Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Επαναλήψεις’ Category

Όπου Γιώργος και μάλαμα, λέμε!

Posted by sarant στο 6 Μαΐου, 2024

Του Αγίου Γεωργίου σήμερα, μια γιορτή κάπως ταλαιπωρημένη, αφού όποτε η κανονική της μέρα, η 23η Απριλίου, πέφτει πριν από το Πάσχα, όπως έγινε φέτος,  μεταφέρεται τη Δευτέρα του Πάσχα. Αυτό, όπως πρόσφατα συζητήσαμε, γίνεται περίπου τις μισές χρονιές -και η μετάθεση της γιορτής γίνεται επειδή στην ακολουθία του Αγίου Γεωργίου υπάρχουν ρητές αναφορές στην Ανάσταση, όπως «Δεῦτε φιλομάρτυρες, ᾀσματικὴν υμνῳδίαν τῷ ἀναστάντι ἐκ τάφου Χριστῷ προσάξωμεν…».

Ειδικά φέτος η γιορτή πέφτει μέσα σε πολυήμερο, αφού και αύριο είναι αργία λόγω της μεταφοράς της Πρωτομαγιάς (πολλές μεταφορές φέτος) οπότε κάπως επισκιάζεται ο ειδικός χαρακτήρας της ονομαστικής γιορτής. Κι έτσι, είπα να επαναλάβω ένα εορταστικό άρθρο του ιστολογίου, όπως τυχαίνει καμιά φορά να κάνω για ονόματα που γιορτάζουν. Το άρθρο το έχω δημοσιεύσει άλλες δυο φορές, τελευταία πριν από 4 χρόνια, καταμεσίς στην  πανδημία. Όσοι το θυμούνται, ας με συμπαθάνε -χρειάζεται και το ιστολόγιο μιαν ανάπαυλα πότε πότε. Πάντως, θα αλλάξω μερικά πράγματα στη σημερινή δημοσίευση.

Ο Γιώργος είναι το συχνότερο ελληνικό αντρικό όνομα, ενώ και το γυναικείο, Γεωργία, είναι  το πέμπτο στη συχνότητα, σύμφωνα με την παλιότερη μέτρηση του Χάρη Φουνταλή. Βέβαια, όπως είχαμε δει σχετικά πρόσφατα, στις ονοματοδοσίες των κοριτσιών που γεννήθηκαν τα χρόνια 2020-2022 η Γεωργία υποχωρεί στη 13η θέση,  ενώ στις αντίστοιχες των αγοριών ο Γιώργος διατηρεί την πρώτη  θέση, τόσο στην Ελλάδα συνολικά, όσο και σε πολλές επιμέρους περιοχές (ιδίως Πελοπόννησο, Μακεδονία και Κρήτη, δείτε τον χάρτη  στο άρθρο για περισσότερες λεπτομέρειες).

Το όνομα Γεώργιος, όπως είναι στην επίσημη μορφή του, ετυμολογείται από τον γεωργό, πιθανώς από τον Δία Γεωργό, αφού ο «Ζευς Γεωργός» λατρευόταν στην αρχαία Αθήνα. Όπως μας είχε πληροφορήσει στα σχόλια της πρώτης δημοσίευσης ο φίλος μας ο Π2, το όνομα Γεώργιος δεν εμφανίζεται στην κλασική αρχαιότητα ούτε στις επιγραφές. Από τα κείμενα που έψαξα, νομίζω ότι πρώτη φορά βρίσκουμε το όνομα Γεώργιος στον Αίλιο Ηρωδιανό, τον 2ο αιώνα μΧ, όπου αναφέρει τα ονόματα Γεώργιος, Δημήτριος, Αμμώνιος σαν παραδείγματα της γραφής σε -ιος. Περίπου τότε εμφανίζεται και στις επιγραφές. Ο γεωργός, βέβαια, ετυμολογείται από τη γη και το θέμα του ουσ. έργον.

Πάντως, τη μεγάλη του διάδοση το όνομα τη γνώρισε επί χριστιανισμού, από τον άγιο Γεώργιο τον μεγαλομάρτυρα ή τροπαιοφόρο, που ήταν στρατιωτικός με μεγάλες διακρίσεις στον ρωμαϊκό στρατό, και που μαρτύρησε στον διωγμό του Διοκλητιανού το έτος 303. Ως στρατιωτικός άγιος, ο Άγιος Γεώργιος έγινε δημοφιλέστατος και τ’ όνομά του συνδέθηκε με πολλές παραδόσεις, από τις οποίες η γνωστότερη τον θέλει να φονεύει τον δράκο, άθλος που παριστάνεται σε πάρα πολλές εικόνες του (Δείτε κι εδώ μια γελοιογραφία του Μποστ, που την παρουσιάσαμε πριν από χρόνια, και η οποία εμπνέεται από αυτή την παράδοση). Ο δράκος αυτός, σύμφωνα με μια εκδοχή της παράδοσης, είχε κάνει τη φωλιά του σε μια πηγή και δεν άφηνε τους κατοίκους της πόλης να πάρουν νερό, παρά μόνο αν του έδιναν να φάει κάποιον κάτοικο της πόλης, που τον όριζαν με κληρο. Μια φορά ο κλήρος έπεσε στη βασιλοπούλα, αλλά κατά σύμπτωση έτυχε να περνάει από τα μέρη τους ο Άγιος Γεώργιος, που σκότωσε το θηρίο (αφού πρώτα του έδειξε το σήμα του σταυρού) και έσωσε τη βασιλοπούλα, και ζήσαν όλοι καλά κι εμείς καλύτερα.

Ο άγιος Γεώργιος ήταν δημοφιλέστερος στα ανατολικά εδάφη της χριστιανοσύνης, Συρία ας πούμε και Γεωργία, μέχρι που με τις σταυροφορίες μεταφέρθηκε η λατρεία του και στη Δύση κι άρχισαν να εμφανίζονται ευγενείς και βασιλιάδες με το όνομα αυτό -από τότε χρονολογείται και η ιαχή «by George!», αρχικά των Άγγλων ιπποτών, που επικαλούνταν τη βοήθεια του Αγίου Γεωργίου. Μια πολύ περίεργη σύμπτωση είναι η μεγάλη λατρεία των Γεωργιανών στο όνομα Γεώργιος, αφού έχουν τον ΑηΓιώργη στον θυρεό της χώρας να σκοτώνει τον δράκο, ενώ και τον καιρό της μεγάλης δόξας του βασιλείου της Γεωργίας οι βασιλιάδες τους είχαν το όνομα Γεώργιος -οχτώ τον αριθμό. Και λέω ότι είναι περίεργη η σύμπτωση, διότι όπως έχουμε πει κατά καιρούς (αλλά όχι σε ειδικό άρθρο), οι Γεωργιανοί δεν λέγονται έτσι στη γλώσσα τους, ούτε ονομάζουν έτσι τη χώρα τους. Οι ίδιοι λέγονται Καρτβέλοι και τη χώρα τους την αποκαλούν Σακαρτβέλο (χώρα των Καρτβέλων). Το όνομα «Γεωργία/Γεωργιανός» με το οποίο τους γνωρίζουμε όλοι οι δυτικότεροι είναι εξώνυμο που ανάγεται σε μια περσοαραβική λέξη (gurg) με την οποία τους ονόμαζαν οι Πέρσες. Βέβαια, πολύ νωρίς, επειδή ήταν γνωστή η λατρεία των Γεωργιανών προς τον άγιο Γεώργιο, παρετυμολογήθηκε το όνομά τους και το όνομα της χώρας τους έτσι που να συνδέεται με τον Γεώργιο. Μάλλον η μεγάλη τιμή που αποδίδεται στον άγιο Γεώργιο στη Γεωργία οφείλεται στην αγία Νίνα, την Καππαδόκισσα, άρα πατριώτισσα του Αγίου, που εκχριστιάνισε τη Γεωργία και ήταν συγγενής του, κατά την παράδοση.

Η άλλη Γεωργία του χάρτη, η αμερικάνικη πολιτεία, δεν έχει κανένα μυστήριο: ονομάστηκε έτσι προς τιμή του βασιλιά της Αγγλίας Γεώργιο τον Β’, το 1732. Στους Άγγλους βασιλιάδες θα επιστρέψω σε λίγο, αλλά προς το παρόν να αναφέρω ότι στη βυζαντινή αυτοκρατορία δεν άκμασε και πολύ το όνομα Γεώργιος. Υπάρχουν βέβαια αρκετοί συγγραφείς με το όνομα αυτό (ο Μοναχός, ο Πισίδης, ο Ακροπολίτης) αλλά κανείς αυτοκράτορας και μόνο δύο πατριάρχες -αν και κάποιος θα μπορούσε να επισημάνει τον «παραλίγο» αυτοκράτορα, τον γιγαντόσωμο στρατηγό Γεώργιο Μανιάκη, που διεκδίκησε τον θρόνο από τον Κωνσταντίνο Μονομάχο -μάλιστα, πρόσκαιρα τον είχαν ανακηρύξει αυτοκράτορα οι Βάραγγοι στρατιώτες του που τον αποκαλούσαν «Gyrgyr», αλλά ενώ ο στρατός του Μανιάκη κατανίκησε τα αυτοκρατορικά στρατεύματα στην Αμφίπολη, κατά την καταδίωξη των νικημένων σκοτώθηκε κατά τύχη ο Μανιάκης, κι έτσι έμεινε το στράτευμά του ακέφαλο και διαλύθηκε. Λίγο αργότερα έμεινε και το πτώμα του Μανιάκη ακέφαλο, γιατί του έκοψαν το κεφάλι για να κοσμήσει τον άδοξο θρίαμβο του ηττημένου νικητή. Αλλά πλατειάζω.

Έλεγα λοιπόν πως δεν είχαμε Γιώργηδες αυτοκράτορες στο Βυζάντιο, ενώ οι Γεώργιοι που βασίλεψαν στο νεοελληνικό κράτος ήρθαν βέβαια εισαγόμενοι από τη Δανία. (Μάλιστα, ο Γεώργιος ο Α’ είχε βαφτιστεί Χριστιανός – Γουλιέλμος – Φερδινάνδος – Αδόλφος – Γέωργιος και πριν έρθει τον φώναζαν Γουλιέλμο, αλλά όταν ήρθε στην Ελλάδα υιοθέτησε το μοναδικό από τα 5 ονόματά του που ήταν συχνό στη χώρα). Ίσως αυτό να εξηγεί ότι τα σημερινά πιτσιρίκια που έχουν το συχνότατο αυτό όνομα εξακολουθούν να τα φωνάζουν «Γιώργο» και «Γιωργάκη» οι μανάδες τους, δεν τις έχει δηλαδή πιάσει η αυτοκρατορική παράνοια που έχει προκαλέσει τα ρεζιλίκια με τους τρίχρονους Κωνσταντίνους και τους πεντάχρονους Αλέξανδρους.

Ωστόσο, το όνομα Γιώργος έχει αρκετές λαϊκές παραλλαγές. Καταρχάς, Γιώργης και Γιωργής, που ίσως παλιότερα να ήταν οι κυρίαρχες. Μετά, Γεωργάκης (όπως ο Ολύμπιος), Γιωργάκης και Γιωργούλας (όπως ο Μπέικος) και Γιωργούσης ή Γιωργής, αλλά και Γώγος. Πιο σπάνιες: Γάκης, Γάκιας, Γούσιας, Γούλας, Γκόγκος, Γιούρας, Τζώτζης και Τζώτζος, αλλά και Λιόλιος, όπως και οι νησιώτικες Τζώρτζης και Ζωρζής, καθώς και τα Γιώρης και Γιωρίκας.

Παλιότερα, ακούγονταν κι αυτές οι παραλλαγές. «Ήμουνα μικρό παιδάκι, μ’ έλεγε ο πατέρας Γάκη» θυμάται ο Γιώργος Κοτζιούλας, ο οποίος είχε επίσης κάποτε χρησιμοποιήσει το ψευδώνυμο Γούλας Μπούκουρης, αλλά σήμερα ως επώνυμα κυρίως διασώζονται. Περιμένω να εμπλουτίσετε τον κατάλογο με άλλες τοπικές παραλλαγές του ονόματος. Η Γεωργία έχει τη Γωγώ και τη Γιούλα/Γιόλα και τη Γίτσα που δεν πρέπει να ακούγεται πια, ενώ ακούγεται πάντοτε η Ζέτα και τα πιο μοντέρνα, Τζόρτζιες και τα συναφή.

Παρόλο που είναι το συχνότερο όνομα, ο Γιώργος έχει ελάχιστη παρουσία σε παροιμίες και εκφράσεις -ενώ ο λιγότερο συχνός Γιάννης έχει δεκάδες παροιμίες για πάρτη του. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο Ιστορικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής (αυτό που σταμάτησε στο λ. δαχτυλωτός), το λήμμα «Γιάννης» πιάνει δυο σελίδες ενώ το λήμμα «Γιώργος» δεν υπάρχει καν.

Η μόνη γνωστή παροιμία με Γιώργηδες είναι το «Όπου Γιώργος και μάλαμα», που μάλιστα έχω την εντύπωση πως είναι νεοφανής, γεννημένη από το τραγούδι του Μητσάκη, ενώ δεν είναι τιμητική η άλλη παροιμία «Είπαν το παιδί σου Γιώργη; Ξαναβάφτισέ το». Υπάρχουν βέβαια παροιμίες με τον Άϊ Γιώργη, στον οποίο η λαϊκή θυμοσοφία ανάθεσε τον ρόλο που έπαιζε η Αθηνά στο αρχαίο ρητό: Άϊ Γεώργη βούθα μου! Σείε και συ τον πόδα σου, σε μια ροδίτικη παραλλαγή από τον Πολίτη. Επίσης, έχουμε και ημερολογιακές παροιμίες, π.χ. Από τ’Άϊ Γιωργιού και πέρα, δος του φουστανιού σου αέρα (δηλ. ελαφραίνει το ντύσιμο) ή «Από τ’ Άϊ Νικήτα κοίτα, από τ’ Άϊ Γιωργιού ξεκοίτα», δηλ. μπορείς να κοιμάσαι έξω από του Αγίου Γεωργίου ίσαμε του Άϊ Νικήτα, που πέφτει 15 Σεπτεμβρίου -βέβαια οι ημερολογιακές παροιμίες αναφέρονται στο παλιό ημερολόγιο.

Πάμπολλα όμως είναι τα τραγούδια με Γιώργους. Καταρχάς, έχουμε το «Οπου Γιώργος και μάλαμα» του Γιώργου Μητσάκη, που μας έδωσε τον τίτλο του άρθρου.
Ο Μητσάκης έχει δώσει και το θαυμάσιο «Δεν είμαι εγώ ο Γιώργος σου» (εδώ σε άλλη εκτέλεση, από τον Γούναρη). Να αναφέρουμε ακόμα το «Έμπαινε Γιώργο έμπαινε» με τον Γιάννη Ντουνιά και το «Με λένε Γιώργο» (που εδώ το λέει ο Γιώργος Μαζωνάκης). Υπάρχει και η Κυρα Γιώργαινα που είπε ο Καλατζής. Περιμένω συμπληρώσεις, ιδίως με νεότερα γιουτουμπάκια, να μη μας πούνε και παλιομοδίτες.

Από την άλλη, κι ας μας πουν παλιομοδίτες, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε τον Μπαρμπαγιώργο, τον μπάρμπα του Καραγκιόζη.

Από ταινίες, θα αναφέρω την ελληνική «Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται» με τον Παπαγιαννόπουλο (η τελευταία ταινία της Φίνος Φιλμ, διασκευή του θεατρικού έργου του Σπύρου Μελά), αλλά και την αγγλική «Η τρέλα του βασιλιά Γεωργίου» (The Madness of King George) που έχει μια πολύ γουστόζικη ιστορία, αν και μπορεί να είναι μπεντροβάτη Η ταινία αφηγείται πώς βουλιάζει στην τρέλα ο βασιλιάς Γεώργιος ο Γ΄ για τον οποίο έχει γράψει τσουχτερούς στίχους ο Σέλεϊ (an old, mad, blind, despised, and dying king) και βασίζεται στο θεατρικό έργο The Madness of King George ΙΙΙ. Λένε λοιπόν πως όταν γυρίστηκε και ήταν έτοιμη προς διανομή, ο διανομέας επέμενε ότι στις ΗΠΑ δεν θα έπιανε τέτοιος τίτλος διότι το νοήμον κοινό θα έβλεπε το ΙΙΙ και θα νόμιζαν ότι είναι η τρίτη ταινία της σειράς και δεν θα πήγαιναν να τη δουν αφού είχαν χάσει τις άλλες δύο! Αλλά αυτό μπορεί να είναι μύθος.

Κλείνοντας το… γεωργικό αυτό άρθρο, το ιστολόγιο εύχεται ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ σε όλες τις Γεωργίες και σε όλους τους Γιώργηδες, συχνούς ή περιστασιακούς επισκέπτες του ιστολογίου, στον φίλο μας τον Τζι, στον Γιώργο τον Κατσέα, τον Γιώργο Μ., τον Γιώργο Μπαλόγλου, τον Γιώργο Μπαρτζούδη,  τον GeoKar, τον Νεοκίντ, τον Αθεόφοβο, τον Ξεροσφύρη, τον ΓΤ, τον Κουνελόγατο, και όσες και όσους ξεχνάω και όλους εκείνους και εκείνες που γιορτάζουν με ψευδώνυμο!

Posted in Επαναλήψεις, Εθνικά, Ονόματα, Παροιμίες, Τραγούδια, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , | 71 Σχόλια »

Ο Πρόεδρος Ταμέλης του Γ. Ιωάννου -και ένα πρωτοσέλιδο

Posted by sarant στο 21 Απριλίου, 2024

Μια και σήμερα έχουμε 21η Απριλίου επαναλαμβάνω ένα αφήγημα του αγαπημένου μου Γιώργου Ιωάννου, που το είχα δημοσιεύσει εδώ πριν από 11 χρόνια. Όμως, στο τέλος παίρνω αφορμή από τον Ιωάννου, που κάνει λόγο για  το φύλλο της Μακεδονίας της 21ης Απριλίου, που το αγόρασε πριν πάρει χαμπάρι ότι έχει γίνει πραξικόπημα (το συγκεκριμένο φύλλο  υπάρχει ονλάιν) και προσθέτω ένα ντοκουμέντο στο τέλος, ένα άλλο πρωτοσέλιδο της ίδιας ημερομηνίας,  που καταρρίπτει έναν επίμονο μύθο.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΑΜΕΛΗΣ

Στις 21 Απριλίου 1967 το πρωί στη Θεσσαλονίκη ήταν ήλιος και ωραίος καιρός. Όμως δεν ξέραμε ακόμα τι μας γινότανε, ώστε να ψάλλουμε τον παλιό μας ύμνο «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει, πατέρα;». Κι έτσι αποδίδαμε τον καλό καιρό στην εποχή του και στο ότι – άλλη λογική αυτή– σε εννιά μέρες ήτανε Πάσχα. Αυτή η μέρα, δηλαδή η Παρασκευή, κι ακόμα μία, το Σάββατο των Βαΐων, απόμνεισκε για τα σχολεία. Μετά κλείνανε για τις διακοπές και για δεκαπέντε μέρες ησυχάζαμε.

Ντυνόμουν, σινιαριζόμουνα, με την ησυχία μου, δεν είχα μάθημα τις δύο πρώτες ώρες, μπορούσα να πάω λίγο αργότερα. Τώρα, καθώς ετοιμάζομαι το πρωί βάζω το τρανζιστοράκι, για ν’ ακούω τις ειδήσεις και να μαθαίνω τα νέα τραγούδια, να είμαι μέσα σ’ όλα, να μη μου διαφεύγει τίποτα. Είναι, βέβαια, και η ευχαρίστηση. Τότε δεν έβαζα – δεν βάζαμε, μάλλον – τίποτα. Θα πήγαινε πολύ να εξιστορούσα για ποιούς λόγους αντιδρούσαμε ακόμα στα τρανζιστοράκια, αλλά μπορώ με συντομία να πω γιατί μισούσαμε το ραδιόφωνο. Ήταν η εποχή των «αποστατών», που ακόμα και η σκέψη τους μας έφερνε αναγούλα. Δεν μπορούσαμε, λοιπόν, να βάζουμε το ραδιόφωνο, γιατί διόλου απίθανο να ακούγαμε ακόμα και τους ίδιους, που ήταν, ως γνωστό, λαλίστατοι. Άλλωστε, περιμέναμε σε δυο τρεις μέρες και τον Παπανδρέου και λέγαμε πως θα τους δίναμε ένα αλησμόνητο μάθημα.

Ανύποπτος, λοιπόν, ετοιμάστηκα. Κατέβηκα από ένα στενοσόκακο, βγαίνω στην Καμάρα. Βλέπω στην Εγνατία μια σειρά θωρακισμένα, από αυτά που έχουν ρόδες όχι ερπύστριες, σταματημένα από τη μεριά της Καμάρας. Οι φαντάροι απάνω, ξεσκέπαστοι και όρθιοι. Μερικοί τούς κοιτάζουν από απόσταση. Δεν κατάλαβα τίποτε. Προχωρώ για να περάσω απέναντι. Εκεί που είναι τα απομεινάρια από τα τείχη του Θεοδοσίου, ένα τανκ με λυμένες τις ερπύστριες, απλωμένες, και οι στρατιώτες δήθεν να τις επισκευάζουν μες στο δρόμο. Κόσμος αρκετός κοίταζε, χωρίς να βγάζει άχνα. «Τί χαζεύουν έτσι πρωινιάτικα;» συλλογίζομαι. Και ξαφνικά σαν να φωτίζομαι×  «Αλλού αυτά, λέω. Αλλού οι προκλήσεις. Θέλετε να μας τρομάξετε για τη συγκέντρωση του Παπανδρέου και κάνετε πως χαλάσανε τα τανκς μέσα στους δρόμους, και στο Συντριβάνι μάλιστα, μπροστά στο Πανεπιστήμιο. Σας καταλάβαμε!».

Δρασκελώ τις ερπύστριες, περνώ την Εγνατία, πάω στον πάγκο των εφημερίδων. Το «Βήμα», λέω. Με κοιτάει ο εφημεριδοπώλης σαν χαζός. «Δεν ήρθε ακόμη; γιατί άργησε;» ρωτώ. Ήταν η εποχή που οι αθηναϊκές εφημερίδες έρχονταν απ’ το πρωί στη Σαλονίκη. «Όχι, κύριε» μου λέει. Και σαν να παρατόνισε εκείνο το «κύριε». Τώρα, βέβαια, βρίσκω πως το τονισμένο αυτό «κύριε» σήμαινε «κοιμισμένε», «απληροφόρητε» ή και τίποτε χειρότερο, αλλά τότε πού να καταλάβω. «Έχουμε τη ‘Μακεδονία’, μου λέει, κύριε». Και πήρα. Η «Μακεδονία», ήταν εντάξει, τα είχε όλα. Λόγο του Ανδρέα σε προεκλογική μικροσυγκέντρωση της Αθήνας, δηλώσεις διαφόρων, λόγους αλλουνών, πού να καταλάβεις;

Ανύποπτος προχωρώ, διαβάζοντας τη «Μακεδονία». Κατεβαίνω την Εθνικής Αμύνης. Κοντά στον Λευκό Πύργο, έξω απ’ τα δικαστήρια, συναντώ ένα δικηγόρο γνωστό μου, δεξιό στα φρονήματα. «Να δεις προκλήσεις που κάνουνε, του λέω για να τον πικάρω, να σκάσεις στα γέλια. Θέλουν να σταθούν ώρα έξω από το Πανεπιστήμιο και δια να το δικαιολογήσουν, απλώσανε κάτω τις αλυσίδες από ένα τανκ, που δήθεν χάλασε». Αυτός με κοίταξε για λίγο και μετά× «Την κάνανε», μου λέει. «Ποιαν κάνανε;» του λέω. «Τη δικτατορία. Πιάσανε τους υπουργούς, τον Κανελλόπουλο, όλους». «Αμάν, μια καρέκλα, του λέω, λίγο νερό». Με πάει στο άθλιο καφενείο των δικαστηρίων. Υπήρχε σούσουρο, εδώ, και πολύ πηγαινέλα.

Λέω του γνωστού μου: «Δεν πάω εγώ στη δουλειά. Ο Ανδρέας είπε, αν γίνει κάτι τέτοιο, να φύγουμε από τις δουλειές και να κατεβούμε στους δρόμους. Θα πάω σπίτι ν’ αφήσω την τσάντα και θα κατεβώ στην πλατεία Αριστοτέλους». Εκεί θα γινόταν η συγκέντρωση του πατρός Παπανδρέου, εκεί φανταζόμουν ότι θα μαζευτεί ο κόσμος.

Πάω σπίτι για την τσάντα μου, αλλά και για να τους το πω. Μισοακούω από ένα καφενείο την ανακοίνωση για την αναστολή των άρθρων του Συντάγματος. Στο τέλος, κατά την εντύπωσή μου, ο εκφωνητής είπε: «Ο πρόεδρος Ταμέλης». «Ποιος διάολος είναι αυτός ο Ταμέλης;» συλλογίζομαι. Φεύγω, πάω σπίτι, ξυπνώ τον αδερφό μου, που κοιμόταν μακαρίως. Μόλις είχε έρθει, για λίγες μέρες, από μια «Δημοκρατία» της Αφρικής. «Πες αλεύρι», του λέω. «Αλεύρι» μουρμουρίζει αυτός. «Ο πρόεδρος Ταμέλης σε γυρεύει». «Τί θα πει Ταμέλης;» μου κάνει. «Ταμέλης θα πει Ταμέλης, του λέω. Ξέρω εγώ ποιος διάβολος είναι αυτός πάλι;». Και του εξιστορώ όσα ήξερα περί Ταμέλη και των κατορθωμάτων του. «Λες να μου πάρουν το διαβατήριο;» μου λέει. «Ας βάλουμε το ραδιόφωνο», του λέω.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Δικτατορία 1967-74, Επαναλήψεις, Εφημεριδογραφικά, Θεσσαλονίκη, Μύθοι, Πρόσφατη ιστορία, Ραμόνια | Με ετικέτα: , , , , | 93 Σχόλια »

Φώτης Αγγουλές, εξήντα χρόνια από τον θάνατό του

Posted by sarant στο 31 Μαρτίου, 2024

Ο φίλος μας ο Ξεροσφύρης μού θύμισε ότι πριν από μερικές μέρες συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από τον  θάνατο του ποιητή Φώτη Αγγουλέ, επέτειος για την οποία έγινε και εκδήλωση από το ΚΚΕ στη Χίο, τη γενέτειρα του ποιητή. Βρίσκω την ευκαιρία να αναδημοσιεύσω, κάπως επαυξημένο, ένα άρθρο που είχα ανεβάσει το 2011, ελπίζοντας πως δεν θα το ξέρετε/θυμάστε οι περισσότεροι.

Γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1911 στον Τσεσμέ, απέναντι από τη Χίο. Ο πατέρας του ήταν ψαρομανάβης, λεγόταν Σιδερής Χοντρουδάκης, αλλά είχε το παρατσούκλι Αγγουλές, κι αυτό διάλεξε για επώνυμό του ο νεαρός Φώτης κάποια στιγμή, και του έμεινε. Με τους διωγμούς του 1914, η οικογένεια φεύγει στη Χίο, οικονομικά κατεστραμμένη. Ο Φώτης πήγε σχολείο ως τη δευτέρα δημοτικού, αλλά έμαθε γράμματα μόνος του· ήταν μουτζούρης διανοούμενος: τυπογράφος και λαϊκός ποιητής, δούλευε στην εφημερίδα Ελευθερία. Ένα φεγγάρι έβγαλε και μια δική του σατιρική εφημερίδα, όλην έμμετρη, τη Μιχαλού. Κάποτε δημοσίευσε ένα σατιρικό ποίημα για τον Μουσολίνι που θεωρήθηκε ανατρεπτικό και πέρασε από δίκη· αθωώθηκε, αλλά χαρακτηρίστηκε αριστερός.

Στην Κατοχή, όπως και πολλοί νησιώτες, πέρασε στην Τουρκία και κατέβηκε στη Μέση Ανατολή. Κατατάχτηκε στο στρατό, συμμετείχε στην εκδοτική ομάδα μιας στρατιωτικής σατιρικής εφημερίδας (Ελλάς), μετατέθηκε στο Κάιρο όπου γνώρισε τον Σεφέρη (που ήταν επικεφαλής του Γραφείου τύπου). Τον Αύγουστο του 1944 οι Άγγλοι τον έστειλαν εξορία στην Ασμάρα, μετά φυ­λακή και απομόνωση στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο κι αργότερα στο Ντεκαμερέ.  Εκεί αρρώστησε και τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο του Μαϊχαμπάρ· από κει σαν άρρωστος απολύθηκε.

Όταν γύρισε στη Χίο το 1945, είχε αρχίσει το κυνήγι κατά των αριστερών. Πέρασε στην παρανομία και στο αντάρτικο, τον έπιασαν το 1948 μέσα σε μια φουντάνα (στέρνα) στο Βροντάδο να τυπώνει την εφημερίδα. (Συμπολεμιστής του ήταν ο Χαράλαμπος Κανόνης, αδελφικός φίλος του παππού μου, που σκοτώθηκε). Καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλακή, έκανε τα οχτώ, βγήκε ερείπιο και ψυχικά κλονισμένος.

Θυμάται η Έλλη Παπαδημητρίου: «Πάλι εκεί τον παρακολουθούσε η Ασφάλεια, τον καλούσαν κάθε μέρα, τον φοβέριζαν, φοβέριζαν τους συγγενείς του και όποιον τον πλησίαζε. Για να υπογράψει δήλωση. Αυτός κάθε μέρα μπροστά τους ατάραχος, το στόμα του κλειστό χωρίς καθόλου να το σφίξει, άφωνος. Μάλιστα όταν θόλωσε ο νους του, φέρανε στην Κλινική να υπογράψει ένα χαρτί του ΙΚΑ, τόσο είχε συνήθειο τη βουβή άρνηση, ούτε άπλωσε το χέρι να το διαβάσει, μας κοίταζε και χαμογελούσε κάπως πονηρά, δηλαδή «δε θα με ξεγελάσετε ούτε σεις…», χρειάστηκε μεγάλη διαδικασία για να το υπογράψει μια αδελφή του». Το 1963 έπαθε μολυβδίαση, την αρρώστια των τυπογράφων, αλλά έπαθε και το μυαλό του, νοσηλεύτηκε στην Αθήνα, έγινε καλά, γύρισε στη Χίο, αλλά το 1964 πέθανε στο πλοίο της γραμμής ταξιδεύοντας προς τον Πειραιά, από πνευμονικό οίδημα -λένε με είκοσι δραχμές στην τσέπη.

H σχετική είδηση στο φύλλο της Αυγής στις 29.3.1964:

Ο Αγγουλές είχε γνωριστεί με τον Σεφέρη. Στην αλληλογραφία του με τον Δ. Τσάτσο, όπως μας θυμίζει σε βιβλίο για τη γενιά του 30, ο μείζων λογοτέχνης Τάσος Γουδέλης (που χαρακτηρίζει τον Αγγουλέ «ήσσονα ποιητή»), ο Σεφέρης χαρακτηρίζει τον Αγγουλέ «μιαρό γιακωβίνο» (Φαίνεται πως συνήθιζε αυτή τη βρισιά ο Σεφέρης, διότι την έχει χρησιμοποιήσει και κατά του Β. Βαρίκα). Και αλλού όμως, στις Μέρες Δ’, γράφει για τον Αγγουλέ: «Νομίζει ότι δουλεύει για το λαό ξεχαρβαλώνοντας τα άξια πράγματα, βρωμίζοντας τα καθαρά με πασαλείμματα, τσαπατσουλεύοντας, όπως του είπα. Οι άνθρωποι αυτοί νομίζουν ότι τέχνη για το λαό σημαίνει στιχάκια του ταγκό χωρίς μουσική». Στην πρώτη περίπτωση μπορεί να μιλάει το ταξικό μίσος του αστού, όσο για τη δεύτερη ο αναγνώστης που θα διαβάσει τα ποιήματα πιο κάτω μπορεί να κρίνει αν είναι ‘στιχάκια του ταγκό χωρίς μουσική’. Τώρα πια βέβαια, είναι και με μουσική, διότι αρκετά ποιήματα του Αγγουλέ έχουν μελοποιηθεί, όχι μόνο τα παλιότερα χρόνια που ήταν συχνότερο φαινόμενο οι μελοποιήσεις αριστερών ποιητών (π.χ. από τον Τζαβέλα και τον Μπακαλάκο), αλλά και πιο πρόσφατα, όπως από τον Παντελή Θαλασσινό, τον Πάρη Περυσινάκη ή το συγκρότημα Ωχρά Σπειροχαίτη. Αν η συχνότητα των μελοποιήσεων δικαιώνει ή ακυρώνει τη μομφή του Σεφέρη για «στιχάκια του ταγκό», δεν το ξέρω.

Ίσως το πιο γνωστό ποίημα του Αγγουλέ να είναι το Στίγμα, γραμμένο για έναν νεαρό Γερμανό στρατιώτη, νεκρό στο ανατολικό μέτωπο (ή, όπως λέει το μότο του ποιήματος, «Σ’ έναν νεαρό φασίστα που βρέθηκε σκοτωμένος, πάνω σε μια Ρούσικη χιονισμένη στέπα»). Ποίημα του δίκαιου μίσους, βέβαια, ενοχλεί κάποιους σήμερα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βιογραφίες, Επαναλήψεις, Εθνική αντίσταση, Πρόσφατη ιστορία, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , | 148 Σχόλια »

Η μονταζιέρα και πάλι

Posted by sarant στο 27 Μαρτίου, 2024

Σε σχόλιό του στο χτεσινό μας άρθρο, ο φίλος μας ο Μίλτος είπε πως περίμενε πως θα είχαμε άρθρο για τη λέξη «μονταζιέρα», αντί για τον εντελώς ανεπίκαιρο τιτίζη.

Βάσιμη ήταν η προσδοκία του Μίλτου, διότι η μονταζιέρα, ως λέξη, βρίσκεται αυτές τις μέρες στην επικαιρότητα, όπως δείχνουν και οι τίτλοι των άρθρων που βλέπετε αριστερά.

Κι εγώ είχα σκεφτεί να γράψω ένα τέτοιο άρθρο, όμως θυμόμουν  πως κάτι είχα γράψει στο παρελθόν. Από τα περιεχόμενα του ιστολογίου είδα ότι τον  Μάιο του 2015 είχαμε δημοσιεύσει άρθρο με τίτλο Μονταζιέρα, μια λέξη -κι έτσι δεν έγραψα για τη μονταζιέρα.

Όμως, το σχόλιο του Μίλτου με έβαλε σε σκέψεις. Από το 2015 έως σήμερα έχουν περάσει 9 χρόνια, οι νεότεροι φίλοι δεν θα έχουν διαβάσει το άρθρο, ενώ οι παλιότεροι μπορεί και να το έχουν ξεχάσει.

Μήπως λοιπόν έπρεπε να το επαναλάβω;

Αλλά για να μη λέτε ότι λουφάρω άρθρα, έχω επικαιροποιήσει τα δεδομένα του παλιού άρθρου -και βέβαια κάνω αναφορά και στα τωρινά.

Όπως βλέπετε από τους τίτλους των παραπάνω άρθρων, η αντιπολίτευση (αλλά και κάποια μίντια που έως πρόσφατα στήριζαν σαφώς την κυβέρνηση) κατηγορούν την κυβέρνηση ότι την  επομένη του φονικού δυστυχήματος έδωσε στη δημοσιότητα μονταρισμένα ηχητικά αποσπάσματα.

Συγκεκριμένα, όπως αποκάλυψε το Βήμα, παρουσιάστηκε ως ενιαίος ο εξής διάλογος, δήθεν μεταξύ του σταθμάρχη Βασίλη Σαμαρά και του μηχανοδηγού της μοιραίας αμαξοστοιχίας.

ΑΝΔΡΑΣ: Η Λάρισα ακούει;

ΣΤΑΘΜΑΡΧΗΣ: Ακούει. Με 47 νούμερο περνάτε κόκκινο φωτόσημο εξόδου έως είσοδο, φωτόσημο εισόδου Νέων Πόρων.

ΑΝΔΡΑΣ: Βασίλη, φεύγω;

ΣΤΑΘΜΑΡΧΗΣ: Φεύγεις, φεύγεις.

Στην  πραγματικότητα όμως, είχαμε συρραφή δύο διαφορετικών συνομιλιών, του σταθμάρχη πάντοτε αλλά με δύο μηχανοδηγούς. Η πρωτη ερώτηση έγινε πράγματι από τον  Γιώργο Κουτσούμπα, τον  οδηγό του Intercity, που σκοτώθηκε στο δυστύχημα, αλλά η δεύτερη («Βασίλη, φεύγω;») έγινε από τον Σωτήρη Αδάμου, μηχανοδηγό τοπικού τρένου, και σ’ αυτόν  απευθύνεται η απάντηση «Φεύγεις, φεύγεις» που έπαιζε σε όλα τα μέσα τις πρώτες μέρες του Μαρτίου 2023 σαν  «απόδειξη» του «ανθρώπινου λάθους» του σταθμάρχη. Μάλιστα, αυτός που έκανε την κοπτοραπτική (ίσως την  έκανε ένα ρακούν, γιατί κανείς δεν έχει αναλάβει την ευθύνη) φρόντισε να κόψει προηγούμενο τμήμα του διαλόγου, όπου ο σταθμάρχης κατονομάζει «Σωτήρη» τον συνομιλητή του.

Κι έτσι,  η μονταζιέρα αναδείχτηκε σε μείζον ζήτημα, προκαλώντας μάλιστα και την κατάθεση πρότασης δυσπιστίας από τέσσερα κόμματα της αντιπολίτευσης, η οποία συζητιέται την ώρα που διαβάζετε το άρθρο.

Η μονταζιέρα είναι, σύμφωνα με τα λεξικά, η επιτραπέζια συσκευή με την οποία γίνεται το μοντάζ εικόνας ή/και ήχου, ενώ στην τυπογραφία μονταζιέρα λέγεται ένα τραπέζι με γυάλινη γαλακτώδη φωτιζόμενη επιφάνεια πάνω στο οποίο γίνεται η επεξεργασία του υλικού που πρόκειται να τυπωθεί -αυτός είναι ο ορισμός από το λεξικό Μπαμπινιώτη, ενώ παρόμοιος υπάρχει και στο Χρηστικό λεξικό της Ακαδημίας. Το ΛΚΝ δεν λημματογραφεί τη λέξη, έχει μόνο το μοντάζ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Επικαιρότητα, Λεξικογραφικά, Νεολογισμοί, Πολιτική | Με ετικέτα: , , , , | 85 Σχόλια »

Για την ημέρα της ποίησης: το σονέτο και το χάδι

Posted by sarant στο 21 Μαρτίου, 2024

Σήμερα, 21 Μαρτίου, είναι η παγκόσμια μέρα της ποίησης, οπότε είπα να βάλω κάτι ποιητικό -να ξαναβάλω, πιο σωστά, μια και θα επαναλάβω, αλλά αρκετά αλλαγμένο, ένα άρθρο του 2012 με θέμα το σονέτο.

Το σονέτο είναι δεκατετράστιχο ποίημα που ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες  ως  προς το μέτρο και την  ομοιοκαταληξία του, και είναι οργανωμένο σε δύο τετράστιχες στροφές και στη  συνέχεια δύο τρίστιχες. Για την ακρίβεια, αυτή είναι η δομή του κλασικού, ιταλικού σονέτου, που το καλλιέργησε συστηματικά στην πατρίδα μας ο Λορέντζος Μαβίλης, ο ποιητής που σκοτώθηκε το 1912, μαχόμενος με τους ερυθροχίτωνες γαριβαλδινούς, εθελοντής στα 52 του, στον Δρίσκο, στους βαλκανικούς πολέμους. Ο Μαβίλης είναι ο κατεξοχήν Έλληνας σονετογράφος, παρόλο που σονέτα είχαν γραφτεί και πριν απ’ αυτόν, και φυσικά συνέχισαν να γράφονται μετά. Όμως αυτός καλλιέργησε με πολλή τέχνη και σχεδόν αποκλειστικά το δεκατετράστιχο ποίημα, αυτός το καθιέρωσε, δίνοντας ποιήματα που ακόμα και σήμερα είναι πολύ γνωστά. Ας βάλω ένα, την  Ομορφιά.

ΟΜΟΡΦΙΑ

Σε σταυροδρόμια αγέλαστα, όπου σκλάβοι
της δουλειάς τυραγνιούνται στο λιοβόρι,
σαν κολασμένοι, εμπόροι και μαστόροι,
κι όλους, από το χτίστη ως το μανάβη,

Διάφορου δίψα μόνη τους ανάβει –
περνάς εσύ τόμου σκολάσεις κόρη, [τόμου = μόλις]
σαν περιστέρι, και το αγνό σου θώρι
τέλεια κάθε άλλη επιθυμιά τους παύει.

Μακριά από τ΄ ανθισμένα περιβόλια
και αφώτιστοι απ΄ της τέχνης την αχτίδα,
όμως για σε ξεχνούν κάθ΄ έγνοια δόλια

και ειρηνεμένοι σαν από άγια ελπίδα
σε καμαρώνουν μουρμουρίζοντάς σου·
«Η Παναγία, πιτσούνι μου, κοντά σου!»

Οι παλιοί, συχνά το γράφανε «σονέττο», ενώ κάτι λιγότεροι «σοννέτο». Το θέμα είναι βέβαια επουσιώδες, αλλά στο ιστολόγιο ασχολούμαστε και με την  ορθογραφία. Από το 1976 και μετά, τις  δάνειες λέξεις  τις γράφουμε με τον απλούστερο τρόπο, ενώ παλιότερα γινόταν προσπάθεια η ορθογραφία να θυμίζει την λέξη όπως γραφόταν  στη γλώσσα προέλευσης.

Ακριβώς η λέξη σονέτο δείχνει τα αδιέξοδα της άποψης που θέλει να γράφουμε τις δάνειες λέξεις «έτσι που να θυμίζουν την ξένη λέξη από την οποία προέρχονται». Διότι, το σονέτο, αν θεωρήσεις ότι το πήραμε από τα ιταλικά (όπου είναι sonetto,  και τα διπλά σύμφωνα προφέρονται) θα το γράψεις «σονέττο», αν πάλι κρίνεις ότι το πήραμε από τα γαλλικά (όπου είναι sonnet) θα το γράψεις «σοννέτο», ενώ αν, όπως είναι και το πιθανότερο, το πήραμε από τα βενετικά, που δεν έχουν διπλά σύμφωνα (soneto) θα το γράψεις «σονέτο». Πρέπει δηλαδή να ξέρουμε όλες τις γλώσσες της Μεσογείου για να γράψουμε τη δική μας, κάτι που καταντάει παράνοια, γι’ αυτό και πολύ σωστά είπαμε, εδώ και 48 χρόνια, να γράφουμε όσο το δυνατόν απλούστερα τις δάνειες λέξεις. Λοιπόν σονέτο, κι ο Μαβίλης άλλωστε έτσι το έγραφε συνήθως, αν και ο Ηλίας Λάγιος προτιμούσε τη γραφή σονέττο, όπως φαίνεται σε αυτό το ποίημά του, όπου κρατάω την ορθογραφία του:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Επετειακά, Ετυμολογικά, Κύπρος, Ορθογραφικά, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , | 103 Σχόλια »

Το 23% του ουρανού

Posted by sarant στο 8 Μαρτίου, 2024

Το σημερινό άρθρο είναι επικαιροποιημένη επανάληψη του περυσινού, που και αυτό ήταν επανάληψη ενός παλιότερου άρθρου από το 2017 -και μάλιστα επανάληψη επανάληψης, αφού και εκείνο ήταν επίσης επικαιροποιημένη επανάληψη ενός άρθρου του 2013. Αλλά αυτή η ανακύκλωση δεν γίνεται επειδή το παλιότερο άρθρο είχε περάσει απαρατήρητο, ούτε διότι δεν προλαβαίνω να γράψω φρέσκο, αλλά επειδή αφενός χρειάζονται επικαιροποίηση τα αριθμητικά στοιχεία, αφού από πέρυσι μέχρι φέτος έγιναν εκλογές και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση και αφετέρου πιστεύω ότι πρόκειται για ένα ζήτημα που εξακολουθεί να μην έχει διευθετηθεί και που πρέπει να διευθετηθεί, οπότε δεν βλάφτει να το επαναλαμβάνω. Βέβαια, πρέπει να το πω, λίγοι συμφωνούν μαζί μου -αλλά τι να κάνουμε, θα το αντέξω.

Σήμερα έχουμε 8 Μαρτίου, την παγκόσμια μέρα της γυναίκας, οπότε αναδημοσιεύω ένα παλιότερο άρθρο μου. Επικαιροποιημένο, αφού τα στοιχεία σε σχέση με τη συμμετοχή των γυναικών στη Βουλή και στην κυβέρνηση έχουν αλλάξει από τότε, δεδομένου ότι μεσολάβησαν οι εκλογές του 2023.  Βέβαια, οι ταχτικοί θαμώνες του ιστολογίου θα έχετε ήδη σχολιάσει το θέμα -αλλά τίποτα δεν σας εμποδίζει να επαναλάβετε την άποψή σας, αν δεν βαριέστε, χώρια που δεν αποκλείεται να έχετε σε κάποιο σημείο μεταβάλει άποψη.

Σύμφωνα με το γνωστό ρητό, «Οι γυναίκες είναι το μισό του ουρανού». Εδώ θα ταίριαζε το χαριτολόγημα που λέγαμε στα φοιτητικά μου χρόνια («το άλλο μισό στην Κίνα βρίσκεται»), και θα ταίριαζε επειδή το ρητό έχει κινέζικη προέλευση, αφού αν δεν κάνω λάθος το είπε ο Πρόεδρος Μάο. Μάλιστα, η αρχική μορφή είναι: «Οι γυναίκες κρατάνε το μισό του ουρανού». Είτε έτσι είτε αλλιώς, η φράση «μισό του ουρανού» έχει καθιερωθεί διεθνώς, μάλιστα μια διεθνής ΜΚΟ που προωθεί την ισότητα των φύλων λέγεται Half the sky movement. Το μισό του ουρανού στη θεωρία, στην πράξη αρκετά λιγότερο, καθώς σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου οι γυναίκες έχουν λειψή εκπροσώπηση στα κέντρα λήψης αποφάσεων και στους κρατικούς θεσμούς, ιδίως στα υψηλά κλιμάκια. Οπότε, δεν μπορούμε να μιλάμε για το μισό του ουρανού -ένα 20% μπορεί να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.

Στη χώρα μας, η υποεκπροσώπηση των γυναικών είναι σοβαρή και μόνιμη. Βέβαια, στη Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές του 2023 σημειώθηκε μια όχι ασήμαντη βελτίωση, αφού αυτή τη στιγμή υπάρχουν 69 βουλεύτριες, ποσοστό 23%, αριθμός μεγαλύτερος δηλαδή από την προηγούμενη Βουλή (65 γυναίκες) που μάλιστα σχεδόν φτάνει την καλύτερη επίδοση όλων των εποχών, αφού στη βραχύβια Βουλή των πρώτων μηνών του 2015 είχαμε 70 γυναίκες (23,3%), ενώ στην ακόμα πιο βραχύβια Βουλή του Μαΐου 2023, Βουλή της μίας ημέρας, είχαμε 71 γυναίκες, 23,67%, που είναι και το ρεκόρ από καταβολής ελληνικού κράτους.

Το κυβερνών κόμμα της ΝΔ έχει ποσοστό γυναικείας εκπροσώπησης χαμηλότερο από τον  μέσο όρο, αφού τον Ιούνιο εξέλεξε μόλις 30 βουλεύτριες επί συνόλου 158 βουλευτών, ποσοστό 18,9%. Πάντως, ήταν  αρκετά ψηλότερο από το προηγούμενο (15,8%). Αυτή τη στιγμή, η γυναικεία εκπροσώπηση των κομμάτων στη  Βουλή είναι η εξής:

ΝΔ 30 επί συνόλου 158 (18,9 %)

ΣΥΡΙΖΑ 13 επί συνόλου 36 (36,1 %)

ΠΑΣΟΚ 8 / 32 (25%)

ΚΚΕ 6 / 21 (28,6%)

Ελλ. Λύση 2/12 (16,7%)

Νέα Αριστερά 5 / 11 (45%)

Σπαρτιάτες 0/10 (0%)

Νίκη 1/10 (10%)

Πλεύση Ελευθερίας 3/6 (50%)

Υπάρχουν και τέσσερις ανεξάρτητοι, δύο από την Πλεύση (η μία γυναίκα) και δύο από τους Σπαρτιάτες (καμία γυναίκα).

Αν θέλουμε να το ψειρίσουμε λίγο, θα πούμε ότι από τις  κάλπες εξελέγησαν 68 γυναίκες, αλλά αμέσως μετά την εκλογή του ο κ. Πνευματικός, βουλευτής της ΝΔ στην Εύβοια, παραιτήθηκε -όπως το είχε προαναγγείλει- και τη θέση του πήρε η επιλαχούσα κ. Κωνσταντίνα Καραμπατσώλη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βουλή, Δύο φύλα, Επαναλήψεις, Επετειακά, Ευρωπαϊκή Ένωση | Με ετικέτα: , , , , | 118 Σχόλια »

Μια μέρα κάθε τέσσερα χρόνια, ξανά

Posted by sarant στο 29 Φεβρουαρίου, 2024

Δεν έχουμε κάθε χρόνο 29 Φεβρουαρίου. Για να τιμήσω  λοιπόν την περίσταση, θα επαναλάβω  σήμερα ένα άρθρο που είχα βάλει τέτοια μέρα πριν από οχτώ χρόνια. Αλλά για να μην παραπονιέστε ότι τεμπελιάζω, έχω αλλάξει και προσθέσει κάμποσα.

Η σημερινή μέρα, 29 Φεβρουαρίου, δεν είναι μια μέρα σαν όλες τις άλλες, είναι ξεχωριστή, αφού έρχεται μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια, όταν έχουμε δίσεχτη χρονιά όπως φέτος, κι έτσι ο Φλεβάρης έχει 29 μέρες αντί για 28 που είναι το συνηθισμένο του.

Ο λόγος που γίνεται αυτή η αναστάτωση είναι πως το ηλιακό έτος δεν διαρκεί ακριβώς 365 μέρες, όσο και το ημερολογιακό, αλλά λίγο περισσότερο, 365 μέρες και 6 ώρες περίπου. Έτσι, κάθε τέσσερα χρόνια προσθέτουμε μία μέρα, την 29η Φεβρουαρίου, για να μαζέψει τα μπόσικα και να εναρμονίσει το ημερολόγιο, πράγμα πολύ πραχτικό αφού 6 ώρες επί 4= 24 ώρες. Αυτή η πρόσθετη μέρα είναι η σημερινή, αφού το 2024 είναι κι αυτό δίσεκτο έτος.

Στα αγγλικά το δίσεκτο έτος λέγεται leap year και η πρόσθετη μέρα λέγεται leap day -συχνά θα δείτε να την εικονογραφούν με ένα βατραχάκι. Στα ελληνικά θα μπορούσαμε να  την πούμε εμβόλιμη μέρα.

Τα παιδιά που γεννήθηκαν στις 29 Φεβρουαρίου λέγονται στα αγγλικά leapers, ή τουλάχιστον έτσι βρήκα κάπου -στα ελληνικά δεν ξέρω αν υπάρχει όρος. Τα παιδιά αυτά έχουν γενέθλια μία φορά κάθε τέσσερα χρόνια και για μια φίλη μου, που γιορτάζει σήμερα τα γενέθλιά της, λέμε στα αστεία ότι έχει μόλις γίνει 17 χρονών -χρόνια πολλά, Μαρία.

Πιο διάσημοι «δισεκτογεννημένοι» (ας το πω έτσι) είναι ο Τζοακίνο Ροσίνι (γενν. 1792), που με το μέτρο της φίλης μου θα ήταν ένας ευσταλής μεσήλικας 58 χρονών, ο νεαρός Γιώργος Σεφέρης (γενν. 1900, δείτε και παρακάτω) και ο ακόμα νεότερος πατριάρχης Βαρθολομαίος (γενν. 1940).

Η εκκλησία γιορτάζει σήμερα τον άγιο Κασσιανό, αλλά όχι την Κασσιανή, που έχει δική της μέρα, κανονική μέσα στη χρονιά -πονηρές οι γυναίκες. Αλλά το θέμα δεν είναι και τόσο απλό, το είχαμε συζητήσει πριν από 12 χρόνια αυτό (δείτε τα σχόλια) και φαίνεται πως οι γνώμες διίστανται.

Για ποιο λόγο ο Κασσιανός έπεσε σε δυσμένεια και του δώσανε τσουρούτικη γιορτή; Σύμφωνα με μια παράδοση, είχε παραπονεθεί στον Θεό επειδή  ο Άγιος Νικόλαος έπαιρνε πιο πολλά τάματα από τους πιστούς, αφού έσωζε ναυτικούς, και ο Κύριος, για τιμωρία, τον έβαλε να γιορτάζει μία φορά στα τέσσερα χρόνια. Από την άλλη, σύμφωνα με ένα εύθυμο άρθρο του Χρ. Χρηστοβασίλη, που αυτή τη στιγμή είναι πεσμένο, στον Άγιο Κασσιανό, προστάτη των τεμπέληδων, δόθηκε τσουρούτικη μέρα, επειδή έμπασε έναν δικηγόρο στον Παράδεισο!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in όπερα, Επαναλήψεις, Επετειακά, Ημερολογιακά, Λαογραφία, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , | 73 Σχόλια »

Χρόνια πολλά στη Δήμητρα και στον Δημήτρη!

Posted by sarant στο 26 Οκτωβρίου, 2023

Το σημερινό άρθρο το έχω δημοσιεύσει ήδη στο παρελθόν και μάλιστα δυο φορές, την τελευταία πριν από πέντε χρόνια. Θαρρώ πως αντέχει μιαν αναδημοσίευση κάθε πέντε χρόνια, ειδικά που έχουμε τόσους και τόσες που γιορτάζουν.  Ενσωματώνω κάποια πράγματα από σχόλια της προηγούμενης  δημοσίευσης, όμως έχω μελαγχολήσει διότι οι πρώτοι σχολιαστές του προ πενταετίας άρθρου δεν είναι  πια μαζί μας.

Με μια δόση υπερβολής, σήμερα γιορτάζει η μισή Ελλάδα: γιορτάζουνε οι Δήμητρες, γιορτάζουν οι Δημήτρηδες, γιορτάζει όμως κι η Θεσσαλονίκη -μεγάλη γιορτή λοιπόν, οπότε ταιριάζει να της αφιερώσουμε το σημερινό άρθρο.

Σύμφωνα με μια έρευνα για τα ελληνικά ονόματα, ο Δημήτρης είναι το δεύτερο σε συχνότητα ελληνικό αντρικό όνομα, πίσω από τον Γιώργο που προηγείται με διαφορά. Βέβαια, Κώστας και Γιάννης ελάχιστα υπολείπονται -αν ήταν δρομείς θα χρειαζόταν φωτοφίνις. Η Δήμητρα, πάλι, χωρίς να είναι σπάνιο όνομα, υστερεί σαφώς σε συχνότητα -στη γυναικεία κατάταξη βρίσκεται στη δέκατη θέση.

Κι όμως, η Δήμητρα γέννησε τον Δημήτρη, ή έστω τον Δημήτριο. Εδώ χρειάζονται εισαγωγικά στο ρήμα, αλλά το στοκ το έχουν εξαντλήσει οι εισαγωγικομανείς, που τα βάζουν και στα λάχανα. Φυσικά, κάποιες Δήμητρες έχουν γεννήσει Δημήτρηδες αλλά εγώ εννοώ τα ονόματα.

Εν αρχή ην η Δήμητρα λοιπόν, η μεγάλη θεά της γης και της καλλιέργειας, ιδίως της καλλιέργειας σιτηρών -από το ψωμί ξεκινάμε. Η Δήμητρα, Δημήτηρ και Δαμάτηρ στα πολύ αρχαία, όνομα αβέβαιας ετυμολογίας, που θα μπορούσε να προέρχεται από το «γη μήτηρ». Μεγάλη θεά, τα πιο μεγάλα μυστήρια της αρχαιότητας συνδέονταν μαζί της.

Και τα σιτηρά άλλωστε, τα λέμε δημητριακά επειδή είναι το δώρο της Δήμητρας. Αλλά και ο αγγλικός όρος, cereals, και αυτός ανάγεται, μέσω λατινικών, στη Ceres, τη θεά των Ρωμαίων που ήταν το αντίστοιχο της Δήμητρας. Ceres ή Δήμητρα λέγεται κι ένας πλανήτης-νάνος, ο μεγαλύτερος από τους αστεροειδείς. Και από τον νάνο πλανήτη πήρε το όνομά του το χημικό στοιχείο Δημήτριο, που ανήκει στις σπάνιες γαίες -όχι επειδή βρίσκεται στον πλανητάκο, αλλά επειδή ανακαλύφθηκε το 1803, δυο χρόνια μετά τον πλανήτη. Το σύμβολό του είναι Ce, από το Cerium.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Εορταστικά, Ονόματα | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 182 Σχόλια »

Ακόμα σύντροφοι;

Posted by sarant στο 26 Σεπτεμβρίου, 2023

Ο τίτλος μπορεί  να ερμηνευτεί  με πολλούς τρόπους, πάντοτε σχετικά με τον ΣΥΡΙΖΑ και τις εκλογές για την  ανάδειξη νέας ηγεσίας.

Ας πούμε, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι σημαίνει «Πώς μπορεί να μένουν ακόμα σύντροφοι αυτοί που εδώ και ένα μήνα, και ιδίως την τελευταία βδομάδα, αντάλλαξαν βαριές κουβέντες;»

Ως προς αυτό, την Κυριακή το απόγευμα, πριν ακόμα κλείσουν οι εσωκομματικές κάλπες, έγραψα στο Φέισμπουκ και στο Τουίτερ:

Στην προεκλογική περίοδο, κάποια μέλη του ΣΥΡΙΖΑ τάχθηκαν υπέρ της Έφης Αχτσιόγλου, κάποια υπέρ του Στέφανου Κασσελάκη και άλλα δεν εκδηλώθηκαν. Από αύριο, είμαστε όλοι μαζί, για να λύσουμε τα προβλήματα του λαού και του τόπου.

Στο οποίο κάποιος, που δεν ξέρω, ακόμα και τώρα, με ποια από τις δύο πλευρές είχε συνταχθεί, μου απάντησε:

Βγάλαμε καρκίνο εμείς με αυτά που ακούσαμε δύο εβδομάδες και τώρα αγκαλίτσες και φιλιά; Δεν παίζει.

Και του ανταπάντησα:

Κι εσείς βγάλατε τον καρκίνο και οι άλλοι βγάλανε. Τώρα, νερό κι αλάτι. Πιο έξυπνοι είναι στα άλλα κόμματα, που σφάζονται στις εσωτερικές εκλογές αλλά μετά μένουν ενωμένοι;

Οπότε, μια δεύτερη ερμηνεία του ερωτήματος του τίτλου θα μπορούσε να είναι:

Ακόμα, σύντροφοι, συνεχίζετε τον καβγά; Οι εκλογές  τελείωσαν, νερό κι αλάτι, κοιτάμε μπροστά.

Υπάρχει και μια τρίτη ερμηνεία, που τη  σκέφτηκα ακούγοντας την Κυριακή το βράδυ, μετά την  ανακοίνωση  της  νίκης του Στ. Κασσελάκη, τον δημοσιογράφο και πρώην βουλευτή της ΝΔ κ. Μπάμπη Παπαδημητρίου να  λέει στην τηλεόραση της ΕΡΤ:

«Θα γίνει μια καλύτερη και πιο ακριβής χρήση της λέξης σύντροφος. Θα μιλάμε για τον σύντροφο του κ.Κασσελάκη και δεν θα μιλάμε για τους συντρόφους, οι οποίοι, όπως  έλεγα και πριν, μπάι  μπάι, τελειώσανε».

Πράγματι, η λέξη «σύντροφος» έχει,  ανάμεσα σε άλλες,  και αυτές τις δύο σημασίες, και στο σημείο αυτό θα πάρω υλικό από ένα παλιότερο άρθρο, από το μακρινότατο 2013, από το οποίο μας χωρίζουν 10 χρόνια και καμιά πενηνταριά έτη φωτός σε απόσταση, θάλεγε κανείς.

Η λέξη «σύντροφος» μάς έρχεται από την κλασική αρχαιότητα: είναι αυτός που ανατράφηκε μαζί με κάποιον άλλον, που συνδέεται στενά μαζί του, ο συμπαραστάτης· και ήδη από την αρχαιότητα έχει πάρει και μεταφορικές σημασίες, όπως στη γνωστή αποφθεγματική φράση του Δημάρατου που μας παραδίδει ο Ηρόδοτος, ότι «τη Ελλάδι πενίη … σύντροφός εστι», η φτώχεια είναι συνυφασμένη με την Ελλάδα. Σημειώστε  και τον  αττικό τύπο «ξύντροφος».

Στα νεότερα χρόνια η λέξη πήρε διάφορες επιπλέον σημασίες, έτσι σύντροφος ονομάστηκε ο συνεταίρος, και συντροφία η εμπορική εταιρεία, με την συχνή παλιότερα συντομογραφία Σία, π.χ. Γεωργόπουλος και Σία. Τον καιρό πριν από το Εικοσιένα, ήταν συνηθισμένο οι ναύτες, ιδίως στην Ύδρα, να μην πληρώνονται σταθερό μισθό αλλά να συμμετέχουν  με ποσοστό στα κέρδη του πλοίου -και λέγονταν «συντροφοναύτες». Κάποτε δινόταν και σαφέστερη διευκρίνιση: σύντροφοι με μερδικό – σύντροφοι με λουφέ (μισθωτοί, χωρίς ποσοστό από τα κέρδη). Σε κάποιες λαϊκές χρήσεις συντρόφι λέγεται  το σώβρακο.

Σύντροφος λέγεται και αυτός που ζει μαζί μας, με τον οποίο συνδεόμαστε με ιδιαίτερη συναισθηματική σχέση, το ταίρι μας, ο/η σύζυγος κάποτε, ιδίως όταν λέμε για τον σύντροφο της ζωής μας, αλλά και ο ερωτικός σύντροφος, ενώ τελευταία, όλο και περισσότερο, η λέξη «σύντροφος» χρησιμοποιείται στον Τύπο για κάθε ερωτική σχέση εκτός γάμου που είναι κάπως σταθερή αλλά όχι απαραίτητα μακρόχρονη, δηλ. γι’ αυτό που λέγαμε παλιότερα «ο  γκόμενός  μου / η  γκόμενά μου», «το κορίτσι μου / το αγόρι μου»,  «ο  φίλος μου / η  φίλη μου», όροι που είναι λιγότερο ευπαρουσίαστοι ή λιγότερο σαφείς.

Και βέβαια, η λέξη «σύντροφος» είναι προσφώνηση ανάμεσα σε μέλη κομμουνιστικών, αριστερών και σοσιαλιστικών κομμάτων ή κινημάτων. Με αυτή τη σημασία, του ομοϊδεάτη και του συναγωνιστή, η λέξη «σύντροφος» πρέπει να εμφανίστηκε στη γλώσσα μας στα τέλη του 19ου αιώνα. Την έχω συναντήσει στην αναρχοσοσιαλιστική εφημερίδα Επί τα Πρόσω το 1896: «Αι ιδέαι ημών διαδίδονται αθορύβως εις πάσας τας πόλεις και κωμοπόλεις της μικράς ταύτης γωνίας της Γης. Εν Αθήναις οι σύντροφοί μας εργάζονται απαύστως», διαπίστωνε με ικανοποίηση ένα άρθρο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Αριστερά, Επαναλήψεις, Επικαιρότητα, Ιστορίες λέξεων, Συγκριτικά γλωσσικά | Με ετικέτα: , , , , | 202 Σχόλια »

Γιατί τους Βολιώτες τους λένε Αυστριακούς;

Posted by sarant στο 7 Σεπτεμβρίου, 2023

Ο Βόλος,  και γενικά ο νομός Μαγνησίας, έχει έρθει στην  επικαιρότητα από το καταστροφικό (και φονικό) χτύπημα της καταιγίδας Ντάνιελ (ή Ντανιέλ; το γράψανε Daniel και δεν μας είπαν πώς τονίζεται). Στο χτεσινό μας άρθρο είχαμε λοιπόν αναφορά στην  είδηση για τους δυο αγνοούμενους Αυστριακούς τουρίστες,  που ευτυχώς βρέθηκαν σώοι, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν (τώρα που γράφω το άρθρο) τρεις αγνοούμενοι πέρα από τους δυο βεβαιωμένους νεκρούς. Αναπόφευκτα λοιπόν κάποιοι θυμήθηκαν ότι οι Βολιώτες έχουν  το παρατσούκλι «Αυστριακοί», και εξίσου αναπόφευκτα ανέκυψε το ερώτημα «Γιατί τους λένε έτσι;»

Η πολύ σύντομη απάντηση είναι «Δεν ξέρω».

Η κάπως λιγότερο σύντομη απάντηση  είναι: Δεν ξέρω σίγουρα, έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες· ίσως επειδή τον 19ο αιώνα, που η συγκοινωνία με τον Βόλο γινόταν κυρίως διά θαλάσσης, τη γραμμή την εξυπηρετούσαν πλοία της αυστριακής εταιρείας Τριεστίνα.

Η όχι σύντομη απάντηση είναι το σημερινό άρθρο,  όπου παίρνω την ευκαιρία και επαναλαμβάνω, επαυξημένο, ένα παλιότερο άρθρο του 2016.

Λοιπόν, όλοι ξέρουμε ότι οι Βολιώτες έχουν το παρατσούκλι «Αυστριακοί», όπως π.χ. οι Κοζανίτες αποκαλούνται Σούρδοι ή οι Σερραίοι λέγονται ακανέδες -στη συνέχεια του άρθρου θα δούμε και κατάλογο με τα «ακληρήματα», όπως λέγονται αυτές οι περιπαικτικές ονομασίες, κάθε τόπου. Όμως, ενώ για τους Σούρδους και τους Ακανέδες υπάρχει  πειστική (ή σχεδόν) εξήγηση για το παρατσούκλι, για τους Αυστριακούς (Βολιώτες) δεν υπάρχει -αντίθετα, ακούγονται πολλές απόψεις.

Στο σχετικό άρθρο του slang.gr διαβάζουμε:

  • Διότι οι Βολιώτες είναι τσιγκούνηδες – σαν τους Αυστριακούς
  • Διότι είναι ψυχροί άνθρωποι – σαν τους Αυστριακούς
  • Διότι είναι μοχθηροί – επί Τουρκοκρατίας, οι Αυστριακοί είχαν χειρότερη φήμη κι απ’ τους Τούρκους.
  • Διότι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μπήκε στον Παγασητικό ένα Αυστριακό πολεμικό, αν και εχθρικό, οι Βολιώτες το υποδέχθηκαν με μπάντες και αυστριακές σημαίες.

Αυτά τα λένε οι Λαρισαίοι. Οι εξηγήσεις που δίνουν οι ίδιοι οι Βολιώτες είναι:

  • Επί Τουρκοκρατίας, η πόλη είχε διάφορα εμπορικά προνόμια ένα από τα οποία ήταν και η ύπαρξη Αυστριακού προξενείου και η δυνατότητα που είχαν οι Βολιώτες να εμπορεύονται υπό Αυστριακή προστασία.
  • Μετά το 1881, που ο Βόλος ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, η νέα διοίκηση φορολόγησε βαριά την Θεσσαλία. Μπήκε ένας ιδιότυπος νέος κεφαλικός φόρος σε όλους τους «Έλληνες το γένος» (κατά κύριο λόγο εμπόρους), κάτι το οποίο οδήγησε στους μαγαζάτορες να βάλουν ξένες, Αυστριακές σημαίες στα μαγαζιά τους για να αποφύγουν να φορολογηθούν.

Προσθέτω και τη δική μου εξήγηση, που την έχω ακούσει από τον πατέρα μου:

  • τον 19ο αιώνα, που η συγκοινωνία με τον Βόλο γινόταν κυρίως διά θαλάσσης, τη γραμμή την εξυπηρετούσαν πλοία της αυστριακής εταιρείας Τριεστίνα.

Σε κάθε περίπτωση, οι ίδιοι οι Βολιώτες δεν δυσανασχετούν για το προσωνύμιο, αντίθετα ένας σύνδεσμος οπαδών του Ολυμπιακού Βόλου λέγεται  The Austrian Boys.

Αυτά τα τοπωνυμικά παρατσούκλια, πάντα σχεδόν χλευαστικά ή έστω σατιρικά, λέγονται για τους καταγόμενους από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, λέγονται και «ακληρήματα». Τα «ακληρήματα» είναι τίτλος ενός βιβλίου  του Μανόλη Σέργη, που είναι αφιερωμένο στο θέμα, και που το έψαχνα καιρό μέχρι που ο φίλτατος Παντελής  Μπουκάλας μού το χάρισε. Παρόλο που αξίζει ειδική παρουσίαση, εδώ θα περιοριστώ στο να συμπληρώσω τον κατάλογο ενσωματώνοντας κάποια ακληρήματα από τη σελίδα 37 του βιβλίου και από το κεφάλαιο με τα κυκλαδίτικα ακληρήματα (που λογαριάζω  να το παρουσιάσω και σε ιδιαίτερο άρθρο κάποτε).

Τον όρο «ακλήρημα» μαζί με τον αντίθετό του (ευκληρήματα) τον χρησιμοποιεί και μια εργασία που έπεσε στα χέρια μου, με τον τίτλο Ακληρήματα – ευκληρήματα Καρπάθου. Εννοείται ότι οι μειωτικοί χαρακτηρισμοί είναι πολύ περισσότεροι από τους επαινετικούς, διότι αν δεν ειρωνευτείς τον κοντοχωριανό σου πώς θα τονώσεις το αίσθημα της αυτοεκτίμησής σου;

Στην καρπαθιώτικη εργασία βλέπουμε μερικά παραδείγματα από μικροακληρήματα (τον όρο μόλις τον έπλασα εγώ) δηλαδή αλληλοσατιρισμούς σε τοπική κλίμακα, χαρακτηρισμούς ειρωνικούς για τους κατοίκους των χωριών του νησιού π.χ. μπαλουξήδες για τους Πηγαδιώτες, γάρους ή γαρολυμπίτες για τους Ολυμπίτες, Εβραίους για τους κατοίκους από το Απέρι κτλ. Πολλά «μικροακληρήματα» έχει και το βιβλίο του Σέργη, αντλημένα από τη Νάξο, που είναι και ο τόπος καταγωγής του συγγραφέα. Για παράδειγμα, οι Απεραθίτες αποκαλούν «Ισούφηδες» (στριμμένους, αφιλόξενους) τους Φιλωτίτες, ενώ οι άλλοι Ναξιώτες αποκαλούνν «Ληστοπεράτες» και «Κλεφταπεραθίτες» τους Απεραθίτες. Στο άρθρο το δικό μας δεν θα μεταφέρω αυτά τα μικροακληρήματα, διότι είναι σαφώς σε άλλη κλίμακα -κλίμακα χωριού, ας πούμε, ενώ οι περισσότεροι αλληλοφαυλισμοί του άρθρου είναι πανελλήνια γνωστοί.

Σε παλιότερο νήμα στη Λεξιλογία, που είχε ξεκινήσει με την απορία ελληνομαθούς φίλου, ο οποίος ρωτούσε γιατί τους Μυτιληνιούς τούς λένε κασμάδες, είχε φτιαχτεί ένας κατάλογος, που έχει εμπλουτιστεί από τα εδώ άρθρα και σχόλια και τώρα τον εμπλουτίζω περαιτέρω με τις παραπάνω πηγές.

Νεοελληνικά ακληρήματα

Αγρινιώτες: Φούληδες  / Κοκορετσάδες / Αγριμιώτες (από τον Σέργη)

Αθηναίος = γκάγκαρος (ο όρος χρησιμοποιείται μόνο για τους παλιούς Αθηναίους, που η οικογένειά τους ζει εδώ και αρκετές γενεές στην Αθήνα).

Αιανή Κοζάνης: κορακογάμηδες

Αιτωλοακαρνάνες: Απέκηδες (απ’ εκεί) από τους Πατρινούς.

Αμφισσαίοι: Κουδουνάδες, γκαμηλοκουδουνάδες, σκυλοσκατάδες. (Ονομαστά τα κουδούνια της Άμφισσας, ονομαστές και οι καμήλες που είχε και τα ταμπάκικα που ήθελαν αρκετές ποσότητες σκυλόσκατων)

Αντιπαριώτες: Κουρούνες (από τους Παριανούς)

Αργίτες = πράσα, πρασάδες (διότι έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους)

Αρκάδες = σκόρδα, σκορδάδες (τοπικό προϊόν), επίσης αβγοζύγηδες.

Αρτινός = νεραντζόκωλος (τοπικό προϊόν)

Βολιώτης = Αυστριακός (βλ. διάφορες εκδοχές στο slang.gr. Μια εκδοχή που δεν αναφέρεται είναι ότι τον 19ο αιώνα η συγκοινωνία με τον Βόλο -όπως και με τα περισσότερα μέρη- γινόταν κυρίως διά θαλάσσης, με πλοία της αυστριακής εταιρείας Τριεστίνα).

Βορειοελλαδίτες = Βούλγαροι

Γεραπετρίτες: αγγουράδες (τοπικό προϊόν)

Γιαννιώτης = παγουράς (λέγεται ότι πήγαν να αδειάσουν τη λίμνη των Ιωαννίνων με παγούρια, αλλά οι ντόπιοι λένε ότι πολλοί Γιαννιώτες κυκλοφορούσαν με παγούρια διότι υδρεύονταν από τη λίμνη)

Δεσκατιώτες: ζιαβέλια (ζαβοί)

Εβρίτης = γκατζόλης, γκάτζολος (γκατζόλι λέγεται το γαϊδούρι στην περιοχή, ιδίως στο Σουφλί. Η λέξη είναι τουρκικό δάνειο. Από την ίδια ρίζα και η γαζέλα). Επίσης γαλαζοβράκης, από τους Ξανθιώτες.

Εδεσσαίοι: Γάλλοι (λόγω γλωσσικού ύφους, λέει ο Σέργης).

Ελλαδίτης (από τους Κύπριους) = καλαμαράς

Ελληνοαμερικάνοι: μπρούκληδες

Ηρακλειώτες: Καστρινοί, και Κουμαρτζήδες / Φραγκοφονιάδες από τους Ρεθυμνιώτες (λέει ο Σέργης)

Θερμιώτες: τυρογαλάδες, κριθάρια

Θεσσαλονικιοί = καρντάσια· και μπαγιάτηδες (ο όρος χρησιμοποιείται για τους γηγενείς παλιούς Θεσσαλονικιούς -όχι, ας πούμε, για τους πρόσφυγες)

Ιτιώτες: Ασαίοι, μαζώματα. (Η Ιτέα άρχισε να κατοικείται μετά το μεγάλο σεισμό του 1870 που ισοπέδωσε την Άμφισσα).

Καβαλιώτες: ψαροκασέλες

Καλαμαριώτες: τσαμούρια (λάσπες δηλαδή)

Καλαματιανός = σύκο, σωματέμπορας

Καρδιτσιώτες: Καραγκούνηδες, Καραγκουνοκέφαλοι.

Καρπενησιώτες: στειλιάρια

Κασιώτες της Αιγύπτου: καμινέτα, επειδή όταν επέστρεφαν έφερναν στο νησί αυτό το πρωτοφανές τεχνολογικό επίτευγμα.

Κερκυραίοι = παγανέλια (το παγανέλι είναι μικρό ωδικό πουλί’ κατ’ άλλη εκδοχή, πρόκειται για παραφθορά του ‘μπραγκανέλια’, μικρόψαρα. Ωστόσο δεν  αποκλείεται να  είναι από το παγανός. με  κάποια σημασία του. Η μελέτη του θέματος εκκρεμεί από το 2016).

Κιμωλιάτες: Σγαρίλιοι (συχνό όνομα για τους γαϊδάρους στη  Μήλο, όπου βγήκε το παρατσούκλι)

Κοζανίτης = σούρδος (πιθανώς από το λατ. surdus=κουφός για τον πονηρό που κάνει ότι δεν ακούει), γιαπράκι (τοπικό έδεσμα)

Κορίνθιος = Λαΐδα (εταίρα της αρχαιότητας)

Κρητικός = πέτσακας (η λημματογράφηση στο slang.gr δεν δίνει ετυμολογία), σβούρος (ομοίως) Ωστόσο, είναι πιο σωστό να πούμε ότι αυτοί οι μειωτικοί χαρακτηρισμοί είναι των ίδιων των Κρητικών για μερίδα συμπατριωτών τους).

Κύπριοι = κουμπάροι

Κύπριοι της Αγγλίας: Τσάρληδες (από τους άλλους Κύπριους)

Κώοι = μπόχαλοι (επειδή το μπουκάλι το λένε ‘μποχάλι’)

Λασιθιώτες, του Οροπεδίου: κασογόνατοι, επειδή λερώνουν (κάσες είναι η βρωμιά) τα γόνατά τους μαζεύοντας την πατάτα

Λαρισαίος = τυρί (τοπικό προϊόν), πλατύποδας (δηλ. καμπίσιος, επομένως χωρίς καμάρα στο πόδι)

Λέσβιος = γκασμάς (η Μυτιλήνη λέγεται Κασμαδία στα φανταρίστικα, επειδή έχει πολύ σκάψιμο).

Λευκαδίτες: Μπουρανέλοι

Λιβαδιώτες: καβουράδες (επειδή θρυλείται ότι γκρέμισαν ένα γεφύρι για να σώσουν  ένα καβούρι)

Λιδωρικιώτες: Ξινογαλάδες

Μανιάτες = κακαβούλια (ιδίως οι Μεσομανιάτες λέγονται έτσι από τους άλλους Μανιάτες)

Μεσαρίτες (κάτοικοι της πεδιάδας της Μεσαράς): πασπαρίτες (πάσπαρος είναι η σκόνη στα κρητικά).

Μεσολογγίτες: ψαρόμυαλοι

Μηλιοί: λάζαροι (επειδή  έτσι έλεγαν τη φρατζόλα το ψωμί)

Ναξιώτες: κλεφταξιώτες, Βαραβάδες

Ναυπλιώτης = κωλοπλένης (χρησιμοποιούσαν τις τουρκικές τουαλέτες με το ρουξούνι).

Νοτιοελλαδίτης = χαμουτζής

Ξηροχωρίτες (Ιστιαιείς): Κιαπλέδες (από τη φρ. «Και που λες…»).

Ορχομένιοι: βλασταράδες

Παριανοί: Πατούχηδες (από τους Ναξιώτες, επειδή ως ξυπόλητοι είχαν μεγάλο πέλμα)

Πατρινός = μινάρας (τοπική βρισιά)

Πειραιώτες = μαουνιέρηδες

Πελοποννήσιοι συλλήβδην: καταυλακιώτες· επίσης, σκεμπέδες, κουφροσκεμπέδες (σκατοκοιλαράδες, λέει ο Σέργης)

Πόντιοι, Ανατολίτες = Αούτηδες (επειδή έλεγαν «αούτος» το «αυτός»)

Πρεβεζάνος = σαρδελάς (τοπικό προϊόν, επίσης θρυλείται ότι βάζουν τις σαρδέλες στο κλουβί)

Πύργος και ν. Ηλείας: Κολομβία

Ρόδιος = τσαμπίκος (τοπικό όνομα)

Σαλαμίνιοι: μπακαούκες

Σαμιώτες: ζουγκλαίοι, ουγκαντέζοι (φανταρίστικα ονόματα, από την οργιώδη βλάστηση του νησιού, που οι φαντάροι το λένε Ζούγκα και Ουγκάντα)

Σερραίοι = ακανέδες (τοπικό λουκούμι)

Σιφνιοί: τσουκαλάδες

Σλαβόφωνοι (δεν υπάρχουν) = νεζνάμηδες (επειδή απαντούσαν νε ζναμ = δεν ξέρω)

Τρικαλινός = κασέρι (τοπικό προϊόν), σακαφλιάς

Φλωρινιώτες: Γάλλοι (λόγω γλωσσικού ύφους, λέει ο Σέργης). Επίσης Απόγονοι της Γιουργίας, σε διάφορα σάιτ, από το όνομα μιας διάσημης πόρνης της πόλης.

Όσοι πιστοί, μπορούν να συμπληρώσουν.

Να σημειωθεί ότι συγγενικός κλάδος είναι οι σατιρικές ιστορίες που λέγονται πειραχτικά για τους διάφορους τόπους -και που καταλήγουν κάποτε σε φονικό, όπως στο διήγημα Πειράγματα του Καρκαβίτσα, όπου όμως δεν υπάρχει κανένα τοπικό παρατσούκλι, αλληλοφαυλισμός, τέτοιο τέλος πάντων.

Συγγενικό επίσης με το θέμα μας είναι το παλιό τραγούδι «Ο υμνούμενος», που το έχω παρουσιάσει σε παλιότερο άρθρο. Ωστόσο, έχω μια επιφύλαξη αν όλοι οι χαρακτηρισμοί του λειτουργούν και αντίστροφα, δηλαδή το ότι λέει, ας πούμε, «Μυτιληναίος λαθρέμπορας Πυργιώτης ζόρικος» σημαίνει ότι πολλοί Μυτιληνιοί ήταν λαθρέμπορες κατά το στερεότυπο, όχι ότι η λέξη ‘λαθρέμπορες’ ειχε φτάσει να σημαίνει τους Μυτιληνιούς.

Αλλά για λόγους πληρότητας, να παραθέσουμε και αυτό το τραγούδι και να τελειώσουμε με αυτό.

Μεταφέρω το γιουτουμπάκι εδώ:

-Ρε κυρ-Γιώργη, πίνεις-πίνεις και δεν μας λες τίποτα.
-Μα τι διάολο θες να σου πω, αφού θέλω πρώτα να κανονίσω τα ορεκτικά μου με το κρασάκι μου, να πιω το κατοσταράκι μου πρώτα και ύστερα να δούμε τι διάολο θα γίνει.
-Να μας πεις τον εξάψαλμο κυρ-Γιώργη.
-Άντ’ εβίβα λοιπόν, εβίβα ρε παιδιά, εβίβα.

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο.

Αθηναίος γκάγκαρος.
Περαιώτης μαουνιέρης.
Αιγενίτης κανατάς.
Ναυπλιώτης ντιστεγκές
Τριπολιτσιώτης μπεκρής.
Μανιάτης κουμπουράς.
Λειβαδίτης μπαμπακάς.
Δημητσανίτης μπαρουτάς
και Τσιριγώτης «έβαλε τη σαρδέλα και κελάηδησε»

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο.

Μεσολογγίτης ψαράς.
Αγρινιώτης καπνουλάς.
Χιώτης μαστιχάς.
Κρητικός επαναστάτης.
Λιδωρικιώτης γαλατάς.
Μυτιληναίος λαθρέμπορας.
Πυργιώτης ζόρικος
και Πατρινός «τι χαμπάρια μάστορα»

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο.

Υδραίος ψαρόμυαλος.
Βατικιώτης κρεμμυδάς.
Σαντοριναίος ελαφρόπετρα.
Τζιώτης στενόκαρδος.
Μεγαλουπολίτης λουστρατζής.
Σμυρναίος κορτάκιας.
Θεσσαλονικιώτης κατεργάρος.
Βολιώτης «γεια σου κυρ-Αντρέα»
Κεφαλλονίτης βλάστημος.
Κερκυραίος κλαπαδόρας.
Καρπενησιώτης σκαλτσοβιομήχανος.

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο
Όπου Χιώτης Παντελής
και Καρυστιανός Αλής.
Ηπειρώτης φούρναρης.
Συμιακός σφουγγαράς.
Ελληνοαμερικάνος μπίσνεζμεν.
Αγιοπετρίτης καρβουνιάρης.
Συριανός λουκουμιτζής
και Κορίνθιος «ο Θεός να σε φυλάει».

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο.

Αϊβαλιώτης ζωέμπορας.
Σιφναίος τσουκαλάς.
Αξιώτης πηγαδάς.
Ανδριώτης λεμονάς.
Καρπαθιώτης χτίστης.
Επτανήσιος κανταδόρος
Κυπραίος κουτοπόνηρος.
Σπαρτιάτης παλικαράς
και Νεορκέζος «κούμπωσ’ το σακάκι σου».

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο.

Εβίβα ρε παιδιά, εβίβα ρε λεβέντες μου.

Posted in Επαναλήψεις, Ευτράπελα, Εθνοφαυλισμοί, Λαογραφία, Λεξικογραφικά, Πατριδογνωσία | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 140 Σχόλια »

Ιστολογικά κεσάτια 2023

Posted by sarant στο 14 Αυγούστου, 2023

Παραδοσιακά, οι πέντε-δέκα μέρες γύρω από τον Δεκαπενταύγουστο είναι από τις περιόδους με τη μικρότερη κίνηση στα ιστολόγια, και η τάση αυτή ισχύει και φέτος. Φέτος μάλιστα, που ο Δεκαπενταύγουστος πέφτει μέρα Τρίτη, η σημερινή μέρα είναι ο ορισμός της  γέφυρας, για όσους δεν  λείψουν όλη την  εβδομάδα  εννοώ.

Οπότε, θα συνεχίσω με μια παράδοση του ιστολογίου, δηλαδή θα ανεβάσω και πάλι σήμερα, ξανακοιταγμένο και ελαφρώς τροποποιημένο, ένα άρθρο που πρώτη φορά το ανέβασα τέτοιες μέρες το 2009 και που έκτοτε το ανεβάζω σχεδόν κάθε χρόνο, τις περισσότερες χρονιές που υπάρχει το ιστολόγιο (πλάκα-πλάκα, τούτος είναι ο δέκατος πέμπτος ιστολογημένος μου Αύγουστος).

Η ανάπαυλα αυτή δίνει και στον ιστολόγο μία μέρα ημιρεπό, μια και το σερί των αναρτήσεων, ένα άρθρο τη μέρα, συνεχίζεται αδιάλειπτο από τα τέλη Ιανουαρίου του 2014. Θα μου πεις, συμβιβάζεται αδιάλειπτο σερί με επαναλήψεις; Ιστορικός συμβιβασμός, θα απαντήσω.

Στη φωτογραφία, που είναι παρμένη το 2009 ή νωρίτερα από την οδόν Αιόλου, βλέπουμε δυο μαγαζάτορες που, επειδή έχουν κεσάτια, παίζουν τάβλι.

Τα κεσάτια βέβαια είναι οι αναδουλειές, στερεότυπη εμπορική απάντηση που την ακούμε ταχτικά στην αγορά, πολύ πριν από την κρίση. Η λέξη είναι τουρκικό δάνειο (kesat), αραβοπερσικής αρχής, και φαίνεται ότι οι έμποροι από πολύ παλιά τη χρησιμοποιούσαν, αν θυμηθούμε ένα γουστόζικο ανέκδοτο με τον βασιλιά Όθωνα, όπως το καταγράφει στην Ιστορική ανθολογία του ο Γ. Βλαχογιάννης:

Τρεις πραματευτάδες Χιώτες παρουσιαστήκανε στον Όθωνα το Βασιλέα.
     Αφού είπανε το ’να και τ’ άλλο, […] ο Βασιλέας, που μόνη γλώσσα του είχε να μιλεί τις ελληνικούρες που είχε πρωτομάθει από τον Φίλιππο Ιωάννου […], γυρίζει στον έναν από τους τρεις Χιώτες μ’ εκείνο το συνηθισμένο σοβαρό του και ρωτάει:
     ― Πώς προχωρεί το εμπόριον;
     ― Κεσάτια, Μεγαλειότατε! λέει ο Χιώτης.
     Ο Όθωνας απορεί· πρώτη φορά ακούει αυτή τη λέξη. Κοιτάζει αυτόν που μίλησε στα μάτια και ξαναρωτάει:
     ― Τι σημαίνει η λέξις κεσάτια;
     Ο Χιώτης απορεί κι αυτός, μα ο άλλος Χιώτης, πιο έξυπνος, πετιέται κι απαντάει:
     ― Δεν έχει νταραβέρι, Μεγαλειότατε!
     Ο Βασιλέας, με την ίδια πάντα σοβαρότη του, γυρίζει και σ’ αυτόν:
     ― Και η λέξις νταραβέρι, τι σημαίνει;
     Μα ώσπου ν’ απαντήσει ο δεύτερος, ο τρίτος Χιώτης δεν αργεί και λέει:
     ― Αλισιβερίσι, Μεγαλειότατε!
     Ο Βασιλέας δεν έκαμε άλλο ρώτημα. Και φύγαν οι τρεις φίλοι χαρούμενοι που φωτίσανε το Βασιλέα.

Προσθέτω ότι η πρώτη εμφάνιση της λέξης στη γραμματεία μας φαίνεται να είναι στον πάπα-Συναδινό, τον 17ο αιώνα, ο οποίος μας λέει ότι ύστερα από μια νομισματική μεταρρύθμιση που αποφάσισε ο βεζιρης Μουσταφά πασάς «και έτζι εγίνην μεγάλο κεσάτι εις τα πάντα εις όλον τον κόσμον και μεγάλην στενοχωρίαν είχαν πάντες άνθρωποι και εζημιώθηκαν όλοι τους, μικροί τε και μεγάλοι».

Κεσάτια λοιπόν αυτή την περίοδο στα ιστολόγια και με αυτή την ευκαιρία είχαμε θυμηθεί ένα αστείο κειμενάκι που κυκλοφορεί εδώ και καιρό στο Διαδίκτυο, με τις απαντήσεις που υποτίθεται ότι δίνουν διάφοροι επαγγελματίες που έχουν κεσάτια. Στο κείμενο αυτό πρόσθεσα μερικές νέες απαντήσεις που είχαν προταθεί όταν αναρτήθηκε το ίδιο κείμενο στο φόρουμ Λεξιλογία, και μερικές από αυτές που προτείνατε με σχόλιά σας τις προηγούμενες φορές που το συζητήσαμε εδώ, οπότε τώρα παρουσιάζω τον συμπληρωμένο και επικαιροποιημένο κατάλογο. Συμπληρώσεις γίνονται ευχαρίστως δεκτές στα σχόλια.

Ο  κατάλογος κάθε χρόνο αβγαταίνει καθώς προσθέτω δικά σας ευρήματα. Τα προηγούμενα χρόνια ας πούμε βάλαμε και μερικές απαντήσεις που αφορούσαν την πανδημική πραγματικότητα. Θέματα σχετικά με τη φετινή επικαιρότητα δεν έχω βάλει, αν και μπορώ να το κάνω εδώ, στον πρόλογο, για να αναδείξω και αυτή την πτυχή.

Υπεύθυνος μπιτσόμπαρου με  ξαπλώστρες: Ρίξαμε πετσέτα, φίλε!

«Επαγγελματικές» απαντήσεις στην ερώτηση «Πώς πάει η δουλειά;»

Φούρναρης: ψίχουλα
Μανάβης: κολοκύθια
Αγρότης: ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι
Ανθοπώλης: μαρασμός
Υφασματέμπορος: πανί με πανί
Ψαράς: ούτε λέπι
Φαρμακοποιός: με το σταγονόμετρο
Ηλεκτρολόγος: δεν βλέπω φως
Υδραυλικός: μούφα η δουλειά
Mηχανικός αυτοκινήτων: στο ρελαντί
Έμπορος χαλιών: χάλια
Κομμωτής: τρίχες
Ψιλικατζής: ψιλοπράματα
Νεκροθάφτης: ψόφια πράματα
Ο απέναντι νεκροθάφτης: μεγάλη νέκρα
Οφθαλμίατρος : θολά τα βλέπω…
Μακιγιέρ : χλομά τα πράγματα..
Ορθοπαιδικός : κούτσα-κούτσα…
Ορθοπεδικός: σπασμένα τα πράματα
Βοθρατζής: σκ**
Ο απέναντι βοθρατζής: Χέσε μέσα
Δύτης: πιάσαμε πάτο
Υποδηματοπώλης: άνθρωπος δεν πατάει
Πιλότος: Χαμηλές πτήσεις
Χρηματιστής: Λίμιτ ντάουν
Μάγειρας: βράσε όρυζα
Οδική βοήθεια: μείναμε
Γραφείο συνοικεσίων: ξεμείναμε
Γεωπόνος: χαιρέτα μου τον πλάτανο
Θεατρώνης: Χ… θέατρο
Ηθοποιός: δράμα
Μετεωρολόγος: Βαρομετρικό χαμηλό
Ποδοσφαιριστής: Χάσαμε τη μπάλα
Συγγραφέας: Ούτε λέξη!
Παπάς: Πάμε κατά διαόλου
Εργοστασιάρχης: πάγωσε η τσιμινιέρα
Κηπουρός: δεν κουνιέται φύλλο
Κλειδαράς: λουκέτο θα βάλουμε
Μαθηματικός: μηδέν εις το πηλίκο
Έμπορος λευκών ειδών: μαυρίλα
Αστρονόμος: μαύρη τρύπα
Εφοπλιστής: βουλιάξαμε!
Χρωματοπώλης: τη βάψαμε
Ελαιοχρωματιστής: μαυρίλα
Δάσκαλος: σκολάσαμε…
Κηπουρός: Ξεραΐλα
Χαρτοπαίκτης: Ταπί και ψύχραιμος
Άλλος χαρτοπαίχτης: Μείναμε στον άσο!
Ποκαδόρος: Ανέπαφος!
Οπτικός: Σκούρα τα πράγματα
Ζαχαροπλάστης: πίκρα
Αρωματοπώλης: βρώμα η δουλειά…
Καρεκλοποιός: Δεν έχει κάτσει τίποτα
Εταιρεία απεντομώσεων: βαράμε μύγες
Σκακιστής: Νούλα
Σκακιστής (επαγγελματίας):Zugzwang
Συλλέκτης νομισμάτων: πενταροδεκάρες
Σεναριογράφος : Δεν έχω ιδέα
Συντηρητής έργων τέχνης: τα ξύνουμε
Κουφωματάς: κατεβάσαμε ρολά
Βοτανοσυλλέκτης: βάλ’του ρίγανη!
Βουλκανιζατέρ: μείναμε από λάστιχο!
Άλλο βουλκανιζατέρ: Φούιτ
Εστιατόριο: Πείνα!
Οινοποιός: καλά κρασιά!
Αμπελουργός: έπεσε περονόσπορος!
Ψάλτης: άλαλα τα χείλη!
Εκφωνητής: δεν έχω λόγια
Λοιμωξιολόγος: φλάταρε η καμπύλη
Υπεύθυνος κέντρου εμβολιασμού: ούτε τσίμπημα!
Ηλεκτρολόγος: μπλακάουτ
Μουσικός: παύση διαρκείας
Webmaster: 404
Στρατιωτικός: ούτε με σφαίρες
Πωλητής εμφιαλωμένου νερού: στερέψαμε!
Κτηνίατρος: δεν πατάει γάτα
Σεξολόγος: γάμησέ τα
Δάσκαλος κολύμβησης: πατώσαμε…
Ιδιοκτήτης παλαιστηρίου: δεν την παλεύουμε!
Ωτακουστής της ΕΥΠ: ούτε φωνή ούτε ακρόαση!

 

και βέβαια….

Υπεύθυνος ιστολογίου: Ουδέν σχόλιον!

Posted in Επαναλήψεις, Ευτράπελα, Καλοκαιρινά | Με ετικέτα: , , , , , , | 83 Σχόλια »

Υπάρχουν ούφο στη Νάουσα;

Posted by sarant στο 2 Αυγούστου, 2023

Όταν λέμε «ούφο» συνήθως εννοούμε τα αντικείμενα που προσδιορίζει το αγγλικό ακρώνυμο UFO, unidentified flying objects, ακρώνυμο που έχει αποδοθεί και στα ελληνικά με μια λέξη (κι ένα γράμμα, επομένως) παραπάνω, αλλά όχι άσχημα, Άγνωστης (ή Αγνώστου) Ταυτότητας Ιπτάμενο Αντικείμενο ή ΑΤΙΑ, αν  και το ακρώνυμο δεν έπιασε, κυρίως επειδή το αγγλικό ήταν και  ευκολοπρόφερτο και πανταχού παρόν.

Προσέξτε ότι γράφω «ούφο» ελληνικά, όπως κάνουν και όλα τα λεξικά, διότι προφέρω «ούφο» και όχι γιου-εφ-όου. Όσοι γράφουν ufo/UFO και προφέρουν  ούφο άραγε αντιλαμβάνονται την  αντίφαση;

Σύμφωνα με το ΛΚΝ,  ούφο είναι ο ιπτάμενος δίσκος, αφενός, διότι έτσι τα λέγαμε από παλιά πριν ακόμα μάθουμε το αγγλικό UFO (τότε οι αγγλοσάξονες τα έλεγαν flying saucers). Αφετέρου, ούφο είναι «μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο με μειωμένη νοημοσύνη». Πιο καίριο βρίσκω τον ορισμό του Χρηστικού, «άτομο μειωμένης  αντίληψης ή εκτός πραγματικότητας», διότι πάντοτε υπάρχει αυτή η διάσταση, ότι ο λεγάμενος είναι «από άλλον πλανήτη», όπως επίσης λέμε. Είναι και αφηρημένο το ούφο, το μυαλό του ταξιδεύει, ίσως στον μακρινό πλανήτη όπου γεννήθηκε.

Το Χρηστικό μάς πληροφορεί επίσης ότι ο αγγλικός όρος εμφανίζεται από το 1947 και ως ακρώνυμο από το 1953 -πραγματικά, δεν θα περίμενα να είναι πολύ παλιότερος. Επίσης, το Χρηστικό καταγράφει και μια τρίτη σημασία,  «ηλεκτρονικό παιχνίδι (συνήθ. με κερματοδέκτη)», επισημαίνοντας ότι ο όρος είναι «λαϊκός» και «κυρίως παλαιότερος». Πράγματι, τα νεότερα παιχνίδια για προσωπικές συσκευές έχουν  σχεδόν  εξαφανίσει, αν  δεν κάνω λάθος, τα μαγαζιά που είχαν παιχνίδια με κερματοδέκτες, εκτός από τα τυχερά, κι έτσι οι νεότεροι δεν πηγαίνουν πια, ίσως και ποτέ δεν πήγαν σε ουφάδικα.

Στη  δεκαετία του 1980, θυμάμαι και δείχνω και τα χρόνια μου, τα ουφάδικα έκαναν θραύση, το ίδιο όμως και ο χαρακτηρισμός «ούφο», ιδίως στον στρατό. Υπήρχαν  και διαβαθμίσεις:  ούφο με κεραίες, και ούφο με σκούφο (λόγω της ρίμας). Κάποιοι χρησιμοποιούσαν και πλατειασμούς, όπως το «ούφο με σκούφο και με φλογέρα» που βρίσκω και στο slang.gr, και άλλους. Κάποιοι το έκλιναν. Ακόμα θυμάμαι έναν μόνιμο λοχία να  ωρύεται: «Τι  κάνετε κει ρε ούφατα!». Σωστός.

Αλλά να γυρίσουμε στο ερώτημα του τίτλου, που βέβαια υπονομεύεται από τη φωτογραφία που έβαλα. Υπάρχουν ούφο στη Νάουσα;

Δεν έχω επαφές με θηρευτές του παράξενου, οπότε δεν ξέρω αν έχουν  αναφερθεί θεάσεις ιπτάμενων δίσκων, εξωγήινων αντικειμένων και δεν  συμμαζεύεται στη  Νάουσα και στην ευρύτερη περιοχή της. Ούτε έχω, δυστυχώς, επισκεφτεί την πόλη, οπότε δεν ξέρω αν σώζεται κανένα ξεχασμένο παιχνιδομηχάνημα παλαιάς κοπής σε κανένα μαγαζί.

Με τη μεταφορική σημασία του «εκτός πραγματικότητας» ανθρώπου ασφαλώς θα έχει και η Νάουσα κάμποσους  που μπορούν να χαρακτηριστούν έτσι, αλλά, σπεύδω να διευκρινίσω, δεν ισχυρίζομαι πως έχει περισσότερα απ’ όσο τα άλλα μέρη.

Όμως, στη Νάουσα υπάρχουν πάρα πολλά ούφο. Όχι ιπτάμενοι δίσκοι, όχι άνθρωποι μειωμένης αντίληψης ή εκτός πραγματικότητας, όχι παιχνιδομηχανήματα, παρά αυτά τα πλακουτσά ροδάκινα που βλέπετε στη φωτογραφία και που τα είδα τις προάλλες (και τα αγόρασα) στον μανάβη εδώ πιο πέρα που παραθερίζω (αν και από αύριο μάλλον τελείωσε το διάλειμμα, τα κεφάλια πάλι μέσα).

Την ονομασία δεν την ήξερα, τα ροδάκινα αυτά τα έλεγα, απλώς, πλακέ. Ήξερα βέβαια ότι υπάρχουν, εδώ και αρκετά χρόνια έχω αντιληφθεί την ύπαρξή τους, και τα έχω δοκιμάσει κιόλας, αλλά, να πω την αμαρτία μου (και περιμένω ανφρέντ κατά συρροή) δεν τρελαίνομαι ούτε για τα κανονικά ροδάκινα, ούτε για τα πλακέ. Μικρός τα τσάκιζα, τώρα προτιμώ ασυζητητί τα βερίκοκα και τα νεκταρίνια (και τα κεράσια βέβαια, καθώς τώρα που οι εποχές έχουν  ενοποιηθεί, τα βρίσκεις  όλα ταυτοχρόνως στον  μανάβη).

Όμως εδώ λεξιλογούμε, και λεξιλογικά το ροδάκινο έχει πολύ ενδιαφέρον. Έχουμε  βέβαια ήδη δημοσιεύσει, ίσως τρεις φορές μάλιστα, σχετικό άρθρο -ιδού η πιο πρόσφατη δημοσίευση, προ τετραετίας. Από εκείνη την παλιότερη δημοσίευση, αντιγράφω μερικά:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρούτα εποχής | Με ετικέτα: , , , , , | 125 Σχόλια »

Δυο κείμενα για τους Βαλαάδες (συνεργασία Γιάννη Μαλλιαρού, επανάληψη)

Posted by sarant στο 3 Ιουλίου, 2023

Το σημερινό άρθρο είναι επανάληψη. Κανονικά θα έμπαινε την Παρασκευή, αλλά η έκτακτη επικαιρότητα της παραίτησης του Αλέξη Τσίπρα το μετέθεσε για σήμερα. Πρόκειται για ένα άρθρο του 2014 με δυο κείμενα  για τους Βαλαάδες, τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους της Κοζάνης, που αναγκάστηκαν να φύγουν με την ανταλλαγή πληθυσμών, η  οποία έγινε με βάση το θρήσκευμα. Το πρώτο,  και εκτενέστερο κείμενο είναι συνεργασία του φίλου μας του Γιάννη Μαλλιαρού, ενώ το δεύτερο άρθρο του Κοζανίτη λογοτέχνη  Κωνστ. Τσιτσελίκη, μεταφερμένο από εμένα στη  δημοτική.

Στο παλιό άρθρο υπήρχαν κάποια λινκ σε βίντεο, που δεν  λειτουργούσαν πια. Ο Γιάννης το πήρε είδηση  και πριν από καμιά δεκαριά μέρες με παρακάλεσε να επικαιροποιήσω τους… λίκνους. Ξεκίνησα να το κάνω, αλλά μετά είδα  πόσο καλό είναι το άρθρο, οπότε σκέφτηκα να το επαναλάβω, αφού έτσι κι αλλιώς κάποια επανάληψη  θα διάλεγα. Δυστυχώς όμως στο αρχικό  άρθρο έχουν γίνει και πολλά αξιόλογα σχόλια από φίλους που κατάγονται από την περιοχή -αυτά δεν ήταν εύκολο να μεταφερθούν, οπότε αν θέλετε ρίξτε μια ματιά και στα σχόλια του αρχικού άρθρου. Επίσης, ο Γιάννης συντόμεψε το δικό του κείμενο, επειδή το άρθρο ήταν  πολύ μεγάλο, ώστε να επικεντρώνεται η  αφήγηση στους Βαλαάδες. 

Να θυμίσω ότι πέρυσι δημοσιεύσαμε ένα διήγημα του Κ. Τσιτσελίκη και στα σχόλια είχε γίνει πάλι αναφορά στους Βαλαάδες.

Η ιστορία του Γιάννη  Μαλλιαρού

Το καλοκαίρι του 1996 διορίστηκα στο Διδυμότειχο και βρέθηκα με την οικογένεια μια ανάσα από την Τουρκία που μέχρι τότε την έβλεπα από το νησί σε αρκετά μίλια απόσταση. Κι αφού ήμασταν δίπλα σκεφτόμασταν να την δούμε κι από μέσα. Η πρώτη ευκαιρία δόθηκε τον Νοέμβρη του 97 κι ήταν σκέτη αποτυχία, αλλά μας έκανε ν’ αποφασίσουμε να το ξαναδοκιμάσουμε. Πάλι κάποιες αντιξοότητες είχαμε, αλλά δεν το βάλαμε κάτω κι έτσι την Πρωτομαγιά του 1998, ημέρα Παρασκευή περνάμε τα σύνορα με το αυτοκίνητό μας και βρισκόμαστε στην Αδριανούπολη.

Το Σελιμιγιέ τζαμί και μπροστά άγαλμα του αρχιτέκτονά του, του Σινάν

Κάνουμε τη βόλτα μας στην Αδριανούπολη και κάποια στιγμή ακούμε το μουεζίνη που καλούσε τους πιστούς για τη μεγάλη προσευχή της Παρασκευής. Κάνουμε χάζι και δεν δίνουμε σημασία. Συνεχίζουμε τη βόλτα μας που μας βγάζει στο μεγάλο τζαμί που λέγαμε. Βρισκόμαστε στον περίβολο, βλέπουμε τον κόσμο που μπαίνει και αρχίζει μια σειρά από αψυχολόγητες κινήσεις που ευτυχώς δεν είχαν κανένα κακό αποτέλεσμα. Προτείνω στο Δημήτρη να μπούμε στο τζαμί (με τη συμφωνία πως θα κάνουμε ό,τι κάνουν – θα ήταν εντελώς προκλητικό να υπάρχουν δυο χιλιάδες γονατισμένοι κι εμείς οι δυο όρθιοι). Γιατί λάθος; Μα ο Δημήτρης ήταν μόλις 9 χρονών, άρα τυπικά δεν έπρεπε να είναι με τους άντρες. Και τι δουλειά είχαμε μέσα στην πιο ιερή στιγμή της βδομάδας των μουσουλμάνων;

Μπροστά απ’ το τζαμί. Ετοιμασίες για την προσευχή.

Μπαίνουμε μέσα (αφού βγάλαμε τα παπούτσια μας) και καθόμαστε κάτω όπως οι υπόλοιποι. Χαλαρά, είναι κάποιος που μιλάει, ακόμα δεν έχει αρχίσει η προσευχή, τι τους λέει δεν έχουμ’ ιδέα. Ο διπλανός μου κάτι μου λέει. Αφού τούρκικα δεν ξέρω, τι να του απαντήσω, το αφήνω να περάσει. Αλλ’ εκείνος επιμένει. Κι εν τη αφελεία μου του λέω «Γιουνάν, Γιουνάν». Πάει να πει Έλληνας. Χωρίς να σκεφτώ πως αυτό είναι μειονέκτημα εκείνη τη στιγμή γιατί οι άνθρωποι προσεύχονταν και τι δουλειά είχε ένας αλλόπιστος εκείνη την ώρα. Χώρια που αν ήταν τίποτα εθνικιστής θα είχα άλλα μπλεξίματα. Αλλά, εντελώς παραδόξως, με χτυπάει στο ώμο και μου λέει «γεια σου ρε παλικάρι». Σοκ και δέος.

Με τον Ριζά. Μόλις βγήκαμε κι ποζάρουμε σε μια αναμνηστική φωτογραφία

Πιάσαμε την ψιλοκουβέντα μέχρι που μας έκραξαν οι γύρω. Ήρθε κι η ώρα της προσευχής κι όταν τελειώσαμε απ’ αυτά συνεχίσαμε την κουβέντα μας απ’ έξω. Ο Ριζά (αυτό ήταν το όνομα του Τούρκου, γύρω στα 70 τότε) ήταν απ’ την Προύσα κι είχε έρθει στην Αδριανούπολη να γκιζιρίσει (= περιηγηθεί). Και μας είπε πως στην Προύσα ήταν καμιά 200 άτομα που μίλαγαν τη γλώσσα της πατρίδας κι όποτε θέλανε να μιλήσουν και ν’ ακούσουν ελληνικά μαζεύονταν σ’ ένα συγκεκριμένο καφενείο. Πως η καταγωγή του ήταν από κάπου απ’ τα Γρεβενά και πως με την ανταλλαγή η μάνα του βρέθηκε έξ’ απ’ την Προύσα κι εγκαταστάθηκε εκεί (ήταν δηλ. απ’ τους Βαλλαάδες)! Ανταλλάξαμε και τηλέφωνα χωρίς να πιστεύουμε και πολύ πως θα ξαναβρεθούμε, αλλά το κισμέτ μας ήταν άλλο (ε, στην Τουρκία ήμασταν, το κισμέτ κάνει κουμάντο εκεί)!

Μετά από κάνα μήνα, το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος δηλώνουμε συμμετοχή σε εκδρομή στη Βουλγαρία αλλά παράλληλα (αφού την είχαμε πάθει την προηγούμενη φορά) ετοιμάζουμε εναλλακτική και μια Κωνσταντινούπολη. Κι όταν μας λέει το πρακτορείο πως δεν μαζεύτηκε κόσμος, εμείς δεν στεναχωρεθήκαμε καθόλου. Παρασκευή μεσημέρι μία παρά πέντε ήμασταν στο ελληνικό γραφείο εξόδου, μία παρά δυο λεπτά στο τούρκικο. Στη μία κλείνανε κανονικά, αλλά τι να κάνουν, καθυστέρησαν μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες και να περάσουμε.

Βόλτα στην Ντάριτσα. Μας ξεναγεί ο Μουσταφά.

Κυριακή πρωί αποφασίζουμε να πάμε μέχρι την πρώην Αρετσού, τη σημερινή Ντάριτσα (Darıca), που ήταν το χωριό τους παππού της Μαρίας. Πάμε μέχρις εκεί και προσπαθούμε να βρούμε παλιά χνάρια. Μιλάμε αγγλικά σε κάτι πιτσιρίκια που δεν μας καταλαβαίνουν, πιάνουν όμως πως είμαστε Έλληνες και μας παίρνουν απ’ το χέρι. Κάπου καθυστερώ εγώ και πλησιάζω βλέπω τη Μαρία με τους υπόλοιπους να μιλάνε με κάποιον. Και να μιλάνε κανονικά. Πάω κοντά και τον ακούω να λέει πως «έπαε ήντανε χωριό μεγάαλο». Ώπα, λέω, τι γίνετ’ εδώ; Ο Μουσταφά (65 χρονών τότε) ήταν Τουρκοκρητικός. Οι παππούδες του είχαν έρθει απ’ την Κρήτη και η γιαγιά του δεν δέχτηκε να μάθει τούρκικα. Απόκτησε 8 10 εγγόνια. Απ’ αυτά τα 5, αυτά που θέλαν επαφή με τη γιαγιά, έμαθαν ελληνικά. Τα άλλα 3, δεν το θεώρησαν απαραίτητο! Ο Μουσταφά είχε πάει και μετανάστης στη Γερμανία όπου κάνοντας παρέα με Έλληνες, έμαθε ελληνικά πολύ καλύτερα.

Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Γιατί φεύγοντας απ’ την Ντάριτσα αποφασίζουμε να κάνουμε την παλαβάδα και να πάμε μέχρι την Προύσα και να βρούμε τον Ριζά. Πράγμα που γίνεται και στο σπίτι του μαθαίνουμε πολλά περισσότερα για την ιστορία του. Γιατί στο σπίτι (που βέβαια μας κάνουν το τραπέζι) μαζεύονται οι αδερφές του και η μάνα του!!! Στα 96 η γιαγιά να μας λέει ιστορίες απ’ τα παλιά. Οι αδερφές ήρθαν ν’ ακούσουν τη γλώσσα τους, γιατί αυτές ως γυναίκες δεν μπορούσαν να πάνε στο καφενείο και μόνο μεταξύ τους τη μιλάγανε. Αλλά εμείς τη μιλάγαμε πολύ ωραία γιατί αυτοί τόσον καιρό μεσ’ στους Τούρκους την είχαν χαλάσει 

Στο σπίτι του Ριζά. Έρχονται η μάνα του, οι αδερφές του και στο τέλος και ο αδερφός του. Επίσης η νύφη του (και βέβαια η γυναίκα του, η μόνη που δεν μιλάει ελληνικά, αλλά τα καταλαβαίνει).

Ας πω μερικές απ’ τις ιστορίες της γιαγιάς. Μας είπε για τον παπα-Γιώργη που τους μάθαινε γράμματα (παρόλο που ήταν γυναίκα και δη τουρκοπούλα) και μας απήγγειλε (ναι, τόσα χρόνια μετά) από το αναγνωστικό που κάνανε. Μας είπε για την ανταλλαγή των πληθυσμών που κατέβηκαν με το βόδι (με κάρο δηλ. που το έσερνε βόδι) μέχρι τη Σαλονίκη όπου ο πατέρας της πούλησε το βόδι και μπήκαν στο βαπόρι που τους έβγαλε στη Σμύρνη. Που εκεί τους κυνήγησαν οι τσέτες γιατί τους έλεγαν «Φύγετε να πάτε στην πατρίδα σας, πατριώτες. Δεν είστε Τούρκοι εσείς. Εσείς δεν ξέρετε νερό να γυρέψετε να πιείτε. Δεν ξέρετε ψωμί να ζητήσετε να φάτε». Κι όπου φύγει φύγει. Πως πήγαν προς το Ικόνιο αλλά δεν τους άρεσε. Πως έψαχναν ένα μέρος να θυμίζει τον τόπο τους κι όταν έφτασαν κοντά στην Προύσα με το ψηλό βουνό από πάνω της (Ουλού, = Όλυμπος) και τη λίμνη (Απολλωνιάδα) από δίπλα τους άρεσε κι εγκαταστάθηκαν εκεί. Βέβαια αυτό με μπέρδεψε γιατί στα Γρεβενά κοντά λίμνη δεν ξέρω, αντίθετα μου κόλλαγε καλύτερα η Απολλωνία, δίπλα στη Βόλβη, κοντά στη Θεσσαλονίκη αλλά η σημερινή αναφορά πως οι Βαλαάδες ήταν οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της δυτικής Μακεδονίας έρχεται να επιβεβαιώσει πως κάπου κοντά απ’ τα Γρεβενά ήταν η καταγωγή.

Κι αφού ξαναγυρίσαμε στους Βαλαάδες, πάει να πει πως το σημείωμα τούτο έκανε τον κύκλο του κι ολοκληρώθηκε. Όσο για Τουρκοκρητικούς, μερικά χρόνια αργότερα συνάντησα αρκετούς στ’ Αϊβαλί.

Εδώ τελειώνει η έξοχη αφήγηση του Γιάννη Μαλλιαρού, ο οποίος είχε την εξαιρετική ιδέα να βρει τα βιντεάκια του από εκείνη τη μακρινή εποχή.

Προσθέτω τώρα το άρθρο του Τσιτσελίκη, που δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιον 1909 του περιοδικού Ελλάς, δηλ. τον Δεκέμβριο του 1908. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του συντάκτη του, είναι το πρώτο που γράφτηκε ποτέ για το θέμα -αλλά δεν ξέρω αν αυτό αληθεύει. Κατ΄εξαίρεση, επειδή το άρθρο ήταν γραμμένο σε αντιπαθητική καθαρεύουσα, το μετέφρασα πρόχειρα σε σημερινή νεοελληνική, όμως κράτησα μερικές λέξεις του συντάκτη, όπως το «λαοδίφης».

Οι Βαλαάδες

Στα νοτιοδυτικά της Μακεδονίας, στο σαντζάκι των Σερβίων, πλάι στα ελληνοτουρκικά σύνορα, κατοικεί ολιγάριθμος λαός ελληνικός, που όμως παραμένει άγνωστος στον ελληνισμό. Απ’ όσα έχω εγώ τουλάχιστον διαβάσει, κανείς από τους ημέτερους λαοδίφες ή ιστορικούς δεν έχει γράψει κάτι για τούτο τον λαό, κι αυτό είναι ακόμα πιο λυπηρό αν σκεφτούμε ότι πρόκειται για λαό ελληνικότατο, παρ’ όλο που πρεσβεύει τη μουσουλμανική θρησκεία, πράγμα που τον χωρίζει από εμάς. Είναι οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, γνωστοί στη Νότια Μακεδονία και τη Βόρεια Θεσσαλία με το όνομα Βαλαάδες.

Κατοικούν αποκλειστικά και μόνο στις δύο υποδιοικήσεις Γρεβενών και Νάσελιτς [Λειψίστα ή Ανασελίτσα] και ο πληθυσμός τους μολις φτάνει τις 14 χιλιάδες. Τα χωριά στα οποία κατοικούν είναι περί τα 23, και κείνται κυρίως στη δεξιά όχθη του ποταμού Αλιάκμονα, αν και υπάρχουν και μερικά χωριά στην αριστερή όχθη. Πολλά από αυτά τα χωριά είναι μικτά, κατοικούμενα και από δικούς μας χριστιανούς Έλληνες. Τα κυριότερα χωριά των Βαλαάδων, πέρα από τις κωμοπόλεις Γρεβενών και Νάσελιτς, όπου επίσης κατοικούν, είναι η Βρογγίστα, το Τσούρχλι, Κρίβτσι, Τσοτύλι, Πυλωρί, Λάια, Σπάτα, κλπ.

Όλοι ανεξαιρέτως μιλάνε τη ελληνική γλώσσα, και πολύ δύσκολα μαθαίνουν την τουρκική, από την οποία μεταχειρίζονται ορισμένες μόνο λέξεις, και κυρίως τη λέξη «Βαλαά» (Μα τον Θεό).

Εικάζεται ότι ονομάστηκαν Βαλαάδες επειδή χρησιμοποιούσαν κατά κόρον αυτή τη λέξη. Οι Έλληνες που κατοικούν κοντά τους τούς αποκαλούν επίσης «Μεσημέρηδες», επειδή τα παλιότερα χρόνια, και σπανιότερα στις μέρες μας, οι Χοτζάδες των Βαλαάδων, αγράμματοι άνθρωποι που δεν γνώριζαν να ψέλνουν ούτε στα Αραβικά ούτε στα Τουρκικά, ανέβαιναν σε κάποιο ύψωμα ανακράζοντας «Μεσημέρι, μεσημέρι!»

Η άγνοιά αυτών των Ελλήνων Μουσουλμάνων σε σχέση με την τουρκική γλώσσα και η δυσκολία τους στην εκμάθησή της είναι παροιμιώδεις. Κυκλοφορούν πολλά περίεργα ανέκδοτα σε βάρος των καημένων των Βαλαάδων, και τα επαναλαμβάνουν όχι μόνο οι δικοί μας αλλά και οι καθαυτό Τούρκοι, οι οποίοι τους περιφρονούν, θα λέγαμε, και δεν τους θεωρούν γνήσιους Μουσουλμάνους επειδή δεν ξέρουν καλά τη γλώσσα. Αλλ’ ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, οι Βαλαάδες, αγαθότατοι κατά τα άλλα και ευφυείς άνθρωποι, είναι φανατικότατοι, θρησκομανείς Μουσουλμάνοι. Κάνουν τα πάντα ώστε να φαίνονται έτσι, τόσο στους άλλους Τούρκους όσο και στους Χριστιανούς.

Η κατατομή και τα χαρακτηριστικά τους είναι τελείως ελληνικά. Οι γυναίκες τους, αν και κρύβονται όπως οι μουσουλμάνες, είναι τύποι ελληνικών καλλονών. Τα ήθη και τα έθιμά τους, όπως τα παρατήρησα κι εγώ ο ίδιος και όπως με πληροφόρησαν και εκείνοι, εφόσον δεν σχετίζονται με τη θρησκεία είναι ελληνικότατα και ελάχιστα διαφέρουν από τα αντίστοιχα ελληνικά.

Ότι οι Βαλαάδες είναι Έλληνες, γνησιότεροι από πολλούς άλλους Έλληνες της Μακεδονίας ή άλλων ελληνικών χωρών, δεν χωράει αμφιβολία, παρόλο που οι ίδιοι, επειδή διακατέχονται από άκρατο θρησκευτικό φανατισμό και είναι αμαθείς, ούτε που θα ήθελαν να ακούσουν κάτι τέτοιο. Άγνωστος είναι μόνο ο χρόνος του εξισλαμισμού τους, που πρέπει να είναι πολύ μεταγενέστερος της Άλωσης αλλά αρχαιότερος από τον Αλήπασα των Ιωαννίνων. Σε μερικά χωριά τους σώζονται λείψανα εκκλησιών και σε ένα από αυτά, που δεν θυμάμαι το όνομά του, υπάρχει κλειστή εκκλησία των Αγίων Αναργύρων και κάθε χρόνο, στις 30 Ιουνίου, οι Βαλαάδες κάτοικοι του χωριού ανάβουν καντήλι και επιτρέπουν στους χριστιανούς των γύρω χωριών να τους επισκεφτούν.

Υπάρχει μια παράδοση στους Έλληνες της Ν. Μακεδονίας, σύμφωνα με την οποία κάποιος αρχιερέας αποστάτησε από τον χριστιανισμό και οι κάτοικοι της περιοχής του, ακολουθώντας το παράδειγμά του, εξισλαμίστηκαν. Αυτό όμως, εφόσον δεν είναι εξακριβωμένο, έχει απλώς το κύρος λαϊκής παράδοσης. Το πιθανότερο είναι ότι ο εξισλαμισμός υπήρξε αποτέλεσμα βίας και πιέσεων κατά τους μαύρους χρόνους της δουλείας.

Πέρα από τη γλώσσα, εκείνο που αποδεικνύει προ πάντων τον ελληνικό χαρακτήρα του λαού τούτου είναι ο αταβισμός που παρατηρείται στην ονοματολογία των Βαλαάδων και στην τάση τους, που την έχουν θα λέγαμε ορμέμφυτη, να εξελληνίζουν τα τουρκικά ονόματα με ελληνικές καταλήξεις. Για παράδειγμα, ο Χασάν ονομάζεται Τσάνας, ο Χουσεΐν – Τσέγκος, ο Γαμαδάν – Δάνας, ο Αχμέτ – Μέτος, ο Μουρτεζά – Μούρτος, ο Αμπεντίν – Ντίνος. Αυτό το τελευταίο δεν φαίνεται σαν υποκοριστικό του «Κωνσταντίνος»;

Σε πολλά βαλαάδικα χωριά, τις μέρες των Χριστουγέννων τα παιδιά των Βαλαάδων μεταβαίνουν στα Καλανδα (κόλιαντα), άλλο ένα λείψανο της παλαιάς τους κατάστασης. Παρ΄όλ΄αυτά όμως, ο άγριος θρησκευτικός φανατισμός κρατάει τον λαό αυτό σε απόσταση από εμάς και κατά τον πρόσφατο Μακεδονικό αγώνα οι Βαλαάδες προκάλεσαν μεγάλα προβλήματα, καταδιώκοντας λυσσασμένα και καταδίδοντας τα δικά μας σώματα.

Τελειώνοντας αυτές τις λίγες γραμμές, εύχομαι άλλοι αρμοδιότεροι από εμένα να εξετάσουν σοβαρότερα και πιο εμπεριστατωμένα, από ιστορική και λαογραφική άποψη, τα σχετικά με τον λαό αυτό, ο οποίος μόνο στη θρησκεία διαφέρει από εμάς, ενώ κατά τα άλλα είναι «οστούν εκ των οστών και σαρξ εκ της σαρκός» του Μεγάλου Ελληνισμού.

Κ. ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ εκ Κοζάνης

Κλείνοντας, να παρατηρήσω ότι δεν με εντυπωσιάζει η «ορμέμφυτη» τάση των Βαλαάδων να εξελληνίζουν τα (μη ελληνικά) ονοματά τους, αφού το θεωρώ απόλυτα φυσιολογικό -το έκαναν άλλωστε και π.χ. οι εβραίοι ρωμανιώτες αλλά και οι τουρκογιαννιώτες. Να παρατηρήσω επίσης ότι Αμπεντίν Ντίνο (όχι Ντίνος) ονομαζόταν ένας πολύ γνωστός στον μεσοπόλεμο γελοιογράφος και βουλευτής Πρέβεζας (;), που ήταν μουσουλμάνος της Ηπείρου, πιθανώς Τσάμης.

Posted in Επαναλήψεις, Πρόσφατη ιστορία, Πατριδογνωσία, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , , , , , , | 67 Σχόλια »

Εσείς αντεπεξέρχεστε;

Posted by sarant στο 25 Μαΐου, 2023

Δεν σας ρωτάω αν τα βγάζετε πέρα οικονομικά, αν μπορείτε να ανταποκριθείτε σε όσα ζητούν από σας στη δουλειά, στην  οικογένεια και όπου αλλού έχετε  υποχρεώσεις. Θα ήταν αδιακρισία μια τέτοια ερώτηση, έτσι δημόσια. Αλλά οι ταχτικοί φίλοι του ιστολογίου θα πρόσεξαν ίσως ότι τα άρθρα μας που διατυπώνουν ερώτηση με το «εσείς…» συχνά διερευνούν ποιον από δύο τύπους προτιμούν να χρησιμοποιούν οι σχολιαστές μας.

Διότι βέβαια, θα έχετε προσέξει ότι το ρήμα «αντεπεξέρχομαι» πολλοί το γράφουν «αντΑπεξέρχομαι»,  ενώ πολλοί αυτοδιορθώνονται, δηλαδή  ενώ τούς φαίνεται φυσικότερος ο τύπος με «ανταπ-«, ωστόσο, για να μην τους πουν αγράμματους, το αλλάζουν σε «αντεπ-«. Όπως είχαμε πει σε ένα  παλιόοοο μας άρθρο (εδώ και 12 χρόνια και βάλε), από το οποίο θα πάρω υλικό και σήμερα, το «ανταπεξέρχομαι» είναι πολύ διαδεδομένο «λάθος» και βρίσκεται πολύ ψηλά στη λίστα των «γλωσσικών ατοπημάτων» που αρέσκονται να στηλιτεύουν οι λαθοθήρες, παρέα π.χ. με το από ανέκαθεν ή τον Οκτώμβριο. Για να δούμε μια τέτοια άποψη, παραθέτω επιστολή που είχε στείλει πριν από μερικά χρόνια στην  Καθημερινή ο κ. Αναστάσιος Στέφος, της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων:

Σε καθημερινή σχεδόν βάση, στον γραπτό και τον προφορικό λόγο των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, ακούγεται συχνά η χρήση του ρήματος «ανταπεξέρχομαι» (δεν ανταπεξέρχομαι στις ανάγκες μου) αντί του ορθού «αντεπεξέρχομαι» = ανταποκρίνομαι, αντιμετωπίζω με επιτυχία (λόγ. επιτίθεμαι κατά του εχθρού, Θουκυδ. IV, 131): π.χ. αντεπεξέρχεται ικανοποιητικά στις διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις / δεν αντεπεξέρχομαι στα έξοδά μου, στις υποχρεώσεις μου κ.λπ.

Το ρήμα, σύμφωνα με τα λεξικά της Νεοελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη και του Χριστόφ. Χαραλαμπάκη, παράγεται από τρεις προθέσεις: αντί + επί + εξ, δίκην προρρηματικών τύπων. Επομένως, η χρήση του ρήματος «ανταπεξέρχομαι», προϊόν νεότερης ετυμολογικής ανομοίωσης, είναι εσφαλμένη και πρέπει να αποφεύγεται.

Πράγματι, το «αντεπεξέρχομαι» είναι ένα από τα λίγα αρχαία σύνθετα ρήματα με τρεις προθέσεις (αντί, επί και εκ + έρχομαι· με τεσσερις δεν φαντάζομαι να υπάρχει κανένα, αν και στα νέα ελληνικά έχουμε τουλάχιστον το «επ-ανα-προσ-δι-ορίζω»). Στα αρχαία πιο συχνό ήταν το δίδυμο αδερφάκι του, το σύνθετο με το ρήμα είμι (που ήταν ο άλλος τύπος του έρχομαι): αντεπέξειμι.

Όπως λέει και ο επιστολογράφος της Καθημερινής, αρχικά το επεξέρχομαι» και το «αντεπεξέρχομαι» ήταν ρήματα του πολέμου: επεξέρχομαι σήμαινε «βγαίνω για να επιτεθώ, κάνω έφοδο» (και μετά επεκτάθηκε η χρήση του στην ορολογία των δικαστηρίων, ως «διώκω δικαστικά, καταγγέλλω κάποιον»), ενώ το αντεπεξέρχομαι «βγαίνω για να αποκρούσω εχθρό που επιτίθεται», «βγαίνω για να αντεπιτεθώ, αντεπιτίθεμαι». Έτσι το βρίσκουμε στον Θουκυδίδη και στον Ξενοφώντα. Για παράδειγμα, στον Θουκυδίδη (7.37): οἱ δὲ πρὸς τοὺς ἀπὸ τοῦ Ὀλυμπιείου καὶ τῶν ἔξω κατὰ τάχος χωροῦντας ἱππέας τε πολλοὺς καὶ ἀκοντιστὰς ἀντεπεξῇσαν, που μεταφράζεται «αντεπιτίθεντο» στη μετάφραση του Πάπυρου (που θέλει κι άλλη μετάφραση για να διαβαστεί) ή «πήγαν να αποκρούσουν» στη μετάφραση της Έλλης Λαμπρίδη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γκουγκλίσματα, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Λαθολογία | Με ετικέτα: , , | 252 Σχόλια »