Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Η αιχμή του δόρατος του Νίκου Λάζαρη

Posted by sarant στο 1 Ιουνίου, 2014


lazarisEXOFΚυριακή σήμερα, μέρα που συνηθίζω να βάζω φιλολογικά κείμενα, όμως και πρώτη μέρα του μηνός, μέρα που συνήθως βάζουμε το Μηνολόγιο, οπότε είχα δίλημμα. Το δίλημμα το έλυσα αποφασίζοντας τελικά να αναβάλω το Μηνολόγιο για αύριο, επειδή σήμερα θέλω να παρουσιάσω ένα κριτικό κείμενο παρμένο από ένα βιβλίο που θα παρουσιαστεί την Τετάρτη που μας έρχεται, οπότε ήταν πολύ προτιμότερο να το δημοσιεύσω σήμερα και όχι την επόμενη Κυριακή.

Στην πραγματικότητα, τη βδομάδα που αρχίζει αύριο θα γίνουν τουλάχιστον δύο πολύ ενδιαφέρουσες παρουσιάσεις βιβλίων, στις οποίες θα πήγαινα αν ήμουν στην Αθήνα.

Η πρώτη, είναι η παρουσίαση των βιβλίων του Γιώργου Κοτζιούλα, «Πικρή ζωή» των εκδόσεων «Νηρέας», και του χειροποίητου βιβλίου «Γ. Κοτζιούλας, Ποιήματα», που βγαίνει σε 50 αντίτυπα από τις εκδόσεις «Μίμνερμος», με χαρακτικά του ζωγράφου Αλέκου Φασιανού. Η παρουσίαση θα γίνει αύριο, Δευτέρα 2 Ιουνίου, στο Πολιτιστικό Κέντρο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών (Μεγάλου Βασιλείου 15, Ρουφ), στις 7 μ.μ. Η παρουσίαση θα γίνει από τον Θόδωρο Παπαγιάννη (γλύπτη, καθηγητή στην ΑΣΚΤ) και από τον Αναστάσιο Σακελλαρόπουλο (διευθυντή των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη). Την εκδήλωση θα χαιρετίσει ο ιατρός και αγιογράφος Σταμάτης Σκλήρης, παρουσία και του ζωγράφου Αλέκου Φασιανού. Για τον Κοτζιούλα έχουμε μιλήσει πολλές φορές στο ιστολόγιο και πριν από τρεις εβδομάδες είχα παρουσιάσει το ένα από τα δύο βιβλία που θα παρουσιαστούν αύριο, την «Πικρή ζωή», και μάλιστα ο γιος του ποιητή είχε προσφέρει και μερικά αντίτυπα σε φίλους του ιστολογίου.

Η δεύτερη εκδήλωση θα γίνει την Τετάρτη 4 Ιουνίου, στις 8μ.μ. στο Σπίτι της Κύπρου, Ξενοφώντος 2Α (Σύνταγμα). Θα παρουσιαστεί το βιβλίο του Νίκου Λάζαρη «Η αιχμή του δόρατος – Κριτικά κείμενα 1987-2011». Θα μιλήσουν ο δοκιμιογράφος Γιώργος Παγανός, ο κριτικός Αλέξης Ζήρας, η φίλη Αθηνά Βογιατζόγλου, αναπλ. καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και ο ποιητής Δημήτρης Κοσμόπουλος.

Για να πάρετε μια γεύση, θα παρουσιάσω παρακάτω ένα κριτικό κείμενο από το βιβλίο. Αλλά να πούμε πρώτα δυο λόγια για τη λογοτεχνική κριτική. Λέγεται συχνά ότι στις μέρες μας η λογοτεχνική κριτική έχει εκφυλιστεί σε βιβλιοπαρουσίαση ή ακόμα χειρότερα σε απλή αναπαραγωγή (με κόπι πέιστ) των δελτίων τύπου που διανέμουν οι εκδοτικοί οίκοι. Μια τέτοια γενίκευση θα ηταν άδικη, όσο κι αν στα περισσότερα έντυπα αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση. Κριτικοί με την παλιά έννοια της λέξης εξακολουθούν να υπάρχουν, μόνο που δεν φιλοξενούνται πια στις μεγάλες εφημερίδες αλλά στις μικρότερες ή σε κάποια λογοτεχνικά περιοδικά. Ταυτόχρονα έχουν εμφανιστεί πολλοί βιβλιοφιλικοί-βιβλιοκριτικοί ιστότοποι και ιστολόγια, ένα πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο που όμως δεν το έχω παρακολουθήσει αρκετά για να το αξιολογήσω.

Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι ότι στις μέρες μας η κριτική θεωρείται αυτονόητο πως θα είναι επαινετική. Σπανίζουν οι κριτικοί που δεν θα διστάσουν να κάνουν αρνητική κριτική ή έστω να επισημάνουν αδυναμίες στο κρινόμενο έργο. Ένας από αυτούς είναι και ο Νίκος Λάζαρης, που το βιβλίο του παρουσιάζουμε σήμερα, που οι κριτικές του σπάνια είναι αμέριστα επαινετικές, συνήθως αναδεικνύουν και θετικά και αρνητικά, ενώ κάποιες φορές κοντεύουν να γίνουν κατεδαφιστικές -όπως στο κείμενο που θα αναδημοσιεύσω παρακάτω. Ο Λάζαρης είναι πιο γενναιόδωρος με τους πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές, πιο απαιτητικός με τους ώριμους και καθιερωμένους και δεν διστάζει να γράψει αρνητικά για συγγραφείς που θεωρούνται ιερά τέρατα. Αρκετές κριτικές του άλλωστε έχουν προκαλέσει έντονες αντιπαραθέσεις και συζητήσεις. Είναι κριτικές λοιπόν αιχμηρές, έχουν όμως και το άλλο προσόν, ότι είναι καλογραμμένες, με νεύρο και ρυθμό, χωρίς τη συνηθισμένη στρυφνότητα των κριτικών κειμένων -μ΄άλλα λόγια, διαβάζονται με απόλαυση.

Όπως γράφει ο ίδιος στον πρόλογο του βιβλίου: Ο δρόμος της κριτικής δεν είναι στρωμένος μέ άνθη. Έχει δύσκολα περάσματα, εμπόδια, κακοτοπιές, που καθιστουν την ενασχόληση με την κριτική κάθε άλλο παρά εύκολη. Ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η δική μας στην οποία η κριτική αντιμετωπίζεται με αυξημένη δυσπιστία, ο κριτικός που θα θελήσει να κάνει σωστά τη δουλειά του (δηλαδή να κρίνει και να αξιολογεί τα λογοτεχνικά έργα κατά συνείδηση), θα κληθεί να καταβάλει ένα τίμημα. Διότι ακόμη και στην περίπτωση που η κριτική του είναι θετική, εάν διατυπώσει κάποιες (ελάχιστες) επιφυλάξεις για ορισμένα ασθενή, κατά τή γνώμη του, σημεία του βιβλίου, θα συναντήσει τήν έντονη δυσφορία, αν όχι την εχθρότητα του κρινόμενου συγγραφέα.

Πώς αντιδρά κανείς απέναντι σέ τέτοιου είδους καταστάσεις; Η απάντηση είναι: Μέ χαμόγελο συγκατάβασης για τα ανθρώπινα. Με την πίστη ότι σε εποχές μεγάλης σύγχυσης όπως η σημερινή, η κριτική πράξη είναι περισσότερο απαραίτητη από ποτέ. Και με την ακλόνητη πεποίθηση, ότι η κριτική είναι τέχνη. Και μάλιστα (κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις) τέχνη υψηλού επιπέδου.

Ο Λάζαρης άσκησε τη λογοτεχνική κριτική κυρίως στα περιοδικά Πλανόδιον και Νέα Εστία και στον τόμο «Η αιχμή του δόρατος» συγκεντρώνει τις καλύτερες κριτικές του που αφορούν βιβλία των εξής συγγραφέων (αντιγράφω από δελτίο τύπου, οπότε να μου συγχωρεθούν τα σημαδάκια):

Νίκος Φωκᾶς | Μίλτος Σαχτούρης | Γιώργης Παυλόπουλος | Κώστας Στεργιόπουλος | Γιῶργος Ἰωάννου | Μάρκος Μέσκος | Κική Δημουλᾶ | Βύρων Λεοντάρης | Κατερίνα Ἀγγελάκη-Ρούκ | Τάσος Γαλάτης | Χρίστος Λάσκαρης | Τάσος Ροῦσσος | Ἀγγελική Σιδηρᾶ | Νάσος Βαγενᾶς | Γιάννης Βαρβέρης | Μιχάλης Γκανᾶς | Μανόλης Πρατικάκης | Ἀργύρης Χιόνης | Γιῶργος Βέλτσος | Γιῶργος Μαρκόπουλος | Γιάννης Ὑφαντῆς | Μαρία Λαϊνᾶ | Ἕλενα Χουζούρη | Γιάννης Εὐσταθιάδης | Στέλλα Ἀλεξοπούλου | Νίκος Λεβέντης | Σωτήρης Γουνελᾶς | Γιῶργος Μπρουνιᾶς | Βασίλης Ἀρφάνης | Σωτήρης Σαράκης | Ἀντώνης Μακρυδημήτρης | Σπύρος Βρεττός | Γιάννης Τζανετάκης | Στρατῆς Πασχάλης | Δημήτρης Κοσμόπουλος | Χάρης Βλαβιανός | Ἄγγελος Καλογερόπουλος | Στάθης Κουτσούνης | Εὐτυχία-Ἀλεξάνδρα Λουκίδου | Γιῶργος Χ. Θεοχάρης | Ἀλεξάνδρα Μπακονίκα | Χάρης Ψαρρᾶς | Τάσος Ἀναστασίου | Θεώνη Κοτίνη | Γεωργία Τριανταφυλλίδου | Ἀνδρέας Ρούσσης | Σπύρος Γεωργίου

Διάλεξα να αναδημοσιεύσω από το βιβλίο του μια κριτική που συζητήθηκε πολύ στην εποχή της (δημοσιεύτηκε το 2002) και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αιχμηρής, σχεδόν κατεδαφιστικής κριτικής (χωρίς σε αυτό να είναι αντιπροσωπευτική των κειμένων του βιβλίου), επειδή συμφωνώ με την άποψη που εκφράστηκε σε μια συζήτηση που πήγασε από μιαν άλλη κριτική του Λάζαρη, η αρνητική κριτική είναι το αλάτι της γης -ότι μια τεκμηριωμένη αρνητική κριτική ωφελεί περισσότερο από έναν αδιάφορο έπαινο.

Πρόκειται για το κείμενο με το οποίο ο Ν. Λάζαρης εγκαινίασε τη συνεργασία του με την Νέα Εστία, τον Μάρτιο του 2002, στο οποίο, με τίτλο «Ένα ακραίο φαινόμενο» ο Λάζαρης κρίνει την τότε πρόσφατη συλλογή του Γιώργου Βέλτσου Στην εκταφή οι εραστές αναγνωρίζονται από τα δαχτυλίδια. Ο Βέλτσος αντέδρασε με επιστολή στο περιοδικό, στην οποία υποστήριξε ότι το περιεχόμενο της κριτικής του Λάζαρη «άπτεται του ποινικού κώδικα» (!), στην οποία απάντησε ο εκδότης του περιοδικού, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, δίνοντας (η έκφραση ανήκει στον Νάσο Βαγενά) ένα «μάθημα κριτικής δεοντολογίας». Η επιστολή Βέλτσου και η απάντηση Ζουμπουλάκη (ενδιαφέρον έχει ο ενικός του πρώτου και ο ευγενικός αλλά αυστηρός πληθυντικός του δεύτερου) υπάρχουν ονλάιν εδώ (θα πρέπει να πατήσετε το βελάκι προς τα δεξιά για να δείτε τις επόμενες σελίδες), ίσως όμως θα είναι καλύτερα να διαβάσετε πρώτα την κριτική του Λάζαρη -και πάλι σε πολυτονικό, κατ΄εξαίρεση:

ΕΝΑ ΑΚΡΑΙΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

Γιῶργος Βέλτσος, Στήν ἐκταφή οἱ ἐραστές ἀναγνωρίζονται ἀπό τά δαχτυλίδια, Καστανιώτης, Ἀθήνα 2001, σ. 46.

Ἡ περίπτωση τοῦ Γιώργου Βέλτσου θά μπο­ροῦσε ἄφοβα νά χαρακτηριστεῖ ὡς ἀκραῖο πο­λιτισμικό φαινόμενο. Καθηγητής κοινωνιολο­γίας στό Πάντειο Πανεπιστήμιο, φίλος τοῦ πρωθυπουργοῦ καί ἐξ ἀπορρήτων σύμβουλός του σέ πολιτιστικά θέματα, θεατρικός συγγραφέας ἔρ­γων ἀβέβαιης θεατρικότητας, φίλος, θαυμα­στής καί ὁμοτράπεζος τοῦ διάσημου καί ἀμφι­λεγόμενου Γάλλου φιλοσόφου Ζάκ Ντερριντά, παθιασμένος κοινωνός τῆς παριζιάνικης κουλ­τούρας καί ἰδιαίτερα τῆς μεταμοντέρνας στήν πιό ἀκραία της ἐκδοχή, κοινωνιολογῶν φιλόσο­φος τοῦ life style, εὐφάνταστος τηλεοπτικός γευσιγνώστης, χαριτωμένος μπόν βιβέρ καί ἰδιό­τυπος κοσμικός ἐκ γενετῆς (πάντα ὅμως μέ τήν καλή ἔννοια, ὅπως θά ἔλεγε καί δημοφιλής κωμικός τῆς TV), ὁ Βέλτσος εἶναι ἕνα ἀπό τά πιό γνωστά ὀνόματα τῆς ἀθηναϊκῆς ἐλίτ τῶν διανοουμένων καί ταυτόχρονα ἕνα πρόσωπο πού κατορθώνει νά βρίσκεται συνεχῶς τά τελευ­ταῖα χρόνια, μέ τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλο τρόπο στό προσκήνιο τῆς πολιτιστικῆς ἐπικαιρότητας. Εἴτε μέ τή συχνή ἀρθρογραφία του στόν ἡμερήσιο Τύπο, εἴτε μέ τά βιβλία πού ἀθρόα ἐκδίδει, εἴτε μέ τήν ἴδια τήν παρουσία του (κινήσεις, ὕφος, στάση, φωνή, χειρονομίες ἑνός αὐθεντικοῦ κλόουν, ὅπως ὁ ἴδιος αὐτοαποκαλεῖται) καί τό στρυφνό, δυσνόητο, ἐπιτηδευμένο γλωσσικό του ἰδίωμα, πού δίνει τροφή στούς δημοσιογράφους νά μι­λοῦν γιά «βέλτσειον» ὕφος καί σέ προικισμέ­νους μίμους, ὅπως ὁ Μητσικώστας, νά τόν ἀναπαριστάνουν ξεκαρδιστικά.

Ὡστόσο, ὅλη αὐτή ἡ πολυσχιδής δραστηριό­τητα φαίνεται πώς δέν ἱκανοποιεῖ τή φιλοδοξία τοῦ Γιώργου Βέλτσου. Ἔτσι, τελευταῖα ἐζήλωσε καί δόξαν ποιητῆ καί, ἀπό τό 1993 μέχρι σήμερα, δημοσίευσε ἑφτά ποιητικές συλλογές (ἕνα σχεδόν βιβλίο τόν χρόνο). Ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτό. Στήν περίπτωση τοῦ νεόκοπου ποιητῆ Βέλτσου, συμβαίνει τό ἑξῆς ἐκπληκτικό καί μᾶλλον πρωτοφανές. Πρίν ἀκόμη ἡ ἔγκυρη κρι­τική σ’ αὐτό τόν τόπο ἀποφανθεῖ γιά τήν ἀξία τοῦ ποιητικοῦ του ἔργου (εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι μόνο ὁ Δ.Ν. Μαρωνίτης ἔχει ἐκφραστεῖ θετικά γιά τήν προηγούμενη συλλογή του Ψιλά γράμ­ματα), τά δύο τελευταῖα βιβλία του, καί κυρίως ἡ Ἐκταφή, συνοδεύτηκαν ἀπό τά τύμπανα ἑνός ἐκκωφαντικοῦ δημοσιογραφικοῦ θορύβου. Σέ μιά ἐποχή δηλαδή, κατά τήν ὁποία σημαντικοί ποιητές βρίσκονται ἔξω ἀπό τό πεδίο τοῦ δημοσιογραφι­κοῦ ἐνδιαφέροντος, βλέπουμε τόν Βέλτσο νά δί­νει ὁλοσέλιδες συνεντεύξεις σέ ἐφημερίδες μεγά­λης κυκλοφορίας καί νά μιλάει μέ ὕφος περι­σπούδαστο γιά τό ποιητικό του ἔργο. Ἄν αὐτό δέν εἶναι μιά πρόκληση, ἕνα σύμπτωμα πού ἀποκαλύπτει τή ρηχότητα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, τότε τί εἶναι;

Μιά προσεκτική ἀνάγνωση τοῦ τελευταίου βι­βλίου τοῦ Γιώργου Βέλτσου, καθώς ἐπίσης καί τῶν ἄλλων ποιητικῶν συλλογῶν πού ἔχει ἐκ­δώσει ἀπό τό ’93 μέχρι σήμερα, μᾶς ὁδηγεῖ σέ μιά βασική διαπίστωση: ὁ Βέλτσος δέν εἶναι αὐθεντικός ποιητής, ἀλλά ἕνας διανοούμενος πού προσπαθεῖ ἀνάμεσα στίς πολλές, ποικίλες ἀσχο­λίες του νά γράψει καί ποιήματα. Κάποτε, εἶναι ἀλήθεια, κατορθώνει καί μᾶς δίνει ὁρισμέ­νους ἀξιόλογους στίχους καί ἐλάχιστα, μετρη­μένα στά δάχτυλα τοῦ ἑνός χεριοῦ, δείγματα μιᾶς ἱκανοποιητικῆς ποιητικῆς γραφῆς. (Καί μιλᾶμε κυρίως γιά τά ποιήματα πού δημοσιεύ­τηκαν στή Νέα Ἑστία, καί εἰδικότερα γιά ἐκεῖνο στό ὁποῖο γίνεται μιά ἀναφορά στό πρό­σωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.) Τίς ὑπόλοιπες φορές ὅμως ἀποτυγχάνει ὁλοσχερῶς. Τά ποιήμα­τά του, ἀδύναμα ὡς πρός τήν ἀρχική τους σύλληψη, ἐπίπεδα, ἄνευρα, φέρουν ἔκτυπα τά χαρακτηριστικά μιᾶς διανοητικῆς κατασκευῆς. Κανένα ρίγος ἀληθινῆς συγκίνησης δέν τά δια­περνᾶ. Καμιά ποιητική πνοή δέν τά ζεσταίνει καί δέν τά ἀπογειώνει. Ὁ ἀπαιτητικός ἀνα­γνώστης, ἀφοῦ τά διαβάσει, κλείνει τό βιβλίο καί ἀμέσως τά ξεχνᾶ, ἐνῶ δέν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ἐπανέλθει ποτέ. (Καί αὐτό εἶναι ἕνα ἐμπειρικό, πλήν ὅμως ἀδιάψευστο τεκμήριο τῆς γνησιότητας ἑνός ποιητῆ.)

Ποῦ ὀφείλεται αὐτή ἡ ἀποτυχία; Γιατί ὁ Γ. Βέλτσος δέν μπορεῖ νά γράψει ἀξιομνημόνευ­τους στίχους καί ποιήματα; Πρῶτα-πρῶτα ὀφείλεται, κατά τή γνώμη μας, στό γεγονός ὅτι ὁ Βέλτσος προσέρχεται στήν ποίηση μέ μιάν ἀνεπίτρεπτη ἀλαζονεία (στά Ψιλά Γράμματα γράφει ὅτι «κανείς δέν εἶναι ποιητής χωρίς τό δεύτερο συστατικό τήν οἴηση»). Ὁ Βέλτσος, εἶναι φανερό, δέν ἀντιμετωπίζει τήν ποίηση σάν μιά ὑψηλή πνευματική διεργασία ἤ σάν ἕνα καταλυτικό γεγονός στό ὁποῖο διακυβεύεται συχνά ἡ βαθύτερη οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρ­ξεως, ἀλλά σάν ἕνα πάρεργο, σάν ἕνα χόμπυ γιά ἀργόσχολους ἤ σάν ἕνα χῶρο δημοσιότητας καί προβολῆς. Ἡ ποίηση ὅμως δέν γράφεται μέ αὐτό τόν τρόπο. Ὁ ἀληθινός ποιητής προσέρ­χεται στήν ποίηση μέ ἄκρα ταπεινότητα. Τό σῶμα του χαμηλώνει, διπλώνεται, ἀγγίζει τή γῆ. Δέν πρόκειται ἀσφαλῶς γιά τήν περίφημη ἀπόσβεση τῆς προσωπικότητας τοῦ ποιητῆ, ἀλλά γιά κάτι διαφορετικό. Ὁ ἀληθινός ποιη­τής αἰσθάνεται ὅτι πρέπει νά «ταφεῖ» μέσα στό ποίημα, γιά νά μπορέσει μετά ἀκέραιος καί λυτρωμένος «ν’ ἀναστηθεῖ». Αὐτή εἶναι ἡ οὐ­σιαστική –μέ τήν ποιητική ἔννοια τοῦ ὅρου– λειτουργία τῆς ποίησης. Αὐτή τήν προσέγγιση, αὐτήν τή «μέθοδο» ἀκολουθοῦν οἱ αὐθεντικοί ποιητές ἀνά τούς αἰῶνες.

Φαίνεται ὅμως πώς αὐτά γιά τόν Βέλτσο εἶναι στήν οὐσία «ψιλά γράμματα». Ὁ Βέλ­τσος –καί μποροῦμε εὔκολα νά τό καταλάβου­με ἀπό τόν τρόπο πού εἶναι γραμμένα τά ποιή­ματά του– δέν δείχνει νά αἰσθάνεται κανένα δέος μπροστά στό ἄσπρο χαρτί. Γιά τόν Βέλ­τσο, τό ἄσπρο χαρτί δέν εἶναι ὁ σκληρός, σεφερικός καθρέφτης πού σοῦ ἐπιστρέφει, ἄν τόν ἐμπιστευτεῖς, τή δική σου φωνή καί ὄχι ἐκείνη πού σοῦ ἀρέσει· ἀλλά μιά λευκή ἐπιφάνεια στήν ὁποία καθρεφτίζονται τά μακιγιαρισμένα μέ ποιητικίζοντα ψιμύθια προσωπεῖα του. Ἔτσι ὅμως οἱ λέξεις, χωρίς κανένα συναισθηματικό βάρος, δίχως μιά βαθύτερη ἀντιστοιχία μέ τά πράγματα πού θέλουν νά ἐκφράσουν, ἐκδικοῦ­νται. Γλιστρᾶνε μπροστά στά μάτια μας, αἰω­ροῦνται, χάνονται. «Δέν καρφώνονται μέσα στό ποίημα, σάν πρόκες γιά νά μή τίς παίρνει ὁ ἄνεμος.» [Σημείωση ΝΣ: Παραπέμπει στον διάσημο στίχο του Μανώλη Αναγνωστάκη Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις. / Να μην τις παίρνει ο άνεμος]

Μοῦ εἶπες πώς σέ πόνεσα
ἀλλά δέν θές τέτοιο ἐνέχυρο
καί μοῦ τό ἐπιστρέφεις
τά βράδια πού κλαῖμε τήν ἀλλαγή τῶν συνθηκῶν
Ἡ δικαιοπραξία ματαιώθηκε λοιπόν
Διότι, μοῦ εἶπες
τῶν πραγμάτων οὕτως ἐχόντων
ἡ αὐτεξουσιότητα εἶναι ἡ στάση τῶν ἀρχόντων.

(στ΄)

Ἕνας δεύτερος λόγος πού ὁ Βέλτσος ἀδυνα­τεῖ νά μᾶς δώσει πραγματικά ποιήματα εἶναι τό ὅτι δέν μπορεῖ νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ἐγκεφαλικότητά του. Ὄχι βέβαια ὅτι ἡ γνώση, ἡ διάνοια, οἱ ἰδέες, εἶναι ἄχρηστα πράγματα γιά τήν ποίηση. Ἀντίθετα, ἡ ποίηση ζητᾶ ὁλόκλη­ρη τήν προσωπικότητα τοῦ ποιητῆ, ὄχι μόνο ἕνα μέρος της. Ὅταν ὅμως αὐτό δέν γίνεται μέσα ἀπό μιά ἐσωτερική διεργασία, ἀπό μιά φυσική ἀναγκαιότητα, ἀλλά ἐπιβάλλεται προ­γραμματικά ἀπέξω «γιά νά τιτλοφορούμεθα ποιητές», τότε τό αἰσθητικό ἀποτέλεσμα ἀκυ­ρώνεται. Στήν περίπτωση τοῦ Βέλτσου αἰσθά­νεται κανείς ὅτι ἡ ἐγκεφαλικότητα καταπνίγει κάθε συναίσθημα καί δημιουργεῖ ἕνα εἶδος ἀνα­χώματος, πού ἐμποδίζει τίς ἀσύνειδες ποιητι­κές δυνάμεις νά ἀναδυθοῦν καί νά δράσουν. Ἀποτέλεσμα: Στά περισσότερα ποιήματα τῆς Ἐκταφῆς ὑπάρχουν σκέψεις, ὑπάρχουν δηλώ­σεις, πού δέν μετουσιώνονται αἰσθητικά – μ’ ἕνα λόγο δέν ἀποκτοῦν λογοτεχνικότητα.

Καί μάρτυς μου ὁ ἥλιος, εἶχες πεῖ
σάν νά ἐπρόκειτο γιά ζήτημα φωτός ἡ ἀλήθεια
Σκοτάδια
κι ἄλλα σκοτάδια σκοτεινά
εἶναι οἱ προθέσεις μας
πῶς μέ ἀγάπησες
γιατί ἡ ἀγάπη
καί πῶς δικάζει καί τούς δυό ἡ ἰσημερία
Ὁ ἥλιος ψευδομάρτυρας
παρά τό ἀψευδές τῶν αἰσθημάτων
Κι ὕστερα τό ἀψευδές τῶν ἕξεων
διότι καί πάλι αὔριο
θά ὑποστείλεις τά φρονήματα.

(ια΄)

Ἕνα τρίτο βασικό ἐμπόδιο στόν δρόμο τοῦ Βέλ­τσου πρός τήν ποίηση εἶναι ὁ ναρκισσισμός του. Ὁ ναρκισσισμός βέβαια αὐτός καθεαυτόν, δέν εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ κακό πράγμα γιά τήν ποίηση. Τό ναρκισσιστικό στοιχεῖο ὑπάρχει δυ­νάμει, ἔστω καί ἐπιμελῶς κρυμμένο, σέ κάθε ποιητή, σέ κάθε καλλιτέχνη ἐν γένει, καί μπο­ρεῖ νά εἶναι ἕνα ἰσχυρό κίνητρο γιά ὑψηλά δημιουργικά ἐπιτεύγματα, ἀρκεῖ νά κατορθώσει κανείς νά τό ὑποτάξει στό ἀληθινό νόημα τῆς τέχνης. Ὁ ναρκισσισμός τοῦ Βέλτσου ἔχει ἕνα μειονέκτημα: ἐξέχει μέσα στά ποιήματά του, φωνάζει ἀπό μακριά· καί ἐκφράζεται μέ μιά λεκτική ἐπιτήδευση καί μιά ἐξεζητημένη με­λαγχολία, μιά ἀτμόσφαιρα πένθους, πού δέν ἔχουν τή δύναμη νά μᾶς πείσουν γιά τή γνη­σιότητά τους. Γιατί; Διότι τό πένθος (πού δέν συνάδει μέ τόν ναρκισσισμό) προϋποθέτει πόνο: καί ὁ πόνος ὁ ἀληθινός, πού ἀνοίγει ρήγματα στήν ψυχή ἑνός ἀνθρώπου καί συγχρόνως τόν ὡριμάζει, τόν ἀνυψώνει πνευματικά καί γίνεται πηγή καλλιτεχνικῆς δημιουργίας, δέν ὑπάρχει στά ποιήματα τῆς Ἐκταφῆς. Γράφει ὁ Βέλτσος:

Ἀδελφές ὧρες
μ’ ἕνα μικρό τοῦ λεπτοδείκτη κίνημα
ὧρες συγκεντρωμένες
στῆς κάμαρας τό ἀκίνητο προσκύνημα
ὧρες, αἰώρημα
θεώρημα
πού ἐπέβαλε ὁ συνωστισμός
τίς τάξεις σας πυκνώνω βιαστικός
προστίθεμαι κι ἐγώ
στήν οἰκογένεια τῶν αὐτοκτόνων

(λ΄)

Ἀλήθεια, ποιός μιλάει σ’ αὐτό τό ποίημα; Ποιός, ἀπευθυνόμενος στίς ἀδελφές ὧρες, ἰσχυρίζεται ὅτι θά προστεθεῖ στήν οἰκογένεια τῶν αὐτο­κτόνων; Ὁ γράφων τό ποίημα Βέλτσος; Ἕνα προσωπεῖο του; Ἡ ἴδια ἡ γλώσσα; Ὅποιος κι ἄν μιλάει, δέν κατορθώνει νά μᾶς συγκινήσει μέ τή μελοδραματική δήλωση-ἐξαγγελία του. Δύο σελίδες ὅμως πιό κάτω, σ’ ἕνα ἄλλο ποίημα, διαβάζουμε:

Μαῦρο, τοῦ μαύρου ἰδανικό
ἀδύνατο καί μαῦρο
τῆς τέχνης μου τό μυστικό
τό μέτωπο, στό τζάμι
τό κατευθεῖαν, στήν καρδιά
τό ἄηχο, στόν κρότο
στόν κρόταφο, τό ἀβέβαιο

Κι ὕστερα μαῦρο αἷμα.

Ἐδῶ θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι ὁ Βέλτσος, κοντά στίς τόσες του ἰδιότητες, ἀπέκτησε καί μία ἀκόμη: αὐτήν τοῦ εἰδικοῦ στίς φιλολογικές αὐτοκτονίες! Ἄς μιλήσουμε ὅμως πιό σοβαρά. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά ποιήματα δέν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπό μιά κακόγουστη πόζα, ἕνα κενό σχῆμα λόγου, μιά φιλολογία. Γράφονται ἔτσι ἀβρόχοις ποσί, γιά νά προκαλέσουν ἐντύπωση. Ἐντύπωση ὅμως σέ ποιόν; Ὑπάρχουν σήμερα, ἐν ἔτει 2002, ἀναγνῶστες τῆς ποίησης πού μποροῦν νά μένουν ἔκθαμβοι, μπροστά σέ ποιητικίζοντα στιχουργήματα ὅπως τό παραπάνω;

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ὁ Γιῶργος Βέλτσος, τίς ὑπο­κριτικές ἱκανότητες καί τή θεατρικότητα τῆς παρουσίας τοῦ ὁποίου δέν ἀμφισβητοῦμε, παρά τίς φιλότιμες καί ἐπίμονες προσπάθειες πού κατέβαλε, δέν κατόρθωσε νά ὑποδυθεῖ μέ ἐπι­τυχία τόν ρόλο τοῦ ποιητῆ.

[περ. Νέα Ἑστία, τ. 1743, Μάρτιος 2002]

 

70 Σχόλια to “Η αιχμή του δόρατος του Νίκου Λάζαρη”

  1. andam said

    Καλημέρα και καλό μήνα!
    πολύ ενδιαφέρον μου φαίνεται το βιβλίο. Για μερικούς συγγραφείς που αναφέρει έχω σχηματίσει μια προσωπική άποψη και πολύ θα ήθελα να δω τι λέει ο Λάζαρης γι΄αυτούς. Η κριτική στο Βέλτσο απολαυστική…

  2. philippos said

    «άπτεται του [Π]οινικού [Κ]ώδικα» – ως προς αυτό ισχύει μια σοφή διάταξή του (άρθρο 367): «1. Δεν αποτελούν άδικη πράξη: α) οι δυσμενείς κρίσεις για επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή επαγγελματικές εργασίες… ή δ) σε ανάλογες περιπτώσεις. 2. Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται: α) όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 [= συκοφαντική δυσφήμηση] καθώς και β) όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης».

  3. Κρυπτικό σχόλιο για εσωτερική χρήση: βλέπω με ενδιαφέρον μια προσωπική μου συμπάθεια, εξόχως περιθωριακή, λέει, στη χορεία των εγκωμιαστών του Βέλτσου. 😉

    Άκου επιχείρημα, πώς δημοσιεύεις εμ ποιήματά μου εμ αρνητική κριτική!

  4. sarant said

    Kαλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

    2: Γιαυτό και ο Βέλτσος δεν έδωσε συνέχεια στο θέμα, όπως φαίνεται.

    3: Κρυπτικό όντως 🙂

  5. Γιάννης Κουβάτσος said

    Καλημέρα και καλό μήνα!
    Ν’ αγιάσει η πένα του, το πληκτρολόγιό του, με ό,τι κι αν γράφει ο Λάζαρης, ν’ αγιάσει. Κάποιος έπρεπε να του τα πει έξω απ’ τα δόντια του Βέλτσου, η αντίδραση του οποίου επιβεβαιώνει την τεκμηριωμένη κριτική που του ασκήθηκε. Δυστυχώς, η μοντέρνα ποίηση, η σχεδόν πεζολογική, δίνει στον καθένα το δικαίωμα να γράφει ό,τι να ΄ναι και να περνιέται για ποιητής, ιδίως αν γραφτούν θετικά σχόλια από κάναν Μαρωνίτη. Τρανό παράδειγμα ο Μπογδάνος.
    Λέω να το πάρω το βιβλίο του Λάζαρη, γιατί μου θυμίζει το ομόθεμο »Ενδεχομένως» του Παντελή Μπουκάλα.

  6. 4γ Εσύ θα τόπιασες όμως (και δυοτρείς άλλοι) 🙂

  7. Γιάννης Κουβάτσος said

    Ας μιλήσει κι ο ίδιος ο Βέλτσος…Τι είναι ποίηση, ποιητά μου; «Ποίηση είναι η διάψευση, του βάρους η απώλεια, ο γλωσσισμός του πνεύματος, ο παφλασμός του ανήκουστου στου τύμπανου τη ρώμη, το αλάνι του θυρεοειδούς, έρπης στο χείλωμα, στον κόκκυγα γεράνι, της ρίμας η δολιοφθορά, η εγκόλπωση του μέλλοντος στου τάφου τον πλακούντα»
    Και αν θέλετε κριτική πιο ακαταλαβίστικη κι απ’ τα γραπτά του Βέλτσου:
    http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=151666

  8. sarant said

    6: Ε, ναι 🙂

  9. Καλημέρα

    Υδραυλικός, πολιτικός, ποιητής ήταν αυθαίρετοι τίτλοι που απέδιδε ο καθένας στον εαυτόν του. Εδώ και 10 χρόνια το επάγγελμα του υδραυλικού κατοχυρώθηκε, είχα την τιμή να διδάξω μάθημα της ειδικότητας μου στους πρώτους πτυχιούχους υδραυλικούς, ανήσυχους υπαλλήλους της Ούλεν, κατά συντριπτική πλειοψηφία,.
    Μας έμειναν τα άλλα δύο
    Το πολιτικός θέλει λεφτά ή κομματική στήριξη με ό,τι αυτή συνεπάγεται αλλιώς η γραφικότητα χάνεται με την πάροδο ου χρόνου- δεν συγκινεί πιά κανέναν ο Λεβέντης.
    Το ποιητής είναι το πιο εύκολο, ειδικά από τότε που επεκράτησε η άποψη που βολεύει τους εκδότες πως δεν υπάρχει αντικειμενικά καλό.

    Από την άλλη μεριά το κριτικός είναι τίτλος που δεν τον δίνει κάποιος στον εαυτό του αλλά ο εργοδότης σε .εναν από τους υπαλλήλους του αφού όμως έχει διαγνώσει κάποια προσόντα.

  10. spiral architect said

    Καλημέρα και καλό μήνα. 🙂
    Αχ, πόσος ιδρώτας, ορμόνες και μελάνι έχουν ξοδευτεί για την αρνητική κριτική! 😐 Προσωπικά, δεν μ’ αρέσει ο προσδιορισμός «αρνητική», η κριτική πρέπει να είναι θετική και αρνητική, αλλιώς δεν υφίσταται. Έχει όμως επικρατήσει η αρνητική, επειδή εστιάζει στην προσωπικότητα του προς κρίσιν προσώπου και όχι σ’ αυτό καθαυτό το έργο του, τσιγκλώντας εύκολα το θυμικό του αναγνώστη.
    Αφήστε τα καλύτερα …

  11. atheofobos said

    Στο ποστ μου ΠΑΠΑΡΟΛΟΓΙΕΣ έχω μεταφέρει, μεταξύ άλλων και την σημασία της λέξεως ΒΕΛΤΣΟΣ όπως την εξηγεί το slang.gr.
    Η πρώτη είναι θετική : Ο φωτεινός παντογνώστης, ο υπερεγκέφαλος, η κινούμενη εγκυκλοπαίδεια, ο ειδικός επί παντός επιστητού, ο άνθρωπος με τις απεριόριστες θεωρητικές ικανότητες,
    Π.χ. – Πώς σου φανήκαν τα θέματα των εξετάσεων ρε φίλε;
    – Νταξ, μια χαρά παλεύονταν. Δε χρειαζόταν να είσαι και Βέλτσος για να γράψεις.
    Η δεύτερη όμως μάλλον προέρχεται από άτομα που δεν μπορούν να κατανοήσουν το βάθος της σκέψης του γιατί μας εξηγεί πως Βέλτσος σημαίνει:
    Ο αμπελοφιλόσοφος, ο αερολόγος, αυτός που έχει προσβληθεί από οξεία λογοδιάρροια κι όλο μιλάει χωρίς να λέει τίποτα, ο ματαιόδοξος και ψευτοκουλτουριάρης διανοούμενος που πουλάει τρέλα παπαρολογώντας ακατάσχετα και ακαταλαβίστικα, ο πολυπράγμων σε βαθμό μαλακίας.
    http://atheofobos2.blogspot.gr/2012/11/blog-post_25.html

  12. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

  13. Γιάννης Κουβάτσος said

    Το πράγμα είχε και συνέχεια. Κλήθηκε να πάρει θέση ως κι ο υπουργός Πολιτισμού!
    http://www.kathimerini.gr/118460/article/politismos/arxeio-politismoy/h-kritikh-ypo-to-fws-ths-poinikologias

  14. Γς said

    13:
    Τον λέει και Μπον Βιβέρ το λήκνο σου.

    Μπον Βιβερ,. Κάθε φορά που παίρνω φέτες Μπον Βιβέρ γαλοπούλα καπνιστή, σκέφτομαι που κατάντησε αυτός ο ψευδογαλλισμός της πλάκας.

    Μπον Βιβέρ λένε ήταν κι ο μαϊμού γιατρός της Σκύρου που κυκλοφορούσε με Φεράρι,και ιδιωτικό αεροπλάνο.

  15. Y. G. said

    Σχετικο με το ενδιαφερον σημερινο θεμα, ενα αρθρο του Daniel Mendelsohn, κλασσικιστη, προσφατα μεταφραστη του Καβαφη και πιθανοτατα διαδοχο του Robert Silvers, στη θεση του εκδοτη του NYRB.

    http://www.newyorker.com/online/blogs/books/2012/08/a-critics-manifesto.html

    For all criticism is based on that equation: KNOWLEDGE + TASTE = MEANINGFUL JUDGMENT. The key word here is meaningful. People who have strong reactions to a work—and most of us do—but don’t possess the wider erudition that can give an opinion heft, are not critics. (This is why a great deal of online reviewing by readers isn’t criticism proper.) Nor are those who have tremendous erudition but lack the taste or temperament that could give their judgment authority in the eyes of other people, people who are not experts. (This is why so many academic scholars are no good at reviewing for mainstream audiences.) Like any other kind of writing, criticism is a genre that one has to have a knack for, and the people who have a knack for it are those whose knowledge intersects interestingly and persuasively with their taste. In the end, the critic is someone who, when his knowledge, operated on by his taste in the presence of some new example of the genre he’s interested in—a new TV series, a movie, an opera or ballet or book—hungers to make sense of that new thing, to analyze it, interpret it, make it mean something.

  16. gbaloglou said

    διεκδικητής του τίτλου του ποιητή

  17. Y. G. said

    @16
    Εξοχο!

  18. Γς said

    9:
    Υδραυλικός.
    Και μπανίζω μια μαγκιόρα τσάντα δίπλα στα σκουπίδια στον Προφήτη Ηλία.

    -Για μάζεψέ την και βάλτην πίσω στο πορτ μπαγκάζ.
    -Είναι βαριά. Γεμάτη πέτρες ρε μπαμπά.
    -Πάρε την που σου λέω.

    Και την ξέχασα.
    Οταν βαρέθηκα να την πηγαινοφέρνω ανακάλυψα ότι κάποιος υδραυλικός πρέπει να την είχε ακουμπήσει εκεί.

    Πέρασαν κάτι δεκαετίες κι ακόμα τα εργαλεία του είναι στις εργαλειοθήκες μου.

    Ναι, κι ο Γούντι Αλεν, που δεν ήξερε να απαντήσει στην ερώτηση άν υπάρχει θεός.
    -Σας έχει τύχει όμως να ψάχνεται υδραυλικό σαββατοκύριακο;

  19. physicist said

    Η κουβέντα και τα πρόσωπα μου έφεραν στο νου το ρητό του John W. Garnder:

    The society which scorns excellence in plumbing as a humble activity and tolerates shoddiness in philosophy because it is an exalted activity will have neither good plumbing nor good philosophy: neither its pipes nor its theories will hold water.

  20. ππαν said

    Ωραίο, Νικοκύρη!

  21. Γς said

    Περίπτωση.
    Και δεν μπόρεσα να καταλάβω τι θέλει να πει ο ποιητής στο υστερόγραφο της απαντητικής του επιστολής στον εκδότη της Νέας Εστίας Σταύρο Ζουμπουλάκη.

    Λογοτεχνικές κριτικές κι εκείνος μωρέ ο λογοτέχνης θεατρικός κριτικός, που μας κούφανε πριν 25 χρόνια

    http://invenio.lib.auth.gr/record/70241/?ln=el

  22. gbaloglou said

    15 Όταν ζούσα στις ΗΠΑ διάβαζα την New York Review of Books* … και είχα βαρεθεί να βλέπω — και κατά καιρούς να διαβάζω — τους εκλεκτούς του εντύπου, με τον νεότατο David Mendelsohn να είναι, πάντα ήθελα να μάθω γιατί και ποτέ δεν ρώτησα, ο εκλεκτός των εκλεκτών… [Πολύ ασφαλέστερες οι κριτικές στο amazon.com, κατά την ταπεινή μου γνώμη!]

    *καμιά φορά και εδώ, παρά τα ένδεκα ευρώ — κάποια άρθρα της διατίθενται και διαδικτυακά

  23. sarant said

    Eυχαριστώ πολύ για τα νεότερα σχόλια, και να με συμπαθάτε που έλειπα.

  24. Και για μια ακόμη φορά να θυμίσουμε τη λύση για τα σκουληκάκια:
    http://paa.appspot.com/monotonistis/index.html

    Σέρνεις τον λίκνο «Μονοτονιστής» που θα δεις, μέσα στους σελιδοδείκτες σου -κατά προτίμηση εκεί που έχεις άμεση πρόσβαση- και τον επικροτείς από κει κατά βούληση…

  25. Γς said

    22:
    Θυμάμαι κι εγώ τους διαλόγους στις βιβλιοκριτικές του.
    Για τον φίλο του Βέλτσου Derrida π.χ. σ ένα βιβλίο σχετικο με την hoax toy Alan Sokal.
    [με τα (αμυντικά) άρθρα του στο Μοντ]

    Κι όταν ο Σόλαλ με εκείνον τον Βέλγο άρχισαν να σκαλίζουν τα ευρωπαϊκά αντελεκτιουελικά ευχόμουν να γινόταν κάτι ανάλογο και στην Ελλάδα.

    Φεύ, αντ αυτού [Sokal] o Μητσικώστας.

  26. Γς said

    >Κι όταν ο Σόλαλ
    ο Sokal

  27. Ιάκωβος said

    Πολύ πολύ ενδιαφέρον. Δεν έχω εντρυφήσει στην ποίηση, αλλά από τα λίγα που έχω διαβάσει, μου φαίνεται πως εκείνο το «η ποίηση δε γράφεται με ιδέες, αλλά με λέξεις» που δε θυμάμαι ποιος το είπε, έχει παρεξηγηθεί από πολλούς. Είναι μόδα να στοιβάζουν σπάνιες αστραφτερές λέξεις που στραφταλίζουν πεφταστέρια και ήλιους ψευδομάρτυρες κι άλλες μπούρδες και το λένε ποίηση. Βάζει κι ο Ελύτης βέβαια ήλιο πετροπαιχνιδιάτορα, αλλά δεν είναι καθόλου το ίδιο.

    Εμένα μου αρέσουν οι ποιητές που αρχίζουν από Κά- 🙂 Κάλβος, Καβάφης, Καρυωτάκης, Κατσαρός.Κι ο Σολωμός.

    Με τρελαίνουν εκείνες οι λεπτότητες:

    Σ’ ολίγο, σ’ ολιγάκι
    δεν ήξερα να πω
    αν έβλεπα πανάκι
    ή του πελάγου αφρό.

    Και αφού πανί, μαντίλι
    εχάθη στο νερό
    εδάκρυσαν οι φίλοι
    εδάκρυσα κι εγώ.

    Εκεί που το πανί της βάρκας μπορεί να είναι και ένα κύμα που χάνεται ή εκεί που, ναι, δακρύζουν οι φίλοι, αλλά δακρύζω κι εγώ, που δεν ήμουν απλά φίλος…αυτό είναι ποίηση.

    Κι οι χαρμολύπες. Πχ από τον Καρυωτάκη:
    Το γύρω φως ως θα τη διαπερνά, η καρδιά μου βαρύ μαργαριτάρι. Και θα γελώ. Και θε να κλαίω… Και νά, νά το φεγγάρι!

    Κι απ’ το ποίημα Θέατρο του Μαρκορά το «κι ήτανε μια παράσταση και θλιβερή κι ωραία» .

    «Εγώ δεν ξέρω. Εβγαίνανε κι εσμίγαν κι επαγαίναν
    κι ήτανε μια παράσταση και θλιβερή κι ωραία.

    κι έβγαινε – Θέ μου! κι η νυχτιά, καθώς επαρασταίναν
    έβγαινε – Θέ μου! κι έριχνε τη μαύρη της αυλαία

    Αυτό το «εγω δεν ξέρω», με στέλνει αδιάβαστο.
    Ίσως είμαι ντεμοντέ και σχολικός, αλλά αυτά θεωρώ εγώ ποίηση.

  28. Ιάκωβος said

    Ωχ, Πορφύρας, Πορφύρας 🙂

  29. 19,
    Πολύ καλό!

  30. Tania Rahmatoulina said

    Αυτό είναι κριτική! Να διαβαζεις το κείμενο απνευστι, να σε συναρπάζει η ζωντάνια, η τόλμη του, ο ωραίος του λογος κι ας μην εχεις διαβάσει το κρινόμενο εργο!

  31. Νέο Kid Στο Block said

    29. 19. Kηπουρός όμως (Gar d n er) και ιερόν τέρας δι ημάς τους προβληματιστάς! 🙂
    Kαι ως Kηπουρός είχε και κηπουρικά ρητά σωποδήποτε! : Much education today is monumentally ineffective. All too often we are giving young people cut flowers when we should be teaching them to grow their own plants.
    (την ιδέα πάντως του Γκάρντνερ με το plumbing ,την έκλεψε αργότερα κάποιος πολιτικός φιλόσοφος/στοχαστής-ποιητής και τα συνδύασε στο ποίημά του «Οδύσσεια» )
    Δεμένος τρυφερός αλλιώτικος
    Δεμένος στο κατάρτι μου.
    Τόσα νερά στο δωμάτιό μου!

    Ας έρθουν οι σύντροφοι
    Ας έρθουν οι σειρήνες
    Ας έρθει – έστω – ένας υδραυλικός.

  32. physicist said

    #31. — Gardner, βεβαίως! Το παθαίνω συχνά αυτό με τους αναγραμματισμούς.

    Ας έρθει ο Κίντος
    Ας έρθει ο Σαραντάκος
    Ας έρθει – έστω – ένας λογοθεραπευτής.

  33. Νέο Kid Στο Block said

    32. Να ένας κριτικός με άποψη!! 😉

  34. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα σχόλια!

    Γεια σου Τάνια!

    24: Δουλεύει και στον έντιτορ της wp ο μονοτονιστής;

  35. Ιάκωβος said

    Γς
    Ναι, κι ο Γούντι Αλεν, που δεν ήξερε να απαντήσει στην ερώτηση άν υπάρχει θεός.
    -Σας έχει τύχει όμως να ψάχνεται υδραυλικό σαββατοκύριακο;

    -Τι υδραυλικό. Εδώ, τον μαραγκό ψάχναμε κι αυτός βόλταρε πάνω σε ένα γαϊδούρι στα Ιεροσόλυμα.

  36. christos k said

    Πάντοτε μ’ ενοχλούσαν οι δημοσιευμένες κριτικές από κριτικούς-ειδικούς κάθε είδους όταν η κριτική ξέφευγε από το έργο του δημιουργού και στρεφόταν στην προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του δημιουργού.

    «Ποῦ ὀφείλεται αὐτή ἡ ἀποτυχία; Γιατί ὁ Γ. Βέλτσος δέν μπορεῖ νά γράψει ἀξιομνημόνευ­τους στίχους καί ποιήματα; Πρῶτα-πρῶτα ὀφείλεται, κατά τή γνώμη μας, στό γεγονός ὅτι ὁ Βέλτσος προσέρχεται στήν ποίηση μέ μιάν ἀνεπίτρεπτη ἀλαζονεία «.

    Ο κριτικός λογοτεχνίας ας κρίνει έργα και όχι ανθρώπους. Δεν βρίσκω λάθος από έναν κριτικό να ελέγχει εάν ο δημιουργός έχει εμπειρίες σχετικά με τα θέματα που ασχολείται. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν βλέπω με συμπάθεια οποιαδήποτε κριτική που υποσκάπτει προσωπικότητες.

    Ο κυριότερος λόγος που υποστηρίζω αυτή τη θέση είναι διότι ο καθένας που προσπαθεί να δημοσιεύσει ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα κτλ συχνά βγάζει τον εσωτερικό του κόσμο στη φόρα και είναι σκληρό κάποιος άλλος να προσβάλει αυτόν τον κόσμο. Αν ο δημιουργός κατά τον κριτικό δεν δίνει την αλήθεια του αλλά «τα μακιγιαρισμένα μέ ποιητικίζοντα ψιμύθια προσωπεῖα του» μπορεί να πει πως το ποίημα δεν καταφέρνει να πείσει τον αναγνώστη ή να τον βάλει σε μία κάποια ατμόσφαιρα για παράδειγμα ή κάτι τελοσπάντων που να αφορά το έργο καθαυτό (χωρίς να λέω πως ο Λάζαρης δεν έκανε και αυτό).

  37. 31,
    Το ρητό είναι παρόμοιο με εκείνο για το ψάρεμα:

    Give a man a fish and he will eat for a day.
    Teach a man to fish and he will sit in a boat drinking beer all day.
    😉

  38. 32,
    Gardner, granted; a grander Garnder.

  39. Νέο Kid Στο Block said

    37. Έτσι! 😆 😆 Κάθε φιλοσοφία έχει και τα σκοτεινά της «alternative History», όπως θα συμφωνούσε κι ο φίλτατος Φυσικός.

  40. physicist said

    #39. — Alternative herstory.

    #38. — Ωραίος ο κ. Νικολάου. 🙂

  41. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα!

    36: Όπως λέτε, το κάνει και αυτό ο Λάζαρης. Και σε άλλες κριτικές, που αφορούν ποιητές εκτός της επικαιρότητας, κάνει μόνο αυτό.

  42. gmich said

    Να που είναι χρήσιμοι και σε κάτι οι ποιητές στυλ Βέλτσου. Να κάνουν γράφονται τόσο απολαυστικές κριτικές.
    Διαβάζοντας την επιστολή του Βέλτσου διαπιστώνεις αβίαστα πως είναι αδύνατον αυτός ο άνθρωπος να μπορεί να είναι ποιητής.

  43. munich said

    Αμυδρά θυμάμαι το θόρυβο τότε, ήταν πράγματι ένας σταρ ο Βέλτσος και θέματα που τον αφορούσαν έβρισκαν πάντοτε τον τόπο να γίνουν γνωστά. Η φιλία του με την εξουσία τον έκανε και σε μένα αντιπαθη.
    όσον αφορά την κριτική καλύπτομαι πλήρως από το σχόλιο 36.

    πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση και ευχαριστώ πολύ.

  44. Theo said

    @42: Ακριβώς αυτό σκέφτηκα κι εγώ όταν διάβασα την επιστολή του Βέλτσου

    @ 36: Γενικά, συμφωνώ.
    Όμως, όταν ένας σφουγγοκωλάριος της (τότε) εξουσίας, με καταφανέστατο ναρκισισμό, προσπαθεί, μέσω των σκαλαθυρμάτων του και της προβολής που ενορχηστρώνουν οι γνωριμίες και οι κύκλοι του, να «το παίξει» ποιητής, τότε επιβάλλεται μια κριτική σαν αυτήν του Λάζαρη.

    Και το «συμπέρασμα», η τελευταία παράγραφος αυτού του άρθρου δείχνει πόσο δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, είναι για κάποιους στυλ Βέλτσου να ανέβουν της ποιήσεως την σκάλαν. Όλα τ’ άλλα, ίσως μπορούν να τα κάνουν του χεριού τους. Την ποίηση, όμως, όχι. Γιατί ο πραγματικός ποιητής αναζητά την αλήθεια, σκάπτει ένδον, κι ο αναγνώστης του αυτό το ψυχανεμίζεται, καθώς δονείται από την αληθινή ποίηση. Δεν είναι ποίηση τα στιχουργήματα που σκαρώνονται για να προσθέσουν κάτι στο κοινωνικό προφίλ και την εικόνα του γράφοντος.

    Μπράβο, λοιπόν, στον Λάζαρη που είχε την παρρησία να το το καταδείξει.

  45. physicist said

    #43. — … Η φιλία του με την εξουσία τον έκανε και σε μένα αντιπαθη.

    Διαβάζω και στην κριτική του Νίκου Λάζαρη την (έμμεση) μομφή ότι ο Β. ήταν φίλος του πρωθυπουργού, κι αναρωτιέμαι τι ρόλο παίζει αυτός ο παράγοτνας. Όταν είναι ολοφάνερο ότι κάποιος είναι τενεκές ξεγάνωτος, για ποιο λόγο χρειάζονται ευφυείς άνθρωποι δεκανίκια για να το διαπιστώσουν; Πρόκειται για υπέρμετρο σεβασμό σε ό,τι σερβίρεται για (αριστερή) διανόηση;

  46. munich said

    #45
    να σου πω την αλήθεια σε μένα δεν ήταν τόσο ολοφάνερο ότι ο κ.Β. ήταν τενεκές ξεγάνωτος και ακόμα δεν θα το υποστήριζα. Από το ’90 και μετά πλασαριζόταν ως η κορυφή της διανόησης (τώρα το «αριστερή» εσύ το λες) σεε μια φάση που όλοι στρέφονταν στα μπλινκι μπλινκι και ό,τι αφορούσε τη διανόηση απαξιωνόταν αυτομάτως ως δήθεν και βαρετο. το ενδιαφέρον για την παράξενη αυτή μορ΄φη που δεν φοβόταν να βγει μπροστά ήταν νομίζω νόμιμο. Η φιλία του δε με τον Ντεριντα (δεν συμμερίζομαι την άποψη του Λ. περί αμφιλεγόμενου κτλ) ήταν ένα στοιχείο που του έδινε όσο ναναι κύρος.
    Με παρρησια θα ομολογήσω ότι ο Βέλτσος μου ήταν ανέκαθεν ακατανόητος, αλλά περισσότερο θεωρούσα ότι αυτό ήταν δική μου αδυναμία ή άγνοια περι των θεμάτων που προσέγγιζε. Όσο περνούσε όμως ο καιρός και, ναι, η πολυπροβαλόμενη και ξεδιάντροπη φιλία του με τον .κ. Σημίτη ας πούμε μου άνοιξε τα μάτια

  47. ππαν said

    Koυτσομπολιό: ειχε έρθει στο Ηρώδειο ο Μαξίμ Βεγκέροφ, θαυμάσιος βιολονίστας. Το πρόγραμμα του ρεσιτάλ ήταν ας πούμε εμπορικό. Ανάμεσα στους θεατές βλέπαμε με φρίκη έναν που έδειχνε τη αποδοκιμασία του μιλώντας στο κινητό. Την ώρα του ρεσιτάλ ο Βέλτσος μιλούσε στο κινητό, τότε, να πω, που τα κινητά ήταν σπάνια.
    Μα γιατί τον λετε τενεκε; 🙂

  48. physicist said

    #46. — Τον Β. τον θυμάμαι απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Δεν υπήρχε ούτε ένα θέμα της επικαιρότητας που να ήταν σε θέση να το συζητήσει φυσολογικά: ήταν ολοφάνερο ότι έκρυβε τη απόλυτο κενό του πίσω από ακαταλαβίστικες μπαρούφες. Θυμάμαι μια κουβέντα περί φεμινισμού ή κάτι τέτοιο, που είχε αρχίσει να πετάει μέσα Λακάν, Ντερριντά, και Λίτσα Διαμάντη ατάκτως, και να λέει κάτι απίστευτες ηλιθιότητες της μορφής «les femmes n’ existent pas», στα γαλλικά. Απέδωσε αυτή την ψυχαναλυτική μπαρούφα στον Λακάν, για να προσθέσει, αμέσως, με υπεροπτικό χαμόγελο: «Αλλά ας αφήσουμε τώρα τα λακανικά».

    Μόνο σε χώρα με μηδέν αυτοπεποίθηση και με σαθρή διανόηση θα μπορούσε ένα τέτοιο ψέμα να πάει τόσο μακριά και τόσο ψηλά. Που δεν βρέθηκε ποτέ τηλεπαρουσιαστής, διανοούμενος, πνευματικός άνθρωπος, να πει και να δείξει από τότε, από νωρίς, ότι πρόκειται για σαπουνόφουσκα, για φελλό που πούλησε με μπαρούφες τη μπαρούφα του decosntructionism τους ιθαγενείς — κι αυτοί τόχαψαν. Αηδία και ξεφτίλα, απ’ αρχής μέχρι τέλους.

  49. ππαν said

    Του Λακάν είναι, αν και νομίζω πως είναι la femme n’existe pas

  50. physicist said

    #49. — Α, ευχαριστώ, ππαν. Η μνήμη με πρόδωσε μόνο στον πληθυντικό. 🙂

  51. munich said

    Εντάξει φαίνεται ότι έχει πολύ πιο ολοκληρωμένη και άποψη για το ζήτημα που εμένα με απασχόλησε μόνο περιφερειακώς και αντεγκράουντ.
    Είχα γνωρίσει έναν φοιτητή του -που τελείωσε με άριστα αλλά τελικά ανέλαβε την οικ. επιχειρηση- και με είχε επηρεάσει θετικά για εκείνον στα ζητήματα της κοινωνιολογίας που δεν γνώριζα επαρκώς όπως προείπα.
    Πάντως η σάτιρα ακόμα και τότε τον ξεμπρόστιαζε και πρέπει να τους το αναγνωρίσεις. Νομίζω και ο Μαέβιους Παχατουρίδης σε εκείνον καπως αναφερόταν.

  52. physicist said

    #51. — Τη σάτιρα δεν την έχω δει, να σου πω την αλήθεια. Ούτε κι εγώ ξέρω λεπτομέρειες ή μ’ ενδιαφέρει ειδικά αυτή η περίπτωση: τη βλέπω ως παράδειγμα ή μάλλον ως κακέκτυπο του φαινομένου που ο Sokal και ο Bricmont περιέγραψαν στο βιβλίο τους «Intellectual Impostures».

  53. munich said

    Δεν το έχω διαβάσει αν και μου το έχουν προτείνει πολλοί, πρέπει λοιπον.
    Ωστόσο να πω ότι έχω επιφυλάξεις να απορρίψω όλο το έργο και καθολικά κάποια πρόσωπα σε μόνο και μόνο γιατί μου είναι αντιπαθή ή έχουν κάνει κάποιες λάθος επιλογές κάπου ή είναι νάρκισσοι και φιλάρεσκοι. Για να το ποδοσφαιροποιήσω λίγο, ο Κ. Ρονάλντο μου έιναι εξαιρετικά αντιπαθής και ως προσωπικότητα αλλά και το στύλ του ποδοσφαίρου που παίζει αλλά δεν θα υποστηρίξω ποτέ ότι δεν ξέρει μπάλα.

  54. physicist said

    #53. — Μόναχε, δεν είναι θέμα αντιπάθειας! Αντιπαθής μου είναι και ο P. W. Anderson.

  55. munich said

    δηλαδή νομίζεις ότι και στο πεδίο του την κοινωνιολογία είναι φούσκα ο Βέλτσος;

    Γιατί για μένα αυτό που τον ακυρώνει, και συγγνώμη που επιμένω, είναι ότι ήταν σφουγγοκωλάριος, όπως επιτυχημένα τον χαρακτήρισε ένας αξιότιμος συσχολιαστής προηγουμένως.

  56. giorgos said

    «. Πνευματική ζωή έξω άπό τήν έπιστήμη σήμερα – δηλ. άπό τόν Γαλιλαίο κι’ έδώ – δέν νοείται.
    Υπάρχει βέβαια παράδοση στόν τόπο μας, τουλάχιστον άπό τήν εποχή πού ό Ροίδης άνεκάλυψε τόν ίπποπόταμό του , νά λέη κανένας ‘ο,τι τού καπνίση, χωρίς νά ύπάρχη κίνδυνος νά παρεξηγηθή. Η άπλή σύγχυση είναι έπιστημονικό προσόν, καί όσο κανένας παραπαίη καί άκαταλαβίστικος γίνεται, τόσο σπουδιαότερος φαντάζει. Τό πιό σύνηθες είναι νά παραπαίη άπό σκόπιμη παραπλανητική διάθεση καί λιγώτερο άπό σύγχυση, πού έν τέλει μπορεί καί νά θεραπευθή, όταν ύπάρχη θέληση. Δέν ξέρουμε τί άπό τά δύο συμβαίνει όταν άπομονώνεται ή πνευματική ζωή άπό τήν έπιστήμη – δηλ. άπό τόν χώρο τού πνεύματος πού απαιτεί τήν αρτιώτερη συμπύκνωση τής ψυχής γιά νά ύπάρξη – καί θεωρείται ή επιστήμη ύπόθεση μεταφύτευσης. Συμβαίνει αύτό έπειδή μέσα στό κλίμα τών “ποιημάτων” μείναμε ούσιαστικά άγευστοι έπιστημονικού πνεύματος, μέ μόνη δυνατότητα νά είμαστε – όσο κορυφαίοι κι’ άν φαινόμαστε – οί δικολάβοι τής όποισδήποτε έπιστήμης. Ασυναπάντητοι μέ τά προβλήματά της, νά τήν θεωρούμε ζήτημα δικονομικών έρμηνειών καί γνωμών. Η έν γένει άποστροφή μας πρός τό “θετικιστικό” πνεύμα δέν μάς κάνει μόνον νά διαγράφωμε μέ μιά άφοριστική μονοκονδυλιά τόν Μαρξισμό άπό τίς κοινωνικές έπιστήμες, άλλά μάς φέρνει άσυντόνιστους μέ όποιαδήποτε έπιστημονική άγωγή πού θά άπαιτούσε κατανόηση καθ’ έαυτήν – άνεξάρτητα άπό τήν δική μας ίδιοτροπία .»
    Απόσπασμα από ενα βιβλίο .

  57. physicist said

    #55. — Ψάξτο, σκέψου το, συζήτα το αν σ’ ενδιαφέρει. Δεν είναι δύσκολο στις μέρες μας να διαμοφώσεις μια γνώμη σχετικά με το κύρος ενός ερευνητή. Δεν έχει καμία σημασία τι λέει η τάδε εφημερίδα ή ο δείνα συνομιλητής σου στου Σαραντάκου. Το θέμα είναι ακριβώς αυτό, ότι δηλαδή μπορούμε να διαμορφώσουμε μιαν αρκετά καλή ιδέα από δική μας πρωτοβουλία, και μετά να συγκρίνουμε μ΄ εκείνη που προβάλλουν ο Τύπος και ορισμένα θεσμικά όργανα.

  58. munich said

    Το θέμα είναι ότι για το Βέλτσο συγκεκριμένα οι περισσότεροι διαμορφώσαμε άποψη, και ισχυρή άποψη, από αυτό που προβαλόταν από τα ΜΜΕ και δεν προχωρήσαμε παρακάτω.
    Τέλοσπάντων δε βλέπω το λόγο να το παίζω δικηγόρος του Βέλτσου

  59. physicist said

    #58. — Ξέρω τι λες και δεν σε βάζω πόστα σε τίποτα. Από τότε που μεγαλώναμε, όμως (σε κόβω για συνομίληκο, πάνω-κάτω), άλλαξε ένα πράγμα: η έρευνα απέκτησε διαφάνεια κι εμείς αποκτήσαμε πρόσβαση σε πληροφορίες που, αν τις χρησιμοποιήσουμε με κρίση και μυαλό, δεν έχουμε ανάγκη τα ΜΜΕ, που ξέρουμε δα ποια είναι η αξιοπιστία τους και η ακεραιότητά τους.

    Τα λέμε!

  60. Theo said

    Ο ιατρός και αγιογράφος Σταμάτης Σκλήρης είναι και ιερέας, ο παπα Σταμάτης.

    Ποιος αποσιωπά αυτή την ιδιότητά του;

    Ο ίδιος, οι διοργανωτές ή ο ιστολόγος;

  61. sarant said

    60: Τέο, κόπι πέιστ το πήρα από την ανακοινωση που κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο. Δεν τον ξέρω τον άνθρωπο. Μπράβο του αν είναι και παπάς.

  62. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    Νικοκύρη ευχαριστίες και για το σημερινό.Είναι από τα αγαπημένα μου τέχνη ή λογοτεχνία και η κριτική της. Κάνω παράλληλους έσω διαλόγους με τη δική μου γνώμη και πολύ μ΄αρέσει αυτό.
    Βέλτσος, δυο τρία πράματα που ξέρω γι αυτόν:
    Ρούμπωσα μερικούς αμφισβητίες της συνταγής μου ψάρι-χοντρό- με μπάμιες, από τότε που τις μαγείρεψε με πεσκανδρίτσα (ή σκορπίνα;) και ντοματούλες Μυκόνου μπροστά στο φακό.
    Η φιγούρα του είναι για μένα η προσωποποίηση ενός ήρωα της Παναγίας των Παρισίων-δε λέω τίνος.
    Κάτι λίγες φορές που διασταυρώθηκα σε καλλιτεχνικά γεγονότα μαζί του, η συνοδός του ήταν πάντα ωραιότατη,τα πιο λουλούδια από τις φοιτήτριες συνόδευε ο μπαγάσας.
    Δε θα λεγα από μόνη μου σφουγγοκωλάριος (δεν ξέρω και τόσο σοβαρά πράματα που θα το τεκμηρίωναν) αλλά για διασκεδαστής,ναι. Σαν να έπαιζε ρόλο, το στυλ και το μπλαμπλα του γύρω από τον υπουργό.
    Θυμάμαι ότι,χωρίς να το έχω διαβάσει,ο τίτλος για τα δαχτυλίδια των σκελετών-εραστών από μόνος του μου ήταν απωθητικός ως πολύ κραυγαλέος, δηλωτικός. Πεποικιλμένη ντουντούκα.
    Τώρα με αυτό το γράμμα στο Ζουμπουλάκη έχασα την ιδέα που δεν είχα.Το κακό είναι ψιλομπήκα στην περιέργεια τί έγραψε ο Κακναβάτος ας πούμε. Πρέπει όμως ν΄αγοράσω τα βιβλία του και δε θα γίνει.Αν μου τα χάριζε, θα τα διάβαζα χωρίς προκατάληψη, μα τώρα προηγούνται άλλα.
    Στους στίχους του που παρατέθηκαν εδώ, να πω πως δε βλέπω αγωνία σ αυτό που γράφει.
    Καταλαβαίνω τί θέλει να πει αλλά το λέει άνευρα και ταυτόχρονα το διαλαλεί όπως γλωσσοκάτοχοι το διατυμπανίζουν με άτοπο αξάν. (μη με γιουχάρετε που η άσχετη ταπεινότης μου προέβη σε κριτική-μα ήταν οι λέξεις του,τρεις φορές αναγνωσμένες με τις κομμένες φλέβες τους ξερές, που με ηλέκτρισαν).
    Ιάκωβε, υπέροχη η ποιητική επιλογή και οι σημάνσεις σου.

  63. Theo said

    @61:
    Ναι, μπράβο του. Τον έχω γνωρίσει προσωπικά εδώ και δεκαετίες, είναι ωραίος τύπος, έχει ζωγραφίσει και «κοσμικούς» πίνακες, αλλά τα τελευταία χρόνια φαίνεται σα να μη θέλει να παρουσιάζεται ως παπάς.

  64. Γς said

    62:
    >Η φιγούρα του είναι για μένα η προσωποποίηση ενός ήρωα της Παναγίας των Παρισίων-δε λέω τίνος.

    Κουασιμόντο η πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα (του Θωμά).
    Από τα πρώτα λόγια του απολυτίκιου
    Quasi modo geniti infantes, alleluia: rationabiles, sine dolo lac concupiscite
    Για τα νεογέννητα και το πνευματικό γάλα.

    Ο καμπούρης στο μυθιστόρημα του Βίκτωρος Ουγκώ έπρεπε να έχε εγκαταλειφθεί βρέφος στη Νοτρ Νταμ αυτή την ημέρα, εξ ου και το όνομά του.

  65. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    64.ο δικός μας όμως, τα πήγ(αιν)ε καλά με τις Εσμεράλντες. 🙂
    σ.σ.φάνηκε σαν αιχμή για το δέμας του και δε μ΄αρέσει τώρα.Στο μυαλό μου είχα τη φιγούρα του και όλα αυτά τα κλοουνίστικα που τον συνοδεύουν και παρασύρθηκα ότι μπορώ να γράψω και αυτό (που πράγματι έχω συνδυάσει αθέλητα από χρόνια) αλλά μετανοιώνω.

  66. Γς said

    65:
    >σαν αιχμή για το δέμας του

    αιχμή του δέματος;

    Κι η Εσμεράλντα των τσιγγάνων μου θύμισε την μικρή Μαρία που δώσανε σήμερα οριστικά στο Χαμόγελο του Παιδιού.

    Κι αυτή εδώ; δεν είναι σαν την Esmeralda και την κατσικούλα της την Djali ;

  67. # 62

    Την επόμενη φορά που θάχεις (φρέσκο) ροφό ή χοντρό ψάρι, ΜΗΝ το καθαρίσεις. Βάλτο σ’ ένα ταψί «θαμμένο» σε χοντρό αλάτι. Ψήστο όση ώρα θα έψηνες το ψάρι ξεσκέπαστο. Το αλάτι θα γίνει «σώμα» με τα λέπια και μπορείς εύκολα να γδάρεις το ψάρι. Το ίδιο εύκολα απομακρύνεται η μπάλα με τα εντόσθια και τα κυρτά κόκκαλα της κοιλιάς. Την πρώτη φορά φάτο με λαδολέμονο, θα σου αρέσει. Την δεύτερη φορά βάλε μόνο λεμόνι, θα σου αρέσει περισσότερο. Τη τρίτη φορά μη βάλεις τίποτε. Πρέπει όμως να έχεις περάσει τα δύο πρώτα στάδια για να εκτιμήσεις την τελειότητα του τρίτου.
    Μην το κάνεις με κατεψυγμένο (ή πολυκαιρισμένο) ψάρι. Αυτό κάντο με μπάμιες.

  68. Είναι αξιοσημείωτο το πώς πιάσαμε τον Βέλτσο και ξεχάσαμε τελείως τον Λάζαρη στο βιβλίο του οποίου αναφέρεται το μεγαλύτερο μέρος της ανάρτησης.

    Αυτό δείχνει πολλά για τον τρόπο σκέψης του ανθρώπου, αλλά και αποδεικνύει στην πράξη πόσο ομιχλώδες είναι το τοπίο γύρω από την κριτική γενικά, πόσο μάλλον για την «ορθή», «σωστή» ή «ιδεατή» κριτική – όπως και να την πούμε, το ίδιο κάνει.

    Γι’ αυτό ας γυρίσουμε καλύτερα στα βασικά, τα πιο νωρίς, και το πιο νωρίς της κριτικής είναι η ανάγνωση… υποτίθεται ότι όλοι γνωρίζουμε ανάγνωση, αλλά το πώς την επιτελεί (ή εντέλει την εκτελεί) καθένας μας είναι διαφορετική ιστορία. Κάποιες από αυτές αξίζουν πάντως να τις διαβάσει κανείς και νομίζω αυτό πιστεύουν όσα ιστολόγια (σαν το δικό μου, για να περιαυτολογήσω) ασχολούνται με τις σύγχρονες ποιητικές συλλογές και λένε την ειλικρινή τους γνώμη…

    Μερικές μάλιστα φορές τους κάνουν τη χάρη να τη δημοσιεύσουν και σε εφημερίδες ευρείας (όπως δικές μου στην «Αυγή»), άρα κάποια αξία μπορεί να έχει κι αυτή κι ας μην χαρακτηρίζεται «κριτική».

  69. Μανούσος said

    Από όλα τα σημεία λάτρεψα την λέξη «ποιητικίζοντα». Όλα τα λεφτά!!!

  70. sarant said

    68: Τώρα είδα το σχόλιό σας, και δεν περιαυτολογείτε -συγχαρητήρια για το ιστολόγιο!

Σχολιάστε