Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Μια φιλολογική φάρσα πριν από 80 χρόνια

Posted by sarant στο 1 Απριλίου, 2009


icon_kazantzakhsΤο 1928, το νεαρό (τότε) λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία» κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο εκτενές απόσπασμα από την Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη. Δεν εννοώ τη μετάφραση του ομηρικού έπους, αλλά την επική σύνθεση που έγραψε ο Καζαντζάκης και «συνεχίζει» την αφήγηση εκεί που την άφησε ο Όμηρος. Το ποίημα αυτό, ίσως και λόγω της έκτασής του (33.333 στίχοι!) αλλά και του στρυφνού 17σύλλαβου στίχου του, είναι από τα πιο αδικημένα της γραμματείας μας. Ο Καζαντζάκης είχε αρχίσει να το γράφει από το 1925 και είχε ήδη δημοσιεύσει κάμποσα αποσπάσματα σε περιοδικά (50, 100 ή περισσότερους στίχους).

Το περιοδικό σημειώνει σε υποσημείωση ότι το κομμάτι το έστειλε ο ποιητής στη Νέα Εστία «που η συμβολή της στη Νεοελληνική Φιλολογία είναι σοβαρή κι αξιοπρόσεχτη» προσθέτοντας: «Ας θεωρηθεί κι ως απάντηση δική μου στην πολεμική κάποιας στείρας, αρνητικής κριτικής».

Το απόσπασμα ξεκινάει ως εξής:

Μα ξάφνου ξέσπασε σφοδρή μια ανεμική, του σούρπου η στρίγγλα,
στην ερημιά’ και λέει φρικιάζοντας ο λόγγος του βαράγκου:
«Δώθε το κούφιο σκέλεθρο μολύβηνε και με σγουλίζει,
τι πεια το κάμα δε γροικάω να καψαλιάζει τις κορφές μου,
μα τα ριζάκουλά μου, σαν οχιές φριχτές, παγροκομένες,
βαθειά μαρμάζουν άβουλα’ κι ως στυλαφτιάστηκα μού εκάστη
πως κιόλας ούρια χούμηξαν τα ανεμοαγκάστρωτα τα νέφη
και τ’ άντερά τους γρούζουν. Ω Θεοί, γιατί χολιάσατε ούλοι;»
Κι ο βαθύς βάραγκας, αγέρωχος, το λόγγο αντροκαλιέται:
«Ώχου αδερφέ! κι αν σ’ έχω αυτού βαρδιάτορα, δε μου κοστίζει
ξέγδαρμα, κι αν ήταν μπορετό, νεροποντής να σ’ απολάψω.
Και, μα το Θεό, τα σάπια ξύλα σου λιπαίνουν την κοιλιά μου».

Αυτοί οι 12 στίχοι αρκούν, το υπόλοιπο είναι το ίδιο και χειρότερο. Ας κάνουμε σύγκριση με ένα άλλο απόσπασμα από την Οδύσσεια (το παίρνω από το περιοδικό Αναγέννηση, 1926, μιλάει η ωραία Ελένη):

«Ομπρός! στο μέγα λιακωτό λαμπρός μας περιμένει δείπνος
Καλό, μετά τον κίντυνο, να κάθεσαι με φίλους κι ήσυχα
να γεύεσαι το ιερό ψωμί και το κρασί, γλυκομιλώντας».
Είπε και πείνα ξάναψε σφοδρή μέσ’ στων αντρών τα στήθια·
Πήγαινε ομπρός και φλέγουνταν στο φως το λυγερό της σώμα.
Φορούσε ολόμαυρο κρουστό λινό, χυτό, με κεντημένα
χρυσά πουλιά φανταχτικά και φλόγες κι έλαμπε σα νύχτα.

Ολοφάνερα, το απόσπασμα που δημοσίεψε η Νέα Εστία είναι κατασκευασμένο, παρωδία του στυλ του Καζαντζάκη, κραυγαλέα μάλιστα παρωδία. Το «ολοφάνερα» το λέω εγώ, αλλά είμαι μετά Χριστόν προφήτης. Όσο κι αν μου φαίνεται κραυγαλέα η παρωδία, ο Ξενόπουλος, ίσως κολακευμένος από το συνοδευτικό γραμματάκι, την πίστεψε και μάλιστα την έβαλε στην περίοπτη θέση που θα άξιζε σε ένα γνήσιο απόσπασμα. Η περίπτωση μού θυμίζει τη φάρσα-πείραμα του Σοκάλ, που έγραψε άρθρο γεμάτο μεταμοντέρνες αρλούμπες και το υπέβαλε σε έγκυρο πιρριβιούντ περιοδικό, το οποίο το δημοσίευσε μετά πολλών επαίνων. Ωστόσο, ο Σοκάλ υπέγραφε, θαρρώ, με το αληθινό του όνομα. Κάπως περισσότερο μοιάζει με το πείραμα του έλληνα Σοκάλ, του Σοφοκλή Καλλιμάνη, αλλά σε άλλο πεδίο. Πάντως, το βρίσκω ταιριαστό για πρωταπριλιάτικο άρθρο.

Η φάρσα είχε περισσότερες πιθανότητες να πετύχει καθώς την εποχή εκείνη ο Καζαντζάκης έλειπε από την Ελλάδα. Πού ήταν; Η Βικιπαίδεια λέει πως ήταν σ’ ένα αγρόκτημα στην Τσεχοσλοβακία, η ΠάπυροςΛαρούς λέει πως ταξίδευε γενικώς. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, πάντως, έστειλε γράμμα στη Νέα Εστία με ημερομηνία 14-2-29 από τη Χιμανόφσκαγια, «ένα μικρό χωριό της Μαντσουρίας» όπως λέει ο ίδιος στο γράμμα. Λέει ακόμα ότι του έστειλε κάποιος τη Νέα Εστία και διευκρινίζει: Αν νομίζετε πως αξίζει τον κόπο, δημοσιέψετε πως οι στίχοι αφτοί δεν είναι δικοί μου. Το αστείο αφτό ενός καλού φίλου μούδωκε κάπια χαρά εδώ στην άκρα του κόσμου: μού θύμισε Ελλάδα.

Ο Ξενόπουλος προσθέτει από κάτω: «Μας εστάλη με την υπογραφή του, με σημείωμά του, και καλή τη πίστει το εδημοσιεύσαμεν. Δεν ήτο ιδικόν του. Μπορούσε όμως και να είναι. Ο ‘καλός φίλος’, δια να κάμη το ‘αστείο’ του, εμιμήθη την τεχνοτροπίαν του κ. Καζαντζάκη à s’y méprendre (…)

Βέβαια, δεν θα συμφωνήσω ότι η μίμηση ήταν τόσο τέλεια που σε ξεγελούσε. Όμως, ο Ξενόπουλος, αφού αναφέρει ότι σε ένα γαλλικό περιοδικό υπάρχει μόνιμη στήλη με τέτοιες μιμήσεις, προσθέτει κάτι που με ενδιαφέρει εξαιρετικά:

Εις το είδος αυτό της σοβαράς, να πούμε, παρωδίας, διαπρέπει κι εδώ ο κ. Ναπ. Λαπαθιώτης. Δεν πιστεύουμε να είναι αυτός ο ‘καλός φίλος’ του κ. Καζαντζάκη. Ή όχι;

Πράγματι, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης είχε δημοσιέψει σε περιοδικό, το 1924, δύο μιμήσεις, μία σε στυλ Καβάφη και μία σε στυλ Παπαδιαμάντη. Αργότερα, το 1938 δημοσίεψε τις ίδιες μιμήσεις μαζί με άλλες δέκα ποιητικές (μία του εαυτού του!) σε άλλο περιοδικό, όπως μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Όμως, το 1929 που γράφει ο Ξενόπουλος, δεν ξέρω να υπήρχαν άλλες λαπαθιωτικές μιμήσεις.

Βέβαια, μπορεί στα φιλολογικά σαλόνια ο Λαπαθιώτης να αυτοσχεδίαζε ή να έκανε παρωδίες και να είχε αποκτήσει όνομα ότι «διαπρέπει» στις παρωδίες. Αυτό δεν το ξέρω. Με σαγηνεύει όμως το ενδεχόμενο η σπόντα του Ξενόπουλου να μην είναι τυχαία και αθώα, αλλά να ήξερε ή να μάντεψε κάτι ο Ξενόπουλος. Μάλιστα, ο Λαπαθιώτης θα μπορούσε να είναι ο ανώνυμος φαρσέρ. Ή όχι;

Ενημέρωση, 9 Απριλίου 2009: Κατά σύμπτωση, ενώ φυλλομετρούσα ένα τεύχος του φιλολογικού περιοδικού ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ για να βρω κάτι άλλο, βρήκα μια κακεντρεχή αναφορά στη φάρσα. Ότι δηλαδή, κάποιοι νεαροί (κάποια παιδιά, λέει το περιοδικό) θυμωμένοι επειδή ο Ξενόπουλος τους στίχους των νέων τούς δημοσίευε σε χωριστή σελίδα στο περιοδικό του, του έστειλαν μεταφρασμένον Πόε και Λονγκφέλοου με ψευδώνυμο -και βέβαια αυτά δημοσιεύτηκαν στη στήλη των νέων, ενώ μετά έστειλαν τον ψευδοΚαζαντζάκη και μπήκε πρωτοσέλιδος, ενώ, προσθέτει ο σχολιαστής της Πρωτοπορίας (μάλλον ο Φώτος Γιοφύλλης) στην πραγματικότητα ήταν στίχοι «ενός Γεράσιμου Γληγόρη».

Ο Γεράσιμος Γρηγόρης (1907-1985) ήταν λευκαδίτης λογοτέχνης που κυρίως σαν πεζογράφος ακούστηκε. Τα διηγήματά του Τρελό παιδί και Εστία αντιστάσεως υπάρχουν στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ. Την εποχή εκείνη ήταν φοιτητής στην Αθήνα, οπότε ταιριάζει να είναι ο δράστης της φάρσας.

59 Σχόλια to “Μια φιλολογική φάρσα πριν από 80 χρόνια”

  1. Η «ψευδο-καζαντζάκεια» λεξιλαγνεία μου θυμίζει τους κινηματογραφικούς «Εντιμότατους φίλους μου» (Amici miei), τους ανελέητους μεσήλικες φαρσέρ, που όταν ήθελαν να προκαλέσουν αμηχανία σε τρίτους άρχιζαν να λένε διάφορα ακατάληπτα, όπως «να καψιλεύσω την δεξιά παρισταμένη της σουπερλαγίας», «να γουρδώσω το περπούτσι» κοκ.

  2. aerosol said

    «να καψιλεύσω την δεξιά παρισταμένη της σουπερλαγίας», «να γουρδώσω το περπούτσι» κοκ.

    Αυτή η παλιά μετάφραση μου είχε φανεί τόσο πετυχημένη που ακόμα χρησιμοποιώ τις φράσεις! Δυστυχώς, και στην τηλεόραση και στο σινεμά η ταινία προβάλλεται με καινούριο, ξενέρωτο υποτιτλισμό.

  3. dokiskaki said

    «πιρριβιούντ» -τιντούτο πάλι;

  4. sarant said

    peer-reviewed

  5. Μαρία said

    Η φάρσα του Σοκάλ στο Social Text, όπως και το βιβλίο που ακολούθησε, ήταν πολύ σοβαρή.
    Αλλά πώς την πάτησε έτσι ο Ξενόπουλος.
    Τη δεκαετία του 80 κάποιος φιλόλογος έκανε μια κακή φάρσα σε έλληνες κριτικούς: Έκανε μια συρραφή στίχων του Σεφέρη και τα εμφάνισε για δικά του ποιήματα. Ο μόνος που κατάλαβε τη λογοκλοπή ήταν ο Σαββίδης.

  6. «να καψιλεύσω την δεξιά παρισταμένη της σουπερλαγίας», «να γουρδώσω το περπούτσι» κοκ.

    Αυτή η παλιά μετάφραση μου είχε φανεί τόσο πετυχημένη που ακόμα χρησιμοποιώ τις φράσεις!

    Μα ναι! Εξαιρετικά πετυχημένη μετάφραση. Θυμάμαι κι έναν «πιπιρλίνγκο» αλλα όχι κι από πού είχε ξεφυτρώσει

  7. dokiskaki said

    A, το «περπούτσι»! Σωστά, αφού από το peer-reviewed έχουμε (σε διάφορες χρονικές περιόδους, μην το ψειρίζουμε τώρα): peerre -> περ (γαλλικές επιρροές), το v -> β -> π (αυτά τα μάθαμε καλά με τους ζοζεφοϊώσηπους),το iewe -> ιού (αγγλική επίδραση, από παράλια περιοχή, θυμίζει τον ήχο του τοπικού ανέμου των ατλαντικών ακτών) οπότε αρχικά «περπιούντ» και αργότερα (μεσαιωνικό) «περπιούντι ή περπιούδι» και τελικά (κατά το παπούτσι, τουρκικές επιδράσεις) -> «περπούτσι»

  8. Αυτό το παραθαλάσσιο «περπιούντ» δεν προέρχεται από το «υπερπόντιος»; Αχ, τι μαθαίνει κανείς εδώ…

  9. aerosol said

    Α, και θα έβαζα στοίχημα πως το περπιούντ είναι από το «περιποιούνται» με ρουμελιώτικο αξάν.

  10. Η «πιρριβιούντ» ακροβασία του Νίκου καθώς και τα «να καψιλεύσω την δεξιά παρισταμένη της σουπερλαγίας», «να γουρδώσω το περπούτσι» που μας κατέθεσε ο συμπαθέστατος Σκύλαξ της ΒΚ, μου έφεραν στο μυαλό το «καπνός αναμελάχει παρασιτιλίζεται» με το οποίο βομβάρδιζε κάποιον ατυχή καθηγητή του ο επίσης λεξιπαιχνιδιάρης Γ.Α. Μαγκάκης.

    Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα άνθρωποι με πνεύμα…

    Καλό μήνα, συνέλληνες!

  11. tortila said

    Ζινώντας αποβίδονο σαβίνι
    κι αποβινώντας ερομιδαλιό

    από το ψευδο-υπερλεξιστικό «Βαο Γαο Δαο»

  12. Po said

    Φίλε Νίκο, μας παρουσιάζεις διαμάντια!…

  13. sarant said

    Ευχαριστώ, φίλτατε Ρο!
    Καλό μήνα, Λυκάονα!

  14. χαρη said

    Και (για να συμπληρώσω τό σχόλιο τής Μαρίας) υπάρχει και η άλλη πλάκα που είχε κάνει (δεκαετία τού 60; θα σάς γελάσω για τό πότε ακριβώς) ο Ρένος Αποστολίδης (και τήν – όχι απλώς «ομολόγησε» αλλά – διαφήμισε στην κυριολεξία ο ίδιος αργότερα) στους εκδότες τού περιοδικού με τό οποίο συνεργαζότανε τότε (νομίζω ήταν οι Εικόνες) και οι οποίοι τού είχαν ζητήσει μεταφράσεις από ξένους συγγραφείς: εκείνος έγραφε για καιρό δικά του, τά οποία δημοσιευόντουσαν μετά ωραιότατα ως έργα διαφόρων, γερμανών, δανών, και ούτε γω θυμάμαι τι άλλων. (Αν δεν κάνω μ ε γ ά λ ο λάθος νομίζω ότι αυτά έβγαλε μετά ως «ιστορίες από τίς νότιες ακτές») Καλό μήνα κι από μένα φίλε Νίκο

  15. ηλε-φούφουτος said

    Να συμπληρώσω ότι αυτό το συνήθειο το είχε, όπως ο ίδιος κόμπαζε, από τα μαθητικά του χρόνια, όταν εντυπωσίαζε το θεολόγο στο σχολείο παραθέτοντας τσιτάτα του διαπρεπούς Γερμανού θεολόγου Πουτσχάφτεν.

  16. Το όνομα του διαπρεπούς Γερμανού θεολόγου μου θύμισε ένα φανταρίστικο διήγημα του οικοδεσπότη μας (αν το θυμάται ακόμα), με το φαντάρο που ήρθε από τη Σουηδία και απαντούσε στο διοικητή «στομπόυ-τσομόυ» (τάχα μου «εντάξει» στα σουηδικά)…

  17. sarant said

    χάρη, καλό μήνα. Η περίπτωση του Ρένου, που δεν την ήξερα, είναι λιγάκι διαφορετική, έχει και λίγο από Παθανάρες.
    Ηλεφού, αυτό το κάναμε κι εμείς στο γυμνάσιο, αλλά με άλλον φιλόσοφο, τον φον Ράινκε Ντουφτ Σπραχετζούγκεν.
    Ο Γιαροσλάβ Χάσεκ όμως, περί το 1910 έγραφε τη ζωολογική στήλη σ’ένα περιοδικό της Πράγας. Όταν βαρέθηκε, άρχισε να περιγράφει ανύπαρκτα ζώα. Κάποια στιγμή το παράκανε κι ένας αναγνώστης έγραψε στο περιοδικό ότι αυτά είναι αστήρικτα. Ο Χάσεκ του απάντησε περιφρονητικά ότι δεν ξέρει τι λέει κι ότι το ανύπαρκτο πουλί υπάρχει στον τάδε τόμο του τάδε κλασικού συγγράμματος ζωολογίας. Έλα όμως που ο άλλος ήταν καθηγητής πανεπιστημίου και του ανταπάντησε ότι ο τάδε τόμος δεν περιγράφει πτηνά αλλά ψάρια. Οπότε ο Χάσεκ απολύθηκε και ίδρυσε το Κόμμα της Μετριοπαθούς Προόδου εντός των Ορίων του Νόμου.

  18. sarant said

    Δύτη, κοκκινίζω!

  19. Πάντα θυμάσαι τα βιβλία που διάβαζες έφηβος… (ισχύει και για τις μεταφράσεις του Χάμετ!).
    Πλάκα-πλάκα, εμένα αυτό το βιβλίο με προετοίμασε για το στρατό δέκα χρόνια πριν πάω (δεν είχαν αλλάξει πάρα πολλά)

  20. χαρη said

    και, για να συμπληρώσω με τή σειρά μου τόν ηλε-φούφουτο, να τού ευχηθώ να ‘ναι πάντα καλά γιατί πολύ γέλασα με τόν πουτσχάφτεν – @νίκο, ντρέπομαι, αλλά δεν τούς θυμάμαι αυτούς τούς παθανάρες (αυτόν τόν παθανάρες;) που λες, (ενώ) σεμνύνομαι (να λέω) ότι σ’ έχω διαβάσει (μετά προσοχής). Είναι τίποτα πρόσφατο; (εσχάτως είν’ η αλήθεια έχω κάτι κενά…)

  21. sarant said

    χάρη, ο Τάσος Παππάς το 1948 κυκλοφόρησε ποιητική συλλογή «Τα τραγούδια του Παθανάρες» δήθεν πως ήταν μετάφραση δική του από τον μεξικανό ποιητή.
    http://www.poiein.gr/archives/830/index.html

    Μετά, αποκάλυψε πως ήταν δικά του τα ποιήματα.

  22. Μαρία said

    Ξεχάσαμε και το Μανούσο Φάσση.

  23. Δημ. Γερμιώτης said

    Φιλολογικές φάρσες γίνονταν πολύ συχνά. Αναφέρω δύο:
    Όταν η διαμάχη δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων ήταν σε έξαρση ό Πολύβιος Δημητρακόπουλος έστειλε σε περιοδικό των δημοτικιστών λογίων ποίημα σε γλώσσα άπταιστη μαλλιαρή και με νόημα τελείως ακατάληπτο, που υπογραφόταν «από τον γνωστό Γιαπωνέζο ποιητή ΣΥΕΡ ΥΟΚΟ». Το ποίημα δημοσιεύθηκε με ευτμενέστατη κριτική, αλλά τις επόμενες μέρες αποκαλύφθηκε πως η ακροστιχίδα των στίχων του σχημάτιζαν τη φράση Ω ΤΗΣ ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗΣ ΣΑΣ και το όνομα του «Γιαπωνζου ποιητή» ήταν αναγραμματισμός της λέξης Ο ΚΟΥΡΕΥΣ.
    Η δεύτερη φάρσα έγινε τη δεκαετία του ΄60 και πρέπει να τη θυμούνται πολλοί. Αφορά τα «ποιήματα του Παθανάρες» «του Φρανσουά Βιγιόν του Μεξικού, συναγωνιστή του Πάντσο Βίλλα και του Εμιλιάνο Ζαπάτα», όπως διευκριζόταν στο εισαγωγικό σημείωμα. Τα ποιήματα ήταν ωραιότατα, μόνο που τα είχε σκαρώσει Έλληνας, που αυτή τη στιγμή δε θυμάμαι το όνομά του. Ο Παθανάρες είναι ανύπαρκτο πρόσωπο.

  24. ηλε-φούφουτος said

    Ε, αφού μαζεύουμε φάρσες, να θυμίσω κι εγώ τη φάρσα που είχε κάνει ο Τσάτσος τη δεκαετία του ‘50 στη Νεα Εστία (για το τελευταίο δεν είμαι σίγουρος – το λέει ο Γεωργουσόπουλος εδώ http://www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=79892&enthDate=02082008 ) σκαρώνοντας ψευτοεπιστολή (= ψευτική επιστολή) Ρωμαίου ανθυπάτου απ την οποία έβγαινε ότι οι Έλληνες είχαν και τότε τα ίδια κουσούρια που έχουν και σήμερα. Η φάρσα αυτή φαίνεται ότι πιάνει και σήμερα. Δικός μου άνθρωπος μού είχε δείξει το κείμενο πριν καναδυό χρόνια, έχοντας χάψει κι ο ίδιος το παραμύθι, για να μου δείξει (πρώην αριστερός ο ίδιος και νυν εκσυγχρονισμένος) ότι εξαπανέκαθεν δεν είμασταν σοβαρός λαός εμείς αλλά είμαστε επιρρεπείς στη φιληδονία και στη δημαγωγία (τη σχετική σάμπα ο ίδιος την είχε χορέψει κατά κόρον παλιότερα!).

  25. χαρη said

    Νίκο ευχαριστώ για τή διευκρίνιση περί Παθανάρες, και μια και τά περί φαρσών επεκτάθηκαν ελαφρώς, να αναφέρω και τις (τις ξέρεις και τις ξέρουνε κι άλλοι φίλοι από δω μέσα, όμως μολονότι τού «εξωτερικού» νομίζω ότι ταιριάζουν λίγο κι εδώ) τις πολύ ωραίες δηλαδή πλάκες που γίναν εσχάτως – στην αμερική κυρίως νομίζω – από διανούμενους ή (παθόντες) συγγραφείς (μία τουλάχιστον ήταν γυναίκα – δυστυχώς δεν θυμάμαι καθόλου ονόματα) μπουχτισμένους με τά εκδοτικά χάλια (παγκοσμίως): υποβάλλανε δηλαδή προς έκδοση σε διάσημους εκδότες τού εξωτερικού βιβλία «γραφέντα» από παντελώς άσημους συγγραφείς, με παντελώς άγνωστους τίτλους, αλλά τά κείμενα ήταν γνωστότατα και κλασικότατα – τζέιν ώστιν, σαίξπηρ, φώκνερ, και τέτοια: και(λοιπόν) τήν πάτησαν απαξάπαντες: απορρίφτηκαν όλα! (Προς τιμήν του, μόνο ένας «αναγνώστης» διέκρινε «κάποιες ομοιότητες» στη μία περίπτωση με τό «περηφάνεια και προκατάληψη» και συνέστησε, με λεπτή ειρωνεία, στην νεαρή συγγραφέα να αποφεύγει τίς (απο)μιμήσεις.
    Προσωπικά τά ευχαριστήθηκα πολύ, για προσωπικούς μάλλον λόγους (αλλά και επειδή είμαι πολύ κακοήθης…)
    Μπορείς δηλαδή να φανταστείς τί θα γινόταν αν (τό ‘χα σκεφτεί κάποτε αλλά…) αν κάναμε λοιπόν κάτι αντίστοιχο στην «χώρα τής φαιδράς, κτλ»; Κι εγώ σού λέω για παράδειγμα ότι θα απορριπτόταν σύσσωμος, μεταφρασμένος και πεζοποιημένος ο Ευριπίδης ας πούμε – αλλά και ποιος θα εγκρινότανε;
    Θα εγκρίνανε – και ποιος θα ενέκρινε σήμερα για έκδοση τήν Πάπισσα τού Ροΐδη, ή μήπως τήν Ασκητική τού Καζαντζάκη – για να μείνω στα «μπεστσέλερ» ;
    Και με τήν ευκαιρία: συμφωνείς φαντάζομαι ότι η λάθος χρήση που γίνεται αυτής τής «φαιδράς πορτοκαλέας» είναι άλλο πράγμα. Και για να μην επεκταθώ – γιατί αυτά είναι δικά σου χωράφια – τό ποίημα δεν εννοεί τήν Ελλάδα αλλά τήν Ιταλία – τέλος πάντων

  26. sarant said

    Χάρη, αυτή η φάρσα προς εκδοτικούς οίκους είναι πολύ καλή ιδέα.

    Αλλά για το άλλο, την πορτοκαλέα εννοώ, με μπερδεύεις, διότι είναι ποίημα του Αγγ. Βλάχου:

    Η γη της Ελλάδος

    Ξεύρεις την γη που ανθεί
    φαιδρά πορτοκαλέα
    και κοκκινίζει η σταφυλή
    και θάλλει η ελαία;
    Ω! δεν την αγνοεί κανείς
    είναι η γη η Ελληνίς.

    Ξεύρεις την γη, ήτις παντού
    με αίματα εβάφη,
    όπου κοιλάδες και βουνά
    είναι τυράννων τάφοι;
    Ω! δεν την αγνοεί κανείς
    είναι η γη η Ελληνίς.

    Γη μήτηρ παλαιών θεών
    και νέων ημιθέων
    γη αναμνήσεων κλεινών
    και γη ελπίδων νέων
    Ω! δεν την αγνοεί κανείς
    είναι η γη η Ελληνίς

  27. sarant said

    Και κάτι άλλο, που είναι συνδυασμός φάρσας και κοτσάνας. Όπως ξέρετε ίσως, στις εκδόσεις της Πάπισσας Ιωάννας προτάσσονται (ή ακολουθούν, δεν θυμάμαι) οι τρεις επιστολές του «Αγρινιώτου Σουρλή» με τις οποίες ο Ροϊδης απαντά στους επικριτές του βιβλίου, χρησιμοποιώντας αυτή την περσόνα.

    Γύρω στη δεκ. 1960, μια εφημερίδα αν θυμάμαι καλά ξανατύπωσε την Πάπισσα χωρίς τις επιστολές και κάποιος λόγιος έγραψε και διαμαρτυρήθηκε υποδυόμενος τον δισέγγονο εκείνου του παλιού Σουρλή. Και ο συντάκτης, νομίζω γνωστός κι αυτός, αγνοώντας ότι Σουρλής δεν υπάρχει και ότι πρόκειται για περσόνα, απάντησε ότι ‘κατανοούμε τα αισθήματα που τρέφετε για τον πρόγονό σας, αλλά αφού οι επιστολές του δεν ανήκουν στο έργο’… κάτι τέτοιο, κι έγινε ρεζίλι.

  28. χαρη said

    Τώρα μέ μπέρδεψες εμένα Νίκο. Απ’ ό,τι ήξερα εγώ – τό ‘χα διαβάσει παλιά ίσως στο γυμνάσιο – τό ποίημα είναι μετάφραση από τά γερμανικά ποιήματος που περιλαμβανόταν τότε στην «Μινιόν» τού Γκαίτε (βιβλιαράκι τών εκδόσεων «τού Κεραμέως» – Ρήγας Γαρταγάνης, και σίγουρα θα’πρεπε να γίνει μια δουλειά γι’ αυτόν τόν άνθρωπο, πολύ γραφική – και μοναχική – μορφή τού εκδοτικού χώρου γύρω στο ’50) τό οποίο πολύ αργότερα μπόρεσα να καταλάβω ότι αποτελούσε απλώς τμήμα τών «Χρόνων περιπλάνησης (ή μαθητείας; τά μπερδεύω) τού Βίλχελμ Μάϊστερ»: Τό τραγουδάκι τό ‘λεγε η μικρή (μινιόν) νοσταλγώντας τήν πατρίδα της τήν ιταλία.
    Τό πώς ταυτίστηκε η χώρα με τήν ελλάδα δεν ξέρω. Μήπως η «παραλλαγή» που παραθέτεις έκανε τήν αρχή; Μέ μπέρδεψες.
    (Πάντως σίγουρα η καθαρευουσιάνικη εκδοχή μπορεί να οδηγήσει σε γελοιοποίηση, γιατί τό αρχικό τραγουδάκι μιλάει απλώς για τήν «χώρα με τίς χαρούμενες πορτοκαλιές» – τελείως άλλο πράγμα. Δυστυχώς δεν μπορώ να παραπέμψω αυτή τή στιγμή σε πρωτότυπο αλλά νομίζω ότι θυμάμαι καλά) (ούτε καν τό ελληνικό για τό οποίο σού μιλάω δεν έχω κοντά) και, τώρα που τό σκέφτομαι νομίζω ότι τό «πρωτότυπο» τού Βλάχου που παράθεσες κάτι μού θυμίζει, μάλλον από κει ξεκίνησε τό κακό…
    Αν μπορεί να βοηθήσει κάνας άλλος…

  29. Μαρία said

    Χάρη το «ξεύρεις την χώραν που ανθεί..» ο Περάνθης το ανθολογεί στα παιδικά (χωρίς παρεξήγηση Τιπούκειτε) του Βλάχου μαζί με τα «εις το βουνό ψηλά εκεί..» και «Ο Μάϊος μας έφθασε..» που μαθαίναμε παλιά στο σχολείο, ενώ στις μεταφράσεις τη γνωστή επίσης «καρδιά της μάνας» του Ρισπέν. Ο Βλάχος ήξερε βέβαια και γερμανικά αλλά είναι γνωστός ως μεταφραστής του Λαμαρτίνου.
    Εκτός αν υπαινίσσεσαι λογοκλοπή.
    Μήπως το μπερδεύεις με «το τριαντάφυλλο κλειστό» που είναι Γκαίτε;

  30. sarant said

    Μαρία, ή ο Νικόλας αν ακούει: μια και είπες Ρισπέν, μηπως έχεις στα γαλλικά εκείνο το ποίημα που το μετέφρασε αριστοτεχνικά ο Παπαντωνίου στα ρουμελιώτικα «Η γριά η βαβά μ'», με τον χάρο που πάει να πάρει μια γριά; Το χρειάζομαι για καλό σκοπό 🙂

  31. Μαρία said

    Τη γριά την έχω αλλά το πρωτότυπο… Αν ξέραμε απο ποια συλλογή του Ρισπέν είναι. Η εθνική βιβλιοθήκη τον έχει όλο, αλλά θα μου πάρει χρόνο. Έχω αρχίσει απ’ την παλιότερη και βλέπουμε.

  32. χαρη said

    @Μαρία εγώ μόνο ως ποιητή δεν τόν ήξερα τόν Βλάχο αν και ήξερα λίγο (εν γένει) τόν Περάνθη.
    Όχι, δεν εννοώ τό «τριανταφυλλάκι» που είναι επίσης Γκαίτε (κι αν ήταν να κολλήσω με κάποιο του θα κόλλαγα μάλλον με τό «warte nur balde» που είναι κι απ’ τά ελάχιστά του που μ’ αρέσουνε – ούτε και υπαινίσσομαι εγώ λογοκλοπή – έχω τήν εντύπωση ότι τό θέμα έχει τεθεί γιατί θυμάμαι ότι όταν τό ανακάλυψα μίλησα και με άλλους που τό ξέραν επίσης έτσι – ως ποίημα τού Γκαίτε που αφορούσε τήν Ιταλία.) Τέλος πάντων, αφού δεν έχω τά βιβλία τώρα δεν μπορώ να πω τίποτ’ άλλο. Μπορεί και να κάνω λάθος, αλλά, τόσο μεγάλο πια; (!!!) (αυτή η μνήμη;!)
    Επιφυλάσσομαι να ψάξω.

  33. Μαρία said

    Υπάρχουν πολλοί… Βλάχοι. Αυτός πέθανε το 1920.

  34. χαρη said

    @Μαρία: άρα δεν εννοούσαμε τόν Άγγελο Βλάχο τής Καθημερινής, μπαμπά τής Ελενίτσας – παππούς της τότε, ή καμία σχέση με τήν οικογένεια;
    Να λύναμε τουλάχιστον αυτό να κοιμηθούμε ήσυχοι (-η)! (Κι ύστερα να δω εγώ στον ύπνο μου όλο τό ποίημα τού γκαίτε – κάτι μού γυροφέρνει από τήν αρχή του σαν weisst du das Land…)

  35. Μαρία said

    Παππούς, ο μπαμπάς ήταν ο Γεώργιος Βλάχος.

  36. Μαρία said

    Χάρη, κρίμα που δε θυμήθηκες πιο μπροστά την αρχή kennst du das Land. Θα σε προλάβαινα ξύπνια.
    http://www.recmusic.org/lieder/get_text.html?TextId=6461

  37. Μαρία said

    Κάνοντας τη σύγκριση βλέπω οτι μπορεί να έκλεψε την ιδέα. Η αντιγραφή περιορίζεται στο: Ξεύρεις την γην όπου ανθεί + ολίγη απο πορτοκαλέα.

    Ρε τον παππου!

  38. χαρη said

    Μαρία: ξύπνια μέ πρόλαβες, απλώς έκανα κάτι άλλο κι ύστερα σκέφτηκα μια που δεν έχω τά βιβλία να ψάξω στην βίκι, όπου και βρήκα τό Kennst du das Land (όπου ανθούν ωραία λεμονάκια, και που στον επόμενο στίχο λάμπουν και χρυσά πορτοκαλάκια) κι όπου έμαθα ότι τό ‘χει μελοποιήσει κι ο μπετόβεν μεταξύ άλλων ως «τραγούδι τής μινιόν» (Mignon, op. 75 no 1 (1809) και ο σούμαν και πολλοί-πολλοί άλλοι (είναι απ’ τό όγδοο βιβλίο τών «χρόνων τής μαθητείας τού βίλχελμ μάϊστερ» και τό επεισόδιο είναι γνωστό σαν «η νοσταλγία τής μινιόν για τήν ιταλία»)
    Όπως είδα τώρα τούς στίχους στα γερμανικά, η ομοιότητα είναι μόνο στο πρώτο δίστιχο, αλλά θα βρω και τό βιβλίο που τό ‘χα πρωτοδιαβάσει ελληνικά και έχω τήν εντύπωση ότι η μετάφραση (πιθανόν τού ίδιου τού Γαρταγάνη – δεν τό θυμάμαι αυτό σίγουρα) κάτι θα μάς πει για τό ποιος παράφρασε πρώτος ποιον – (δηλαδή ο Βλάχος ή ο άλλος!)
    Αυτά, αλλά και τέτοια σύμπτωση στον χρόνο δεν τήν περίμενα – έρρωσο

  39. sarant said

    Ναι, η ομοιότητα είναι στο πρώτο δίστιχο. Ωστόσο, κατά πάσα πιθανότητα ο Βλάχος το ήξερε και εμπνεύστηκε από αυτό, όπως θα το ήξεραν κι άλλοι στην εποχή του.

  40. χαρη said

    Να συμπληρώσω μια που τό υποσχέθηκα Νίκο: έχω τώρα εδώ μια έκδοση (μάλλον δεν είναι αυτή απ’ τήν οποία πρωτοδιάβασα εγώ τή Μινιόν αλλά αυτό ουδόλως ενδιαφέρει μάλλον, εκτός από τό ότι μπορεί να είναι μια ένδειξη για τά παιχνιδάκια τά οποία μάς παίζει η μνήμη – και πρέπει να απολογηθώ εδώ για ένα από αυτά τά παιχνιδάκια, γιατί θυμόμουνα πιο κοντά στην παραφθαρμένη τους (ελληνική) εκδοχή τούς (πρώτους) γερμανικούς στίχους…): Χ. Γανιάρης, χωρίς χρονολογία, αλλά υπάρχει αφιέρωση τού 1926 και επειδή λέει ότι είναι η γ’ έκδοση τού βιβλίου αυτό θα πρέπει να κυκλοφόρησε αρκετά νωρίτερα. Παραθέτω τήν πρώτη στροφή (τό ποίημα έχει 3) γιατί έτσι κι αλλιώς η λαθροχειρία τού Βλάχου σταματάει στους 2 πρώτους στίχους όπως είπαμε, – ο Γκαίτε βάζει τόν Βίλχελμ να τό μεταφράζει από τά ιταλικά, τή γλώσσα τής Μινιόν: μολονότι πρόκειται για τή νοσταλγία μιας χώρας (ως Mignons Italiensehnsucht είναι γνωστό – τοις γερμανοίς υποθέτω) τό ποίημα στην αυθεντική του μορφή αναδίνει σίγουρα έναν ερωτισμό ο οποίος λείπει παντελώς ασφαλώς από τό εθνοπατριωτικό μακαρόνι τής…βλάχικης (γειά σου Μαρία!) παραλλαγής:
    Η μετάφραση είναι τού Ηλία Βουτιερίδη:

    Ξέρεις εσύ τή χώραν όπου ανθίζουν
    οι λεμονιές, όπου τά πορτοκάλια
    μες στη δασιά τή φυλλωσιά χρυσίζουν;
    Γλυκύτατο αγεράκι κατεβαίνει
    από τό γαλανό ουρανό – φυτρόνει
    ήσυχα εκεί η σμερτιά κ’ η παινεμένη
    δάφνη. Πες μου τήν ξέρεις; Εκεί κάτω
    Αχ! εκεί κάτω πιθυμώ να πάω
    μόνο μ’ εσέ, γλυκέ μου, που αγαπάω!

    (η παύλα πριν τό «φυτρώνει» είναι άνω τελεία – ή τούς κάνουμε τούς σχολαστικούς ή δεν τούς κάνουμε)

    υ.γ.: και κάτι χαριτωμένο για τίς σελίδες που μάς φιλοξενούν – με τόση ανοχή: στο ίδιο τομίδιο, τελευταία σελίδα, διαφημίζεται η «βασάντα» τού φ. κόντογλου, σε έκδοση πολυτελείας, «τιμάται πανόδετον δρχ. 25, τά ταχ)μικά έξοδα βαρύνουν τόν αγοραστήν»

  41. Μαρία said

    Χάρη, ο Βλάχος είχε μεταφράσει μεταξύ άλλων Χάινε και Λέσσινγκ. Λες να τους κατάκλεψε κι αυτούς;

  42. χαρη said

    Δεν έχω ιδέα, άλλωστε τά διαβάσματά μου έχουνε φοβερές ελλείψεις
    και τό περί «σχολαστικισμού» μου ήταν βεβαίως χαριτωμενιά, και απόδειξη ότι βάζω και σε εισαγωγικά τό δεύτερο «φυτρόνει» και τό γράφω και άσχετα απ’ ό,τι τό πρωτότυπο…

  43. SophiaΟικ said

    Χάρη, το φυτρόνει κλινεται σαν το κλεφτρόνι;

  44. χαρη said

    τί να σού πω Σοφία μου κι εγώ, μήπως αυτοί οι «μαλλιαροί» είχαν σκεφτεί πως και τό «κλεφτρόνι» έτσι ξαφνικά «φυτρόνει» (εκεί που δεν τό σπέρνουν);
    και μιλάγαν για κλεφτρόνια όταν γράφαν για φυτρόνια;

    νά, αυτές είναι απορίες νυχτιάτικες!

    (τόν βλάχο πάντως δεν φαίνεται να τόν απασχόλησε τό ζήτημα)

  45. sarant said

    Πολύς κόσμος έγραφε τα ρήματα σε -ώνω με όμικρον τότε και όχι μόνο μαλλιαροί. Ήταν μια παλιότερη ορθογραφία που τώρα έχει τυποποιηθεί και δεν την εφαρμόζει κανένας και γι’ αυτό ξενίζει.
    Όπως επίσης, πολλοί έγραφαν «είταν».

  46. ηλε-φούφουτος said

    @χαρη, σε ζηλεύω που έχεις παλιά κι αχρονολόγητα βιβλία στη βιβιλιοθήκη σου! Μας λες και τον τίτλο του βιβλίου;

  47. χαρη said

    @ηλεφούφουτε, ευχαρίστως ιδού (εξώφυλλο και πρώτη σελίδα):

    ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΑΡΙΘ. 1

    ΓΚΑΙΤΕ

    Η ΜΙΝΙΟΝ

    ΜΕΤΑΦΡ. ΗΛ. ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗ

    Γ’. ΕΚΔΟΣΗ

    ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ
    Χ. ΓΑΝΙΑΡΗ & ΣΙΑΣ
    3 – Σοφοκλέους – 3
    ΑΘΗΝΑΙ

    χαριτωμένο είναι και τό οπισθόφυλλο:

    ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
    ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ

    1. Γκαίτε: Η Μινιόν δρχ. 6.-
    2. Αιμ. Ζολά: Η Ναΐς Μικουλέν » 6.-
    3. Γκυ ντε Μωπασάν: Η Ρόζα » 6.-
    4. Λ. Αντρέγεβ: Η Αβυσσος » 6.-
    5. Ντοστογέβσκη Η Γυναίκα ενός άλλου » 6.-
    6. Αιμ. Ζολά: Για μια νύχτα αγάπης » 6.-

    Με μηνιαίας δόσεις 20, 30, 40, 50 δραχμών
    αγοράζετε βιβλία μας 200, 300, 400, 500, δραχμών.

    (βιβλιαράκι μικρού σχήματος με 64 σελίδες, εκ τών οποίων οι 2 τελευταίες διαφημίσεις – εκεί και η Βασάντα τού Κόντογλου). Αν δεν κάνω μεγάλο λάθος, υπάρχει και τουλάχιστον άλλη μία έκδοση τής «Μινιόν» στον μεσοπόλεμο. (Όπως φαίνεται αυτό ήταν τό πιο δημοφιλές επεισόδιο τού βιβλίου, και ίσως όχι μόνο στην ελλάδα. Δεν ξέρω να είχε μεταφράσει κανείς πάντως ολόκληρον τόν βίλχελμ μάϊστερ τότε – μεταξύ μας, δεν πολυδιαβάζω γκαίτε – και είναι και ογκώδες…)

  48. ηλε-φούφουτος said

    Α, τι ωραία! Μου έστειλες όλα τα στοιχεία! Ζηλεύω και ευχαριστώ!
    Όντως πολύ χαριτωμένα αυτά τα βιβλιαράκια!

    Ώστε «Μινιόν» λοιπόν.

  49. χαρη said

    @ηλεφούφουτε παρακαλώ,
    καισυγνώμη για τήν καθυστέρηση στην απάντηση, είχα μια διακοπή στα μηχανήματα
    να πω επίσης πως δεν έχω μάθει ακόμα να βάζω λινκ (τ ό σ ο νεοφώτιστη) (ο νίκος ξέρει!) γι’ αυτό και δεν έστειλα τις σελίδες σκαναρισμένες…

  50. ηλε-φούφουτος said

    Καλέ, δεν λες που μπήκες στον κόπο να μου στείλεις λεπτομερείς περιγραφές! Εγώ τον τίτλο μόνο σου είχα ζητήσει γιατί δεν είχα υπόψη ολόκληρη μετάφραση του Μάιστερ στα Ελληνικά!

  51. sarant said

    Ενημέρωσα το άρθρο με την πληροφορία ότι δράστης της φάρσας πιθανόν να είναι ο λογοτέχνης Γεράσιμος Γρηγόρης

  52. Μαρία said

    Καλός ο Λευκαδίτης κι όλοι οι Γρηγόρηδες.

  53. Μαρία said

    Για τη Χάρη.΄
    Άλλη πιθανή πηγή έμνευσης του Βλάχου: Το 1875 παίχτηκε στην Αθήνα η Μινιόν(1866) του Αμπρουάζ Τομά και έγινε γνωστή η γαλλική εκδοχή του τραγουδιού.

  54. http://troktiko.blogspot.com/2010/02/blog-post_9326.html

  55. Βλάκας έτσι κι αλλιώς ο Λεβί, καλά να πάθει! 🙂

  56. Ηλεφούφουτος said

    Ναι αλλά κι αυτό το πάθημα τούμπα το γύρισε. Ήταν φιλοσοφικά τα κείμενα απεφάνθη ο μέγας φιλόσοφος.

  57. sarant said

    Ήταν φιλοσοφικό το κλήμα, ήταν ατζαμής κι ο γάιδαρος…

  58. […] και κατάφερε να ξεγελάσει τον Ξενόπουλο που έβαλε στη Νέα Εστία πρωτοσέλιδη την παρωδία του, τη φάρσα του Κωστάκη Τσάτσου με τον Μενένιο Άπιο και […]

  59. Spiridione said

    Άρθρο του Θανάση Παπαθανασόπουλου στη Νέα Εστία, «Σατιρίζοντας τη Νέα «Οδύσσεια», όπου, μεταξύ άλλων, υπάρχει και η διήγηση για τη φάρσα από το βιβλίο του Γεράσιμου Γρηγόρη
    http://www.ekebi.gr/magazines/ShowImage.asp?file=142420&code=5544

Σχολιάστε