Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ένας καβγάς ανάμεσα σε δυο πρώην φίλους μέσα στον Εμφύλιο

Posted by sarant στο 30 Δεκεμβρίου, 2012


Το άρθρο μου που ακολουθεί δημοσιεύεται στο Λεσβιακό Ημερολόγιο 2013, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αιολίδα σε επιμέλεια Παναγιώτη Σκορδά, με άρθρα για τη Λέσβο γραμμένα από συγγραφείς που κατάγονται από το νησί. Να διευκρινίσω ότι ο Κώστας Μίσσιος, ποιητής και μελετητής της λεσβιακής λογοτεχνίας, είναι θείος μου.

b131741Στο βιβλίο του «Ένας Μυριβήλης αλλιώτικος» (Εντελέχεια, Μυτιλήνη 2008), ο Κώστας Μίσσιος συγκεντρώνει εφτά άρθρα του στα οποία διηγείται «ευτράπελες πλην και πικρές» ιστορίες για τον Στράτη Μυριβήλη. Οι πιο πικρές ιστορίες του τόμου σίγουρα βρίσκονται στο ομότιτλο άρθρο, το οποίο εξιστορεί το απίστευτο πάθος με το οποίο ο Μυριβήλης συμμετείχε, τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, στην προπαγανδιστική διαπάλη, εξαπολύοντας δριμύτατες επιθέσεις κατά των αντιπάλων του. Σωστά παρατηρεί ο Μίσσιος ότι κι άλλοι πνευματικοί άνθρωποι υπερασπίστηκαν την ίδια πλευρά, κανείς όμως του επιπέδου του Μυριβήλη δεν έδειξε τέτοιον φανατισμό.

Αλλά αυτά τα θίγει αναλυτικά ο Μίσσιος. Εγώ θα ξεχωρίσω ένα απόσπασμα από ένα άρθρο του Μυριβήλη, που παρατίθεται στο κείμενο του Μίσσιου (σελ. 148) για να εστιαστώ σε μιαν υποσημείωση. Γράφει λοιπόν τα εξής φαρμακερά ο Μυριβήλης: «Ένας ποιητής του κόμματος από την Ήπειρο τού έβγαλε ένα τόμο με ποιήματα που τον εξυμνεί και τον θαυμάζει [τον Άρη Βελουχιώτη]. Ένας άλλος από τη Μυτιλήνη, έβγαλε άλλον τόμο, όπου λιγώνεται από τη μεγαλοπρέπεια του Δεκεμβριανού ανθρωποσφαγείου των άοπλων Αθηναίων. Ένας τρίτος αλήτης της λογοτεχνίας έγραψε τρίτο βιβλίο, ‘Το μεγάλο Δεκέμβρη’. Είναι τρελοί αυτοί οι άνθρωποι; Όχι. Είναι απλώς κομμουνιστές. Είναι διαφοροποιημένοι πρώην Έλληνες που τώρα ανήκουν στη νέα φυλή…»

Ο «αλήτης της λογοτεχνίας», μας πληροφορεί σωστά ο Μίσσιος, είναι ο Μενέλαος Λουντέμης. Ο μυτιληνιός είναι ο ποιητής Μιχάλης Καλλοναίος (στις ιδεολογικές του επιθέσεις, ο Μυριβήλης δεν έκανε τοπικιστικά χατίρια, χτυπούσε μυτιληνιούς και ξένους με τον ίδιο ζήλο). Ωστόσο, ο Μίσσιος ομολογεί ότι δεν κατάφερε να εντοπίσει τον «ποιητή του κόμματος από την Ήπειρο». Επιτρέψτε μου να φωτίσω αυτό το σημείο.

Ο ηπειρώτης ποιητής είναι σίγουρα ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956), γεννημένος στην Πλατανούσα της Ηπείρου, ποιητής και μεταφραστής, που συμμετείχε με τον ΕΛΑΣ στην Εθνική αντίσταση, οπότε και είχε δημιουργήσει τον αντάρτικο θίασο «Θέατρο του βουνού» με τον οποίο έδινε παραστάσεις στα χωριά της Πίνδου. Ο Κοτζιούλας, που πολέμησε υπό τις διαταγές του Βελουχιώτη και τον θαύμαζε απεριόριστα, εξέδωσε το 1946 μια μικρή ποιητική συλλογή, ένα δεκαεξασέλιδο, με τίτλο Ο Άρης, στην οποία υμνεί και θρηνεί τον νεκρό πια αρχηγό του.

Ως εδώ το θέμα δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον· ένας εαμίτης ποιητής έβγαλε μια υμνητική συλλογή για τον Άρη Βελουχιώτη κι ένας συγγραφέας της αντίθετης παράταξης αντέδρασε επικριτικά, τι το περίεργο υπάρχει; Ωστόσο, ο Κοτζιούλας και ο Μυριβήλης δεν ήταν ξένοι. Παρά την όχι μικρή διαφορά ηλικίας (ο Μυριβήλης ήταν 19 χρόνια μεγαλύτερος), είχαν συνδεθεί με φιλία, όχι μακρόχρονη αλλά στενή. Τα όσα ακολουθούν βασίζονται σε δημοσίευση της κ. Νίκης Λυκούργου για την αλληλογραφία του Μυριβήλη με τον Κοτζιούλα καθώς και στο βιβλίο που ετοιμάζει η φίλη Αθηνά Βογιατζόγλου για τον ποιητή (όπου έχω βάλει κι εγώ λιγάκι το χέρι μου).

Νεαρός φοιτητής στην Αθήνα, το 1929, ο Κοτζιούλας διαβάζει τα Διηγήματα (1928) του Μυριβήλη, κατενθουσιάζεται και του γράφει μια θερμή επιστολή: «Η σημερινή μέρα μού φύλαγε μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές χαρές στη ζωή μου», ξεκινάει το γράμμα. Αρχίζουν εγκάρδια αλληλογραφία· ο Κοτζιούλας δημοσιεύει υμνητική κριτική για τον Μυριβήλη στο πρδ. Ελληνικά Γράμματα· ο Μυριβήλης αναδημοσιεύει στον μυτιληνιό Ταχυδρόμο ποιήματα που του στέλνει ο Κοτζιούλας. Όταν τον Φεβρουάριο του 1930 ο Μυριβήλης κατεβαίνει στην Αθήνα για να φροντίσει για τη δεύτερη έκδοση της Ζωής εν τάφω, οι δυο τους γνωρίζονται και από κοντά και δένονται με φιλία. Την άνοιξη του 1931 ο Κοτζιούλας κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο: «Ο Στρατής Μυριβήλης κι η πολεμική λογοτεχνία», μια κριτική μελέτη 60 σελίδων για τη «Ζωή εν τάφω» και το αντιπολεμικό έργο του Μυριβήλη. Καθώς ο Μυριβήλης περνάει πια αρκετόν καιρό στην Αθήνα, οι δυο φίλοι συναντιούνται συχνά, και όταν από τον Ιούνιο του 1932 έως τον Μάρτιο του 1933 ο Μυριβήλης αναλαμβάνει διευθυντής της εβδομαδιαίας εφημερίδας Δημοκρατία, ο Κοτζιούλας είναι τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας, μεταξύ άλλων σε συνεντεύξεις που παίρνει από πνευματικούς ανθρώπους.

Η φιλία τους ατονεί μετά το 1935, όταν οι περιπέτειες της υγείας του Κοτζιούλα τον ανάγκασαν να περνάει μεγάλα διαστήματα σε σανατόρια. Ίσως όχι τυχαία, το τελευταίο κείμενο του Κοτζιούλα στο αρχείο Μυριβήλη, είναι μια χειρόγραφη κριτική του για το Πράσινο βιβλίο, που δεν είναι ανεπιφύλακτα θετική (και ίσως γι’ αυτό δεν μερίμνησε ο Μυριβήλης να τη δώσει για δημοσίευση).  Από το ανέκδοτο υλικό που υπάρχει στο αρχείο Κοτζιούλα φαίνεται ότι από το 1933 κιόλας ο νεαρός ποιητής είχε αρχίσει να βρίσκει ψεγάδια στο ίνδαλμά του. Έπειτα, καθώς ο Κοτζιούλας από το 1933 και μετά στρέφεται όλο και πιο αποφασιστικά προς τα αριστερά, ήρθε και η πολιτική αντιπαράθεση να επισφραγίσει το τέλος της φιλίας.

Όταν οι πρώην φίλοι βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα, το πρώτο βέλος το έριξε ο Μυριβήλης με την υποτιμητική (έστω και ανώνυμη) αναφορά που είδαμε πιο πάνω στον «ποιητή του Κόμματος». Ο Κοτζιούλας δεν φαίνεται να απάντησε. Αργότερα όμως ξεκίνησε έναν μικρό λεξικογραφικό καβγά με τον Μυριβήλη. Η αφορμή ήταν ένα άρθρο του Μυριβήλη στην ακραία δεξιά εφημερίδα «Ελληνικόν Αίμα», με την οποία συνεργαζόταν κάθε Κυριακή, μια επιφυλλίδα όπου συνδύαζε τη λεξικογραφική μελέτη με την ιδεολογική πολεμική. Εξετάζοντας τις λέξεις που έπλασε επί Κατοχής το «γλωσσοπλαστικό δαιμόνιο» του λαού, ο Μυριβήλης στέκεται αρκετά στους «πουρκοάδες» (πουρκουάδες νομίζω ήταν συχνότερο), τον υποτιμητικό χαρακτηρισμό για τους Γάλλους που συνθηκολόγησαν υποτίθεται αμαχητί, ενώ επίσης επισημαίνει τους «σαλταδόρους» και στις «τσούλες», τις γυναίκες που πήγαιναν με Γερμανούς στην κατοχή («τα παλιοθήλυκα που ζευγάρωναν σαν τις σκύλες με τους εισβολείς», κατά τη διατύπωση του Μυριβήλη, ο οποίος ισχυρίζεται ότι μετεξελίχθηκαν στις «ειδεχθείς μαινάδες» που παρέλαυναν με δίκωχα του Ελάς!). Και η τέταρτη λέξη που ξεχωρίζει ο Μυριβήλης, που τη βάζει μάλιστα και τίτλο της επιφυλλίδας του, είναι «ο κατσαπλιάς», λέξη του νέου «εθνικού αγώνα».

«Τι είναι ο κατσαπλιάς; Είναι αυτό το ον το άθλιο και άπατρι, το βρωμερό, το αιμοβόρο, το χωρίς συνείδηση και ανθρωπιά δίπουν, που χτυπά όταν σε βρει άοπλον και το βάζει στα πόδια». Με ουδέτερη περιγραφή θα λέγαμε πως είναι μειωτικός χαρακτηρισμός για τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, διότι, μην ξεχνάμε, αυτά γράφονται τον Ιούνιο του 1947, ενώ δηλαδή ο εμφύλιος μαίνεται, παρά το γεγονός ότι το ΚΚΕ είναι ακόμα νόμιμο και έχει τη δυνατότητα να εκδίδει έντυπα. Ο Μυριβήλης λοιπόν θεωρεί «θαυμάσια» λέξη τον κατσαπλιά, και καλεί τους λόγιους της παράταξής του να την υιοθετήσουν, να την κάνουν «τίτλο, επικεφαλίδα και ανακοινωθέν».

Το άρθρο του Μυριβήλη δημοσιεύτηκε την Κυριακή 15 Ιουνίου 1947. Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 19.6.47, ο Ριζοσπάστης εγκαινιάζει μια νέα στήλη, τα Γλωσσικά σημειώματα, που την υπογράφει ο Γ. Κοτζιούλας, στην οποία σχολιάζει «γλωσσικά κακώς κείμενα». Αν και συνήθως αποφεύγει να κατονομάζει τους δράστες των γλωσσικών ολισθημάτων που στηλιτεύει, για τον παλιό του φίλο ο Κοτζιούλας θα κάνει μια εξαίρεση. Γράφει λοιπόν τα εξής:

«Γράφει ο πρώην δημοκράτης και συγγραφέας στις καλές του ώρες κ. Μυριβήλης ‘Τι είναι κατσαπλιάς; Είναι αυτό το ον…’ [παραθέτει απόσπασμα από το άρθρο του Μυριβήλη]». Και συνεχίζει ο Κοτζιούλας: «Δικαίωμα του καθενός να παραδέχεται ό,τι του καπνίσει για το Δημοκρατικό Στρατό. Αλλά δεν έχουμε δικαίωμα να παραποιούμε την αλήθεια. Η λέξη ‘κατσαπλιάς’ δεν είναι ‘νέος, θαυμάσιος όρος’ όπως θέλει ο ίδιος. Είναι αρκετά παλιός, παλιότερος πάντως απ’ το αντάρτικο και συνώνυμος του κατσικοκλέφτη περίπου. Αν ζούσε ο κ. Μυριβήλης τον καιρό της κατοχής στα βουνά, θ’ άκουγε κάθε τόσο ποιους φιλοδωρούσε ο αγνός λαός μ’ αυτόν το θαυμάσιο όρο. Κι αν το ’ξερε αυτό, δε θα ’κανε σήμερα την αστοχία να εκθέτει δικούς του ανθρώπους θυμίζοντας την ένδοξη δράση τους».

Λέει δηλαδή ο Κοτζιούλας ότι η λέξη «κατσαπλιάς» δεν πλάστηκε το 1946 αλλά είναι παλιότερη, και ότι την Κατοχή στην Ήπειρο χρησιμοποιήθηκε για ανθρώπους της εθνικόφρονης παράταξης. Σε καθαρά λεξικογραφικό επίπεδο, δίκιο έχει -αφού πράγματι η λέξη είναι προγενέστερη, έχει όμως δίκιο και ο Μυριβήλης κατά το ότι στη συνέχεια η λέξη χρησιμοποιήθηκε από τα κυβερνητικά έντυπα ως μειωτικό συνώνυμο και ως υβριστικός χαρακτηρισμός για τους αντάρτες του ΔΣΕ.

Να κάνω μια παρένθεση για να προλάβω ενδεχόμενη απορία των αναγνωστών: η λέξη «κατσαπλιάς» εξακολουθεί να προβληματίζει τους λεξικογράφους, αφού είναι από τις δυσετυμολόγητες της γλώσσας μας. Κατά μία πειστική εκδοχή (που τη διατύπωσε ο γλωσσολόγος Θεόδωρος Μωυσιάδης στο επιστημονικό περιοδικό Γλωσσολογία) στην αρχή της λέξης πρέπει να βρίσκεται η λέξη πλιάτσικο (αλβανικής προέλευσης, plaçkë) και από τον τ. πλιάτσικας (που επιβιώνει ως επώνυμο) να έγινε εκφραστική αντιμετάθεση υπό την επίδραση των πολλών λέξεων και επωνύμων που αρχίζουν από κατσ- στην ελληνική γλώσσα.

Αλλά ας γυρίσουμε στο θέμα μας. Ο Μυριβήλης δεν φαίνεται να απάντησε στο σχόλιο του Κοτζιούλα κι έτσι αυτή η λεξικογραφική αψιμαχία τελείωσε εκεί. Η επόμενη αναφορά του Κοτζιούλα στον Μυριβήλη θα έρθει σε άρθρο του στον Ρίζο της Δευτέρας («Γλωσσομάθεια» 29.9.1947). Εκεί ο Κοτζιούλας εκφράζει την έκπληξή του που o Μυριβήλης, σύμφωνα με δημοσιεύματα εφημερίδων, ζήτησε να του μεταφράσουν ένα γαλλικό άρθρο αντί να το διαβάσει ο ίδιος από το πρωτότυπο, και κάνει ενδιαφέρουσες σκέψεις για την αξία της γλωσσομάθειας και της καλλιέργειας του συγγραφέα, αφού το πηγαίο ταλέντο δεν αρκεί. Όμως, αναφέρεται στον Μυριβήλη μάλλον με ευμένεια («ένας συγγραφέας από τους πιο γνωστούς, από τους πιο πολυδιαβασμένους»). Απ’ όσο ξέρω, είναι η τελευταία φορά που ο ένας θα αναφερθεί δημόσια στον άλλον, τουλάχιστον όσο διαρκεί ο εμφύλιος. Λίγο αργότερα άλλωστε, οι αρχές θα κλείσουν όσα αριστερά έντυπα έμεναν ακόμα ανοιχτά.

Ωστόσο, υπάρχει και μια ακόμα επίθεση του Κοτζιούλα στον Μυριβήλη, που δεν είδε το φως της δημοσιότητας όσο ζούσαν οι δυο τους. Πρόκειται για ένα σατιρικό επίγραμμα, που το έγραψε ο Κοτζιούλας στη διάρκεια του εμφυλίου, μαζί με άλλα πολλά που σε όλα μαζί έδινε τον γενικό τίτλο «Οι δοξαριές του λαλητή» και απευθύνονταν σε ανθρώπους των γραμμάτων· κάποια ήταν παινέματα ή καλοπροαίρετα ευφυολογήματα προς συναγωνιστές, τα περισσότερα όμως ήταν τσουχτερά πειράγματα προς αντιπάλους· μερικά δημοσιεύτηκαν στον τρίτο τόμο των Απάντων του Κοτζιούλα (Δίφρος, 1957), άλλα όμως έμειναν ανέκδοτα και τα παρουσίασε πολύ αργότερα ο Νίκος Β. Κοσμάς στο περιοδικό Διαβάζω. Αυτό που μας ενδιαφέρει, σατιρίζει τις εκπομπές του Μυριβήλη στο ραδιόφωνο. Βλέπετε, ο Μυριβήλης δεν εξαπέλυε τους μύδρους του μόνο εντύπως· κάθε Κυριακή είχε τη δική του εκπομπή στον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων, η οποία αν και είχε τίτλο «Το λογοτεχνικό τέταρτο του Στρατή Μυριβήλη», συχνά μετατρεπόταν σε προπαγανδιστικό σφυροκόπημα εναντίον των κομμουνιστών. Σε απάντηση σε αυτές τις εκπομπές, ο Κοτζιούλας έγραψε το εξής πολύ σκληρό επίγραμμα:

Ο Μυριβήλης στο ραδιόφωνο

Την Κυριακή απολείτουργα που καλοτρών οι αρχόντοι
βάνουν σκυλί να τους φυλάει δείχνοντας άγριο δόντι
κι αυτό αλυχτά περήφανο σαν οι χωροφυλάκοι.
Γενίτσαρε, άξιος σου ο μισθός από το Κολωνάκι!

Βέβαια, το επίγραμμα δεν προοριζόταν για δημοσίευση -και πώς θα μπορούσε, άλλωστε. Κατά πάσα πιθανότητα ο Μυριβήλης δεν θα το πληροφορήθηκε ποτέ, αλλά έτσι κι αλλιώς η παλιά φιλία είχε σβήσει. Ομολογώ όμως ότι δεν έχω εποπτεία των μεταγενέστερων δημοσιευμάτων του Μυριβήλη κι έτσι δεν ξέρω αν αναφέρθηκε άλλη φορά στον παλιό του φίλο από την Ήπειρο που άλλωστε, αν και πολύ νεότερος, έμελλε να φύγει από τη ζωή πρώτος, το 1956, μόλις στα 47 χρόνια του.

 

104 Σχόλια to “Ένας καβγάς ανάμεσα σε δυο πρώην φίλους μέσα στον Εμφύλιο”

  1. spiral architect said

    Καλημέρα. 🙂
    Εξαιρετική ανάρτηση η σημερινή. Περί του Μυριβήλη ότι γνώριζα, το γνώριζα από την (γενικόλογη) βιογραφία του και αγνοούσα την πολιτική του τοποθέτηση, ειδικά σ’ εκείνη την περίοδο. 😐
    Να και κάτι σχετικό που πήρε το μάτι μου χθες:
    Δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι οι άνθρωποι του πνεύματος αποτελούν ανάχωμα στον φασισμό. Η ιστορία δείχνει ότι από μόνοι τους δεν μπορούν να αντιταχθούν στην κυρίαρχη μισαλλοδοξία και τον αυταρχισμό, ενώ συχνά δεν βρίσκουν καν το θάρρος να κάνουν κάτι τέτοιο, ή και στηρίζουν την εξουσία.

  2. Φρύνις said

    Λες και ήταν χτές…

    Έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι επαναλαμβανόμαστε!

    Αν ήμουν συγγραφέας, φίλος ΚΑΙ του πραγματικού Μυριβήλη, θα του ‘γραφα
    (χωρίς να προορίζεται για δημοσίευση, βέβαια):

    …Ο καλός, ο καποτενέος, στη φουρτούνα τάχ(α;)σε…

    Ως κι ο «Καπετάνιος» θα μου κούναγε την ουρά, κι ας αλυχτούν απ’ το κακό τους. οι άλλοι, οι διψών για φόλας, «φίλοι»…

    http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=126610

  3. Αντιφασίστας said

    Καλημέρα σε όλες και σε όλους!
    Ωραία και η σημερινή ανάρτηση, Νικοκύρη. Δείχνει ανάγλυφο το κατάντημα του ανθρώπου που έγραψε τη σπουδαία »Ζωή εν τάφω». Γνωρίζω καλά το συγγραφικό έργο του Μυριβήλη. Έχει γράψει εκπληκτικές σελίδες, αλλά έχει γράψει και σελίδες που σου φέρνουν λιγωμάρα από τον υπέρμετρο λυρισμό. Πέντε υποψηφιότητές του για την Ακαδημία Αθηνών απορρίφτηκαν. Τον κατέτρεχε, βλέπετε, ο αντιμιλιταρισμός της »Ζωής εν τάφω». Πέρασε με την έκτη τις εξετάσεις εθνικοφροσύνης και έγινε κι αυτός ακαδημαϊκός.
    Πάντα είχα και έχω την απορία πώς γίνεται μικροί άνθρωποι να δημιουργούν μεγάλα έργα;
    Δείγμα γραφής του ύστερου Μυριβήλη και συγνώμη για την παραπομπή σε εθνικιστικό ιστολόγιο:
    http://ellinonskepsis.blogspot.gr/2012/06/blog-post_08.html
    Και μια ερώτηση, Νικοκύρη: Στράτης ή Στρατής, τελικά;

  4. sarant said

    Ευχαριστώ για τα πρώτα σχόλια!

    3: Κατά καιρούς και τα δύο. Στη Μυτιλήνη συνήθως Στράτης.

  5. Έχει ενδιαφέρον που ο Μυριβήλης θεωρεί τη λ. τσούλα νεολογισμό που καθιερώθηκε στην Κατοχή. Αυτό δεν πρέπει να είναι σωστό. Το ΛΚΝ την ανάγει στο παλαιό ιταλικό ciulla, που μάλλον συγγενεύει με το σημερινό fanciulla, «κορίτσι», «κοπέλα».

  6. spyroszer said

    Εξαιρετικό και το σημερινό.
    Υπήρχε εφημερίδα ελληνικόν αίμα; !!!!

  7. Αντιφασίστας said

    6: Βέβαια! Όλα τα φρούτα ευδοκιμούν σ’ αυτό τον τόπο:
    http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD_%CE%91%CE%AF%CE%BC%CE%B1

  8. Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.

  9. Δεν το πιστεύω, επανεμφανίστηκε ο Τιπούκειτος! 🙂

  10. Μαρία said

    5 Την τσούλα περίμενες για να εμφανιστείς;
    Κι ο Βοσταντζόγλου την έχει και στο λήμμα γυναίκα, σαν συνώνυμο του παλιοκόριτσου και στο λήμμα πόρνη.

  11. Ορεινός said

    3: Ο Μυριβήλης σε συνέντευξή του κάποτε απάντησε στην ερώτηση ποια είναι τα αγαπημένα του χόμπι «το ψάρεμα [αν δεν κάνω λάθος, παραθέτω από μνήμης] και η υποψηφιότητά μου στην Ακαδημία Αθηνών». Είναι γνωστό ότι διέκοψε κάθε σχέση με τον Βενέζη όταν ο δεύτερος, αν και νεότερός του ηλικιακά αλλά και στα γράμματα, εκλέχτηκε ακαδημαϊκός. Το σχόλιο περί εθνικοφροσύνης (ότι έπρεπε να την επιδείξει για να εκλεγεί) δεν στέκει: ήδη από το 1948 ο Μυριβήλης πρωτοστάτησε μαζί με τον Βενέζη και τον Τσάτσο στη διάσπαση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (στην οποία πρόεδρος ήταν ο φιλοεαμίτης αλλά μάλλον όχι συνειδητός κομμουνιστής Άγγελος Σικελιανός) και στην ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, στην οποία προσχώρησαν όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής. (Η εξέλιξη αυτή, πάντως, δεν σήμαινε πλήρη πολιτική αντιπαλότητα, η επί χρόνια ΓΓ της Εθνικής Εταιρείας Μαρίτσα Ράλλη λ.χ. μεσολαβούσε για να βγει ο Ρίτσος από τη φυλακή, γι’ αυτό και ο δεύτερος της έχει αφιερώσει ένα πολύ ωραίο ποίημα). Σήμερα και οι δύο εταιρείες βρίσκονται σε παρακμή.
    Επίσης, για τα σχόλια 2,3: καλό είναι να βλέπουμε το συνολικό ιστορικό πλαίσιο και να κατανοούμε τα πολιτικά πάθη και τις συμπεριφορές κάθε εποχής, ελπίζοντας ότι και οι επερχόμενοι θα μας αντιμετωπίσουν με ανάλογη κατανόηση…

  12. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

    11: Κι όμως, Ορεσίβιε, τον κυνηγούσε η Ζωή εν Τάφω. Όταν έβαζε υποψηφιότητα, οι αντίπαλοι διάλεγαν τα πιο αντιπατριωτικά ή/και τολμηρά αποσπάσματα και τα έστελναν σε φάκελο σε όλους τους ακαδημαϊκούς.

  13. Κατά την άποψή μου το κατσαπλιάς προέρχεται από το ιταλικό caccia = κυνήγι και το πουλώ, αυτός που πουλάει το κυνήγι του, περιφρονητικό για τους περισσότερους κυνηγούς που προτιμούν να το γεύονται.
    Μπορεί το -πλιας να προέρχεται και από το πουλί, αυτός που κυνηγά πουλιά (μόνο) άρα κυνηγός χαμηλών τόνων.

    Πέρα από τοπικισικά, ιδεολογικά κ.λ.π. κριτήρια, οι πραγματικά εγάλοι των γραμμάτων και των τεχνών δεν έχουν τέτοιες ταυτότητες. Υπάρχουν πολλοί που γράφουν ένα μόνο πολύ καλό έργο στην ζωή τους, γίνονται γνωστοί και εν συνεχεία τους μεγαλοποιούν οι φίλοι τους, οι συντοπίτες τους και οι συναγωνιστές τους αλλά ένα καλό έργο μπορεί να γράψει κιένας μέτριος.

  14. Νέο Kid Στο Block said

    Και το οξύμωρο (ή ταιριαστό, ανάλογα πώς το βλέπει κανείς) είναι για την βδελυρή για την Ακαδημία «Ζωή εν τάφω», τον ξέρει και τον θαυμάζει ο (αποκαλούμενος) «μέσος Έλληνας»
    Τι τα θέλετε, τι τα γυρεύετε; Κι ο Αρχιμήδης δεν πήρε ούτε Νόμπελ, ούτε καν διδακτορικό δεν είχε..:-)

  15. Νέο Kid Στο Block said

    μεταξύ του «είναι» και του «για» να μπει ένα «πως» στο 14. περικαλώ! 🙂

  16. ππαν said

    Πολύ ωραίο και το σημερινό, Δεσπότη!

  17. Νέο Kid Στο Block said

    13. Kαι γιατί τότε δεν τούς είπαν τους κατσαπλιάδες «κατσαβίδια»;
    Caccia + Vendita = Cacciav(i)endit-ες

  18. Αφεντικό, στο 11 δεν ήμουνα εγώ!
    Τη «Ζωή εν Τάφω» ήθελε να την κάνει ταινία ο Ροβήρος Μανθούλης, παρ’ ότι ως ΕΑΜίτης ήταν πολιτικά αντίθετος με το Μυριβήλη. Ο Φίνος όμως του ζήτησε να μεταφερθεί η ιστορία στον πόλεμο του 40 επειδή είχε στο «φροντιστήριό» του τα σχετικά όπλα και ρούχα! Ο Μανθούλης φυσικά αρνήθηκε τέτοια λαθροχειρία….

  19. Τσούλα δεν είναι αυτό που λέει ι Στράτς αλλά η ιστορία, που έβγαλε βρώμα ότι ξοφλήσαμε…

  20. ππαν said

    18: «Φυσικά» όμως δεν είχε πρόβλημα να βάλει τον Μάνο Καλογιάννη να μιλάει σπαστά ελληνικά 🙂

  21. #17

    Γιατί προτίμησαν το caccia+ pollame (κυνήγι πουλερικών)

    Εσένα μπορει να σε πείθει περισσότερο το…πλιάτσικο αλλά δεν ρώτησες γιατί όχι κοτσιπλιάς ή έστω κατσιπλιάς από τα πλιάτσικα

    Εξ άλλου όπως έγραψες στο 14 ούτε γλωσσολόγος είμαι ούτε σε επιστημονικά περιοδικά γράφω…

  22. sarant said

    18: Ωχ, μπερδεύτηκα, συγνώμη και απ’ τους δυο σας!

  23. Αντιφασίστας said

    11: Άλλο πολιτικά πάθη, που είναι κατανοητά, και άλλο πολιτικοί καιροσκοπισμοί με στόχο διάφορα ανταλλάγματα. Και σιγά τα ανταλλάγματα, δηλαδή! Λες και έμεινε κανείς στην ιστορία λόγω της ιδιότητας του ακαδημαϊκού!
    14: Σωστή παρατήρηση. Ρίξτε μια ματιά στους νομπελίστες της λογοτεχνίας: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%B5%CE%AF%CE%BF_%CE%9D%CF%8C%CE%BC%CF%80%CE%B5%CE%BB_%CE%9B%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82
    Οι μισοί και παραπάνω είναι παντελώς ξεχασμένοι. Στη λίστα δεν υπάρχουν ο Τολστόι, ο Κάφκα, ο Προυστ, ο Τζόις, ο Καβάφης, ο Μπόρχες, ο Μούζιλ, ο Μπροχ και άλλοι πραγματικά μεγάλοι. Ευτυχώς, η ιστορία κάνει αλλιώς τα κουμάντα της και διαμορφώνει αλλιώς τις λίστες της. 😉

  24. sarant said

    21: Δεν υπάρχουν πάντως αρκετά παραδείγματα τέτοιων νόθων σχηματισμών, το μισό ιταλικό και το μισό ελληνικό. Ούτε ένα δεν πρέπει να υπάρχει, δηλαδή.

    Όσο για τον κατσαπλιά, που δεν είναι δική μου πρόταση και δεν τραβάω κανένα ζόρι, πρόσεξε ότι χρησίμεψε ως ενδιάμεσο η λ. πλιάτσικας, οπότε μέσω ενός υποθετικού κατσαπλιάτσκας δεν είμαστε πολύ μακριά. Και στα μέρη εκείνα, τα ηπειρώτικα, το κατσα- δεν είναι caccia, είναι το τούρκικο και αλβανικό kacak, κατσάκης, λαθρέμπορος, φυγόδικος κτλ.
    Ο Κατσαντώνης δηλαδή δεν κυνηγούσε Αντώνηδες.

  25. ππαν said

    Για τον καιροσκοπισμό πώς είσαι σίγουρος; Γιατί δηλαδή να μην είναι αυθεντική η «εθνικοφροσύνη» του Μυριβήλη; Επειδή έγραψε την Ζωή εν τάφω;

  26. #24
    Στα επτάνησα όμως το κάτσα είναι σαφώς από κυνηγό (κατσαΐτης από cacciatore)

    αλλά…
    τα κατσάβραχα πιο πολύ μου μοιάζουν για τα βράχια όπου κυνηγάνε παρά για λαθραία ή φυγόδικα βράχια !

  27. spiral architect said

    @24: Για τον κλέφτη Αντώνη Κατσαντώνη εικάζεται ότι το επώνυμό του βγήκε απ’ τη μητέρα του, που όλο του φώναζε: «Κατ’ς Αντώνη» επειδή ήθελε να πάρει τα βουνά.
    Έτσι έμαθα στο Δημοτικό. 😐

  28. Αντιφασίστας said

    Εντάξει, σίγουρος δεν είμαι για τίποτα. Απλώς, όταν οι πολιτικοί αγώνες κάθε είδους ανταμείβονται με αξιώματα και με βραβεία από ύποπτα καθεστώτα, ε, μου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά. 😉
    Και κάτι ωραίο: ανάμεσα στους μεγάλους που δεν τιμήθηκαν με νόμπελ, η Βικιπαίδεια περιλαμβάνει και τον …Κοέλιο! Σκιστείτε, ουρανοί!

  29. #24
    Α ! και εντελώς πρόχειρα..εξώporta

  30. spiral architect said

    @28: Ε, καλά τώρα, ότι γράφει η βίκι δεν είναι δα και θέσφατο.

  31. ππαν said

    Εδώ πήρε Νόμπελ ο Ελύτης, μην πάτε μακριά 🙂

  32. Μαρία said

    «Τσούλα», του Μελά στο Εμπρός, 4/10/1947
    http://tinyurl.com/bbhadjz

  33. ππαν said

    Να ρωτήσω κάτι: τσουλάκι ή τσουλί για το μικρό, πρόχειρο χαλάκι, του μπάνιου πχ, μόνο στο σπίτι μου το λέμε;

  34. spyroszer said

    Πάντως τα κατσάβραχα είναι απ’ τα ακανθάβραχα σύμφωνα με το ΛΚΝ

    Τσουλάκι το χαλάκι;; καλό

  35. Αντιφασίστας said

    33: Εγώ το ξέρω τσολάκι.
    30: Σύμφωνοι, αλλά και τέτοια κοτσάνα! Τέλος πάντων…

  36. ππαν said

    Μα ναι, επειδη τσουλιέται στο πάτωμα. Έτσι το ξέρω εγώ, τι ciulla μου λέτε εσείς!

  37. #34
    ε, τότε και ο κατσαπλιάς πουλάει αγκάθια !!!

  38. για τσούλες δεν ξέρω αλλά η φαντσούλα είναι από τα ωραιότερα ακούσματα έβερ :

  39. Αντιφασίστας said

    Ο ορισμός της τσούλας κατά τους Ρεπουμπλικάνους:
    http://stoklari.blogspot.gr/2012/03/blog-post_9813.html
    Μωρέ, Ομπάμα και πάλι Ομπάμα! Οι άνθρωποι είναι για δέσιμο.

  40. spyroszer said

    36. Μήπως προέρχεται απ’ το τούρκικο τσόλι ή τσούλι, φτηνό ύφασμα; (απ’ όπου και η γνωστή βρισιά τσόλι και μάλλον ο τσολιάς )

  41. ππαν said

    40: Κατά πάσα πιθανότητα, αλλά τότε γιατί η τσούλα δεν ανήκει στην οικογένεια του τσολιού;

  42. Μαρία said

    33 Πανελλήνιο το θεωρούσα αλλά ο Σπύρος με διαψεύδει. Τσούλι όμως όχι τσουλί, συνώνυμο της κουρελούς. Τον τύπο τσόλι αντί τσούλι τον χρησιμοποιούμε για κακής ποιότητας ύφασμα (φοράει κάτι τσόλια) και μεταφορικά όπως το τσουλί. Τούρκικο είναι.

  43. sarant said

    29: Όχι βέβαια, το εξώπορτα είναι από δύο ελληνικές λέξεις, η μία από τις οποίες είναι δάνειο.

  44. spyroszer said

    Ναι ταιριάζει και σ’ αυτήν την οικογένεια

  45. Μαρία said

    40, 41 Γράφαμε μαζί. Μετά το άρθρο του Μελά που λίνκαρα, ένας δικηγόρος με επιστολή του στο Εμπρός προτείνει αυτή την ετυμολογία.
    Πρέπει να είναι δυο διαφορετικές λέξεις.

  46. 20. Αυτό όμως είναι τελείως διαφορετικό θέμα. Αλλοίωσε την εποχή και τα ιστορικά γεγονότα το αξάν του Χωραφά; Δε νομίζω. Και στη Χορωδία του Χαρίτωνα, του Γρ. Καραντινάκη υπήρχε το αξάν και στο κυπριώτικο Τάμα του Ανδρέα Πάντζη. Είναι εντελώς διαφορετικής φύσης ζήτημα και υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις.

  47. ππαν said

    45: Ήθελα να το αποφύγω αλλα θα το πω, μην κυκλοφορήσει όμως: όταν ήμουν πολύ μικρή με λέγανε στην οικογένεια μου «τσούλαρο» γιατί συνέχεια έπεφτα στα πατώματα και χτυπιόμουνα («σαν τον Τζόνυ Χαλιντέι» έλεγε ένας θείος μου κοσμοπολίτης). Το είδα στον Μελά και συγκινήθηκα. Κατά τα άλα ήμουν πολύ ηθική οπότε την άλλη έννοια την έμαθα πολύ αργότερα κια δεν μπορώ να την συνηθίσω

  48. Γς said

    39:
    Αλλά και χίλια δολάρια για αντισυλληπτικά;
    Την πηδάς ή δεν την πηδάς μετά κύριε πρόεδρε;
    (και χωρίς χάπι και σιέλου)

  49. Ανδρέας «Κουπονιώτης» said

    Πολλά χρόνια πριν ξεσπάσει ο καυγάς ανάμεσα στον Κοτζιούλα και τον Μυριβήλη είχε πάρει θέση ο Καβάφης (σαφώς υπέρ του Κατζιούλα):

    Ο Ιουλιανός εν Νικομηδεία

    Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη.
    Οι έπαινοι για των Ελλήνων τα ιδεώδη.
    Η θεουργίες κ’ η επισκέψεις στους ναούς
    των εθνικών. Οι ενθουσιασμοί για τους αρχαίους θεούς.

    Με τον Χρυσάνθιον η συχνές συνομιλίες.
    Του φιλοσόφου — του άλλωστε δεινού — Μαξίμου η θεωρίες.
    Και να το αποτέλεσμα. Ο Γάλλος δείχνει ανησυχία
    μεγάλην. Ο Κωνστάντιος έχει κάποιαν υποψία.

    A οι συμβουλεύσαντες δεν ήσαν διόλου συνετοί.
    Παρέγινε — λέγει ο Μαρδόνιος — η ιστορία αυτή,

    και πρέπει εξ άπαντος να παύσει ο θόρυβός της.—
    Ο Ιουλιανός πηγαίνει πάλιν αναγνώστης
    στην εκκλησία της Νικομηδείας,
    όπου μεγαλοφώνως και μετ’ ευλαβείας

    πολλής τες ιερές Γραφές διαβάζει,
    και την χριστιανική του ευσέβεια ο λαός θαυμάζει.

  50. ππαν said

    Α, κι εγώ νόμιζα πως με αυτό ο Καβάφης είχε πάρει θέση για τα πρόσφατα πάρε-δώσε ηγέτη της αριστεράς με ιεράρχες 🙂

  51. #43
    Δεν γνωρίζω πότε ακριβώς μια λέξη χαρακτηρίζεται ξένη και πότε δάνειο. Το αν κλίνεται είναι ασαφές κριτήριο νομίζω, εξαρτάται αν η λέξη είναι πρόσφορη όπως π.χ. η πόρτα ή αν θα πρέπει να της βάλουμε μια ελληνοπρεπή κατάληξη ώστε να κλίνεται π.χ. σινάφι από το τουρκ. ισναφ. Δηλαδή το σινάφι είναι δάνειο ενώ η σταρ (του σινεμά) ή το αμπαλάζ είναι ξένη λέξη παρότι υπάρχει το ρήμα αμπαλάρω ;

  52. Ανδρέας «Κουπονιώτης» said

    44. Φαίνεται ότι αυτή η οικογένεια είναι εξώλης και προώλης

  53. # 43
    Πάντως για να ευθυμήσουμε λιγάκι πιστεύω πως ανάλογα με την πόρτα θεωρείς κι την λέξη πουτάνα ελληνική σαν δάνειο, οπότε έχουμε την λέξη καραπούτανος από το τούρκικο καρα-

  54. Ανδρέας «Κουπονιώτης» said

    Ππαν ο Καβάφης τα έχει πει όλα. Είναι κάτι σαν πασπαρτού.

  55. sarant said

    51-53: Δάνειο είναι όταν έχει ξένη ετυμολογία. Ξένη, για να μη μπλέκουμε, είναι όταν δεν την έχει κανένα μεγάλο ελληνικό λεξικό. Οπότε, και το αμπαλάζ είναι ελληνικότατη λέξη (αλλά δάνειο) και δεν είναι περίεργο αν φτιάξεις π.χ. το φτηνοαμπαλάζ. Το caccia που έφερες εσύ σαν ιδέα, είναι ξένη λέξη, που δεν έχει μπει στα ελληνικά. Αυτή, δεν μπορεί να φτιάχνει σύνθετα με ελληνικές λέξεις.

  56. sarant said

    Ιδίως, προσθέτω, σε εποχές παλιότερες.

  57. #24

    Βασικά η αντίρρησή μου είναι ότι δύσκολα κόβεται το τελευταίο γράμμα από εισαγόμενη λέξη όταν είναι σύμφωνο με εξαίρεση ίσως μερικές φορές τα χρησιμοποιούμενα στην ελληνική σαν καταλήξεις ν, ς και ρό, Συνήθως αντίθετα προστίθεται ένα φωνήεν. Από το κατσάκ προκύπτει προφανώς ο κατσάκης όχι ο κατσάς ή κάτσας και σαν συνθετικό θα είχε το κατσακο- , υπάρχουν πολλά παραδείγματα από τούρκικες εξελληνισμένες λέξεις.

  58. # 34

    Ενας από τους λόγους που αποφεύγω τα λεξικά είναι πως μερικές φορές αντί να αφήσουν ένα πράγμα στην ησυχία του το τεντώνουν όσο δεν πάίρνει…
    Υπάρχουν πάρα πολλά παράγωγα από την άκανθο (σπανίως άκανθα)
    Οόοοοολα μα όλα ξεκινούν από ακανθο-
    Μοναδική εξαίρεση το …ακανθάβραχα για να εξυπηρετήσει την ετυμολογία του κατσάβραχα !!!

  59. Γρηγόρης Κοτορτσινός said

    Η σύνδεση του «κατσι-», πρώτου συνθετικού πολλών επωνύμων (Κατσαντώνης, Κατσιμήτρος, Κατσιμίχας, Κατσιγιάννης, Κατσιλάμπρος, Κατσιδήμας κ.α.), φαίνεται εύλογο να αναζητηθεί στα τούρκικα, αφού βοηθά η ομοιότητα με τις λέξεις που σχετίζονται με τον δραπέτη, τον φυγά τον λαθρέμπορο κλπ. Όμως, μου φαίνεται πειστικότερη η απλούστερη ετυμολόγηση (που έχει προταθεί στο Οικονόμου, Τοπωνυμικό Ζαγορίου, σελ. 149-150), από το «κακό-» που γίνεται «κατσι-», όπως π.χ. η κακοποδία>κατσιποδιά (Ετυμολογικό Ανδριώτη, στη λέξη).
    Το ότι ο Κατσαντώνης ήταν περιώνυμος κλέφτης (που δεν έγινε ποτέ αρματολός) μας βοηθά να καταλάβουμε για τις συνθήκες ονοματοδοσίας και των υπολοίπων. Επίσης και οι Σουλιώτες συχνότατα αναφέρονταν σαν Κακοσουλιώτες και η περιοχή Κακοσούλι.
    Παρεπιφτού, ο Κατσαντώνης ήταν σχεδόν συντοπίτης του Κοτζιούλα από ένα κοντινό χωριό των Τζουμέρκων, το Βασταβέτσι (σημερινό Πετροβούνι).

  60. ππαν said

    Συζήτηση για το κατσίφλωρ*ς, λέξη στην οποία πήγε το μυαλό μου με το που αναφέρθηεκ το κατσι-: http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=174336.0

  61. sarant said

    59: Χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτε, ο Κοτζιούλας (νομίζω πως) ετυμολογούσε τον Κατσαντώνη από το kacak -έχει γράψει και άρθρο που δεν το βρίσκω τώρα.

  62. Γρηγόρης Κοτορτσινός said

    #59
    Ποιο δεν σημαίνει τίποτα, το ότι ήταν κοντοχωριανοί; 🙂
    Πώς όμως το *Κατσακαντώνης έγινε Κατσαντώνης; Και όλα τα άλλα παρόμοια επώνυμα.

  63. nestanaios said

    Κατσαπλιάς: εκ του Κατά + πλειάς . Αποβάλλεται το ε και πλεονάζει το ς (στίγμα). Και η σημασία αποδίδεται από τον τρόπο που έβλεπαν τους τραγικούς οι Έλληνες της τότε εποχής.
    Περί φιλίας : η φιλία υπερτερεί της ιδεολογίας και όταν η ιδεολογία υπερίσταται, τότε πολλά ερωτήματα γέγονε και θυμάμαι την «φιλία» τοῦ Nietzsche και τοῦ Wagner.

  64. Αρκεσινεύς said

    Ο Μπ. γράφει:
    τσόλι χαλί από φθαρμένο ύφασμα μεσν. τσούλι < τουρκ. çul «κουρέλι, παλιόρουχο» από αραβ. cull/cûl

    τσολιάς < τσόλι «κουρέλι, παλιόρουχο «+παραγ. τέρμα –ιάς. Φαίνεται ότι η λ. είχε αρχικώς αποδοθεί μειωτικά στους κλάφτες και στους αρματολούς (από τους Τούρκους), επειδή η φουστανέλα τους ήταν ραμμένη από πολλά μικρά κομμάτια υφάσματος.

    Στην Αμοργό η λ. τσόλι πολύ γνωστή.

  65. Αρκεσινεύς said

    64. κλέφτες

    για τα κατσάβραχα γράφει ο Μπ. < κακιά βράχια με τσιτακισμό

  66. Άρτεμη said

    αλλόκοτη εισαγωγή στο ντοκυμανταίρ (πώς το γράφουν σωστά;) για τον Μυριβήλη: ρομαντική μουσική και σκηνές πολεμικών ετοιμασιών.
    Ημεροβίγλιον γράφεται πως; Από κει, λέει, προέρχεται το όνομα Μυριβήλι, βουνό (;) που «δάνεισε» το όνομά του στον «αντίπαλο» τού Κοτζιούλα…

  67. Αρκεσινεύς said

    ημεροβίγλιον μσν. < ημερ(ο) +βίγλα από λατιν. vigillia μεροβίγλι, τόπος σκοπιάς την ημέρα.

    Καζαντζάκη Οδύσσ. Ρ 1036 "βουβός ανέβη ο γέρος αψηλά στο μέγα μεροβίγλι".

    βλ. Ημεροβίγλιον, Μεροβίγλι Σαντορίνης

  68. #65
    αυτή η ερμηνεία είναι λογικοφανής, το ακανθάβραχα του ΛΚΝ είναι…ΛΚΜ
    γενικά το κατσι από κακή συνηθίζεται, υπάρχει και η κατσιβέλα, λέγεται επί κακής γυναικός νομίζω.

  69. Καλαχώρας Λεώνικος said

    Είναι να κλαις και να τους φτύνεις ορισμένους, για τον τρόπο που παρήγαγαν πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης για τον εαυτό τους καρφώνοντας άλλους. Αυτό το έζησα και στο στρατό, από τους πάντοτε γνωστούς συμφοιτητές μας, μόλις παρουσιαστήκαμε. Είδα όμως κι έναν, γνωστό δεξιό που έλεγε (προ-χούντας) ότι δε ήθελε να έχει αριστερό χέρι και μάτι επειδή είναι ‘αριστερά’ που αρνήθηκε να συμμετάσχει, δηλώνοντας ευθαρσώς ‘ότι γνωρίζει μόνο τις δικές πολιτικές πεποιθήσεις’. Και ήμασταν ήδη γιατροί. Πολλοί άλλοι, σχετικής εμπιστοσύνης, δώσανε ‘χαρτάκια’ με ονόματα. Εμένα με είχαν όλοι με τέσσερεις σταυρούς και τότε δεν είχα καμιά δράση, διότι πολιτικοποιήθηκα το 1973, τότε που δεν ξέραμε ποιο είναι το Κόμμα.

    Στις εταιρείες αναρριχήθηκαν κάτι… (η λέξη αναφέρθηκε πιο πάνω). Προ ετών έγινε μέλος κι ένας φουκαράς του διοικητικού του Κρατικού Πειραιά και μου το καυχιόταν. Είχε ‘εκδώσει’ (επί χρήμασι και ανεπιλέκτως) δύο διηγήματα από την εποχή που ήταν ναυτικός, πριν μπει κι αυτός στο Δημόσιο. Αν τα είχε τυπώσει σ’ ένα τομίδιο δε θα είχε τα προσόντα• ενώ τυπώνοντάς τα χωριστά, τα είχε. Το πρώτο αναφερόταν στην ανάσυρση ενός πτώματος σε αποσύνθεση και το δεύτερο σε δυο πόρνες σ’ ένα λιμάνι που τόσο ‘ικανοποιήθηκαν’ από τον ναυτικό πελάτη τους, που δεν ήθελαν να του πάρουν λεφτά. Το ντεσού της υπόθεσης είναι ότι το πάσαρε σαν αυτοβιογραφικό. Το ακόμα πιο ντεσού ήταν ότι παντρεύτηκε και χώρισε την ίδια μέρα διότι ήταν παντελώς ανίκανος (αν και νέος)• το επιβεβαίωσε και μια φουκαριάρα ημι-ψυχοπαθής του διοικητικού και πάλι, που προσπάθησε να κάνει μια σχέση μαζί του στην απελπισία της. Δεν παρήκμασαν οι εταιρείες• αυτοί που τις μανουβράρουν βρίσκονται σε αποσύνθεση.

    Ο Σικελιανός ήταν απλά σικελιανιστής• αν αυτό ταίριαζε και με κάτι άλλο… εντάξει! Το να είναι κάποιος φιλοεαμίτης τότε δεν σημαίνει ότι ήξερε πού παν τα τέσσερα. Πάνω στη δράση συνειδητοποιείσαι, και μόνο από κει αντιλαμβάνεσαι τη θεωρία. Όλα τα άλλα είναι λόγια, όπως αποδείχτηκε. Αντίσταση! Ανυπακοή! Ρήξη! Μπεεεεε!

    @12 Ακόμα και τη Ζωή εν Τάφω τη σκάτωσε για να πετύχει. Η τέως μου έχει και τις δύο εκδόσεις από τη μητέρα της.

    @13gpointofview Μέτριος σε τι; Στην ετυμολογία του κατσαπλιά, χωρίς να είναι βέβαιη, δε μπορούμε ν’ αγνοήσουμε το αλβανικό / αρβανίτικο. Η μάνα μου μ’ έλεγε κατσαπλιά ή Βελουχιώτη, όταν ήμουν αξύριστος… τότε…
    @51 Το σινάφι < isnaf είναι αντιδάνειο < συνάφι(ο)ν οι βυζαντινές επαγγελματικές ενώσεις.

    @32Μαρία. Πολύ ενδιαφέρον!!! Όχι ότι φταις εσύ, βέβαια! Πάντως δείχνει ότι ο Μελάς δεν ήξερε τη διαφορά της σημασίας από την έννοια

    @33 καλή μου Ππαν. Αν ‘τσουλάκι’ σημαίνει ότι σύρεται εύκολα, σε αντίθεση με το μεγάλο χαλί, τότε σχετίζεται με το τσουλάω < κυλάω Καρύτσης της διαλέκτου των προ 1821 Αθηνών, για να μην επεκταθούμε) και του ‘υ’ ως ‘ου’ (πρβλ. [συγνώμη] μουνί). Αλλιώς, δεν ξέρω
    @47 Δε σε λέγανε τσούλαρο επειδή έπεφτες αλλά επειδή μάλλον σε καμάρωναν. Αν είσαι κορμάρα…

    @34spyroszer Τα ‘ακανθόβραχα’ μού φαίνονται πολύ… ελληνικά. Υπάρχει και το κατσιάζω, κάτι που δεν είναι φρέσκο και ζωηρό αλλά μαζεμένο.ι

  70. ππαν said

    Καλέ μου Λεώνικε, δεν ξέρω πώς να το πάρω αυτό που γράφεις… τριών χρονών ήμουν, βαριά τεσσάρων 🙂

  71. Αντιφασίστας said

    Καλό βιβλίο, διαφωτιστικό, μόλις το τέλειωσα:
    http://tvxs.gr/news/biblio/i-ellada-tis-lithis-kai-tis-alitheias-apo-tis-ekdoseis-themelio

  72. Dr Moshe said

    Τα κατσάβραχα δεν μπορούν να αποτελέσουν αντιπαράδειγμα στην ετυμολόγηση του κατσαπλιά, διότι δεν έχουν σχέση με τύπο *ἀκανθό-βραχα· αυτό δεν θα επιτρεπόταν από τις παραμέτρους τού τσιτακισμού, διότι δεν μπορεί να υπάρξει ουράνωση αν δεν ακολουθεί πρόσθιο φωνήεν [i], [e]. Όπως έχει εξηγήσει ο Δ. Γεωργακάς, η λέξη προέρχεται από φράση κακιά βράχια > κακιάβραχα > κατσάβραχα, όπου ο τύπος τού ουδετέρου οφείλεται σε αναλογική επίδραση του θηλυκού κακιά, κακιές (απαντά και αρσενικός διαλεκτικός τύπος κακιός). Ευχαριστώ.

  73. Costas said

    Ενδιαφέρον το θέμα του άρθρου!

    Ισχύει το ίδιο που είχα αναρωτηθεί παλιότερα για την πρώτη έκδοση του Φωτός που καίει του Βάρναλη: θα ‘πρεπε να υπάρχουν σύγχρονες εκδόσεις που να παραθέτουν τις (βασικές) αλλαγές από την 1η στη 2η. Ή μήπως υπάρχουν;

  74. Αντιφασίστας said

    Πάσχος, ο αγνός νεοφιλελεύθερος ιδεολόγος (κάπως δένει με το 28) :
    http://www.left.gr/article.php?id=19158

  75. # 69
    Μέτριος στο είδος του Υπάρχουν π.χ. μέτριοι συνθέτες που έγραψαν ένα καλό τραγούδι κ.λ.π. (στο μυαλό μου είναι οι Four Tops με το φοβερό Reach Out, I’ll Be There ενώ δεν έβγαλαν δεύτερο τραγούδι με τέτοια επιτυχία)

    Για το κατσάκ είπα την άποψή μου στο 57, να μην επαναλαμβάνομαι, είναι η ίδια περίπτωση που η Μαριάμ αποδίδεται με το Μαριαμή και όχι με το Μαρία (κι ο Αβραάμ, Αβράμης έγινε όχι Αβράς)

  76. sarant said

    72: Ευχαριστούμε!

    73: Για τον Βάρναλη, οι νεότερες εκδόσεις του Φωτός που Καίει και των Σκλάβων Πολιορκημένων σε επιμ. Γιάννη Δάλλα (Κέδρος) παραθέτουν όλες τις μορφές των ποιημάτων.

  77. cronopiusa said

    και μετά το Μεροβίγλι
    Matines à l’île de Thera / Thiraikos orthros / Θηραικός όρθρος (1967)

    Στράτης Μυριβήλης – Μιὰ μαχαιριά

    ΤΙ ΚΑΚΟ ΚΑΝΑ Ο ΚΑΥΜΕΝΟΣ

  78. Μαρία said

    76 Η πρώτη του ’22 υπάρχει και στην ανέμη.
    http://tinyurl.com/9wtlhrs

  79. Αντιφασίστας said

    77: Ο καλός Μυριβήλης. Κι αυτός επίσης:
    http://users.sch.gr/symfo/sholio/kimena/mirivilis_mistiki-paparuna.htm
    Ας τον θυμόμαστε γι’ αυτά και για τα παρόμοιά τους κι ας ξεχάσουμε τα άλλα. Καλύτερα και για μας και για κείνον.

  80. Costas said

    76, 78 Ευχαριστώ!

  81. ππαν said

    Ε ναι, και τον Παπακωνσταντίνου ας τον θυμόμαστε για τα κηρύγματά του κατά τηςν φοροδιαφυγής κι ας ξεχάσουμε τα τωρινά 🙂

  82. Μαρία said

    80 Σχετικό άρθρο του Κάσσου στο αφιέρωμα:
    http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2008/05/blog-post_29.html

  83. Αντιφασίστας said

    Να θυμίσω ότι κείμενο του Πάσχου δόθηκε στις περσινές, νομίζω, πανελλαδικές. Οι αξίες (χρηματιστηριακές και μη) πρέπει να επιβραβεύονται! 😉

  84. Φίλτατοι, είπατε για το τσόλι, τον τσολιά, το τσουλί, την τσούλα και την τσουλάρα. Λέω να μην αφήσουμε απ’ έξω το αθώο τσουλάκι, το οποίο σύμφωνα με το λεξικό του Δημητράκου σημαίνει μικρό θύσανο…

  85. neraktia said

    Ημουν εκτος (στην Πόλη) και δεν εχω διαβάσει …πράμα, απο εδω!!!
    Εύχομαι στο Νίκο και σε όλους σας
    μια υπέροχη νέα χρονια!!!

  86. Μαρία said

    83

    Παρατηρήσεις για το θέμα της Γλώσσας στις Πανελλήνιες

  87. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

    85: Καλώς την!

  88. spyroszer said

    72. Ευχαριστούμε για τις διευκρινήσεις.
    Το ΛΚΝ λέει για τα κατσάβραχα ότι προέρχονται απο τα άκανθα + βράχος, με αναλογία προφανώς από το κανθαρίδα/κατσαρίδα.
    Απ’ ότι βλέπω εδώ αυτή ήταν πρόταση του Φιλήντα που την ακολούθησαν ο Ανδριώτης και το ΛΚΝ.
    http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=84642.0

    Για το κατσαρός επίσης λέει ο Κριαράς (και το ΛΚΝ) ότι πιθανόν προέρχεται από επίθετο ακανθηρός, δεν ξέρω τι άλλες εκδοχές υπάρχουν γι’ αυτό.

  89. Αντιφασίστας said

    Α, μάλιστα! Σ’ ευχαριστώ, Μαρία. Πολύ κομψή η ειρωνεία του Νικοκύρη, αν και τέτοια παχύδερμα παπαγαλάκια δεν παίρνουν χαμπάρι ούτε από το πιο άγριο κράξιμο. Αλήθεια, ο Μπάμπης είναι παντρεμένος; 🙂

  90. Μπουκανιέρος said

    33,42 κ.α. Σε μας (ελπίζω ο Σπύρος να επιβεβαιώσει) τσουλί σημαίνει κάτι άλλο, εξόγκωμα ή προεξοχή. (Δυσκολεύτηκα να το μεταφράσω. Το παράδειγμα που μου έρχεται στο νου, από τα παιδικά μου παιγνίδια, είναι: όταν έβγαινε το χέρι από ένα στρατιωτάκι, αυτό πάνω στο οποίο έπρεπε να το στερεώσεις για να ξανασταθεί στη θέση του είναι το τσουλί – δεν ξέρω αν υπάρχει λέξη στα στάνταρ ελληνικά.)
    Ο Χυτήρης, σε πιο αγροτικό περιβάλλον, ερμηνεύει: «εκβλάστημα, προεξοχή, μίσχος (τσουνί)».

    Τα χαλάκια κλπ είναι άγνωστα σε μας.
    Η τσούλα όμως, με την κακή ή υβριστική σημασία, υπάρχει.

  91. Γς said

    82:
    Η δεύτερη αναφορά στον Μάριο Βίττι στο ιστολόγιο. Από την Μαρία και η πρώτη.
    Θα περίμενα περισσότερες (ανα)φορές εδώ μέσα

  92. Γς said

    90:
    >όταν έβγαινε το χέρι από ένα στρατιωτάκι, αυτό πάνω στο οποίο έπρεπε να το στερεώσεις για να ξανασταθεί στη θέση του είναι το τσουλί

    Αχ, δεν το κατάλαβα. Οπως και οι άλλοι φαντάζομαι.

  93. @10: Μαρία, τι να γίνει, όλοι έχουμε τις αδυναμίες μας…

  94. # 88
    Από το κάνθαρος προκύπτει το σκαθάρι, νομίζω πως η κατσαρίδα δεν είναι της ίδιας οικογένειας εντομολογικά (ας μας διαφωτίσει ο Γς)

  95. nestanaios said

    94. Σίγουρα η κατσαρίδα δεν έχει συγγενείς. Το ς ως στερητικό / επιτατικό μόριο έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει στα δύσκολα και αποβληθέντος τοῦ ς, έχουμε Κατάρ + ιδα. Η πτωτική κατάληξη α αποβάλλεται για να έχουμε το θέμα kατάρ + ιδ. Την συλλαβή ιδ την ετυμολογούμε (διαιροῦμε)• ι = επιτατικό μόριο• δ = μεταφορικό (μεσαίο) και έχουμε ιδ =- επιτεταμένως δΊδω / λαμβάνω. Και η κατσαρίδα επιτεταμένως λαμβάνει κατάρες ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ.

  96. spyroszer said

    90. Εννοείς την Κέρκυρα. Δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω, δεν το έχω ακούσει αυτό που λες (δεν έχω και τόσα πολλά βιώματα απ’ την Κέρκυρα, δεν έχω μεγαλώσει εκεί και δεν μου είναι οικείοι όλοι οι ιδιωματισμοί, αλλά δεν το έχω ακούσει από οικογένεια, φίλους κλπ). Το χαλάκι – τσουλάκι πάντως σίγουρα δεν το είχα ακούσει.

  97. ππαν said

    Το τσουνί το ξέρω με την έννοια του εξογκώματος (το έχω ακούσει και, με το συμπάθειο, καυλιτζέκι), το τσουλί όχι.

  98. Αντιφασίστας said

    Υπάρχει και η Τσούλα ως κύριο όνομα σε διήγημα του Παπαδιαμάντη:
    http://www.papadiamantis.org/index.php/works/58-narration/384-04-34-to-kamini-1907

  99. sarant said

    98: Κάτι είχε προσπαθήσει να συμπεράνει ο Σωνιέ από αυτό το όνομα, αλλά δεν το διάβασα το δοκίμιο και δεν ξέρω τι…

  100. ΙΠΠΟΛΥΤΗ said

    Εάν κάποιος απο τη δυαδικτιακή παρέα γνωρίζει το ποίημα «Ο ύμνος της εργασίας» του Στρατή Μυριβήλη το οποίο δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» το 1939, όπως διαβάζω στη διαδυκτιακή ελευθεροτυπία, παρακαλώ να το αναρτήση μιας και η περιήγηση μου στις μηχανές αναζήτησης ήταν άκαρπη.

  101. sarant said

    100: Καλημέρα. Δεν υπόσχομαι, αλλά μπορεί να ψάξω να το βρω.

  102. ΙΠΠΟΛΥΤΗ said

    Σας ευχαριστώ για την προσπάθεια. Είμαι σχεδόν σίγουρη οτι θα το βρείτε μιας και είσαστε ειδήμων στον εντοπισμό σκονισμένων ποιημάτων.

  103. sarant said

    🙂

  104. sarant said

    100-102: Δεν πρόλαβα να ψάξω εγώ, αλλά η απάντηση βρέθηκε από άλλον φίλο, δείτε εδώ:

    Τα κεφάλια του μύθου και η περίπτωση του Σοφοκλή Καλλιμάνη

Σχολιάστε