Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Πρέφα: Κανόνες και ορολογία

Posted by sarant στο 12 Οκτωβρίου, 2009


imagesΣε ένα προηγούμενο σημείωμα, που το είχα όμως δημοσιέψει κατακαλόκαιρο κι έτσι ίσως να μην το είδαν όλοι, είχα ασχοληθεί με «παροιμιακούς κανόνες» της πρέφας και είχα αναφέρει ότι έχω κι άλλο ένα σημείωμα για την ορολογία του παιχνιδιού, μόνο που θέλει αρκετή δουλειά.

Στο μεταξύ, πήρα ηλεμήνυμα από κάποιον που σκέφτεται να βγάλει βιβλίο για την πρέφα, και με ρώτησε για τους κανόνες που εγώ ξέρω, διότι μπορεί να διαφέρουν από αυτούς που ξέρει εκείνος στο Αγρίνιο. Με την ευκαιρία αυτή ξανακοίταξα το παλιό μου σημείωμα, που είναι ανάμιχτο: περιγραφή των κανόνων μαζί με ορολογία, με έμφαση στη φρασεολογία που μ’ ενδιαφέρει και περισσότερο, τελικά.

Οπότε, βάζω εδώ το σημείωμά μου αν και ξέρω ότι στην περιγραφή των κανόνων έχει αναπόφευκτα πολλά κενά. Όποιοι θέλουν να συμβάλουν, ευπρόσδεκτοι. Στο τέλος θα στείλω το λίνκι στον ενδιαφερόμενο συγγραφέα.

Η πρέφα παίζεται με 32 φύλλα, από το 7 έως τον άσο, 8 φύλλα δηλαδή για κάθε φυλή της τράπουλας. Ο άσος είναι ανώτερος, το 7 χαμηλότερο, στην πρέφα δεν υπάρχουν επαναστατικές ανατροπές της ιεραρχίας όπως στο 66 και σε άλλα μπαζοπαίχνιδα όπου οι βαλέδες γίνονται πρώτοι. Ο παίχτης που μοιράζει δίνει από δύο φύλλα στον καθένα, τελευταία στον εαυτό του, και μετά από πέντε γύρους μοιρασιάς όλοι έχουν πάρει από δέκα φύλλα και περισσεύουν και δυο φύλλα που αποτελούν την «αγορά». Αυτά θα τα πάρει ο πλειοδότης της αγοράς που θα ακολουθήσει.

Το ποιος παίχτης θα κάνει πρώτος φύλλα βγαίνει με κάποια μορφή κλήρωσης. (Τραβάνε από ένα φύλλο και κάνει ο μεγαλύτερος ή ο μικρότερος. Συχνά, ρίχνουν ανοιχτά τα χαρτιά στους τρεις και μοιράζει ο πρώτος ρήγας, ή το εφτά καρό). Στη συνέχεια, μοιράζει ο επόμενος (εκ δεξιών ή αντίθετα με το ρολόι), και ούτω καθεξής. Είναι πολύ συχνό να μη θυμούνται οι παίχτες ποιανού είναι σειρά να κάνει φύλλα, οπότε κάποιος θα ρωτήσει «Ποιος κάνει;» κι αν τύχει και κάνει ο ίδιος τότε η σχεδόν στερεότυπη απάντηση είναι «Ο βλάκας που ρωτάει», ή κάτι τέτοιο.

Τα χρώματα (οι «φυλές») της τράπουλας έχουν στην πρέφα τη σειρά: μπαστούνια, σπαθιά, καρρά, κούπες· ως εκ τούτου, τα μπαστούνια λέγονται και «πρώτα», ενώ τα σπαθιά και «δεύτερα». Παρ’ όλ’ αυτά, τα καρρά σπανιότατα (και μόνον από αρχάριους πρεφαδόρους) λέγονται «τρίτα», οι δε κούπες σχεδόν ποτέ «τέταρτα». Μετά τις κούπες, υπάρχει ένα ακόμα σκαλοπάτι, τα «αχρωμάτιστα» ή «άχροα» ή «άχρωμα» -τα «χωρίς ατού» του μπριτζ. Όταν λέμε «πρώτα», σημαίνει ότι δεσμευόμαστε να βγάλουμε έξι μπάζες (από τις δέκα που υπάρχουν) με ατού τα μπαστούνια ή οποιοδήποτε ανώτερο συμβόλαιο. Το πρώτο επίπεδο της αγοράς, το επίπεδο των έξι, δεν κατονομάζεται. Δεν λέμε ποτέ, είτε στην αγορά είτε στην ανακοίνωση του τζόγου, «έξι κούπες», αλλά σκέτο «κούπες» ή «κούπες απλές». Το πρώτο επίπεδο της αγοράς τελειώνει στα άχρωμα, εννοείται έξι.

Ύστερα, η αγορά ανεβαίνει στο δεύτερο επίπεδο, στις εφτά μπάζες: εφτά πρώτα, εφτά σπαθιά κ.ο.κ. έως τα εφτά άχρωμα, μετά στις οχτώ μπάζες, στις εννιά, έως τις σπανιότατες δέκα. Με μια πολύ πρόχειρη εκτίμηση (δική μου, άρα μπορεί να πέφτω έξω) από τις 100 παρτίδες πρέφας, οι 65-70 θα παιχτούν στο επίπεδο των έξι μπαζών, οι 25-30 στο επίπεδο των 7 μπαζών και το πολύ 5 σε ανώτερα επίπεδα.

Μιλάει πρώτος ο παίχτης που είναι δεξιά από εκείνον που μοίρασε. Μπορεί να πει «πάσο» ή να αγοράσει. Αν πει πάσο, έχει φύγει από την αγορά και δεν μπορεί να ξαναμπεί. Αν αγοράσει, πρέπει οπωσδήποτε να πει «πρώτα» (μπαστούνια), ανεξάρτητα από το αν έχει δύναμη στα μπαστούνια ή σε άλλη φυλή. Υπάρχει και η ειδική περίπτωση της αγοράς «τα γράφω» που θα τη δούμε πιο κάτω.

Αν ο πρώτος πει «πρώτα», ο δεύτερος στη σειρά παίχτης πρέπει να πει «δεύτερα» αν θέλει να πλειοδοτήσει. Αν τύχει και έχει μπαστούνια και δεν έχει τις αξίες για να διεκδικήσει την αγορά στο επίπεδο των εφτά, μπορεί να πει «πάσο απ’ αυτά» ή «κλείστηκα», αν και σε ορισμένα τραπέζια τέτοιες δηλώσεις απαγορεύονται. Η πληροφορία αυτή μπορεί να βοηθήσει στη συνέχεια της παρτίδας στην άμυνα.

Αν ο δεύτερος παίχτης θέλει να πλειοδοτήσει λέει «δεύτερα», οπότε ο τρίτος θα πει «τρίτα» ή «καρρά». Επανέρχεται η αγορά στον πρώτο που μπορεί βέβαια να πει πάσο ή «πάσο απ’ αυτά», αν όμως αγοράσει πρέπει να πει «κούπες» (ή «τέταρτα»), ενώ σε ορισμένα τραπέζια έχει το δικαίωμα να πει «όλα εδώ». Δηλαδή, ο κάθε παίχτης πρέπει ή να ανεβάσει το επίπεδο του τζόγου ή να πάει πάσο. Όταν όμως μείνουν δύο στην αγορά, τότε αλλάζει η διαδικασία. Ο ένας ονομάζει τζόγο και ο άλλος λέει απλώς «Έχω» όσο αντέχει να συνεχίζει την πλειοδοσία, αλλιώς πασάρει. Για παράδειγμα: Καρά, έχω καρά, Κούπες, έχω κούπες, άχροα, πάρτα.

Όποιος βγει τζογαδόρος, παίρνει τα δύο φύλλα που έχουν περισσέψει στο μοίρασμα, τα οποία είναι η «αγορά». Η αγορά είναι πολύ σημαντική, διότι συνήθως ο εκτελεστής δεν έχει «από χέρι» όσες μπάζες του χρειάζονται και περιμένει από τα δύο φύλλα της αγοράς να καλυτερέψει το χέρι του. Παίρνει λοιπόν τα δύο φύλλα και αφήνει στη θέση τους δύο άλλα. Αυτή η ενέργεια λέγεται «ξεσκαρτάρισμα». Εννοείται ότι αν τα φύλλα που βρήκε στην αγορά είναι άχρηστα (ή «άπλυτα», «λιμά», «παπούτσια» κτλ.), μπορεί να τα αφήσει κάτω όπως τα βρήκε -καμιά φορά το δηλώνει κιόλας, «όπως τα πήρα τα αφήνω»).

Βέβαια, αν ο τζογαδόρος είναι «φίδι κολοβό» όπως ο καπετάν-Κονόμος του Παπαδιαμάντη («Η καλικατζούνα», Άπαντα, Τόμ. 5, σ.17), ο οποίος «αν δεν είχε εφτά ‘χαρτωσιές’, δεν ‘αγόραζε’», η αγορά δεν του χρειάζεται και πολύ. Τέτοιοι συντηρητικοί παίχτες, που «στήνονται», λέγονται σήμερα «καραμπίνες» -και όχι μόνο στην πρέφα, αλλά και στην πόκα, ακόμα και στο σκάκι· υποτίθεται ότι κρύβονται στη γωνία με την καραμπίνα.

Ο τζογαδόρος ανακοινώνει τον τζόγο, δηλ. πόσες μπάζες δεσμεύεται να κάνει και με ποιό ατού, π.χ. «εφτά καρρά». Όπως είπα, αν το συμβόλαιο είναι στο επίπεδο των έξι, θα πει «καρρά» ή «απλά καρρά» ή «καρουδάκια» ή «τα καρρά του φουκαρά». Ο πονηρός τζογαδόρος μπορεί εξεπίτηδες να πάρει μισοκακόμοιρο ύφος για να κάνει τους άλλους να πιστέψουν ότι πρόκειται να μπει μέσα, να παίξουν και να μπουν οι ίδιοι. Για τα μπαστούνια θα πει: «πρώτα» ή «πρωτάκια» ή «μπαστουνάκια», για τα σπαθιά θα πει «δεύτερα» ή «σπαθιά» ή «σπαθάκια», για τις κούπες θα πει «κούπες», «κούπες απλές» ή «κουπούλες». Πολλοί, όταν ανακοινώνουν τζόγο στα εφτά, το λένε με καμάρι, ενίοτε και με περίτεχνη διατύπωση π.χ. «καρρά μεν, εφτά δε».

Αυτονόητο είναι ότι ο τζόγος, το συμβόλαιο θα λέγαμε, πρέπει να είναι σε επίπεδο ίσο ή ανώτερο με εκείνο στο οποίο κατακυρώθηκε η αγορά. Αν λ.χ. η αγορά τελείωσε στα εφτά καρά (δηλ. ο άλλος είπε «εφτά καρά», εγώ είπα «έχω» και αυτός μου είπε «πάρτα») και το δικό μου δυνατό χρώμα είναι τα σπαθιά, δεν μπορώ να πω «εφτά σπαθιά», αλλά μόνο «οχτώ σπαθιά». Εδώ υπάρχει μια γουστόζικη ιστορία· κάποτε ένας είχε όλα τα καρά και έναν μαύρο ασόρηγα και ο άλλος όλες τις κούπες και τον άλλο μαύρο ασόρηγα. Κονταροχτυπιούνται στην αγορά η οποία εύλογα φτάνει στη στρατόσφαιρα, στο επίπεδο των δέκα. Αυτός που είχε τις κούπες, ανέβηκε ως τις δέκα κούπες. Αυτός που είχε τα καρά, νόμιζε ότι παίζει πρώτος, οπότε θα μπορούσε να πει «δέκα άχρωμα» και να κάνει τις δέκα τραβηχτές μπάζες του χεριού του (διότι στην πρέφα υπάρχει ενδεχόμενο ο τζογαδόρος να παίζει πρώτος, ενώ στο μπριτζ αυτό εξορισμού αποκλείεται). Μόλις πήρε την (έτσι κι αλλιώς άχρηστη αγορά) και συνειδητοποίησε ότι δεν παίζει πρώτος, άρα αν ονομάσει τζόγο «δέκα άχρωμα» θα μπει μέσα… δεκάσολο, με ηρωικό ύφος είπε: «Έντεκα καρά, γαμώ την Παναχαϊκή μου!»

Αφού ο τζογαδόρος ανακοινώσει τον τζόγο, οι δύο άλλοι παίχτες, κατά σειράν, δηλώνουν «παίζω» ή «πάσο». Να παίξουν, σημαίνει ότι αναλαμβάνουν να βγάλουν τόσες μπάζες όσες είναι η διαφορά του 10 από τον ανακοινωθέντα τζόγο, π.χ. 10-7=3. Όταν ο τζόγος είναι χαμηλός, πρώτα ή δεύτερα, η συμμετοχή είναι περίπου αυτονόητη, διότι σύμφωνα με την παροιμία «στο χωριό μου τους κρεμάνε» όσους πάνε πάσο στα πρώτα. Καμιά φορά, όποιος συγκατατεθεί να παίξει επειδή ο τζόγος είναι χαμηλός, λέει «λόγω του ευθηνού του τζόγου».

Αν ο ένας αμυνόμενος πάει πάσο, και ο άλλος αισθάνεται δυνατός, λέει «μαζί μου», αναλαμβάνοντας ο ίδιος να πληρώσει σε περίπτωση που ο συνεταιρισμός «μπει μέσα», αλλά και να εισπράξει τα κέρδη αν όχι. Παίζεται η παρτίδα και υπάρχουν τρία ενδεχόμενα: ή ο τζογαδόρος θα βγάλει ακριβώς τις μπάζες του και οι αμυνόμενοι τις δικές τους, οπότε κάποιος αναπόφευκτα θα σχολιάσει «όλοι καλοί», ή ο τζογαδόρος θα μπει μέσα, ή θα βγάλει περισσότερες μπάζες από όσες έχει υποσχεθεί, οπότε θα «βάλει μέσα» τους άλλους. Το να «μπεις μέσα» είναι αρκετά επαχθές -πληρώνεις πολλά καπίκια, που είναι περιέργως η μονάδα μέτρησης των πόντων της πρέφας. Αν κάνεις μία μπάζα λιγότερο από όσες έπρεπε, μπαίνεις «απλός». Αν κάνεις δύο λιγότερες, μπαίνεις «σόλο» ή «σολαρία», οπότε οι ποινές διπλασιάζονται και γίνεσαι «Σόλων» κατά τους φοιτητές. Σε χρήση είναι και οι όροι «δίσολο» και «τρίσολο», για ακόμα βαθύτερο μέσα, αλλά μόνο στην κρητική πρέφα, θαρρώ, υπάρχει νέος πολλαπλασιασμός των ποινών.

Αν ο τζογαδόρος βγάλει τις μπάζες του ακριβώς, κατεβάζει κάσα αντίστοιχη με το ύψος του συμβολαίου (2 για μπαστούνια, 3 για σπαθιά, 4 για καρά, 5 για κούπες, 6 για άχρωμα, 7 για το επίπεδο των εφτά, 8 για το των οχτώ και ούτω καθεξής) και πληρώνει τους αμυνόμενους τόσα καπίκια για τις μπάζες που έκαναν. Λογουχάρη, αν πω καρά και βγάλω ακριβώς 6 μπάζες και οι άλλοι τρεις και μία αντιστοίχως, θα κατεβάσω κάσα 4 μονάδες και θα πληρώσω 3×4=12 καπίκια στον ένα και 4 καπίκια στον άλλον. Επειδή η μονάδα κάσας ισοδυναμεί με 10 καπίκια στο χρηματιστήριο της πρέφας, ο τζογαδόρος βγαίνει ωφελημένος από το αλισβερίσι.

Αν ο τζογαδόρος βγάλει επιπλέον μπάζες και βάλει μέσα τους αμυνομένους, δεν κατεβάζει κάσα, αλλά παίρνει καπίκια. Για παράδειγμα, αν ο τζόγος είναι στα εφτά, (οπότε οι αμυνόμενοι υποχρεούνται να βγάλουν 3 μπάζες, 2 ο πρώτος εκ δεξιών  και 1 ο δεύτερος), και τελικά ο τζογαδόρος βγάλει 8 μπάζες, θα πληρωθεί 8×7 = 56 καπίκια. Ο αμυνόμενος που μπήκε μέσα, θα πληρώσει και τον σύντροφό του για τη μία ή τις δύο μπάζες που έκανε.

Αν μπει μέσα ο τζογαδόρος, ανεβάζει την κάσα του τόσο όσο θα την κατέβαζε αν έβγαζε τον τζόγο (δύο για τα μπαστούνια, 3 για τα σπαθιά, κτλ.), και πληρώνει και καπίκια στους αμυνόμενους ανάλογα με τις μπάζες που έχουν κάνει. Αν μπει σόλο, οι ποινές διπλασιάζονται. Να μπεις μέσα σόλο στα εφτά σημαίνει πως θα ανεβάσεις την κάσα σου 14 μονάδες και θα πληρώσεις και 70 καπίκια στους αμυνόμενους. Όταν η κάσα ενός παίχτη ανεβαίνει θεαματικά, οι άλλοι θα σχολιάσουν ειρωνικά. Την εποχή μου, όποιος συνήθιζε να μπαίνει μέσα κέρδιζε τον χαρακτηρισμό Τσάλεντζερ. Αν παλιότερα έλεγαν Σπούτνικ ή Απόλλων 11, δεν ξέρω.

Η πρέφα παίζεται μεν από τρεις, αλλά επιτρέπεται να υπάρχει στο τραπέζι τέταρτος παίχτης· εκ περιτροπής, ο ένας μοιράζει και οι άλλοι τρεις παίζουν. Αυτός που απλώς μοιράζει, λέγεται (πολύ λογικά!) «τεμπέλης». Εάν ο τζογαδόρος «μπει μέσα», πληρώνει κάμποσα καπίκια και στον τεμπέλη, τα λεγόμενα «τεμπελιάτικα» ή «τεμπελίκι».

Ορισμένες φορές (εάν έχει συμφωνηθεί στην αρχή), υπάρχει ειδικό έπαθλο στον τζογαδόρο που έχει στο χέρι του και τους 4 άσσους. Πρέπει όμως να το δηλώσει ανακοινώνοντας τον τζόγο και, επιπλέον, να «βγάλει» τον τζόγο, δηλ. να μην μπει μέσα. Δηλώνει: «εφτά καρρά (π.χ.) και οι άσσοι» ή «και τα πουλιά», όπως λέγαμε κάποτε (αγνοώ γιατί).

Ο τζογαδόρος μπορεί να παίζει πρώτος («παίζει πρώτος, παίζεις και καλά», του λένε τότε) που είναι συχνά μεγάλο πλεονέκτημα, μπορεί να παίζει δεύτερος (στη μέση ο τζογαδόρος) ή τρίτος (στην άκρη ο τζογαδόρος). Εδώ υπάρχουν αρκετοί παροιμιακοί κανόνες για το «βγάλσιμο» (αντάμ στο μπριτζ) που τους έχω αναφέρει σε άλλο σημείωμα.

Υπάρχουν ορισμένοι συνδυασμοί φύλλων, με σπουδαιότερο τον δίφυλλο ή τρίφυλλο Ρήγα (δηλ. ο Ρήγας συνοδευόμενος από ένα ή δύο λιμά του ίδιου χρώματος) που, αν μεν τους παίξει πρώτος ο τζογαδόρος δεν θα κάνει καμία μπάζα, ενώ εάν τους παίξουν πρώτα (και από την άκρη) οι αμυνόμενοι, ο τζογαδόρος θα κάνει μία μπάζα. Τότε λέμε ότι του «έβγαλαν μάτι». Πολύ συχνά, ο τζογαδόρος στην περίπτωση αυτή πιάνει το μάτι του γελώντας. Σημειώστε ότι ενώ η κοινή έκφραση «του έβγαλα το μάτι» σημαίνει «του έκανα μεγάλη ζημιά, κακό», στην πρέφα η σημασία της είναι «τον ωφέλησα».

Κάθε παίκτης πρέπει να ακολουθεί το χρώμα που παίζεται στη χαρτωσιά, π.χ. αν παιχτεί καρρό, πρέπει να παίξει καρρό. Αν δεν έχει καρρό, υποχρεούται να «κόψει» με ατού. Η επιδίωξη των αμυνομένων είναι να «βρουν την τσάκα» του τζογαδόρου, δηλ. το χρώμα στο οποίο δεν έχει φύλλα, ώστε να «τσακίσει» και να εξαντλήσει τα ατού του. Πράγματι, αν ο τζογαδόρος έχει μόνον 4 ατού και του βρουν αμέσως την τσάκα, κινδυνεύει να μείνει «ατού πίσω», οπότε αναπόφευκτα θα μπει μέσα. Αν τσακίσει ένας παίχτης και ο επόμενος τσακίσει κι αυτός, αυτό λέγεται «διπλοτσάκα». (Η έννοια της τσάκας υπάρχει και στο μπριτζ, όμως εκεί είναι προαιρετικό δικαίωμα του τζογαδόρου και είναι πλεονέκτημα· στην πρέφα είναι υποχρέωση και είναι κακό. Οι καφενόβιοι μπριτζαδόροι αποκαλούν «διπλοτσάκα» το cross-ruff μάλλον παρά το «over-ruff» προς μεγάλη φρίκη των πιο αριστοκρατών).

Οι αμυνόμενοι έχουν τον κοινό στόχο να βάλουν μέσα τον τζογαδόρο· για να συνεννοηθούν, υπάρχουν δύο σινιάλα: το βρόντηγμα και το λίχνισμα. Έτσι, αν ένας παίκτης έχει αξίες σ’ ένα χρώμα, π.χ. τα σπαθιά, την ώρα που θα πέσει το πρώτο σπαθί κάτω, βροντάει με τη γροθιά του το τραπέζι, συχνά λέγοντας κιόλας «βροντάω εδώ». Αντίθετα, όταν κανείς έχει ένα μόνο φύλλο σ’ ένα χρώμα, δεν το ακουμπάει στο τραπέζι φυσιολογικά, αλλά το «λιχνίζει», δηλ. το ρίχνει προς τ’ απάνω, ακριβώς για να υποδηλώσει ότι έχει μόνο ένα. Αυτά τα σημάδια όμως απαγορεύονται ρητώς και δια ροπάλου στα σοβαρά τραπέζια· αν ένας παίκτης είναι νεοφερμένος, μόλις το επιχειρήσει, οι άλλοι θα του πουν αυστηρά, «ούτε βροντάμε, ούτε λιχνάμε».

Μια ιδιαίτερη περίπτωση αγοράς, που έχω την εντύπωση ότι ισχύει σχεδόν παντού, είναι η «τα γράφω» (ή «γραφείο»). Ο παίχτης που λέει «τα γράφω» (αν μιλάει πρώτος ή δεύτερος ύστερα από πάσο) δεσμεύεται ότι θα αγοράσει αν ο επόμενος ή οι επόμενοι πουν πάσο. Αν τελικά πάρει την αγορά, εφόσον τον βολεύει έχει δικαίωμα να ονομάσει έναν κανονικό τζόγο, όσο ψηλός κι αν είναι (μπορεί κάτω, κατά την παροιμία, να βρει ατού και άσσο!), αν όμως η αγορά δεν τον βολεύει τότε απλώς ανεβάζει 2 κάσα, σαν να μπήκε μία μέσα στα πρώτα, και μάλιστα χωρίς να πληρώσει καπίκια. Το «τα γράφω» είναι αγορά που επιτρέπει σε έναν παίκτη με οριακές αξίες να δοκιμάσει την τύχη του χωρίς μεγάλο κόστος. Έχει πολύ περισσότερο νόημα όμως όταν παίζεται η μιζέρια, διότι στην περίπτωση αυτή ο παίχτης με τις οριακές αξίες θα κάνει πολλές μπάζες και θα του κοστίσει πολύ ακριβά, οπότε το «τα γράφω» είναι ένα είδος ασφάλειας.

Ο συνδυασμός άσου και ρήγα από το ίδιο χρώμα, που δίνει δυο μπάζες στα ατού (όχι όμως και σε άλλο χρώμα διότι μπορεί να τσακίζεται) λέγεται «ασόρηγας». Ο συνδυασμός ντάμας και ρήγα λέγεται «νταμόρηγας» ή «σαραντάρι» που είναι δάνειο από το παιχνίδι «εξηνταέξι», όπως και το «εξηντάρι» που είναι να έχεις ρήγα-ντάμα-βαλέ.

Άλλα δεν θυμάμαι, η σειρά σας.

94 Σχόλια to “Πρέφα: Κανόνες και ορολογία”

  1. Barrman said

    Γράφεις: «υπάρχουν δύο σινιάλα: το βρόντηγμα και το λίχνισμα.»
    Απ’ όσα γνωρίζω, τα βροντήγματα και τα λιχνίσματα θεωρούνται εντελώς παράνομα. Επιτρέπονται μόνο σε καρέ με αρχάριους για να μην μπαίνουν τόσο «βαθιά» μέσα που να καταστρέφεται το παιχνίδι για όλους. Αλλά ως εκεί.
    Υπάρχουν πολλοί τρόποι να δηλώσεις σαφώς «δύναμη» ή «αδυναμία» σε κάποιο χρώμα (κούπες, σπαθιά κ.λπ.) από τον τρόπο που θα παίξεις, ανάλογα αν παίζεις πρώτος, δεύτερης ή τρίτος. Είναι το «λιμό της αδυναμίας», «η δύναμη απ’ τα πολλά», «ο βαλές ή η ντάμα της καραμπίνας»… Ο εκάστοτε συμπαίκτης, κοιτώντας τα δικά του χαρτιά και συνδυάζοντάς τα με τον τρόπο που έπαιξες (εάν και εφόσον έπαιξες «σωστά»), μπορεί με ακρίβεια της τάξης του 70 – 90 % να ξέρει τα χαρτία του τρίτου. Ας μην επεκταθούμε γιατί είναι πολλές οι περιπτώσεις.
    Τα λιχνίσματα, τα βροντήγματα, το βρόντηγμα με αέρα κ.λπ. είναι συνηθέστατα στο μπουρλότο ή μπιλότο.
    Αυτά τα ελάχιστα από μένα και αν προχωρήσει η συζήτηση, ευχαρίστως να επανέλθω με όσα θυμάμαι.

  2. Μπουκανιέρος said

    Ξέχασες να πεις ότι στα μεγάλα νούμερα (7 και πάνω) τα άχρωμα μετράνε +1 (ή έτσι το ξέρω, τουλάχιστον).
    Από εκφράσεις, όταν κάποιος πάρει γραφείο και δεν το παίξει λέει «τα ρίχνω μέσα» (ή σκέτο «τα ρίχνω»).
    Και, παραλλαγή, το «έχω» το ξέρω «ναι» («ναι στις κούπες» κλπ). Το θυμάμαι να ισχύει κι όταν χτυπιούνται τρεις (γι’ αυτόν που έχει το τράτο, προφανώς).
    Αυτά σκέφτηκα τώρα, διαβάζοντας στα γρήγορα.

  3. ppan said

    Εγώ, σε ότι αφορά τα σινιάλα, ήξερα σαν νόμο απαράβατο «πρώτο (φύλλο) δύναμη, δεύτερο (φύλλο) αδυναμία» σε περίπτωση που ο τζογαδόρος τραβάει ατού και ο άτυχος αντίπαλος δεν έχει. Αυτό, το να μην έχεις πια ατού και να αναγκάζεσαι να ρίχνεις άλλο χρώμα στο ταρό το λένε «pisser» και μου φαίνεται πολύ εύστοχο.

  4. aris53m said

    Θυμάται κανείς πως γράφουν στους 3 και στους τέσσερις (με τεμπέλη)??

    δηλ. κατεβαζοντας κάσα ποσα καπίκια παίρουν οι άλλοι?? και

    όταν μπαίνεις μέσα στα 7 και πάνω πάλι πόσα καπίκια παίρνουν οι άλλοι??

  5. sarant said

    Barrman, δίκιο έχεις ότι τα λιχνίσματα κτλ. απαγορεύονταν διά ροπάλου στα σοβαρά τραπέζια.

    Μπουκάν, έχεις δίκιο, θα διορθώσω το +1 στα άχροα. Μήπως θυμάσαι αν στο γραφείο τα γράφεις απλά ή σόλο στα πρώτα; Και αν πληρώνεις καπίκια; Γιατί είχαμε μια επιστημονική διαφωνία μ’ έναν συνάδελφο.

    Άρη, ο τεμπέλης μπαίνει στη μέση μόνο όταν μπει μέσα ο τζογαδόρος, οπότε παίρνει 10 καπίκια (νομίζω). Κατά τα άλλα δεν αλλάζει αν παίζουν 3 ή 4. Όταν παίξεις έστω κούπες (5) κατεβάζεις ή ανεβάζεις κάσα πέντε μονάδες και πληρώνεις 5 καπίκια για κάθε αμυνόμενη μπάζα. Αν έκαναν από δύο έκαστος, δέκα καπίκια έκαστος.

    Στα εφτά, ανεβάζεις-κατεβάζεις κάσα εφτά, οι άλλοι παίρνουν 7 καπίκια για κάθε μπάζα που έκαναν, αν βέβαια δεν μπουν μέσα.

  6. Πὼ πὼ τί ἀλαμπουρνέζικα αὐτά! Πιὸ κατανοητὰ μοῦ εἶναι τὰ τρακατρούκικα!

  7. sarant said

    Γιατί βρε Κορνήλιε; Δεν είναι απολύτως διαυγής μια φράση όπως
    «Σπαθί-σπαθί παίζεται το φύλλο γιατί σου βρήκανε τσάκα με το καλημέρα κι άμα παίξεις ατού και τα βρεις στραβομοιρασμένα θα μείνεις ατού πίσω και θα σολάρεις»;

  8. περαστικός said

    Πολύ εμπεριστατωμένο το σημερινό ποστ.
    Στο γραφείο, τα γράφεις σόλο στα πρώτα.
    Αν κατάλαβα καλά, αυτό που λες «μιζέρια» είναι το «πάσο-πάσο» ή «οι πολλές», που παίζουν όλοι χωρίς τζογαδόρο και προσπαθούν να κάνουν όσο λιγότερες γίνεται. Σε αυτή την περίπτωση γράφουν οι δύο που θα κάνουν τις περισσότερες τη διαφορά τους με αυτόν που έκανε τις λιγότερες.
    Η «μιζέρια», όπως την παίζουμε σε κάποια μέρη στην Κρήτη (σε άλλα δεν παίζεται) είναι η εξής: Κάποιος παίχτης δηλώνει, παρακάμπτοντας την αρχική πλειοδοσία, ότι δεν θα κάνει καμία μπάζα. Αυτό συμφέρει όταν έχει πολλά μικρά φύλλα και συνεχόμενα ή δεν έχει από κανα δυο μεριές. Οι άλλοι δύο παίζουν προσπαθώντας να του φορτώσουν μπάζες. Αν καταφέρει και βγάλει τη μιζέρια η αμοιβή είναι καλή, κατεβάζει 10 κάσα. Για κάθε μπάζα που κάνει όμως (ο τζογαδόρος μόνο) αναβάζει δέκα κάσα.
    Υπάρχει και η «δειχτή» μιζέρια, όπως και η «δειχτή» δεκάρα που κατεβάζουν και οι δύο από 20 κάσα και αφορά περιπτώσεις που το φύλλο του τζογαδόρου είναι τέτοιο που ότι και να έχουν οι άλλοι δεν μπορούν να του φορτώσουν ή να του πάρουν μπάζα αντίστοιχα.

  9. aris53m said

    @ sarant

    Ευχαριστώ.

    Βρήκα και αυτό το link, που τα αναφέρει κάπως καλά

    http://zpiderland.blogspot.com/2005/11/blog-post_21.html

  10. Νίκο, μιλάμε για πολλές εργατοώρες στην τσόχα!
    -Σε μας ο τεμπέλης εισέπραττε 25 καπίκια για απλό «εντός» και 50 καπίκια για σολαρία.
    -Δεν είδα στη γρήγορη ανάγνωση που έκανα (αν το αναφέρεις σχώρα με) αναφορά στο «γλείψιμο», που περιγράφει και πότε τελειώνει η παρτίδα δηλαδή.
    Όταν κάποιος από τους παίκτες τερματίσει (μηδενίσει) την κάσα του, αρχίζει να μειώνει (γλείφει) τις κάσες των άλλων, αν φυσικά η αγορά του είναι πετυχημένη. Πάντα «γλείφει» την πιο ανεβασμένη κάσα. Και το γλείψιμο πάντα συνοδεύεται από σχετικά πειράγματα που το ύφος τους ποικίλει ανάλογα με την εξοικείωση των μελών του καρέ.
    Όταν μηδενιστούν όλες οι κάσες η παρτίδα τελειώνει.
    Αν μείνει μία μόνο κάσα, μπορεί ο παίκτης να μοιράσει τα καπίκια που αντιστοιχούν στην κάσα στους άλλους παίκτες για να τελειώσει η παρτίδα συντομότερα.
    Κάσα 1 δεν «γλείφεται» και η παρτίδα τελειώνει.

  11. τεμπέλης said

    Πούθε βγαίνει η λέξη «πρέφα»;

  12. sarant said

    Αλλουφάνιε, είσαι θησαυρός, το γλείψιμο το είχα ξεχάσει και σαφώς πρέπει να αναφερθεί! Όλα όσα λες είναι σωστότατα!

    Τεμπέλη, η πρέφα είναι δάνειο από το ρωσικό preferans (που βέβαια είναι δάνειο από το γαλλικό préférence, προτίμηση).

    Χάρη στον Ν. Λίγγρη, που έγραψε στη Λεξιλογία:
    http://www.lexilogia.gr/forum/showthread.php?t=4656
    βρήκα ένα καταπληκτικό άρθρο της αγγλικής Βικιπαίδειας για τη ρώσικη πρέφα,
    http://en.wikipedia.org/wiki/Preferans
    όπου και η παροιμία: «Αν ήξερα τι φύλλα έχει η αγορά, θα ζούσα στο Σότσι» (το ανάλογο με τις Μπαχάμες για τους Ρώσους).

  13. Μαρία said

    Αν ο τεμπέλης μειώνει … μάλλον «γλύφει».

    Και πώς έφτασε να σημαίνει χαμπάρι, είδηση στην έκφραση παίρνω κάτι ή κάποιον πρέφα;

  14. sarant said

    Μαρία, όπως λέει ο Λίγγρης (ότι λέω) στο λίνκι της Λεξιλογίας που έδωσα, κατά τη γνώμη μου η αρχή της φράσης ήταν «δεν παίρνει από πρέφα» / «δεν παίρνει πρέφα» = δεν του κόβει, δεν παίρνει χαμπάρι, πέρα βρέχει, διότι η πρέφα εθεωρείτο (δικαίως) δύσκολο παιχνίδι σε σύγκριση με την κοντσίνα και την ξερή και τα άλλα καφενειακά. Στη συνέχεια, εικάζω, έγινε «παίρνει πρέφα» = του κόβει, είναι εύστροφος, δεν του ξεφεύγει τίποτε. Μετά, εικάζω, έγινε «πήρε πρέφα το τάδε» ή «πήρε πρέφα ότι…», αντελήφθη, πήρε είδηση, χαμπάρι.

    Βέβαια, σκέτη εικασία αυτό. Πάντως ο πρεφαδόρος παππούς μου και άλλοι της εποχής του έλεγαν «αυτός δεν παίρνει πρέφα».

  15. Μαρία said

    Ωραίο, όπως το δικό μας «χαμπάρι δε παίρνει».

  16. Μαρία said

    Βλέπω στο #1, ο βαλές ή η ντάμα της καραμπίνας. Ξέρω την καραμπίνα απ’ την πόκα. Εδώ τι σημαίνει; Βέβαια και στην πόκα δε μπορώ να εξηγήσω την αλλαγή στη σημασία.

  17. Μπουκανιέρος said

    -Νίκο, όπως είπε κι ο Περαστικός, άμα τα ρίχνεις γραφείο μπαίνεις σόλο στα πρώτα χωρίς να πληρώνεις.
    -Σε μας (στην παρέα μου) το τεμπελίκι έπαιρνε 15 στο απλό μπάσιμο και 30 στο σόλο. Αλλά προφανώς υπάρχουν παραλλαγές σε τέτοιες λεπτομέρειες.
    – Στην (απλή) μιζέρια, όπως την ξέρω εγώ, χρεώνονται οι μπάζες πάνω από 3 (δηλ. τουλάχιστον 1 – και μάξιμουμ, αν σηκώσεις όλο το τραπέζι, 7). Δηλ. πάει η κάσα τόσο πάνω. Επιπλέον βάζεις φιρφίρια, δηλ. τόσα επί 10 καπίκια που μένουν μέσα και τα παίρνει όποιος βγάλει την επόμενη αγορά. Προφανώς μπορεί να τύχει να τα πάρει κι ο ίδιος που τάβαλε, να σώσει τα φιρφίρια του δηλ.
    – Περαστικέ, αυτό που λες το παίζαμε και στη Σαλονίκη (φοιτητικές παρέες, δηλ. με πολλαπλές τοπικές επιρροές), με την ονομασία «υποχρεωτική μιζέρια». Μόνο που το γράφαμε σαν τα δέκα άχρωμα (22 το σόλο). Αλλά δεν το δέχονταν όλοι αυτό, δηλ. η «ορθοδοξία» έλεγε ότι «κανονικά» δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Επομένως, όταν καθόταν παρέα στο τραπέζι ξεκαθαρίζαμε αν θα παιζόταν υποχρεωτική μιζέρια ή όχι.
    – Δεν είπαμε όμως στα πόσα ξεκινάει η κάσα. Στην κανονική πρέφα (λέω εγώ) στα 30 – κι από κει και πάνω αρχίζουν οι πλούσιες, οι αρχοντικές κλπ. (Κάτι άρρωστοι, στο κυλικείο της ΦΜΣ και ανάμεσα σ’ εργαστήρια, παίζαν και με κάσα στα 15 – αλλά αυτό θεωριόντανε αντικανονικό, πρέφα ανάγκης, ή τσέπης)

  18. Liarak said

    Υπάρχει και η περίπτωση να πας πάσο στο συμβόλαιο του τζογαδόρου, να παίξει ο τρίτος και να τον πάρεις εσύ: το γνωστό πάσο-παίζω-πάμε

  19. sarant said

    Μαρία, και δική μου απορία είναι τι σημαίνει «ντάμα ή βαλές της καραμπίνας» που λέει ο Μπάρρμαν στο #1 γιατί αυτή την ορολογία δεν την είχαμε. Φαντάζομαι να εννοεί ότι για να βγαίνεις ντάμα ή βαλέ έχεις τετραφυλλία δεμένη εκεί, αλλά αυτό δεν το ξέρω με σιγουριά.

    Μπουκάν, καίριες προσθήκες.

    Liarak, ναι, βέβαια. Νομίζω όμως ότι σ’ αυτή την περίπτωση ο τρίτος έχει οψιόν, θα έλεγα. Του λες, εσύ που έχεις πασάρει: με παίρνεις ή να σε πάρω εγώ;

  20. περαστικός said

    Μπουκανιέρε, ισχύει και αυτό που λες. Τη μιζέρια την παίζαμε πάντα σαν φοιτητές. Οι χάρντκορ καφενειακοί παίχτες στο χωριό μου δεν την έπαιζαν.
    Η κάσα ξεκινάει στα 30. Καμιά φορά άμα δεν είχαμε χρόνο κάναμε εκπτώσεις και ξεκινάγαμε από τα 20 ή τα 15 (αν και θεωρητικά μια πρέφα μπορεί να κρατήσει για πάντα απ’ όπου κι αν ξεκινάει, είναι γνωστό το ανέκδοτο με τους τρεις μελλοθάνατους που για τελευταία επιθυμία ζήτησαν να πάιξουν ένα παιχνίδι πρέφας).
    Δεν είπαμε επίσης για την παραλλαγή της «καπικάδας» η οπόια παίζεται με λεφτά (επί δραχμών πήγαινε τάλιρο ή δεκάρικο το καπίκι). Η μόνη διαφορά της με την κανονική είναι ότι ο τζόγος ξεκινάει από τις εφτά μπάζες και όχι τις έξι. Παίζεις και διαφορετικά βέβαια γιατί σε συμφέρει να βάζεις μέσα τους αντιπάλους σου, οπότε έχεις κίνητρο να μπλοφάρεις, να δηλώνεις λιγότερα απ’ όσα έχεις κτλ.

  21. gbaloglou said

    Νικο δεν φανταζομουν οτι θα μπορουσα ποτε να συνεισφερω σε μια τετοια συζητηση — μπορει να εχω και 35 χρονια να αγγιξω τραπουλα, για συνταξη παω πια — αλλα δεν πιστευω οτι οι οροι «Σπουτνικ» και «Απολλων 11» θα μπορουσαν να ειχαν προηγηθει του «Τσαλεντζερ» … μια και δεν εμπεριεχουν το στοιχειο της καταστροφης 🙂

  22. Παπαθεμελής said

    Καφενείον το εκάματε!

    Ουαί!

  23. Barrman said

    Νίκο και Μαρία, μάλλον δεν το μετέφερα καλά.
    Οταν έχεις στήσει καρτέρι (καραμπίνα) στον αγοραστή για να τον βάλεις μέσα επειδή αρχίζει να γλύφει, στη πρώτη ευκαιρία το δείχνεις στον συμπαίκτη σου για να τον αρχίσει και αυτός στις γρήγορες. Απ’ ότι όμως μου λένε οι συμπαίκτες μου, το συγκεκριμένο δικό μας παρεΐστικο μοντέλο έντεχνης αποκάλυψης του ότι έχεις δύναμη λ.χ. βγάζοντας ντάμα ή βαλέ που δεν «παίρνεται», δεν θεωρείται standard.
    Γράψετε άκυρο στην έκφραση.

    Όσο για τη μιζέρια, απ’ όσο ξέρω, δεν παίζεται στα σοβαρά καφενεία.
    🙂

  24. Θέμης said

    Αφού λύθηκε η επιστημονική μας διαφωνία για το «γραφείο» (που εμείς δεν το λέγαμε έτσι), αναφέρω κάποιες σκόρπιες παρατηρήσεις, βασισμένες στο πώς το παίζαμε εμείς και χωρίς να ισχυρίζομαι ότι έτσι είναι το «σωστό».
    – Την επιφύλαξη να τα πάρεις αν δεν τα πάρουν άλλοι, τη λέγαμε «ντούκου». Σε επίπεδο ορολογίας θα μπορούσε επίσης να αναφερθεί ο Ρήγας «ξερός» (μονόφυλλος ο καημένος). Ακόμα, η έκφραση είναι «βγάζω μάτι», όχι «το μάτι». Αν μπει το άρθρο, θα έχει τον κλασσικό ρόλο οριστικού άρθρου («Δεν φτάνει που του έβγαλες το μάτι στις κούπες, μου παραπονιέσαι κι από πάνω;»).
    – Στο μοίρασμα, ποτέ τα σκάρτα τελευταία, αλλά μετά την πρώτη γύρα της διανομής. Δεν είναι δυνατόν το κάτω-κάτω χαρτί να παίζει κρίσιμο ρόλο αγνώστου, αφού κάποιος μπορεί να το έχει δει.
    – Γιατί μόνο οι αρχάριοι «τρίτα» ή «τέταρτα», ω Νικοδέσποτα; Όταν στρωθείς για ώρες στο χαρτί, είναι δυνατόν να λες τα πράγματα πάντα με το ίδιο όνομα; Θα βαρεθείς.
    – Παίζαμε με αυστηρή προτίμηση αυτού που μιλάει πρώτος, όχι μόνο όταν συνεχίζουν δύο την αγορά. Αλλιώς χάνονται πληροφορίες και, σε συνδυασμό με την απουσία βροντήγματος/λιχνίσματος, υπάρχει κάποιο πρακτικό προβληματάκι. Θα επανέλθω.
    – Ως προς τις μπάζες που οφείλουν να κάνουν οι αμυνόμενοι, θα χρειαζόταν περισσότερη σαφήνεια. Αν το σύνολο είναι ζυγό, η υποχρέωση κατανέμεται ισομερώς. Αν το σύνολο είναι μονό (δηλαδή με δήλωση τζόγου στις 7 ή 9 μπάζες), ο εκ δεξιών του τζογαδόρου αναλαμβάνει την υποχρέωση για τις πολλές (2 ή 1 αντιστοίχως). Αλλά αν τελικά παίξει μόνο ένας, αναλαμβάνει εξ ορισμού την ίδια αυξημένη υποχρέωση.
    – Εμείς δεν γνωρίζαμε ούτε τεμπελιάτικα ούτε μιζέρια. Επίσης, στο «γραφείο», ο τζογαδόρος πλήρωνε και καπίκια στους δύο άλλους , σαν να είχαν κάνει από 3 μπάζες ο καθένας. Από τα προηγούμενα ποστ δεν προκύπτει με σαφήνεια αν και άλλοι το έπαιζαν έτσι. Ακόμα, ειδικά τα 10 άχροα δεν μετρούσαν 10+1 αλλά 10.
    – Όντως η ποινή δεν πήγαινε πέρα από τον διπλασιασμό. Άρα μπορούσες να μπεις «σόλο» στα εφτά (στην πραγματικότητα «τρίσολο») και να πληρώσεις όχι 70 καπίκια (5 μπάζες Χ 14) αλλά, π.χ., 84 (6 Χ 14).
    – aris53m: Αν καίγεσαι να μάθεις πώς γράφουν με 4 παίκτες, θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω. Δεν είναι τόσο απλό, και χρειάζεται οπωσδήποτε εικόνα.
    – Στη διδακτική της πρέφας, χρειάζεται οπωσδήποτε να καταλάβει κάποιος ότι κάθε παιχνίδι έχει έναν συντελεστή (μπαστούνια απλά = 2 κ.ο.κ.) και ότι ο συντελεστής αυτός εφαρμόζεται σε όλα τα παρεδώσε, τελεία και παύλα. Μόνη ψευτοεξαίρεση θα ήταν τα τεμπελιάτικα (που εγώ δεν τα ξέρω) και το γλείψιμο (το οποίο όμως είναι απλή διπλογραφική λογιστική χωρίς κανέναν αντίκτυπο στη σούμα).
    – Το πρακτικό προβληματάκι της πρέφας συνολικά, όπως το έχω αντιληφθεί εγώ (πρόκειται για αυστηρά προσωπική εκτίμηση), σε επόμενο ποστ, αν ο λαός δεν αποδοκιμάσει τη φλυαρία μου.

  25. voulagx said

    Ατου για τον Κορνήλιο:
    http://www.eens-congress.eu/?main__page=1&main__lang=de&eensCongress_cmd=showPaper&eensCongress_id=140

    Ποιος θα κανει τσακα;

  26. Υπήρχε η φράση «όλα σόλα και οι άσσοι» δηλαδή αν κάποιος έμπαινε σόλο και είχε «πει» τους άσσους τους πλήρωνε διπλούς (30 ή 50 καπίκια την φορά, ανάλογα την συμφωνία) Ασσους πλήρωνε και ο τεμπέλης (ή πληρωνότανε αν έμπαινε μέσα ο τζογαδόρος).
    Το γράψιμο στους τρείς γινότανε μ’ ένα μεγάλο Υ όπυ γραφότουσαν οι καπικιακές σχέσεις στο εσωτερικό του κερδίζοντος (και φυσικά εξωτερικό του χάνοντος) Η κάσα γραφότανε από τις άκρες του χαρτιού προς τα κάτω στο πεδίο εκάστου.
    Οταν υπήρχε τεμπέλης σχηματιζότανε ένα τετράγωνο (όπου γράφανε τις κάσες) με διαγώνιες ακτίνες στις κορυφές τους. Οι καπικιακές σχέσεις των διπλανών γράφονταν όπως και στους τρεις ενώ για τους απέναντι χρησιμοποιούνταν οι εξωτερικές πλευρές του τετραγώνου

  27. sarant said

    Θέμη, σ’ ευχαριστώ και ο πρεφαδόρικος λαός περιμένει τη συνέχεια.

    Gpoint, πολύ σωστά τα λες, και πλουτίζεις και την ελληνική γλώσσα με μία ακόμα λέξη (καπικιακός). Ήδη ο κ. Κουνάδης στο επόμενο άρθρο θα μιλάει για 5.000.001 λέξεις!

  28. Ο βασικότερος λόγος που χάθηκε αυτό το παιχνίδι είναι ότι απαιτούσε φαρπλεϋ και συνεπώς ήταν αντιτζογαδορικό. Οι φανατικοί της παίκτες είχαν πολύ φτηνό το καπίκι (κάτι δεκάρες) και ουσιαστικά έπαιζαν τα ουζάκια και τους καφέδες. Οταν ακρίβαινε το καπίκι όλοι έπαιζαν επιφυλακτικά και χανότανε η ομορφιά του παιχνιδιού.
    Περισσότερο τζογαδόρικες ήταν οι κούπες και αυτές με την δική τους ορολογία, το καπότο (ή και καπούτσο από τους σεξουλιάρηδες)

  29. Θέμης said

    Φοβερή πάσα μου έδωσε με την παρατήρησή του ο Gpointofview, οπότε δεν τη γλυτώνετε, επανέρχομαι. Κατ’ αρχάς δύο εισαγωγικές παρατηρήσεις. Πρώτον, τα παιχνίδια με χαρτιά μπορεί να έχουν δύο βασικά κίνητρα: είτε τα λεφτά είτε την απόλαυση του παιχνιδιού καθαυτήν, την παρεΐστικη ευχαρίστηση. Το ενδιαφέρον το «σπορτίφ» μπορεί να υπάρχει και στις δύο περιπτώσεις. Εντελώς άλλα παιχνίδια ενδείκνυνται όμως για τη μία ή την άλλη περίπτωση. Αν π.χ. παίξετε πόκερ/πόκα χωρίς λεφτά, σας διαβεβαιώ ότι είναι εντελώς ηλίθιο παιχνίδι, χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον. Στο όνομά της όμως ορκίζονται αυτοί που παίζουν με λεφτά. Διευκρινίζω ότι είμαι εντελώς αναρμόδιος να μιλήσω για λογαριασμό τους. Αναφέρομαι μόνο στο παίξιμο για παρεΐστικη ευχαρίστηση. Αν βέβαια το ενδιαφέρον το σπορτίφ υπερτροφήσει, οδηγούμαστε σε μπριτζ και κατ’ επέκταση σκάκι, μην αυταπατώμαστε. Δεύτερον, οι εντελώς προσωπικές εκτιμήσεις μου βασίζονται σε όσα κάναμε σαν παρέα, χωρίς όμως να σημαίνει πως όταν τα κάναμε είχαμε μια ξεκάθαρη αντίληψη ότι καλό είναι να γίνει έτσι και όχι αλλιώς.

    Η πρέφα έχει λοιπόν δύο εγγενή ελαττώματα. Το πρώτο είναι τεχνικής φύσεως και όχι αναγκαστικά σοβαρό. Κάθε παιχνίδι όπου ο καθένας παίζει για τον εαυτό του υστερεί – από τη σκοπιά που όρισα προηγουμένως – σε σχέση με αυτά που παίζονται από ζευγάρια (αστείρευτη πηγή τζερτζελέ, αν μάλιστα συμμετέχουν και τα δύο φύλα). Όταν π.χ. υπάρχουν 4 παίκτες, η παρέα μου κατέληξε να θεωρεί πιο διασκεδαστική τη μπελότ (ή μπουρλότο, με κάποιες παραλλαγές που δεν γνωρίζω). Από τα παιχνίδια που έχω παίξει, το καλύτερο για 2 παίκτες είναι το 66, αλλά η πρέφα παραμένει το καλύτερο για 3 παίκτες. Εξού όχι σοβαρό το ελάττωμα.

    Το δεύτερο όμως εγγενές ελάττωμα είναι πολύ σοβαρό. Η πρέφα έχει ελαττωματικό τρόπο γραψίματος, με αποτέλεσμα, δυστυχώς, να είναι σε γενικές γραμμές αλήθεια ότι «το πάσο τρώει το λουκούμι». Το πράγμα γίνεται εντελώς φανερό σε ακριβούς τζόγους, όταν, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, θα έπαιζε φυσιολογικά ο ένας μόνο παίκτης θεωρώντας ευλόγως ότι «κατά πάσα πιθανότητα» έχει το μίνιμουμ και ίσως και μία μπάζα παραπάνω. Αν πάρεις το παιχνίδι στα σοβαρά, καταλήγεις να πεις ότι, π.χ. στην 8άρα όπου δεν περιμένεις να βάλεις τον άλλο μέσα, δεν αξίζει να ρισκάρεις για 8 ή 16 καπίκια να μπεις μέσα, έστω κι αν εκτιμάς ότι οι πιθανότητες να μπεις μέσα δεν είναι πάνω από 20%.

    Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να επεκταθώ. Η μόνη ριζική λύση θα ήταν βέβαια να αλλάξει ο τρόπος γραψίματος, ίσως κάπως και οι κανόνες (υποχρεωτική συμμετοχή;). Κι όμως εγώ είδα ότι η παρέα μου για κάμποσο καιρό έπαιξε πρέφα (εννοείται πάντα χωρίς λεφτά) και το κατευχαριστήθηκε. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι εκ των πραγμάτων οδηγήθηκε να ψιλοξεφτιλίσει τους κανόνες της σοβαρής πρέφας και να παίξει με τρόπο που ορισμένοι προηγουμένως αντιμετώπισαν απαξιωτικά. Κατά γενικό κανόνα λοιπόν (όχι πάντα), και χωρίς το επίπεδό μας να είναι χαμηλό (έχουμε παίξει και με μεγάλους πρεφαδόρους και έχουμε σταθεί ικανοποιητικά), εφαρμόσαμε τις εξής ασπιρίνες στον ελαττωματικό τρόπο γραψίματος της πρέφας:

    – Δεχόμασταν βρόντηγμα και λίχνισμα
    – Η αγορά γινόταν με απόλυτη προτίμηση του οποιουδήποτε προλαλήσαντος, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η πιθανότητα να δοθεί πληροφορία γερής φυλής από κάποιον που αποχωρεί (π.χ. όχι πρώτα-δεύτερα-τρίτα-κούπες, αλλά πρώτα-δεύτερα-τρίτα-εγώ τρίτα)
    – Το φερπλέϊ ήταν υποχρεωτικό, τόσο μεταξύ αμυνομένων όσο και στη δήλωση του τζόγου (αν δεν υπήρχε έστω και θεωρητική περίπτωση, με απίθανες κατανομές, να κάνεις 7 και όχι 8 μπάζες, απαγορευόταν να τα πεις 7).

    Νομίζω ότι όλα αυτά συντείνουν στο να παίζονται οι χαρτωσιές και να μην έχουμε ομοβροντίες από πάσο. Και βέβαια ότι πολύ κακώς αντιμετωπίζονται απαξιωτικά, γιατί ουσιαστικά απλώς μπαλώνουν τον ελαττωματικό τρόπο γραψίματος της πρέφας. Είμαι πεπεισμένος ότι η πρέφα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει μία από τις βασικές διασκεδάσεις μιας παρέας (που παίζει χωρίς λεφτά) για κάμποσα χρόνια αν δεν στραπατσαριζόντουσαν λιγάκι οι «σοβαροί» κανόνες.

  30. (30): «η παρέα μου κατέληξε να θεωρεί πιο διασκεδαστική τη μπελότ (ή μπουρλότο, με κάποιες παραλλαγές που δεν γνωρίζω).»
    Για το μπουρλότ και τις παραλλαγές του βλ. εδώ, σχόλια από το 11 και μετά. Κάποιοι κανόνες εδώ. Εδώ πώς μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε για να θυμόμαστε ημερομηνίες!
    Ότι λέγεται και μπελότ, όμως τώρα το μαθαίνω. Στο γκουγκλ βλέπω και την ονομασία «πελόττα» και ότι είνα γαλλικής προέλευσης. Και ψάχνοντας βρίσκω όντως την belotte, γαλλικό παιχνίδι αγνώστου ετύμου. Από πού να βγαίνει άραγε;

  31. Belote, τελικά, και εδώ οι κανόνες. Πρόχειρα βλέπω τον όρο καπό. Η βίδα πρέπει να είναι το Belote « de comptoir ». Η ετυμολογία παραμένει αβέβαιη.

  32. Θέμης said

    Ευχαριστώ για τις παραπομπές. Εγώ έμαθα πρώτα γαλλική μπελότ και μόνο αργότερα πληροφορήθηκα ότι υπάρχει το μπουρλότο που της μοιάζει. Η belot(t)e είναι όντως αβέβαιου ετύμου. Νικοδέσποτα, έχεις πρόχειρο το μεγάλο ετυμολογικό Robert μπας και δούμε φως;

  33. sarant said

    Origine contestée λέει.

    Απροπό, συστήνω τον ονλάιν θησαυρό της γαλλικής γλώσσας, ένα πληρέστατο λεξικό:
    atilf.atilf.fr

  34. voulagx said

    #30: «Αν βέβαια το ενδιαφέρον το σπορτίφ υπερτροφήσει, οδηγούμαστε σε μπριτζ και κατ’ επέκταση σκάκι, μην αυταπατώμαστε.» Συμφωνω με τον θεμη.
    Υπηρξα μελος της Φ.Ε.Π. μεχρι που το 1977 εμαθα (μαλλον μαθαμε- η παρεα των 4) μπριτζ απο τον τοτε πρωταθλητη νεων ελλαδας.Αποτελεσμα, η πρεφα μας φαινοταν πλεον πανευκολη,το τελευταιο ετος καναμε διδακτορικα ολονυκτιες στο μπριτζ εχοντας και ενα βιβλιο του Καπλαν (αν θυμαμαι καλα, ο οικοδεσποτης σιγουρα μπορει να με βοηθησει εδω) για την θεωρια του μπριτζ. Απο τοτε δεν ξαναπαιξα μπριτζ,μου εμεινε το σκακι μονο κι αυτο περιστασιακα.

  35. sarant said

    Έμαθα 3 χρόνια μετά από σένα, βιβλίο του Κάπλαν πράγματι υπήρχε. Κι εγώ τα παράτησα για πολλά χρόνια όταν έφυγε ο παρτενέρ μου (εννοώ στο μπριτζ) για μεταπτυχιακό.

  36. Μαρία said

    Θέμη, και η υπόθεση οτι επινοήθηκε απο κάποιον F. Belot επίσης ανεπιβεβαίωτη.

  37. Μαρία said

    Νίκο, ο θησαυρός που λες είναι αντιγραφή απ’ το http://www.cnrtl.fr το οποίο και καλύτερη εμφάνιση έχει και όλα τα παλιά λεξικά.

  38. #26 πάντα πίστευα σὲ στρατηγικὴ συμμαχία Ἑλλάδος-Ἰσραήλ. τὸ ἑβραϊκὸ παράδειγμα μὲ ἐνέπνεε. ἐντύπωσι μοῦ ἔκανε τὸ «Φριβούργου», πόλι ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασα σιδηροδρομικῶς πηγαίνοντας ἀπὸ Ζυρίχη γιὰ Γενεύη. tres bien, tres bien! (συγγνώμη γιὰ τὰ ἀτονικὰ γαλλικά).

  39. π2 said

    Μαρία, δεν πρόκειται περί αντιγραφή: το atilf.atilf.fr στεγάζεται στον κόμβο του cnrtl στον οποίο παραπέμπεις.

  40. π2 said

    αντιγραφής (άτιμη wordpress που δεν επιτρέπεις μια τόση δα διορθωσούλα)

  41. εἶμαι ὁ μόνος ἄσχετος ἀπὸ μπρὶτζ φαίνεται. πάντα ἤθελα νὰ μάθω ἀλλὰ ποτὲ δὲν γνώρισα κάποιον ποὺ νὰ ξέρῃ. ἐδῶ στὸ τάβλι ἀκόμη φεύγα δὲν ἔμαθα. ἀρκοῦμαι στὶς κακές μου ἐπιδόσεις στὸ σκάκι.

  42. Μαρία said

    Πιδύε, ναι το είδα προ ολίγου γιατί κάτι μου έλεγε αλλά για λόγους… αισθητικούς κοιτάμε αυτό:
    http://www.cnrtl.fr/definition/

  43. π2 said

    A, εγώ είμαι τεμπέλης, δεν μπαίνω στην ιστοσελίδα πρώτα, χρησιμοποιώ τον θησαυρό απευθείας από το πρόσθετο του firefox.

  44. Περαστικός said

    Να πούμε ακόμα ότι ο καλύτερος τρόπος να μπεις στη λογική της πρέφας, του μπριτζ και των υπόλοιπων παιχνιδιών με μπάζες είναι να αρχίσεις με ουίστ. Απλό, χαβαλεδιάρικο και ιδανικό για παρέα, ειδικά για τέσσερις.

  45. Μούτρο said

    Πώς επινοήθηκε η πρέφα; Από πού κρατάει η σκούφια της;
    Στο χωριό μου στην Κρήτη διηγούνται την εξής ιστορία: Στην τσαρική Ρωσία ήταν 3 άτομα καταδικασμένα σε θάνατο. Όταν ήρθε η ώρα τους, τους ζήτησαν να εκφράσουν την τελευταία τους επιθυμία. Κι αυτοί, συννενοημένοι από το κελί τους, ζήτησαν να παίξουν μια παρτίδα πρέφα, μια και όπως γνωρίζουν οι πρεφαδόροι, αν και οι τρεις παίχτες δεν επιθυμούν να τελειώσει μια παρτίδα, δεν θα τελειώσει ποτέ. Έτσι οι τρεις ήρωές μας πέθαναν σε βαθειά γεράματα παίζοντας το αγαπημένο τους παιχνίδι.

  46. anna said

    Στο αρχικό κείμενο κάνεις σύγκριση της πρέφας με το 66. Ψάχνω πολύ καιρό τους κανόνες του δεύτερου. Αν έχεις χρόνο και διάθεση κάποια στιγμή, μπορείς να τους γράψεις;

    Ευχαριστώ πολύ.

  47. sarant said

    Άννα, δυστυχώς δεν ξέρω 66, μόνο στους όρους σαραντάρι και εξηντάρι αναφέρομαι.

  48. Μπουκανιέρος said

    Τους ξέρω. Ή τουλάχιστον τους ήξερα και νομίζω ότι τους θυμάμαι (φτου! φτού! παλιογερμαναρά!).
    Δένω ένα σπαγγάκι και μόλις έχω αυτά που λες, Άννα, δηλ. χρόνο και διάθεση, θα προσπαθήσω να τους διατυπώσω γραφτώς.

  49. Μπουκανιέρος said

    Τέτοια ώρα τέτοια λόγια θα μου πείτε. Εντάξει, αλλά πρέπει να φεύγει κάπου το μυαλό μου για να μην τρελαθώ με την κατάσταση γύρω μου. Κι έπειτα, το είχα υποσχεθεί.

    Κανόνες του 66

    Βασικά: Πρόκειται για μάλλον μινιμαλιστικό παιγνίδι, για δύο παίχτες και με τράπουλα εικοστεσσάρα (9, 10, Α, κι οι φιγούρες).
    Μάλλον απλό στους κανόνες, χρειάζεται αρκετή σκέψη για την πετυχημένη εφαρμογή τους.

    Συγγένεια με μπουρλότο: Πέρα απ’ το ότι είναι παιγνίδι με μπάζες, έχει την ίδια σειρά αξιολόγησης, δηλ. Άσσος, Δέκα, Ρήγας, Ντάμα, Βαλές, Εννιά (με τη μόνη διαφορά ότι εδώ η σειρά αυτή ισχύει και στα ατού), καθώς και το ίδιο μέτρημα στους πόντους (δηλ. 11 ο Άσσος, 10 το Δέκα, 4, 3 και 2 οι φιγούρες αντίστοιχα, άποντο το εννιάρι).
    Υπάρχουν επίσης δυο λογιών δειχτές, που είναι η σαραντάρα (αντίστοιχη του φερώνυμου «μπουρλότου» στο μπουρλότο, δηλ. Παπάς και Ντάμα στα ατού) και η εικοσάρα (Παπάς και Ντάμα στα άλλα τρία χρώματα).
    Φημολογείται ότι το επινόησαν δυο απομονωμένοι μπουρλοτιέρηδες που δεν έβρισκαν άλλους δύο για να κάνουνε καρέ…

    Πώς παίζεται: Οι δύο παίχτες παίρνουν από έξι φύλλα, και το επόμενο φύλλο ανοίγεται και τοποθετείται ανοιχτό κάτω απ’ τη στοίβα των υπόλοιπων. Αυτό ορίζει ποια θα είναι τα ατού (δηλ. εδώ τα ατού ορίζονται τυχαία και αξιωματικά – και δεν υπάρχει αγορά).
    Υπάρχουν δύο καταστάσεις, δηλ. το παιγνίδι μπορεί να είναι «ανοιχτό» ή «κλειστό». Όταν ξεκινάμε, το παιγνίδι είναι ανοιχτό. Αυτό σημαίνει ότι, όταν ο τζογαδόρος (εκείνος που παίζει) βάλει ένα φύλλο κάτω, ο άλλος μπορεί είτε να απαντήσει στο ίδιο χρώμα (και να πάρει προφανώς τη μπάζα, αν είναι ανώτερο), είτε να τσακίσει (ακόμα κι αν έχει πάνω του το χρώμα που παίχτηκε), είτε να ξεσκαρτάρει φύλλο σε άσχετο χρώμα (και πάλι, ακόμα κι αν έχει πάνω του το χρώμα που παίχτηκε). Όποιος πήρε τη μπάζα τραβάει το επάνω φύλλο από τη στοίβα, παίρνει κι ο άλλος ένα φύλλο, και ξαναπαίζει (ο πρώτος) κοκ.
    Επίσης, όσο το παιγνίδι είναι ανοιχτό, το εννιάρι στα ατού μπορεί να τραβήξει (να αντικαταστήσει δηλ.) το ανοιγμένο ατού, που θεωρείται το τελευταίο φύλλο της στοίβας.

    Όταν το παιγνίδι είναι κλειστό, ισχύουν οι συνηθισμένοι κανόνες του μπουρλότου ή της πρέφας ως προς τα χρώματα, δηλ. απαντάμε υποχρεωτικά στο χρώμα του τζογαδόρου εφόσον το έχουμε, τσακάμε υποχρεωτικά εφόσον δεν το έχουμε κλπ. Από τη στιγμή που θα κλείσει το παιγνίδι, δεν παίρνουμε άλλα φύλλα από τη στοίβα, ούτε μπορούμε να τραβήξουμε το ανοιγμένο ατού.

    Το παιγνίδι μπορεί να το κλείσει ο τζογαδόρος σε οποιαδήποτε στιγμή.
    Επίσης, κλείνει από μόνο του όταν εξαντληθεί η στοίβα, δηλ. όταν δεν απομένουν άλλα φύλλα για τράβηγμα και οι παίχτες παίζουν τα (έξι) φύλλα που έχουν απομείνει στο χέρι τους.

    Σκοπός του παιγνιδιού: Σκοπός του κάθε παίχτη είναι να συγκεντρώσει (πρώτος) 66 πόντους, γι’ αυτό δα λέγεται έτσι. Για το σκοπό αυτό, κάθε παίχτης έχει σε οποιαδήποτε στιγμή το δικαίωμα (αντίθετα με πολλά άλλα παιγνίδια) να εξετάσει και να μετρήσει τα πιασμένα του. Οι σαραντάρες και οι εικοσάρες μετράνε όσο δηλώνει τ’ όνομά τους, αλλά μόνον εφόσον τις παίξεις – δηλ. αν τις δηλώσεις βάζοντας κάτω το ένα φύλλο ενώ κρατάς στο χέρι σου το άλλο.
    Όταν κάποιος δηλώσει 66 πόντους (και αφού επιβεβαιωθεί αυτό, ασφαλώς), η παρτίδα τελειώνει.
    Όταν ο τζογαδόρος κλείσει το παιγνίδι (πριν εξαντληθεί η στοίβα δηλ.), αυτό σημαίνει ότι δηλώνει πως θα κάνει 66 πόντους. Αν δεν τα καταφέρει χάνει και μπαίνει μέσα, ανεξάρτητα με το πόσους πόντους μάζεψε ο αντίπαλος.

    Πώς γράφουμε: Αν και το γράψιμο είναι εντελώς απλό (ίσως γι’ αυτό!) έχω κάποιες αμφιβολίες, κάποια σκιά στη μνήμη μου. Νομίζω ότι αυτός που βγαίνει (κάνει 66) παίρνει 1 πόντο αν ο αντίπαλος έχει μαζέψει 33+, 2 πόντους αν ο αντίπαλος έχει >33 και 3 πόντους αν το πάρει άκοπο. Αν ο τζογαδόρος μπει μέσα (κάτι που μπορεί να συμβεί μόνο στο πρόωρο κλείσιμο, όπως είπαμε), παίρνει πόντους ο άλλος, 3 νομίζω.
    Βγαίνει στα 11.

  50. Μπουκανιέρος said

    (φτου, μου χάλασε τη μορφοποίηση στο κόπι!)

    Αν κάποιος άλλος ξέρει 66 μπορεί να επιβεβαιώσει ή να σημειώσει παραλλαγές – γράφοντας και τον τόπο και την εποχή που έμαθε/έπαιξε το παιγνίδι.

    Μια χαρά θα περάσουμε στη φυλακή, αρκεί να επιτρέπουν την τράπουλα…

  51. Μαρία said

    Τόπος: Χουντέικα Αθήνας
    Χρόνος: 69-70
    Η μάνα της φίλης μου είχε μανία με το παίγνιο και ήθελε οπωσδήποτε συμπαίχτρια. Μου το έδειξε, της έκανα παρέα αλλά έκτοτε δεν το ξανάπαιξα και είναι σα να μην το ξέρω.

    Τράπουλες και τάβλι λόγω ζαριών απαγορεύονταν, φαντάζομαι και τώρα. Μόνο το ευγενές σκάκι επέτρεπαν.

  52. Liarak said

    Δεν θυμάμαι κάτι περισσότερο απ’όσα λέει ο διεξοδικός Μπουκ. Το παίζαμε πολύ στο καφενείο της Τζωρτζ αρχές ’80.

  53. sarant said

    Το υπόγειο καφενείο πλάι στο φωτοτυπάδικο με σερβιτόρο τον Παναγιώτη ή την Αργιθέα;

  54. Μπουκανιέρος said

    #52
    Ναι τα απαγόρευαν λόγω του τζόγου που είναι λέει κακό πράγμα (εξαιρείται ο ΟΠΑΠ, το καζίνο, οι εκλογές και πολλά άλλα), ισχύει όμως και σήμερα;
    Τέλος πάντων, μας μένει το ευγενές…

    #53
    Liarak, ως προς το γράψιμο, έτσι το θυμάσαι και συ;

    Και, α, ξέχασα να δηλώσω το χωρόχρονό μου: Θεσσαλονίκη, πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80.

  55. sarant said

    Πάντως, στον καλό στρατιώτη Σβέικ γίνεται μνεία για «αγοραστό 66». Το οποίο το βρήκα και σε κάτι αναμνήσεις ναυτικού μέσω γκουγκλ.

  56. Liarak said

    @55 ναι το γράψιμο απλά (>33), διπλά (<33) και καπό 3 πόντοι. Είναι ωραίο παιχνίδι το 66, συνδυάζει την ελευθερία του πετάω ότι θέλω χωρίς κανόνες αυστηρούς με την δικτατορία του 'κλειστού' όπου όλα γίνονται σε μια αναπνοή με σκληρούς κανόνες. Α Μπουκαν κάτι που θυμήθηκα: όσο παίζεται το παιχνίδι μπορούσατε να μετράτε τους πόντους σας στις κλειστές μπάζες; Είχε πλάκα να μετράς και τον Βαλεδάκο, να φτάσεις 26 με το σαραντάρι στο χέρι.

    @54 Τον Κώστα θυμάμαι Νίκο μου, ένας γλοιώδης καφετζής αλλά η υπόγα ήταν όλα τα λεφτά. Παρεμπ υπήρχε κάποιο search στο μπλόγκ και χάθηκε ή δεν υπήρχε ποτέ; (ή είναι μπροστά στα μάτια μου και δεν το βλέπω;)

  57. sarant said

    Σπύρο search υπήρχε, αλλά τώρα δεν το βλέπω ούτε εγώ… ίσως όταν έβαλα τη δυνατότητα ηλεσυνδρομής να έβγαλα κατά λάθος το σερτς. Θα μας πει αυτός που με παρέσυρε να κάνω αλλαγές, αν το δει. Ως τότε, μέσω γκουγκλ κάνω την αναζήτηση.

    Αλλά για να σύχναζες στη Τζωρτζ είσαι πολυτεχνίτης, όχι; Εγώ χημμηχ.

  58. Liarak said

    Μπα Μαθ. αλλά μπριτζ (και παρελκόμενα) μόνο εκεί παίζονταν σε σοβαρό επίπεδο, οπότα αναγκαστικά τρέχαμε μέχρι την υπόγα 🙂

  59. sarant said

    Δεν το ήξερα ότι έφτανε τόσο μακριά η αίγλη της Υπόγας!

  60. Μπουκανιέρος said

    #57
    Ναι, Liarak, μπορούσαμε να τις μετράμε, έτσι θυμάμαι τουλάχιστον.
    Κι έχεις δίκιο, ο συνδυασμός του κλειστού με το ανοιχτό ήταν η γοητεία του, κι ότι ήταν πολύ του υπολογισμού αλλά έπαιζε ρόλο και το τυχαίο.
    Νομίζω όμως ότι πρέπει, αν κατάλαβα σωστά, να σου ευχηθώ «χρόνια πολλά» τώρα, έτσι;

  61. Liarak said

    Νάσαι καλά Μπουκάν για τις ευχές 🙂

  62. sarant said

    Βρε Σπύρο, σε ξέχασα -αλλά προλαβαίνω ακόμα. Χρόνια πολλά!

  63. Μπουκανιέρος said

    Επιστρέφω εδώ γιατί μόλις έμαθα εξηνταέξι το μεγάλο μου γιο – επειδή είναι φιλομαθής νέος κι επειδή οι παραδόσεις πρέπει να παραδίδονται (ειδεμή, τι παραδόσεις θα ήτανε;).
    Ο αληθινός λόγος είναι όμως ότι τώρα θυμήθηκα μια έκφραση του 66 που δεν την είχα αναφέρει: «κόβω», ή «το κόβω», δηλ. προφταίνω να πάρω 33 πόντους όταν βγει ο άλλος για να μην πάρει 2 πόντους άλλα ένα, δηλ. για να μην το πάρει διπλό (εννοείται ίσως, σα μεταφορά απ’ το τάβλι).

  64. Μπουκανιέρος said

    Συμπλήρωμα στους Κανόνες του #50

    Κοτζάμ κατεβατό έγραψα και πάλι κάτι ξέχασα:
    – Όταν κανείς απ’ τους δυο δε συμπληρώσει 66 πόντους (πιθανό, αφού οι παιζόμενοι πόντοι είναι 120), κερδίζει αυτός που θα πάρει την τελευταία μπάζα.

    Liarak, έτσι το παίζατε κι εσείς, υποθέτω;

    ΥΓ Η Anna, που έκανε και την παραγγελιά, δεν πέρασε να παραλάβει το έτοιμο, απότι βλέπω.

  65. panos1962 said

    Φίλε Νίκο,
    δεν σε γνωρίζω, αλλά βλέπω ότι ο ξάδελφός μου Γιώργος Μπαλόγλου είναι τακτικός αναγνώστης σου. Θέλω να σε συγχαρώ για το ιστολόγιό σου και να σου πω ότι το άρθρο σου για την πρέφα είναι μεστό και ακριβές. Είμαι μαθηματικός και εργάζομαι ως προγραμματιστής στο Δήμο Θεσσαλονίκης από το 1986.
    Αγαπώ την πρέφα και παίζω με τους φίλους μου όποτε έχω το χρόνο. Ασφαλώς θα γνωρίζεις ότι το παιχνίδι της πρέφας είναι ο μεγάλος απών από το διαδικτυακό στερέωμα. Ο Ντιστραέλι συνήθιζε να λέει: «Όποτε δεν έχω να διαβάσω ένα καλό βιβλίο γράφω ένα». Έτσι, λοιπόν, κι εγώ· επειδή μου έλειπε το παιχνίδι της πρέφας από το διαδίκτυο, στρώθηκα στη δουλειά και έφτιαξα το πρόγραμμα. Ως αντάλλαγμα, λοιπόν, στο εξαιρετικό ιστολόγιό σου, σου δίνω τη διεύθυνση του παιχνιδιού όπως το έχω ανεβάσει πρόχειρα σε κάποιο δικό μου domain.

  66. REISIS said

    Και αν θέλετε ένα τίτλο για το βιβλίο της πρέφας «Η πρέφα θέλει υπομονή και το χαστούκι τέχνη»

  67. sarant said

    Φίλε Πάνο, καλώς ήρθες, ευχαριστούμε πολύ για το παιχνίδι!

    Χαστούκι ή σκαμπίλι;

  68. REISIS said

    Σκαμπίλι είναι το σωστό

  69. panos1962 said

    Βασικά, το σωστό είναι «πικέτο»: Η πρέφα θέλει υπομονή και το πικέτο τέχνη. Δεν γνωρίζω πικέτο, αλλά έτσι έλεγε ο πατέρας μου.

  70. panos1962 said

    Νίκο,
    Όπως σου είχα υποσχεθεί, ανέβασα τον «Πρεφαδόρο» σε δικό του URL: http://www.prefadoros.gr. Αν έχεις χρόνο ρίξε μια ματιά.

  71. sarant said

    Με γειά, θα ρίξω μια ματιά!

  72. ΑΛΠ11 said

    Κατ` αρχήν τα συγχαρητήρια μου στον οικοδεσπότη της ιστοσελίδας και σε όλους τους συμμετέχοντες αυτής της κουβέντας που είναι μακράν η καλύτερη διαδικτυακή περί πρέφας και λοιπών μπαζοπαιγνίων. Εγώ αποφάσισα να συμμετάσχω στην συζήτηση (έστω και καθυστερημένα), για να υπερασπιστώ την παρεξηγημένη από πολλούς μιζέρια. Μετά από κάμποσο καιρό ενασχόλησης με το άθλημα της πρέφας, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η μιζέρια τής δίνει μια ιδιαίτερη ομορφιά, ώστε να τη θεωρώ πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της, για τους παρακάτω λόγους:
    1ον: διατηρεί το ρυθμό του παιγνιδιού, διότι χωρίς τη μιζέρια μπορεί να χρειαστεί να ανακατευτούν και ξαναμοιραστούν τα φύλλα ακόμα και 7-8 φορές μέχρι κάποιος παίκτης να αγοράσει, με αποτέλεσμα το παιγνίδι να «παγώνει» και μερικές φορές να καταντάει βαρετό
    2ον: αποφεύγεται το υπερ-συντηρητικό παιγνίδι (βλέπε «καραμπίνες» και σωρρηδόν πάσο). Ακόμα και 6 μπάζες στα πρώτα να έχεις, προτιμάς να αγοράσεις παρά να ρισκάρεις στη μιζέρια και να βρεθείς προ εκπλήξεως
    3ον: αναδεικνύεται περισσότερο η αξία του παίκτη, αφού δεν πρέπει μόνο να ξέρει να κερδίζει αλλά και να αποφεύγει μπάζες, καθώς και να κρίνει με ακρίβεια πότε πρέπει να αγοράσει, να «τα γράψει», να παίξει ή να πάει πάσο

  73. sarant said

    Ευχαριστώ για το σχόλιο και τα καλά λόγια.

    Μια ερώτηση: κάθε πόσες παρτίδες καταλήγουν να παιχτούν σε μιζέρια; Μία στις 20 ας πούμε; Λιγότερο;

  74. panos1962 said

    Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι άλλο είναι η «μιζέρια» και άλλο οι «πολλές». Μάλλον ο ΑΛΠ11 αναφέρεται στις «πολλές», δηλαδή στην περίπτωση που το παιχνίδι παίζεται ακόμη και όταν και οι τρεις παίκτες δηλώσουν πάσο. Πράγματι, αυτό είναι μια μάλλον ευχάριστη παραλλαγή του παιχνιδιού αν και δημιουργεί ιδιαιτερότητες στις δηλώσεις. Προσωπικά δεν παίζω την παραλλαγή αυτή, καθώς το παιχνίδι τραβάει σε μάκρος και, τέλος πάντων, δεν μου ταιριάζει και τόσο. Συμφωνώ, πάντως, ότι χρειάζεται ιδιαίτερη τεχνική για να παίξεις τις «πολλές». Όσον αφορά στο ότι μπορεί να περάσουν και 7 και 8 διανομές με διαδοχικά πάσο, δεν νομίζω ότι είναι και τόσο κακό αυτό.
    Σχετικά με τη «μιζέρια», πρόκειται για άλλη παραλλαγή, όπου ένας από τους τρεις παίκτες μπορεί να παρέμβει στη διαδικασία της αγοράς και να δηλώσει «μιζέρια!», οπότε ο τζόγος παραμένει κλειστός και το παιχνίδι παίζεται χωρίς ατού. Ο παίκτης που δήλωσε τη μιζέρια δεν πρέπει να κάνει ούτε μια μπάζα, σε αντίθετη περίπτωση ανεβάζει 10 κάσα κλπ. Υπάρχουν και παραλλαγές πάνω στην παραλλαγή (ήμαρτον) όπως χτυπητή κλπ. Αυτού του είδους η μιζέρια (και όχι οι «πολλές») είναι, τωόντι, μάλλον σπάνιο φαινόμενο όπως αναφέρει ο -πράγματι εκπληκτικός- οικοδεσπότης της ιστοσελίδας και δεν βλέπω κάποιο νόημα σε τέτοιου είδους παρεκτροπές από την κανονική ροή του παιχνιδιού, αλλά περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, οπότε όποιος αρέσκεται με μιζέρια, πάσο πάσο κλπ, έχει κάποιους λόγους παραπάνω από εμένα να ευχαριστιέται το καταπληκτικό αυτό παιχνίδι.

  75. ΑΛΠ11 said

    Αγαπητέ Πάνο, πράγματι εννοώ όταν και οι τρεις παίκτες πουν πάσο, οπότε η παρτίδα παίζεται και ο καθένας προσπαθεί να βγάλει τις λιγότερες και είναι παράλειψη μου που δεν το διευκρίνισα προηγουμένως.. Επίσης, έχεις δίκιο ότι κανονικά, μιζέρια έχουμε όταν ο παίκτης δηλώνει ότι εκτιμά πως δεν θα βγάλει ούτε μία μπάζα και την οποία εγκυκλοπαιδικά μόνο τη γνωρίζαμε, αλλά στην πράξη δεν την παίξαμε ποτέ. Παρ` όλα αυτά, και άγνωστο γιατί, η παρέα μου χρησιμοποιούσε τον ίδιο όρο (μιζέρια) και για τις δύο περιπτώσεις. Εν πάσει περιπτώση θα υιοθετήσω τις ορολογίες όπως τις θέτεις, αφενός μεν για να συνεννοούμαστε χωρίς παρεξηγήσεις, αφετέρου δε επειδή όντως διαχωρίζουν δύο ξεχωριστές περιπτώσεις.
    Όσον αφορά τις «παραλλαγές των παραλλαγών» στα παιγνίδια, είμαι ανοικτός από την στιγμή που προσφέρουν κάτι το ιδιαίτερο και το αποδέχονται βεβαίως και οι υπόλοιποι παίκτες (θεωρητικά μιλάω, έχω να παίξω κάτι χρόνια). Εδώ κολλάει το «περί ορέξεως κολοκυθόπιττα» που λες και εσύ…
    Τέλος, είναι ιδιαίτερα αξιέπαινη η προσπάθεια που κάνεις με την διαδικτυακή πρέφα, αν και δεν έχω επιχειρήσει ακόμα να την δοκιμάσω.
    Ανδρέας

  76. […] επίσης, αρκετές σελίδες στο διαδίκτυο, όπως το άρθρο «Πρέφα: Κανόνες και ορολογία» του Νίκου Σαραντάκου και η εκπληκτική μονογραφία του […]

  77. Από τα δέκα μου στο καφενείο μας παρακολουθούσα την ΠΡΕΦΑ. Στα εβδομήντα μου και μετά από χιλιάδες παιχνίδια μπορώ να ισχυριστώ ‘ότι το παιχνίδι είναι από τα πιο ωραία γιατί συνδιάζει ,τέχνη,αντίληψη ,ψυχολογία ,μνήμη,μπλόφα.
    Κάθε παιχνίδι στηρίζεται σε αρχές που πηγάζουν από τον ορθολογισμό.
    Πρώτη και απαράβατη αρχή είναι να δίνονται ίσες ευκαιρίες στους ενεργούς παίχτες.
    Η πρέφα είναι ατομικό παιχνίδι γιαυτό ο κάθε παίχτης είναι υπόλογος στις επιλογές του αφού βέβαια κρατά τις αρχές του παιχνιδιού και τις συμφωνίες.
    Αυτός που αγόρασε και πήρε τα κάτω τον λέμε ΤΖΟΓΑΔΟΡΟ γιατί ρισκάρει,αν δεν είναι καραμπίνας, να μπει μέσα, έχει δεν έχει
    τις μπάζες της αγοράς του.
    Το να μπει ο τζογαδόρος μέσα εξαρτάται από τέσσερις παράγοντες 1/ Η σύνθεση των χαρτιών στα άλλα δύο χέρια, 2/Τι βρίσκει στα δύο κάτω. 3/ Αν παίζει πρώτος,4/ Πόσο τεχνικά χειρίζεται αυτός ή οι αντίπαλοί του το παιχνίδι.
    ΡΙΣΚΟ είναι να ζητάς κέρδη με πιθανότητες .Όταν ο αγοραστής ζητά στα κάτω μια ή δύο μπάζες ρισκάρει .Όταν οι άλλοι παίζουν στον τζόγο, και δεν είναι καραμπίνες, ρισκάρουν.
    Ρίσκο και Μπλόφα είναι αλληλένδετα σε ατομικό τζογαδόρικο παιχνίδι..
    Στην δεκάρα ο τζογαδόρος,μπλόφα ή όχι ,δηλώνει ότι δεν έχει καμία μπάζα για τους άλλους. Ο καραμπίνας θα παίξει εκ του
    ΑΣΦΑΛΟΥΣ όχι για να κάνει τις μπάζες όπως στους άλλους τζόγους ,αλλά για να ζημιώσει τον αντίπαλο χωρίς κανένα κίνδυνο.
    Παίζω με αντίπαλο σημαίνει ότι παίζω με ίσους όρους.Στον τζόγο η ΜΠΛΟΦΑ πληρώνεται και από τις δύο πλευρές
    Και στην δεκάρα το μέσα ισχύει για όλλους

  78. nikos said

    Πληρώνω 50 ευρώ σε υποψήφιο συμπαίκτη για να παίξω σε μαθητική ημερίδα http://tinyurl.com/zu5987x

  79. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    67-70.» Ἡ πρέφα θέλει ὑπομονὴ καὶ τὸ πικέτο τέχνη», ἔτσι τὸ ξέρω κι ἐγὼ. Πάντως ὑπῆρχε καὶ παιχνίδι σκαμπίλι ποὺ παιζόταν παλιότερα, ἀλλὰ πλέον ἔχει χαθεῖ, ἀπ’ ὅσο ξέρω. Ἕχω ἀκούσει νὰ τὸ ἀναφέρει ὁ πατέρας μου, ἀλλὰ δέν θυμάμαι νὰ παιζόταν τὴ δεκαετία τοῦ ’60 ποὺ παρακολουθοῦσα τὸν παπποῦ μου νὰ παίζει πρέφα στὸν καφενὲ τοῦ χωριοῦ, χωρίς νὰ καταλαβαίνω τὸ παιχνίδι. Ἁπλῶς περίμενα νὰ τελειώσει ἡ παρτίδα γιὰ νὰ φάω τὸ λουκοῦμι, ὅταν κέρδιζε.
    Μιὰ ἄλλη πιὸ ἀθυρόστομη ἐκδοχὴ τῆς παροιμίας:
    «Ἠ πρέφα θέλει ὑπομονὴ καὶ τὸ μουνὶ κυνῆγι.»

    Τέλος γιὰ νὰ ὁλοκληρώσω μὲ τὰ παιχνίδια τοῦ καφενείου ὑπῆρχε καὶ τὸ ἀγοραστὸ 66, μὲ τρεῖς παῖκτες καὶ ἀγορὰ ἀνάλογη μὲ τὴν πρέφα. Τὸ μοίρασμα ἦταν ἀπὸ 7 φύλλα σὲ κάθε παίκτη καὶ τρία ποὺ ἔμεναν γιὰ τὴν ἀγορὰ. Τὰ φύλλα, ἡ δύναμη καὶ ἡ ἀξία τους ἦταν ἵδια μὲ τὸ ἀπλὸ 66. Ἡ αγορὰ γινόταν μὲ πόντους. Ὁ μέγιστος ἀριθμὸς πόντων χωρὶς ρήγα/ντάμα (σαραντάρι στὰ ἀτοῦ, εἰκοσάρι στὰ ὐπόλοιπα χρώματα) ἦταν 120 πόντοι. Ὄποιος δὲν εἶχε ρήγα/ντάμα δὲν μποροῦσε ν’ ἀνέβει πάνω ἀπὸ 120 πόντους στὴν ἀγορά. Ὅποιος ἔπαιρνε τὰ τρία φύλλα τῆς ἀγορᾶς διάλεγε πιὰ τοῦ κάνουν καὶ ἔδινε ἀπὸ ἕνα φύλλο (τὰ χειρότερα ἀπ’ ὅσα εἶχε στὰ χέρια του) στοὺς ἄλλους δυὸ. Ἔτσι εἷχαν ὅλοι ἀπὸ 8 φύλλα. Ὁ τζογαδόρος (ἤ κιαμαδόρος, ἐπειδὴ ὀνομάτιζε τὰ ἀτοῦ, ἴσως) ὀνομάτιζε τὰ ἀτοῦ (δὲν ὑπῆρχαν ἀχρωμάτιστα) καὶ ἔπαιζε πρῶτος. Οἰ ἄλλοι ἔπαιζαν πάντα (δὲν «ἔμπαιναν μέσα», ἀκόμα κι ἄν δὲν ἔπιαναν χαρτωσιὰ) καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τοῦ πάρουν ὅσο περισσὸτερους πόντους μποροῦσαν γιὰ νὰ μὴν συμπληρώσει τοὺς πόντους ποὺ εἶχε δηλώσει στὴν ἀγορὰ καὶ νὰ «μπεῖ μέσα». Κέρδιζε ὅποιος συμπλήρωνε πρῶτος συγκεκριμένο ἀριθμὸ πόντων (συνήθως 601). Ἡ ἀγορὰ ἄρχιζε ἀπὸ τὸ 99 καὶ ἀγόραζε ὑποχρεωτικὰ αὐτὸς ποὺ ἦταν πρῶτος μετὰ ἀπ’ αὐτὸν ποὺ μοίραζε. Ἄν ὁ τζογαδόρος ἔβλεπε πὼς εἶχε πολὺ ἀδύνατο φύλλο καὶ θὰ τοῦ ἔπειρναν πολλοὺς πόντους «τά ‘γραφε» δίνοντας ἀπὸ 25 πόντους στοὺς ἄλλους δυὸ.

  80. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    #53, 54, 57, 60. Ἡ ὑπόγα τῆς Τζώρτζ. Τὸ καφενεῖο «Μετσόβειο», στὸ ὑπόγειο τῆς πολυκατοικίας στὴ γωνία Στουρνάρα καὶ Τζώρτζ, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πλαϊνὴ εἴσοδο τοῦ Πολυτεχνείου «μεγάλωσε» γενιὲς φοιτητῶν. Τὴν πενταετία 1970-75 ποὺ σύχναζα ἐκεῖ, καφετζὴς ἦταν ὀ Τάσος καὶ ὅταν χτύπαγε τὸ τηλέφωνο ἀπαντοῦσε:
    «Ἐθνικὸ Μετσόβιο Καφενεῖο, παρακαλῶ λέγετε!»

  81. sarant said

    Καλά κάνεις και το ανάστησες, μήπως και εμφανιστεί και κανείς αλλος πρεφαδόρος 😉

  82. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    #82. Τὸ σπαθόλουρο τὸ ἀνάστησε, ἀπαντώντας σὲ κάποιο ἐρώτημά μου γιὰ τὸ μπρίτζ. Πάντως στὸ #80β ἀπαντῶ σὲ παλαιότερο ἐρώτημά σου (#56) γιὰ τὸ ἀγοραστὸ 66.

  83. […] καθώς το εμπεριστατωμένο άρθρο του με τίτλο «Πρέφα: Κανόνες και ορολογία» αποτέλεσε σημείο αναφοράς όσον αφορά τους κανόνες […]

  84. kostas said

    Αν καποιος μπει μεσα σολο στα 8 η 9 πως πληρωνει καπικια (υπαρχει η αποψη οτι στα 8 η 9 δεν εχει σολο). Εχουμε αποψη επι του θεματος

  85. sarant said

    85 Είναι θέμα συμφωνίας το ότι δεν υπάρχει σόλο στα 8/9. Κανονικά πρέπει να υπάρχει.

  86. kostas said

    υπαρχει καποιο club η συλογος πρεφαδορων που μαζευονται για κανα τουρνουα καπικαδας?

  87. sarant said

    Υπάρχει ομάδα Πρεφαδόρος στο Φέισμπουκ

  88. 85, 86,
    Υποθέτω επειδή οι αμυνόμενοι δεν μπορούν να μπουν σόλο (υποχρέωση μια μπάζα ο καθένας), συμμετρικά επεκτείνεται και στον τζογαδόρο. Δεν θυμάμαι πώς το παίζαμε στα φοιτητικά.

  89. sarant said

    89 Χμ… Και στα 7 πάντως μόνο ο ένας μπορεί να μπει σόλο.

  90. Σωστό αυτό

  91. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Νομίζω πὼς εἶναι ἄδικο νὰ μήν μπαίνει σόλο ὁ τζογαδόρος στὰ 8/9.

    Φέρνω ἔνα παράδειγμα.

    Κάποιος, πιεζόμενος στὴν ἀγορά, ἀνεβαίνει στὰ 7 μὲ πέντε μπάζες, ὑπολογίζοντας νὰ βρεῖ κάτι ποὺ νὰ ταιριάζει στὰ φύλλα του. Βρίσκει ὅμως δυὸ ἄσχετα καὶ βλέπει πὼς δὲν ἔχει πάνω ἀπὸ πέντε μπάζες.

    Ἂν δὲν γράφει σόλο στὰ 8, τὰ λέει 8 καὶ πληρώνει:

    5Χ8=40 καπίκια + 8 κάσα=120 καπίκια συνολικά.

    Ἂν ἔγραφε σόλο στὰ 7, θὰ πλήρωνε:

    5Χ14=70 καπίκια +14 κάσα=210 καπίκια συνολικά.

  92. sarant said

    92 Προφανώς!

  93. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @92(συνέχεια). Ἐπίσης γίνονται ἄνω κάτω οἱ ἀγορές.

    Κάποιος μὲ 6 μπάζες πάει στὰ 7, ρισκάροντας νὰ πληρώσει:

    4Χ7=28 καπίκια + 7 κάσα=98 καπίκια συνολικά.

    Ἄν δὲν γράφει σόλο στὰ 8/9, ἀνεβαίνοντας ρισκάρει νὰ πληρώσει:

    4Χ8=32 καπίκια + 8 κάσα=112 καπίκια, δηλαδὴ ρισκάρει 14 καπίκια ἐπί πλέον.

    Ἂν ὅμως ἔγραφε σόλο θὰ πλήρωνε:

    4Χ16=64 καπίκια + 16 κάσα=224 καπίκια, δηλαδὴ 126 καπίκια ἐπὶ πλέον.

Σχολιάστε