Ακόμα και ένα κουτί (διήγημα, δικό μου)
Posted by sarant στο 16 Ιουνίου, 2024
Χτες η Εφημερίδα των Συντακτών μοίρασε το βιβλίο μου Για μια πορεία, που είχε κυκλοφορήσει το 1984 από τη Σύγχρονη Εποχή και έκανε δεύτερη, επαυξημένη, έκδοση το 1988.
Σας κάλεσα να πάρετε την εφημερίδα (και το βιβλίο, αλλά και το ένθετο για τον Μάνο Χατζιδάκι) και απείλησα ότι «θα βάλω ερωτήσεις». Ερωτήσεις δεν θα βάλω, αλλά σκέφτομαι να βάλω ένα δικό μου διήγημα, να ευλογήσω λίγο τα γένια μου. Και θα βάλω ένα από τα δύο διηγήματα που πρόσθεσα με την ευκαιρία της δεύτερης έκδοσης. Το άλλο, το έχω ήδη παρουσιάσει στο μπλογκ πριν από κάμποσα χρόνια.
Το διήγημα που θα διαβάσετε, το επέλεξε και το μετέφρασε στα γερμανικά η Gaby Wurster, και το συμπεριέλαβε στην ανθολογία Griechische Erzählungen (Ελληνικά διηγήματα) των εκδόσεων dtv, το 1993. Μόνο κακό, ότι ο τίτλος Noch eine Kiste, δεν μου φαίνεται η σωστή μετάφραση του «Ακόμα και ένα κουτί», αλλά να μην είμαι αχάριστος.
Στη σημερινή τρίτη έκδοση του βιβλίου (δύο της Σύγχρονης Εποχής και μία της ΕφΣυν) αποφάσισα, ύστερα από πολλή σκέψη, να αλλάξω το ιδιόρρυθμο σύστημα ορθογραφίας που είχα εφαρμόσει στην αρχική έκδοση (π.χ. το «κι» το κολλούσα στην επόμενη λέξη (κιαν, κιάλλο, κιέπειτα), το απ’ το έγραφα χωρίς απόστροφο και άλλες τέτοιες εκκεντρικότητες). Δεν ξέρω αν έκανα καλά.
Ακόμα και ένα κουτί
Για πότε ξύπνησε, δεν το κατάλαβε· έτσι το πάθαινε, πολύ καιρό τώρα· παίζοντας πάλι το ίδιο χαμένο παιχνίδι προσπάθησε να καμωθεί πως τάχα δεν είχε ξυπνήσει, γύρισε μπρούμυτα κλειώντας πεισματικά τα βλέφαρα, ανακαλώντας στο νου του τις τελευταίες εικόνες του ονείρου που ’βλεπε, προσπαθώντας ούτω πως το Μορφέα να σαγηνεύσει, τζάμπα κόπος. Γλιστρούσ’ ο ύπνος από πάνω του, έφευγε σαν που γλιστράει το νερό μέσ’ απ’ τα δάχτυλα. Πάλεψε μια δυο στιγμές, άλλαξε στάση, κι απέ, παίρνοντάς το απόφαση σηκώθηκε· κοίταξε την ώρα, πέντε και δέκα· πάλι καλά, συνήθως πέντε η ώρα ήτανε ορθός. Άνοιξε το παράθυρο και έτσι με το φανελάκι αγνάντεψε την πόλη που βαθιά κάτω κοιμόταν· βάσανο κι αυτό μαθές, ολόκληρη ζωή να ξυπνάς χαράματα. Καλημέρα, είπε στο πρώτο τσιγάρο, στην πρώτη ρουφηξιά τη θεριακλήδικη. Έξω, κάπου μακριά, ο ήλιος αγωνιζόταν ν’ ανατείλει, σβήναν τ’ αστέρια και κανα-δυο απ’ τα ελάχιστα κοκόρια που ’χαν απομείνει εκτελούσαν το πατροπαράδοτο καθήκον τους. Κι ο μάστρο-Πέτρος, ο συνταξιούχος πια εισπράχτορας του τέως ΚΤΕΛ, ακουμπιστός στο περβάζι κάπνιζε το παρθενικό τσιγαράκι της ημέρας, μη μπορώντας να ξεδιαλύνει το μυστήριο, πώς δηλαδή γίνεται τώρα που σχόλασε δια παντός από το μεροκάματο, τώρα να μη μπορεί να σταυρώσει πρωινό γλυκοΰπνι. Περίεργο πράμα, λες κι είχε ξυπνητήρι στο μυαλό του, μα είχε ξενυχτήσει αποβραδίς, μα όχι, μόλις πήγαινε πέντε το πρωί, βία πέντε και δέκα σαν καληώρα σήμερα, αργότερα πάντως όχι, του ’φευγε ο ύπνος σαν κυνηγημένος. Βέβαια, από πάντα του λίγο κοιμότανε. Ήταν και του επαγγέλματος τα χούγια τέτοια, τη μία γύριζε αργά, την άλλη σηκωνότανε χαράματα, όταν είχε να παραλάβει πρώτο δρομολόγιο. Έπινε καφέ στα όρθια κι έβγαινε στη λεωφόρο απ’ όπου την κανονισμένη ώρα περνούσε το υπηρεσιακό γεμάτο οδηγούς και εισπραχτόρους, φάτσες σαν κι αυτόν κακοκοιμισμένες, και πήγαινε το λεωφορείο μες τη νύχτα με τα φώτα χαμηλά αργά-αργά, ενώ αντίθετα το αντίστοιχο της μεταμεσονύχτιας επιστροφής είχε τέρμα το φωτισμό και γκάζωνε ο οδηγός να φτάσουν σπίτια τους μια ώρα αρχύτερα, κι ήτανε όλο πειράγματα και πλάκες το λεωφορείο, ενώ από πίσω, παρατηρημένο ήταν, όλο και κάποιος θα ’πιανε κάποιο τραγούδι, το συνηθέστερο δημοτικό. Αυτά όμως γινόντουσαν τότε που ο μπαρμπα-Πέτρος δούλευε ακόμα εισπράχτορας, καθισμένος εκειπίσω στο θρόνο του συνάρχοντος του οχήματος. Και μάλιστα, τότε, αν και όσο να ’ναι είχε συνηθίσει τις ώρες τις στραβές και τον ύπνο τον κομμένο στα δυο, ωστόσο ήταν φορές που δύσκολα ξυπνούσε και πάντοτε με το ρολόι, και το πιο συχνό τονε ψιλόπαιρνε μες το υπηρεσιακό καθιστάς, στο τζάμι ακουμπώντας το κεφάλι. Τώρα όμως, που χρεία δεν υπήρχε να σηκώνεται χαράματα, όπως ξανάπαμε με το που πήγαινε η ώρα πέντε νάτον πάνω ορθός, κι άντε μαστρο-Πέτρο να δούμε τι θα σκαρφιστείς πάλι να κάνεις ώσπου να πάει οχτώ-εννιά και να ανοίξει της πλατείας το καφενείο.
Προς το παρόν βέβαια δε δείχνει να ’χει πρόβλημα, έψησε καφέ κι έφερε το φλυτζάνι τον βαρύγλυκο πλάι του στο περβάζι ν’ αχνίζει μέσα στη δροσιά και ως κοιτάει προς την ανατολή που ακόμα ανατολή δεν έχει, σκάει κάτι σαν ανήλικο χαμόγελο κάτω απ’ το μουστακάκι του, έτσι δειλό κι αυτό και συμμαζεμένο σαν τον ίδιον, αλλά άμα το προσέξεις και κομμάτι σκανταλιάρικο, «τρία χτες», ψιθυρίζει και δείχνει πως αυτή η σκέψη πολύ τον ευχαριστεί. «Αν και πρέπει να προσέχω, στο τελευταίο παρά λίγο να την πάθω, μπορεί και να το πήρανε χαμπάρι», μονολογεί.
Έξω μακριά, στον κεντρικό το δρόμο ένα βουητό έσπασε ξαφνικά την ησυχία· σταμάτησε για λίγο, έπειτα ξανάρχισε κι ύστερα πια έσβησε. Τα κοκόρια είχαν πια σωπάσει, χάραζε.
«Το δεύτερο, πέντε και τριανταπέντε από πάνω. Φτάνει στην έχτη στάση παρά τέταρτο, τώρα δηλαδή», σκέφτηκε. Το «δεύτερο»· αυτό πια ήταν γεμάτο εργατικούς, ενώ αντίθετα το πρώτο δρομολόγιο είχε κόσμο ανάμιχτο, κάθε καρυδιάς καρύδι, ύποπτους τύπους και εργαζόμενους της νύχτας, ξενύχτηδες και φανταράκια που ’χαν πάρει διανυχτέρευση. Το δεύτερο είναι δρομολόγιο πένθιμο, όλοι πάνε βλαστημώντας μεροκάματο. Παλιά, τότε που δούλευε, η πρωινή η βάρδια δεν τ’ άρεσε· τα πρωινά ο κόσμος είναι σκουντούφλης, μπαίνουνε βρίζοντας και βγαίνουνε τρεχάτοι, για ψύλλου πήδημα αρπάζονται αναμεταξύ τους και μαζί σου, το ίδιο και το μεσημέρι που σχολάνε. Του κυρ-Πέτρου πιο πολύ τ’ αρέσανε τα βραδινά τα δρομολόγια, που είναι πιο ξένοιαστος ο κόσμος, καθώς συνήθως κάπου πηγαίνει να ξεσκάσει ή πάλι επιστρέφει από έξοδο. Και το καλύτερο απ’ όλα ήταν το τελευταίο τελευταίο, που έφευγε από αφετηρία μεσάνυχτα κι έφτανε στις πέρα στάσεις καλές μία.
Αυτό, πραγματικά το απολάμβανε. Δεν ήταν μόνο που θα σχόλαγε, ήταν που είχε, σ’ αυτό το δρομολόγιο πιο πολύ απ’ τ’ άλλα, την αίσθηση πως είναι χρήσιμος και αναγκαίος. Γιατί, μετά απ’ τις δώδεκα άλλο λεωφορείο δεν υπήρχε, πάει να πει ταξί, πάει να πει έξοδα, πάει να πει επίσης ταλαιπωρία, γιατί αμέσως μετά τις δώδεκα δεν ακριβαίνουνε μονάχα τα ταξιά, μα γίνονται, τα ευλογημένα, κι άφαντα. Και πάνω κει συνήθαγε να κάνει τη ζαβολιά του ο μαστρο-Πέτρος. Όχι βέβαια καθημερνά, πάντως συχνά. Να δηλαδή, σκαρφιζόταν κάτι και κατάφερνε να καθυστερεί την αναχώρηση· όχι για πολύ, ίσα δυο-τρία λεφτά, αρκούσαν· τη μια έπιανε τάχα μου καβγά με το σταθμάρχη -είναι και κάτι οξύθυμοι που τσακώνονται με το τίποτα, εύκολο πράγμα- την άλλη «κάτσε ρε Βάσο μισό λεφτό να συμπληρώσω την κατάσταση», την άλλη άλλο, κι ας άκουγε της χρονιάς του από κανέναν τζαναμπέτη επιβάτη ή τα «τώρα τις θυμήθηκες μωρέ Πέτρο τις καταστάσεις;» του οδηγού· δεν τονε πείραζαν αυτά. Ανταμοιβή του ήταν τα ευτυχισμένα μάτια εκείνων, νέοι συνήθως, που φτάνοντας τρεχάλα στην αφετηρία καθυστερημένοι, όντας κι όλας σίγουροι πως πάει, το ’χασαν το λεωφορείο (καθώς τα άλλα, τα γειτονικά, είχανε φύγει), φτάνοντας λοιπόν λαχανιαστοί κι απελπισμένοι έβρισκαν -ω του θαύματος- το «δικό τους» εκεί να τους καρτερεί και αγαλλίαζαν όλο ευγνωμοσύνη. Μόνο που δεν επρόκειτο για θαύμα, ο κυρ-Πέτρος ήταν που ’χε βάλει το χεράκι του θέλοντας τόσο πολύ να φανεί εξυπηρετικός.
Άλλωστε, αυτό το επεδίωκε όλο τον καιρό. Κάθε που έπιανε μια νέα γραμμή, καθότανε και μ’ επιμέλεια μάθαινε τις στάσεις, τους κεντρικούς τους δρόμους, τις πλατείες, αλλά και τις εκκλησιές, τα νοσοκομεία, τα σχολεία της περιοχής ή τέλος πάντων οτιδήποτε γύρευε συχνά ο κόσμος. Μέχρι και χάρτη της Αθήνας είχε αγοράσει, για να ενημερώνεται καλύτερα, το ’βλεπε σαν καθήκον του αυτό. Είχε και μια δικιά του θεωρία μάλιστα. Ο εισπράκτορας, έλεγε, δεν είναι απλά και μόνο υπάλληλος του οργανισμού που έχει καθήκον να εισπράττει το «αντίτιμον» και να δίνει εισιτήρια και ρέστα. Είναι, να πούμε, ο υπεύθυνος επί των δημοσίων σχέσεων του οχήματος, μια και υπάρχει και το «μην ομιλείτε εις τον οδηγόν». Και για όσους επιβάτες ταξιδεύουν για πρώτη φορά σε άγνωστή τους περιοχή, έλεγε, ο εισπράχτορας, που εκφωνεί ταχτικά τις στάσεις και δίνει κατόπιν στον οδηγό το σήμα για την εκκίνηση με κείνο το μακρόσυρτο «φύγε», γι’ αυτούς είναι -κατά τον κυρ-Πέτρο πάντα- κάτι παραπάνω, ίσως-ίσως κάτι σαν υφυπουργός εσωτερικών της γειτονιάς. Αυτή ήτανε του μαστρο-Πέτρου η θεωρία, μα δεν την είχε εκμυστηρευτεί στους συναδέλφους του, φοβούμενος πως δε θα συμφωνούσαν.
Ήρεμα κυλούσε η ζωή του μπαρμπα-Πέτρου, σπίτι-δουλειά και κάτι άχαρες παρέες με συναδέλφους όταν είχανε ρεπό. Γίνανε βέβαια και δυο μεγάλες απεργίες, άβολα ένιωσε αλλά δεν έγινε κι απεργοσπάστης. Ύστερα τέλειωσαν και πίσω πάλι στη ρουτίνα. Μέχρι που κάναν την εμφάνισή τους τα «κουτιά». Όταν τα πρωτοφέραν, οι πιο πολλοί εισπραχτόροι μάλλον χάρηκαν απ’ την προοπτική της νωρίτερης συνταξιοδότησης ή της μετάταξης σε πιο ήσυχη θέση -γιατί να τους απολύσουν, δε γινόταν. Ο ίδιος είχε υποτιμήσει τον κίνδυνο, είμαστε λαός τζαμπατζήδων έλεγε, κανείς δε θα ρίχνει τα σωστά λεφτά, θα πήξουνε από κουμπιά και φραγκοδίφραγκα και θα τα πάρουν πίσω οι αρμόδιοι. Και βέβαια, στις αρχές τα «κουτιά» ήταν κάτι σαν αξιοθέατο, τα είχαν έτσι, σε κάνα-δυο γραμμές μονάχα, για δοκιμή. Κι όμως σιγά-σιγά εξαπλώνονταν, και μετά με πιο γρήγορο ρυθμό· σ’ ολόκληρες περιοχές ξηλώνανε τις πίσω θέσεις του εισπράχτορα και βίδωναν μπροστά τα κόκκινα κουτιά, ή πιο συχνά αγόραζαν λεωφορεία ειδικά κατασκευασμένα επί τούτου, και, πάει ο Πειραιάς, πάει η Παραλία, παν τα Βόρεια, ήρθε μια στιγμή που τα κουτιά ήσαν πλειοψηφία και οι εισπράκτορες μετρημένοι. Ο μαστρο-Πέτρος εξοργιζόταν απ’ αυτές τις εξελίξεις και αναστέναζε, πάει έλεγε, έχασαν την ανθρωπιά τους οι συγκοινωνίες, μα πώς δεν το καταλαβαίνουν οι υπεύθυνοι; Μπορεί ένα παλιόκουτο να σε πληροφορήσει ποια είν’ η έχτη στάση και από πού πάνε στην κλινική του Διαμαντή; άσε που δε δίνει και ρέστα, έλεγε και φουρκιζόταν με των άλλων την αδιαφορία μπρος στο σημαντικό τούτο πρόβλημα. Κι όταν γινόντανε ψιλοκαβγάδες στις αφετηρίες για τα καινούργια τα λεωφορεία που ερχόντουσαν συνέχεια, και μάλωναν οι οδηγοί ποια είν’ καλύτερα, τα ουγγαρέζικα -όπως λέγαν οι αριστεροί-, ή τα γερμανικά -οι δεξιοί-, ο μπαρμπα-Πέτρος ήτανε αντίθετος και με τους δυο, και στους μεν έλεγε πως τα γερμανικά είναι πανάκριβα και τα πληρώνεις με συνάλλαγμα, ενώ στους δε πως τ’ ανατολικά έχουνε σκάρτες μηχανές, επιχειρήματα που είχε ακούσει άλλους να τα λένε· καρφάκι βέβαια δεν του καιγόταν για τις μηχανές, που ήταν χωρίς εισπράκτορα τα καινούργια, αυτό τον έκοφτε.
Όταν τον ρωτήσαν, αρνήθηκε πεισματικά να μεταταχτεί, παρά ζήτησε και προσκολλήθηκε σε μιαν απόμερη, απόκεντρη γραμμή, το 171, με κάπου στο Θησείο την αφετηρία, με λεωφορεία αρχαία, από τα λιγοστά πλέον που ’χαν εισπράχτορα. Εκεί άραξε, σαν σε καταφύγιο, ησυχασμένος. Και τώρα ήταν καλύτερα από πριν, γιατί ήταν αποκλειστικός σε κείνη τη μία διαδρομή, όχι όπως παλιά που κάθε τρεις και λίγο άλλαζε, τη μια βδομάδα Νέα Σμύρνη, την άλλη Χαλάνδρι, την παράλλη Λιόσα και ύστερα Καισαριανή. Έμεινε εκεί, έμαθε απέξω ανακατωτά το μέρος και τους επιβάτες.
Γιατί ανέκαθεν του άρεσε να «πιάνει φίλους», να ψιλοκουβεντιάζει με τους επιβάτες, να γνωρίζεται ει δυνατόν. Μόνο που αυτό ποτέ δεν το πετύχαινε, έτσι συχνά που άλλαζε -πριν- τις γραμμές. Εκεί όμως, στη γραμμή του Θησείου, την ξεχασμένη θαρρείς απ’ την εξέλιξη, στο 171 που ήταν σταθερός, εκεί δεκάδες ήτανε οι ταχτικοί επιβάτες που με τον καιρό τους έμαθε και τον εμάθαν χαιρετιόνταν, καλημέρες, καλησπέρες, έμαθε τα χούγια τους, τις ιδιοτροπίες τους, τους ένιωθε λίγο δικούς του βρε αδερφέ. Να πούμε, στις πεντέμιση, με το πρώτο, ανεβαίνει από τη στάση της Στροφής η κυρα-Κούλα, που πάντα δίνει πενηντάρικο και θέλει σε δεκάρικα τα ρέστα -και της τα είχε φυλαγμένα αποβραδίς της κυρα-Κούλας τα δεκάρικα. Ή πάλι, τα μεσημέρια είναι ταχτικός ο δάσκαλος, συνταξιούχος δηλαδή, με το μαύρο το μπαστούνι που ’χει λαβή ασημένια, που κάθεται μονίμως στη θέση δίπλα στον εισπράχτορα και κάθε μέρα, όταν στη στάση του σχολείου μπουν τα γυμνασιόπαιδα με αλαλαγμούς και πλάκες και πειράγματα και σαματά και φασαρία, ο δάσκαλος αρχίζει πάντα να δυσανασχετεί και παραφυλάει μην τύχει και κανένα τους καθίσει ενώ υπάρχουν μεγαλύτεροι ορθοί, κι αν γίνει αυτό, απαραιτήτως θα το κατσαδιάσει και ύστερα στην υπόλοιπη τη διαδρομή θα μονολογεί για το πώς χάλασε η νεολαία σήμερα. Και ούτω καθεξής, ανάλογα την ώρα κι άλλοι επιβάτες, και στο βραδινό το τελευταίο, των δώδεκα, σ’ αυτό ταχτικός ήτανε ένας ψηλός μελαχρινός και όμορφος νεαρός, που απ’ ό,τι αποδείχτηκε αργότερα λεγότανε Γαβρίλης, κάπου είκοσι-εικοσιδύο, φοιτητής των ΚΑΤΕΕ όπως έλεγε το πάσο, που αγαπούσε να φορά άσπρα πουκάμισα και έσερνε πάντα μαζί του ένα λερό σακίδιο με χαρτιά, τσιγάρα και βιβλία. Ανάμεσα στο μαστρο-Πέτρο και το νεαρό (που κατέβαινε μια στάση πριν το τέρμα) ξεκίνησε μια παράξενη ας την πούμε φιλία, και αφορμή γι’ αυτό ήταν ένα βράδυ που, ως άδειο πια το λεωφορείο πήγαινε μ’ αυτόν μονάχα επιβάτη, ο μπαρμπα-Πέτρος άναψε τσιγάρο· απέναντι ο Γαβρίλης από ώρα έπαιζε στα δάχτυλά του ένα άλλο, ανυπομονώντας πότε θα κατέβει να τ’ ανάψει, του λέει λοιπόν ο κυρ-Πέτρος σιγανά και λίγο συνωμοτικά «Μη σε νοιάζει, δε μας βλέπει», με το κεφάλι δείχνοντας προς τον οδηγό. Κι είναι γνωστή των καπνιστών η αλληλεγγύη, ειδικά σε συνθήκες απαγορεύσεων, όμως εδώ η μια κουβέντα έφερε την άλλη, έπειτα βγήκανε και κοντοπατριώτες («Εγώ εδώ γεννήθηκα, στα Χανιά πάω μόνο τα καλοκαίρια», είχε πει ο μικρός) και όταν χώρισαν είχανε πει και πεντέξι ωραίες κουβέντες.
Αυτά τα ψιλοπράματα ήταν που έκαναν το μαστρο-Πέτρο ν’ αγαπάει τη δουλειά του, και κάθε που είχε ρεπό να μην τονε χωράει το σπίτι· γιατί, εδώ που τα λέμε, μονάχος είχε μείνει στη ζωή, αυτός μαζί με τη μεγαλύτερη αδερφή του χήρα κι άτεκνη, σκέτη μιζέρια οι λιγοστές κουβέντες τους και μόνες του παρέες ήταν με τους άλλους εισπραχτόρους και τους οδηγούς, κι αυτές με τον καιρό τις είχε βαρεθεί. Αλλά είπαμε· στη δουλειά, μέσα στο πλήθος το συνωστιζόμενο καθιστός πίσω απ’ το τεζάκι του, εκεί ένιωθε βασιλιάς· μυστήρια πράματα. Το Γαβρίλη συχνά τον απαντούσε στα τελευταία τα δρομολόγια και πάντα πιάναν τη συζήτηση· όχι πάντα δηλαδή γιατί καμιά φορά, όχι πολύ συχνά όμως, ο μικρός ερχόταν αγκαζέ με μια μελαχρινή σγουρομάλλα, παχουλή λιγάκι αλλά της πήγαινε, τη Μαίρη. Σίγουρο πράμα, η μικρή δεν ήτανε της γειτονιάς, δεν την είχε ξαναδεί ο κυρ-Πέτρος και φαινότανε που ήτανε κάπως σφιγμένη, που δεν τα ’ξερε τα κατατόπια. Στα ενδιάμεσα, όταν ο Γαβρίλης ήταν σόλο, η παρέα τους συνεχιζότανε όπως και πριν, και στο τσακ ήταν ο μπαρμπα-Πέτρος να του πει να πάνε κανα βράδυ για κανα κρασί, ντρεπόταν όμως και δεν τ’ αποφάσιζε. Ένα Σαββάτο, μπήκε ο Γαβρίλης στο λεωφορείο άλλος άνθρωπος, συνοφρυωμένος, βαρύς κι αμίλητος, σ’ όλη τη διαδρομή κοίταζε απ’ το τζάμι πέρα, ούτε χαιρέτησε ούτε τίποτα, μόνο που δεν τον παίρνανε τα κλάματα. Φως φανάρι, κάτι είχε τρέξει με το πρόσωπο, το ’πιασε αμέσως ο κυρ-Πέτρος, κι άμα κατέβηκαν οι άλλοι επιβάτες, «Τι έχεις ρε Γαβρίλη κι είσαι έτσι; Τίποτα με τη μικρή;» Λέξη ο άλλος, μόνο που κοκκίνισε. «Και τι έγινε, βρε αδερφέ; Όξω καρδιά.» Ο μικρός του ’πε κάτι σαν «άσε με»· κανονικά, εκεί έπρεπε να σταματήσεις μαστρο-Πέτρο αφού ο άλλος δε γούσταρε κουβέντες, αλλά βλέπεις σ’ έπιασε το εισπραχτόρικο: «Ξέρεις ρε συ τι λέμε εμείς του επαγγέλματος; Ποτέ μην τρέχεις πίσω από λεωφορεία και γυναίκες· θα ’ρθουν κι άλλα.» Πάνω εκεί τσαντίστηκε ο μικρός, και μ’ ένα «Ώχου, παράτα μας ρε γέρο, έχουμε όλα τ’ άλλα, να ’χουμε και σένα», σηκώθηκε, χτύπησε το κουδούνι και κατέβηκε. Έτσι είναι μαστρο-Πέτρο, με δυο τσιγάρα και με δυο κουβέντες θάρρεψες πως έγινες τακίμι με τον άλλον; Από πού κι ως πού; Ετούτος έχει όλη τη ζωή μπροστά του κι εσύ την έφαγες, άσε που και η παροιμία που μεταχειρίστηκες λάθος ήτανε, γιατί είναι φορές που ούτε άλλο λεωφορείο έρχεται -όπως ξέρεις καλά εξ επαγγέλματος-, αλλά ούτε και γυναίκα -κι αυτό το ξέρεις.
Και βέβαια δε σταμάτησε εξαιτίας του καβγά να μπαίνει στο 171 ο Γαβρίλης μόνο που καθότανε μπροστά, σιμά στον οδηγό, κι απόφευγε να κοιτάξει προς τα πίσω. Όσο για τη Μαίρη, αυτή ποτέ δεν ξαναφάνηκε στο λεωφορείο· δηλαδή, για ν’ ακριβολογούμε, δεν ξαναφάνηκε μες τους επόμενους δυο μήνες. Γιατί, κάπου δυο μήνες ύστερα απ’ το επεισόδιο ήρθε η καταστροφή. Όπως με καμάρι ανακοίνωσε στον Τύπο ο αρμόδιος υπουργός «ολοκληρώθηκε η αντικατάσταση των εισπραχτόρων στα λεωφορεία της περιφερείας πρωτευούσης». Έκανε και ρεπορτάζ η τηλεόραση, πήραν και συνέντευξη από ’ναν απ’ τους τελευταίους των Μοϊκανών – ευτυχώς όχι απ’ τον μαστρο-Πέτρο, απ’ άλλονα. Αυτός πάλι, ήταν να τον κλαις. Γέρασε μέσα σε μια βδομάδα· όλη τη μέρα, από ανήλιαγα που ξύπναγε -του είχε μείνει αυτό το κουσούρι- ή σπίτι σαν την άδικη κατάρα θα στριφογύριζε, ή στο καφενείο για πρέφα θα σερνόταν. Και με το σούρουπο έμπαινε σ’ ένα λεωφορείο και ταξίδευε ως το τέρμα, κι από κει πίσω πάλι, κι ύστερα σ’ άλλο, και σ’ άλλο πιο μετά, μέχρι που νύχτωνε περιπλανιόταν έτσι άσκοπα, μόνο και μόνο για να ’ναι μες τον κόσμο, και έτσι πέρναγε ο καιρός. Έρμε μπαρμπα-Πέτρο, σου ’ρθε απότομα η πανταχούσα· τι νόμιζες; πως, ειδικά για σένα, το 171 θα ’μενε εσαεί με εισπράχτορα, με κείνα τα σαράβαλα λεωφορεία; Παν κι αυτά, πας κι εσύ. Πού ζεις; Ο κόσμος προοδεύει μπαρμπα-Πέτρο και συ έμεινες πίσω· τόσο ατζαμήδικα την είχες ταιριάξει τη ζωή σου, που ακόμα και ένα κουτί, ένα κουτό κουτί και τίποτα παραπάνω, μπόρεσε και στη γύρισε τα πάνω κάτω, εχ, μπαρμπα-Πέτρο!
Βέβαια, το σύστημα με τα κουτιά δεν ήταν και πολύ καλό, αυτό το ήξερες, και είχες κάτι ηλίθιες ελπίδες πως, λέει, θα τα πάρουν πίσω και θα σας ξαναφωνάξουν -άκου φίλε μου- πίσω στην υπηρεσία. Και πράγματι δεν ήτανε καλό το σύστημα. Και βγήκε ο υπουργός στην τηλεόραση, και είπε για τις απώλειες απ’ τους τζαμπατζήδες που υπολογίζονται σε είκοσι τα εκατό του τζίρου, και με χαρά ανακοίνωσε για τα καινούργια τα «ηλεκτρονικά» τα μηχανήματα που θ’ αντικαταστούσαν τα κουτιά και που, αυτά, θα ’ταν αδύνατο να τα ξεγελάσει κανείς. Έτσι είπε κι έτσι έγινε· μόνο που ύστερα από κανα-δυο μήνες τα μηχανήματα άρχισαν να παθαίνουν βλάβες· όχι ένα και δυο, παρά δεκάδες βγαίναν άχρηστα και γράφαν οι εφημερίδες για ελαττωματικές παραγγελίες και για βάνδαλους νεαρούς.
Έτσι γράφαν, γιατί δεν ξέρανε για κείνο το γεράκο, τον συνταξιούχο των τέως ΚΤΕΛ, τον καθόλα αξιοσέβαστο, που περνά τα βράδια του μες τα λεωφορεία κουβαλώντας μια τσάντα παλιά που κουδουνίζει. Άλλωστε, δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο, είν’ άνθρωπος κοινότατος, πώς και γιατί να τον προσέξεις; Μιαν ιδιοτροπία έχει μόνο: που πάντα κάθεται πίσω, στη θέση πλάι στο μηχάνημα· και που όταν το όχημα αδειάσει, αφού κοιτάξει πίσω του και σιγουρευτεί πως δεν τον βλέπουν, τότε, γρήγορος σα μαθητής που ανοίγει σκονάκι, ανοίγει κι αυτός την τσάντα και βγάζει από μέσα κέρματα στραβωμένα, ροδέλες, λάμες από σουγιάδες και χούφτες άλλα σιδερικά, και, αν το χωράει ο νους σας, πιάνει και ταΐζει το μηχάνημα με δαύτα· κι ύστερα σηκώνεται, βγαίνει απ’ το λεωφορείο καμαρωτός και ανεβαίνει σ’ άλλο. Και κει κάνει την ίδια τη δουλειά, κι έπειτα αλλού, μέχρι να σταματήσει η συγκοινωνία, οπότε και γυρνάει σπίτι του σφυρίζοντας και σκασμένος στα γέλια. Ύστερα πέφτει αμέσως και κοιμάται, γιατί κάθε πρωί ξυπνάει στις πέντε τα χαράματα…
Κουνελόγατος said
Ωραίο ήταν, το τέλος εξαιρετικό.
Theo said
Καλημέρα,
Συναρπαστική γραφή, με υπέροχη κορύφωση στο τέλος.
Μπράβο, Νικοκύρη!
καθιστάς -> καθιστός
atheofobos said
Δεν ξέρω τι λέει το διήγημα αυτό στην γενιά που δεν έζησε μέσα μαζικής μεταφοράς με εισπράκτορα.
Σε την δική μου, που έζησε σε αποχές που ο εισπράκτορας δεν καθόταν ακόμα αλλά γύρναγε στο λεωφορείο για να εισπράξει το εισιτήριο μου θύμισε πολλά. Μου θύμισε την παιδική μου ηλικία, που παίρνοντας το τραμ 4 για μια στάση ήμουνα ευτυχής που πολλές φορές, όταν το τραμ ήταν γεμάτο, ο εισπράκτορας δεν προλάβαινε να έρθει για το εισιτήριο οπότε αυτό αποτελούσε σημαντική αύξηση στο χαρτζιλίκι μου!
Σχετικά έχω γράψει στο ποστ μου
ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΜ ΣΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΤΟΥ ΒΡΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
https://atheofobos2.blogspot.com/2016/10/blog-post_18.html
στο οποίο υπάρχουν και φωτογραφίες με εισπράκτορες.
Να ΄σαι καλά που μου έφτιαξες το σημερινό πρωινό!
Pedis said
Ωραίο είναι. Ήσουν και μικρός τότε. (Απορίες: (α) Γιατί τον είπες «μάστρο»; Αφού δεν μαστόρευε τίποτα. Καμιά ειδικότις, εισπράκτορας γαρ. (β) Ήταν δυνατόν, τις προϊστορικές εποχές που ζήσατε τότε😁, να μπλοκαριστούν τα μηχανήματα με τον τρόπο του μπάρμπα-Πέτρου; Το είχες ελέγξει;)
Pedis said
# 4 + Ήσουν και μικρός τότε. Διευκρινίζω: για την περίπτωση που διάλεξες να διηγηθείς. 🙂
dryhammer said
4α. Συνηθιζόταν τότε η (λαϊκή) προσφώνηση μαστρο-Χ ακόμα και σε μη τεχνίτες μιας ηλικίας (απλά μεγαλύτερης από του προσφωνούντα) όπου δεν «σήκωνε» το κύριε-Χ ή έστω κυρ-Χ [για την ακρίβεια το μαστρο- ήταν κάτω από το κύριε και πάνω από το κυρ-]
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
Νεανικό, νεανικώτατο, μέ λίγες σταγόνες (ὁμοίως νεανικοῦ) Σαμαράκη..
Καλημέρα σας!
sarant said
Kαλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!
2 Ωχ, το τυπογραφικό λάθος φυγείν αδύνατον
4 α Ήταν συνηθισμένη προσφώνηση, μαζί με το μπάρμπα-
β Είχα διαβάσει τότε στις εφημερίδες ότι κάποια μηχανήματα είχαν μπλοκαριστεί από μεταλλικά αντικείμενα -που βέβαια κάποιοι τα έριχναν για να μην πληρώσουν, απλώς.
dryhammer said
6. Διαγράψτε την αγκύλη. Δεν ισχύει. Ο υπάλληλος πχ του Δήμου (σε γραφείο) θα ήταν κύριος -Χ, ο μπακάλης κυρ-Χ και ο εισπράχτορας μαστρο-Χ
btw. – Εισπράχτωρ! Τα δέντρα πληρώνουν εισιτήριο;
– Όχι κύριε!
– Λεμονιά ανέβα!
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
..καί «ἀπέ» καί «μαθές» καί ἄλλα τινά Κονδυλακικά..
Νιᾶτα εἴπαμε.. 🙂
Κουνελόγατος said
Κάπου έχω δει σε ταινία;;; έχω διαβάσει σε βιβλίο;;; μάλλον το πρώτο. Γιατί τον τάδε με τα παλιά ρούχα τον φωνάζουνε μάστρο, ενώ αυτόν με τα κοστούμια;;; τον φωνάζουνε κύριο. Λες να είναι στην κάλπικη λίρα;
Pedis said
# 6 – 4α. Συνηθιζόταν τότε η (λαϊκή) προσφώνηση μαστρο-Χ ακόμα και σε μη τεχνίτες μιας ηλικίας (απλά μεγαλύτερης από του προσφωνούντα) όπου δεν «σήκωνε» το κύριε-Χ ή έστω κυρ-Χ [για την ακρίβεια το μαστρο- ήταν κάτω από το κύριε και πάνω από το κυρ-]
Δεν αντιλέγω. (Εμένα θα μου φαινόταν ειρωνικό. Το ανάλογο σε ειρωνία, όχι όμως σε γλείψιμο, με τον χωροφύλαΞ που τον αποκαλούν ΕνωμΑτάρχη.)
# 8β, 8γ – Εντάξει.
Stazybο Hοrn said
Απολαυστικό, όπως και την πρώτη φορά, πριν 35 (μπρρ…), και, χρόνια. Και με προσωπική σύνδεση, όταν ο πατέρας σου έχει κάνει και εισπράκτωρ, πριν γίνει οδηγός, έστω αν και σε υπεραστικό ΚΤΕ(Υ)Λ. Πρώτος έφευγε αξημέρωτα, βράδυ γυρνούσε, περιμέναμε τα ρεπό του να τον δούμε παραπάνω. Κι είχε και τις διανυκτερεύσεις Θεσσαλονίκη κι Αθήνα, Βαρδάρη και Κηφισό -εκεί έβλεπε όλες τις ταινίες, γουέστερν, περιπέτειες και πολεμικά, ή ό,τι άλλο δεν μας έλεγε, πριν κοιμηθεί μέσα στο λεφορείο (χωρίς δεύτερη συλλαβή).
Αυτό το ορθός/ορθοί, μόνο, δεν θυμάμαι αν στο, δανεισμένο-κι-αγύριστο, βιβλίο ήταν όρθιος-όρθιοι. Εντύπωση μου κάνει.
Δύτης των νιπτήρων said
13 Το είχες διαβάσει τότε, ρε θηρίο; Έτσι γινόμαστε (τουλάχιστον) δύο εκείνοι που πριν από δεκαπέντε και βάλε χρόνια αναγνωρίσαμε τον μπλόγκερ Σαραντάκο. (Εγώ από τα φανταρίστικα, και τις μεταφράσεις του Χάμετ).
Stazybο Hοrn said
14: Κι από τον Κλειδάριθμο.
Costas X said
Καλημέρα !
Υπέροχο το διήγημα, το διάβασα μονορούφι και το απόλαυσα! Είμαι κι εγώ βέβαια της γενιάς που πρόλαβε τους εισπράκτορες και την αντικατάστασή τους από τα κουτιά. Μπράβο και για το πολύ ωραίο τέλος, που λύνει το μυστήριο για το «τρία χτες» της δεύτερης παραγράφου! Απόλαυσα επίσης και το ιδιωματικό λαϊκό ύφος, αλλά εδώ θα κάνω και μία καλόπιστη παρατήρηση, την έκανα και στον αδελφό μου για κάποιο διήγημα που είχε γράψει, την έκανα και στον εαυτό μου και παράτησα κάτι που έγραφα(!). Είναι πολύ δύσκολη η διατήρηση του ύφους, του ιδιώματος, για κάποιον που δεν το μιλάει. Εδώ για παράδειγμα έχουμε μια σειρά ιδιωματικών φράσεων και λέξεων («απέ, μαθές, γλυκοΰπνι, εισπραχτόρους, ταξιά, έχτη»), και κάπου εμφανίζεται μια λόγια φράση («ω του θαύματος», «ει δυνατόν») και ξενερώνει.
Εγώ πάντως το απόλαυσα το διήγημα, και πάλι ένα μεγάλο μπράβο!
Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said
Ἦταν κάποτε ὁ -πολύ παλιός μου- φίλος Θανάσης. Εἰσπράκτορας τοῦ ΟΑΣΘ κάποτε τόν κάνανε καί ὁδηγό, (σέ κάθε συγκέντρωσι τοῦ ΚΚΕ πρώτη σειρά μέ τήν μάννα του 🙂 ) ἐξυπηρετικός μέχρι βλακείας μέ τούς λαϊκούς ἀνθρώπους τῶν συνοικιῶν πού ἐξυπηρετοῦσαν τά δρομολόγιά του. Ὄχι μόνο ἔδινε κάθε κατατοπιστική πληροφορία πού τοῦ ζητοῦσαν, παρά παρατοῦσε καμμιά φορά τήν θέσι τοῦ εἰσπράκτορα καί κατέβαινε ἀπό τό λεωφορεῖο γιά νά δείξῃ καλύτερα τόν δρόμο πού ἔψαχνε ὁ ἐπιβάτης ἤ γιά νά βοηθήσῃ τήν γριά νά ἀνέβῃ.
Νέο Kid said
Sogar eine Kiste!
spyridos said
Ωραίο Νικοκύρη.
Βέβαια με ένα χαρτονάκι και μια τσίχλα θα έκανε με περισσότερη ζημιά και λιγότερο κόπο το σαμποτάζ.
«Ο μαστρο-Πέτρος εξοργιζόταν απ’ αυτές τις εξελίξεις και αναστέναζε, πάει έλεγε, έχασαν την ανθρωπιά τους οι συγκοινωνίες, μα πώς δεν το καταλαβαίνουν οι υπεύθυνοι;»
Με αυτό ακριβώς το σκεπτικό οι «υπεύθυνοι» στο Άμστερνταμ ξανάβαλαν τους εισπράκτορες στα τραμ πριν 10-15 χρόνια. Με μοντέρνα κουβούκλια και ωραίο ζωγραφιστό χάρτη.
spyridos said
Ο κωμικός Γιόχεμ Μάιερ ζήτησε από τη GVB να γίνει εισπράκτορας για μια μέρα. Παιδικό του όνειρο.
Τον άφησαν. Την ίδια βδομάδα πραγματοποιούσε ένα άλλο όνειρό του. Παράσταση στο θέατρο Καρέ, άπιαστο όνειρο για πολλούς ηθοποιούς. Στην αρχή του βίντεο φαίνεται η διαφήμιση πάνω στο τραμ Jochem in Carré.
michaeltz said
Πολύ ωραίο, Νικοκύρη! Ατμοσφαιρικό, για όσους έζησαν την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής. Αυτά τα μεταμεσονύχτια επαγγελματικά μυστικά (μεταφορές προσωπικού, ψυχολογία ξενύχτηδων επιβατών…) από πού τα γνώρισες; Δεν πιστεύω να μπόρεσες να τα φανταστείς!
Κάποιος τριτοθείος ήταν οδηγός λεωφορείου και αστειευόταν με εμένα, τον πιτσιρικά των πρώτων τάξεων του Δημοτικού: «Είσαι καλός μαθητής, άντε να τελειώσεις το Δημοτικό να σε πάρω εισπράκτορα στο λεωφορείο»! Κατατρόμαξα. Μου ήταν αδιανόητο να μην πάω Πανεπιστήμιο, χωρίς να ξέρω καλά-καλά τι ήταν ακριβώς αυτό το Πανεπιστήμιο! Και να σπρώχνομαι, παιδάκι πράμα, ανάμεσα στους επιβάτες, για να τους βγάλω το εισιτήριο, εφιάλτης!
Μέχρι που με καθησύχασε η μάνα μου με ένα νεύμα, και πήγε η καρδιά μου στη θέση της…
xar said
Ωραίο το διήγημα, που πραγματεύεται και αυτό που συζητούσαμε τις προάλλες για την επίδραση της τεχνολογίας στους εργαζόμενους. Πιάνει πολύ ωραία το θέμα και το αναλύει απλά και ανθρώπινα, με καλή ισορροπία μεταξύ γεγονότων/περιστατικών και περιγραφής συναισθημάτων/σκέψεων. Δεν είναι εύκολη αυτή η ισορροπία και μπράβο.
Η δομή μού θύμισε λίγο σύγχρονο θεατρικό, με το κοντινό πλάνο της καθημερινότητας στην αρχή, την προοικονομία του τέλους με μια μυστηριώδη αναφορά και την τελική αποκάλυψη. Παρότι αυτή η δομή (ειδικά όταν έχουμε διάφορες ανεξήγητες νύξεις που έρχονται και κουμπώνουν όλες μαζί στο τέλος χωρίς να περισσεύει τίποτα, να μη μένει τίποτα αδιευκρίνιστο και αψυχολόγητο) πολλές φορές με κουράζει στο θέατρο, εδώ έχει γίνει ωραίο τρόπο και δουλεύει καλά.
Από την άλλη, το ύφος, ειδικά στην αρχή, νομίζω ότι ήθελε λίγο περισσότερη (ή μάλλον λίγο λιγότερη;) δουλειά. Συμφωνώ με τον ΚώσταΧ στο #16, ότι η γραφή σε ιδιωματικό ύφος είναι δύσκολη αν δεν βγαίνει από φυσικού μας και δεν ταιριάζει με τους πιο λόγιους τύπους, αλλά η δική μου αίσθηση είναι η αντίθετη: οι ιδιωματικοί τύποι μου φάνηκαν πιο αταίριαστοι, σχεδόν επιτηδευμένοι στο συγκεκριμένο κείμενο. Μάλιστα, εμφανίζονται αρκετοί μαζεμένοι στην αρχή του διηγήματος ενώ μετά σχεδόν εξαφανίζονται (ευτυχώς, κατά τη γνώμη μου).
CostasV said
Καλημέρα, ωραίο το διήγημα.
Από όσο θυμάμαι οι εισπράκτορες των αστικών ΚΤΕΛ κάθονταν σε ειδική θέση με μικρό πάγκο μπροστά τους, ακριβώς δίπλα από την πίσω πόρτα των λεωφορείων, και έκοβαν εισιτήρια. Αντίθετα, οι εισπράκτορες των υπεραστικών λεωφορείων δεν είχαν δική θέση και περνούσαν από τον κάθε νεο-επιβιβαζόμενο και του έκοβαν εισιτήριο.
xar said
Τους εισπράκτορες του θυμάμαι κάπως θολά, καθώς οι γονείς μου αγόρασαν το πρώτο τους αυτοκίνητο το 1980, οπότε μέχρι τότε πηγαίναμε με λεωφορεία/ΚΤΕΛ ακόμα και για μπάνιο. Θυμάμαι επίσης και αρκετά παλιά λεωφορεία να κυκλοφορούν με άδειο το κουβούκλιο του εισπράκτρα, που είχε πια καταργηθεί.
Για κάποιο λόγο, θυμάμαι πολύ πιο καθαρά τις συζητήσεις για τα κουμπιά και τα φραγκοδίφραγκα στα κουτιά με το ανάποδο χωνί από πλεξιγκλας. Υποθέτω ότι φούντωσαν προ της εισαγωγής των χάρτινων εισητηρίων και των ακυρωτικών μηχανημάτων, στις αρχές της δεκαετίας του 90, αν θυμάμαι καλά.
xar said
@24 «εισητηρίων» -> παλιότερα, για να θυμάμαι την ορθογραφία έλεγα: εισιτήριο, όπως άει σιχτίρ!
Αγγελος said
Γουστόζικο. Ως τώρα μόνο τα στρατιωτικά του Νικοκύρη είχα διαβάσει.
Τους εισπράκτορες τους θυμάμαι βέβαια (και μάλιστα τους εισπράκτορες των τρόλεϊ, με το μηχάνημα με τη μανιβέλα που τύπωνε εκείνη τη στιγμή τα εισιτήρια «Ομόνοια» και «συνέχεια»), θυμάμαι και τα κουτιά και τις ταμπέλες «ΧΩΡΙΣ ΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΑ» (που προειδοποιούσαν ότι πρέπει να έχεις το ακριβές αντίτιμο) ή και «ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΧΩΡΙΣ ΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΑ», θυμάμαι και τα ακυρωτικά με τα χαρτονένια εισιτήρια, αλλά δεν καταλαβαίνω πώς θα μπορούσε να τα σαμποτάρει κανείς με μεταλλικά αντικείμενα — μόνο αυτά τα χαρτονάκια χωρούσαν να μπουν στην υποδοχή, ή όχι;
ΓΤ said
θεριακλήδικη —> θεριακλίδικη
μάστρο-Πέτρος —> μαστρο-Πέτρος (ενώ, σωστά, μπαρμπα-Πέτρος)
κυρ– —> κυρ
δια —> διά
μες τη νύχτα —> μες στη νύχτα
μες το υπηρεσιακό —> μες στο υπηρεσιακό
φλυτζάνι —> φλιτζάνι
εισπράκτορα και εισπράχτορα
στις πεντέμιση —> στις πεντέμισι
ατζαμήδικα —> ατζαμίδικα
geobartz said
(α) Πολύ καλό το διήγημα του Νοικοκύρη. Και η γλώσσα στρωτή. Τίποτα, ακόμα και ένα καθαρευουσιάνικο «απολίθωμα», δεν αποκλείεται εφόσον λέγεται στο περιβάλλον που εκτυλίσσεται το διήγημα. Επίσης η λέξη μαστρο-τάδε ή μάστορας, χρησιμοποιείται και σήμερα ευρέως. Δεν έχει καμιά σχέση με την …προλεταριακή ή άλλη ιδεολογία. Περνάει από κοντά σου και σε ρωτά: Μάστορα, πού είναι το σπίτι της γιατρίνας? Ανάλογα με την περίπτωση μπορούσε να σε πει δέσποτα, κύριε, λόρδε, μυλόρδε, σύντροφε, κλπ, κλπ. Αν το διήγημα αναφέρεται στον Γράμμο του 1948-49, θα σου έλεγε συναγωνιστή.
(β) «με το σούρουπο έμπαινε σ’ ένα λεωφορείο και ταξίδευε ως το τέρμα»
# Μου θύμισε έναν γείτονα παλιάς εποχής. Το λεωφορείο ξεκινούσε από τη συνοικία «Άγιοι Σαράντα» πήγαινε μέχρι Βαρδάρη και ξαναγύριζε. Ο γύρος της Θεσσαλονίκης με 1.5 δραχμή. Το έπαιρνε κάθε μέρα κατά τις 10.00 και …έκανε την εκδρομή του. Μόνο που δεν ήταν μόνος σαν τον κόρμακα [Μακεδονικό αυτό], όπως ο Σαραντάκειος ήρωας. Είχε και συμβία και τέκνα και όλα τα παρεπόμενα.
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
13 Ορθός ήταν και στο παλιό βιβλίο, δεν αλλάζω τίποτα πάρεξ ορθογραφία, οπότε για να γίνει αλλαγή πρέπει να την έκανε το ocr. Εξάλλου ή θα έγραφα «ήταν όρθιος» ή «ήτανε ορθός» για το ρυθμό.
14-15 Συγκινιέμαι. Κλειδάριθμος…
16 Το ανακάτωμα το συνήθιζα τότε -και τώρα, σε άλλο ύφος
18 Ναι, ακριβώς
19 Μέσα σε τραμ είναι η κυρία της φωτογραφίας; Θα έλεγες, σε ρεσεψιον. Πρέπει να ξαναπάω στο Άμστερνταμ
21 Έπαιρνα συχνά το τελευταίο δρομολόγιο, τότε δεν είχαμε λεφτά για ταξί, ήταν αδιανόητο
26 Να πάρεις την ΕφΣυν, και σήμερα θα είναι στα περίπτερα, να διαβάσεις και τα άλλα.
28 Κόρμακας; Σημαίνει κάτι εκτός της φράσης; Μου θυμίζει το «ξερό κορμί» που επίσης λένε.
gpointofview said
Το διάβασα και μ’ άρεσε σαν ιστορία και σαν καλογραμμένο στα πλαίσια γνωστής «συνταγής» Σαφώς και θυμάμαι λεωφορεία και τρόλλεϋ με εισπράκτορα με 1, 20 εισιτήριο από συνοικία προς κέντρο και 2,40 αν συνέχιζε μετά σε άλλη συνοικία π .χ, Πατήσια-Αμπελόκηποι. Στην γειτονιά μου είχαμε ένα «διάσημο» εισπράκτορα-είχε βγει και στην τιβί- γιατί έπλεκε την ώρα της βάρδιάς του. Στην γειτονιά ήταν γνωστός για άλλες (πολλές) πετριές του
David Morse said
Ωραίο, με μετέφερε πίσω στη δεκαετία του 80. Τα πρώτα λεωφορεία που πρόλαβα ήταν με τα κουτιά δίπλα στη θέση του οδηγού και με την επιγραφή «Χωρίς Εισπράκτορα». Στις γραμμές που χρησιμοποιούσα κυκλοφορούσαν τα ουγγαρέζικα Ikarus και τα Balkankar, όμορφα στην εμφάνιση αλλά καθόλου άνετα. Αργότερα θυμάμαι τα ακυρωτικά (ή κατ΄άλλους ορθότερα επικυρωτικά) μηχανήματα που θα μπορούσε ίσως κάποιος να τα μπλοκάρει αν έβαζε μέσα κάποιο λεπτό νόμισμα.
sarant said
30 Σαν να αχνοθυμάμαι την περίπτωση
BLOG_OTI_NANAI said
Ωραίο, ξυπνάει κάποιες αναμνήσεις. Είμαστε σε μια περίεργη ηλικία που έζησε πολλά από τον παλιό κόσμο και ταυτόχρονα μπόρεσε να αφομοιώσει πολλά από τον νέο. Ζήσαμε εισπράκτορες που έλεγαν «άνοιγε πίσω», σε λεωφορεία που έμοιαζαν με φιστίκια, με ταμπέλες άχρηστες πια «απαγορεύεται το πτύειν», γειτονιές με παιχνίδι μέχρι αργά το βράδυ, εκείνα τα καλοκαίρια τα μυθιστορηματικά που βλέπουμε στις ελληνικές ταινίες, μπάνιο σε περιοχές που έμοιαζαν με ερημιές και σήμερα δεν υπάρχει ούτε χιλιοστό άκτιστο, αλλά στα 70’s πήγαινες με ταξί «αγοραίο». Μανάβηδες και ψαράδες με κάρο στις γειτονιές, μικροπωλητές με φορτηγάκια. Μπακάλικα με 5-10 συγκεκριμένα προϊόντα όλα κι όλα, φρούτα και λαχανικά μόνο εποχής. Προσωπικά πρόλαβα πολύ μικρός πατίνια με ρουλεμάν γι’ αυτό πάντα με συγκινούσε «Το φλασάκι» του Σάκη Μπουλά που λέει, «Στην καρδιά βάλε πατίνια και δυο ρουλεμάν». Προλάβαμε τον Μίμι και την Λόλα που μεγάλωσαν αμέτρητες γενιές, φάγαμε πολύ ξύλο στο Δημοτικό από τους δασκάλους, είχαμε κουδούνι χειροκίνητο που λατρεύαμε να μας αφήνουν να το χτυπάμε, ακούσαμε κασέτες και βινύλια, είδαμε ασπρόμαυρες τηλεοράσεις και μετά έγχρωμες, είδαμε σινεμά τα καλοκαίρια από την «μάντρα». Καθώς έχω ζήσει σε Βορρά και Νότο έχω φωτογραφία στον Λευκό Πύργο και το άγαλμα του Μ. Αλεξάνδρου από υπαίθριο φωτογράφο αλλά και θυμάμαι το ΜΙΝΙΟΝ με τις κυλιόμενες σκάλες του. Είδαμε όλη την αλλαγή που έφερε η ψηφιακή εποχή, CD, MP3, DVD, Η/Υ με γραφικά CGA και EGA, τις πρώτες κάρτες ήχου, το διαδίκτυο και όλη την εξέλιξη στα κινητά τηλέφωνα.
Καμιά φορά επισκέπτομαι ιστοσελίδες με αναφορές ρετρό και θυμάμαι διάφορα. Πολύ πλούσια σε εξελίξεις εποχή.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Ωραίο το διήγημα. Μου θύμισε δεκ 70-80, με τα παλιά λεωφορεία που είχανε κείνο το κουβούκλι-μπαούλο δίπλα στον οδηγό, που το προτιμούσαμε για να κάτσουμε. Το εισιτήριο το δίπλωνα και το κούμπωνα στο μπρασελέ του ρολογιού.
Και μια από τις αφίσες εποχής, εντός του οχήματος, μπας και γλυτώσουμε κάνα βαρύ τροχαίο 🙂
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Ωχ! Τι έγινε η αφίσα με τον βλάσφημο που λιθοβολούσε επί της κεφαλής του?
Αλφα_Χι said
Παραθέτω αυτό (που βρήκα τυχαία), για να μη χαθεί: Πρεβεζάνικα Χρονικά, (55-56), 169–186. https://doi.org/10.12681/prch.28257, Πάνος Θ.ΜΟΥΡΕΖΙΝΗΣ Ασυνήθιστα βαπτιστικά ονόματα στην Πρέβεζα (1900-1960) [https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/prevchr/article/view/28247/22171] (Τα πολύ ασυνήθιστα μου φάνηκαν λίγα).
Εισπράχτορας λεωφορείου: Καθιστός δίπλα από την πίσω πόρτα. Εισιτήρια χάρτινα λεπτά σε μικρά πακετάκια στερεωμένα δίπλα δίπλα σε ένα ιδιόμορφο μπλοκάκι. Φτύσιμο στα τρία δάχτυλα πριν τα πιάσει και στα δώσει. Ανάμεσα στους στριμωγμένους όρθιους που παίρνουν χέρι με χέρι το εισιτήριο ένας πιτσιρίκος φωνάζει «-Εισπράχτορα μην παίρνεις άλλους, θα σκάσουν τα λάστιχα». Και «Κλείσε-φύγε».
Στο μεταλλικό ακυρωτικό έβαζες μέχρι τη μέση το εισιτήριο και τύπωνε ημερομηνία και ώρα. Στο άλλο που ρίχνανε μέσα τα κουμπιά, μάζευαν όλα τα μικρά μικρά κέρματα (λιγότερα από το κόμιστρο) και τα εκσφενδόνιζαν με δύναμη, για να ακουστούν δυνατά και για ν’ ανοίξει το καπάκι να πέσουν μέσα.
Στο τέλος της βάρδιας: Η πινακίδα στο λεωφορείο «Αμαξοστάσιο».
Και η αμίμητη ατάκα του Χάρρυ Κλύν «- Λυσσιατρείο θα κατέβη κανείς;»
1952: Η στιγμή που το πρώτο λεωφορείο φτάνει στο Πάπιγκο!
https://epirusgate.gr/1952%ce%b7-%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%b3%ce%bc%ce%ae-%cf%80%ce%bf%cf%85-%cf%84%ce%bf-%cf%80%cf%81%cf%8e%cf%84%ce%bf-%ce%bb%ce%b5%cf%89%cf%86%ce%bf%cf%81%ce%b5%ce%af%ce%bf-%cf%86%cf%84%ce%ac%ce%bd%ce%b5/
Πέπε said
27
Γιατί παρακαλώ; Ο θεριακλής, οι θεριακλήδες
Έτσι και όλα τα -κλήδικα και -τζήδικα
Χαρούλα said
Ωραίο ταξίδι στην μνήμη… Καλογραμένο με λεπτό χιούμορ. Περιγραφή μιάς εποχής αλλά και των ψυχολογικών καταστάσεων του πρωταγωνιστή. Μπράβο!
Και μεις το μαστρο- το λέγαμε κυρίως σε τεχνίτες. Και όχι οι μικροί. Οι μικροί τους λέγαμε όλους κυρ/κύριε.
Σκέφτομαι πόσο φυσιολογικά ερχόταν σε μας οι αλλαγές, και πόσο καθοριστικές ήταν στην ζωή κάποιων…
Η απουσία μας άφησε και το: οδηγέ άνοιξε με από πίσω να κατέβω! της Σαλλονίκης!😂😽😹
Πέπε said
Τα πορτοκαλιά ακυρωτικά, που σου τύπωναν ώρα ακύρωσης και δε θυμάμαι τι άλλο, τα ξεγελούσες με το λιποζάν: αλείφεις λιποζάν στο σημείο που θα τυπωθεί, ακυρώνεις κανονικά, και μπορείς να το ξαναχρησιμοποιήσεις αφού ξύσεις το λιποζάν, που φεύγει μαζί με την εκτύπωση. Προσεχτικά μη χαλάσεις το εισιτήριο.
Όταν δεν παίρνει πλέον να ξαναχρησιμοποιηθεί άλλο, το κρατάς για τζιβάνες. Εκτός από κάτι πλουτοκράτες που έκαναν τζιβάνες με αχτύπητα εισιτήρια.
Φυσικά, αυτό το στιλ (να τυπώνει ώρα κλπ. πάνω στο εισιτήριο) ήταν απείρως καλύτερο από το παμπόνηρο σημερινό, που όλα είναι αόρατα και δεν ξέρεις: αυτό το εισιτήριο το ακύρωσα ή όχι; Το αγόρασα για κανονική διαδρομή ή για αεροδρόμιο;
sarant said
33 Ωραίο σχόλιο!
36 Κι άλλη δουλειά με τα ονόματα!
Πέπε said
38
Χαρακτηριστική και η φράση «άδειο είναι το αυτοκίνητο», όταν είναι πήχτρα.
Βαριέμαι τρομερά να λέω δημόσια τέτοιες κουβέντες που λέγονται επί χιλιάδες χρόνια χωρίς να οδηγήσουν σε καμία εξέλιξη, αλλά από την άλλη είναι φορές που κάποιος πρέπει να το πει: ζουν ακόμη ανάμεσά μας άνθρωποι που θεωρούν νορμάλ να συνωστίζονται σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο του λεωφορείου, ενώ ενάμισι μέτρο πιο κει έχει ξέφωτο, στο οποίο αυτοί εμποδίζουν την πρόσβαση.
ΓΤ said
@37 Πέπε
βλ. ΛΚΝ
ΓΤ said
ΜΗ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ
ΜΗ ΚΥΠΤΕΤΕ ΕΞΩ
Πέπε said
42
Το ΛΚΝ εξηγεί γιατί;
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Α! τί ωραίο! (μελαγχολικωραίο) και τί ωραία που δεν είχα διαβάσει παρά τα δυο πρώτα διηγήματα του βιβλίου κι «έφτιαξα συκώτι» (-μην το χάσετε για κανένα λόγο, θα περάσετε όμορφα) και τώρα αυτό, καλυτερότερα που με την παρέα σας το κουβεντιάζουμε!
Έχει μαζί η τρέχουσα Εφσύν Σ/Κ και το ένθετο για τα 30 χρόνια χωρίς τον Μάνο Χατζιδάκι
Έμαθα επεξεργασία κειμένου το 1992, με το volkswriter, το οποίο μετέφρασε ο Νικοκύρης! Από κει η πρώτη «γνωριμία» μας 🙂 . Πολύ αργότερα, από δω, το έμαθα.
ofakiris said
28. Geobartz
Συνοικία «Άγιοι Σαράντα» στη Θεσσαλονίκη;
Μήπως Σαράντα Εκκλησιές;
Μου άρεσε και ευχαριστώ!
Με πάει στα χρόνια της αθωότητας όπου τα πάντα είχαν ένα νόημα και σχεδόν όλοι πλέαμε στο ίδιο ποτάμι. (Η Δράμα δεν έχει θάλασσα, είχε όμως “Παραλία”)
Παράγγειλα να μου αγοράσουν την Εφσυν. Στο χωριό εφημερίδες γιόκ. Κάτοικοι περίπου 980.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>ο εισπράχτορας, που εκφωνεί ταχτικά τις στάσεις και δίνει κατόπιν στον οδηγό το σήμα για την εκκίνηση με κείνο το μακρόσυρτο «φύγε»,
Ο εισπράκτορας είχε ενα μικροφωνάκι μπροστά του, έκανε αναγγελία των στάσεων (όχι απαραίτητα σε κάθε στάση). Οταν είχαν επιβιβαστει όλοι από την στάση , έλεγε από το μικρόφωνο στον οδηγό “φύγε” για να μην κλείσει καποιον στην πόρτα – οι καθρέφτες του οδηγού δύσκολα μπορούσαν να δουν τις πίσω πόρτες. Μάλιστα είχε και ο εισπράκτορας κουμπάκια για τις πόρτες σε περίπτωση ανάγκης.
ΓΤ said
@44 Πέπε
Όχι. Θυμάμαι από τη Γραμματικό σταθερό επίθημα –ίδικο, στο οποίο αναφέρεται η Πύλη.
ΓΤ said
@48
Γραμματική
Νίμμη said
Ἕνα ὡραῖο διήγημα, κι ἂς μοῦ φάνηκε μερικὲς φορὲς ἡ γλῶσσα ἴσως λίγο ἐπιτηδευμένη. Ἁπὸ τὴν ἄλλη, τὸ διήγημα ἀντικατοπτρίζει τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐμπειρίες τοῦ μαστρο-Πέτρου, καὶ ἡ γλῶσσα του δὲν μπορεῖ νὰ κριθῆ.
Τὸ τέλος τὰ δικαιώνει πάντως ὅλα.
Θυμήθηκα κι ἐγὼ τὰ σχολικὰ μου χρόνια μὲ τὸν ΟΑΣΘ ἀπὸ τὴν Τσιμισκὴ (Ἁγίας Σοφίας) στὸ σχολεῖο μου ἐπὶ τῆς Βασιλίσσης Ὄλγας καὶ πίσω (τὸ ΚΤΕΛ μᾶς πήγαινε ἀπὸ τὴν Καρόλου Ντήλ στὴν ἀξέχαστη Πλάζ τῆς Ἁγίας Τριάδας καὶ ὁ εἰσπράκτορας δὲν εἶχε θρόνο ὅπως ἡ ἀστική συγκοινωνία, ἀλλὰ περιφερόταν στὸν διάδρομο). Μοναδικὲς ἀναμνήσεις μὲ ἄπειρες περιπέτειες ποὺ ἀκόμη μένουν ὁλοζώντανες στὴν μνήμη μου καὶ χαμογελάω ἀπὸ τὸ ἕνα αὐτί ὥς τὸ ἄλλο!
Γιὰ τὸν γερμανικὸ τίτλο, τὸ Νoch Eine Kiste, ἔτσι αὐθόρμητα:
«Eine Kiste Bloß» ἢ «Sogar Eine Kiste»…
Αλφα_Χι said
https://www.e-vima.gr/anamnhseis-nostagia-lewforeia/
https://neoskosmos.com/el/2019/09/22/features/otan-ta-leoforeia-eichan-eispraktora-kai-to-eisitirio-1-drachmi/
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Εντωμεταξύ δεν θυμάμαι τί, πώς γινότανε με τα κουτιά. Ρίχναμε το αντίτιμο (ή «αντίτιμο»-κουμπί, ροδέλα κλπ) κι αυτό μας έβγαζε το εισιτήριο;
Στο Παρίσι το κάναμε αυτό στους τηλεφωνικούς θαλάμους, με άσχετα κέρματα ή με κανονικά που όμως τα επέστρεφε πίσω. Ουράαα στα χαλασμένα (έπεφτε σύρμα 🙂 )
38, ωχ, Χαρούλα, έγραψα δίχως ανανέωση
43
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Αλφα_Χι said
https://busoldtimers.blogspot.com/2013/01/1960-14.html
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
…Για το λεωφορείο ως μέσο κοινωνικοποίησης αλλά και για τη δυσφορία που ένιωθαν οι ιδιοκτήτες επειδή δεν δινόταν η άδεια για ακυρωτικά μηχανήματα, προκειμένου να περιορίσουν τις εισοδηματικές απώλειες τους ο κύριος Τζωρτζάκης λέει:
«Οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν τότε, μέσα στο λεωφορείο. Κάποιες φορές μπορεί να έπιανα και εγώ κουβέντα με τους επιβάτες αλλά όταν η κυκλοφορία ήταν πυκνή, ήμουν προσηλωμένος στην οδήγηση.(…) Πολύτεκνοι, δημόσιοι υπάλληλοι, αστυνομικοί διέθεταν μια κάρτα ελευθέρας και δεν πλήρωναν κόμιστρο.
Από τότε οι ιδιοκτήτες λεωφορείων φωνάζαμε ότι έπρεπε να βάλουμε μηχάνημα για τα εισιτήρια διότι ο εισπράκτορας που απασχολούσαμε αλλά και ένας επιπλέον οδηγός μας επιβάρυνε οικονομικά. Αλλά δεν μας το επέτρεπαν γιατί θα κόβαμε θέσεις εργασίας».
…«Η κατάργηση του εισπράκτορα άρχισε από τα τρόλλεϋ της Καστέλας, το 1976 και στη συνέχεια επεκτάθηκε παντού. Ο τελευταίος εισπράκτορας εργάστηκε στο τέλος του 1985 ενώ την 1η Ιανουαρίου του 1986 αποσύρθηκαν τα λεωφορεία με τη θέση εισπράκτορα.
Στα λεωφορεία τοποθετήθηκαν πινακίδες «χωρίς εισπράκτορα» και οι επιβάτες έριχναν σε ένα κουτί εντός του λεωφορείου το αντίτιμο του εισιτηρίου», καταλήγει ο κύριος Κουρμπέλης, κλείνοντας την διήγηση του.
Πέπε said
48
Τι να σου πω… Εφόσον λέμε φαγάς (φαγάδες) > φαγάδικο, και αντιστοίχως σκυλάδικο, ψαράδικο, και όλα τα παρόμοια (αλλά και παπουτσήδικο…), εγώ βλέπω απλώς την κλασική κατάληξη -ικο να προστίθεται στο δεύτερο από τα δύο θέματα αυτών των ουσιαστικών.
ΓΤ said
Πάντα θα θυμάμαι (δεκαετία ’70) τον Βαγγέλη τον εισπράκτορα στα ΚΤΕΛ Χαλκίδος. Συμμαθητής με τον πατέρα μου στο Γυμνάσιο Χαλκίδος (1941). Ο πατέρας εργαζόταν στη ΒΙΑΜΑΞ επί Μιχάλη Φωστηρόπουλου (και αργότερα Mercedes Benz). Όποτε έβλεπε τον πατέρα μου, ο Βαγγέλης τον ρωτούσε πάντα για τις τιμές αυτών των ΙΧ με αδυναμία στον υψηλό κυβισμό:
-Κωστάκη, πόσο πάει το Μερσεντέ το 350 το κουπέ;
Πάντα οι ίδιες ερωτήσεις, για όλα τα βαριά μοντέλα.
-Βαγγέλη, νά σου πω: ένα μισθό έχουμε. Δεν μπορούμε να πάρουμε ούτε το πίσω φανάρι.
-Πάψε, ρε Κωστάκη!
-Ρε Βαγγέλη, μπορείς να δώσεις εκατομμύρια;
-Όχι, αλλά να βάνω γραμμάτια.
-Άσ’ το, αδερφέ. Θα πας φυλακή.
Την επόμενη φορά, τα ίδια. Ρώταγε για την 600άρα του Ωνάση…
Δεν αλλάζουμε οι άνθρωποι. Την ώρα που βάζουμε τη ΔΕΗ σε ρύθμιση ηδονιζόμαστε να ακούμε τα εκατομμύρια των μεταγραφών
aerosol said
Καλό κλίμα, πειστικό το μυαλό του εισπαράκτορα, ωραίο εύρημα στο τέλος!
#52
Αν θυμάμαι καλά απλά ρίχναμε τα ψιλά. Δεν ήταν μηχάνημα (δεν έβγαζε τίποτα), ήταν απλός κερματοδέκτης. Δεν θυμάμαι εισητήρια σ’ εκείνη τη φάση.
Πέπε said
52
Έφη, τα θυμάμαι από τον καιρό που το «εισιτήριο» (=απλώς κόμιστρο στην πραγματικότητα) ήταν 30 δραχμές, δεν ξέρω πιο παλιά:
Απλώς ρίχναμε τα ψιλά, δεν παίρναμε τίποτε. Υποτίθεται ότι ο οδηγός κοίταγε πως τα ‘χεις ρίξει σωστά. Η στραβή ήταν να έχεις έρθει με μια χούφτα δραχμές και δίφραγκα, που μέσα στον κρότο τους να περάσει απαρατήρητο ότι δεν είναι το σωστό ποσό, αλλά ο προηγούμενος να έχει ρίξει χάρτινο πενηντάρικο, οπότε βάζει το χέρι του στο χωνί για να πάρει ρέστα από τον επόμενο πριν εκείνος (εσύ) προλάβει να τα ρίξει στο κουτί!
Αναδρομικά έχω την εντύπωση ότι οι πιο πολλοί οδηγοί το είχαν πάρει απόφαση μέσα τους: «πιτσιρικάδες; σιγά μη δεν πάνε να μας γελάσουν. Άσ’ τους, σιγά μην κάνω φασαρία στον καθένα τους, δε θα ‘χα άλλη δουλειά όλη μέρα!»
Πάντως τα δεκάρικα και τα εικοσάρικα τα μάζευα σε στήλες των 30 σ’ ένα ράφι. Τις κουτσουκέλες τις έκανα κυρίως όταν ήμουν μ’ έναν συγκεκριμένο φίλο μου. Είναι οι λεγόμενες κακές παρέες!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>προσκολλήθηκε σε μιαν απόμερη, απόκεντρη γραμμή, το 171,
Σήμερα, γραμμή 171 είναι η παραπάνω
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
58 ->52
Έτσι. Δεν είχε εισιτήρια, μόνο καλή θέληση.
Αλφα_Χι said
52. Αμυδρή ανάμνηση για το κουτί: Ήταν στο οπτικό πεδίο του οδηγού και μάλλον άδειαζε εκείνος (με μοχλό;) το πιατάκι με τα χρήματα. Γι΄αυτό τα ρίχναμε με φόρα για να πέσουν μόνα τους και να μην προλάβει να ελέγξει.
Επανάληψη, γιατί το προηγούμενο κρατήθηκε (να διαγραφεί). 1958, λεωφορείο στον αέρα.
https://busoldtimers.blogspot.com/2014/08/1958.html
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
59, Α ναι! Ο οδηγός ήταν κι επιτηρητής! Την είχα ξεχάσει ντιπ αυτή τη φάση. Ευχαριστώ Πέπε! Να, βρίσκω εδώ ένα σχετική γλαφυρή αφήγηση του 2011, εποχή του «δεν πληρώνω-δεν πληρώνω» εμένα μου λες 😦 :
…ο κος Ρέππας κάλεσε όλους να αναλάβουν τις ευθύνες τους, μεταξύ των οποίων και τους τρίτους, που όπως είπε, παροτρύνουν τους τσαμπατζήδες και πριονίζουν τον δημόσιο χαρακτήρα και τις θέσεις εργασίας.
…Εκείνα τα μακρινά χρόνια λοιπόν κάποια στιγμή καταργήθηκαν οι εισπράκτορες των αστικών λεωφορείων. Στη θέση τους μπήκε ένας πορτοκαλί κλειδωμένος κουμπαράς, με μια ανάστροφη σφήνα από διαφανές πλέξιγκλας στην κορφή. Υποτίθεται ότι έμπαινες στο όχημα μόνο από τη μπροστινή πόρτα (παράδοση που συνεχίστηκε ανεξήγητα για πολλά χρόνια μετά την καθιέρωση των χάρτινων εισιτηρίων), έριχνες τον οβολό σου στη σχισμή του πλεξιγκλάς και ο οδηγός έβλεπε ότι έβαλες σωστά τα ψιλά, άνοιγε μια μίνι καταπακτή που τα έριχνε μέσα στον κουμπαρά, και περνούσες. Φλωριές του τύπου «εισιτήριο» ήταν περιττές.
…Οι παρέες είχαν κι ένα πρόσθετο κόλπο. Ο πρώτος μάζευε τα ψιλά από όλους και τα έριχνε μαζικά δηλώνοντας επιβάτες: «για τέσσερις». Ε, αναλογικά έπεφτε μια μείωση στα κέρματα που αποδίδονταν.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
58, 61, 62, επίσης ευχαριστώ!
Χαρούλα said
Γιατί λέτε ότι καταργήθηκαν; Αντικαταστάθηκαν απλά.😤😠🥺😢
Περιγραφή θέσης εργασίας: Εισπράκτορας Χρεών
Αρμοδιότητες
*Συμμόρφωση με τις απαιτήσεις όταν δεν μπορεί να αποφευχθεί η χρήση ένδικων βοηθημάτων
*Παρακολούθηση ανατεθειμένων λογαριασμών για τον προσδιορισμό εκκρεμουσών οφειλών
*Προγραμματισμός σχεδίου δράσης για την ανάκτηση εκκρεμουσών πληρωμών
*Ανεύρεση και επικοινωνία με οφειλέτες για να προσδιοριστεί η κατάσταση των πληρωμών τους
*Διαπραγμάτευση εξόφλησης προθεσμιών ή προγραμμάτων πληρωμής
*Διαχείριση ερωτημάτων ή παραπόνων
*Διερεύνηση και επίλυση ασυμφωνιών
*Δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης με τους οφειλέτες, όταν αυτό είναι δυνατό, για την αποφυγή μελλοντικών ζητημάτων
*Τακτική ενημέρωση της κατάστασης λογαριασμού και της βάσης δεδομένων
*Ενημέρωση των ανωτέρων σχετικά με την απροθυμία ή την αδυναμία των οφειλετών να προβούν σε έγκαιρες πληρωμές
Ioannis Rentzos said
Μπράβο Αλφα_Χι (# 36), θα το πω στον φίλο Πάνο, το συγγραφέα, να χαρεί.
Υπάρχουν (για τους ντόπιους Πρεβεζάνους, εννοώ) ιστορίες, ακομα και όταν βλέπεις το index. Να πω για τα συγγενικά μου.
Οι πρώτες δύο κοπέλες του πίνακα (η εξαδέλφη μου Αγαθή Α. και η φίλη Αγαθή Γ.) έτυχε να συνδεθούν ως νύφες με δύο αδέλφια, οπότε στην οικογένεια αυτή έφτασε εις διπλούν το σχετικά σπάνιο αυτό βαφτιστικό.
Αναζήτησα το δεύτερο βαφτιστικό του θείου μου Ιωσήφ (Αύγουστος). Το έχει, και ακριβώς από πάνω έχει και το βαφτιστικό του συμπεθέρου του (Αριστοφάνης).
(Να πω και για το γυμνασιάρχη μου τον Ευκλείδη; Ή το μαντεύουμε;)
sarant said
45 Έφη, αν έχεις ακόμα το αντίτυπό σου, ρίξε μια προσεχτική ματιά: δεν το έχω μεταφράσει το βιβλίο για το Volkswriter, το έγραψα εγώ. Δεν υπήρχε κάτι να μεταφράσω ή δεν μας έδιναν τα δικαιώματα, δεν θυμάμαι.
46 Εδώ και σε ολόκληρες γειτονιές της Αθήνας δυσκολεύεται να βρει κανείς εφημεριδα….
47 – 51κε Τι ωραίες φωτογραφίες!
50 Νάσαι καλά. Ναι, καλές λύσεις για τα γερμανικά.
60 Κάπου την έχω δει, είναι στα μέρη μου
sarant said
66 Το μαντεύουμε 🙂
Μπόσικος said
Καλησπέρα κι από εμάς.
Στοιχηματίζω την μισή μου περιουσία πως ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ από τους πολυπληθείς αναγνώστες του Σαραντακείου Ιστολογίου ΔΕΝ ΦΙΛΟΤΙΜΗΘΗΚΕ να σκάσει 4,25 ευρώ και να αγοράσει την χθεσινή Σαββατιάτικη «Εφημερίδα των Συντακτών» η οποία μοίραζε τα νεανικά – κομμουνιστικά διηγήματα του κυρίου Νίκου!.. Ούτε κάν η ερίτιμος κ. Έφη – Έφη, η οποία είχε το θράσος να δηλώσει ότι την αγόρασε. Θα αποδείξω τον ισχυρισμό μου αυτόν, ευθύς αμέσως, για κάθε άπιστο Θωμά…
ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΛΕΜΕ: Και ο τελευταίος κάφρος αναγνώστης που θα είχε στην διάθεσή του την σαραντάκεια συλλογή διηγημάτων «Για μια πορεία», θα έρριχνε μια ματιά στις δύο εισαγωγές του βιβλίου και θα μάθαινε το εξής συγκλονιστικό που μάς ΑΠΕΚΡΥΨΕ ο παμπόνηρος κ. Σαραντάκος, προκειμένου να τεστάρει ποιοί αγόρασαν χθές την «Εφ.Συν»: Το παρόν διήγημα «Ακόμα και ένα κουτί» κέρδισε το 1ο Βραβείο Διηγήματος του Φεστιβάλ της ΚΝΕ!.. Κι όμως: Μετά από 8 ολόκληρες ώρες παραμονής του παρόντος άρθρου στον Ουρανό του Διαδικτύου, ΟΥΔΕΙΣ αναγνώστης επεσήμανε αυτή την συγκλονιστική πληροφορία… Πράγμα που αποτελεί την πιό τρανή απόδειξη ότι – παρά τις απεγνωσμένες εκκλήσεις του κυρίου Νίκου, ΟΥΔΕΙΣ σαραντάκειος αναγνώστης αγόρασε χθές την Σαββατιάτικη «Εφ.Συν», ούτε κάν ο σοφός Νέστωρ του Ιστολογίου κ. Άγγελος και ο λαλίστατος φιλόλογος της κακιάς ώρας κ. Πέπες!..
Για τους άπιστους Θωμάδες, ΙΔΟΥ τί αποκαλύπτει στην 1η εισαγωγή του 1988 ο ίδιος ο κύριος Νίκος, που ήτο τότε μόλις 29 ετών:
Περιττό να προσθέσω ότι το εν λόγω βιβλιαράκι με τα νεανικά – κομμουνιστικά διηγήματα του κ. Σαραντάκου είναι ΓΕΜΑΤΟ ΛΑΘΗ, μερικά από τα οποία επεσήμανε στο σχόλιο 27 ο γενναίος σχολιαστής ΓΤ. Επί 4,5 ολόκληρες ώρες, ο «ευαίσθητος» με τα λάθη των ΑΛΛΩΝ, κύριος Νίκος, τηρεί στάσιν παλαιάς Αρσακειάδος (= η σιωπή μου προς απάντησίν σου) γι’ αυτό το αποστομωτικό σχόλιο!
ΕΡΩΤΩ τον αγαπητό σε όλους μας, κ. Σαραντάκο: Ποιός διόρθωσε, κύριε Νίκο μου, το βιβλιαράκι που μοίρασε χθές η «Εφ.Συν.» με 4,25 ευρώ; Είναι δυνατόν να μήν αντελήφθησαν οι επαγγελματίαι διορθωταί της τα τραγικά λάθη που επεσήμανε στο σχόλιο 27 ο ΓΤ και πολλά ακόμη που θα σπεύσω να παραθέσω απόψε το βραδάκι, εάν προκληθώ; Εδώ σε θέλω κάβουρα, που περπατάς στα κάρβουνα…
Δύτης των νιπτήρων said
Παρακαλώ κ. Μπόσικε, ξεκινήστε τις διαδικασίες για την απόδοση της μισής σας περιουσίας, ελπίζω να είναι υπολογίσιμη
https://x.com/dytistonniptir1/status/1802022940893986839
tamistas said
Πολύ ωραίο, ωραιότατο, συγκινηθήκαμε, είχα καιρό να πάρω την ΕφΣυν (να πάρω εφημερίδα, δηλαδή – άτιμο ίντερνετ) αλλά χθες …
Εδώ και το Βήμα πήραμε άλλοτε! Άντε, τώρα, να διαβάσω και τα υπόλοιπα διηγήματα…
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Από το 1976, για να περιοριστούν τα λειτουργικά έξοδα των κρατικοποιημένων λεωφορείων, καταργείται σταδιακά το σώμα των εισπρακτόρων. Στη θέση τους ένα κουτί-κουμπαράς, το οποίο τοποθετείται κοντά στη θέση του οδηγού και στο οποίο ο επιβάτης πρέπει να ρίχνει το ακριβές αντίτιμο καθώς δεν υπάρχει η δυνατότητα ο οδηγός να δίνει ρέστα. Η άρνηση καταβολής αντιτίμου βρίσκει και εδώ έναν τρόπο έκφρασης. Επιβάτες ρίχνουν με δύναμη τα κέρματα στον κουμπαρά προκειμένου να μην προλάβει ο οδηγός να δει τι έριξαν. Αρκεί να είναι κάτι βαρύ, μεταλλικό και να κάνει θόρυβο. Στο άνοιγμα των κουμπαράδων κάθε βράδυ στα 8αμαξοστάσια, για την καταμέτρηση των εισπράξεων βρίσκονται μέσα μεταλλικές ροδέλες, κουμπιά ρούχων, μισά χαρτονομίσματα, παλαιά και ξένα νομίσματα ευτελούς αξίας και διάφορα άλλα αντικείμενα! Αναφέρεται ότι μερικά χρόνια μετά την τοποθέτηση των κουμπαράδων έχουν συγκεντρωθεί περί τα 200 τσουβάλια με άσχετα μεταλλικά αντικείμενα!
Γύρω στο 1986 και ενώ εισπράκτορες και «κουμπαράδες» αποτελούν οριστικό παρελθόν, η άρνηση καταβολής αντιτίμου στα μέσα μεταφοράς συνεχίζεται. Ο ΗΛΠΑΠ υιοθετεί το σύστημα των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών με διάτρηση εισιτηρίου από λευκό χαρτί και ο ΗΣΑΠ ένα σύστημα επικύρωσης εισιτηρίων τυπωμένων σε χαρτονάκια, συνδεδεμένο με «τουρνικέ» (περιστρεφόμενος μηχανισμός από μέταλλο ο οποίος τοποθετείται στην είσοδο δημοσίων χώρων κι επιτρέπει να εισέρχεται σε αυτόν ένα άτομο κάθε φορά).
Καταργούνται και τα δύο το 1990 και καθιερώνεται το σύστημα έκδοσης και επικύρωσης ενιαίου σχήματος εισιτηρίων, το οποίο ισχύει έως και σήμερα
2013
sarant said
΄70 Χαχαχαχα!
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
71,Ταμί, συγκίνηση με γέλιο, τα δυο πρώτα τουλάχιστον που ΄χω διαβάσει, πράμα τόσο δυσεύρετο. Κυλάνε νεράκι. Γελούσα μες τη νύχτα. Τί θέλει ο άθρωπος να δροσερέψει η ψυχή του; Μόνο η μνήμη του με τρόπο τρυφεροσαρκαστικό διατυπωμένη, αρκεί.
Το 84 (πρώτη γραφή), ο Νικοκύρης είναι 25 χρονών, αναρωτιέμαι αν υπήρξαν κριτικές του βιβλίου κι αν ήταν δίκαιες …
ofakiris said
Ο Πούτιν στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
«Παρέμβαση Μητσοτάκη στη Διεθνή Διάσκεψη για την Ειρήνη στην Ουκρανία.»
Και
«Στο περιθώριο της διήμερης συμμετοχής του στις εργασίες της Διάσκεψης στην Ελβετία, ο πρωθυπουργός είχε συναντήσεις με την Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Roberta Metsola, την Πρόεδρο της Μολδαβίας Maia Sandu, τον Πρόεδρο της Δομινικανής Δημοκρατίας Luis Abinader και τον πρωθυπουργό της Ανδόρρας Xavier Espot Zamora.»
Μεγαλεία!
Το Ναούρου και το Παλάου πως του ξέφυγαν; Οι άλλοι τον φτύσανε;
Μήπως, ίσως, πιθανόν να έκλαψε για τις σφαγές στην Παλαιστίνη ή έκανε πέτρα την καρδιά του περιμένοντας τις οδηγίες των αφεντικών;
Χαρούλα said
Όταν θέλουμε να πούμε ότι μέχρι εδώ ήταν και δεν πάει άλλο, χρησιμοποιούμε τη φράση «τέρμα τα δίφραγκα».
Η έκφραση καθιερώθηκε με τη μεταφορική, σημερινή της σημασία, από τους εισπράκτορες των αστικών λεωφορείων, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Τότε η τιμή των εισιτηρίων δεν ήταν ενιαία, αλλά αυξανόταν ανάλογα με το μήκος της διαδρομής.
Μέχρι κάποιο σημείο κόστιζε 2 δραχμές. Έτσι, μετά από το σημείο αυτό και αφού ανέβαιναν οι επιβάτες και έκλειναν οι πόρτες, ο εισπράκτορας φώναζε δυνατά «τέρμα τα δίφραγκα».
sarant said
74 Είχε μερικές καλές κριτικές (στην Πολιτιστική ο Φώντας Κονδύλης, ο Μιχάλης Μερακλής κι άλλοι). Και εξαντλήθηκε, γι αυτό έκανε δεύτερη έκδοση.
Πέπε said
70
Μπα, τρίχες υπολογίσιμη. Υπολογίσιμη είναι η άλλη μισή.
Δύτης των νιπτήρων said
Εσύ, παγκοσμίως άγνωστε φιλόλογε, απόδειξε πρώτα ότι αγόρασες την εφημερίδα και ύστερα κανονίζουμε τις διεκδικήσεις μας στο ήμισυ της περιουσίας.
Πέπε said
Της οκάς, παρακαλώ πολύ. Μη με υποβαθμίζετε.
Πουλ-πουλ said
Δεν ξέρω για το παλιό 171, αλλά στις μέρες μας ένα είναι το θρυλικό λεωφορείο, το αεικίνητο 140.
Costas Papathanasiou said
Καλησπέρα!
“καρφάκι βέβαια δεν του καιγόταν για τις μηχανές, που ήταν χωρίς εισπράκτορα τα καινούργια, αυτό τον έκοφτε.[…] ανοίγει κι αυτός την τσάντα και βγάζει από μέσα κέρματα στραβωμένα, ροδέλες, λάμες από σουγιάδες και χούφτες άλλα σιδερικά,[…]ταΐζει το μηχάνημα με δαύτα· […] βγαίνει απ’ το λεωφορείο καμαρωτός […] γυρνάει σπίτι του σφυρίζοντας και σκασμένος στα γέλια”
Εκείνο συνεπώς που δυστυχώς -παρά τα χρόνια του- δεν τού ‘κοψε να δει ο μαστρο-(χαλαστής) Πέτρος είναι ότι ποτέ δεν φταίει το εργαλείο μα πάντα ο χειριστής του και ότι στο τέλος όλοι (νέοι γέροι) άνεργοι ή εργαζόμενοι (εισπράχτορες ολίγων ή πολλών) στην ίδια αγχόνη έχουμε πιαστεί, φθαρτά γρανάζια, κέρματα, ροδέλες μηχανής που οι ίδιοι φτιάχνουμε ελπίζοντας για αποκλειστική ραστώνη..
(Κερματοδέκτης: Όπου φτωχός, μεράδι του ψωμάκι και νεράκι (*)/ αν κατακερματίζεται για αχρείο μηχανάκι-ώσπου απ’ το μεροδούλι του στραγγίζει το μεράκι/ και απ’ τον καιρών την είσπραξη τού μένει ένα κεράκι./ (*)γνωστός παρ’ ημίν και αυτός ο ειρωνικόε δραχμοφάγος για αγίασμα (ίσως) καματερού https://www.news247.gr/history/mixani-tou-xronou-o-protos-kermatodektis-itan-efevresi-ellina-epistimona/ )
Κακός εισπράκτωρ -Πέτρου Μαθητής; – και αυτός ο απαλλοτριωτής : https://www.naftemporiki.gr/society/267654/thessaloniki-leia-4-950-evro-apo-kermatodektes-leoforeion/
Και πολύ ωραία ποιητική επισήμανση αυτή:
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΝΕΡΓΩΝ – Δήμητρα Χριστοδούλου
Γνωρίζουν άριστα την τέχνη τους,/ Εκείνος με το πράο μέτωπο εκ πείρας,/ Ο άλλος, με τα φευγαλέα τικ, δια των σπουδών./ Και οι δύο την ασκούσαν αρτίως,/ Εκείνος με το πράο μέτωπο συχνά,/ Ο άλλος, με τα φευγαλέα τικ, δια βίου.//
Και οι δύο δεν θα την ασκούνε στο εξής./ Τους φόρεσαν το σιδερένιο γάντι./ Πρέπει σε μέση ηλικία/ Να πιστωθούνε στα νήπια./ Κάποιος αφανής κερματοδέκτης/ (Εάν απλώνουν σταθερό το χέρι)/ Θα τους προσπορίζει τα κόμιστρα/ Από τον κεραυνό ως το χώμα.// Επ’ ελάχιστον, βέβαια. Ως την ώρα/ Που τ’ άστρα, τα παιδιά και οι σύζυγοι/ Θα τους κοιτάξουν με τη δυσπιστία του πένθους,/ Με τα πελώρια μάτια της ποινής.//
Α, τότε ποιος θα τους ακούσει να κλοτσάνε/ Κάτω απ’ τα πόδια τους το ίδιο αυτό σκαμνί/ Που κατασκεύασε ο ένας εκ πείρας/ Κι ο άλλος, με τα φευγαλέα τικ, δια των σπουδών.
(“Ο τρόμος ως απλή μηχανή”, εκδόσεις Πατάκη, 2012/ https://whenpoetryspeaks.gr/2020/03/%CE%B4hmht%CF%81a-xpi%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%B4oy%CE%BB%CE%BF%CF%85/ )
Αλφα_Χι said
https://busoldtimers.blogspot.com/2014/08/1958.html
atheofobos said
Όντας σε αυτούς που το αγόρασαν και άρχισαν να το διαβάζουν με απόλαυση, καθώς διάβαζα το πρώτο διήγημα «Αναλύοντας τα πετροχημικά», διαπίστωσα ότι έχεις χρησιμοποιήσει την συνεχή αφήγηση χωρίς τελεία για πολύ μεγάλο διάστημα. Ακριβώς το ίδιο έχει κάνει και ο Φύσσας στο Ο ΜΕΣΚΟΥΛΑΣ ΑΠΟΣΥΡΕΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ .Έχει αντιγράψει το στιλ ή και οι δύο έχετε σαν πρότυπο κάποιον άλλο συγγραφέα;
sarant said
78 🙂
82-83 Είχαν κρατηθεί και συγγνώμη
81 Δεν το ήξερα!
sarant said
84 Υπάρχουν πολλοί που γράφουν έτσι. Εγώ τότε είχα επηρεαστεί από τον Μποχούμιλ Χράμπαλ. Θέλετε να δείτε τη Χρυσή Πράγα; λεγόταν ένα βιβλίο του.
Αλφα_Χι said
69. Ορίστε! Πήγα αμέσως και την αγόρασα, για να μη λέτε!
Και βρήκα και το παλιό βιβλίο το φανταρίστικο πίσω πίσω στη ντουλάπα!
Θα τη διαβάσουμε, όταν δροσίσει!…
sarant said
87 Πάει και η άλλη μισή περιουσία!
BLOG_OTI_NANAI said
Σε τεύχος του 1988 του περιοδικού «Νέα Πορεία», στη στήλη «Αναγνώσεις» υπάρχει μια βιβλιοπαρουσίαση:
Επίσης το περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ παραπέμπει σε δύο ακόμα αναφορές (πιστεύω να είναι ο ίδιος Κονδύλης που τις έγραψε αλλά γράφτηκε διαφορετικό το όνομα του). Μάλλον πρόκειται για την εφημερίδα «Η Πρώτη» 13 ΑΠΡ και το τεύχος 6 του περιοδικού «Πολιτιστική, Μηνιαία επιθεώρηση τέχνης»:
ΓΤ said
Τυπικά αναφέρουμε ότι το 1987 στην Πρώτη ήταν ο Μπουκάλας.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
77, θα μου ήταν έκπληξη να μην είχε κριτικές και δη καλές, δεν μπορεί να πέφτει έξω το κριτήριό μου 🙂
sarant said
89-90 Νέα Πορεία ήταν ο Μερακλής.
Αυτήν της Πρώτης δεν τη θυμάμαι. Να κοιτάξω
BLOG_OTI_NANAI said
92: Ναι, υπογραφή Μ.Γ. Μερακλής.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
69 Κυρ Μπόσικέ μου, σας επήδηξα , ούτε ξέρω πώς έγινε και δεν καταλάβαινα και το περαιτέρω καλαμπούρι του Δύτη. Κατ μια στιγμή, κύριε Δύτα μας να γράφεις το νούμερο στο οποίο απαντάς διότι ως «τελευταία κάφρισσα» και …πηδηχτούλα, νόμιζα ότι στο τουίτερ που παραπέμπεις κάτι γράφτηκε κι έψαχνα, μάταια, στον …Ιερώνυμο Μπος 🙂 . Συνεχίζω μ΄εσάς Μπόσι, που μου τη λέτε κιόλας, το οποίον έμεινε αναπάντητο, και απαντώ τώρα » άμε να δεις από πού ΄ρχομαι» (και βαστώ και το βιβλίο) 🙂 🙂 . Τα δυο πρώτα διηγήματα είπα ότι διάβασα, πήγα (πήδηξα λέμε) κατ΄ευθείαν στη γραφή, καν το οπισθόφυλλο, καν τις εισαγωγικές πληροφορίες, καν πού είναι αφιερωμένο, αυτά συνήθως τελευταία γιατί έτσι μ΄αρέσει. Φέρε κάτω όλη την περιουσία, διότι πρώτη και ευθέως έθιξες εμένα κι έφαγα κι ένα σωρό ώρα να καταλάβω τί λέγανε και γελούσαν για την αφεντιά σου.
σσ Να γιατί χρειάζονται οι αποδείξεις και του περιπτέρου ακόμη 🙂
ΓΤ said
Σκακιστική Ακαδημία Χανίων «Σαμαριά»
Νικόλας Θεοδώρου
αγαπάμε
michaeltz said
26.
Kάποια Πρωταπριλιά της εποχής των αλλαγών η Ελευθεροτυπία (αν δεν κάνω λάθος) είχε πρωτοσέλιδο μια φωτογραφία με ένα τρόλεϊ που στη θέση των προειδοποιητικών αυτοκόλλητων επιγραφών έγραφε, αντί «Χωρίς εισπράκτορα», «Χωρίς οδηγό»!
michaeltz said
69.
Αγαπητέ κύριε Μπόσικε, παλιέ καλέ μας φίλε του Ιστολογίου, σας αποκάλυψε, πέρα από την ευγένεια του γραπτού σας λόγου, το προσφιλές σας «ρητό». Να σας ενημερώσω ότι το έχετε απομνημονεύσει λάθος, όχι απλό mistake, που λέμε στα Ελληνικά, αλλά misconception: Δεν υπάρχει κάβουρας πυροβάτης, γι’ αυτό η ειρωνική παραίνεση, ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΑΣ ΣΤΑ ΚΑΡΒΟΥΝΑ, και όχι ΠΟΥ περπατάς στα κάρβουνα!
«Εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα» είναι η σωστή ρήση.
Κρατήστε το στη μνήμη σας για τις μελλοντικές καλόγουστες παρεμβάσεις σας…
michaeltz said
76. Χαρούλα
Είσαι βέβαιη γι’ αυτό που γράφεις; Γιατί ο δικός μου εισπράκτορας φώναζε «Τέρμα τα Ένα κι ενενήντα»!
geobartz said
29, Saramt said: «28 Κόρμακας; Σημαίνει κάτι εκτός της φράσης; Μου θυμίζει το ‘ξερό κορμί’ που επίσης λένε».
# Κόρμακας=ο μαναχικός, κορμακίνα=η μοναχική. Ήταν ένα παιχνίδι που η κλώσσα φύλαγε τα π’λούδια της κι ο κόρμακας τριγυρνούσε για να αρπάξει ένα. Είδα και τον Πασχαλούδη που σημειώνει ότι είναι από το τουρκ Kurmak=κλωσσώ, συγκροτώ, αποτελώ, κόρμακας-κορμακίνα=μοναχικός [με «ευθύνη» του, όπως επισημαίνει]
46, ofakiris said: «…Συνοικία ‘Άγιοι Σαράντα’ στη Θεσσαλονίκη; Μήπως Σαράντα Εκκλησιές»;
# Βεβαίως Σαράντα Εκκλησιές. Το κατάλαβα μόλις αμόλυσα το σχόλιο. Ευχαριστώ πάντως για τη διόρθωση.
Χαρούλα said
#98 Michaeltz, ως μη Αθηναία, ότι διαβάζω. Ναι υπήρχαν διάφορες τιμές, απλά τα δίφραγκα επιβίωσαν ως φράση με ευρύτερη έννοια.
https://www.slang.gr/lemma/10380-terma-ta-difragka
Κώστας said
Καλησπέρα.
Το «Noch eine Kiste» όντως εκτός θέματος. Selbst eine Kiste έπρεπε να πει.
Αλφα_Χι said
Τέρμα τα δίφραγκα (1962), Β. Αυλωνίτης. Τη φράση τη λέει στο τέλος (μεταφορικά).
ΓΤ said
Αμ δεν ζούσε ο «Άσενμπαχ» Τόμας Μαν να απολαύσει το Νοch eine Kìste ακούγοντας ταυτόχρονα Μπαχ.
Τέρμα τα δίφραγκα!
Κι άμα δεν έχεις Τόμας Μαν, βολεύεσαι με… Τόμας Γουόκαπ εάν νομίζεις ότι είσαι Γουοκάποιος.
sarant said
99 Ευχαριστώ! Θα υπάρχει και παρετυμολογική συσχέτιση με το «κορμί»
Αγγελος said
Η φράση «τέρμα τα δίφραγκα» πρέπει να είναι του Μεσοπολέμου. Σαφώς τη θυμάμαι να λέγεται στα παιδικά μου χρόνια, όταν το εισιτήριο μέχρι την Ομόνοια ήταν μόλις 1,20 και το εισιτήριο μακρύτερων διαδρομών 2,40. Θυμάμαι μάλιστα, μετά από κάποιαν αύξηση των τιμών, συμμαθητή και φίλο μου να λέει «άμα φτάσει και 2 δραχμές, θα λένε «τέρμα τα δίφραγκα»!» Η φράση δηλαδή ήταν σαφώς σε κοινή χρήση προτού φτάσει τις 2 δραχμές το απλό εισιτήριο.
Το 1971, που έφυγα για σπουδές στο εξωτερικό, το εισιτήριο του τρόλεϊ είχε φτάσει πια 2 δραχμές «Ομόνοια» και 3 «συνέχεια». Το επόμενο καλοκαίρι που γύρισα χρειάστηκε να πάω από το σπίτι μου (Κολιάτσου) στους Αμπελοκήπους και έδωσα 3 δραχμές στον εισπράκτορα, ο οποίος προς κατάπληξή μου μου έδωσε ρέστα! Είχε ενοποιηθεί στο μεταξύ η τιμή στις 2,50 δραχμές για όλες τις διαδρομές! (Δεν ξέρω τι έγινε με τις προαστιακές των λεωφορείων…)
ΓΤ said
Προσπαθώ να συνδυάσω τα βασανιστήρια που υπέστη ο Παναγούλης με… τρανσατλάντικ κομμουνιστές Κολλεγίου
sarant said
105 Mεσοπολέμου; Να το σκεφτώ, με αιφνιδιάζει.
Stavroula said
Ωραίος εισπράκτορας ο Μανώλης Μαυροματάκης στην ταινία 1968, σε μια σύντομη αλλά χαρακτηριστική ερμηνεία.
Το διήγημα το διάβασα από το βιβλίο και ήταν απολαυστικό! Κυλάει εύκολα, συγκινεί και προβληματίζει ταυτόχρονα τόσο όσο. Δεν ξεχώρισε τυχαία!
Θυμήθηκα την αστική, έτσι το έλεγαν στα καμποχώρια, και τη στενή θέση του εισπράκτορα με το τραπεζάκι του. Ασφυκτιούσε ο καημένος..
Όπως φαίνεται θα εκλείψει οσονούπω και ο οδηγός.
Αυτοκίνητα χωρίς οδηγό: Το μέλλον των μετακινήσεων χτυπάει την πόρτα (oneman.gr)
Αλφα_Χι said
109. Τρίκαλα, Οκτ. 2015: λεωφορείο χωρίς οδηγό, Νοεμ. 2015: έπεσε σε περίπτερο. 2022: Επαναφέρουν τα λεωφορεία χωρίς οδηγό.
ΓΤ said
@109 ΑΧ
Γνωρίζουμε από τέρμα φιλαρούμπες σαρκαφλιάδες ότι, όταν έσκασε η συγκεκριμένη φασούμπα με το τυφλομπούσι, τα γλυκά γιαγιαδέλια έλεγαν: «Αργεί να ‘ρθει το γκαβό;»
Πέπε said
79
Και τώρα που προυχώρησεν η νυξ, ας πούμε μερικές αλήθειες κι ας πονάνε: ποια εφημερίδα, ούτε εδώ δεν είχα διαβάσει την ιστορία. Τη διάβασα τώρα και μ’ άρεσε, αν και πικρή.
Δε νομίζω ότι η μίξη λόγιων και λαϊκών εκφράσεων είναι μίμηση κάποιου επιπέδου λόγου που να μην το κατέχει ως φυσικός ομιλητής ο συγγραφέας. Νομίζω ότι είναι απλά μια προσωπική επιλογή.
Αυτές τις μέρες διαβάζω το τελευταίο τού Αλμπάτη (εκεινού με τους νεκρούς), την «Κατάλυση του χρόνου», και συνηθίζει πολύ τέτοιες συντάξεις, με το ρήμα στο τέλος αλά πολίτα. Το διάβαζα και τώρα, πριν μια ώρα, και μάλιστα σε λεωφορείο! Κι ο Αλμπάτης λοιπόν καλλιεργεί ένα προσωπικό ύφος λόγου σταχυολογώντας επιλεκτικά από διάφορα προϋπάρχοντα αλλά διαφορετικά, και αυτό πάντα δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα. Προς στιγμήν λοιπόν ένιωσα ότι βρίσκομαι στην ίδια ατμόσφαιρα όπως πρότινος στο λεωφορείο! Μάλιστα κι εκεί κυριαρχεί η τριτοπρόσωπη αφήγηση σχεδόν χωρίς διαλόγους, γενικά μοιάζει. Και μάλιστα αφήγηση κυρίως εσωτερικών γεγονότων, δεν έχει πολλή «δράση».
Τόση αναμνησιολογία στα σχόλια, αλλά για κοκόρια στην Αθήνα κουβέντα. Εγώ θυμάμαι να έχω ακούσει, προ εικοσαετίας ή μπορεί και λιγότερο, στο Χαλάντρι ή στην Αγία Παρασκευή.
Τώρα προ δυο-τριών ημερών, μετέφραζα κάτι από τα αγγλικά και είχε τη λέξη early ως επίθετο. Σκέφτηκα «νωρίτερος», αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν το λέμε, αφού δεν υπάρχει στον θετικό βαθμό. Μάλιστα ήθελα να ρωτήσω κι εδώ, σε λεξικό δεν έβρισκα να υπάρχει (αλλά αυτό δεν είναι απόδειξη ότι δεν υπάρχει), και τελικά έβαλα πρόωρος.
Και τώρα που το βλέπω, δεν είμαι σίγουρος αν μου πάει.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
110, χαααα
γελαω μετα δακρυων! Ενα τετοιο γραφεις και κερδιζεις αφεση 6μηνου για κατι χολιτσες, Γουτουημ 🙂
sarant said
111 Καλό το τελευταίο του Αλμπάτη;
Alexis said
Νοσταλγία και συγκίνηση! Πολύ καλό!
Θα συμφωνήσω με τα σχόλια 16 και 22 περί λαϊκών ιδιωματικών τύπων. Κι εμένα με ξενερώσανε κάπως…
Αυτό το «ΧΩΡΙΣ ΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΑ» είχε γίνει κάτι σαν ανέκδοτο. Θυμάμαι αμυδρά γελοιογραφία της εποχής (Μητρόπουλος; ΚΥΡ;) όπου κάθονται δύο στη στάση και περνάει ένα λεωφορείο που γράφει «ΧΩΡΙΣ ΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΑ». Στο επόμενο καρεδάκι περνάει «σφαίρα» άλλο λεωφορείο που γράφει «ΧΩΡΙΣ ΟΔΗΓΟ» και οι δύο στη στάση κοιτάζονται αποσβολωμένοι…
Γιάννης Μαλλιαρός said
Καλημέρα,
Από χτες θέλω να σχολιάσω, αλλά περίμενα μπας κι έβρισκα και το σχετικό δικό μου ντοκουμέντο.
Το τέρμα τα μία κι είκοσι, το έλεγε φίλη που έμενε στα Πατήσια (δυο στάσεις μετά από σένα Άγγελε) και της είχε μείνει. Εγώ που έμεινα το καλοκαίρι του 77 εκεί (Κολιάτσου) το εισιτήριο είχε γίνει πια ενιαίο (αλλά δεν θυμάμαι πόσο ήταν). Όμως αυτό με τον εισπάχτορα με το μηχανάκι που γύριζε και τύπωνε, το πρόλαβα. Σε μεγάλες στάσεις μάλιστα (με πολύ κόσμο) υπήρχε κι ένας απέξω που έκοβε και όταν έμπαινες απλά το έδειχνες!
Την εποχή που άρχισαν να καταργούνται οι εισπράκτορες εγώ ήμουνα περαστικός μόνο από Αθήνα καθότι έκανα μαθηματικό στα Γιάννενα. Όμως τα πορτοκαλί κουτιά δίπλα στον οδηγό που έριχνες ό,τι ήθελες τα θυμάμαι. Ο οδηγός συνήθως κοίταζε απ’ την άλλη μιας και ήταν συνδικαλιστική θέση πως οι οδηγοί δεν είναι εισπράκτορες κι η δουλειά τους δεν είναι να ελέγχουν τι κάνει ο καθένας (πέρα απ’ το τι θα κάνανε αν σε βλέπανε να ρίχνεις λιγότερα, τι εξουσία είχαν).
Στα Γιάννενα άργησαν λίγο να ξεκινήσουν (μαθαίναμε πως και σ’ άλλα αστικά είχαν καταργηθεί οι εισπράκτορες) κι όταν ξεκίνησαν έβαλαν μηχανάκια που έβγαζαν φωτοτυπία το τι έριχνες. Κι έμπαινε ο ελεγκτής κανονικά και έβλεπε αν είχες πληρώσει το αντίτιμο (τουλάχιστον, γιατί δεν έδινε ρέστα, βέβαια)
Πέπε said
113
Κοίτα, είναι ενδιαφέρον, ευχάριστο σαν υπόθεση και σαν γραφή. Τον χρόνο σου δεν τον χάνεις. Αλλά αν με ρώταγες «τι διάβασες τελευταία και το ξεχωρίζεις;», θα έβαζα πρώτα δυο άλλα:
Ένα, τους Ιπποποτάμους του Μακριδάκη. Δίνει ρεσιτάλ γραφής: επί 180 σελίδες περίπου δε γίνεται απολύτως τίποτε, μόνο ψάχνουν να βρουν τι είναι αυτό που βρωμεί μες στο σπίτι, και όμως καταφέρνει να σε κρατάει συναρπασμένον μέχρι το τέλος. (Και που βρήκαν στο τέλος τι ήταν, δεν έχει μεγάλη σημασία. Αν δεν ήταν αυτό που βρήκαν, θα ήταν κάτι άλλο παρόμοιο, σιγά τώρα. Αλλά είναι και πώς το λες!) Μηδέν υπόθεση, 100% αφήγηση.
Και το άλλο, «Όλα χαμένα», του Κώστα Μιχόπουλου. Καινούργιος; Δεν τον ήξερα. Σχετικά σύντομο μυθιστόρημα, ή εκτεταμένη νουβέλα. Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις γι’ αυτό παρά μόνο λέγοντας την υπόθεση (χάθηκε ένας δύτης και τον ψάχνουν), θα πω αντ’ αυτού ότι με οδήγησε στην απόφαση ότι, όπως άλλες φορές σταμπάρω κάποιον συγγραφέα και τον παρακολουθώ, τώρα θα παρακολουθώ αυτή τη σειρά των εκδόσεων Πόλις. Είναι η ίδια και με τους Πεθαμένους του Αλμπάτη, καθώς και με το καινούργιο του (του Αλμπ.), είχα ήδη διαβάσει το συντομότατο με τους ψυχαναλυτές της Ελευθερίας Παπουτσάκη που τώρα ακούω ότι πάει και για κάποια βράβευση, και αυτό ήταν, κάναμε αρραβώνα.
Κράτα σημειώσεις για όταν θα έρθουν τα «Βιβλία για το καλοκαίρι»!
Εντωμεταξύ βλέπω κάτω στη γωνία της οθόνης τον τίτλο της σημερινής ανάρτησης, «Τόσα βιβλία τι θα τα κάνεις;». Δεν είδα ακόμη τι λέει μέσα, αλλά «Η κατάλυση του χρόνου» του Αλμπάτη έχει να κάνει με το ίδιο θέμα: πέθανε ο άλλος, άφησε μια τεράστια βιβλιοθήκη που δεν ενδιαφέρει τους συγγενείς του αλλά δε θέλουν και να την πετάξουν, και κάποια στιγμή μετά από δεκαετίες εμφανίζεται ένας νεαρούλης που, ενώ δεν ήταν του διαβάσματος μέχρι τώρα, βρίσκει εκεί τον κόσμο και τον εαυτό του. Το προχωρώ ακόμα, δεν ξέρω πού θα βγάλει.
Πέπε said
116
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, νουβέλα, όχι μυθιστόρημα. Λίγος χρόνος, λίγοι ήρωες, αλλά αρκετές σελίδες.
Stazybο Hοrn said
Περίσσεψε τίποτα για μας;
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
76 κ.ε.>>τέρμα τα δίφραγκα
Τέρμα τα τάληρα τώρα, λέει 🙂
https://xristika.gr/telos-ta-5eyra-einai-oristiko-ti-prepe/
sarant said
116 Λοιπόν, ίδια εντύπωση κι εγώ για τους Ιπποπόταμους και το είπα και στην παρουσίαση: σαν του Παπαδιαμάντη
Την προταση θα την έχω στο νου μου.
118 Αν εννοείς αντίτυπα από τη νέα έκδοση, είπα να μου κρατήσουν κάμποσα.
Stazybο Hοrn said
Τέρμα τα δίφραγκα
Χασαποσέρβικο, 1958
Ταινία, 1962
Αρχεία Τύπου
ΕΒΕ: από το 1963 και μετά, στις ταινίες, στην εφημερίδα Μακεδονία.
Βικελαία: Μεσόγειος, 15/10/1958
Δύτης των νιπτήρων said
120γ Εννοεί από το ήμισυ της περιουσίας!
Stazybο Hοrn said
120: Απ’ την βαταλοπεριουσία, ρε!
Stazybο Hοrn said
121: Γουγλοβιβλία: Πρώτες εμφανίσεις, 1975, στα Αρνούμαι και Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη.
sarant said
122-3 Ναι, σωστά. Διεμερίσαντο τα ιμάτιά του…
Spiridione said
105. 107.
Σε ένα δημοσίευμα του 1928 μαθαίνουμε ότι ο εισπράχτορας της Πάουερ έλεγε «δραχμής έως εδώ» (για τη διαδρομή Ομόνοια – Σύνταγμα).
http://efimeris.nlg.gr/ns/pdfwin_ftr.asp?c=108&pageid=-1&id=45158&s=0&STEMTYPE=0&STEM_WORD_PHONETIC_IDS=AScASFASTASXASaAAgASMASHASeASZASJASLASSASJ&CropPDF=0
Theo said
@69:
Δομ’ κι εμένα το μερίδιό μου, μπάρμπα!
sarant said
127 🙂
Theo said
Τέλειωσα σήμερα το βιβλίο σου, Νικοκύρη.
Μου άρεσε το στιλ (δεν θυμάμαι να ‘χω διαβάσει Χράμπαλ, αλλά κάποιους άλλους μου θύμισε, σαν τον Alan Sillitoe), το υποδόριο χιούμορ κι ένας ρομαντισμός που μας κάνει να νοσταλγούμε τα νιάτα μας στα τέλη των ΄70ς και στις αρχές των 80ς, τότε που επικρατούσε η αίσθηση πως όλα θα μπορούσαν ν’ αλλάξουν.
(Αλλά ο ενθουσιασμός δεν αρκεί. Χρειάζονται βαθύτερες αλλαγές μέσα μας. Κάτι που αποδείχτηκε με την ΠΦΑ. Αντιγράφω από το editorial του αφιερώματος στο Χατζιδάκη στο ίδιο φύλλο της Εφσυν:
Τέλος πάντων, συγχαρητήρια και πάλι!