρους,
    έκανε κόρτε στην Πίνια !

    Ντελάιντε : η Αδελαΐδα, παλιό και σπάνιο.
    Πίνια : μικρή περιοχή στην οδό Νικηφόρου Θεοτόκη, όπου έκαναν πιάτσα παλιά κυρίως οι αχθοφόροι. Πήρε το όνομα από μια μπρούτζινη κουκουνάρα (ιταλ.pigna), σύμβολο αφθονίας, που κρέμεται σε μια γωνία.
    Τσαντσαμίνι : το γιασεμί. Τα πουλούσαν παλιά πλανόδιοι, και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
    Φακίνος : ο αχθοφόρος. Πολύ παλιά λέξη, ήδη προπολεμικά αντικαταστάθηκε από το «χαμάλης». Επιβιώνει ως επώνυμο.
    Πιτόρος : ο ελαιοχρωματιστής, αλλά και ο ζωγράφος (!).
    Πινιατόρος : αυτός που έκανε πιάτσα ή σύχναζε στην Πίνια, συνήθως αχθοφόρος. Γενικότερα άνθρωπος χαμηλής κοινωνικής θέσης και αγροίκος.
    Κάνω κόρτε : ερωτοτροπώ, φλερτάρω.

  132. sarant said

    Φτάσαμε τα 21, εύγε!

  133. Costas X said

    @ 132. Ευχαριστώ, κι αν σκεφτώ κάτι άλλο θα συνεχίσω, πάμε για ποιητική συλλογή είπαμε ! 🙂 🙂 🙂

  134. Πέπε said

    ΚώσταΧ, δεν έχω σχολιάσει τόσον καιρό αλλά ας αναφέρω ότι σε παρακολουθώ και μ’ αρέσει. Με προτίμηση βέβαια σ’ εκείνα που τα καταλαβαίνω χωρίς 2-3 άγνωστες λέξεις σε κάθε στίχο, π.χ. 126 (μόνο την άτζα κοίταξα).

    Ο Δημόσιος Χώρος πώς και δεν έχει εκφραστεί; Το ιδίωμα μπορεί να μην είναι βόρειο, η πολεογραφία όμως δίνει και παίρνει.

  135. Costas X said

    @ 134. Μα οι άγνωστες ιδιωματικές λέξεις είναι που έχουν πλάκα, και κάνουν το λιμερίκι κορφιάτικο. Και όπως έγραψε ο Νοικοκύρης στο 121, «Ή αλλιώς, πώς να μάθετε κορφιάτικα «! Γι’ αυτό και κάθε λιμερίκι ακολουθείται από ένα ολόκληρο λεξικό! 🙂

    Γιά περισσότερα μαθήματα, στη σελίδα μου «O Τσάντος κι o παρτσινέβελος»:
    https://www.facebook.com/groups/392009595468694

    Από την δεύτερη παράγραφο, μάλλον δεν κατάλαβα τίποτα. Τι εννοείτε «Δημόσιος Χώρος», και τι σχέση έχει το ιδίωμα με την πολεογραφία; Το κλασικό λιμερίκι αρχίζει συνήθως «ήταν ένας Τάδε από/στο Τάδε μέρος». Μήπως εννοείτε ότι δεν αναφέρω την ύπαιθρο ή τα χωριά;

  136. Πέπε said

    135

    (α) Ε, ναι, προφανώς. Τα πιο δύσκολα, αφού πρώτα τα διαβάσω, μετά διαβάσω και το λεξιλογικό υπόμνημα, και τέλος τα ξαναδιαβάσω καταλαβαίνοντας, τα απολαμβάνω εξίσου.

    (β) Ο «Δημόσιος Χώρος» είναι σχολιαστής εδώ (έτσι υπογράφει). Είναι θιασώτης της πολεογραφικής λογοτεχνίας. Πιστεύω ότι θα εκτιμούσε πολύ λεπτομέρειες σαν αυτές που δίνετε για τα αστικά μικροτοπωνύμια και τις γειτονιές. Αν μας πάρει χαμπάρι, θα έρθει να μας πει και μόνος του.

  137. Costas X said

    @ 136. Άαα, μάλιστα, ευχαριστώ, τώρα κατάλαβα τι εννοούσατε !

  138. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (22)

    Ο Σγούμπος σ’ τσου Περλεψιμάδες
    εβγήκε να κάμει καντάδες,
    νιάκαρες και ταμπούρλα,
    κι όλοι βάλανε ούρλα,
    κι αδειάσανε οι Περλεψιμάδες !

    Σγούμπος : ο καμπούρης, εδώ ως παρατσούκλι, παρωνύμιο.
    Περλεψιμάδες : το ιστορικό όνομα του χωριού Δάφνη.
    Νιάκαρα (η) : πίπιζα, μικρός ζουρνάς. Έπαιζε στα πανηγύρια μαζί με το ταμπούρλο, τα «ταμπουρλονιάκαρα». Εκτοπίστηκαν στην Κέρκυρα από τα βιολιά και τις κιθάρες, υπάρχουν ακόμα στη Ζάκυνθο.
    Ούρλο : το ουρλιαχτό, λέγεται συνήθως στον πληθυντικό, «βάνω τα ούρλα».

  139. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (23)

    Επήγε ο Μίρτος στο Ποντικονήσι
    μπας κι έβρει καμία για να τη γ@μήσει,
    μα ήρθανε δυο καλογέροι,
    του πιάκανε το κωλομέρι,
    και τού ‘πανε : «Μείνε στο Ποντικονήσι» !

    Μίρτος : ο Μίλτος, υποκοριστικό του Μιλτιάδη.
    Ποντικονήσι : το γνωστό νησάκι απέναντι από το Κανόνι, υπάρχει εκεί εκκλησάκι του Παντοκράτορα, το «Παντοκρατορέλι», παλιότερα ήταν και μοναστήρι.

  140. sarant said

    Bλέπω ότι βγαίνουμε από την πόλη σιγά σιγά!

  141. Costas X said

    @ 140. Ναι, πρέπει να «τιμήσω» και τα υπόλοιπα μέρη, και τα χωριά !
    Εξάλλου, με τρόμαξε και ο κ. Πέπε με το «πολεογραφική λογοτεχνία», δεν θέλω να τυποποιηθώ ως ποιητής ! 🙂 🙂 🙂

  142. ΓΤ said

    139@

    Ο Μίρτος πήγε για τα μύρτα 😉

  143. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (24)

    Μία καλόγρια σ’ τσου Αγραφούς
    έκαν’ αμόρε με δυο αδρεφούς
    κι έκραζε : «Δώστε μου κι άλλο,
    θέλω και τρίτο να βάλω»,
    κι εσκαντάλιζε και τσου κουφούς !

    Αγραφοί : χωριό της βόρειας Κέρκυρας. Λέγεται ότι η ονομασία προέρχεται από τους «άγραφους δούλους», τους ακτήμονες εργάτες γης που δεν δούλευαν σε συγκεκριμένο κτηματία άρχοντα.
    Αμόρε : ο έρωτας, αισθηματικός ή σαρκικός.
    Κράζω : φωνάζω δυνατά, ή φωνάζω (καλώ) κάποιον.

  144. Costas X said

    @ 140. Τελικά, δεν κατάφερα να μείνω για πολύ έξω από τη «Χώρα», εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα! Συνεχίζω…

  145. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (25)

    Εβγήκε Τετράδη η σόρα Αννέτα
    να κάμει πασέγκια μέσ’ την Κοφινέτα,
    με το κανιολίν,
    και ένα πιουμίν
    στο καπέλο, η σόρα Αννέτα.

    Τετράδη : η Τετάρτη
    Σόρα (και σιόρα) : η κυρά, η κυρία, σύντμηση του «σινιόρα».
    Αννέτα : υποκοριστικό της Άννας.
    Πασέγκια (τα) : βόλτες, διαδρομές πέρα-δώθε.
    Κοφινέτα : κυκλικό παρτέρι-ανθόκηπος στο τέλος του Λιστόν.
    Κανιολίν : το σκυλάκι συντροφιάς.
    Πιουμίν : το διακοσμητικό φτερό του καπέλου.

    Λιστόν, κανιολίν, πιουμίν, τακουίν (πορτοφόλι) : λέξεις ενετικής προέλευσης, λεγόνταν κυρίως στην πόλη της Κέρκυρας, και παραδόξως έμειναν άκλιτες.

  146. Costas X said

    Κορφιάτικο λιμερίκι (26)

    Επήγε μπονόρα ο Μεμάς στο Μποσκέτο
    με ένα παγιό και μεγάλο σκεπέτο,
    κι αρχίνησε να βαρεί σμπάρα,
    και τσού ‘πιακε όλους τρομάρα,
    ρουβέλους βαρούσε ο Μεμάς στο Μποσκέτο !

    Μπονόρα : ενωρίς, συνήθως το πρωί.
    Μεμάς : υποκοριστικό του Γεράσιμου.
    Μποσκέτο : το μικρό πάρκο-ανθόκηπος, αριστερά του Παλαιού Φρουρίου.
    Σκεπέτο : παλιό μακρύκαννο εμπροσθογεμές τουφέκι. Ομοιοκαταληκτεί και το «μουσκέτο».
    Σμπάρο : πυροβολισμός, κρότος.
    Ρούβελας : το μικρό πουλί κοκκινολαίμης. Παλιά στην Κέρκυρα έφτιαχναν «ρουβελόπιτες».

  147. Costas X said

    Ένα ωραίο αγγλικό λιμερίκι από την ωραία ταινία «Ammonite» (2020) που είδα προχθές.

    There was a young woman named Sally,
    who loved the occasional dally,
    she sat on the lap
    of a well-endowed chap,
    and she said «Ooh, you’re right up my alley!»

    Πρόχειρη απόδοση στα ελληνικά :

    Ήταν μια νεαρή που την λέγανε Σάλλυ,
    που της άρεσε που και που να φλερτάρει,
    έκατσε στα γόνατα
    ενός τύπου με μεγάλα προσόντα,
    και του είπε «Ω, έχεις ανεβεί ακριβώς στο στενό μου!»

  148. Ελεύθερη απόδοση:

    Μια νεαρή που την έλεγαν Σάλυ
    απολάμβανε τα ωραία της κάλη.
    Σαν εκάθοταν στην αγκαλιά
    ενός νέου με προσόντα πολλά
    εξεφώνιζε: «εδώ είμαστε πάλι».

  149. Νέο Kid said

    Παραλλαγή 3.:
    Μια καλλίπυγος νέα η Σάλλυ
    εναγώνια έψαχνε αγκάλη
    να’ν ζέστη τρυφερή και βαρβάτη
    νέου ωραίου που την είχε σαν άτι
    κι εξεφώνιζε «Μα πόσο μεγάλη!»

  150. Costas X said

    Χαίρομαι που αναθέρμανα τα «Λιμερίκια» με την Σάλλυ !
    Να και η δική μου διασκευή :

    Μια μικρή που την λέγανε Σάλλυ,
    ξαναμμένη ωσάν το μαγκάλι,
    κάθεται χαλαρά
    σ’ αγκαλιά ψωλαρά
    και του λέει «Μου την έχεις βάλει !»

  151. Καινούρια σελίδα στη Βικιπαίδεια:

    https://el.wikipedia.org/wiki/Λιμερίκι_(ποίηση)

    Χρειάζεται μερικές μικροδιορθώσεις αλλά βασικά εξελληνίσθηκε. Μέχρι στιγμής για να την φθάσετε από το Google πρέπει να χτυπήσετε τον σύνδεσμο για λίμερικ.

    Συγγνώμη για την καθυστέρηση αλλά με απασχολούσαν άλλα θέματα.

  152. sarant said

    Μπραβο για τα λιμερίκια, χαίρομαι πολύ.

  153. Εσκεφτόμουν στον τελευταίο στίχο να βάλω «του Σουέζ το κανάλι», που θα’ ταν κοντύτερα στο πνεύμα του «my alley», αλλά δεν βρήκα τρόπο να το κάνω,

  154. @146 Αγαπητέ Κώστα Χ.

    Παρακολουθώ με μεγάλη προσοχή τα πονήματά σου. Και εγώ το σκεφτόμουν στην αρχή, όταν έλπιζα να συμπληρώσω 52, να τα εκδώσω με σκίτσα σε βιβλιαράκι 100 σελίδων. Τελικά όταν έφτασα στο #26 είχα χάσει την αρχική έμπνευση. Από τότε όταν μου έχω έμπνευση — έχω παρατηρήσει πως αυτό συμβαίνει όταν αναρρώνω από κάποιο πρόβλημα υγείας — προσθέτω 2-3, αλλά πάλι πρέπει μια μέρα να κάτσω και να σβήσω μερικά για να ανεβεί το επίπεδο των υπόλοιπων…

    Και συ λοιπόν νομίζω πως πρέπει να φτιάξεις ιστοσελίδα που θα προστεθεί και στη σελίδα της Βιπαίδειας. Ο ιστοτόπος neocities.org είναι πολύ καλός — είναι δωρεάν, σταθερός και μ’ αρέσει η ηλεκτρονική διεύθυνση. Μπορείς αν θες να τροποποιήσεις την δική μου ιστοσελίδα. Το πρόβλημα με τα δικά σου είναι η εμφάνιση του γλωσσάριου, αλλά αυτό θα γίνει καθ’ οδόν.

    Μπορείς να μου απαντήσεις στο emfril@gmail.com.

    Γεια-χαρά,

    Στάθης

  155. Costas X said

    Βρήκα άλλο ένα ωραίο – και αισχρό ! – λιμερίκι στην καινούργια και πολύ καλή ταινία «The Pale Blue Eye» (2022) που είδα χθές. Το απαγγέλλει υποτίθεται ο νεαρός Έντγκαρ Άλλαν Πόε στους συμφοιτητές του, την εποχή που φοιτούσε στο Ουέστ Πόιντ, μέσα σε μια ταβέρνα. Το ανέβασα στο Γιουτιούμπ, έβαλα και ελληνικούς υπότιτλους. Πολύ δύσκολη η έμμετρη απόδοση στα ελληνικά, οι αλήτες οι αγγλόφωνοι μπορούν και κάνουν ρίμα το «Bermuda» με το «shrewder» !

    I met a lewd nude in Bermuda,
    who thought she was shrewd, I was shrewder.
    She thought it quite crude
    to be wooed in the nude,
    I pursued her, subdued her and screwed her !

    Πρόχειρη απόδοση στα ελληνικά :

    Βρήκα μια ξετσίπωτη γυμνή στις Βερμούδες,
    που νόμιζε ότι ήταν πονηρή, αλλά εγώ ήμουν πιό πονηρός.
    Της φάνηκε πολύ πρόστυχο
    να την φλερτάρουν γυμνή,
    την κυνήγησα, την έβαλα κάτω και την πήδηξα !
    (η τελευταία φράση μπορεί να σημαίνει και «επέμεινα στο φλερτ, την «πολιόρκησα», την «κατέκτησα» κ.λ.π.)

  156. Πρόχειρη έμμετρη απόδοση στα ελληνικά, αν και όχι σε τρισύλλαβο μέτρο που προτιμώ:

    Συνάντησα μια ολόγυμνη ξετσίπωτη στη Τζια
    που νόμιζε την έξυπνη, μα ήξερα πιο πολλά
    και μου ‘πε «δεν είναι σωστό
    να με φλερτάρεις πριν ντυθώ,»
    Μα επέμεινα, τη τούμπαρα, τη γάμησα παιδιά!

  157. Πέπε said

    138 (κοίτα τι βρίσκει κανείς με τυχαίες αφορμές):

    Κώστα, είχε όντως ταμπουρλονιάκαρα στην Κέρκυρα; Ξέρεις καμιά πηγή, καμιά φτγρ, κάτι να πληροφορηθούμε καλύτερα;

    Μη μου πεις ότι είχατε και σκορτσάμπουνα.

  158. Costas X said

    156. Δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερη έμμετρη απόδοση στα ελληνικά !!!

  159. Costas X said

    157.
    Το σκορτσάμπουνο νομίζω ότι υπήρξε μόνο στην Κεφαλονιά, τα ταμπουρλονιάκαρα υπάρχουν ακόμη στη Ζάκυνθο. Με τα ταμπουρλονιάκαρα της Κέρκυρας έχω ασχοληθεί από πολύ παλιά. Τα ταμπουρλονιάκαρα έπαιζαν από τα βάθη των αιώνων στα πανηγύρια της Κέρκυρας, μέχρι περίπου τα τέλη του 19ου αιώνα, που αντικαταστάθηκαν σταδιακά από το βιολί και την κιθάρα. Το ταμπούρλο μάλιστα παρέμεινε και συνυπήρξε αρκετά χρόνια με τα βιολιά. Μαρτυρίες για ταμπουρλονιάκαρα στην Κέρκυρα, εκτός από κάποιους γέρους που έχουν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, έχουμε σε «νοδαρικό» του 1607, στην οπερέτα του Ξύνδα «Ο Υποψήφιος» (υποδοχή του βουλευτή στο χωριό), στο βιβλίο του Ντάρελ για την Κέρκυρα, σε βιβλίο Γάλλου περιηγητή, και σε σύγχρονα λαογραφικά βιβλία. Ταμπουρλονιάκαρα σε πανηγύρια της Κέρκυρας απεικονίζονται σε ακουαρέλα του Φορμπς Μακ Μπιν (1852), σε πίνακες του Διονύσιου Βέγια και κάποιων ανωνύμων. Εγώ έκανα κάποιες πειραματικές ηχογραφήσεις, για να δω πως ακουγόταν, με βομβάρδη και ταμπούρλο δικής μου κατασκευής ! Για να μην γεμίσω τον χώρο των λιμερικίων με φωτογραφίες, βάζω κάποια λινκ στο φέισμπουκ, αν δεν μπορείτε να τις δείτε, γράψτε μου το email σας.
    https://www.facebook.com/photo/?fbid=1569672590050004
    https://www.facebook.com/photo/?fbid=10215601538143431
    https://www.facebook.com/groups/392009595468694/posts/725343352135315/

  160. Πέπε said

    Ευχαριστώ πολύ! Ιδίως για την ενδιαφέρουσα πληροφορία για το βιβλίο.

    Είχα την εντύπωση ότι πρόκειται για τα κοινά πανελλήνια (+πολύ περαιτέρω) νταούλια και ζουρνάδες. Από Ζάκυνθο μάλιστα έχω ακούσει 2-3 ηχογραφήσεις, που στο ίδιο κατατείνουν. Εικόνα δεν είχα δει. Τώρα όμως που τις βλέπω, είναι αντιφατικές ως προς το ταμπούρλο: ο πίνακας του Βέγια πράγματι δείχνει ένα νταούλι, μικρού μεγέθους όπως σήμερα στο Μεσολόγγι, ενώ η ακουαρέλα πάλι μικρό μέγεθος αλλά μάλλον τουμπάκι όπως στις Κυκλάδες. Η διαφορά έγκειται στο αν παίζεται από τη μία με δυο ντουμπακόξυλα που συνήθως είναι ίδια, ή από τις δύο μεριές μ’ έναν βαρύ κόπανο στο δεξί και μια ψιλή βίτσα στο αριστερό. Ο Βέγιας μού φαίνεται πιο πειστικός: το κάπως παράξενο κράτημα της βίτσας, που δεν το μαντεύει κανείς αν δεν το έχει παρατηρήσει προσεχτικά από κοντά (άλλωστε ντόπιος δεν ήταν;) το αποδίδει ακριβέστερα, ενώ η ακουαρέλα είναι στο περίπου.

    Το θέμα με τέτοια όργανα δεν είναι πώς έμοιαζαν και πώς ακούγονταν, αυτό αποκαθίσταται όση σπάνις πληροφοριών κι αν υπάρχει. Είναι το ρεπερτόριο, που καθόλου αυτονόητα δεν προκύπτει από το ρεπερτόριο των νεότερων οργάνων.

    Ώστε «η νιάκαρα» σ’ εσάς; Στη Ζάκυνθο, αν τα ξέρω σωστά, «το νιάκαρο».

    Και στην Κεφαλονιά μάς είχαν πει για ένα παρόμοιο πνευστό, νομίζω και πάλι με το ίδιο όνομα, αλλά πιο υποτυπώδες. Όχι ξύλινο (ο κανονικός ζουρνάς δε νομίζω να φτιάχνεται χωρίς τόρνο), αλλά από τυλιχτό φλοιό κάποιου κατάλληλου δέντρου. Ερασιτεχνικής χρήσης.

  161. Πέπε said

    Και η λέξη νιάκαρο – νιάκαρα έχει ενδιαφέρον:

    Προέρχεται από το βυζαντινό ανακαράς (ο), νομίζω αραβικής αρχής. Οι βυζαντινοί ανακαράδες όμως ήταν κρουστά, όχι πνευστά. Συγκεκριμένα, ένα ζευγάρι μεγάλα ημισφαιρικά τύμπανα στρατιωτικής χρήσεως, που τα είχε ένας καβαλάρης από τη μία και την άλλη μεριά της σέλας του, και έδιναν δύο διαφορετικούς τόνους (αρκετά ανάλογα με τα τύμπανα, timpani, της κλασικής ορχήστρας). Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι πρώτα η λέξη γενικεύτηκε και σε άλλα είδη τυμπάνων και συγκεκριμένα στο νταούλι, μετά σε ολόκληρη τη ζυγιά με νταούλι, δηλ. ζουρνά + νταούλι, και τελικά ξαναστένεψε στο έτερο μέλος της ζυγιάς, τον ζουρνά. Το μεσαίο από τα τρία αυτά στάδια έχει τα ανάλογά του σε πολλές περιοχές, όπου λένε «τα νταούλια» με την έννοια «οι ζουρνάδες και το νταούλι» ή «τα τουμπάκια» με την έννοια «η τσαμπούνα και το τουμπάκι», άρα είναι ιδιαίτερα πιθανό να συνέβη άλλη μία φορά.

  162. Costas X said

    160. – 161.

    1) Για την εξέλιξη της λέξης νιάκαρο – νιάκαρα έχω καταλήξει κι εγώ ακριβώς στα ίδια συμπεράσματα, «ήρθανε τα νιάκαρα», εννοώντας αρχικά τα ταμπούρλα μαζί με τις πίπιζες. Νομίζω ότι η λέξη «η νιάκαρα» μας ήρθε στα Επτάνησα από την Κρήτη, 15ο-16ο αιώνα, αναφέρεται και στον Ερωτόκριτο, «…σάλπιγγες με τσι νιάκαρες, βούκινα, και κτυπούσι».

    2) «…είναι αντιφατικές ως προς το ταμπούρλο…»
    Το μέγεθος και το παίξιμο του ταμπούρλου όντως ποικίλει, όπως και σήμερα στη Ζάκυνθο. Έχω δει σε πίνακα πανηγυριού της Κέρκυρας ακόμη και ντέφι !

    3) «Το θέμα με τέτοια όργανα δεν είναι πώς έμοιαζαν…Είναι το ρεπερτόριο…»
    Πιστεύω ότι το ρεπερτόριο ήταν το ίδιο που έπαιζαν και αργότερα τα βιολιά, τουλάχιστον στην Κέρκυρα. Όταν εμφανίστηκαν στα πανηγύρια τα βιολιά, θα ήταν αλλόκοτο για τους χορευτές να αντιμετωπίσουν ξαφνικά νέους σκοπούς. Οι κερκυραϊκοί χοροί είναι απλά σχήματα και παραλλαγές σε ματζόρε κλίμακα. Τεχνικά η νιάκαρα, σύμφωνα με τις τρύπες και τους δακτυλισμούς, μπορεί να παίξει άνετα λίγο πάνω από μια κλίμακα ματζόρε, 9-10 νότες, ίσως και περισσότερες σύμφωνα με την ικανότητα του μουσικού, οπότε θα μπορούσε να παίξει τους περισσότερους παραδοσιακούς «σκοπούς» που ακούμε αργότερα από τα βιολιά, ίσως λίγο πιό απλοποιημένους. Μάλιστα έχω την εντύπωση ότι σε παλιές ηχογραφήσεις τα βιολιά μιμούνται στο παίξιμο τις νιάκαρες. Η πλάκα είναι ότι όταν αντικαταστάθηκαν τα διαπεραστικά ταμπουρλονιάκαρα από τα αδύναμα στο ύπαιθρο βιολί και κιθάρα, εκτός του ότι κράτησαν το ταμπούρλο, αρχισαν να προστίθενται και άλλα βιολιά, με αποτέλεσμα να παίζουν έως και τέσσερα μαζί !
    Εδώ μία υποθετική-πειραματική ηχογράφηση με δύο νιάκαρες και ταμπούρλο. Δεν υπάρχουν στοιχεία για πρώτη & δεύτερη φωνή στα ταμπουρλονιάκαρα, έκανα την ηχογράφηση για να δω αν μπορούσαν να παίξουν ότι έπαιζαν αργότερα τα βιολιά.

  163. Πέπε said

    Εύγε για την προσέγγιση Κώστα!

    Δεν έχω βέβαια τρόπο να ξέρω αν είναι τελείως, εν μέρει ή καθόλου εύστοχη, αλλά la critique est facile, l’ art est difficil: η ίδια η προσπάθεια είναι άξια συγχαρητηρίων και κάθε ενθάρρυνσης για συνέχεια. Πόσο μάλλον που είναι και δικής σου κατασκευής τα όργανα!

    (Προφανώς βλέπουμε, ή μάλλον ακούμε, τη μουσική πλευρά της ίδιας δουλειάς που κάνεις και γλωσσικά και στιχουργικά με τα κορφιάτικα. Αναρωτιέμαι πόσες ακόμη πλευρές έχει αυτή σου η δραστηριότητα! Είδαμε ότι και με τους ζωγράφους το έχεις ψάξει, … Μπράβο!)

    Λοιπόν ωραία, ας μείνουμε εδώ. Το νήμα έχει μπόλικη Κέρκυρα, αλλά δεν είναι για τη μουσική. Χάρηκα ιδιαίτερα που τα ‘παμε.

  164. sarant said

    Ωραία συζήτηση!

  165. Costas X said

    163. Χάρηκα κι εγώ πολύ γι’ αυτή την συζήτηση, αλλά έχετε δίκιο, αυτό το νήμα ανήκει στα λιμερίκια και κάναμε κατάληψη ! 🙂
    Αποχωρώ για να επανέλθω μόνο με λιμερίκια, αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό, ειδικά επειδή έχει λεξιλογικό και πραγματολογικό ενδιαφέρον, να παραθέσω το σχετικό «νοδαρικό» του 1607 από τους Καββαδάδες της βόρειας Κέρκυρας που προανέφερα. Αναφέρεται σε μια σύμβαση που έγινε ανάμεσα στον Δούλο (Χριστόδουλο) Αυλωνίτη, οργανοπαίκτη, και τον ιερέα Φόρο (Χριστόφορο) Χαντρινό (συνεπώνυμος, και πιθανώς πρόγονος! ). Στη σύμβαση, ο Αυλωνίτης πουλά το ταμπούρλο και τη νιάκαρα («τα παιγνίδια») στον παπά Χαντρινό, ο οποίος θα έχει την υποχρέωση να του τα δίνει για να παίζει με αυτά στις διάφορες «χαρές» (γάμους και πανηγύρια) της περιοχής, με τον όρο όποια έσοδα προκύψουν, να τα μοιράζονται. Περίεργη συμφωνία !

    «Αχζ’ (1607) ημέρα Η΄ του Γεναρίου μηνός, έσωθε οικίας εμού νοταρίου, εις το χωρίον των Καβαδάτων, κυρ Δούλος Αυλωνίτης παρών ομολόγησε και είπε ότι επώλησε και σωματικώς ελευτέρωσε του παρόντος ευλαβεστάτου παπά κυρ Φόρου Χαντρινού, μιαν νάκαρα και ένα ταπόρλο της νάκαρας, να τα έχει ο άνωθε ιερέας εις τη πάντιά του εξουσία και κυριότητα και ποιήσει εις στα αυτά ότι θέλει, και βούλεται και τα παραδίδει από την σήμερον, και εμπρόστε και ούτος εποίησαν κατεμπρόστε, και η τιμή της άνωθε νιάκαρας του έδωσε τάλαρα γ΄, ήγουν τρία, το κάθεν λίτρες στ΄, ήγουν έξι και ούτος εποίησαν κατεμπρόστε άξιων μαρτύρων κυρ Αντώνιου Στερεμένου και κυρ Δούλου Ποντίκη, δια κοντυλίου και τα εξής.
    Τη αυτή ημέρα και ώρα παρών εσυνεφώνησε ο παρών ευλαβέστατος του δίδει του άνωθε κυρ Δούλου και του δίδει (ή και τούδε) τα παιγνίδια τα άνωθε να πάει εις τις χαρές, και από ό,τι ήθελε βγάλει ο άνωθε κυρ Δούλος, με την αλήθεια του να δίδει του άνωθε ιερέος το ήμισο, τόσο σε σολδία όσο σε στάρι, εις πάσα λογαριασμόν όπου ήθελε ξετάξει από τα άνωθε παιγνίδια και να παραδίδει και τα παιγνίδια εις το έπειτα του άνωθε ιερέος, και ούτο έρχοντας από τη χαρά να παραδίδει το ότι ήθελε ξετάξει και τα παιγνίδια, και ούτος εποίησαν κατεμπρόστε άξιων μαρτύρων κυρ Αντωνίου Στερεμένου και κυρ Δούλου Ποντίκη, δια κοντυλίου και τα εξής.»

  166. 147, 148: Λίγο βελτιωμένη έκδοση της απόδοσής μου της νεαρής που την έλεγαν Σάλυ:

    Μια νεαρή που την έλεγαν Σάλυ
    απολάμβανε τα ωραία της τα κάλη.
    Σαν εκάθοταν στην αγκαλιά
    ενός νέου με προσόντα πολλά
    «Αχ!» λέει «Πάει του Σουέζ το κανάλι!»

  167. Παύλος said

    Κι ένα λιμερίκι του chatGPTγια τον εαυτό του:
    ChatGPT is surely the best
    But its servers are put to the test
    With so many users chatting
    It’s no wonder they’re lagging
    But they’ll fix it soon, no need to fret!

  168. Παύλος said

    Κι άλλο ένα:
    There once was a bot named ChatGPT
    Trained on language, it’s quite adept, you’ll agree
    With knowledge so vast
    And responses so fast
    Helping people, it’s what I was built to be!

  169. sarant said

    167 !!! Aν και αναμενόμενο

  170. Στιχοπλόκος said

    Ήταν ένας νέος απ΄τ΄Ανώγεια

    που γυρνούσε συνεχώς στα καταγώγια.

    Τ΄ακουμπούσε αφειδώς

    κι εγώ του λεγα «Αιδώς!

    δεν κουράστηκες ,ρε φίλε, από τα όργια;

Σχολιάστε