Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Λαπαθιώτης’ Category

Ο Λαπαθιώτης μετέωρο και σκιά (του Τάκη Παπατζώνη)

Posted by sarant στο 7 Ιανουαρίου, 2024

Αύριο, στις 8 Ιανουαρίου δηλαδή, συμπληρώνονται 80 χρόνια από την αυτοκτονία του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Κάθε χρόνο, τη μέρα τούτη ή την κοντινότερη Κυριακή, το ιστολόγιο συνηθίζει να δημοσιεύει ένα άρθρο σχετικό με τον ποιητή, παρουσιάζοντας είτε κάποιο άγνωστο κείμενό του είτε στοιχεία για τη ζωή του.

Στη φετινή δημοσίευση κάπως διαφοροποιούμαι. Θα παρουσιάσω ένα κείμενο  για τον  Λαπαθιώτη, γραμμένο εν θερμώ μετά τον θάνατό του (δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία στο τεύχος 398, 1 Ιανουαρίου 1944) από τον παλιό και στενό  φίλο του Τάκη Παπατζώνη (ή Παπατσώνη, και οι δυο γραφές εμφανίζονται). Σαράντα χρόνια αργότερα, ο Τάκης Σπετσιώτης έδωσε τον ίδιο τίτλο, Μετέωρο και σκιά, στην  ταινία που γύρισε με θέμα τη ζωή του Λαπαθιώτη, με τον Τάκη  Μόσχο στον ρόλο του ποιητή.

Πρόκειται για ένα βασικό κείμενο της λαπαθιωτικής βιβλιογραφίας, που αξίζει να διαβαστεί και που διαβάζεται εύκολα παρά τη μεγάλη έκτασή του. Το είχα ανεβάσει στον παλιό μου ιστότοπο και το παίρνω τώρα από το Λογοτεχνικό ιστολόγιο. Η φωτογραφία του Λαπαθιώτη συνόδευε το άρθρο στη  Νέα Εστία και είναι βγαλμένη το 1942.

Μεταφέρω  το άρθρο διατηρώντας  την ορθογραφία του Παπατζώνη, ενώ προσθέτω καναδυό ακόμα φωτογραφίες-τεκμήρια για πράγματα που αναφέρει ο Παπατζώνης.

Ο Λαπαθιώτης μετέωρο και σκιά

Now, when storms of Fate o’ercast
Darkly my Present and my Past.

Ed. Allan Poe (Hymn)

Περισσότερο ακόμη και από τον αγώνα για την αισθητική τελείωση της μορφής, περισσότερο από το βασανιστικό, το επίμονο, το τυραννισμένο δούλεμα και ξαναδούλεμα του κάθε μουσικού στίχου, της κάθε φράσης, – αγώνα και δούλεμα που οδηγούσαν, αλλοίμονο, πάντα προς το αιώνιο ανικανοποίητο, όπως σε όλα τα κυνηγητά των ανθρώπων προς τελειότητες που δεν προοριζόμαστε ν΄ απολαύσομε ζωντανοί, – περισσότερο απ΄ αυτά, μένει άξιο θαυμασμού στον Λαπαθιώτη η απόλυτη συνέπεια που διέπει ολόκληρη τη ζωή του και ολόκληρο το έργο του· μία και μόνη γραμμή αισθητική, μία και μόνη γραμμή ηθική, απότοκη της αισθητικής· και παράλληλη ανάληψη όλων των ευθυνών που απορρέουν από τη στάση του αυτή, ευθυνών πολύ βαρειών, που μοιραία θα κατάληγαν εκεί που κατάληξαν.

Είναι πολύ γνωστή η προφητεία του Μπαρμπέ ντ΄ Ωρεβιγύ μόλις διάβασε το μυθιστόρημα του άγνωστού του την εποχήν εκείνη Huysmans, το περίφημο «A Rebours», που μ΄ αυτό αποστατούσε από τη ρεαλιστική σχολή του φίλου του Ζολά και τραβούσε δικούς του δρόμους. Ο ντ΄ Ωρεβιγύ είπε τότε πως ο συγγραφέας ενός τέτιου βιβλίου δεν του μέλλεται άλλο παρά να διαλέξει μεταξύ του Σταυρού και της κάννας ενός πιστολιού. Και τ΄ όντι, ύστερ΄ από είκοσι χρόνια ο συγγραφέας είχε καταλήξει χριστιανός και παρ΄ ολίγο μοναχός. Παρακολουθώντας όμως το έργο και τη ζωή του Λαπαθιώτη, όλοι μας, εδώ και πολύν καιρό, βλέπαμε καθαρά και όχι διαζευκτικά, σαν τον ντ΄ Ωρεβιγύ, πως και τα δυο οδηγούσαν τον Λαπαθιώτη με τον ασφαλέστερο και τον πιο άτεγκτο τρόπο προς την κάννα του πιστολιού. Τόσο, που όταν εδώ και λίγες μέρες σκορπίσθη η είδηση πως συντελέστηκε τούτο το συμβάν, το υποφέραμε χωρίς κανένα σχεδόν συγκλονισμό, παρεκτός εκείνο τον πολύ ανθρώπινο, που έστω κι ένας ίσκιος που απόμεινε μεταξύ μας, τράβηξε οριστικά στη μόνιμη κατοικία των ίσκιων.

Καταλαβαίνει κανένας λοιπόν, πως μια ζωή που κατρακυλούσε θεληματικά κατά το θάνατο, κυνηγώντας το απόλυτα ωραίο και, φυσικά, μη βρίσκοντάς το πουθενά, πόσο στερημένη ήταν απ΄ όλα τα στοιχεία εκείνα που στοχαζόμαστε λέγοντας: ζωή, ενεργητικότητα, επιθυμία για δράση, δύναμη προσαρμογής, αισιοδοξία, κατάφαση για τον αγώνα, νίκη όσο είναι δυνατό στον άνθρωπο της φθοράς. Ο Λαπαθιώτης γεννήθηκε, έζησε και πέθανε μέσα σ΄ ένα θερμοκήπιο, μέσα στους τεχνητούς παραδείσους ομορφιάς καλλιεργημένης, αλλά όχι φυσικής, που για ένα βραχύ διάστημα απόδιδε το θάμπωμά της, αλλά το γρήγορο και σταχτί κατάλοιπό της ήταν μια μνήμη θολή του λιγόχρονου θαμπώματος και μια δίψα για μιαν απόλυτη (και πιο έντονη επομένως, άπειρα πιο έντονη) ομορφιά, ανύπαρχτη βέβαια σ΄ αυτόν τον απόλυτο και ασυγκέραστο βαθμό παντού, πολύ περισσότερο όμως μέσα στους στενούς χώρους του γυαλόφραχτου θερμοκήπιου. Και απ΄ εκεί και πέρα άρχισαν οι απέραντες νοσταλγίες και ρεμβασμοί προς τα πίσω (άκαρποι) και προς τα μπρος (θανατηφόροι). Οι πριν ανευωδιές, τα μύρα της εποχής του θαμπώματος, πολύ γρήγορα μετατραπήκαν σε μιάσματα, τα μιάσματα κατακλύσαν την ψυχή του ποιητή, και η παροδική κατοικία της ωραιότητας δέχθηκε μέσα της να θρονιάσει ο κοκκινομάλης King Pest του Πόε, ο δαίμονας της αρρωστείας, ισοδύναμο αλλά και τυραννικώτερος από τον ίδιο το θάνατο.

Και καταλήγομε σ΄ ένα συμπέρασμα, μπροστά στον οριστικά πια «και παθόντα και ταφέντα» Λαπαθιώτη, που ίσως νάναι αυθαίρετο, ίσως νάναι δίχως βάθρο, όμως μεστό από τραγικότητα, πως την Ωραιότητα, αυτό το αστάθμητο και φευγαλέο ιδεατό Κάλλος, δεν μπορούμε ατιμώρητα να το θηρεύομε σαν ουσία αυθυπόστατη, ξένη της ζωής, αλλά με τρόπο και σε βαθμό μετρημένους απάνω στα όρια και τα μέτρα της πρόσκαιρης ζωής μας, όσο ζούμε, περιμένοντας ό,τι είναι απόλυτο, να το βρούμε όταν γίνομε κ΄ εμείς απόλυτα όντα. Αλλιώς πράττοντες, βιάζομε το φυσικό υπαρξιακό μας νόμο, προτρέχοντας προς το απόλυτο πριν την ώρα, και φέρνοντας έτσι ταραχή στην προκαθορισμένη τάξη, αυτοκαταστρεφόμενοι, αδρανούντες, αγέρωχα απροσάρμοστοι και δίνοντας παράδειγμα πολύ κακό στους γύρω μας ζωντανούς. Απομονωμένοι επαναστάτες, με επανάσταση χωρίς περιεχόμενο.

* * *

Το έργο του Λαπαθιώτη είναι καθαρά λυρικό, είτε έχει τη μορφή του έμμετρου λόγου, είτε του πεζού τραγουδιού, είτε του φιλοσοφικού ή ρεμβώδους αφορισμού. Ακόμη και το κριτικό του (μάλλον δημοσιογραφικό, αλλά στην ανώτερή του εκδοχή) έργο και οι κατά καιρούς πολεμικές του, θα μπορούσε κανείς να τις πει, αν είναι τρόπος, λυρικές κατά τούτο : γιατί κύριος σκοπός τους ήταν η πιο ενεργός υποστήριξη της πίστης του στο λυρισμό. Μιλώντας για Λυρισμό, πρέπει, προκειμένου για τον Λαπαθιώτη, να τον πάρομε στην πιο άδολη, την απώτατη εκδοχή του της καθαρής ποίησης, Λύρα δηλαδή μουσικότητα του ήχου, της λέξης, της φράσης, του μέτρου, της μορφής. Σοφές και αυτάρεσκες επαναλήψεις ή σχήματα (αυτάρεσκες, που υποδηλώνουν δηλαδή μιαν ωραιοπαθή διάθεση προς το εγώ του ποιητή, σαν τον ναρκισσισμό του μίσχου που τον κάνει ο άνεμος να σκύβει για να κατρεφτιστεί προς το νερό της λίμνης), όλα αυτά ευρήματα σπάνια της έμπνευσης περασμένης κάτω από τυραννιστικά εργαλεία, από χέρι και αυτί και μάτι εμπειρότατου τεχνίτη.

Το ποιητικό έργο του Λαπαθιώτη είναι κυρίως σκορπισμένο σε πλήθος περιοδικά, όλων των κατηγοριών, από τα πιο αποκλειστικά του αισθητισμού της παλιάς εποχής, σαν την «Ηγησώ», την «Ανεμώνη», τη «Νέα Σκέψη», ίσαμε τα λαϊκώτερα της κάθε εποχής. Κ΄ επί πλέον τυπώθηκε η μοναδική συλλογή του τα τελευταία χρόνια, που δεν περιέχει παρά ποιήματα μιας και μόνης διάθεσης, αποστάγματα καθαρά του θανάτου, μαρτύρια μιας τελευτής που έφθανε πια με καλπασμό. Λέω μιας και μόνης διάθεσης και σκέπτομαι πως όλα τα ποιήματα του Λαπαθιώτη, από τα χρόνια της αίγλης, ιδωμένα σήμερα, φαίνονται της ίδιας διάθεσης, με το ίδιο πάντα θανατερό σπέρμα. Υπάρχει όμως κάποια διαφορά αρκετά φανταχτερή. Εκείνα ήσαν ρεμβασμοί και υπερβολές προερχόμενοι από έναν κυρίαρχο της ζωής, έναν που νόμιζε τον εαυτό του καταχτητή της ζωής, θαμπωμένος καθώς ήταν ακόμη από την πρόσκαιρη λάμψη μιας αστραπής, είχαν στοιχεία πόζας, πρωτοπορειακής μορφής, ενός ανανεωτικού στην ποίηση αισθητισμού. Μόλις όμως πέρασε το θάμβος της αστραπής και ακολούθησαν βροντές με κακά προμηνύματα,  μέσα σ΄ ένα σκοτάδι που σχεδόν αποκάλυφτε πως ανανέωση δεν γίνεται με κούφα και αντιζωικά στοιχεία, οσοδήποτε ωραία, συνέβηκε τούτο το περίεργο : νικήθηκε ο νικητής από την ίδια του την ορμή, τα ίδια του τα όπλα στραφήκαν κατεπάνω του και τον πλήγωσαν, και την πληγή πια αυτή εξακολουθούσε να τραγουδά : όχι πλέον πόζα, όχι πλέον Σχολή, αλλά θρήνος χαμένης ζωής. Αυτά για την τραγικότητα της μορφής του Λαπαθιώτη, που κάρφωσε κατακόκκινο, μια χειμωνιάτικη νύχτα μετά τα Φώτα, το τελευταίο υπέροχο τριαντάφυλλο στα στήθη, καλλιεργημένο από τον ίδιο χρόνια και χρόνια μέσα του με φροντίδες.

* * *

Αλλά είναι καιρός ν΄ αφήσομε τα λυπητερά. Τονίσαμε πως κυρίαρχο στοιχείο της όλης ύπαρξης του Λαπαθιώτη είναι μια οξύτατη από ένστιχτο μουσικότητα. Τραβηγμένη με την καλλιέργεια και την εξέλιξη πολύ γρήγορα, από τα εφηβικά ακόμη χρόνια μέχρι λεπτότατου κραδασμού. Αποχρώσεις ασύλληπτες στο αυτί του κοινού ανθρώπου δονούσαν τον Λαπαθιώτη. Αυτό το μουσικό κριτήριο θα μας βοηθήσει εν μέρει να εξηγήσομε ποιοι και γιατί στάθηκαν οι αισθητικοί παραστάτες, τα αιώνια ινδάλματα του Λαπαθιώτη. Η τόσο απόλυτη μουσικότητα φθάνει στην «καθαρή ποίηση», δημιούργημα κρυστάλλινου αλλά ψυχρού κάλλους. Συνδυασμένη όμως και με παράλληλη ψυχικότητα λεπτυσμένη ίσαμε τη νοσηρότητα φθάνει στους οραματισμούς, στις δημιουργίες των τεχνητών κόσμων, στη μεταφορά της ζωής σε κατάσταση διαρκούς ονείρου μακαριότητας, άγχους ή παράδοξου ή αραβουργήματος νοητικού. Ροπή για τέτια ψυχικότητα ήταν έκδηλη στον Λαπαθιώτη.

Κ΄ έτσι στήνεται πρώτος ψυχικός παραστάτης, ποιος άλλος από τον βασιλιά του «φωτεινού σκοταδιού», ο Edgar Poe (που έχει τέλεια μεταφράσει τις «Καμπάνες» του και την «Άνναμπελ Λη», μουσικώτατα). Και δίπλα του οι Μπωντελαίρ και Μαλλαρμέ, δύο μέγιστοι ποιητές που δέχθηκαν σφοδρότατην εξίσου την επίδραση του Αμερικανού οραματιστή. Ζώντας στο πλευρό του εδώ και τριάντα ή περισσότερα χρόνια, θυμάμαι πως, στη διάρκεια μιας θαλασσινής εκδρομής μας στα Μέγαρα με το πλοιάριο της γραμμής, κατορθώσαμε να βρεθούμε σε διαρκή ατμόσφαιρα του “Narrative of Arthur Gordon Pym” του Πόε, χωρίς να μας εμποδίζει διόλου ο συρφετός των συνταξιδιωτών μας, τόση ήταν η υποβολή που ασκούσε κυριαρχικά επάνω μας ο μοναδικός Αμερικανός. Τις ίδιες ατμόσφαιρες, έστω και λιγότερο αϋλωμένες, έστω και πιο πολύ ρέπουσες προς τη νευρασθένεια και τη μονομανία, ήρθε και πρόσθεσε το “A Rebours” και το “Là-Bas” του Huysmans, το τελευταίο κομίζοντας και το νέο δώρο του Σατανισμού, αυτό που συμπληρώναν οι γοητευτικοί κόσμοι των “Diaboliques” και του “Prêtre Marié” του D’ Aurevilly και των «Σκληρών αφηγήσεων» και του “Axel” του Βιλλιέ νε Λ΄ Ιλ Αντάν. Οι καταθλιπτικές ατμόσφαιρες της πείνας, της εξαθλίωσης και της αδικίας δόσαν κι αυτές τη συμβολή τους με τον Κνουτ Χάμσουν, τον Ντοστοϊέφσκι και τον Αντρέιεφ, οι κατόψεις του θανάτου με τον Μαίτερλιγκ, ενώ εξ άλλου οι μακάριοι παραμυθένοι χρόνοι της παιδικής ξεγνιασιάς ήρθαν να θαμπώσουν το αγαπημένο τους μεγάλο παιδί με τις περιπέτειες του “Nils Holgerson” της Λάγκερλεφ και τους μύθους του Άντερσεν.

Στις μεγάλες του συμπάθειες συγκαταλέγεται και ολόκληρο το έργο του Ρεμύ ντε Γκουρμόν. Το οξύ πάθος της μουσικότητας έβρισκε την ικανοποιητική του γοητεία με παθητικά μουσικούς στόνους, σαν του Σαμαίν, σαν του Ρενιέ, και τα παλαιϊκά πρώτα ποιήματα του Μορεάς, καθώς και ορισμένους επιφανειακά μουσικούς στίχους του Ντ΄ Ανούντσιο, ιταλικούς, και γαλλικούς από τον «Άγιο Σεβαστιανό». Για να δείξω σε πόσο παθολογικά νοσηρό σημείο είχε εξελιχθή αυτή η μουσική οξύτητα, αρκεί να ζωντανέψω εδώ τη μνήμη μερικών στίχων που τους επαναλάμβανε ο Λαπαθιώτης, κ΄ εγώ μαζί του, γιατί είναι φοβερά μεταδοτικό αυτό το πάθος, εντελώς ξεκάρφωτα και ασύνδετα με ό,τι δήποτε, μόνο και μόνο για τη χαρά ν΄ ακούσομε τον ήχο τους.

Έτσι από τον Μορεάς, οι στίχοι «Que le mal se fasse pire – je veux rire, je veux rire», ακόμη από τον ίδιο : «Un nain ni très fol ni vilain – qui avait nom Tidogolin». Από τον Mallarmé : «Ses froides pierreries». Από τον Μπωντελαίρ : «Divinum vinum, Francesca». Από ένα ελληνικό μοτίβο τουΠόε «Mellonta Tauta», και άλλον ένα τίτλο του de l’ Isle Adam : «Les demoiselles de Bienfilâtre». Από έναν τίτλο διηγήματος του Wells : «The stolen bacillus». Από έναν τίτλο του Πόε : «The pit and the pendulum.» Από τον Ντ΄ Αννούντσιο : «Anna Comnena la gran baldracca – conta la sacca». Από τη «Μπαλλάντα της φυλακής του Ρίντινγκ : «It is sweet to dance to violins – when love and life are fair – to dance to flutes, to dance to lutes – is delicate and rare – but it’s non sweet with nimble feet – to dance upon the air». Ιδίως απ΄ αυτήν οι φράσεις delicate and rare και το dance upon the air είχαν καταντήσει και στους δύο μας σαν παροιμίες, και ομολογώ πως και σήμερα ακόμη, ύστερ΄ από τριάντα χρόνων πράξη, άθελά μου τις μεταχειρίζομαι.

Άλλου είδους τέτιες συνήθειες μεταξύ μας, συνήθειες μεταξύ μιας παιδιάστικης απλότητας, μιας εκζήτησης του grotesque και μιας ελαφράς συνάμα μεταφυσικής διάθεσης, που ήταν το σπέρμα το κύριο, ήταν ν΄ αλληλογραφούμε τακτικά, για ζητήματα τιποτένια, για δανεικά βιβλία, για να ορίσομε έναν περίπατο, για ν΄ ανταλλάξομε ένα ποίημά μας καινούργιο. Αυτά τα γράμματα, που μου τα έστελνε με το στρατιώτη του πατέρα του, ήταν χαριτωμένα, γιατί είτε περιείχαν στίχους σατυρικούς, είτε τα στόλιζε με πρόχειρες γελοιογραφίες του ή διακοσμήσεις εξωτικές, που θυμίζαν όλα τα ενδιαφέροντά μας, τον Πόε, τον Μαλλαρμέ κ.τ.λ.

Ιδίως ύστερ΄ από μια περιπετειώδη αναρρίχησή μας στην κορφή του Υμηττού, όπου βρεθήκαμε καταμεσήμερα έναν Ιούλιο, χωρίς νερό, χωρίς φαγητό, παρασυρμένοι εκεί, αντί να πάμε έναν απλό πρωινό περίπατο ως την Καισαριανή, καθώς ήταν η πρόθεσή μας. Το αποτέλεσμα ήταν, εκτός από την ανησυχία τη φοβερή των μητέρων μας, ο μεν Λαπαθιώτης, ασυνήθιστος από τον ήλιο, να πάθει εγκαύματα στο πρόσωπο κι εγώ να κοιμηθώ 40 ώρες συνέχεια. Αυτή η εκδρομή αποτέλεσε το θέμα γελοιογράφησης μεταφυσικά τραγικής για έναν ολόκληρο χρόνο. Άλλη πάλι φορά μού έστειλε τούτο το χαριτωμένο τραγούδι, χαριτωμένο στην επικαιρότητά του, γιατί πραγματικά όλ΄ αυτά ήθελε να μού τα παραγγείλει και ήταν ζητήματα της ημέρας :

«Αν θες, δος τον Δανούντσιον
μαζί και το Κοράνιον
στον κομιστήν τον βλάκα.
Πότε θα πιούμε πούντσιον;
Και πότε και στον Ράνιον
θα πάγωμεν την πλάκα;»

Ας σημειωθή πως ο στρατιώτης κομιστής ήταν τω όντι ηλίθιος, πως λογαριάζαμε από καιρό (χειμώνας ήταν) να δοκιμάσουμε μια καινούργια συνταγή punch, πως μού γύρευε να του δανείσω μιαν αγγλική μετάφραση του Κοράνιου κ΄ έναν Ντ΄ Αννούντσιο, και πως όλο αναβάλναμε να δώσουμε μια φωτογραφική πλάκα παλιά στον οπτικό Ράνιο για να μας την εμφανίσει.

Και ως εδώ, όσο κι αν η μουσικότητα, η ωραιοπάθεια και η παραεκλεπτυσμένη αισθητικότητα είχαν προχωρήσει σ΄ ένα σημείο που έδειχνε τον παροξυσμό, ένα σημείο έντασης αρκετά αφύσικης, όμως η νοσηρότητα δεν είχε, μπορεί να πει κανείς, ακόμα προσβάλει οριστικά τον οργανισμό ολόκληρο. Η ωραία και ωραιόπαθη ψυχή έμενε με την ψευδαίσθηση πως μονάχα στις σφαίρες της ποικιλόμορφης Τέχνης ζει και κινείται. Άκαρπης ίσως, στείρας τέχνης, αλλά ποιοτικά άριστης, υπέρλαμπρης, αριστοκρατικής, ανέγγιχτης απ΄ τους πολλούς, όχι όμως θαρρούσες μιασματικής. Τα σπέρματα του αλητισμού, της αποθέωσης, του μεθυσιού, της κραιπάλης, της νευρασθένειας, της αδράνειας, της υπερκαλλιέργειας που οδηγεί έξω απο τη φυσική τροχιά τις ερωτικές ορμές, όλα υπήρχαν, αλλά τα εξαΰλωνε ο φωτοστέφανος της Τέχνης. Ας θυμηθή κανείς πώς ζήσαν ή πόσο οικτρά πεθάναν οι πνευματικοί άρχοντες, ο Βερλαίν, ο Ρεμπώ, ο Πόε, ο Μπωντελαίρ, ο Ντοστογιέφσκι. Για τον Λαπαθιώτη όμως, ακόμη την εποχή εκείνη, ό,τι ήταν διαστροφή της ψυχής ήταν άγνωστο. Τοποθετούσε στη φαντασία του μόνο όλο τον αφύσικο ή ασθενικό εκτροχιασμό των μεγάλων καταραμένων, ενώ εκείνος, αμέριμνος και άφοβος, λογάριαζε πως με ασφάλεια απομυζούσε μονάχα την αίγλη τους. Αισθητικοί και κριτικοί οδηγοί σαν τον Ράσκιν, τον Καρλάυλ και τον Νίτσε τον λούζαν με κύματα υγείας, φαινομενικής κι αυτής, αν κρίνομε από την παραφορά του τελευταίου, τη μονομέρεια του Καρλάυλ και το πού, σε τι εξωτικά δημιουργήματα σαν τους Ροσσέτι, καθοδήγησε ο Ράσκιν τους οπαδούς του, σε δημιουργήματα οπτασιαστικά και άυλα, έξω της ζωής. Ώστε το ένστιχτο και κάποια αμείλιχτη μοίρα, οδηγούσε αλάθητα τον Λαπαθιώτη στον τραγικό, τον αντιζωικό προορισμό του, όσο και αν ο Κύριος Διογένης Teufeldroek του SartorResartus προσπάθησε να του μεταδώσει λιγάκι υγεία, να τον στρίψει σε άλλη διεύθυνση.

Έτσι λίγο λίγο και χωρίς να το καταλαβαίνει μπήκε και στη σκοτεινότερη πλευρά του κύκλου, όπου φερνόταν με ίλιγγο. «Ανεπαισθήτως όλως», κατά τον Καβάφη. Κοντά στα γοητευτικά «Άνθη του κακού» του Μπωντελαίρ και στα αέρινα μαζί και σαρκικά «Πεζά του ποιήματα», ήρθε και η «Πραγματεία για το Κρασί και το Χασίς, θεωρημένα σαν μέσα πολλαπλασιασμού των παραστάσεων». Κοντά στο ιδανικό έργο του Edgar Poe, ήρθε και η γνώση της τραγικής ζωής του, και κοντά στους δυο τους ήρθε και ο De Quincey με τις «Εξομολογήσεις ενός οπιοφάγου», μικρόβιο θανατερό για ολόκληρη πια τη ζωή. Δώρο από τα πιο ανεπιθύμητα και τα πιο δελεαστικά. Και για ολοκλήρωση του δράματος, σε ηλικία πολύ πρόωρη, σε υπερευαισθησία εξημμένη με δεχτικότητα πλήρη, μ΄ έδαφος προκαλλιεργημένο, έφτασε στο άρμα της μεγαλοπρέπειάς του, όλος θάμπωμα, ο μεγάλος σατανικός Ιρλανδός, «ο τους νέους διαφθείρων», με τ΄ απανθίσματα του μεθυστικού του δηλητήριου, ο πολύς Oskar Wilde. Η επιρροή του έργου του Oskar Wilde στον Λαπαθιώτη ήρθε απόλυτη και κυριαρχική – συνέπεια φυσική και μοιραία· αλλα΄και η επιρροή της ζωής του Wilde ήρθε δεσποτική, τυραννική. Έκτοτε η ψυχή του και η ύπαρξή του ήταν πουλημένα στον Ιρλανδό. Η ζωή του δεν είχε σκοπόν άλλο από τη λατρεία και τη μίμηση του δασκάλου. Η αισθητική και η τέχνη απ΄ εδώ και πέρα έγιναν πράξη και, καθώς λένε, βίωμα. (Είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι την ανάγκη να μεταχειρισθώ τούτον τον όρο.) Ο Λαπαθιώτης έκτοτε έχασε την οντότητά του· μεταφυτεύθηκε στον τόπο μας ένας καινούργιος Ντόριαν Γκραίυ σε τόπους ξένους. Βοηθημένος από τη μαλθακότητα που του χάρισε μια ζεστασιά οικογενειακής ζωής και μια μητρική λατρεία, από το εξωτερικό του και τη λεπτότατη παράσταση, από την οικονομική του άνεση, από την από την κοινωνική του θέση, – όλα τα είχε ζηλευτά, – δεν του απόμενε παρά να κολλήσει στο στήθος του ένα εξωτικό άνθος και να βγει, γόης και ξανθός, για την κατάχτηση του κόσμου. Βγήκε, έλαμψε διάττοντας, γοήτεψε, μόνο και μόνο για να καταπέσει σκληρά, να νικηθεί, να ζήσει μαύρα αμετανόητα χρόνια πίκρας και θανάτου πριν το θάνατο, να ερημωθή ψυχικά, να κλειστεί με αδάμαστη την αγέρωχη στάση του, παραδομένος στους τεχνητούς του παραδείσους, ηθικό και σωματικό ράκος. Τελευταίος σπαραγμός στον πύργο της απέραντης συναισθηματικότητός του ήρθε ο θάνατος της μητέρας του· ο δε περσινός θάνατος και του πατέρα του, τού έλυσε τα χέρια κι από τον τελευταίο τυπικό γήινο δεσμό, ώστε η θανατική του καταδίκη νάχει γίνει πια στην ψυχή του από μέρα σε μέρα ανέκκλητα εκτελεστή. Τρία τέσσερα γράμματά του που θα παραθέσω στο τέλος, χρονολογημένα από το 1940 ως σήμερα, δεν αφήνουν καμμιάν αμφιβολία στις παραπάνω σκέψεις.

Ξανάρχομαι τώρα στην παρακολούθηση των «φιλολογικο – αισθητικών» ενδιαφερόντων του Λαπαθιώτη, ύστερ΄ από την κυριαρχική ενθρόνιση του Oskar Wilde σαν δεσποτικού άρχοντα της ψυχής του, γιατί αυτά έχουν άμεση σημασία στην όλη του υπόσταση.

Φυσικά, ολόκληρη η φιλολογία που είχε για βάση της την ερωτική παρέκκλιση, τον έρωτα «των εις άκρον αισθητών», του ήταν πολύ αγαπητή· ανταποκρινόταν στον πόθο της ψυχής του, στο σκοπό της αποκλειστικής επανάστασης της ζωής του. Πρώτ΄ απ΄ όλα η πλούσια φιλολογία της αρχαίας Ελλάδας, με τους πλατωνικούς διαλόγους επί κεφαλής. Το ίδιο τα σοννέτα του Σαίξπηρ· στην αοριστία του γένους που χαραχτηρίζει τα περισσότερα, ήθελε να βλέπει την επαλήθευση κάποιας γνώμης πως ο υμνούμενος σ΄ αυτά δεν ήταν ο φυσιολογικός έρωτας. Η νεώτερη, η σύγχρονή του φιλολογία, είτε ήταν αυτή που καθαρά έδειχνε το αντικείμενό της και θαρραλέα, σαν τον τρυφερώτατο «Dédé» του Αχιλλέα Εσσεμπάκ ή ένα δυο μυθιστορίες του Μιρμπώ, είτε άλλη φιλολογία, που του ήταν υποβλητικά αγαπητή, μόνο και μόνο γιατί από μέσα εκεί απουσίαζε η κοινότυπη γυναικεία μορφή· έτσι «Οι αδελφοί Ζεμγκαννό» του Ε. Γκογκούρ, «Ο αδελφός μου Υβ» του Λοτί. Εννοείται όμως πως όλα τούτα ήταν δευτερεύοντα στολίδια, και τεράστια ήταν η απόσταση που χώριζε αυτά τα αισθητικά passe – temps από τη βαθειά και δεσποτική πίστη και λατρεία του Θεού Οσκάρ. Στο δωδεκάθεο ή πολύθεο τούτο την πρέπουσά του τιμητική θέση είχε αναμφισβήτητα και ο Καβάφης, μύστης κι αυτός στη θρησκεία, μεγάλος συνάμα ποιητής, άλλης τεχνοτροπίας, εντελώς ξένης προς το μουσικό πάθος του Λαπαθιώτη.

Η μουσικότητα – πάθος εξίσου έντονο με τον ερωτικόν αισθητισμό – τον έσπρωχνε, καθώς και κάποια ροπή προς τους μεγαλόπνοους ηρωισμούς, στο ν΄ αγαπά από τον Claudel τα δύο του καλοκαιρινά ποιήματα (την «Καντάτα» και τον «Πρωτέα») και την «Annonce», μόνο και μόνο για τον αρμονικώτατο λυρισμό τους, και τον «Tête – d’ Or» για τη χαοτική του και ηρωική υπόσταση· το ίδιο ο θαρραλέος ηρωισμός του Whitman (που του μετάφρασε και μερικά τραγούδια) τον είχε για έναν καιρό συνεπάρει· το ίδιο οι πλατειοί οραματισμοί του Verhaeren.

Όσο για τη σύγχρονή του ή λίγο παλιότερη ελληνική λογοτεχνία, προς τι άλλο θα οδηγιόταν η αγάπη του, παρά σε ό,τι ήταν νοσταλγικό, με style, καλλιεργημένο ή προσωπικό, με μουσικότητες και μακρυά της άμουσης, γραμματειακής ποίησης. Εξαίρετη και εγκάρδια θέση κατείχε ο Παπαδιαμάντης, οι αβρότητες τού από τη μοίρα σφραγισμένου Χρηστομάνου· εγκάρδια ήταν και η φιλία του για τον Άγγελο Σικελιανό. Θυμάμαι με πόση ορμή βγήκε να στηλιτεύσει κάποιες βιαστικές ή ανώριμες πολεμικές που είχαν γίνει και που είχαν στόχο ορισμένα φανερώματα της δράσης του. Αλλά θυμάμαι και τούτο το χαραγμένο στην πρώτη ακόμα φάση της ζωής μου, πως ένα θείο δειλινό, εδώ και 27 χρόνια, με παράλαβε ο Λαπαθιώτης, με πήγε να βρούμε τον Σικελιανό, και τραβήξαμε οι τρεις σ΄ έναν μακαριστό περίπατο για την Καισαριανή. Αυτή στάθηκε η πρώτη μου γνωριμία με τον Άγγελο, και βέβαια δεν μπορεί να ξεχαστεί.
Θέλησα μ΄ επιμονή να ξαναζωντανέψω όλες τις λεπταίσθητες μορφές που βρέθηκαν διαρκείς ομοτράπεζοι στο συμπόσιο της ωραιοπαθούς ζωής του Λαπαθιώτη. Σε κανένα δεν πρέπει να φανεί τούτο παράξενος τρόπος, γιατί ο παλμός όλων τούτων των «εταίρων» ήταν παλμός της ίδιας της καρδιάς του Λαπαθιώτη, στο αίμα του είχαν όλοι μεταγγιστεί, και η εξαΰλωση που υπήρξε το έργο του, ήταν πεμπτουσία βγαλμένη απ΄ όλη τούτη την ανθοδέσμη αποσταγμένη. Ανάμεσά τους και ανάμεσα στις σισύφειες και τανταλικές γοητείες που του διαχύναν, γοητείες σαν τις φευγαλέες ή απόκοσμες μορφές του Poe, και του Dante Gabriel Rosseti, τρέμουσα, μετέωρη, στη διαρκή αγωνία του ταυτισμού του με τις φίλες ψυχές στεκόταν η λαμποκοπούσα αίγλη του Λαπαθιώτη, αίγλη για ένα θρίαμβο που όλο κι ερχόταν και που όλο ανέγγιχτος ήταν. «Son cœur était un luth suspendu.»

Η δίκαιη περηφάνεια του, η κάποια αλαζονεία του, η κάποια περιφρόνησή του προς τους αμύητους εκείνων των ευτυχών καιρών, είχε ένα ελατήριο πολύ φυσικό, ατράνταχτο. Ποιος άλλος στον τόπο μας, ποιος άλλος σε πολλούς άλλους τόπους, είχε για συντροφιά του τόσο ψυχική και εγκαρδιακή αυτό τον όμιλο των διαλεχτών, αυτή τη σύναξη των καταχτητών της ωραιότητας στην ουσία της την ασύλληπτη; Με αρκετά φιλάρεσκη όσο και φιλοπαίγμονα διάθεση στ΄ όνομά του «Ναπολέων» εύρισκε μια συμβολική μεταφορά καταχτητικού θρίαμβου στα ωραιόπαθα πεδία της Αισθητικής· ασφαλώς τον καιρό εκείνο ούτε καν οπτασιαζόταν την Αγία Ελένη, που θα μεταβαλλόταν κάποτε ο Παράδεισος της «γωνίας Οικονόμου και Κουντουριώτη, Αθήναι». Εδώ πρέπει να μνημονεύσω τούτο : Στη διάρκεια ενός ταξιδιού μου στη Σερβία το 1919, τούστειλα κάποιο χαιρετισμό από το Zagreb. Όταν γύρισα, έλαβα κάποιο του γράμμα, όπου φαίνεται ξεσκεπάζεται καθαρά η διπλή αυτή διάθεση, όσο και αν το λογοπαίγνιο, φυσικά, είναι το δυνατώτερο :

«A Takis, explorateur d’ Agram,      [Το όνομα  του Ζάγκρεμπ επί Αυστροουγγαρίας]
Napoléon, vainqueur de Wagram.»

Παιχνίδια, θα βρεθούν πολλοί να πουν, τιποτένια πράγματα. Δεν το νομίζω. Τίποτα στον τόσο καθολικά υπεραισθητικό καταρτισμό του Λαπαθιώτη δεν είναι χωρίς ψυχικήν απήχηση και σημασία. Στον άρχοντα αυτόν της ελαφρότατης nuance, ο κάθε του λόγος, η κάθε του πεννιά, ήταν «καθαρή Ποίηση». Και όσο για παιχνίδια, μήπως το ωραιότερο ποσοστό της τέχνης και της ζωής δεν μας έρχεται ή δεν πρέπει τουλάχιστον να μας έρχεται από το γελαστό δρόμο του παιχνιδιού;

Τέτιος λοιπόν ο λαμπρός αισθητικός διάκοσμος, όπου μέσα θρόνιαζε η ψυχικότητα του πιο εξαϋλωμένου Έλληνα. Βαθειά, ιερατική στην προσήλωσή της, ασκητική μανιακή ωραιοπάθεια, αποκλειστική του κάθε άλλου, και που μόνο ανεχόταν για πρόσκαιρα στολίδια της τις μαρμαρυγές ενός παροδικού grotesque ή arabesque, μονάχη αναλαμπή κάποιου είδους ζωής, στη θανατικήν αταραξία, στον κρυφό αγώνα. Τα μαύρα διαμάντια, τα ίδια που στόλιζαν σαν θεσπέσια crux pectoralis την πλανητική ψυχή του Edgar Allan Poe.

Την εποχήν εκείνη (1909 – 1917 το πολύ) κυριάρχησε σαν μετέωρο αλησμόνητο αλλά σύντομο η μοναδική μορφή του Λαπαθιώτη. Ζωή και Τέχνη σ΄ ένα κοινόν αμάλγαμα, είτε καλύτερα η Ζωή, με κάποια δόση παρεξήγησης τραγικής που είχε μέσα της όλο το καταστροφικό σπέρμα του μέλλοντος, η Ζωή καταργημένη, εξατμισμένη στην υψικάμινο της Τέχνης. Μόνο της αριστοκρατικό γνώρισμα η εκζήτηση του υπερτέλειου· μόνος της επαναστατικός σκοπός ο προπαγανδισμός της πλατωνο-ουαϊλδικής πολιτείας. Στοιχεία ουτοπίας και τα δύο, νεκρά, αφύσικα, μιασματικά για τον πολύν κόσμο, ασθενικά. Σπάνια και έκπαγλα ωραία φυτά της θερμοκηπικής καλλιέργιας.

Η ζωή του τότε, θρίαμβος διαρκής. Αντιστραμμένη κι αυτή στις ώρες της (αντιστροφή που της έμεινε πιστός, όπως σε όλες του τις πεποιθήσεις, ως το τέλος), άρχιζε μόλις κατά τις τέσσερες το απομεσήμερο. Τούτο ήταν το πρωινό της. Μια δυο ώρες ρεμβασμός στο πιάνο. Το βραδάκι η θαμπωτική κοσμική εμφάνιση, με τις άψογες αμφιέσεις, το ξανθό λεπτότατο πρόσωπο, τη σαγήνη του εκλεπτυσμένου, τη σφραγίδα ενός πελώριου λουλουδιού στο στήθος, το σκόρπισμα προς το κοινό ενός σαγηνευτικού χαμόγελου. Τι τέτιες εμφανίσεις δεν έβλεπε η κοσμική πλατεία και εξέδρα του Νέου Φάληρου ή το αριστερό πεζοδρόμιο της οδού Σταδίου. Τους συντρόφους του σ΄ αυτές τις κοσμικές εξόδους τους διάλεγε κι αυτούς ανάλογα αισθητικά φανταχτερούς ή υποβλητικούς, και ήταν ο κύκλος τους πολύ στενός. Αγαπούσε πολύ να διαβαίνει στα κοσμικά πλήθη συνοδεύοντας μιαν ωραία κ΄ επιβλητική ξαδέρφη του ή έναν πολύ νέο, απόκοσμης ομορφιάς, φίλο του. Κατόρθωσε να εξαϋλώσει αισθητικά ακόμα και το στρατιωτικό χακί.

Κάποτε, και μάλιστα τότε που ήταν ο πατέρας του Υπουργός των Στρατιωτικών και πασίγνωστος με την επανάσταση του Γουδιού και τους κοινοβουλευτικούς αγώνες του, διάλεξε ο Λαπαθιώτης να κάνει τη στρατιωτική του υπηρεσία (λίγων εβδομάδων)· ε, λοιπόν, είναι αφάνταστο το ποια χάρη κατόρθωσε να προσδώσει στην άχαρη στρατιωτική στολή, μπαίνοντας μέσα της. Περιττό να πω πόσο θεωρούσε καταναγκαστικό μαρτύριο αυτή την υπηρεσία, παραλληλίζοντάς το με κόλαση και κρίνοντάς το εφάμιλλα με τη σκληρή παραμονή στο κάτεργο του Oscar Wilde. Τότε έγραψε στο περιοδικό «Ελλάς» του Ποταμιάνου, που ήταν από τους ενδοξώτερους συνεργάτες του, τους «Παιάνες», με την επιγραφή του Dante στην είσοδο της Κόλασης, και με έναν ψυχικό θρήνο ανάλογο με τη «Μπαλλάντα του Ρίντιγκ» του Wilde. Στη μέση του υπέροχου αυτού πεζού τραγουδιού φιγουράρει ο ήρωάς του μαζί με τον ξάδερφό του κ. Σπ. Τρικούπη, συνεργάτη και τούτον του φύλλου, ντυμένοι τη στρατιωτική τους στολή.

Η γοητεία που εξασκούσαν αυτές οι διπλές, οι σοφά και μελετημένα συνταιριαγμένες εμφανίσεις, φιλολογικά πρωτοπορειακές και κοσμικά θαμπωτικές, στον κόσμο, ήταν μεγάλη. Λες και ο νέος Απόλλωνας μετασαρκώθηκε και ήρθε να περπατήσει ανάμεσά μας. καθώς ο Hoelderlin φαντάσθηκε τους αρχαίους θεούς, νάρχονται κάθε τόσο σε σπάνια διαστήματα προς εμάς, και να τους χαίρονται μερικοί, αλλά όλοι να θαμπώνονται από κάποια μυστικήν αίσθηση, πως «θεός εγγύς».

Τότε έγραψε στην «Ηγησώ», στη «Νέα Σκέψη», στην περίφημη «Ανεμώνη», βραχύβια περιοδικά ερμητικού ουαϊλδισμού και υπεραπόλυτου αισθητισμού και νεοσυμβολισμού. Σαλώμες, κόκκινα φεγγάρια, τεχνητές τέλεια σκηνοθετημένες ατμόσφαιρες ερέθιζαν την αγωνία που κάλπαζε για να κάνει τα μυστικά του ωραίου υποχείρια. Συνεργάτες του ήσαν ο Χαρίλαος Παπαντωνίου (αδελφός του Ζαχαρία), πλατωνικός αυτός, ο Μανώλης Μαγκάκης, μεταφραστής των σονέττων του Σαίξπηρ, ο Ραΐσης, ο Σαλούτσης, ο Ροδοκανάκης, όλοι τους νεκροί σήμερα, όλοι τους με κάποιαν αισθητικήν αξία, αλλά πολύ, πάρα πολύ πίσω από τον Λαπαθιώτη, που λες και το Κάλλος το είχε οριστικά δαμάσει και το νεμόταν όπως ήθελε. Ίσως ο Πλάτων Ροδοκανάκης στεκόταν πιο ψηλά από τους άλλους, με πάθος που προσέγγιζε στη ζωηρότητα και την ένταση το πάθος του Λαπαθιώτη, ο Ροδοκανάκης του «Θριάμβου». Αλλά όλοι οι άλλοι αισθανόσουν πως κάναν και μεγάλη δόση «φιλολογία», δεν είχαν αφοσιώσει την ψυχή τους και τη ζωή τους στο θυσιαστήριο της άμωμης Τέχνης. Πάνω στον πόλεμό μας το Βαλκανικό, δημοσίευσε ο Λαπαθιώτης πάλι στην «Ελλάδα» την καταπληχτική του, από πρωτοπορειακή έποψη και θαρραλέαν εμφάνιση, «Μπαλλάντα σε Λα Μπεμόλ Μινόρε», εμπνευσμένη από τις συφορές τις intimes του κάθε πολέμου. Άρχιζε έτσι (αξίζει να την αναπολήσομε) : [Όλο το ποίημα, εδώ ]

«Γρηούλες μανάδες, οι μανάδες
(βαράτε νταούλια και βιολιά
και οι ταμπουράδες και οι ζουρνάδες)
γρηούλες μανάδες οι μανάδες,

– κι οι κοπελούδες οι κερένιες
(όχου λαγούτα και βιολιά)
κι οι κοπελούδες οι κερένιες
με τις βαρειές, τις βαρειές έννιες –

συμμαζωχτές και κακομοίρες
(βαράτε νταούλια και βιολιά)
συμμαζωχτές και κακομοίρες
με τους μοναχογιούς οι χήρες.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»

και που τέλειωνε μ΄ έναν τολμηρότατο μουσικό στίχο, όπου η μετατοπισμένη τομή, πούκοβε τη λέξη «χαροκαμένες» στη συλλαβή «κα», ήταν σα λόγχη που σπάραζε τη μητρική καρδιά :

«οι χαροκα-μένες μανάδες»

Άλλωστε και ορισμένοι στίχοι της λατινικής πρόζας Stabat Mater του είχαν εντυπωθεί όχι μόνο από τη μουσικότητά τους (ξέχασα να το πω παραπάνω), αλλά και από την τραγικότητά τους, μια τραγικότητα που η ψυχή του πάντα συμπονούσε, το κάθε τι που είχε να κάνει με τη μητρική αγάπη, και με βάση θαρρώ βαθύτερη τη λατρεία του προς τη δική του Μητέρα, που ήταν ο πόλος, ο μόνος ανθρώπινος πόλος της ψυχής του. Τα υπόλοιπά του ήταν ουράνια κ΄ έξω του κόσμου. Ιδού οι στίχοι :

Pertrasivit gladius

ο ένας, και

Dum pendebat filius

ο άλλος.

Τον ίδιο καιρό, ο Λαπαθιώτης έγραψε και μιαν άλλη λεπτότατη μπαλλάντα του σαν παραμύθι, «Το βασιλόπουλο». Κάπως έτσι (όλ΄ αυτά από μνήμη τ΄ αναγράφω) :

«Το πανώριο βασιλόπουλο
μια φορά κ΄ έναν καιρό
μια φτωχιά παιδούλα αγάπησε,
τραλαρά και τραλαρό·

κ΄ ήταν, ήταν η αγάπη του
φοβερή και τρομερή
κι όλη μέραν εμαράζωνε
κ΄ έλυωνε σαν το κερί…»

Δυστυχώς δεν θυμάμαι τη συνέχεια. Της ίδιας εποχής είναι και το λαμπρό πεζό τραγούδι (μαλλαρμεϊκό μαζί και ουαϊλδικο) που άρχιζε : «Νυμφαίες, λευκές νυμφαίες…» θαμό, μιασματικό όνειρο, καθώς και ο υποβλητικός «Θάνατος της Γιαγιάς».

Η εφημερίδα «Εστία», προμαχώνας πάντοτε του συντηρητικού πνεύματος, δεν άφηνε ευκαιρία, με τον Τσοκόπουλο επί κεφαλής, να διακωμωδεί αυτά τα μοναδικά για την ποίησή μας φανερώματα. Την πρώτη μπαλλάντα την ξαναδημοσίευσε ολόκληρη με τίτλο «Μπαλλάντα σε Λα Τρελλόρ». Στάθηκε όμως ανίκανη η «Εστία» ν΄ ανακόψει την ένταση της αίγλης που σκορπούσε τον καιρόν εκείνο ο Λαπαθιώτης, αίγλης συνειδητής στους λίγους, αλλά υποβλητικής και σαν από κάποια διαίσθηση ειπωμένης στους άλλους τους πολλούς. Ίσα ίσα, αυτή η χρησιμοποίηση εύκολου πνεύματος αύξαινε τη διαφήμιση.

Περνούσε λοιπόν η ζωή του Λαπαθιώτη ύστερ΄ από τις κοσμικότητες, στις πιο νυχτερινές της ώρες· η μοναξιά, ο ρεμβασμός, οι περίπατοι στους κήπους, τ΄ αηδόνια, ο θρύλος ύποπτων σχέσεων, το μυστήριο, η εξιχνίαση από μια διψασμένη για ωραίο ψυχή του ανεξιχνίαστου μέσα στα σκοτάδια. Έρχονταν οι πρωινές ώρες, τρεις, τέσσερες, πέντε, γύριζε στο σπίτι του, και τότε ήταν η ώρα της δουλειάς, της δημιουργίας του. Και κατά τις εφτά, οχτώ το πρωί, ο ύπνος αυτού που κατάργησε τη μέρα σα μια θορυβώδη πραγματικότητα, έξω από τους μυστικούς του κόσμους, κρύα, ψυχρή και ξένη στα κλίματά του.

Ο μεγάλος πόλεμος και οι εσωτερικοί μας διχασμοί προσπάθησαν κάπως να του διεγείρουν κάποια αμυδρά ενδιαφέροντα, που πηγή τους ήταν πάλι αισθητική κατά βάθος. Ο έρωτάς του προς τη Γαλλία, κοιτίδα του δικού του ωραίου, που την έβλεπε να πέφτει θύμα αχαριστίας από την πολιτική του τόπου, τον έκανε να κυκλοφορήσει σε κρυφά «πετώντα φύλλα» την κραυγή του «Γαλλία, Γαλλία, χαρά της Οικουμένης». Στο πλευρό του πατέρα του, βρέθηκε αξιωματικός ανθυπολοχαγός διερμηνέας για ένα φεγγάρι. Πήγε μαζί του στην Αίγυπτο, αλλά, καθώς φαντάζεται κανείς, κάθε άλλο παρά ευδοκίμησε σ΄ αυτή του την, ας την πούμε, δράση. Γρήγορα ξαναγύρισε στο γνώριμό του ασκητισμό, αφού αντίκρυσε εκεί κάτω μονάχα το μυστήριο της Σφίγγας.

***

Αλλά ό,τι στάθηκε τονωτικό μιας πρόωρης και ζηλευτής ανόδου, δεν ήταν γραφτό να διαρκέσει. Η δόση λίγο-λίγο μεγάλωνε, και η διέγερση αξίωνε πια, για να έρθει, πολλές υποχωρήσεις. Η ψυχική δηλητηρίαση είχε αρχίσει. Το μετέωρο όλο και μάκραινε, το φως του χαμήλωνε. Η δύναμη εκείνη η θαυμαστή, που από μικρό παιδί, με τα ρίγη της μουσικής πρώτα, τον οδήγησε δίπλα στους μεγαλύτερους ωραιοπαθείς και στις πιο αδιαφιλονείκητες αξίες του κόσμου μας, κατάπεσε, και τόσο μονομιάς, που βλέπαμε ένα Λαπαθιώτη, φάσμα εκείνου που είχαμε γνωρίσει, να στέκεται ανίκανος να παρακολουθήσει τον κυκεώνα που είχε δημιουργηθεί αμέσως ύστερ΄ από τον πόλεμο. Όχι πως δεν το προσπαθούσε. Ούτε είχε στην αρχή συνείδηση της κατάπτωσής του. Αλλά τούλειπε η προσαρμογή. Ένας φαταλισμός, μια μονομανία για τη ματαιότητα της κάθε προσπάθειας τον έδερνε. Και πώς θάταν αλλιώτικα; Ήταν τόσο ενεργός, τόσο οξύς ο ερεθισμός που του ανάλωσε στα λίγα χρόνια του πυριφλεγέθονα τη νιότης του όλη την ουσία. Λίγο-λίγο ασφαλώς, με τη νυχτερινή ταχτική ενδοσκόπηση, θα του ήρθε και η πικρή συνείδηση αυτού που του είχε συμβεί. Άδικη πίκρα ίσως, αν σκεφθεί κανείς πως ό,τι έδωκε ήταν συμβολή άξια και ακέραια με το παραπάνω. Αλλά θα μπορούσε ποτέ, αυτός ο δεύτερος Ναπολέοντας, να είναι ευτυχισμένος στην ερημιά της εξορίας του; Την ίδια νοσταλγική πτώση δε δείχνει και η εξομολόγηση του Ταμερλάνου, από τον Poe;

Και προσέτι, δεν ήταν μόνο της ψυχής τα φαρμάκια. Παράλληλα ερχόταν η φθορά της παιδιάστικης εκείνης μοιραίας ομορφιάς, σαν καθρέφτης αλάθευτος του εσωτερικού του δράματος. Μια δυνατή μονάχα κλωστή τον σύνδεε στον καθημερινό του βίο με το γλυκό παρελθόν, μιαν αυταπάτη που όδευε κι αυτή φανερά στην ίδια θανατερή διεύθυνση : η ύπαρξη της Μητέρας. Όταν πια, ύστερ΄ από σπαραχτικά οδυνηρή αρρώστεια, ήρθε η ώρα του θανάτου της, ε, τότε κόπηκε για πάντα η κλωστή. Φανταχτερό παράδειγμα της αδυναμίας του για τη ζωή, αυτή η εξάρτησή του στα πενήντα χρόνια του από την αγκαλιά της μητέρας, αυτό το φροϋδικό πλέγμα, τι άλλο δείχνει παρά πως δεν ήταν αυτό το αιώνιο καλομαθημένο παιδί προορισμένο για τη ζωή. Ο θάνατος της Μητέρας απ΄ τη μια μεριά, μαχαιριά πρώτη, και ο εφιάλτης του πορτραίτου του Dorian, μαχαιριά δεύτερη.

Μοναδικός καρπός της σκληρής αυτής εποχής του οριστικού θανάτου πριν από τον άλλο, τον προχθεσινό, συμβολικός κι αυτός, το τύπωμα μιας μοναδικής συλλογής, το 1939, που αποπνέει, τι άλλο, θάνατο! Συμβολικός κατά τούτο, γιατί περιφρονεί ολόκληρή του την ποιητική δημιουργία, που είτε δεν τη δημοσίευσε ποτέ του, είτε τη σκόρπισε σε κάθε είδους περιοδικά, και σ΄ εποχή του μεγαλύτερου παγκόσμιου οργασμού, των φωτεινότερων φανερωμάτων και προσπαθειών της τέχνης, συμμαζώνει το πένθος της ψυχής του, την απέραντη βαρεμάρα του, τη δίψα του προς το θάνατο, και αποφασίζει να μας φανερωθεί με αποκλειστικά τούτο του το επίσημο φανέρωμα :
«Να ζω δίχως λόγο, και δίχως σκοπό…»

ή πάλι :

«Κι αφού καμμιάν άλλη
χαρά δεν αισθάνη [ η καρδιά μου ]
– να σβήση, όπως σβήνουν
τ΄ ανώφελα τ΄ άνθη…»

ή, στο ίδιο τραγούδι, το τόσο πικρά αληθινό και υποβλητικό :

«σαν κάποιοι χαμένοι
κι αλλόκοτοι στίχοι,
που δεν τους μαντεύουν,
ενώ κλείνουν τόσα,
γιατ΄ είναι γραμμένοι
σ΄ ερμητική γλώσσα…»

Παρομοίωση και πάλι της καρδιάς του. Τι πικρότερη αυτοκριτική και άδικη αυτοκαταδίκη, ενός παθολογικά απελπισμένου, ενός καινούργιου, αλλά ειλικρινούς παλλόμενου Βέρθερου, που η απελπισία του έχει ελατήρια μονάχα ωραιοπαθή κ΄ αισθητικά.

Για το άφθονο κριτικό του έργο αυτών των σκοτεινών χρόνων δε λέγω άλλο παρά πως το χαραχτηρίζει η απόλυτη λεπτότητα και το πάθος του για την τελειότητα της τέχνης που αγάπησε.

Συμπεραίνω πως μια τέτια ολοκληρωμένη υπόσταση, μια τέτια θαυμαστή όσο και σπανιότατη πληρότητα, μια τέτια βαρύτιμη θυσία από τα βάθη της καρδιάς βγαλμένη και με το αίμα πληρωμένη, μια τέτια αληθινά τίμια υπόθεση κατέναντι της άδολης Τέχνης, δεν μπορεί να μην αποτελέσει σταθμό. Η συμβολή του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη που σ΄ εμάς, στη γενιά μας με το ένα πόδι στην όχθη της πριν τον πόλεμο του 14 Τέχνης και το άλλο στον σημερινό κυκεώνα, στάθηκε σαν ένα υπερφυσικό ελληνικό ον, που ισορρόπησε ό,τι πιο αυστηρά εκλεχτικό είχε παρουσιάσει ο περασμένος αιώνας στα τέλη του και η απαρχή του καινούργιου, δεν μπορεί παρά νάναι συμβολή πλήρης και ολοκληρωμένη, αγαπητή και θαυμαστή. Την αστραπιαίαν άνθησή του τη θαυμάζομε σαν κάτι που έχει απόλυτη, ξεκάρφωτην αξία, καθώς θαυμάζομε ένα σπάνιας ωραιότητας στείρο φυτό. Μπροστά στην έκπαγλην ομορφιά, ξεχνάμε την κάθε προσαρμογή, χρησιμότητα ή ωφελιμιστική πρόθεση ή δύναμη ζωής. Και μπροστά στη μακρόσυρτη φθορά του, μας έρχεται η διάθεση να γονατίσομε με δέος. Όσο για το τελευταίο, το τελειωτικό χτύπημα του πιστολιού στην καρδιά του, αναπολώ τούτη τη βαθειά σκέψη του Πασκάλ :

«Είναι καλό πράγμα να βαρεθής και να κουραστής στην αναζήτηση του αληθινού καλού, γιατί έτσι φτάνεις στην ανάγκη ν΄ ανοίξεις την αγκαλιά σου προς τον Ελευθερωτή».

***

Με τη δημοσίευση μερικών γραμμάτων του Λαπαθιώτη, που μούστειλε και που αντί για άλλη σφραγίδα έχουν εκείνη του βαθύτατα μελετημένου θανάτου, θα τελειώσω το φιλικό μου τούτο και γλυκά θλιβερό μνημόσυνο. Ας ακουσθή και η ίδια του η φωνή, αυτούσια, της φιλίας, για τελευταία φορά:

1) Γράμμα από 11 Φεβρουαρίου 1937.

(Απάντηση στο συλλυπητήριό μου για το θάνατο της Μητέρας του.)

Τάκη μου,
Ναι, ως προχτές, όλα ήταν σταματημένα εκεί που τάξαιρες! Αλλά τώρα χάλασε η τάξη τους… – Σ΄ ευχαριστώ και σένα και τη Μητέρα σου, που με συμπονέσατε, εσάς, που, μ΄ όλη την απομάκρυνση, στέκεστε, πάντα, τόσο κοντά μου…

Και σε φιλώ,
Ναπολέων Λαπαθιώτης

2) Γράμμα από 6 Μαρτίου 1940.

Καλέ μου Τάκη,
Ω, τα γλυκά κι αγαπημένα πράγματα, που μου θυμίζεις! Τώρα, που ετοιμάζομαι, σιωπηλά, για τη μεγάλη εξαφάνιση (πολύ κοντά ο καιρός, πιο πολύ κοντά) ένας ζεστός αέρας περασμένων ξαναφυσάει μέσ΄ απ΄ τις γραμμές σου, και με κάνει, πάλι, να ριγώ…
Εσύ που στάθηκες, πάντα, τόσο κοντά μου, – κι ας μη βλεπόμαστε σαν άλλοτε, – είσαι σε θέση να τα δης, αυτά, και να τα πης! Όσο για τους άλλους, τι μας νοιάζει;… Σε λίγο, θάμαστε, κι αυτοί, κι εμείς, καπνός!

Σ΄ αγαπώ πάντα,
Ναπολέων Λαπαθιώτης

3) Γράμμα από 16 Μαρτίου 1940.

(Απάντηση τραγική σε προσπάθειά μου να του αναχαιτίσω τη διάθεση θανάτου, με το απλοϊκό μέσο της αναζωπύρησης των αναμνήσεων.)

Πολύ φίλε,
Το θαυμάσιο πανόραμα του μέλλοντος, που η αγάπη σου θέλησε, τόσο καλοπροαίρετα, να πλάση προ των οφθαλμών μου, αρκούντως εξετίμησα, αλλ΄ αυτό οράται, δυστυχώς, μόνον εκ του δικού σου παραθύρου! Απ΄ το δικ΄ομου – γιατί, κι εγώ, κρατώ ανοιχτό, προς τα εκεί, ένα παράθυρο – δε βλέπω, φευ!, την τόση ροδινότητα, και τα τόσα έξοχα, που δείχνει το δικό σου! – Εκτιμώ, χωρίς να είμαι αχάριστος, τα όσα, ευμενέστατα, μου επεδαψίλευσεν η άχαρη ζωή μας, – αλλά μου είναι, ανεπιστρεπτεί, αφανισμένα…
Και είμαι κουρασμένος, κουρασμένος!
Βέβαια, δεν προεξοφλώ τίποτε, η τέχνη μακρά και το μέλλον αόρατον! – αλλά με τι, με τι να εξαλείψω την πικρή γεύση, που νοιώθω μέσ΄ στο στόμα;…
Αν, επιστρατεύοντας εντέχνως όλα τα θεληματικά εκείνα όνειρα, που υποκρύπτουν οι παλιές, οικείες φράσεις μας, μπορούσες ν΄ αποσείσης τα φοβερά φαντάσματα, που μορφάζουν, πέρα, στον ορίζοντα, και μ΄ απειλούν με τ΄ άσαρκά τους δάχτυλα!
Κι αν η αγάπη σου, – που δε μπορεί να συγκριθή παρά με τη δική μου, – αν η απαράμιλλη αγάπη σου, εξορκίζη, μια μικρή στιγμή, τον δαίμονα, – αυτός ξαναγυρίζει, μόλις σιωπήσης, και μου ψιθυρίζει, πολύ σιγά, στ΄ αυτί, το ανάλγητο εκείνο “Nevermore”!
Και τι να κάνω τότε; τι να κάνω;
Τι να σου πω, που είμαι κουρασμένος!
Σ΄ευχαριστώ για το γλυκό σου μάλωμα, – και σε φιλώ.

Δικός σου
Ναπολέων Λαπαθιώτης

Το γράμμα τούτο φέρνει επικεφαλής  του μια τραγική παραλλαγή του στίχου, που συνηθίζαμε να λέμε, του Moréas :

«Car le mal, qui s’ est fait pire,
me condamne à ne plus rire!»

4) Γράμμα από 8 Ιουλίου 1943.

(Πέντε μέρες ύστερ΄ από το θάνατο της Μητέρας μου.)

Τάκη μου,
Με βαθειά πίκρα (αποκλειστικά για σένα, και για μας, κι όχι για Κείνη, γιατί όσους φεύγουν, εγώ τους μακαρίζω, κι ας το πω κι αυτό, και τους ζηλεύω…) μαθαίνω πως ήρθε η Μεγάλη Ώρα για τη Μητέρα!
Την πίκρα μου αυτή, -πόσο αδερφική, το ξαίρεις,- σου τη στέλνω με τούτο μου το γράμμα.
Και θάθελα να μπορούσα, μήτε καν αυτό, μήτε καν αυτό, μόνο να σούπαιρνα το χέρι, και να σου τόσφιγγα, απάνω στην καρδιά μου, σιωπηλά…

Σαν αδερφός σου
Ναπολέων Λαπαθιώτης

5) Γράμμα από 8 Νοεμβρίου 1943.

(Το τελευταίο για να μου συστήσει για κάποια δουλειά ένα φίλο του ποιητή, τον κ. Ανδρέα Μοθωνιό. Παραλείπω την αρχή.)

Πολύ φίλε,
… Πολύ προσεχώς (επειδή, ενδεχόμενο ν΄ αποχωρήσω της ζωής αυτής) θα σου στείλω και μια φωτογραφία μου, – για να με θυμάσαι. Και θα σου στείλω πάλι με τον επιφέροντα φίλο. Φαντάζομαι να τη θέλης. Εγώ, πάντως, θέλω να σου τη στείλω. Αυτά.

Σ΄ αγαπώ πάντα,
Ναπολέων Λαπαθιώτης

Δυστυχώς, το ενδεχόμενο έγινε πράξη, αλλά τη φωτογραφία δεν την έλαβα ποτέ 12.
Και ένα είναι θετικό, πως το ψυχικό κενό που μου αφήνει είναι ανυπολόγιστο. Έστω και η ιδέα πως το φάσμα του Λαπαθιώτη ζούσε κάπου, μου ήταν ενισχυτικό για τους δρόμους της τέχνης και της ζωής.
Μολονότι με κάποιαν αίσθηση ιεροσυλίας φανερώνω τα γράμματα τούτα, τόσο αγαπητά μου και οικεία, όμως νόμισα χρέος μου να δώσω το τραγικό τούτο προανάκρουσμα του θανάτου στην τρυφερώτερή του πρόοδο, γιατί δείχνει πολύ περσότερα απ΄ οσαδήποτε γραφόμενα, έστω και τα πιο εγκάρδια, έστω και τα πιο φιλικά.
Θέλω να ελπίζω, πως το άφθονο κ΄ επιμελημένα εργασμένο ποιητικό του έργο, το ανέκδοτο, έτσι που τόξερα στα συρτάρια του γραφείου του τοποθετημένο με στοργή, κάποιος θα βρεθή κληρονόμος, συγγενής ή άλλος, να το αποδώσει στη δημοσιότητα· είναι άλλωστε και χρέος του, υποθέτω. Δηλώνω δε και δημόσια, πως θα είναι για μένα μεγάλη ψυχική χαρά, μέσα στη σημερινή λύπη, να μπορέσω να βοηθήσω με οποιονδήποτε τρόπο. Θαρρώ πως κάτι τέτιο ήταν και η εκδηλωμένη επιθυμία του τραγικού μου φίλου.

Τ.Κ. Παπατζώνης

Περιοδικό Νέα Εστία, τ. 398-399, 1 και 15.1.1944, σ. 86-95.

Σημειώσεις
[1] Στα χαρτιά μου βρίσκεται – το αναγράφω για την ιστορία – τυπωμένο κ΄ ένα πρόγραμμα «Θεάτρου Ποικιλιών» περίοδος θερινή 1901. Αυτό το θέατρο ήταν παιδικό, θα ήταν τότε δώδεκα χρονών ο Λαπαθιώτης. Εκεί αναγγέλλεται : Πρόλογος. «Ποίημα χαιρετιστήριον επί τη ενάρξει του θεάτρου, όπερ θ΄ απαγγείλη αυτός ο ποιητής κ. Ν.Λ. Λαπαθιώτης». Παίζονται διάφορα μονόπρακτα και δίπρακτα, καθώς «Η εξ Άδου Παραγγελία» του Λάσκαρη. Πλοκή θαυμασία, γέλως άφθονος. Παίζανε ο Ε. Βρονσεράδ, Ν. Λαπαθιώτης, Α. Γρούνδμαν, δις Μ. Αγελάστου, Κ. Κόλμαν, όλοι φίλοι και συμμαθητές. Και, τούτο είναι το πιο ενδιαφέρον, «υπό μελέτην» ήταν «Νέρων ο τύραννος», έμμετρον δράμα εις πράξεις δύο, υπό του ποιητού κ. Ν.Λ. Λαπαθιώτη. Ο ίδιος μετάφραζε και άφθονα Μολιέρο. Ας σημειωθεί και πάλι, το 1901, για να φανεί η πρωιμότητά του.

[2]Μια και ανιστόρησα τόσα και τόσα από τα οικεία πράγματα που με συνδέσαν με τη ζωή του Λαπαθιώτη, θάναι ίσως παράλειψη αν δεν αναφέρω και κάτι συγκλονιστικό που μου συνέβη τη νύχτα του θανάτου του. Έως τις 11 τη νύχτα της Παρασκευής με Σάββατο, 7 με 8 Ιανουαρίου, συνεργαζόμουν με τον Καθηγητή κ. Levesque για μια μετάφραση της «Μητέρας Θεού» (τραγουδιού κατ΄ εξοχήν του θανάτου, καθώς είναι γνωστό). Στις 11 έφυγε ο κ. Levesque και συνέχισα το διάβασμά μου. Όταν κατά τα μεσάνυχτα η γυναίκα μου, που αμυδρότατην ιδέα είχε για τον Λαπαθιώτη και που δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ, αλλά μόνο από μακρυά ιδεί να με χαιρετάει εδώ και οκτώ χρόνια στην Κηφισιά, μου λέει απρόοπτα : «Τι να κάνει άρα γε ο φίλος σου ο κ. Λαπαθιώτης;» Ας σημειωθεί πως δεν μου είχε ποτέ μιλήσει γι΄ αυτόν. Και τότε εγώ της είπα με λίγα λόγια το πόσο βρίσκεται κοντά στο θεληματικό θάνατο. Την ίδιαν ώρα που κάναμε το διάλογο αυτό, έμαθα την επομένη πως σκοτώθηκε. Τι άλλο ήταν αυτό, παρά το τελευταίο χαίρε, η τελευταία τηλεπαθητική του σκέψη, ίσως, προς το φίλο του, που μου έφθασε όχι απ΄ ευθείας, αλλά διαμέσου του προσώπου που στέκει πιο κοντά μου απ΄ όλα, της γυναίκας μου. Ο Πόε πολλά θα αισθανόταν εξ αφορμής τούτου του περιστατικού.

Posted in Εις μνήμην, Λαπαθιώτης, Λογοτεχνία, Λογοτεχνική κριτική | Με ετικέτα: , , , | 101 Σχόλια »

Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου (Ναπολέων Λαπαθιώτης)

Posted by sarant στο 31 Οκτωβρίου, 2023

Ο Λαπαθιώτης σε φωτογραφία του 1942 (Πηγή: ΕΛΙΑ-Β.Ψαραδάκης)

Συμπληρώνονται σήμερα 135 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στις 31 Οκτωβρίου 1888.

Κάθε χρόνο, είτε ανήμερα στις 31 Οκτωβρίου είτε εκεί κοντά, ας πούμε την πιο κοντινή Κυριακή, το ιστολόγιο έχει καθιερώσει την παράδοση να αφιερώνει ένα άρθρο στον Λαπαθιώτη -και αυτό θα κάνουμε και φέτος. Κανονικά σήμερα ήταν να βάλουμε χρονογράφημα του Βριάρεω, το οποίο μετατίθεται δυο βδομάδες μετά.

Είναι γνωστό ότι ο Λαπαθιώτης, αν και από αστική οικογένεια (ο πατέρας του ήταν  ανώτατος στρατιωτικός, που έγινε και υπουργός για λίγους μήνες μετά το Γουδί) προσέγγισε το κομμουνιστικό κίνημα όταν απογοητεύτηκε από τον βενιζελισμό και επί πολλά συμπορεύτηκε με τους κομμουνιστές, από απόσταση πάντοτε, χωρίς δηλαδή  να ενταχθεί ποτέ στο κόμμα. Η πρώτη εκδήλωση της προσέγγισης είναι όταν προσφέρει 60 δρχ. στον έρανο υπέρ του «Ριζοσπάστη» το 1920. Το 1921 στέλνει στον Ριζοσπάστη επιστολή όπου δηλώνει «πιστός στρατιώτης του σκοπού» (έχω γράψει εδώ και εδώ). Στα επόμενα χρόνια βρίσκουμε την  υπογραφή του Λαπαθιώτη σε ορισμένες δημόσιες εκκλήσεις π.χ. για την καταδίκη των κομμουνιστών φαντάρων του Καλπακιού, βρίσκουμε και φιλοκομμουνιστικές τοποθετήσεις του σε στοχασμούς του (παράδειγμα) και σε άρθρα του (άλλο παράδειγμα), ενώ είναι αρκετά γνωστή, αν και δεν αποτελεί ακριβώς φιλοκομμουνιστική δήλωση, η επιστολή αποχώρησής του από την Εκκλησία της Ελλάδος, την οποία ανακοίνωσε μέσω του Ριζοσπάστη.

Στα ποιήματά του ο Λαπαθιώτης δεν έκανε καμία αναφορά στον κομμουνισμό, με μια και μοναδική εξαίρεση, που θα τη δημοσιεύσουμε σήμερα.

Στο περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι, στο τεύχος 3, του Φεβρουαρίου 1932, δημοσιεύτηκε το ποίημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου». Οι Νέοι Πρωτοπόροι ήταν  περιοδικό λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό, στο οποίο συνεργάζονταν όλοι οι λογοτέχνες που πρόσκεινταν στο ΚΚΕ. Στο ίδιο τεύχος υπάρχει συνεργασία του Βάρναλη, του Νίκου Νικολαΐδη-Πωλ Νορ, του Νίκου Κατηφόρη, του νεαρού τότε Νίκου Παπαπερικλή όπως και του ακόμη πιο νέου Σταύρου Τσιακίρη. Το περιοδικό είχε ξεκινήσει ως Πρωτοπόροι, με διευθυντή τον Πέτρο Πικρό, αλλά στο τέλος του 1931 είχε επέλθει ρήξη μεταξύ Πικρού και ΚΚΕ, οπότε όλοι οι προσκείμενοι στο ΚΚΕ αποχώρησαν και έβγαλαν τους νέους Πρωτοπόρους, ενώ ο Πικρός έβγαλε ένα τελευταίο τεύχος μόνος του -όπου μας έβρισε όλους και ξεθύμανε, νομίζω πως λέει κάπου ο Ασημάκης  Πανσέληνος, που ανήκε στο επιτελείο του περιοδικού.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επετειακά, Κομμουνιστικό κίνημα, Λαπαθιώτης, Περιοδικά, Πεζό ποίημα | Με ετικέτα: , , , , , | 68 Σχόλια »

Επιγράμματα και άλλα φαιδρά στιχουργήματα του Λαπαθιώτη

Posted by sarant στο 8 Ιανουαρίου, 2023

Σήμερα, 8 Ιανουαρίου, συμπληρώνονται 79 χρόνια από την αυτοκτονία του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Κάθε χρόνο, τη μέρα τούτη ή την κοντινότερη Κυριακή, το ιστολόγιο συνηθίζει να δημοσιεύει ένα άρθρο σχετικό με τον ποιητή, παρουσιάζοντας είτε κάποιο άγνωστο κείμενό του είτε στοιχεία για τη ζωή του.

Στη φετινή δημοσίευση θα παρουσιάσω μερικά στιχουργήματα του Λαπαθιώτη, που βρίσκονται χειρόγραφα στο τμήμα του αρχείου του που απόκειται στο ΕΛΙΑ και που είναι δημόσια προσβάσιμο. Τα χαρακτηρίζω «φαιδρά», παρόλο που η λέξη έχει και αρνητική σημασία, επειδή δεν είναι, όλα, ακριβώς σατιρικά -αλλά είναι γραμμένα με ανάλαφρη, ευτράπελη διάθεση. Επίσης, βρίθουν από λογοπαίγνια και αποτελούν επίδειξη στιχουργικής αρτιότητας και μαστοριάς. Κάποια είναι επιγράμματα. Πολλά από αυτά γράφτηκαν το 1922, όταν ο ποιητής ήταν 34 ετών.

Κάποια από τα επιγράμματα υπάρχουν ήδη στο Διαδίκτυο π.χ. στον παλιό μου ιστότοπο. Άλλα δεν έχουν δημοσιευτεί ονλάιν, αλλά μόνο στα Μικροφιλολογικά Τετράδια από τον φίλο Λευτέρη Παπαλεοντίου.

Ξεκινάω με το πρώτο, που πρέπει να είναι το παλιότερο -είναι αχρονολόγητο βέβαια. Πρόκειται για ένα μπιλιετάκι προς τον Τάκη Παπατζώνη:

Τάκην Παπατζώνην

Αν θες δος τον Δ’Αννούντσιον,
μαζί και το Κοράνιον,
στον κομιστή τον βλάκα.
Πότε θα πιούμε πούντσιον;
και πότε και στον Ράνιον
θα πάγωμεν την πλάκα;

Το μπιλιετάκι αυτό το αναφέρει ο Παπατζώνης στο άρθρο που έγραψε στη Νέα Εστία όταν πέθανε ο Λαπαθιώτης (Λαπαθιώτης, μετέωρο και σκιά). Εκεί γράφει ότι όντως ο Λαπαθιώτης ήθελε το Κοράνι και το βιβλίο του ντ’Ανούντσιο, και όντως έπιναν παντς εκείνη την εποχή και ότι πράγματι ήθελαν να πάνε στον οπτικό τον Ράνιο για να εμφανίσουν μια φωτογραφική πλάκα.

Ο κομιστής ήταν στρατιώτης. Ο πατέρας του Λαπαθιώτη ήταν στρατηγός και είχε ορντινάντζες, που έκαναν και όλα τα θελήματα της οικογένειας και τα ψώνια κτλ. χωρίς αυτό να θεωρείται καταχρηστικό.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επετειακά, Λαπαθιώτης, Λογοπαίγνια, Πρόσφατη ιστορία, Σατιρικά | Με ετικέτα: , , , | 97 Σχόλια »

Ναπολέων Λαπαθιώτης, Μονόλογοι κι ερωτηματικά

Posted by sarant στο 30 Οκτωβρίου, 2022

Συμπληρώνονται αύριο 134 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στις 31 Οκτωβρίου 1888.

Κάθε χρόνο, είτε ανήμερα στις 31 Οκτωβρίου είτε εκεί κοντά, ας πούμε την πιο κοντινή Κυριακή, το ιστολόγιο έχει καθιερώσει την παράδοση να αφιερώνει ένα άρθρο στον Λαπαθιώτη -και αυτό θα κάνουμε και φέτος, με το άρθρο που δημοσιεύουμε σήμερα.

Ποιητής ήταν βέβαια πρώτα και κύρια ο Λαπαθιώτης, αλλά καλλιέργησε επίσης και πολλά άλλα είδη λόγου, το διήγημα, τη νουβέλα, το πεζό ποίημα (ή πεζοτράγουδο), την κριτική βιβλίου, την επιφυλλίδα και το χρονογράφημα, και, τέλος, τους στοχασμούς, ένα υβριδικό είδος ανάμεσα στο δοκίμιο και στη λογοτεχνία. Ο στοχασμός είναι ένα μικρό κείμενο, συχνά μόνο μια πρόταση, το πολύ μια παράγραφος, που περικλείνει με ύφος αποφθεγματικό μια διαπίστωση, συνήθως για τη ζωή ή για την τέχνη.

Στοχασμούς έγραφε από τα νιάτα του ως το τέλος της ζωής του. Στο ανέκδοτο υλικό που άφησε (εννοώ στο δημόσια διαθέσιμο τμήμα του αρχείου του, που απόκειται στο ΕΛΙΑ), περιλαμβάνονται πολλές σελίδες, συνήθως κόλλες χαρτί αλλά και μικρότερα χαρτάκια, που κάθε μία έχει επάνω έναν ή περισσότερους στοχασμούς, σχεδόν πάντα με σημειωμένη την ημερομηνία ή και άλλες επεξηγήσεις.  Όμως και από τα νιάτα του (ήδη από το 1910) δημοσίευε στοχασμούς σε εφημερίδες και περιοδικά. Τέτοιους στοχασμούς έχουμε παρουσιάσει σε δυο παλιότερα άρθρα του ιστολογίου (το 2009 και πέρυσι).

Στη δεκαετία του 1930 ο ώριμος πια Λαπαθιώτης δημοσίευε ταχτικά (αλλά όχι σε κάθε τεύχος) στη Νέα Εστία, το κορυφαίο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής, στοχασμούς που συχνά τους παρουσίαζε με τον γενικό τίτλο Μονόλογοι κι ερωτηματικά (άλλοτε: σκέτο Μονόλογοι), που τον διάλεξα και για τίτλο του σημερινού άρθρου.

Παρουσιάζω εδώ μιαν επιλογή από δημοσιευμένους (στη Νέα Εστία) και αδημοσίευτους στοχασμούς. Απ’ όσο (δειγματοληπτικά) έλεγξα δεν έχουν δημοσιευτεί άλλη φορά στο Διαδίκτυο. Η πληκτρολόγηση οφείλεται στον Αχιλλέα Τζάλλα, εξού και το πολυτονικό. Κατ’ εξαίρεση διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου. Στο τέλος κάθε ενότητας βάζω την ημερομηνία δημοσίευσης.

 

— Γ ι ὰ  π ο ι ὸ ν γράφεις;

— Γ ι ὰ  μ έ ν α.

— Τ ό τ ε  γ ι α τ ί  δ η μ ο σ ι ε ύ ε ι ς ὅσα γράφεις, καὶ δὲν τὰ κλείνεις μέσα στὸ συρτάρι σου, νὰ τὰ χαίρεσαι μονάχος, ἐντελῶς;

— Ἀκριβῶς γιὰ νὰ δείχνω καὶ στοὺς ἄλλους π ό σ ο  κ α λ ὰ  ἐ ρ γ ά ζ ο μ α ι  γ ι ὰ  μ έ ν α…

Ὁ ποιητής, ποὺ θ’ ἀπαντοῦσε ἔτσι, θἄλεγε, χωρὶς ἀμφιβολία, ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἀλήθειας. Γιατὶ ἡ πραγματικὴ χαρὰ δὲν ἔγκειται καθόλου σ τ ὸ  ν ὰ  κ ρ ύ β ε ι, ἀλλὰ σ τ ὸ  ν ὰ  δ ε ί χ ν ε ι ὅ,τι κάνει. Ἑπομένως — κ’ ἐδῶ εἶναι, ἴσα ἴσα, ποὺ συλλαμβάνουμε τὸ μυστικὸ σημεῖο ἐπαφῆς τοῦ δόγματος «Ἡ Τέχνη γιὰ τὴν Τέχνη», μὲ τὸ δόγμα «ἡ Τέχνη γιὰ τοὺς ἄλλους» — ἡ καθαρὰ ἀ τ ο μ ι κ ὴ  χ α ρ ά  μ α ς ὅτι δημιουργοῦμε κάτι ἄρτιο, ἐ ξ α ρ τ ᾶ τ α ι,  κ α τ ὰ  β ά θ ο ς,  ἀ π’  τ ὴ  χ α ρ ὰ  π ο ὺ  δ ί ν ο υ μ ε  σ τ ο ὺ ς  ἄ λ λ ο υ ς…

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Δοκίμια, Επετειακά, Λαπαθιώτης | Με ετικέτα: , , | 113 Σχόλια »

Ένας μήνας στη Θεσσαλονίκη το 1916 (από την αυτοβιογραφία του Ν. Λαπαθιώτη)

Posted by sarant στο 9 Ιανουαρίου, 2022

Συμπληρώθηκαν χτες 78 χρόνια από την αυτοκτονία του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Κάθε χρόνο, τη μέρα εκείνη ή την κοντινότερη Κυριακή, το ιστολόγιο συνηθίζει να δημοσιεύει ένα άρθρο σχετικό με τον ποιητή, παρουσιάζοντας είτε κάποιο άγνωστο κείμενό του είτε στοιχεία για τη ζωή του.

Σήμερα διάλεξα να παρουσιάσω ένα απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του, που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1940 στο περιοδικό Μπουκέτο (και πλέον κυκλοφορεί σε βιβλίο, με τίτλο «Η ζωή μου» σε επιμέλεια του καθηγητή Γιάννη Παπακώστα)

Διάλεξα ένα σημείο προς το τέλος της αυτοβιογραφίας (η οποία τελειώνει με τα γεγονότα του 1917), εκεί που ο Λαπαθιώτης διηγείται ένα ταξίδι του μαζί με τον πατέρα του στη Θεσσαλονίκη -αλλά όχι ένα ταξίδι σαν όλα τα άλλα: μέσα στην περίοδο που έμεινε γνωστή σαν «εθνικός διχασμός», ο πατέρας του, ο στρατηγός Λεωνίδας Λαπαθιώτης, πήρε μέρος στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας, πλάι στον Βενιζέλο κι έτσι ο Ναπολέων βρέθηκε πολύ κοντά στα ανώτατα στελέχη του κινήματος και του «κράτους της Θεσσαλονίκης», που εγκαθιδρύθηκε.

Αντί να βάλω σημειώσεις πριν ή μετά το κείμενο του Λαπαθιώτη, προτίμησα να τις παρεμβάλω στο κείμενο δηλώνοντάς τες με πλάγια μέσα σε έντονες αγκύλες, [ και ]. O τίτλος του άρθρου είναι, βεβαια, δικός μου. Η φωτογραφία του Λαπαθιώτη είναι 2-3 χρόνια μεταγενέστερη από τα γεγονότα που περιγράφονται εδώ.

Ένας μήνας στη Θεσσαλονίκη

Μετά την αποστράτευσή μου από το Λόχο Βοηθητικών — αποστράτευση που επεβλήθη από τους Συμ­μάχους —, [Η επιστράτευση άρχισε τον Σεπτέμβριο του 1915 και έληξε, σταδιακά, τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1916. Ο Λαπαθιώτης υπηρέτησε στην Αθήνα] πήγα, με τον πατέρα μου, στας Πάτρας, να συνέλθω και να ξεσκοτίσω απ’ την ταλαιπωρία που δοκίμασα. Κι εκεί, ένα καλό πρωί, μαθαίναμε το κίνη­μα -την ξαφνική φευγάλα δηλαδή του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, με το σκοπό να βοηθήσει τους Συμμά­χους. Ο πατέρας μου, που εν τω μεταξύ είχε λάβει μέρος ενεργό στην κίνηση αυτή, όλως άσχετα με τις παράλληλες ενέργειες, τις συστηματικές, του Βενιζέλου, και σύμφωνα με τις ατομικές του πεποιθήσεις, έπρεπε κι αυτός να προσχωρήσει. Και μαζί του κι εγώ φυσικά. Φύγαμε λοιπόν αμέσως, γυρνώντας στας Αθήνας, κι έπειτ’ από λίγες μέρες, έν’ αυτοκίνητο κλειστό μας έφερε στον Πειραιά, και με το βαπόρι ξεκινούσαμε για τη Θεσσαλονίκη…

Στην υπέρ των Συμμάχων, και ιδίως της Γαλλίας, κίνηση, είχα κι εγώ πολύ αναμιχθεί, με το δικό μου τρόπο εννοείται, το φιλολογικό. Εκτός απ’ την «Κραυγή», πολλά ποιήματά μου στις εφημερίδες είχαν δημοσιευθεί, επιδεικτικά και αλλεπάλληλα [Ειδικό άρθρο μας για το ποίημα αυτό του Λαπαθιώτη και άλλα σχετικά]. Φορούσα μια γραβάτα τρίχρωμη, με τα χρώματα τής γαλλικής σημαίας, και, παρ’ όλους τους κινδύνους, τότε έκανα μ’ αυτή τον ταχτικό περίπατό μου στην οδό Σταδίου και στο Σύνταγμα… Αλλά και πολλά μικροτσακώματά μου μ’ αντιφρονούντας φίλους και συναδέλφους είχαν λάβει χώραν, αυτή την εποχή — όπως με τον Χάρη Σταματίου, που του ’στειλα μια κάρτα τσουχτερή, έπειτ’ από ένα ειρωνικό του χρονογράφημα για μένα! [Δεν έχω ψάξει να βρω αυτό το χρονογράφημα του Σταματίου. Εδώ δείτε τεκμήριο ενός άλλου τσακωμού με τον Τάκη Μπαρλά] Είχ’ ανοίξει το δικό μου κι εγώ «χάσμα» — και πολεμούσα μέρα-νύχτα με τα… όπλα μου, με το καλαμάρι και την πένα!

Τώρα ωστόσο που απ’ τον καιρόν εκείνο έχουν περάσει τόσα χρόνια, κι όλοι τα βλέπουμε με μάτι ιλαρότερο, μπορώ να βεβαιώσω, με κάθε ειλικρίνεια, ότι σ’ αυτές μου τις… μονομαχίες ποτέ δεν ένιωσα κακό φανατισμό, ούτε και μίσησα πραγματικά κανέναν. Άσχετα μ’ ό,τι πίστευα στα βάθη τής ψυχής μου — και πίστευα κι ευχόμουνα τη νίκη των Συμμάχων-, τα περισσότερα απ’ όσα είχα κάμει οφείλοντο στην ίδια φιλαρέσκεια που μ’ έκανε να περπατώ, δεν ξέρω πόσα χρόνια, με το λουλούδι στην «κομβιοδόχη», είτε φορώντας τ’ ανοιχτά πουκάμισα του Μπάιρον, και προκαλώντας ελαφρά τους άλλους, και γελώντας με την έκπληξή τους, το θυμό και το σκανδάλισμά τους. Καλλιεργουσα τη μικροεπίδειξη μ’ έναν τρόπο, που και σήμερα ακόμα δεν τον βρίσκω και πολύ αντιπαθητικό, αλλά μονάχα κάπως επιπόλαιο… Όμως, τα περασμένα, περασμένα. Κι εξάλλου δα δεν γράφω τώρα εγχειρίδιο ψυχαναλύσεως και αυτοκριτικής, αλλά μια σύντομη κι απλή «αυτοβιογραφία».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Α' παγκόσμιος πόλεμος, Αυτοβιογραφία, Θεσσαλονίκη, Λαπαθιώτης | Με ετικέτα: , , , | 121 Σχόλια »

Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ξεδιάλεγμα

Posted by sarant στο 31 Οκτωβρίου, 2021

Συμπληρώνονται σήμερα 133 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στις 31 Οκτωβρίου 1888.

Κάθε χρόνο, είτε ανήμερα στις 31 Οκτωβρίου είτε εκεί κοντά, ας πούμε την πιο κοντινή Κυριακή, το ιστολόγιο έχει καθιερώσει την παράδοση να αφιερώνει ένα άρθρο στον Λαπαθιώτη -και αυτό θα κάνουμε και φέτος, με τη διαφορά ότι φέτος θα παρουσιάσουμε όχι μόνο κείμενα του Λαπαθιώτη αλλά και ένα βιβλίο αφιερωμένο στον ποιητή, μια σημαντική θαρρώ προσθήκη στη λαπαθιωτική βιβλιογραφία.

Το βιβλίο εκδόθηκε φέτος από τις εκδόσεις Τύρφη και το υπογράφει ο Τάκης Σπετσιώτης, ο συγγραφέας και σκηνοθέτης που έχει καθοριστικά συμβάλει στο να γίνει γνωστός ο Λαπαθιώτης στις νεότερες γενιές, αφενός με την ταινία του Μετέωρο και σκιά (1984) στην οποία βιογραφεί τον ποιητή, και αφετέρου με το εξαιρετικό βιβλίο του Χαίρε Ναπολέων, που είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια ανθολόγηση ή συγκέντρωση των πεζών ποιημάτων του Λαπαθιώτη -παθιασμένο και καλογραμμένο, είναι και βιογραφία, είναι και δοκίμιο, είναι τελος πάντων υποχρεωτικό ανάγνωσμα για κάθε έναν που αγαπάει τον Λαπαθιώτη.

Tο Ξεδιάλεγμα, όπως το λέει κι ο τίτλος του, είναι μια ανθολόγηση του Λαπαθιώτη -όχι όμως μόνο του ποιητή Λαπαθιώτη. Ο Σπετσιώτης ανθολογεί, πέρα από τα ποιήματα, και τα πεζά ποιήματα του Λαπαθιώτη, τους στοχασμούς του, τα σατιρικά ποιήματα, τα πεζά αφηγήματά του (διηγήματα ή νουβέλες), τις αυτοβιογραφικές του σελίδες, καθώς και συνεντεύξεις του. Ανθολογεί δηλαδή σχεδόν το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου (μένουν απέξω κάποια χρονογραφήματα και άλλα ελάσσονα) παραλείποντας το, όχι ασήμαντο αλλά πάντως διαφορετικής υφής, δοκιμιακό του έργο.

Σημαντικός είναι και ο εκτενής πρόλογος του Σπετσιώτη, με τίτλο Μακρύ ταξίδι με τον Λαπαθιώτη, όπου ο ανθολόγος εξηγεί τη λογική του εγχειρήματός του.

Ο Σπετσιώτης σε τούτο το εγχείρημα ακολουθεί θα έλεγα το πνεύμα του Λαπαθιώτη, ο οποίος είχε φανταστεί μιαν ανθολογία των κειμένων του, αντί της έκδοσής τους στο ακέραιο, και ο οποίος, όσο ζούσε, δεν εξέδωσε παρά μία μόνο ποιητική συλλογή, με 50 ποιήματα (που, πάντως, την ονόμασε Πρώτη επιλογή) ενώ αργότερα, λίγα χρόνια πριν από την αυτοκτονία του, σχεδίασε αλλά ματαίωσε κι έναν δεύτερο τόμο.

Προσωπικά, καταλαβαίνω απόλυτα τη λογική της ανθολόγησης αλλά πιστεύω ότι δεν αναιρεί την ανάγκη να κυκλοφορήσει (σε χαρτί ή έστω ηλεκτρονικά) και το πλήρες έργο. Αυτό άλλωστε έκανα στα διηγήματά του, που τα εξέδωσα όλα (ή, τέλος πάντων, όσα μπόρεσα να συγκεντρώσω) σε τρεις τόμους, αν και δεν είναι όλα στο ίδιο επίπεδο. (Παρεμπιπτόντως, ο Σπετσιώτης δεν εκτιμά ιδιαίτερα τα διηγήματα του Λ. και ανθολογεί μόνο 3 από αυτά, αν και ασφαλώς σε αυτό έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι τα πεζά πιάνουν περισσότερο χώρο κι έτσι δεν χώρεσαν πολλά στις 220 σελίδες του συνολικού έργου).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αυτοβιογραφία, Λαπαθιώτης, Παρουσίαση βιβλίου, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , | 70 Σχόλια »

Έξι και ένα ποιήματα του Ν. Λαπαθιώτη για το φθινόπωρο

Posted by sarant στο 19 Σεπτεμβρίου, 2021

Σκίτσο από το περιοδικό Μούσα (1921)

Το θέλουμε ή όχι, από μεθαύριο μπαίνουμε και τυπικά στο φθινόπωρο, όσο κι αν ο καιρός έξω δείχνει να διαφωνεί και οι θερμοκρασίες κάνουν πολλούς να λένε για 51 Αυγούστου. Να το υποδεχτούμε λοιπόν το φθινόπωρο λογοτεχνικά, ποιητικά.

Αμέτρητα ποιήματα έχουν γραφτεί για το φθινόπωρο, στα οποία πρωταγωνιστούν μελαγχολικές εικόνες όπως τα φύλλα που πέφτουν, οι πρώτες βροχές, καθώς και ο φόβος του επερχόμενου χειμώνα. Θα παρουσιάσω σήμερα έξι και ένα ποιήματα ενός κατεξοχην μελαγχολικού ποιητή, του αγαπημένου μου Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.

Το γνωστότερο ίσως είναι το «Τραγούδι το φθινόπωρο». Γράφτηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1922 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μούσα στο τεύχος Απριλίου 1923 (και στη συνέχεια αναδημοσιεύτηκε στο Μπουκέτο και αλλού) ενώ συμπεριλήφθηκε στη μοναδική συλλογή ποιημάτων που εξέδωσε όσο ζούσε ο Λαπαθιώτης, το 1939:

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Φθινόπωρο σ’ αγάπησα, την ώρα που τα φύλλα
πέφτουν, κι αφήνουν τα κλαριά γυμνά για το χειμώνα,
που βιάζονται τα δειλινά, κι είναι τα ρόδα μήλα,
– κι είναι τα βράδια μόνα…

Και τώρα στέκω και ρωτώ: Ποια μοίρα, και ποια μπόρα,
καθώς τραβούσα, μοναχός, το δρόμο της αβύσσου,
παράξενα κι ανέλπιστα, να μ’ έχει φέρει, τώρα,
ζητιάνο στην αυλή σου;…

Κι όταν το γιόμα χάνεται, κι η νύχτα κατεβαίνει,
και σιωπηλά, σαν τα βιβλία, το φως της μέρας κλείνει,
να ’ρχομαι, πάλι, να ζητώ μιαν ησυχία χαμένη,
σαν μιαν ελεημοσύνη!

Σ’ αγάπησα φθινόπωρο, την ώρα που τα φύλλα
πέφτουν, κι αφήνουν τα κλαριά, κι είναι τα βράδια μόνα…
Μ’ αλήθεια να σ’ αγάπησα, – ή μην είν’ η ανατριχίλα
του ερχόμενου χειμώνα;…

Έχει μελοποιηθεί και μάλιστα δύο φορές, μία από τη Στέλλα Γαδέδη:

και μία από τον Δημήτρη Μαραμή, σε ερμηνεία Θοδωρή Βουτσικάκη:

Το δεύτερο φθινοπωρινό ποίημα του Λαπαθιώτη, «Οι κύκνοι το φθινόπωρο», είναι μικρό, μόλις 7 στίχοι, οργανωμένοι σε δύο τρίστιχα με έναν μεσαίο συνδετικό στίχο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Λαπαθιώτης, Μελοποιημένη ποίηση, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , | 159 Σχόλια »

Ναπολέων Λαπαθιώτης, Έξι στοχασμοί

Posted by sarant στο 10 Ιανουαρίου, 2021

Συμπληρώθηκαν προχτές 77 χρόνια από την αυτοκτονία του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Κάθε χρόνο, τη μέρα εκείνη ή την κοντινότερη Κυριακή, το ιστολόγιο συνηθίζει να δημοσιεύει ένα άρθρο σχετικό με τον ποιητή, παρουσιάζοντας είτε κάποιο άγνωστο κείμενό του είτε στοιχεία για τη ζωή του. Για παράδειγμα, πέρυσι είχα ένα άρθρο για τον σατιρικό Λαπαθιώτη.

Το σημερινό κείμενο δεν είναι άγνωστο, αλλά δεν είναι και πολύ γνωστό. Θα δημοσιεύσω έξι στοχασμούς του Λαπαθιώτη, γραμμένους σχεδόν ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1943. Ο Λαπαθιώτης επιδιδόταν από τα νεανικά του χρόνια σε αυτό το υβριδικό είδος λόγου, τους Στοχασμούς -ανάμεσα σε δοκίμιο και λογοτεχνία. Πολλοί από τους Στοχασμούς του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά (πχ Νέα Εστία στη δεκαετία του 1930), άλλοι σε εφημερίδες (πχ Ακρόπολις περί το 1910) ενώ άλλοι έχουν μείνει ανέκδοτοι στο κομμάτι του αρχείου του που είναι δημόσια προσβάσιμο στο ΕΛΙΑ. Δεν υπάρχει έκδοσή τους σε βιβλίο.

Οι στοχασμοί που θα διαβάσουμε σήμερα δημοσιεύτηκαν, μαζί με άλλους, στο περιοδικό Διαγώνιος το 1959, στο πλαίσιο εκτενούς αφιερώματος στον Λαπαθιώτη για τα 15 χρόνια από τον θάνατό του. Ο Χριστιανόπουλος σημειώνει ότι τα κείμενα «είχε την καλοσύνη να μας παραχωρήσει εκλεκτός φίλος».

Πριν από είκοσι περίπου μέρες, σε δημοπρασία του οίκου Βέργος παρουσιάστηκε ένα χειρόγραφο δισέλιδο του Λαπαθιώτη που περιείχε τους έξι στοχασμούς του 1943 που είχαν δημοσιευτεί στη Διαγώνιο. Το διεκδίκησα και το απόκτησα και το παρουσιάζω σήμερα στο ιστολόγιο.

Eδώ είναι σκαναρισμένο το μισό της πρώτης σελίδας, με τον πρώτο στοχασμό, για να πάρετε μια ιδέα από το χειρόγραφο:

Δημοσιεύω όλο το κείμενο, με τη σημερινή ορθογραφία, αλλά κρατάω τη σπάταλη στίξη που αγαπούσε ο ποιητής. Πάντως και από το μικρό δείγμα χειρογράφου που δημοσιεύω φαίνονται οι αποκλίσεις του Λαπαθιώτη από τη σημερινή ορθογραφία. Πέρα από τα παραθετικά σε -ώτερος, ώτατος και την υποτακτική σε -η, γράφει «ξαίρω», όπως συνηθιζόταν προπολεμικά, και «τέτιος» (που το συνήθιζε και ο παππούς μου, αλλά και οι εκδόσεις του ΚΚΕ παλιότερα).

Θα είχε ενδιαφέρον να επισημανθούν και οι αλλαγές που έκανε ο Λαπαθιώτης στο κείμενο, π.χ. στην πρώτη αράδα το αρχικό «ένα σωρό νεανικές φιλοδοξίες» το διόρθωσε σε «κάποιες νεανικές φιλοδοξίες» αλλά έτσι δυσχεραίνεται η ανάγνωση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in χειρόγραφα, Δοκίμια, Επετειακά, Λαπαθιώτης, Ορθογραφικά | Με ετικέτα: , , , | 108 Σχόλια »

Τα σπίτια της παιδικής μου ηλικίας (από την αυτοβιογραφία του Ν. Λαπαθιώτη)

Posted by sarant στο 30 Οκτωβρίου, 2020

Συμπληρώνονται αύριο 132 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στις 31 Οκτωβρίου 1888.

Κάθε χρόνο, είτε ανήμερα στις 31 Οκτωβρίου είτε εκεί κοντά, ας πούμε την πιο κοντινή Κυριακή, το ιστολόγιο έχει καθιερώσει την παράδοση να αφιερώνει ένα άρθρο στον Λαπαθιώτη -και αυτό θα κάνουμε και φέτος, με το άρθρο που δημοσιεύεται σήμερα, κατ’ εξαίρεση μια μέρα νωρίτερα. Αν το έβαζα ανήμερα της γέννησης, αύριο, θα εκτόπιζα τα μεζεδάκια, τα οποία θα πήγαιναν Κυριακή και θα εκτόπιζαν το Μηνολόγιο. Οπότε, βάζω σήμερα το λαπαθιωτικό άρθρο, αποφεύγοντας έτσι τις άλλες μετατοπίσεις

Στο σημερινό άρθρο θα παρουσιάσω περίπου το μισό δεύτερο κεφάλαιο από την αυτοβιογραφία του Λαπαθιώτη «Η ζωή μου», που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1940 στο Μπουκέτο (και μάλιστα διακόπηκε απότομα με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου). Το πρώτο κεφάλαιο υπάρχει ήδη στο Διαδίκτυο (π.χ. εδώ), οπότε προτίμησα να μην το επαναλάβω.

Παιδική φωτογραφία παρμένη από τεύχος του Μπουκέτου

Στο απόσπασμα που θα διαβάσετε, ο Λαπαθιώτης αφηγείται τα σπίτια όπου έζησε μικρός και κάποιες αναμνήσεις που έχει συγκρατήσει από το καθένα τους (πολλές βασισμένες σε διηγήσεις της μητέρας του). Όπως θα δείτε, μετακόμιζαν σχεδόν κάθε χρόνο, αλλά πάντοτε μέσα σε μια πολύ μικρή ακτίνα από το κέντρο της Αθήνας. Με την ευκαιρία, να πούμε ότι η λεγόμενη «οικία Λαπαθιώτη» υπάρχει ακόμα και ρημάζει στην οδό Οικονόμου, στον λόφο του Στρέφη, αλλά ο ποιητής γεννήθηκε στους Αγίους Θεοδώρους, κοντά στην πλατεία Κλαυθμώνος, όπως μας λέει στο πρώτο κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας του.

Θα άξιζε ίσως να προσπαθήσει κάποιος να εντοπίσει αν υπάρχουν ακόμη τα σπίτια αυτά, αλλά δεν δίνει και πολλές πληροφορίες ο Λαπαθιώτης, αν και για κάποια αναφέρει οδό και αριθμό (αν βέβαια δεν έχει αλλάξει η αρίθμηση). Πάντως, το 1940 -όταν γράφεται το κείμενο- τα σπίτια αυτά υπήρχαν ακόμα.

Θα μπορούσαν επίσης να σχολιαστούν κάποιες αναφορές του κειμένου, αλλά ας πούμε ότι βαρέθηκα να το κάνω. Πάντως, το συλλαλητήριο στο πεδίο του Άρεως που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης Τρικούπη εξαιτίας της επέμβασης του διαδόχου έγινε τον Ιανουάριο του 1895 -άρα ο Λαπαθιώτης τότε ήταν 6 χρονών και τριών μηνών. Σε εφημερίδες της εποχής έχουμε αναφορές στον πατέρα του.

Ο πατέρας του, ο Λεωνίδας Λαπαθιώτης, ήταν στρατιωτικός και οι στρατιωτικοί είχαν περίοπτη κοινωνική θέση στην Ελλάδα του 1890 -o ποιητής πέρασε άνετη και χαϊδεμένη παιδική ηλικία, έχοντας πάντα γύρω του πολλούς ανθρώπους να τον προσέχουν, μέχρι και την ορντινάντζα του πατέρα του -αλλά ας τον αφήσουμε να τα πει ο ίδιος.

Μεταφέρω τις σελ. 22-29 από το βιβλίο Η ζωή μου (Κέδρος 2009, επιμ. Γιάννη Παπακώστα), την αρχή του 2ου κεφαλαίου που έχει τίτλο «Προϊστορία και τ’ ανέκδοτά της…»

Κεφάλαιο 2

Πυκνό σκοτάδι, φοβερό σκοτάδι, σαν το σκοτάδι της ανυπαρξίας.

Εδώ κι εκεί κάποιες ασύνδετες εικόνες: Να ’ταν αλήθεια, να ’ταν στ’ όνειρό μου;

Βρίσκομαι σε μια κάμαρη, νύχτα, σκοτεινά, θαρρώ πώς είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Στο ταβάνι, κόκ­κινες σαν αίμα, περνούν μεγάλες έντονες ανταύγειες από μακρινά βεγγαλικά! Ο πατέρας μου κι η μητέρα, σαν ίσκιοι, στο παράθυρο. Και τίποτ’ άλλο.

Ίσως αυτά να ’ταν στο πρώτο σπίτι, σ’ ένα σπίτι της οδού Κολοκοτρώνη (αριθ. 59 τώρα), το σπίτι «του Σκύρα», καθώς τ’ ανάφερνε κατόπιν η μητέρα μου, και στο οποίο πήγαμε έπειτ’ απ’ των Αγίων Θεοδώρων.

Κι έπειτα σ’ ένα σπίτι της οδού Αθηνάς (αριθ. 27 τώρα), που ’βλεπε στο παλιό σχολειό του Καραμάνου, το σπίτι του «κυρ-Θανάση»: Ένας μακρύς και σκοτει­νός διάδρομος, μ’ ένα χαλί σ’ όλο το μάκρος του, που τελειώνει σ’ έναν τοίχο. Σ’ αυτό τον τοίχο, ένα κανονι­κότατο βαθούλωμα και μέσα του μια διακόσμηση, κάτι σαν πελώρια αρχαϊκή υδρία…

Κι εκεί το πρώτο αίσθημα του φόβου: Είχε, λέει, μόλις βασιλέψει κι ήταν μισοσκότεινα. Στεκόμουν σέ μια πόρτα, την πόρτα του γραφείου του πατέρα μου. Μέσα στην τραπεζαρία, ο στρατιώτης, στρώνοντας τραπέζι, τοποθετούσε τα μαχαιροπήρουνα, που βροντούσαν μες στη σιωπή. Είχα σταθεί ακίνητος, αμίλη­τος, σαν να μην τολμούσα να σαλέψω. Η μητέρα μου με ρώτησε γιατί. Και της αποκρίθηκα:

– Βοβείται! (Φοβάμαι!)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθηναιογραφία, Αναμνήσεις, Λαπαθιώτης | Με ετικέτα: , , , , | 101 Σχόλια »

Μεθυσμενάκι, μια ανακεφαλαίωση

Posted by sarant στο 26 Ιουνίου, 2020

Το σημερινό μας άρθρο κάνει ανακεφαλαίωση μιας συζήτησης που είχαμε κάνει πέρσι μέσα στο κατακαλόκαιρο (δεκαεξαύγουστο, να φανταστείτε) για ένα θέμα που ήρθε ξανά στην επιφάνεια από ένα βιντεάκι του Κουραφέλκυθρου.

Ίσως όμως δεν ξέρετε τον Κουραφέλκυθρο ή τα Κουραφέλκυθρα -και δεν σας αδικώ, διότι «δεν είναι καν λέξη» όπως λέει ο δημιουργός της, ο κομίστας Αντώνης Βαβαγιάννης ή Κουραφέλκυθρος. Τα κόμικς που δημοσιεύει στη σειρά Κουραφέλκυθρα ξεχωρίζουν για το σουρεαλιστικό χιούμορ και τα έξυπνα λογοπαίγνια που δείχνουν οξύ αισθητήριο. Μπορείτε να τα βρείτε στην ειδική σελίδα του Φέισμπουκ.

Πριν από λίγο καιρό, μου είχε αρέσει πολύ ένα στριπ των Κουραφέλκυθρων που είχε γλωσσικό ενδιαφέρον. Σκεφτόμουν να το παρουσιάσω εδώ αλλά το αμέλησα -δεν είναι όμως επίκαιρο οπότε επιφυλάσσομαι. Προχτές όμως, ο Αντώνης Βαβαγιάννης ανέβασε όχι κόμικς αλλά ένα βίντεο που πάλι έχει γλωσσικό ενδιαφέρον, αφού υποστηρίζει ότι «Η λέξη μεθυσμενάκι δεν υπάρχει».

Το βίντεο μπορείτε να το δείτε στη σελίδα του στο Φέισμπουκ, αλλά και στο YouTube.

Καταπιάνεται λοιπόν ο Κουραφέλκυθρος με τη λέξη «μεθυσμενάκι», παρουσιάζοντας τα πορίσματα ενδελεχών ερευνών που κατατείνουν στο συμπέρασμα της Επιτροπής Αποκατάστασης της Αλήθειας πως «Δεν υπάρχει λέξη μεθυσμενάκι».

Στο βίντεο βλέπουμε τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου από τη Τζαμάικα, από τον αξέχαστο δίσκο Θαλασσογραφίες σε μουσική Μάνου Λοΐζου, έναν δίσκο που κλείνει φέτος μισόν αιώνα ζωής και τα τραγούδια του ακούγονται πάντοτε.

Το ρεφρέν της Τζαμάικας το έχουμε σίγουρα τραγουδήσει:

Κι αρμενίζαμε στα πέλαγα αγάπη μου παλιά
Κι ύστερα το βραδάκι μεθυσμενάκι στα καπηλειά
Σ’ έπινα κοριτσάκι σαν το κρασάκι γουλιά γουλιά

Ας το ακούσουμε:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γενικά γλωσσικά, Λαπαθιώτης, Λεξικογραφικά, Νεολογισμοί, Ποίηση, Στιχουργική, Τραγούδια | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 147 Σχόλια »

Ο σατιρικός Λαπαθιώτης

Posted by sarant στο 8 Ιανουαρίου, 2020

Σήμερα, 8 Ιανουαρίου, συμπληρώνονται 76 χρόνια από την αυτοκτονία του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Κάθε χρόνο, τη μέρα εκείνη ή την κοντινότερη Κυριακή, το ιστολόγιο συνηθίζει να δημοσιεύει ένα άρθρο σχετικό με τον ποιητή, παρουσιάζοντας είτε κάποιο άγνωστο κείμενό του είτε στοιχεία για τη ζωή του.

Στη φετινή δημοσίευση θα παρουσιάσω κάποια σατιρικά στιχουργήματα του Λαπαθιώτη, που δεν είναι άγνωστα σε όσους ξέρουν καλά το έργο του αλλά ίσως τα αγνοεί το ευρύτερο κοινό. Ο λόγος που με σπρώχνει σ’ αυτή την δημοσίευση είναι ότι πρόσφατα κυκλοφόρησε από το καλό περιοδικό Μικροφιλολογικά της Λευκωσίας, μαζί με το νέο τεύχος του περιοδικού, το τομίδιο «Μικροφιλολογικά τετράδια 28» το οποίο περιέχει το Α’ μέρος μιας Ανθολογίας νεοελληνικής σατιρικής ποίησης, σε επιμέλεια του φίλου Λευτέρη Παπαλεοντίου. Εκεί ανθολογείται και ο Λαπαθιώτης, με μερικά ποιήματα που θα τα αναδημοσιεύσω εδώ, προσθέτοντας και ένα άγνωστο μικροφιλολογικό εύρημα για ένα από τα ποιήματα αυτά.

Παράλληλα, δράττομαι της ευκαιρίας να αναφέρω ότι το καλό περιοδικό Φαρφουλάς, στο τελευταίο τεύχος του, περιλαμβάνει σε αναστατική επανέκδοση όλα τα τεύχη του περιοδικού Φραγκέλιο που το έβγαζε ο Νίκος Βέλμος (1928-30), ενω επίσης περιέχει άγνωστα χειρόγραφα του Ν. Λαπαθιώτη -επιστολές προς Βέλμο.

Ο Λαπαθιώτης στα δημοσιευμένα του ποιήματα δεν αφήνει χώρο για τη σάτιρα. Ωστόσο, είχε ισχυρή σατιρική φλέβα η οποία παρουσιάζεται στους διαξιφισμούς του με άλλους λογίους, είτε επιστολιμαίους είτε μέσω εντύπων, όπως και σε σατιρικά ποιήματα που έμειναν αδημοσίευτα (με δυο εξαιρέσεις που θα δούμε πιο κάτω) όσο ζούσε αλλά που κυκλοφορούσαν χέρι με χέρι, σε στενό ή ευρύτερο φιλικό κύκλο.

Κάποια από τα ποιήματα αυτά είναι εξόχως αθυρόστομα, άλλα είναι έξοχες πολιτικές σάτιρες ή επιγράμματα. Θα σας απογοητεύσω, αλλά σήμερα θα παρουσιάσω ποιήματα της δεύτερης κατηγορίας -αλλά μπορείτε να πάρετε μια γεύση και από την πρώτη, στο τέλος, εδώ.


Επίγραμμα του Κώτσου

Κώτσος, ο ρήγας ο τρανός, λεβέντης και ντερβίσης,
καμάρι της Ανατολής και βδέλυγμα της Δύσης,
σκεφθείς ότι, μετ’ ου πολύ, μέλλει να μπει στην Πόλη,
(έτσι, τουλάχιστον, δηλούν οι χασικλήδες όλοι…)
κι ιδών την Πόλην Κών/πολιν να γράφουν στας ‘ειδήσεις’,
και προσπαθών και εις αυτό ν’ αρμονισθεί επίσης,
θέλησε συντομότερα να γράφεται κι εκείνος,
και τ’ όνομά του συνταμών, καλείται τώρα: Κ/τίνος…
14/2/1922

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επετειακά, Λαπαθιώτης, Πρόσφατη ιστορία, Σατιρικά, Uncategorized | Με ετικέτα: , , , , , , | 144 Σχόλια »

Οι μιμήσεις του Πλάτωνα Χαρμίδη

Posted by sarant στο 31 Οκτωβρίου, 2019

Συμπληρώνονται σήμερα 131 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στις 31 Οκτωβρίου 1888. (Με την ευκαιρία, να πούμε ότι η λεγόμενη «οικία Λαπαθιώτη» υπάρχει ακόμα και ρημάζει στην οδό Οικονόμου, στον λόφο του Στρέφη, αλλά ο ποιητής γεννήθηκε στους Αγίους Θεοδώρους, κοντά στην πλατεία Κλαυθμώνος).

Κάθε χρόνο, είτε ανήμερα στις 31 Οκτωβρίου είτε την πιο κοντινή Κυριακή, το ιστολόγιο έχει καθιερώσει την παράδοση να αφιερώνει ένα άρθρο στον Λαπαθιώτη -και αυτό θα κάνουμε και φέτος, με το άρθρο που δημοσιεύεται σήμερα, μέρα καθημερινή, παρόλο που το περιεχόμενό του ταιριάζει περισσότερο σε κυριακάτικο άρθρο.

Θα παρουσιάσω σήμερα ένα θέμα όχι άγνωστο, που το έχω επίσης δημοσιεύσει εδώ και πολλά χρόνια στον παλιό μου ιστότοπο (το λινκ είναι αυτό, αλλά προς το παρόν δεν λειτουργεί). Το συνδυάζω με ένα δοκίμιο της φίλης Αθηνάς Βογιατζόγλου, με τίτλο «Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και η τέχνη της παρωδίας» που περιλαμβάνεται στο προσφάτως εκδοθέν βιβλίο της «Συνομιλίες ποιητών. Μεταπλάσεις, παρωδίες και αντίλογοι στη νεοελληνική ποίηση του 20ού αιώνα».

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δημοσίεψε το 1938-1939 στο περιοδικό «Πνευματική ζωή» μια σειρά από ποιήματα γραμμένα à la manière de, στα οποία παρωδούσε το ύφος γνωστών ομοτέχνων του (Καβάφη, Καρυωτάκη, Καββαδία, έως τους νεότερους). Συνολικά οι μιμήσεις αυτές είναι έντεκα· χαρακτηριστικό είναι πως τις υπόγραφε με το ψευδώνυμο Πλάτων Χαρμίδης, που το είχε πρωτοχρησιμοποιήσει σχεδόν είκοσι χρόνια νωρίτερα για να υποβάλει ποιήματα σε έναν ποιητικό διαγωνισμό… στον οποίο ήταν επίσης μέλος της κριτικής επιτροπής.

Κατά πάσα πιθανότητα, τη χρήση ψευδωνύμου την επέβαλε η μεταξική λογοκρισία, η οποία είχε βάλει στα μαύρα κατάστιχα τον ποιητή ύστερα από το άσεμνο ποίημα Επεισόδιο του 1938 (παλιότερο άρθρο, που θα χρειαζόταν τροποποίηση).

Η πρώτη μίμηση (Καβάφης) συνοδευόταν και από το εξής σημείωμα του «Πλάτωνα Χαρμίδη»:

«Παίζοντας, προ κάμποσου καιρού (ίσως αυτό το “παίζοντας”, που γράφω, να μην είναι η λέξη που ταιριάζει, αλλ’ αφού την έγραψα, ας μένει), δοκίμασα να μιμηθώ το “στυλ” κάποιων μου ποιητών αγαπημένων. Δεν ήλπιζα ποτέ να δουν το φως, – είν’ απ’ αυτά που γράφονται για το συρτάρι μόνο: Ωστόσο, να που σήμερα το βλέπουν. Όσοι συμβεί να μην τα συμπαθήσουν, τουλάχιστον ας μου τα συγχωρήσουν. Εγώ δεν τα ’χω ακόμα συγχωρήσει, – αλλά δεν έπαυσα κι απ’ το να τ’ αγαπώ

Η Αθηνά Βογιατζόγλου χαρακτηρίζει «παρωδίες» τα έντεκα ποιητικά γυμνάσματα του Λαπαθιώτη, άλλοι μελετητές μιλούν για «μιμήσεις». Εγώ χρησιμοποιώ τους δυο όρους εναλλακτικά. Το θέμα της ορολογίας είναι αρκετά σύνθετο και θα μπορούσε να γραφτεί άρθρο γι’ αυτό, αλλά προτιμώ να το αφήσω για άλλη φορά.

Όλες οι μιμήσεις είναι λίγο ή πολύ ειρωνικές αλλά πολύ πιο αιχμηρές για τους υπερρεαλιστές που ο Λαπαθιώτης αντιπαθούσε (Ελυτιότητες είχε χαρακτηρίσει μια επαινετική κριτική για ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη).

Οι παρωδίες από τον Λαπαθιώτη δεν ήταν οι μόνες· την ίδια εποχή, δηλ. προπολεμικά, δημοσιεύονταν άφθονες παρωδίες γνωστών ποιημάτων ακόμα και σε λαϊκά περιοδικά. Όχι πάντα πετυχημένες –αλλά ίσως να μαρτυρούν πόσο μεγαλύτερη διάδοση είχε τότε η ποίηση έξω από έναν κύκλο μυημένων. Οι καβαφικές παρωδίες γεμίζουν (και έχουν γεμίσει) βιβλίο.

Για να παρωδήσεις έναν ποιητή πρέπει να έχεις μελετήσει καλά το ύφος και το λεξιλόγιό του -και να είσαι κι εσύ ποιητής. Κάποτε το προϊόν της μίμησης/παρωδίας δεν ξεχωρίζει και πολύ από τα γνήσια ποιήματα του παρωδούμενου ποιητή.

Δείτε, ας πούμε, το ποίημα που έγραψε ο Λαπαθιώτης à la manière de Μαβίλη. Είναι φυσικά σονέτο:

ΣΟΝΕΤΤΟ

Την ώρα που βυθά το χλωμό δείλι,
κι αποτραβιέται ο γήλιος σ’ άλλους τόπους,
κι η νύχτα ανοί, σα μυστικό ασφοδίλι,
συλλογιέμαι τους δόλιους τους ανθρώπους,

καθώς γοργοπερνάν, οχτροί και φίλοι,
σε περίσσιους βαρειά δοσμένοι κόπους,
κάνοντας ο καθένας ό,τι οφείλει
και του βολεί, με τους δικούς του τρόπους…

Μα να που η νύχτα τον παραμονεύει,
κι ο Χάρος, φοβερό κι άπονο τέρας,
και τη στιγμή που αυτός ποθεί ν’ ανέβη,

μέσ’ στο φως και τη λάμψη της ημέρας,
και βλέπει από ψηλά τον κόσμο κάτου,
δίνει μια, και του σπάζει τα φτερά του!

Πλάτων Χαρμίδης (= Ναπολέων Λαπαθιώτης) Πνευματική ζωή τχ. 37, 10.12.1938

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επετειακά, Λαπαθιώτης, Παρωδίες, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , | 121 Σχόλια »

Φθινοπωρινό

Posted by sarant στο 23 Σεπτεμβρίου, 2019

Το γκουγκλ μάς πληροφορεί (αν βάλετε «φθινόπωρο») ότι στο Βόρειο Ημισφαίριο το φθινόπωρο αρχίζει στις 23 Σεπτεμβρίου 2019, δηλαδή σήμερα, ενώ από άλλους ιστοτόπους μαθαίνουμε ειδικότερα πως στην Ελλάδα το φθινόπωρο αρχίζει στις 10.51 το πρωί (ώρα Ελλάδος).

Επομένως, το σημερινό άρθρο κάποιοι θα αρχίσουν να το διαβάζουν καλοκαίρι αλλά… θα το τελειώσουν φθινόπωρο (μα τόσο αργά διαβάζουν;) Και βέβαια, αφού είναι τέτοια η μέρα, δεν θα παραξενευτείτε αν αφιερώσουμε το άρθρο στο φθινόπωρο που αρχίζει. Θα έλεγα μάλιστα πως το παράξενο είναι που ως τώρα δεν είχαμε βάλει άρθρο για το φθινόπωρο, αφού το φετινό είναι το δέκατο ιστολογικό μας φθινόπωρο.

Το φθινόπωρο είναι η τρίτη εποχή του χρόνου, η εποχή ανάμεσα στο καλοκαίρι και στον χειμώνα: η γέφυρα που οδηγεί από το καλοκαίρι προς τον χειμώνα, θα ελεγε κανείς.

Θ’ ακούσετε συχνά να λένε ότι «έτσι οπως κατάντησε το κλίμα, δεν υπάρχουν πια τέσσερις εποχές αλλά δύο: χειμώνας και καλοκαίρι». Είναι κοινός τόπος της συζήτησης ότι τα τελευταία χρόνια έχουν χαθεί οι ενδιάμεσες εποχές, η άνοιξη και το φθινόπωρο.

Νομίζω όμως ότι οι ενδιάμεσες εποχές ανέκαθεν βρίσκονταν σε υποδεέστερη θέση ως προς το χειμώνα και το καλοκαίρι. Η παροιμία τι λέει; Από Μάρτη καλοκαίρι και από Αύγουστο χειμώνα -παναπεί, η λαϊκή ψυχολογία έχει μια τάση να παραβλέπει τις αποχρώσεις: εστιάζει στο βασικό. Δυο είναι οι εποχές, από αυτή την οπτική γωνία: η καλή και η κακή. Με λίγη καλή θέληση τους ενδιάμεσους μήνες τους βολεύουμε στο ένα ή στο άλλο άκρο.

Εμείς ομως εδώ λεξιλογούμε και δεν αναφερθήκαμε ακόμα στη λέξη φθινόπωρο. Η λέξη είναι αρχαία, από τον 5ο κιόλας αιώνα π.Χ. Θα αναγνωρίσατε τα συνθετικά της, φθίνω (λιγοστεύω, ελαττώνομαι) και οπώρα. Οπώρα είναι σήμερα το φρούτο, το οπωρικό, και οπωρικά εμφανίζονται ολοχρονίς, οπότε χρειάζεται κάποια εξήγηση.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επετειακά, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λαπαθιώτης, Παροιμίες, Ποίηση, Συγκριτικά γλωσσικά | Με ετικέτα: , , , , , | 123 Σχόλια »

Ο μπερντές των Βρετανών

Posted by sarant στο 19 Αυγούστου, 2019

Τα άρθρα που βάζω στο ιστολόγιο κάθε μέρα, τα αναδημοσιεύω και στο Φέισμπουκ όπως και στο Τουίτερ -στη μια περίπτωση αυτό γίνεται αυτόματα, στην άλλη πρέπει να το φροντίσω εγώ. Στο Φέισμπουκ γίνεται συχνά συζήτηση για τα άρθρα, αλλά ποτέ δεν φτάνει σε μεγάλο αριθμό σχολίων όπως στο ιστολόγιο -το κάθε μέσο έχει τις ιδιομορφίες του. Στο Τουίτερ πολύ πιο σπάνια γίνεται συζήτηση.

Το σημερινό άρθρο είναι εξαίρεση, με την έννοια ότι γεννήθηκε από ένα σύντομο σχόλιο που έκανα στο Φέισμπουκ, και που το συντόμεψα ακόμα περισσότερο στο Τουίτερ -όπου, να θυμίσω, το όριο είναι 280 χαρακτήρες, παναπεί καμιά σαρανταριά λέξεις, αντε 50. Είδα όμως πως το θέμα έχει αρκετό ενδιαφέρον και θα’ταν κρίμα να μην δημοσιευτεί και στο ιστολόγιο, που είναι και το πιο μόνιμο από τα τρία βήματα δημοσιευσης, κι έτσι γράφω το σημερινό άρθρο, στο οποίο ενσωματώνω πολλά πράγματα από τη συζήτηση που έγινε στην ομάδα Υπογλώσσια του Φέισμπουκ. Έτσι κι αλλιώς, εδώ δεν υπάρχει περιορισμός στην έκταση των άρθρων, και βέβαια το κοινό του ιστολογίου δεν ταυτίζεται με το κοινό του Φέισμπουκ ή του Τουίτερ -δυσκολεύομαι ακόμα να γράψω «τα κοινά», πάντως εικάζω πως η τομή των τριών συνόλων δεν θα είναι ιδιαίτερα πολυμελής.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, θα το έχετε αντιληφθεί, τα έχουν μπλέξει κάπως με το Μπρέξιτ. Η νέα κυβέρνηση των Συντηρητικών υποστηρίζει ότι θα σεβαστεί την καταληκτική ημερομηνία της 31ης Οκτωβρίου για το Μπρέξιτ, κάτι που σημαίνει στην πράξη ότι, αν δεν υποχωρήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, οδεύουμε προς άτακτο Μπρέξιτ, χωρίς συμφωνία δηλαδή.

Ο ηγέτης των Εργατικών, ο Τζέρεμι Κόρμπιν, σε επιστολή που έστειλε στους άλλους ηγέτες κομμάτων της αντιπολίτευσης, δήλωσε την πρόθεσή του να καταθέσει πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης.

Σε περίπτωση που η πρόταση αυτή στεφθεί με επιτυχία, με τη βοήθεια προφανώς «ανταρτών» βουλευτών του Συντηρητικού κόμματος, ο Κόρμπιν ζήτησε τη στήριξη των άλλων κομμάτων για να σχηματίσει κυβέρνηση αυστηρά περιορισμένου χρόνου με στόχο να συμφωνηθεί με την ΕΕ η μετάθεση της ημερομηνίας αποχώρησης, και στη συνέχεια να συγκαλέσει εκλογές ώστε να αποφασίσει ο λαός αν θέλει την αποχώρηση από την ΕΕ ή την παραμονή.

Η ιδέα του Κόρμπιν έχει τα θετικά της αλλά δεν είναι καθόλου βεβαιο πως θα εξασφαλίσει τη συμφωνία άλλων κομμάτων. Εκτός αυτού, ακόμα κι αν γινόταν ένα δεύτερο δημοψήφισμα (κάτι που μόνο η Βουλή μπορεί να αποφασίσει), το αποτέλεσμα μάλλον θα ήταν το ίδιο.

Αυτά μπορούμε να τα συζητήσουμε στα σχόλια, όμως εδώ λεξιλογούμε κι έτσι θα λεξιλογήσουμε για τον μπερντέ των Βρετανών.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Βουλή, Γλωσσικά ταξίδια, Γλωσσικά δάνεια, Διεθνής πολιτική, Ευρωπαϊκή Ένωση, Λαπαθιώτης, Μεγάλη Βρετανία | Με ετικέτα: , , , , , , | 115 Σχόλια »