Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ο Ροΐδης σε νεοελληνική μεταγραφή (ή μετάφραση)

Posted by sarant στο 17 Αυγούστου, 2018


Κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη, σε ένα κομψό τομίδιο, όπως θέλει το κλισέ, «Τρεις μεσαιωνικές μελέτες» του Εμμανουήλ Ροΐδη. Πρόκειται για μια πρωτότυπη έκδοση που μου κίνησε το ενδιαφέρον και γι’ αυτό την παρουσιάζω σήμερα.

Δεν πρόκειται για κάποιο άγνωστο έργο του άφθαστου στιλίστα, που το έφερε πρόσφατα στο φως η αναδίφηση παλιών εφημερίδων (κάτι που έχει συμβεί με άλλα έργα ή πάρεργα του Ροΐδη) αλλά για τρεις μελέτες που έχουν ως κοινό τους θέμα τον Μεσαίωνα, γραμμένες λίγα χρόνια μετά την Πάπισσα Ιωάννα, που περιλαμβάνονται στα πεντάτομα Άπαντα του Ροΐδη, που εκδόθηκαν σε επιμέλεια Α. Αγγέλου (στον 1ο και στον 2ο τόμο).

Η πρωτοτυπία της έκδοσης δεν βρίσκεται λοιπόν στο περιεχόμενο των τριών κειμένων, που είναι γνωστό, ούτε και στον πρόλογο ή την εισαγωγή του επιμελητή, στοιχεία άλλωστε που απουσιάζουν εντελώς. Η μεγάλη πρωτοτυπία της έκδοσης βρίσκεται στο ότι το ροϊδικό κείμενο συνοδεύεται από απόδοση στα νέα ελληνικά από τον φίλο Δημήτρη Φύσσα, που επιμελείται την έκδοση. Στην αριστερή σελίδα υπάρχει η νεοελληνική απόδοση ενώ αντικριστά, στη δεξιά σελίδα, το κείμενο του Ροΐδη, στην αρκετά δύσβατη καθαρεύουσα που συνηθιζόταν στον γραπτό μας λόγο πριν από ενάμιση αιώνα.

Ο Φύσσας χαρακτηρίζει «μεταγραφή» το εγχείρημά του, αν δεν είναι πρωτοβουλία του εκδότη ο όρος αυτός. Κατ’ εμέ είναι όρος άστοχος, διότι μεταγραφή, πέρα από τους ποδοσφαιριστές, έχουμε όταν μεταφέρουμε ένα κείμενο ή μια λέξη από ένα σύστημα γραφής σε ένα άλλο, π.χ. το αγγλικό κύριο όνομα Shakespeare στο Σέξπιρ (ή Σαίξπηρ ή Σαίκσπηρ ή όσες άλλες μεταγραφές έχουν προταθεί) ή. στη μουσική, όταν γράφουμε ξανά την παρτιτούρα μιας μουσικής σύνθεσης έτσι που να μπορεί να παιχτεί από άλλο όργανο από εκείνο για το οποίο είχε αρχικά συντεθεί.

Η μεταγραφή είναι άστοχος όρος, αλλά αυτός συχνά χρησιμοποιείται (αιδημόνως) στις περιπτώσεις ενδογλωσσικής μετάφρασης, ακριβώς για να μην ακουστεί ο επικίνδυνος όρος «μετάφραση» που μπορεί να εννοηθεί ότι αφορά τη μεταφορά κειμένου από μια γλώσσα σε μια άλλη κι έτσι απειληθεί η συνέχεια της μίας και ενιαίας γλώσσας. Παλιότερα, όταν είχε μεταφραστεί η Πάπισσα Ιωάννα στη νέα ελληνική είχε χρησιμοποιηθεί ο όρος «μεταγλώττιση». Νομίζω ότι ο όρος «μετάφραση» ή «ενδογλωσσική μετάφραση» είναι απόλυτα σαφής, αυτό είχε κάνει παλιότερα ο Καλοκύρης και αυτό έκανε τώρα ο Φύσσας. Ας σημειώσω τη διαφωνία μου λοιπόν.

Όταν είχε μεταφραστεί η Πάπισσα Ιωάννα, οι περισσότερες αντιδράσεις (μαζί και η δική μου, πριν ανοίξω το ιστολόγιο) ήταν αρνητικές. Ωστόσο, έχω ελαφρώς αλλάξει απόψεις από τότε -και έτσι κι αλλιώς, η έκδοση του Φύσσα ικανοποιεί τη βασική προϋπόθεση που είχα θέσει (που δεν την ικανοποιούσε η μετάφραση της Πάπισσας) δηλαδή αντικριστά στη μετάφραση να υπάρχει το πρωτότυπο κείμενο. Ο Φύσσας όχι μόνο παραθέτει το πρωτότυπο, αλλά προτρέπει τους αναγνώστες να διαβάζουν αυτές τις σελίδες καταρχήν, και μόνο όπου συναντούν δυσκολία να ανατρέχουν επικουρικά στο μεταφρασμένο κείμενο αριστερά.

Κάτι άλλο έξυπνο που έκανε ο Φύσσας ήταν ότι διάλεξε ν’ αναμετρηθεί όχι με το αριστούργημα του ροϊδικού ύφους, την Πάπισσα Ιωάννα, αλλά με δοκιμιακά κείμενα, που έχουν (όχι και πολύ όμως) λιγότερο λογοτεχνικό χαρακτήρα. Στα δοκίμια, η ιδέα της μετάφρασης φαντάζει λιγότερο… ιερόσυλη.

Κατά τη γνώμη μου, και όπως θα δείτε πιο κάτω από το δείγμα γραφής, ο Φύσσας έκανε πολύ καλή δουλειά. Δίνει ένα κείμενο που ρέει και που διαβάζεται απρόσκοπτα, χωρίς να προδίδει το πρωτότυπο -το οποίο, ξαναθυμίζω, υπάρχει στην αντικρινή σελίδα του βιβλίου. Κατά συνέπεια, το πρώτο πείραμα το κρίνω πετυχημένο και περιμένω να δω να επιχειρείται, από τον Φύσσα ή από άλλον, κάτι ανάλογο σε μεγαλύτερη κλίμακα.

Καθώς έχουμε τρεις μελέτες για μεσαιωνικά θέματα (Οι μάγισσες / Η εορτή του όνου / Οι βρυκόλακες) γίνεται αναφορά σε δεκάδες ονόματα ιστορικών προσώπων, λαών ή θεών. Ο Φύσσας εξηγεί πάρα πολλά σε υποσημειώσεις αν και για τον ενημερωμένο αναγνώστη οι περισσότερες εξηγήσεις δεν είναι απαραίτητες. Ξέρουμε, ας πούμε, ποιος ήταν ο Πλάτωνας ή ο Ιπποκράτης. Λείπουν, απεναντίας, οι φιλολογικές σημειώσεις, που θα διερευνούσαν και όσα άφθονα υπονοεί ο Ροΐδης ή και τα σημεία όπου κάνει λανθασμένες αναφορές -για παράδειγμα, υποψιάζομαι ότι κακώς ο Ροΐδης αποδίδει στον Μπάιρον το ρητό «Αστασία, το όνομά σου είναι γυναίκα» (σελ. 34) διότι το Frailty, thy name is woman το έχει γράψει ο Σέξπιρ στον Άμλετ. Αλλά ο Φύσσας το δηλώνει εξαρχής πως οι υποσημειώσεις του είναι εγκυκλοπαιδικές και όχι φιλολογικές. Πάντως, υπάρχει ένα μπέρδεμα στις υποσημ. 124 και 125.

Η σημαντικότερη από τις μελέτες είναι η πρώτη, για τις μάγισσες του Μεσαίωνα, αλλά διάλεξα να παραθέσω στα επόμενα ένα κεφάλαιο από τη δεύτερη μελέτη, το Γ’΄κεφάλαιο, όπου ο Ροΐδης προσπαθεί να εξηγήσει τη διαφορά νοοτροπίας των νοτίων Ευρωπαίων από τους βόρειους.

Θα παραθέσω μόνο το μεταφρασμένο κείμενο του Φύσσα. Μπορείτε πάντως να δείτε και το πρωτότυπο στις εικόνες των δισέλιδων που έχω ανεβάσει εδώ: Πρώτο δισέλιδο, δεύτερο δισέλιδο, τρίτο δισέλιδο, τέταρτο δισέλιδο. Λείπει μια ακρούλα από το τέλος του κεφαλαίου.

Γ’

Η Γιορτή των Γαϊδουριών ή των Χαζών ή των Γυμνών και άλ­λες παρόμοιες τελούνταν ιδίως στις βόρειες επαρχίες της δυτι­κής Ευρώπης. Κι αυτό κάνει τις γιορτές ακόμα πιο δυσεξήγη­τες, γιατί εκεί η ευσέβεια δεν άκμαζε μόνο στα χείλια, μα και στην καρδιά των πιστών, σε εποχή που είχε καταντήσει κιόλας στη Ρώμη απλός σωρός δογμάτων και τελετών. Όσο εμβαθύνουμε στη μελέτη ιστορικών μνημείων, τόσο περισσότερο αισθανό­μαστε να ενισχύεται μέσα μας η πεποίθηση ότι ο κάθε λαός εί­ναι προορισμένος να έχει μια μόνο σύμφωνη με τις συνήθειές του θρησκεία. Μόνο τ’ όνομα και οι τύποι της θρησκείας αυτής φαίνεται να μεταβάλλονται, ενώ η ουσία μένει αναλλοίωτη, όπως και ο εθνικός χαρακτήρας των λαών, που διαμορφώθηκε από το κλίμα και το έδαφος και μένει αμετάβλητος όπως κι αυ­τά. Οι ευδαίμονες κάτοικοι των εύκρατων περιοχών, ζώντας σε μια φύση γοητευτική, έχοντας πάντα ζαφειρένιο θόλο πάνω από τα κεφάλια τους και πράσινο χαλί κάτω απ’ τα πόδια τους, έχουν λιγότερη ροπή από άλλους προς τα υπερφυσικά ονείρατα. Βρί­σκοντας ότι ο κόσμος αυτός είναι αναπαυτικός και όμορφος, σπάνια αισθάνονται την ανάγκη να ρίξουν ματιές στον άλλο· και η θρησκεία τους, οποιοδήποτε όνομα κι αν έχει, είναι πάντα κά­ποιο είδος δεισιδαιμονικής κοσμολατρίας, απασχολώντας περισ­σότερο τις αισθήσεις παρά το μυαλό. Κι ο χριστιανισμός ακόμα, για να πιάσει σ’ αυτούς, αναγκάστηκε θέλοντας και μη να φο­ρέσει όλα τα ηδυπαθή κοσμήματα της ειδωλολατρίας -λουλού­δια, τραγούδια, αρώματα, αγάλματα, καμπάνες και φούντες- ενώ οι προηγούμενες τελετές διασώθηκαν όλες γενικά, αλλά­ζοντας μονάχα όνομα. Καθόλου λοιπόν δεν απορούμε όταν βρί­σκουμε στη θρησκεία των εθνών αυτών δεισιδαιμονικά ή άσε­μνα πανηγύρια.

Διαφορετικά όμως ήταν τα πράγματα στους βόρειους λαούς, οι οποίοι, ερμηνεύοντας τις Γραφές κατά το εθνικό τους πνεύμα, έκαναν τον χριστιανισμό ένα είδος πένθιμης και φοβερής τραγω­δίας, όπως ήταν νωρίτερα το Έδδα. Ο Κέλτης και ο Γερμα­νός, περικυκλωμένοι από μαύρα έλατα -που ανάμεσά τους ο βο­ριάς σφυρίζει νύχτα μέρα-, ανασαίνοντας ομίχλη, πατώντας σε λάσπες, όταν το απόγευμα γυρνάνε στην καλύβα κουρασμένοι και παγωμένοι, μη βρίσκοντας στο τραπέζι τίποτ’ άλλο παρά ξινολάχανο και πικρή μπίρα, αναγκάζονται να υψώσουν τον νου τους πάνω από την αφιλόξενη φύση που τους κυκλώνει, για να γεμίσουν την έμφυτη στους ανθρώπους δίψα του κα­λού, την οποία ο Ιταλός κι ο Έλληνας δίχως κόπο ικανοποι­ούν, στρέφοντας απλά έναν γύρο τη ματιά τους. Μα εκτός απ’ αυτά, η ακρασία του αέρα και η τραχύτητα του εδάφους τούς επιβάλλουν ως όρο ύπαρξης την εργασία και τον συνεταιρι­σμό, για να ξεπεράσουν τα εμπόδια που τους περιστοιχίζουν. Εξαιτίας αυτής της ανάγκης βλέπουμε ότι μαζί με το θρη­σκευτικό αναπτύσσεται σ’ αυτούς και το αίσθημα του καθή­κοντος, που η εκπλήρωσή του θεωρείται απαραίτητος όρος και της εγκόσμιας και της μελλοντικής σωτηρίας. Ο θεός των τοτινών Γερμανών δεν είναι ούτε ο γαλήνιος και απαθής εκεί­νος νους μέσω του οποίου εξηγούσε ο Πλάτωνας την τάξη της δημιουργίας, ούτε ο συνταγματικός βασιλιάς των ορθολογιστών, ούτε ο άχολος και παιχνιδιάρης φιλόσοφος, που στην υγειά του έπινε ο καλός Βερανζέρος, ούτε -ακόμα λιγότερο- ο θεός των Βυζαντινών, άπληστος για θυμίαμα, θυσίες, γονατίσματα και κάθε είδους μορφασμούς, αλλά είναι ένας κρι­τής αμείλικτος και φοβερός, που παραδίνει άσπλαχνα στην αι­ώνια κόλαση όποιον γλιστράει έστω κι ένα βήμα από το στενό μονοπάτι που φέρνει στον ίδιο. Αλλά ούτε θεωρούσαν τη συνεί­δηση «κάποια ενοχλητική αρρώστια, που ταράζει με χιμαιρικούς φόβους την ησυχία των μικρόψυχων», όπως την όριζε ο πάπας Λέων ο I’, αλλά «αισθανόντουσαν το μεδούλι στα κόκαλα να τρέμει» κάθε φορά που αναλογίζονταν ότι θα κριθούν σύμφωνα με τα έργα τους.

Όποιος σκέφτεται έτσι είναι αδύνατον ν’ απαγγέλλει τον λό­γο του θεού σαν σχολική αποστήθιση, αλλά ζυγιάζει κάθε λέ­ξη σαν αλήθεια, με τρόμο και ανησυχία. Η θρησκεία του συνίσταται σε κάποιου είδους ενδόμυχη συνομιλία ανάμεσα στον πλάστη και το πλάσμα, ενώ θεωρεί τις εξωτερικές ασκήσεις επουσιώδεις, καθώς αισθάνεται μάλιστα κάποια έμφυτη απο­στροφή προς τις νηστείες, τις τελετές, τα προσκυνήματα και τ’ άλλα παρονθυλεύματα, που τα θεωρεί ιστούς αράχνης που κρύ­βουν τον καθαρό θόλο τ’ ουρανού. Ούτε τους αγίους επικαλεί­ται να μεσολαβήσουν για τη σωτηρία του ούτε περιμένει τα δόγ­ματα της πίστης του ή την άφεση των αμαρτημάτων από τον παπά, γιατί μόνο ο θεός τον διδάσκει με τη Γραφή και σώζει με τη χάρη. Τέτοιου είδους ήταν, απ’ όσο μπορούμε να κρίνου­με από τα μνημεία που έχουν περισωθεί, η θρησκευτική κατά­σταση κατά τη δεύτερη περίοδο του Μεσαίωνα στις βόρειες επαρ­χίες της Δύσης. Τα αισθήματα αυτά τα κατάπνιγε επί ολόκλη­ρους αιώνες η ρωμαϊκή τρομοκρατία, μέχρι που αποκορυφώθη­καν και ξέσπασαν σχεδόν ταυτόχρονα στη Γερμανία, τη Γαλ­λία, την Αγγλία και την Ελβετία κάτω από το όνομα «Μεταρ­ρύθμιση». Η επίσημη βασιλεία της μεταρρύθμισης ή μάλλον της θρησκευτικής παλιγγενεσίας χρονολογείται από τη ΙΣΤ’ εκα­τονταετία, αλλ’ από πάντα βασίλευε στην καρδιά των πιστών.

Η ειλικρινής μεταφυσική φροντίδα υπήρξε πάντα το γνώρισμα του εθνικού χαρακτήρα εκείνων των λαών, όπως είναι για τους νοτίους ο δήθεν ευλαβής επικουρισμός.

ΥΓ Σε αναγγελτικό δημοσίευμα της Λίφο διαβάζω ότι: Η μελέτη «Αι μάγισσαι του μεσαίωνος» του Εμμανουήλ Ροΐδη μόλις κυκλοφόρησε σε νεοελληνική μεταγραφή.

Αμ δεν είναι ακριβής ο τίτλος κι όταν βάζουμε κάτι σε εισαγωγικά πρέπει να είναι ακριβές. Ο τίτλος της μελέτης του Ροΐδη είναι «Αι μάγισσαι του Μεσαιώνος», όχι του μεσαίωνος, διότι στην καθαρεύουσα της εποχής ήταν «ο Μεσαιών, του Μεσαιώνος». Μια ακόμα ένδειξη της απόστασης των δύο γλωσσικών μορφών.

 

 

 

70 Σχόλια to “Ο Ροΐδης σε νεοελληνική μεταγραφή (ή μετάφραση)”

  1. Νέο Kid said

    Τι έγινε το πατροπαράδοτο «απόδοση»;
    «Σε απόδοση Κακριδή » πχ δεν έγραφε η σχολική Οδύσσεια ;

  2. gpoint said

    Καλημέρα

    μετεγγραφή μήπως ;

  3. Γιώργος Λυκοτραφίτης said

    Καλημέρα!

    (Θα περίμενες οπωσδήποτε να ακούσεις από κάποιον το ότι) ο Σεφέρης προτιμάει τον όρο «μεταγραφή» για την ενδογλωσσική μετάφραση. Έχει γίνει πολλή συζήτηση επ’ αυτού, με προεξάρχοντα τον Γιατρομανωλάκη νομίζω.

    Επίσης, θα χαιρόμουν επ’ αφορμή της νέας έκδοσης του Ροϊδη, να κάνεις και μια αναφορά στο graphic novel (πώς το λέμε ελληνικά;) της Πάπισσας Ιωάννας, που εκδόθηκε πρόσφατα, με μύριες όσες παραπομπές / κλεισίματα του ματιού από τον καλλιτέχνη σε γνωστά και λιγότερο γνωστά έργα εικαστικής δημιουργίας.

    Ξέχασα όμως ότι αντιπαθείς τον Χατζόπουλο.

  4. atheofobos said

    Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι η ρέουσα καθαρεύουσα του Ροΐδη του Παπαδιαμάντη και του Καβάφη δεν μεταφράζεται.
    Η συγκεκριμένη όμως περίπτωση είναι πολύ επιτυχής και εξαιρετική ως ιδέα, γιατί δίνει την δυνατότητα και σε αυτούς που δυσκολεύονται με το αρχικό κείμενο να καταφεύγουν στην νεοελληνική του μετάφραση.
    Όταν απολαμβάνω τα κείμενα των παραπάνω στην καθαρεύουσα, σκέπτομαι αμέσως το πόσα πράγματα χάνουμε και εμείς που δεν μπορούμε να διαβάσουμε τα κείμενα των αρχαίων κλασσικών στο πρωτότυπο.

  5. Γιώργος Λυκοτραφίτης said

    @3, διόρθωση:

    Χαντζόπουλο.

  6. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ για τα πρώτα σχόλια!

    1 Απόδοση είναι ίσως ο ευρύτερος όρος

    3 Πράγματι ο Σεφέρης για την Αποκάλυψη χρησιμοποίησε τον όρο «μεταγραφή». Αλλά εξακολουθεί να είναι άστοχη η χρήση ή αλλιώς υπάρχει λεξικογραφική τρύπα.

    Το γκράφικ νόβελ που λες (πώς το λέμε ελληνικά; όχι γραφικό, υποθέτω) δεν το έχω διαβάσει.

  7. Γιώργος Λυκοτραφίτης said

    @6β,

    όχι μόνο στην Αποκάλυψη: υπάρχει και αυτόνομο τομίδιο κάτω από αυτό τον τίτλο, όπου συγκεντρώνει όλα τα αποσπάσματα από λυρικούς, τραγικούς, κλπ. που κατά καιρούς μετάφρασε. Ή μετέγραψε.

  8. atheofobos said

    3
    Η Πάπισσα Ιωάννα του Χαντζόπουλου είναι εξαιρετική από αισθητικής και καλλιτεχνικής πλευράς ενώ ταυτόχρονα οι λεζάντες είναι προσεκτικά επιλεγμένες από το αρχικό κείμενο ώστε να είναι κατανοητές από όλους.
    6
    Μερικές προτάσεις για το γκράφικ νόβελ.
    Διήγημα με/σε σκίτσα, σκιτσαρισμένο διήγημα, εικονογραφημένο διήγημα.

  9. Γιάννης Κουβάτσος said

    Πολύ καλή ιδέα για όσους δυσκολεύονται ή αδυνατούν να κατανοήσουν την καθαρεύουσα του Ροΐδη. Ίσως θα έπρεπε να συνεργαστεί με γερό φιλόλογο ο Φύσσας, ώστε οι υποσημειώσεις να είναι φιλολογικές και όχι μόνο εγκυκλοπαιδικές.

  10. NIKOS NIKOS said

    Καλημέρα!

    Μετάβασις, μεταβολή, μετάγνωσις, μεταγραφή,μετάγγισις, μεταγωγή, μετάδοσις, μεταδρομή, μετάθεσις, μετάκλισις, μετακόμισις, μετάληψις, μεταλλαγή, μετάλλαξις, μετάλλευσις, μεταμάθησις μετάμειψις, μετάνοια,μεταμήθεια, μεταμόρφωσις, μετανάστασις,
    μεταφορά, μετάξα, μεταπαράδοσις, μετάπεμψις, μεταπήδησις, μετάπλασις, μεταποίησις, μεταποροποίησις, μετασύγκρισις, μετάπρασις, μετάπτωσις, μετάρρευσις, μετάρροια, μετάρρυσις, μετάρσιος, μετέωρος, μέταρσις, μετασκευή, μετάστασις,μεταστροφή, μετάσχεσις, μετάταξις, μετατροπή, μετατύπωσις, μετάφρασις (την αναφέρει και ο Πλούταρχος στον Δημοσθένη), μεταφύτευσις, μεταχείρισις, μετάχυσις, μεταχώρησις, μετουσία, μετοχέτευσις, μέτρησις, μετωνυμία.

    Η πρόθεσις μετα που με το κρυφό της νόημα αθόρυβα κατέκτησε τον παγκόσμια λόγο.
    Και ο θείος Όμηρος έχει μεγάλη ευθύνη για αυτό!

  11. sarant said

    Υπάρχουν και τα Κλασικά Εικονογραφημένα 🙂

  12. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>Οι ευδαίμονες κάτοικοι των εύκρατων περιοχών,
    Μεσόγειος (και μνήμη Μοσχολιού που πέθανε έναν Αύγουστο,σαν χθες)

  13. cronopiusa said

  14. Νέο Kid said

    Το κείμενο καθαυτό στην ουσία του είναι πολύ ενδιαφέρον και δίνει λαβές για ανάλυση και σχολιασμό (που ευελπιστώ να υπάρξει)
    Εγώ θα πω ότι με εντυπωσιάζει η αναφορά στη «φύση της φύσης» τη διαφορετικότητα στο χρώμα και το συναίσθημα που υποβάλει η διαφορά στο ηλιακό φως μεταξύ νότου και βορά (ή παλιού και νέου κόσμου ίσως, κατά μία ανάγνωση) ως μοναδικού ή κύριου γεννεσιουργού αιτίου της Μεταρύθμισης…
    Αρκούν τα γερμανικά και κέλτικα και σκανδιναβικά αρχέτυπα των θεών και η ξέρω γω «γερμανική ψυχή» για να εξηγήσουν το Λούθηρο και τον Καλβίνο;
    πού είναι τα οικονομικά και κοινωνικά; πού είναι ο φεουδαλισμός;

  15. Γιάννης Κουβάτσος said

    Όποιος θέλει περισσότερα τέτοια κείμενα του Ροΐδη, αλλά δεν θέλει να φορτωθεί τα πεντάτομα άπαντα, μπορεί να βολευτεί μ’ αυτό:
    https://www.politeianet.gr/books/roidis-emmanouil-idruma-kosta-kai-elenis-ourani-roidis-afigimatika-keimena-175360

  16. sarant said

    14 Εχω κι εγώ επιφυλάξεις

  17. Γιώργος Κορδομενίδης said

    Τον όρο «ενδογλωσσική μετάφραση» χρησιμοποιούσε κατά κόρον και ο Δ. Ν. Μαρωνίτης

  18. akiskaratzogiannis said

    Εγώ, πάντως, είμαι ακόμα εναντίον τής «ενδογλωσσικής μετάφρασης» (και βέβαια δεν εννοώ τις μεταφράσεις απ’ τ’ αρχαία ελληνικά, αφού τα θεωρώ άλλη γλώσσα). Όποιος θέλει να καταλάβει την καθαρεύουσα του Ροΐδη και προσπαθήσει, μπορεί. Μήπως κι ο Παλαμάς, ας πούμε, δεν είναι δύσκολος; Ή ο Ελύτης, ο Καρούζος, ο Παπατζώνης; Ο Παπαδιαμάντης, απ’ την άλλη, είν’ αδιανόητο, κατ’ εμέ, να μεταφράζεται – τον βρίσκω πολύ εύκολο, ενώ προφανώς όλες οι αρετές του χάνονται σε μια μετάφραση. Υποτίθεται δε ότι όλοι δεχόμαστε τον κανόνα «μορφή-περιεχόμενο ίσον ένα», μα τον ξεχνάμε όταν αλλάζουμε τόσο πολύ το λόγο ενός συγγραφέα «εκσυγχρονίζοντάς» τον. Ο Ροΐδης, π.χ., σε θεωρητικά του κείμενα υπερασπιζόταν φανατικά τη δημοτική (όπως κι ο Βλαχογιάννης), κι ωστόσο διάλεγε να γράφει στην καθαρεύουσα. Αυτό δεν πρέπει να το λάβουμε υπόψη μας;

    Αλλ’ εδώ παλιότερα μετέφρασαν Σολωμό (!!), τη Γυναίκα τής Ζάκυ(ν)θος, στο Ροΐδη και τον Παπαδιαμάντη θα κολλήσουν; Και μάλιστα μια άθλια μετάφραση, όπου ο μεταφραστής άλλαζε λέξεις κοινές, τη σειρά των λέξεων, παρέλειπε πράγματα, κατά το γούστο του απλώς (ο Άρης Μαραγκόπουλος).

    Έχετε, πάντως, ένα δίκιο ως προς τ’ ότι εδώ πρόκειται για επιστημονικά κείμενα (όσο επιστημονικά μπορεί νάναι αυτά του Ροΐδη – εγώ κρατάω επιφυλάξεις), όχι γι’ αμιγώς λογοτεχνικά, άρα το ύφος έχει δευτερεύουσα σημασία. Παρόλ’ αυτά, ο σοβαρός σχολιασμός -απ’ ό,τι καταλαβαίνω απ’ το άρθρο σας- λείπει. Μα καλά, έχει στα σοβαρά σχόλια για το ποιος ήταν ο Πλάτωνας κι ο Ιπποκράτης;.. Αυτά είναι σχόλια-παραγεμίσματα, τι να πω…

  19. ΑΚ (ο) said

    κάποιες από τις αποδόσεις του γκράφικ νόβελ στα ελληνικά είναι:
    γραφική νουβέλα,
    εικονογραφημένη νουβέλα
    υπάρχει και το περιφραστικό: νουβέλα σε κόμιξ
    υπάρχει κι η απόδοση: εικονογραφήγημα
    λέξη που παλιά -αν δεν κάνω λάθος- προοριζόταν για τη μετάφραση του κόμιξ (τελικά δεν έπιασε)
    Δεν έχει ιδιαίτερη απήχηση κανένας από τους όρους αυτούς και περισσότερο, χρησιμοποιείται ο αμετάφραστος και λατινογραφημένος πρωτότυπος όρος

  20. Αὐγουστῖνος said

    Καλημέρα.
    Τὸ graphic μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ καὶ «γραφιστικ/-ὸς/-ὴ/-ό», ὥστε νὰ μὴν παραπέμπει σὲ… γραφικότητες.
    Τὴ γνώμη μου γιὰ τὶς *μεταφράσεις* τῶν ἑλλήνων κλασσικῶν τὴν ἔχω ξαναπεῖ, ὁπότε περιττεύει. Ἄλλωστε, σὲ ἁδρὲς γραμμὲς συμφωνῶ μὲ τὸν Ἀθεόφοβο.

  21. NIKOS NIKOS said

    Ποία η διαφορά μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου; Η γλώσσα είναι ορισμένη ως ανατομικό εργαλείο στον άνθρωπο.
    Η φώνηση είναι η συνδυασμένη λειτουργία (σκέψις, αναπνοή, γλώσσα, χείλη,λάρυγξ, μύτη, σιελογόνοι αδένες, μύες του προσώπου, αυτιά) αναπαραγωγής της διαλέκτου. Η διάλεκτος είναι επίκτητη στον άνθρωπο αποτέλεσμα παιδείας και υποβολής από την οικογένεια, το κράτος και την θρησκεία. Η διάλεκτος έχει άμεση σχέση με τη θρησκεία, την οικονομική και επαγγελματική τάξη των ανθρώπων.Κάποιες λέξεις αλλάζουνε νόημα με τον χρόνο, είτε παραμορφώνονται είτε ξεχνιούνται.
    Οι μεγάλοι λογοτέχνες έχουνε προσωπική διάλεκτο που την παίρνουμε μαζί τους στον τάφο τους. Γι αυτό και η μετάφραση, κατανόηση αριστουργημάτων είναι εξ ορισμού σχετική και περιορισμένη.
    Για παράδειγμα έχουνε γραφτεί χιλιάδες βιβλία για τον Όμηρο. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι τον κατάλαβε;
    Ούτε οι μεταγενέστεροι αρχαίοι κλασσικοί συγγραφείς δεν είχαν μία σχηματισμένη και σύμφωνη γνώμη για το τι εννοούσε ο ποιητής.

  22. Αφώτιστος Φιλέλλην said

    «….Διαφορετικά όμως ήταν τα πράγματα στους βόρειους λαούς, οι οποίοι, ερμηνεύοντας τις Γραφές κατά το εθνικό τους πνεύμα, έκαναν τον χριστιανισμό ένα είδος πένθιμης και φοβερής τραγω­δίας, …… Ο Κέλτης και ο Γερμα­νός, περικυκλωμένοι από μαύρα έλατα -που ανάμεσά τους ο βο­ριάς σφυρίζει νύχτα μέρα-, ανασαίνοντας ομίχλη, πατώντας σε λάσπες, όταν το απόγευμα γυρνάνε στην καλύβα κουρασμένοι και παγωμένοι, μη βρίσκοντας στο τραπέζι τίποτ’ άλλο παρά ξινολάχανο και πικρή μπίρα, αναγκάζονται να υψώσουν τον νου τους πάνω από την αφιλόξενη φύση που τους κυκλώνει, για να γεμίσουν την έμφυτη στους ανθρώπους δίψα του κα­λού, την οποία ο Ιταλός κι ο Έλληνας δίχως κόπο ικανοποι­ούν, στρέφοντας απλά έναν γύρο τη ματιά τους. Μα εκτός απ’ αυτά, η ακρασία του αέρα και η τραχύτητα του εδάφους τούς επιβάλλουν ως όρο ύπαρξης την εργασία και τον συνεταιρι­σμό, για να ξεπεράσουν τα εμπόδια που τους περιστοιχίζουν….»

    Η βάση για συζήτηση των μεγάλων προβλημάτων Βορά-Νότου στην ΕΕ.

    Ένα πελώριο project ως ένα διαρκές «Erasmus» ή αν θέλετε «η Κάθοδος και η Άνοδος των ἑκατόν και μυρίων`»* μαθητών, φοιτητών, επαγγελματιων, υπαλλήλων, συνταξιούχων με προωθητική ύλη γερή χρηματοδοτηση αλλά και με ισχυρό κίνητρα τόσο προσωπικά (γνωριμία με τον Άλλο, εύρεση εργασίας, παραμονή σε τόπους με ήπιο κλίμα, …) όσο και πολιτικά-ευρωπαϊκά με στόχο την δημιουργία συνεργασίας και συνοχής στην ΕΕ μακροπροθεσμα που θα στέλνει -εθελοντικά- ετησίως εκατομμύρια νότιους στις βόρειες χώρες και αντιστρόφως.

    Δεν υπάρχει ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ αυτού του project, εάν παρατηρήσετε πως έχει μεταβληθεί η ψυχοσύνθεση Βορείων (λ.χ. Γερμανών/ιδων , Σουηδεζων,..) που ήλθαν και παρέμειναν στην Ελλάδα.

    * πιο αναλυτικά : η Κάθοδος των Βορείων και η Άνοδος Νοτίων των ἑκατόν και μυρίων`

  23. Γιάννης Κουβάτσος said

    «Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου. N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!»

    Κυριότερα Θέματα

    Ο Μένης Κουμανταρέας διαλέγει το διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Και αδιαφορώντας για την «ιεροσυλία», μεταφράζει στα δικά μας σύγχρονα ελληνικά τη γλώσσα του Σκιαθίτη. Ετσι κι αλλιώς μόνο ένας συγγραφέας θα μπορούσε να επιχειρήσει αυτό το τόλμημα αντιπαλεύοντας με τις πολλές δυσκολίες
    «Έρωντας είναι, δεν είναι γέροντας»
    27/07/1997 00:00 Κουμανταρέας Μένης

    Οταν νεαρός διάβαζα τον Παπαδιαμάντη και σκόνταφτα σε μερικές λέξεις, ευχόμουν να είχα δίπλα μου κάποιον από τους παλιούς που είχαν μάθει γράμματα στο Σχολαρχείο. Γρήγορα όμως η μουσική της γλώσσας μ’ αποκοίμιζε, μπορούσα να κάνω και δίχως τις άγνωστες λέξεις που τις μάντευα και τις εξηγούσα σαν μέσα σε όνειρο. Μα μήπως και με τους ξένους συγγραφείς (που τότε ακόμη δεν υπήρχαν μεταφρασμένοι σε τέτοια πληθώρα) δεν συνέβαινε περίπου το ίδιο;

    Πολλές φορές έκτοτε ξαναγύρισα στον Σκιαθίτη σαν σε κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Οχι από κάποια προγονοπληξία, μα ούτε βέβαια σαν όψιμος νεοορθόξος. Ολοένα όμως και περισσότερο άκουγα γύρω μου τους νέους να δηλώνουν αδιάφοροι ή να παραπονούνται ότι δεν τον καταλαβαίνουν. Σιγά σιγά τότε γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα της ανάγκης μιας μετάφρασης. Οποτε πήγα να εξομολογηθώ αυτή μου τη σκέψη, δέχτηκα τις παρατηρήσεις των φίλων μου: «Ακούς εκεί, πού ακούστηκε ο Παπαδιαμάντης στη δημοτική… Μα δεν είναι ιεροσυλία; Στο κάτω κάτω η γλώσσα του δεν είναι ακριβώς καθαρεύουσα μα μια ιδιότυπα δική του λαλιά».

    Παράλληλα μάθαινα ότι οι ιεραπόστολοι νεοελληνιστές μάταια προσπαθούσαν να τον επιβάλουν μεταφρασμένο στο ξένο αναγνωστικό κοινό, που έμενε αδιάφορο. Η πείρα μου από τα ξένα διαβάσματα μου είχε ενδυναμώσει μια πεποίθηση: ότι όσο πιο μεγάλος είναι ένας συγγραφέας τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να περάσει σε μια ξένη γλώσσα, κι ας είναι η μετάφρασή του μέτρια ως κακή. Και είχα πολλά παραδείγματα: τον Ντοστογέφσκι (και δεν μιλώ καθόλου για τις μεταφράσεις του Αρη Αλεξάνδρου), τον Τζόις, με τις άπειρες δυσκολίες, τον Φλομπέρ, που είναι και μεγάλος στυλίστας, και άλλους πολλούς. Γιατί λοιπόν οι ξένοι να μην καταλαβαίνουν τον Παπαδιαμάντη; Είναι, άραγε, μόνο η γλώσσα του αυτή που μαγεύει τον αναγνώστη; Ο Καβάφης, τότε, πώς μπόρεσε να περάσει το φράγμα ­ ποιητής μάλιστα ­ κι απ’ όσο ξέρω σε μέτριες μεταφράσεις; Τα ερωτήματα έμεναν αναπάντητα κι όσο τα χρόνια περνούσαν κι άκουγα τους δικούς μας νέους να αδιαφορούν ή να βρίσκουν αξεπέραστο εμπόδιο τη γλώσσα, τόσο μέσα μου μεγάλωνε η επιθυμία να τον δω να μεταφράζεται στα δικά μας σύγχρονα ελληνικά. Ταυτόχρονα σχημάτιζα την αντίληψη ότι μόνο ένας πεζογράφος θα μπορούσε να κάνει αυτό το τόλμημα αντιπαλεύοντας με τις δυσκολίες. Τι ρίσκο, σκεφτόμουν, αλλά και τι μεγάλη ανταμοιβή, αν λόγου χάριν αποφάσιζα να μεταφράσω την υπέροχη νουβέλα του «Στον Χριστό, στο Κάστρο»!

    Η παραγγελία του «Βήματος» να παρουσιάσω ένα διήγημα της εκλογής μου (αφού πρώτα μ’ έκανε να σκεφτώ τους «Φονιάδες» του Χέμινγκγουεϊ ή την «Εβελιν» του Τζόις που έχω παλιότερα μεταφράσει) τελικά με έστρεψε στην παλιά μου επιθυμία. Τα όρια που μου έθετε η εφημερίδα δεν μου επέτρεπαν να ξανοιχτώ σε ένα από τα μεγαλύτερά του διηγήματα. Τότε θυμήθηκα τον «Ερωτα στα χιόνια» ­ κι ας είναι χριστουγεννιάτικο, τι πείραζε: την ιστορία του μπαρμπα-Γιαννιού που πεθαίνει κάτω από τα παράθυρα της γειτόνισσάς του χωρίς κανένας να τον δει και να τον ακούσει. Γι’ αυτόν τον παλιό θαλασσινό που είχε γνωρίσει μέρες δόξας και ασωτείας στα λιμάνια (ένα είδος «Τζίμι Ρόουζ» του Μέλβιλ που επίσης έχω μεταφράσει και αγαπώ πολύ) μου δόθηκε μια πρώτη ευκαιρία να μιλήσω σε μια παλιά εκπομπή του Λάκη Παπαστάθη στο «Παρασκήνιο». Και να που τώρα η τύχη και η μοίρα με κάνουν να επιστρέφω σε αυτό το ίδιο κείμενο, με τη φροντίδα να το γυρίσω μέσα έξω, όπως ένα παλιό αρχοντικό ρούχο που τρίφτηκε λίγο μα που αντέχει πάντα να φορεθεί. Οι δυσκολίες εδώ, οφείλω να ομολογήσω, δεν είναι τόσο μεγάλες όσο σε άλλα κείμενα. Και αυτό από μια άποψη με κάνει να λυπάμαι. Οπως και να ‘χει, για μένα παραμένει μια πρόκληση και μια απάντηση στους καθαρολόγους και γλωσσαμύντορες, σε όλους όσοι μένουν προσκολλημένοι στους τύπους και στο παρελθόν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν παρόμοια κρούσματα. Στον Παπαδιαμάντη, στον Βιζυηνό αλλά και γι’ άλλους λόγους στον Καζαντζάκη και όλους όσους σκεπάζει η ομίχλη της γλώσσας. Κάθε νέα γενιά έχει τις απαιτήσεις της και οφείλουμε να νοιαστούμε γι’ αυτές χωρίς να προδώσουμε τα όσα εμείς από μικροί πιστέψαμε και αγαπήσαμε. Ο έρωτας στα χιόνια

    Καρδιά του χειμώνα. Χριστούγεννα. Αϊ-Βασίλης. Φώτα. Κι αυτός σηκωνόταν πρωί, έριχνε στους ώμους τον παλιό του ναυτικό επενδύτη, το μόνο ρούχο που σωζόταν από τα χρόνια προτού ακόμη ευτυχήσει και κατηφόριζε την παραθαλάσσια αγορά μουρμουρίζοντας, καθώς κατέβαινε από το παλιό μισογκρεμισμένο σπίτι, έτσι ώστε να τον ακούει η γειτόνισσα:

    Καημός είν’ αυτός, δεν είναι χυλός… Ερωντας είναι, δεν είναι γέροντας.

    Το έλεγε τόσο συχνά, έτσι που κατάντησε οι γειτονοπούλες που τον άκουγαν να του το κολλήσουν παρατσούκλι: «Ο μπαρμπα-Γιαννιός ο Ερωντας».

    Γιατί δεν ήταν νέος πια ούτε όμορφος ούτε λεφτουδάκια είχε. Ολα αυτά, μαζί με το καράβι, τα είχε ξοδέψει προ αμνημονεύτων χρόνων, στη θάλασσα, στη Μασσαλία.

    Είχε αρχίσει τη σταδιοδρομία του μ’ αυτό το πανοφώρι, όταν πρωτομπαρκάρισε ναύτης στην μπομπάρδα του ξαδέλφου του. Από τα μιστά, τα όσα έπαιρνε από τα ταξίδια, αγόρασε μετοχή στο πλοίο, έπειτα απόκτησε πλοίο δικό του, και είχε κάνει καλά ταξίδια. Είχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γιλέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει ρολόγια με χρυσές καδένες, είχε κάνει λεφτά. Μα όλα τα έφαγε προ πολλού με τις Φρύνες στη Μασσαλία και άλλο δεν του ‘μενε παρά μόνο ο παλιός επενδύτης που τον φορούσε ριχτόν στους ώμους όταν κατέβαινε πρωί στην παραλία, για να μπαρκάρει συντροφικά σε καμία μπρατσέρα με μικρό ναύλο ή για να πάει με ξένη βάρκα να βγάλει κανένα χταπόδι μέσα στο λιμάνι.

    Κανένα δεν είχε στον κόσμο, ήταν έρημος. Είχε παντρευτεί και είχε χηρέψει, είχε αποκτήσει παιδί και είχε αποπαιδοθεί.

    Κι αργά το βράδυ, τη νύχτα, τα μεσάνυχτα, αφού κατέβαζε μερικά ποτήρια για να ξεχάσει ή για να ζεσταθεί, ξαναγύριζε στο παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένο, ποτίζοντας με τον πόνο του καθετί που τραγουδούσε:

    Σοκάκι μου μακρύ – στενό, με την κατεβασιά
    σου,

    κάμε κ’ εμένα γείτονα με τη γειτόνισσά σου.

    Αλλοτε πάλι παραπονιόταν εύθυμα:

    Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και
    ψεύτρα,

    δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιού μου έλα
    μέσα.

    Χειμώνας βαρύς. Ο ουρανός κλειστός για μέρες. Χιόνι πάνω στα βουνά, κάτω στον κάμπο χιονόνερο. Το πρωινό θύμιζε το δημοτικό τραγούδι:

    Βρέχει, βρέχει και χιονίζει,

    κι ο παπάς χειρομυλίζει.

    Κανένας παπάς δεν χειρομύλιζε. Χειρομύλιζε η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, όπως έλεγε το τραγούδι του μπαρμπα-Γιαννιού. Γιατί τέτοιο παλιόπραμα ήταν: μια μυλωνού που δούλευε με το χέρι γυρίζοντας τον χειρόμυλο. Σημειώστε ότι εκείνο τον καιρό το αρχοντολόι του τόπου το είχε σε κακό να φάει ψωμί ζυμωμένο με αλεύρι από νερόμυλο ή ανεμόμυλο και προτιμούσε ψωμί αλεσμένο με το χέρι.

    Και είχε μεγάλη πελατεία η πολυλογού. Γυαλοκοπούσε όλη, είχε κάτι ματάρες κι είχε κόκκινο στα μάγουλά της. Είχε άντρα, τέσσερα παιδιά κ’ ένα γαϊδουράκι μικρό για να κουβαλά τ’ αλέσματα. Ολα τ’ αγαπούσε αυτή. Τον άντρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Μόνο τον μπαρμπα-Γιαννιό δεν αγαπούσε.

    Ποιος να τον αγαπήσει αυτόν; Ηταν μόνος κι έρημος στον κόσμο.

    Και για να ξεχάσει το καράβι του, τις Λαΐδες της Μασσαλίας, τη θάλασσα και τα κύματά της, τα βάσανά του, τις ασωτίες του, τη γυναίκα και το παιδί του, το είχε ρίξει στον έρωτα με τη γειτόνισσα την πολυλογού. Και για να ξεχάσει τη γειτόνισσα, είχε πέσει στο πιοτί.

    Συχνά πυκνά, καθώς ξαναγύριζε το βράδυ, νύχτα, μεσάνυχτα, και η σκιά του μακριά, ψηλή, λιγνή, πρόβαλλε στο μακρύ στενοσόκακο, με τον επενδύτη να φεύγει και να γλιστράει από τους ώμους του, και οι νιφάδες, μύγες λευκές, μπαμπακένιες τουλούπες, στροβιλίζονταν με τον αέρα πέφτοντας καταγής κι έβλεπε το βουνό ν’ ασπρίζει μες στο σκοτάδι, έβλεπε το παράθυρο της γειτόνισσας κλειστό, μουγκό, και τον φεγγίτη να λάμπει θαμπά, θολά κι άκουγε τον χειρόμυλο να τρίζει ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε κι άκουγε τη γλώσσα της ν’ αλέθει, κι εκείνη θυμόταν τον άντρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, που όλα τ’ αγαπούσε αυτή, ενώ αυτόν δεν γύριζε μάτι να τον δει· τότε ο μπαρμπα-Γιαννιός καπνιζόταν, όπως καπνίζεται το μελίσσι, φλόμωνε όπως φλομώνει το χταπόδι, κι έπεφτε σε σκέψεις βαθιές και σε ποιητικές εικόνες.

    Να είχε ο έρωτας σαΐτες… να είχε βρόχια… να είχε φωτιές… Να τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια… να ζέσταινε τις καρδιές… να έστηνε τα βρόχια του πάνω στα χιόνια… Ενας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.

    Φανταζόταν τον έρωτα σαν ένα είδος γερο-Φερετζέλη, που περνά τις μέρες του, πέρα στον ψηλό λόφο που ισκιώνουν τα πεύκα, στήνοντας βρόχια πάνω στα χιόνια, για να συλλάβει τις αθώες καρδιές σαν μισοπαγωμένα κοτσύφια, τα οποία μάταια ψάχνουν ν’ ανακαλύψουν μια τελευταία χαμελιά που ν’ απόμεινε στον ελαιώνα. Τέλειωσαν οι μικροί μακρουλοί καρποί από τις αγριελιές στο βουνό του Βαραντά. Τέλειωσαν τα μύρτα από τις μυριστικές μυρσίνες στο ρέμα της Μαμούς. Και τώρα τα κελαϊδιστά κοτσυφάκια με το μαυριδερό χνούδι, οι γλυκοί κηρομύτες και οι εύθυμες τσίχλες πέφτουν θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

    Το επόμενο βράδυ ξαναγύριζε, όχι πολύ πιωμένος, έριχνε ένα βλέμμα στα παράθυρα της πολυλογούς, σήκωνε τους ώμους κι εμουρμούριζε:

    Ενας Θεός θα μας κρίνει… κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίσει.

    Κι έπειτα πρόσθετε μ’ έναν αναστεναγμό:

    Κ’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξει.

    Αλλά προτού πάει να κοιμηθεί, του ήταν αδύνατο να μη σιγοψιθυρίσει τα συνηθισμένα του:

    Σοκάκι μου μακρύ – στενό, με την κατεβασιά
    σου,

    κάνε κ’ εμένα γείτονα με τη γειτόνισσά σου.

    Το άλλο βράδυ το χιόνι έστρωνε σεντόνι φαρδύ πλατύ σ’ όλο το σοκάκι.

    Ασπρο σεντόνι… να μας ασπρίσει όλους στο μάτι του Θεού… ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας… να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.

    «Φανταζόταν αμυδρά μια εικόνα, μια οπτασία, ένα όνειρο ξυπνητό. Λες και το χιόνι να μπορούσε να ισοπεδώσει και ν’ ασπρίσει τα πάντα, όλες τις αμαρτίες, όλα τα περασμένα: το καράβι, τη θάλασσα, τα ψηλά καπέλα, τα ρολόγια, τις αλυσίδες τις χρυσές και τις αλυσίδες τις σιδερένιες, τις πόρνες της Μασσαλίας, την ασωτία, τη δυστυχία, τα ναυάγια, να τα σκεπάσει όλα, να τα εξαγνίσει, να τα σαβανώσει, για να μην παρουσιαστούν όλα γυμνά και ξετραχηλισμένα, σαν να ‘βγαιναν μέσα από όργια και ξενικούς χορούς, στα μάτια του Κριτή, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου. Ν’ ασπρίσει και να σαβανώσει το δρομάκι το μακρύ και το στενό με την κατεβασιά του και τη δυσωδία του, και το σπιτάκι το παλιό κι έτοιμο να καταρρεύσει, και το πανοφωράκι του το λερό και το κουρελιασμένο: να σαβανώσει και να σκεπάσει τη γειτόνισσα την πολυλογού και ψεύτρα, και τον χειρόμυλό της και τις ευγένειές της, την ψευτοπολιτική της, τη φλυαρία της και τα γυαλοκοπήματά της, το βερνίκωμα και τα κοκκινάδια της, και το χαμόγελό της, και τον άντρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της, όλα μα όλα να τα σκεπάσει και να τ’ απρίσει, να τα εξαγιάσει!»

    Παπαδιαμάντης και Παπαδιαμάντης του Κουμανταρέα. «Ο έρωτας στα χιόνια», απόσπασμα για σύγκριση.

  24. Γιάννης Κουβάτσος said

    23: Δεν σκόπευα να βάλω όλο το άρθρο και τη μετάφραση του Κουμανταρέα, κάποιο λάθος με το σμαρτφόνι, αλλά ίσως είναι καλύτερα έτσι.

  25. mitsos said

    Παρονθυλεύματα ;
    Αμετάφραστο ; ασχολίαστο ;
    Πάντως τώρα θα γκουγκλίζεται.

  26. mitsos said

    ὀνθυλεύ(ω) ;!

  27. sarant said

    18 Δεν έχουν όλοι οι συνομήλικοί σου τις ίδιες απόψεις για τη γλώσσα, βέβαια. Πάντως σε γενικές γραμμές συμφωνούμε

    25 Καλά που το θύμισες διότι ήθελα να το σχολιάσω. Ο Φύσσας λέει ότι επίτηδες διατηρεί κάποιες δύσκολες ροϊδικές λέξεις όπως τα παρονθυλεύματα.

  28. Εικονογραφημένο για γκράφικ μού φαίνεται καλό.
    Είναι και το ωραίο εικονογραφημένο Logicomix, αλλά το «κόμιξ» νομίζω δεν έχει πολυπιάσει.

  29. 24,
    Είναι! 🙂

  30. nikiplos said

    Καίτοι θετικής κατεύθυνσης, με σχολείο που τα αρχαία τα πρωτοέκανα στο Λύκειο, προσπαθησα να προσεγγίσω τον Ροΐδη στη γλώσσα του… Το κατάφερα εν πολλοίς και μέσω αυτού αντιλήφθηκα την λεπτή ειρωνεία του, που είναι δύσκολο να μεταγγισθεί με τη νέα γλώσσα (όχι αδύνατο, δύσκολο, μην τρελαθούμε κιόλας).

    (Φυσικά το ίδιο ισχύει και για τις ξένες γλώσσες. Άλλο να διαβάζεις τον Καμύ στη γαλλική κι άλλο από μετάφραση. Άλλωστε αφορμή για τα γαλλικά προτού βρεθώ στο Παρίσι, ήταν οι κακές μεταφράσεις που είχαν πέσει στα χέρια μου… )

    Πάντως ως θέμα αποτελεί και ζήτημα αισθητικής… Ακόμη και οι μάγκες παλιά χρησιμοποιούσαν τη σχολική καθαρεύουσα σε μερικές ειρωνίες τους: «Σιγαρέτο Δημητράκη? » (είπε ο μάγκας θείος στον ανηψιό που πέτυχε έξω από σχολείο). Ας πούμε ο Καζαντζάκης, αν ζούσε 20 χρόνια αρχγότερα θα χρησιμοποιούσε την μπρούτα δημοτική?

    Αναπάντητα ερωτήματα…και χωρίς νόημα τρόπον τινά…

  31. nikiplos said

    Μια ερώτηση: στο δεύτερο δισέλιδο, «Και αυτός ο Χριστιανισμός για να πιάσει», ενώ ο Ροΐδης λέει «ριζοβολήσει». Εξόν ότι το «ριζοβολήσει» δεν είναι πολύ καθαρευουσιάνικο, το «ριζώσει» θα ήταν καλύτερο από το «πιάσει». (Αλλά είναι ζήτημα καθαρά αισθητικής… )

  32. Αφώτιστος Φιλέλλην said

    Η προτεινόμενη όσμωση Νοτίων και Βορείων θα εκπαιδεύσει τους νότιους στην βιομηχανική ανάπτυξη, στα καταπιστευματα τρίτης γενιάς και σε άλλες μεθόδους του σύγχρονου καπιταλισμού.

    ΥΓ «Κορυφαίες γερμανικές βιομηχανικές εταιρείες, ανάμεσα τους κατασκευαστές οπλών και η IG Farben , που παρήγαγε το δηλητηριώδες που χρησιμοποιούνταν στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, προσλάμβαναν Ελβετούς καταπιστευματουχους και διαχειριστές για να οργανώνουν μυστικά νομικά πλαίσια ιδιοκτησίας. Ελβετοί αντιπρόσωποι του Χερμαν Γκερινγκ , του Γιόζεφ Γκεμπελς, του Γιοκειμ φον Ριμπεντροπ, αλλά και του ίδιου του Χίτλερ , βοήθησαν να συγκεντρωθεί ένας όγκος απο τιμαλφή, χρυσό και έργα τέχνης λεηλατημένα απο γκαλερί και ιδιωτικές συλλογές σε όλη την Ευρώπη….
    έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, βασισμένα σε κατασχεμένα γερμανικά έγγραφα , περιγράφει συστήματα γνώριμα στον σύγχρονο ειδικό των υπεράκτιων κέντρων :πλαστά τιμολόγια, εταιρείες-βιτρίνες, μέθοδοι απόκρυψης , αναβαλλόμενες πληρωμές για πλαστά συμβόλαια…..»
    «Στις 8 Μάρτιου (1945), οι Ελβετοί υπέγραψαν ευρεία συμφωνία με τους Συμμάχους με την όποια αναλάμβαναν να σταματήσουν να συναλλάσσονται με του Ναζί και να παγώσουν τους λογαριασμούς τους…..3 εβδομάδες αργότερα ..υπέγραψαν μυστική συμφωνία για την αποδοχή άλλων τριών τόνων λεηλατημένου χρυσού , κάποιες ποσότητες …απο λιωμένα σφραγίσματα δοντιών και λιωμένος βέρες Εβραίων και Τσιγγάνων…»
    Πηγή Nicholas Shaxson «Offshore Τα νησιά των Θησαυρών»

  33. Giorgos Koftis said

    Η μεταγραφή υπάρχει και στη νομική ορολογία. Π.χ.για να επιφέρει έννομα αποτελέσματα ένα συμβόλαιο μεταβίβασης ακινήτου, πρέπει να μεταγραφεί στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο. Σε μεταγραφή υπόκειται και άλλες πράξεις, καθώς και ορισμένες δικαστικές αποφάσεις.

  34. Αφώτιστος Φιλέλλην said

    31. @Nikiplos

    Είναι τυχαίο 🙂 οτι ο ιδιοκτήτης του ιστολογιου και εσύ έχετε σπουδάσει μηχανικοί ενώ ο ΔΦ, μεταγραφεας εις την νεοελληνική όχι ;

    Εξ άλλου, λόγω πολύ καλού βαθμού στην Έκθεση εισηχθην εις το ΕΜΠ και ουχί εις το ΑΠΘ.

  35. aerosol said

    Υπάρχει εδώ και δεκαετίες όρος για το graphic novel. Είναι στην ουσία κόμικς. Η Ένατη Τέχνη. Χρησιμοποιείται από κάποιους το εικοναφήγημα ή εικοναφήγηση -προσωπικά τα βρίσκω πομπώδη. Αλλά κυκλοφορούν ως βιβλία.

    Ο όρος δημουργήθηκε για να περιγράψει τα βιβλία κόμικς, και να τα ξεχωρίσει από τα περιοδικά που ήταν γνωστά ως comic books. Δεν είναι ακριβής όρος, καθότι δεν περιλαμβάνει μόνο μυθιστορήματα (novels) αλλά και συλλογές μικρότερων έργων, ή ακόμα και δοκιμίων. Ο καθοριστικός παράγοντας είναι να κυκλοφορούν ως πλήρη βιβλία.

    Δεν είναι γραφικά, δεν είναι γραφιστικά, διότι στα ελληνικά αυτές οι λέξεις έχουν άλλη έννοια.
    Δεν είναι εικονογραφημένα, καθώς η εικονογράφηση είναι άλλο πράγμα (αν και συγγενές) και περιλαμβάνει περισσότερο κείμενο και λιγότερες εικόνες που το ζωντανεύουν/επεξηγούν.

    Νομίζω πως ένας επιπλέον λόγος που εξαπλώθηκε ο όρος graphic novel είναι η ίδια η τάση του χώρου να απομακρυνθεί από λέξεις που παραπέμπουν σε κωμικό, παιδικό, αστείο, γελοιογραφία, φτηνή διασκέδαση, και να τονιστούν οι πιο «σοβαρές» εκδοχές της τέχνης αυτής. Αρκετοί δημιουργοί έχουν εκφράσει την άποψη πως είναι, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, μαρκετίστικος ευφημισμός που προσπαθεί να προσδώσει κύρος

  36. ΣΠ said

    Και στην ιστοσελίδα της «Πολιτείας», στην παρουσίαση από το οπισθόφυλλο του βιβλίου γράφει «Αι μάγισσαι του μεσαίωνος». Ελπίζω το λάθος να είναι στην ιστοσελίδα και όχι στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

  37. Ιερόδουλος said

    Ποια Ιωάννα Πάπισσα; Βαρετό. Για μένα, διαχρονικά ακαταγώνιστο, το κορυφαίο του Ροίδη, είναι αυτό: https://www.youtube.com/watch?v=ti-OpEPltjg

  38. sarant said

    33 Σωστά

    36 Όχι, στο οπισθόφυλλο οι τίτλοι είναι σωστοί, ευτυχώς.

  39. gbaloglou said

    Βεβαίως «μεταγραφή» σημαίνει «το γράφω ξανά (λίγο ή πολύ αλλαγμένο)» ενώ «μετάφραση» σημαίνει «το λέω ξανά (λίγο ή πολύ αλλαγμένο)»: υποδηλώνει κάποιο από τα δύο μεγαλύτερη εγγύτητα/οικειότητα (κατά μέσον όρο) ανάμεσα σε πρωτότυπο και αποτέλεσμα;

  40. gbaloglou said

    Άντε να γίνει δεκτό το «εικονογράφημα» (graphic novel) … ώστε να περάσει επιτέλους και το «τεκμηριογράφημα» (documentary) 🙂 🙂

  41. Triant said

    Μια απορία:
    Στην σελίδα της Πολιτείας γράφει «Επιμέλεια ΔΑΛΚΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ». Τι ακριβώς συμβαίνει;
    Υποθέτω ότι ο Δ.Φ. ως συν-συγγραφέας δεν μπορούσε να είναι διορθωτής/επιμελητής του εαυτού του. Έτσι είναι; Απλώς μια δεύτερη ματιά;

  42. sarant said

    41 Για παράδειγμα, κάποιος δεν πρέπει να κοιτάξει αν είναι ακριβές το πρωτότυπο; Αν υπάρχουν ανακολουθίες στη μετάφραση; Ένα δεύτερο μάτι πάντα βοηθάει.

  43. gpoint said

    # 37

    είναι όντως εξαιρετικό αλλά δεν έχει την πλοκή της πάπισσας

  44. Ιερόδουλος said

    43 Gpoint
    η πλοκή στην Πάπισσα υπήρξε κατώτερη των προσδοκιών μου, όταν τη διάβασα (μιλώ με βάση τις προσδοκίες που έτρεφα για την Πάπισσα επηρεασμένη από ενθουσιώδη σχόλια άλλων). Στην «Ψυχολογία Συριανού συζύγου» η πλοκή ξετυλίγεται εσωτερική και εξομολογητική και η φράση τού φινάλε- κρεσέντο, ιδιοφυής! Στο καινούργιο βιβλιαράκι των εκδόσεων «Πατάκης» βρήκα καταπληκτικό το πρώτο κείμενο για τις επί αιώνες καμένες από ιερατεία, «μάγισσες» και «στρίγλες» και συνεχίζω…αυτό βέβαια για τις «μάγισσες», σε μικρότερα αποσπάσματα, το είχα συναντήσει πέρυσι το καλοκαίρι σε μια άλλη έκδοση-δεν θυμάμαι όνομα- γραπτών του Ρ.
    Πολύ χρήσιμη πράγματι η ιδέα του παράλληλα μεταγραμμένου κειμένου για αναγνώστες που θέλγονται από την καθαρεύουσα του Ρ. αλλά που δεν διαθέτουν την γλωσσική σκευή ώστε να την κατανοούν επακριβώς. Μακάρι να το έκανε ο Πατάκης αυτό και για κείμενα του Παπαδιαμάντη διότι ο σκέτος μεταγραμμένος στα νεοελληνικά Παπαδιαμάντης, μου φαίνεται ανυπόφορος, χωρίς τη βαρετή,(για τη δική μου αίσθηση) πλην άρτια βυζαντινή μουσικότητα της καθαρεύουσάς του- ευτυχώς που υπάρχει και το τοπικό ιδίωμα των ηρώων του και δεν μας παίρνει ο ύπνος ολότελα όταν διαβάζουμε- από τους… πελάτες κουρασμένες…;-)

  45. Νέο Kid said

    Aν ήταν παντως εδώ ο Ρογήρος θα μας έλεγε (υποθέτω…) ότι πιο πολλές, δηλαδή πολύ πιο πολλές, μάγισσες έκαψε η Αναγέννηση παρά ο μεσαίωνας .
    Και οι προτεστάντες στας Αμέρικας μια χαρά καψιματάκια και κυνηγάκια μαγισσουλών έκαναν…

  46. Μάντις said

    45 Neo Kid
    προτείνω, εκτός από Ροϊδη, και «Μάγισσες του Σάλεμ» για απόψε. Και όποιος αντέξει, άντεξε.

    Και πάντα γυναίκες ήταν οι αναρίθμητες μάγισσες οι καμένες από ιερατεία κάθε λογής. Σπανίως καιγόταν άντρας. Βλέπεις κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει! 😉

  47. Ιστοριοδίφης said

    1) Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται: Ο πονηρός Νεογίδιος (45), ών βέβαιος ότι ουδείς από τους αναγνώστες του Ιστολογίου έχει διαβάσει το αριστουργηματικό «Αι μάγισσαι του Μεσαιώνος», έγραψε το σχόλιο 45, αποδεικνύοντας πως ΟΥΤΕ ο ίδιος έχει ποτέ διαβάσει (ούτε κάν ξεφυλλίσει!) το ανωτέρω Ροΐδειο αριστούργημα…

    Αφελέστατε Νεογίδιε, το θέμα του Ροΐδη δεν είναι αν ο Μεσαίων ή η Αναγέννησις έκαψαν τις περισσότερες μάγισσες, αλλά ότι η Χριστιανική Εκκλησία έκαιγε επί 3-4 αιώνες εκατοντάδες χιλιάδες φτωχές γυναίκες με την κατηγορία της «μάγισσας», επειδή δεν υπάκουαν στις παρανοϊκές διδασκαλίες της. Το αν ο Ροΐδης χρησιμοποιεί ( το 1868) ως καμβά της διηγήσεώς του τον Μεσαίωνα, το κάνει για να μή τον ξανακατηγορήσουν (όπως έγινε με την «Πάπισσα») ότι τα βάζει γενικώς με την Εκκλησία όλων των εποχών…

    2) Αλλά υπάρχουν και χειρότερα: Στο αναγγελτικό του βιβλίου δημοσίευμα της «Lifo», στο οποίο μάς παραπέμπει ο κ. Σαραντάκος, η δημοσιογράφος Κορίνα Φαρμακόρη αποκαλεί «Τας Μαγίσσας του Μεσαιώνος»… «φεμινιστικό κείμενο»!.. Διαβάστε και φρίξτε…

    ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ («LIFO»: «Το δοκίμιο «Αι μάγισσαι του μεσαίωνος» (1868) είναι το σημαντικότερο φεμινιστικό κείμενο στην ελληνική γλώσσα, απ’ όσα ξέρω εγώ τουλάχιστον. Μέσω της υπεράσπισης των μαγισσών ο κατά τα άλλα μισογύνης (;) αυτός συγγραφέας υπερασπίζεται βέβαια την επιστήμη, αλλά ακόμα περισσότερο υπερασπίζεται το γυναικείο φύλο και τη μητρότητα. »

    Αντί να πεί η κοπέλλα ότι το εν λόγω πόνημα του Ροΐδη είναι το ΠΙΟ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ κείμενο της Ρωμέικης Γραμματείας τα τελευταία 150 χρόνια, μιλάει για φεμινισμό, που ο Ροΐδης δεν είχε κάν υπόψιν του όταν έγραφε το αριστούργημά του!.. Αυτό είναι το επίπεδο της Δημοσιογραφίας στο Ρωμέικο….

    Κι ο κ. Σαραντάκος αποκρύπτει στο παρόν άρθρο ότι το κύριο χαρακτηριστικό των «Μαγισσών» είναι η επίθεση στην ανάλγητη Χριστιανική Εκκλησία, αλλά ποτέ δεν θα τολμούσε να ξεστομίσει τέτοιου βεληνεκούς μπαρούφα: Ότι, δηλαδή, πρόκειται για σημαντικό φεμινιστικό κείμενο…

    3) Παρεμπιπτόντως, θα επανέλθω λίγο μετά το μεσονύκτιο, με μιά σειρά κρισίμων ερωτημάτων προς τον κ. Σαραντάκο, που θα συναρπάσουν κάθε λάτρη του Ροΐδη. Είναι βέβαιο ότι και πάλι δεν θα τολμήσει να μού απαντήσει, αλλά θα τα πώ «στη νύφη» για να τ’ ακούσει «η πεθερά», δηλαδή οι ανυποψίαστοι αναγνώστες του παρόντος Ιστολογίου.

    Για να μή τα ξαναλέω το μεσονύχτιο, επισημαίνω απλώς ότι τα άλλα δύο κείμενα του Ροΐδη που περιέχονται στο βιβλίο του «Πατάκη», δηλαδή «Η εορτή του όνου κατά τον Μεσαίωνα» και «Οι βρυκόλακες του Μεσαιώνος» (μπορείτε να τους διαβάσετε ΕΔΩ στο Ροϊδικό πρωτότυπο) είναι ασήμαντα κείμενα για τον μέσο αναγνώστη. Το μόνο που αξίζει και στα δύο είναι το σημείο όπου ο Ροΐδης (στην «Εορτή του όνου») προσπαθεί να εξηγήσει γιατί η Χριστιανική Εκκλησία λατρεύει τα γαϊδούρια: Διότι είναι υπομονετικά ζώα, πραγματικοί καρπαζοεισπράκτορες και τηρούν την κορυφαία χριστιανική εντολή που είναι να γυρίζουμε και το άλλο μάγουλο σε αυτόν που μάς χαστουκίζει!..

    Αναρτώ για τους αναγνώστες που επιθυμούν να ξεστραβωθούν το σχετικό απόσπασμα του Ροίδου…

  48. leonicos said

    Δηλώνω απλώς εκ νεου παρουσία. Μόλις

  49. sarant said

    Γεια σου Λεώνικε!

  50. Ιστοριοδίφης said

    Σχολίου 47 συνέχεια…

    Επανέρχομαι με μερικά ερωτήματα προς τον κ. Σαραντάκο… Προηγουμένως, πρέπει να πώ ότι από το δημοσίευμα της «Lifo» δεν φαίνεται καθαρά ποιός λέει ότι «Αι Μάγισσαι του Μεσαιώνος» είναι το σημαντικότερο φεμινιστικό κείμενο στο Ρωμέικο: Η δημοσιογράφος Κορίνα, ή ο μεταγλωττιστής Δ. Φύσσας; Αν το λέει ο Φύσσας, είναι ακόμα χειρότερα τα πράγματα…

    1) Γιατί ο κ. Σαραντάκος δεν αναφέρει στο άρθρο του (όπως απαιτεί η στοιχειώδης φιλολογική εντιμότης…) ότι «Αι Μάγισσαι του Μεσαιώνος» έχουν ξαναμεταφραστεί στην Δημοτική, το σωτήριον έτος 2006 από τον γνωστό δωδεκαθεϊστή Μάριο Βερέττα; Το Επιτελείο μας σάς προσφέρει το βιβλίο αυτό (κατεβάστε ΕΔΩ) με το κείμενο του Ροΐδη αριστερά και τη μετάφραση του Βερέττα δεξιά. Ίσως γι’ αυτό ο Δ. Φύσσας έκανε το αντίθετο: Για να πρωτοτυπήσει!..

    2) Τυχαία ο κ. Σαραντάκος απέφυγε να ανεβάσει σελίδες από τις «Μάγισσες» και προτίμησε σελίδες από τον «Όνο»; Όχι, βέβαια… Το έκανε για να αποφύγει την σύγκριση της μεταφράσεως του Βερέττα με την μετάφραση του Φύσσα από τα «μαμούνια» του Επιτελείου μας. Αγνοώντας ότι διαθέτουμε και το βιβλίο του «Πατάκη», που το προμηθευθήκαμε ηλεκτρονικώς από τον Μπέζο…

    Αν προκληθώ, θα αναρτήσω δίπλα – δίπλα την μετάφραση του Φύσσα και την μετάφραση του Βερέττα, για να γελάσει ο κάθε πικραμένος…

    3) Γιατί ο κ. Σαραντάκος ΑΠΟΦΕΥΓΕΙ σε όλο το άρθρο του να επισημάνει πως «Αι Μάγισσαι του Μεσαιώνος» είναι ό,τι πιό αντιχριστιανικό έχει γράψει ο Ροΐδης;

    Κατά την γνώμη μας εκεί οφείλεται και η έκδοση του βιβλίου από τον Δ. Φύσσα και τις εκδόσεις «Πατάκη», συνοδεία δύο ΑΔΙΑΦΟΡΩΝ Ροϊδικών κειμένων (του «Όνου» και των «Βρυκολάκων»): Για να πληροφορηθούν οι νέες γενιές (που σιχαίνονται την καθαρεύουσα…) τα αίσχη της Χριστιανικής Εκκλησίας, διαβάζοντας τις «Μάγισσες». Τα άλλα δύο κείμενα του Ροΐδη περιελήφθησαν στο βιβλίο από τον Φύσσα και τον «Πατάκη» για ξεκάρφωμα…

    4) Θα τελειώσω με κάτι (από τα πολλά αριστουργηματικά που γράφει ο Ροΐδης στις «Μάγισσες») πολύ ωραίο που λέει και ξαναλέει ο Ροΐδης: Επί αιώνες, η μόνη αντιπολίτευσις στην εξουσία της Χριστιανικής Εκκλησίας ήταν η γυναίκα!..

    Είναι ενδιαφέρον πως εξηγεί ο Μέγας Ροΐδης την ροπή των γυναικών προς την Ειδωλολατρία: Ο Παγανισμός είχε πρακτικές λύσεις για τα ανθρώπινα προβλήματα που δεν διέθεταν οι χριστιανοί άγιοι!..

    Όσο για το επί αιώνες ανελέητο κυνηγητό της Εκκλησίας στις Μάγισσες, αυτό ο Ροΐδης το εξηγεί από το πασίγνωστο μίσος των Χριστιανών προς την Επιστήμη!.. ΙΔΟΥ το σχετικό απόσπασμα στο Ροϊδικό πρωτότυπο…

  51. Ιστοριοδίφης said

    Διευκρίνηση για σχόλιο 50: Δυστυχώς, το Ροϊδικό πρωτότυπο που ανέβασα είναι γεμάτο λάθη, γιατί το πήρα από την έκδοση του Βερέττα και ουχί από τα «Άπαντα» του Ροΐδη σε επιμέλεια Άλκη Αγγέλου, όπως έκανα στο σχόλιο 47. Mea culpa…

  52. Γιάννης Ιατρού said

    σιγά ρε συ με τις προσφορές…. από το SCRIBD, χαχαχα
    https://www.scribd.com/document/375617677/Εμμανουήλ-Ροΐδης-Οι-Μάγισσες-του-Μεσαίωνα σε μτφρ. Μάριο Βερέττα, 2006

    Ρίξε κι ένα αντίγραφο του MALLEUS MALEFICARUM,να μορφωθούν οι συνδρομητές 🙂

  53. Κόκλας said

    Όλα που έχει «προσφέρει» από το scribd είναι.

  54. Konstantinos said

    https://www.politeianet.gr/books/federici-silvia-ekdoseis-ton-xenon-o-kalimpan-kai-i-magissa-204363

    Πολυ ενδιαφετον βιβλιο στο θεμα των μαγισσων

  55. Μανούσος said

    Καλημέρα.
    Δεν νομίζω ότι φταίει η φύση για τον χαρακτήρα των Βορείων Λαών, ειδικά ΟΡΙΣΜΈΝΩΝ γνωστών και μη εξαιρετέων…. Αλλιώς θα έπρεπε να θεωρούμε ότι Λομβαρδία και Πολωνία είναι το ίδιο μέσες άκρες από πλευράς φύσης ενώ Ιρλανδοί και Βρετανοί έχουν ταυτόσημο χαρακτήρα…..
    Πάντως Λογγοβάρδοι Φράγκοι, Βησιγότθοι και Βάνδαλοι δεν φάνηκαν να αλλάζουν μεταναστεύοντας νοτιότερα, μάλλον οι Νότιοι μετεβλήθησαν από τους Βορείους.

    Όσο για το κυνήγι μαγισσών αρκεί μία ματιά στην περιγραφή των ηθών των Κελτικών και Γερμανικών φυλών από τον Ιούλιο Καίσαρα (Γαλατικός Πόλεμος Βιβλ. ς) για να διαπιστώσουμε κάποιες σταθερές….

  56. giorgos said

    «…Η έννοια τού «άγαθού» , πρίν άποβή καταναλωτική κατηγορία καί συνεπώς κοινωνικό άγαθό καί βάση τής παραγωγής , έπρεπε νά κατοχυρωθή ήθικά , δηλ. «έλεύθερα» έναντι τών διαθέσεων τών άλλων.
    «Ελεύθερα» σημαίνει διά τής ένοχής καί όχι διά τής τιμωρίας , όπως σέ άλλες θρησκείες. Τό κράτος ώς ήθικός όργανισμός , καθώς τό έθεσε ό Αριστοτέλης , θά παραμείνη ή προεξάρχουσα άντίληψη τής δυτικής Χριστιανοσύνης. Μιά έμμεση άποδοχή αύτού τού πράγματος ένέχεται στήν Βούλα «Unam Sanctam» τού Βονιφατίου τού 8ου , έπί τής όποίας φυσικό είναι οί ίστορικοί νά μήν έχουν άκόμα συμφωνήσει.
    Ως γνωστόν , ποινική νομοθεσία τού Χριστιανισμού δέν ύπάρχει , γιατί αύτός δέν τιμωρεί ύλικά .Τιμωρεί μόνο «μετά θάνατον», ήτοι γιά τό έπίγειο έργο του τού άρκούν μόνο οί ένοχές . Καί τέτοιες ύφίστανται μόνο άν προϋπάρχουν συνείδηση άμαρτιών καί νόμοι , ήγουν Κράτος .
    Τά δύσκολα αύτά νοήματα ή έκκλησία δέν τά άποτύπωσε στίς συνειδήσεις τών άνθρώπων μέ τήν διδασκαλία της μόνο. Εν όνόματι τών πουργατορίων τού Ούρανού , έγκατέστησε πυρές καί βασανιστήρια καί πολέμους στήν Γή , έλευθερώνοντας πάθη . Αφού ή κοινωνική συμβίωση προϋποθέτει τόν διαρκή έξαγνισμό , πώς άλλοιώς θά μπορούσε νά κατορθωθή αύτός καί γιατρευθούν τά πάθη τών άνθρώπων , άν έμεναν κρυφά ? Η θρησκεία είναι ή γεωμετρία τής ψυχής καί ξέρει ότι μέσω τών παθών του σώζεται ό άνθρωπος . Ο μή έχων πάθη δέν χρειάζεται καί νά σωθή γιατί δέν κινδυνεύει άπό τίποτε . Η καλή χρήση τής Λογικής , αύτής δηλαδή πού ποτέ δέν έπαψε νά καλλιεργή στόν άνθρωπο ό δυτικός Χριστιανισμός ταύτόχρονα μέ τά πουργατόρια , μέσα σέ μιά ίστορική διαδικασία πού θά ίδούμε σέ άλλες θέσεις τού βιβλίου αύτού , προϋποθέτει μέν τά πάθη (οί «άδιάφοροι» άνθρωποι δέν χρειάζονται καί νά σκέπτωνται πολύ ) , άλλά κυρίως καί τήν κυριαρχία έπ’ αύτών .
    Ηταν μιά πολύ έπείγουσα ύπόθεση κοινωνικής ύγιεινής , έν όψει τών άναμενομένων «αίώνων τών φώτων» πού οί Πάπες έκαλλιεργούσαν , ή όποία έπρεπε νά έπιτευχθή μέ τήν συνήθη θρησκευτική φαρμακολογία , μέ ύποψίες καί ένοχές . Σέ κάποια μεσαιωνική πολίχνη άκούγεται ξαφνικά πώς οί άνθρωποι πεθαίνουν , χωρίς νά ξέρη κανένας τά αίτια . Δέν ήταν βέβαια δυνατόν οί άνθρωποι αύτοί νά πεθαίνουν έξ αίτίας τών συνθηκών τών μεσαιωνικών πόλεων , έξ αίτίας τής κακής διατροφής ή άναλογικών πραγμάτων . Επέθαιναν γιατί έπάνω τους βάραινε κάποια συλλογική άμαρτία , γιατί σέ κάποια γωνιά τής ψυχής των ύφήρπαν άκόμη κάποια άνεξευρένητα ποσοστά άμαρτιών πού έκζητούσαν τήν διά πυράς ίαση . Αλλο γιατρικό τής ψυχής άπ’ τήν φωτιά δέν ύπάρχει , τό ίδιο χρησιμοποιεί κι’ ό Θεός στά δικά του έργαστήρια τών ούρανών . Ιδού λοιπόν ή έπί Γής ίαση:φωτιές , άμέτρητες φωτιές άπ’ άκρου είς άκρον τής Εύρώπης . Ούδείς άπό τούς καιγομένους θά μπορούσε νά ίσχυρισθή ότι δέν έκλεισε συμβόλαιο μέ τόν «σατανά» (τόν Σαταναήλ , όπως ήταν τό πραγματικό του όνομα τότε) , γιατί έτσι θά ήταν σάν νά καταργούσε τήν ύπαρξη τού σατανά δηλ. μέ τήν βλασφημία του αύτή τό ίδιο τό βασίλειο τού Θεού , ό όποίος θέλει έπί τής Γής νά ύπάρχουν σατανάδες . Οί λογικοί διαλεκτικοί τού μέσου Μεσαίωνα είχαν δουλέψει άρκετά άποτελεσματικά , ώστε όχι μόνο νά καταστήσουν τήν ύπαρξη τού Σατανά άπτήν πραγματικότητα , κατοχυρώνοντας θεωρητικά τό πρωτείο καί τό άλάθητο τού Πάπα , άλλά νά κλείσουν μέ τούς πίνακες τού «ναί» καί τού «όχι» καί κάθε διέξοδο διαφυγής άπό τό μονοπάτι τού όλοκαυτώματος . Καί ό σατανάς , όπως είδαμε άπό τίς έμπειρίες τού παραδείσου , έπισκέπτεται πάντα τούς έξυπνους , αύτούς δηλ. πού έχουν τήν περιέργεια τής γνώσης , καί τίς γυναίκες ίδιαίτερα . Απαραίτητες συνθήκες γιά τήν ύπαρξη τών παντός είδους σατανάδων μέχρι τών ήμερών μας είναι ό συνδυασμός αύτών τών δύο στοιχείων , ή έφεση πρός γνώση καί τό στοιχείο τού θήλεος , μέσω τού όποίου πραγματοποιείται ή «έφεση πρός γνώση» . Τό πρώτο πράγμα πού είναι περίεργος νά «γνωρίση» ό άνθρωπος είναι τό άλλο φύλο του ,δηλ. τό πιό άμεσο πού έχει σχέση μέ τόν ίδιον . »
    Από τό βιβλίο «Η Ανατολική Μεσόγειος ώς Ευρωπαϊκή Ιστορία»

  57. cronopiusa said

  58. alexisphoto said

    καλημέρα και από εμένα,
    @ 1 & 6:
    Η σχολική (δεκ ’80) Ιλιάδα και Οδύσσεια έγραφαν «μετάφραση Καζαντζάκη – Κακριδή».


    Πάντως για εμάς που για χ λόγους δεν έχουμε διδαχτεί αρχαία κ καθαρεύουσα, η μετάφραση των έργων αυτών είναι ο μόνος τρόπος να προσεγγίσουμε αυτούς τους συγγραφείς.
    Εξάλλου, η διαδικασία είναι πολύ παλιά. Να θυμηθούμε τον Παπαδιαμάντη σε μετφρ Μυριβήλη από την δεκατία του 30.
    Άρα, από τότε ακόμα η ανάγκη υπάρχει. Οπότε καλώς κάνουν και μεταφράζονται, και ακόμα καλύτερα που εκδίδονται σε αντικριστή διάταξη.
    Ευχαριστώ

  59. sarant said

    58 Η μόνη εναλλακτική είναι ο πυκνός υπομνηματισμός.

  60. Μια που μιλήσαμε τόσο για τις Μάγισσες του Ροΐδη, ας θυμηθούμε και το κλασικό La Sorcière του Jules Michelet, από όπου πρέπει να άντλησε κατά μεγάλο μέρος και το δικό του δοκίμιο.

  61. Πέπε said

    Ο Ροΐδης, όπως και ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός και τόσοι άλλοι, θα μπορούσαν να γράφουν τη λογοτεχνία τους σε γλώσσα πιο εύκολα κατανοητή σ’ εμάς σήμερα. Δεν το επέλεξαν, και αυτή η επιλογή πρέπει να γίνει σεβαστή. Στο κάτω κάτω, τόσοι γράφουν σε σημερινά ελληνικά και πάλι είναι δυσνόητοι: η προσπάθεια και εκ μέρους του αναγνώστη δεν είναι κάτι κακό. (Και άλλωστε, οι ιδιωματικοί, δημοτικοί βέβαια, διάλογοι του Παπαδιαμάντη είναι μερικές φορές πιο δύσκολοι από την καθαρεύουσά του.)

    Τόνισα τη λέξη λογοτεχνία γιατί αν έχουμε επιστημονικό κείμενο αλλάζει το πράγμα.

    Παρατηρεί όμως κανείς ότι όλος ο διάλογος περί του μεταφραστέου ή όχι των Ελλλήνων σε διαφορετικά ελληνικά θέτει, συνήθως, ως όριο του πεδίου του το όριο μεταξύ δημοτικής και οποιωνδήποτε άλλων ελληνικών. Κι όμως, ενώ η καθαρεύουσα των παραπάνω δεν είναι δημοτική όπως δεν είναι δημοτική και τ’ αρχαία των αρχαίων συγγραφέων, οι αρχαίοι δεν είχαν την επιλογή να γράψουν δημοτική 🙂 και άρα είναι αυτόχρημα νόμιμο να μεταφράζονται. Άρα, δεν είναι όλη η μη-δημοτική στο ίδιο τσουβάλι.

    Και για τη δύσκολη ή ξεπερασμένη δημοτική τι γίνεται;

    Πρέπει να μεταφράζεται ο Καζαντζάκης;

    Έβραζε πριν καμιά δεκαριά χρόνια η αναζήτηση για το τι μπορεί να σημαίνουν οι λέξεις «φελόνι» και «μαγληνό», που περιλαμβάνονται στο σχολικό απόσπασμα του Ζορμπά χωρίς επεξήγηση όπως πολλές άλλες λέξεις. Και σε κείμενα όχι καθαρώς λογοτεχνικά, ο Καζαντζάκης πραγματεύεται θεωρητικές έννοιες με μια εντελώς δική του ορολογία, π.χ. «ο τόπος κι ο καιρός» = «ο χώρος και ο χρόνος!!!». Αυτά δε χρειάζονται μετάφραση;

    Κι όμως, θεωρείται αδιαπραγμάτευτος ο σεβασμός στην επιλογή του Καζαντζάκη να γράφει έτσι. Νομίζω ότι το ίδιο πρέπει να ισχύσει και για τους καθαρευουσιάνους. Στη λογοτεχνία, ξανατονίζω.

  62. sarant said

    61 Μένεις όμως σε επίπεδο λέξεων. Ο Καζ. μπορεί να έχει δύσκολες λέξεις, αλλά, στα μυθιστορήματά του τουλάχιστον, έχει δομή φράσης νεοελληνική. Ο Ροϊδης, ο Βιζυηνός ή ο Ππδ έχουν δομή φράσης καθαρευουσιάνικη, με αποτέλεσμα να μην αρκεί η ερμηνεία των δύσκολων λέξεων, που αρκεί για τον Καζ.

    ΥΓ Στο φελόνι η δυσκολία δεν είναι της δημοτικής, και φαιλόνιον να το έλεγες εξίσου δυσνόητο θα ήταν.

  63. Πέπε said

    62:

    Μα ακριβώς: άλλο δημοτική – όχι δημοτική (διαφωνώ με το «νεοελληνική» γιατί η καθαρεύουσα είναι 100% νεοελληνική κι αυτή, όχι μόνο χρονολογικά), κι άλλο εύληπτο – δυσνόητο. Και η δομή φράσης, μπορεί να είναι δημοτική και όμως δυσνόητη. Στην περίπτωση του πολυσύνθετου υποτακτικού λόγου με μετοχές κλπ., που απαντά συχνά στην καθαρεύουσα, αν η μετάφραση τα απλοποιήσει δε σέβεται τις επιλογές του συγγραφέα, αν πάλι δεν τα απλοποιήσει είναι άχρηστη (εννοώ περιττή) και, το πιθανότερο, και κακή.

  64. Ιστοριοδίφης said

    Εύγε στον σοφό Νέστορα του Ιστολογίου, κ. Άγγελο, που τόλμησε (στο σχόλιο 60) να υπενθυμίσει το σημαντικότερο που παρέλειψα να καταλογίσω εγώ στον κ. Σαραντάκο και στον μεταφραστή Δημήτρη Φύσσα, ο οποίος και το ΑΠΟΣΙΩΠΑ σκανδαλωδώς σε όλο το βιβλίο:

    Το αριστουργηματικό δοκίμιο του Ροΐδου «Αι Μάγισσαι του Μεσαιώνος» είναι εμπνευσμένο από το «ιστορικό μυθιστόρημα» του κορυφαίου Γάλλου Ιστορικού του 19ου αιώνος Jules Michelet (1798 – 1874), «La sorciere» (= Η μάγισσα), που είχε κυκλοφορήσει στην Γαλλία 6 χρόνια νωρίτερα (1862 – 1868) και έκανε πάταγο. Τέτοιο πάταγο μάλιστα, που αμέσως (1863) μεταφράστηκε στα αγγλικά με τον τίτλο «The witch of the Middle Ages».

    Εννοείται ότι το «La sorciere» του Michelet ΟΥΔΕΠΟΤΕ μεταφράστηκε στα Ρωμέικα, για να μή μάθουν οι Ρωμιοί χαχόλοι τα ανήκουστα εγκλήματα της Χριστιανικής Εκκλησίας (έστω και αν πρόκειται για την Ρωμαιοκαθολική και τους επικατάρατους «Κατόλυκους»). Εννοείται επίσης, ότι οι απανταχού χριστιανοί επανειλημμένως επιχείρησαν έκτοτε να βγάλουν σκάρτο (ανιστόρητο, γεμάτο λάθη κλπ.) το «La sorciere» του Jules Michelet.

    Οι μή Γαλλομαθείς που θέλουν να κατεβάσουν και να αποθηκεύσουν στα αγγλικά το έργο που ενέπνευσε τον Ροΐδη για να γράψει τας «Μαγίσσας του Μεσαιώνος», ας πατήσουν ΕΔΩ, πρίν επέμβουν οι απανταχού Μεταλληνιστές και το εξαφανίσουν

  65. sarant said

    63 Κι όταν μεταφράζεις αρχαίους;

  66. Πέπε said

    65:
    Με τους αρχαίους, το να απλοπλοιήσεις συντάξεις που μεταφραζόμενες κατά λέξη, χωρίς απλοποίηση, θα ήταν δυσνόητες και ακαλαίσθητες δε θα έλεγα ότι είναι κάτι που τους προδίδει.

    Και εν πάση περιπτώσει είναι γνωστό ότι η μετάφραση είναι δύσκολο πράγμα αλλά τι να κάνουμε, αμετάφραστοι δε διαβάζονται.

  67. Πέπε said

    Κάτσε να το αναδιατυπώσω λίγο:

    Ένα νεοελληνικό κείμενο πρέπει να είναι σε στρωτά νέα ελληνικά. Άρα, δεν μπορούμε να μεταφέρουμε αυτούσια μια σύνταξη που στα νέα ελληνικά δεν είναι στρωτή. Από κει και πέρα όμως, μέσα στη γενική έννοια «στρωτά νέα ελληνικά» υπάρχουν άπειρα περιθώρια απλούστερου ή συνθετότερου ύφους. Άρα, το σωστό είναι ο συγγραφέας με τον πιο πυκνό λόγο να μεταφραστεί σε πυκνό νεοελληνικό λόγο, αλλιώς όντως προδίδεται.

    Τόσο πυκνό όμως που να μην ξεπερνά τα όρια του στρωτού. Δηλαδή, με προσοχή στη δοσολογία των απλοποιήσεων!

  68. sarant said

    67 Άρα δεν αποκλείεται εξ ορισμού η μετάφραση του Παπαδιαμάντη.

  69. Πέπε said

    68
    Για τους αρχαίους έλεγα.

  70. Γιάννης Ιατρού said

    Σαν σήμερα (18/08), προ 406 ετών …On this day in 1612: The Pendle witch trials

Σχολιάστε