Στον απόηχο του προχτεσινού τελικού, συνεχίζουμε αθλητικά ή μάλλον αθλητικολεξιλογικά. Έγραψαν πολλοί, μετά την ήττα της Φιορεντίνα, ότι η ιταλική ομάδα είναι «λούζερ» -«Μωρή Φιορεντίνα, πόσο λούζερ είσαι πια», έγραψε στο Τουίτερ κάποιος που, υποθέτω, θα έλπιζε σε ήττα του Ολυμπιακού ώστε να μην έχει τον συνάδελφο στο γραφείο να τον πειράζει έως το 2098 (τα όρια ηλικίας έχουν αυξηθεί).
Η Φιορεντίνα, πράγματι, είχε ήδη ηττηθεί στον περυσινό τελικό του Κόνφερενς και, παρόλο που είναι η μοναδική ομάδα που έχει παίξει σε τελικούς και των τεσσάρων ευρωπαϊκών κυπέλλων (Πρωταθλητριών/ΤσουΛου, Κυπελλούχων, Ουέφα/Γιουρόπα, Κόνφερενς), μόνο μία νίκη έχει να θυμάται, κι αυτήν από το μακρινό 1961. Άλλωστε στο χτεσινό άρθρο είχαμε κάνει λόγο για τη Μπάγερ Λεβερκούζεν, η οποία επί σειρά ετών ερχόταν δεύτερη στο γερμανικό πρωτάθλημα, με αποτέλεσμα να της κολλήσουν το παρατσούκλι Βιτσεκούζεν – Νεβερκούζεν – Νεβερκούπεν στα καθ’ ημάς, μέχρι που φέτος το πήρε αήττητη. Κι αυτή, λούζερ την έλεγαν.
Όπως λένε λούζερ στο μπάσκετ τον Ολυμπιακό, που έχει τρία συνεχόμενα αποτυχημένα φάιναλ φορ, ή τη Μπαρτσελόνα, που έχει πάει 16 φορές στο φάιναλ φορ και έχει κατακτήσει το τρόπαιο μονάχα δύο -στο άλλο άκρο ο Παναθηναϊκός, με 7 κατακτήσεις σε 8 ή 9 προσπάθειες.
Να προσέξουμε κάτι: ο Ολυμπιακός και η Μπαρτσελόνα στο μπάσκετ, η Φιορεντίνα κτλ. στο ποδόσφαιρο, έχουν πολύ καλές ομάδες. Λούζερ ονομάζεται η ομάδα που κατ’ επανάληψη φτάνει σε τελική φάση και ηττάται, που φτάνει στη βρύση και νερό δεν πίνει κατά την παροιμία, όχι η ομάδα που μένει μονίμως στα χαμηλά της βαθμολογίας, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Ο όρος, επίσης, δεν είναι μονάχα αθλητικός. Γράφει το σλανγκρ:
Αυτός που έχει κάνει την ήττα τρόπο ζωής. Ο καθ’ έξιν χαμένος. Αυτός που είναι βέβαιο προκαταβολικά ότι θα τα παίξει την κρίσιμη στιγμή. Αυτός που όπως και να πέσει το φύλλο θα βρει τρόπο να χάσει.
Κοινή έκφραση στην Αμερική, στην Ελλάδα ήρθε στην δεκαετία του ’90 επάνω στην έξαρση της αλαζονείας των γιάπις οι οποίοι προσέδιδαν τον χαρακτηρισμό συλλήβδην – βασικά, σε όλους όσους δεν ήταν γιάπις. Έκτοτε διεδόθη.