Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Από τη μουσαντένια ιστορία στο μούσι του αυτοκράτορα

Posted by sarant στο 18 Αυγούστου, 2011


Το σημερινό άρθρο είχε πρωτοδημοσιευτεί στον παλιό μου ιστότοπο και στην Αυγή το 2008, πριν ανοίξει το εδώ ιστολόγιο. Το ξαναδημοσιεύω τώρα με ελάχιστες αλλαγές και με μια προσθήκη στο «μπαμ τρελελέ».

Οι εστεμμένες τρίχες του Ναπολέοντα του μικρού

Η λέξη «μουσαντένιος» μπήκε ορμητικά στην επικαιρότητα των τηλεπαραθύρων με τον δικηγόρο Πεντακαθαρίδη που βιντεοσκοπήθηκε (παράνομα, αλλά ποιος τα εξετάζει αυτά) να κομπάζει για τη «μουσαντένια» αγωγή που είχε κάνει, παναπεί ψεύτικη, ή πιο σωστά γεμάτη εσκεμμένα λάθη ώστε να καταρρεύσει στο δικαστήριο. Μουσαντένια λοιπόν, μια λέξη που δεν υπάρχει στα γενικά λεξικά. Προσωπικά, την είχα ήδη συναντήσει σε ποδοσφαιρικά συμφραζόμενα, όπου το τάδε πέναλτι θεωρήθηκε μουσαντένιο, δηλαδή ανύπαρκτο, ψεύτικο. Λίγο παλιότερα, θαρρώ, αυτό το λέγαμε «πέτσινο».

Ωστόσο, το μουσαντένιος δεν είναι και τόσο καινούργιος όρος. Τον βρίσκω στα Καλιαρντά του Ηλία Πετρόπουλου (1971), ο οποίος δίνει σαν αρχικό λήμμα το «μουσαντό», αλλά και ακόμα παλιότερα, στο λεξικό της πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη (πρώτη έκδοση 1950, δεύτερη 1962). Όπως φαίνεται, το μουσαντό προέρχεται από το μούσι, δηλ. ψέμα, με ψευτογαλλική κατάληξη, όπως σημειώνει σωστά ο Πετρόπουλος.

Ας πάμε λοιπόν στο μούσι, που σημαίνει μεταφορικά «ψέμα», μια σημασία που τη θυμάμαι από παιδί· πολλές φορές μάλιστα πιάναμε απλώς το πηγούνι με τα δάχτυλα για να δηλώσουμε σιωπηρά ότι αυτό που ακούμε είναι μούσι. Πώς άραγε έφτασε το μούσι να σημαίνει «ψέμα»; Μην ξεχνάμε πως στην καθομιλουμένη τα παχιά ή τα ανόητα λόγια λέγονται τρίχες –και τι άλλο είναι το μούσι παρά πολλές μακριές τρίχες (ενίοτε και κατσαρές); Θαρρώ λοιπόν πως από τις τρίχες περάσαμε στο μούσι. Ασφαλώς όμως θα έπαιξαν ρόλο και οι ψεύτικες γενειάδες, οι αποκριάτικες, που είναι το πιο εύκολο μασκάρεμα.

Από πού ετυμολογείται όμως το μούσι; Θα περίμενε κανείς να είναι ομόρριζο με το μουστάκι, αλλά δεν είναι· ούτε με το μουσούδι. Δεν έχω χώρο να επεκταθώ στις ετυμολογίες αυτές, αλλά το μεν μουστάκι είναι αυτοχθόνως ελληνικό (και από τη λέξη μύσταξ προέρχονται τα moustache και συναφή των ευρωπαϊκών γλωσσών) το δε μουσούδι είναι από το ιταλικό muso. Αντίθετα, το μούσι είναι γαλλικό, και δη γαλαζοαίματο!

Οι γαλλομαθείς θα σας πουν ότι στα γαλλικά mouche είναι η μύγα, είναι όμως και το μικρό γενάκι κάτω από το κάτω χείλος. Τώρα, η τριχοφυική ορολογία μπερδεύεται, διότι εμείς αυτό το γενάκι το λέμε μπαμ τρελελέ, που επίσης είναι γαλλικής αρχής! Να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Μια μέρα που δεν είχε τι να κάνει (λόγω τιμής, έτσι λέει το λεξικό!) ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ο 13ος, διάταξε τους αξιωματικούς της φρουράς του να ξυρίσουν τα γένια τους, έτσι που ν’ αφήσουν μόνο το μουστάκι κι ένα γενάκι μικρό, ίσα μια κουτσουλιά, κάτω από το κάτω χείλος. Την ίδια μόδα, άλλωστε, την ακολούθησε κι ο ίδιος, και γι’ αυτό το γενάκι εκείνο ονομάστηκε αρχικά «βασιλικό» (la royale).

Αργότερα, το γενάκι αυτό, επειδή ήταν μικρό και μαύρο, πήρε την ονομασία mouche, παναπεί μύγα, από το 1840 περίπου. Την ίδια περίπου εποχή ο αυτοκράτορας Λουδοβίκος Ναπολέων ο 3ος (1808-1873), ο λεγόμενος «ο μικρός» και άξιος του προσωνυμίου του, είχε ένα διάσημο mouche, που όπως βλέπετε στην εικόνα το άφηνε λιγάκι πιο μακρύ, και αυτό ονομάστηκε l’impériale (το αυτοκρατορικό). Από αυτό το «λεμπεριάλ» ή το «μπαρμπ εμπεριάλ» προήλθε, μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια, το δικό μας «μπαμ τρελελέ».

Το μπαμ τρελελέ είναι ίσως παλιομοδίτικο αλλά ακόμα το συνηθίζουν κάποιοι (π.χ. ένας από τους Κατσιμιχαίους, αλλά δεν θυμάμαι ποιος, ζητάω τη βοήθειά σας στα σχόλια). Τη λέξη θα την ακούσετε και ως μπαμ τερλελέ (έτσι λέγεται και μια μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης) ή μπαμ τιρλελέ ή μπαμ τιριλέμ, για να μην επεκταθώ στις πιο αλλόκοτες παραλλαγές.

Μάλιστα, σε άρθρο του Στέφ. Στεφάνου για την Αθήνα της εποχής του Γεωργίου του Α’ αναφέρεται ότι ο Μελέτης, ο καλύτερος μπαρμπέρης της εποχής, στην οδόν Αιόλου, «όταν ήθελε να ξυρίσει το μπαμ τρελελέ, όπως ελέγετο το κάτωθεν του στόματος γενάκι, εφώναζε του πελάτου ‘να κάνει μύγδαλο’, να φουσκώσει δηλαδή εσωτερικώς με τη γλώσσα του το μέρος εκείνο». Αναρωτιέμαι πώς το έλεγαν στον αυτοκράτορα οι δικοί του κουρείς.

Ας αφήσουμε όμως το μπαμ τρελελέ κι ας γυρίσουμε στο μούσι. Το mouche το γαλλικό έγινε σ’ εμάς μούσι, μάλλον στα τέλη του 19ου αιώνα (τη λέξη μούσι την έχω βρει σε εφημερίδα του 1902) και με το δανεισμό σαν να μεγάλωσε κιόλας, αφού αρχικά μεν σήμαινε το υπογένειο (που οι Γάλλοι το λένε bouc), ενώ σήμερα μπορεί να σημαίνει και το γένι, αν και ίσως όχι τη μακριά γενειάδα. Όσο για το γαλλικό mouche, τη μύγα, είναι λατινικής αρχής (musca), αλλά αυτή την ετυμολογία την αφήνω για άλλη φορά. Ταιριάζει πάντως να πω ότι όταν κάποιος λέει χοντρά ψέματα, σαν αυτά που μας σερβίρουν πολλοί και διάφοροι από τα τηλεπαράθυρα, ή όταν απλώς λέει ανοησίες, λέμε ότι μας γέμισες αλογόμυγες. Να λοιπόν μια ακόμα σύνδεση, έστω και συμπτωματική, της μύγας με το μούσι και με τις μουσαντένιες ιστορίες.

Να τελειώσω λέγοντας πως στα Καλιαρντά βρίσκω όχι μόνο τις λέξεις μουσαντό και μουσαντένιος, αλλά και δεκάδες άλλα λήμματα με πρώτο συνθετικό το «μουσαντο-», το οποίο προσδίδει στις λέξεις τη σημασία του ψεύτικου, του πλαστού. Για παράδειγμα, μουσαντόμαγκας είναι στα καλιαρντά ο μπαμπέσης. Αν ο Ηλίας ο Πετρόπουλος ζούσε σήμερα, δεν αποκλείεται να είχε προσθέσει κι άλλες λέξεις, σαν τη μουσαντοκυβέρνηση ή τον μουσαντοπρωθυπουργό. Ίσως μάλιστα να χρειαζόταν να βγάλει δεύτερο τόμο στο λεξικό του.

29 Σχόλια to “Από τη μουσαντένια ιστορία στο μούσι του αυτοκράτορα”

  1. Λές, η Μονσάντο; Ο πατέρας μου καλούσε το μουσίδιον, ‘μπαμ τριαλαρόμ’. Αλλά σας ενδιαφέρουν οι συνήθειες της la mouche, η οποία απησχόλει, εν σχόλη, αυτοκράτορες και φιλοσόφους. Ο Σπινόζα έρριχνε μύγες σε ιστούς της αράχνης, στο παράθυρο, για να αποσπαστεί από τις βαθείς σκέψεις της ‘one substance’… Πιο γνωστός ακόμη, ο αυτοκράτωρ Δομιτιανός, που έρριχνε νεαρές μυίγες σε γέρικες αράχνες για να παρακολουθήσει το.. ματς. Οι πραιτωριανοί του έρριχναν μυίγες στο υπνοδωμάτιο της σιέστα, για να παίζει κυνηγώντας να τις πιάσει ο αυτοκράτωρ, κάτι σαν τους ανωτέρους δημοσίους υπαλλήλους μας. Κάποτε τον επεσκέφθη τις, κι ερωτήσας αν ο αυτοκράτωρ είναι μόνος, ο Vibius Priscus απήντησε το ιστορικόν: ‘ne musca quidem’, ή πιο απλοϊκά, ne musca sola. Ο Όμηρος, αναγνωρίζει στις μυίγες ένα παροιμιώδες θάρρος, και η στερεότυπη παρομοίωση για το θάρρος είναι το «θάρρος μυίας», ενώ ο Σιμωνίδης, στην δική του σιέστα, βλέποντας το πέταγμα της μυίγας στο ταβάνι, φιλοσόφησε για το ευμετάβλητο της ανθρώπινης περίστασης, με το «ωκεία γαρ, ουδέ τανυπτερύγου μυίας, ούτως α μετάστασις».

  2. Γιατί τρελελέ; Μπαμ τερλελέ το ξέρω και συμφωνεί το slang.gr.

  3. sarant said

    1: Ευχαριστώ για τις… μύγες!

    2: Και τερλελέ και τρελελέ θα το βρεις. Είναι αλήθεια ότι τα λεξικά (Δημητράκος, Σταματάκος, Πάπυρος) έχουν «τερλελέ», αλλά τα κείμενα έχουν κυρίως «τρελελέ», οπότε σκέφτηκα ότι ίσως τα λεξικά ευπρεπίζουν δηλ. αποφεύγουν το τρελελέ επειδή είναι πιο αστείο. Ίσως στην επιλογή μου να βάρυνε το ότι εγώ το είχα μάθει τερλελέ.

    Ποιος Κατσιμίχας φοράει μπαμ-τ*λελέ θα μου πεις; 😉

  4. νέο kid στο block said

    Δηλαδή το ‘βαράω μύγες’ (κεσάτια;) θα μπορούσε να σημαίνει ‘είμαι φιλαλήθης’; 🙂

    Πάντως, επειδή ήμαστε λαός ευρηματικός και ..φιλόμουσος:-) υπάρχουν και πολλά, τοπικής εμβέλειας, καλιαρντά για το μούσι.
    Στη περιοχή Λαμίας ακουγόταν πολύ στα νεολαιίστικα στέκια δεκαετίας 90 το ‘τριάρι’ με τη έννοια του μουσαντό. Π.χ έφαγα τριάρι από τον τάδε ή ο τάδε είναι μεγάλος τριαράς /τριαρένιος . Τώρα πως πρόεκυψε το αριθμητικό, θα σας γελάσω.
    Όταν ήμουν φαντάρος στη Λάρισα (μέσα 90) έπαιζε πολύ το ‘πακέτο’ . Έφαγα πακέτο= μου πούλησαν μούσι/παραμύθι. Είσαι πακετάς= είσαι παραμυθατζής. Βέβαια αυτό δημιουργούσε ιλαρές παρεξηγήσεις με Θεσσαλονικιούς που λέγανε(λένε?) πακετάδες τους ντελιβεράδες.
    Το πρωτάκουσα ,από τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου, σαν ‘νταμ τιριλέ’ (πολύπαθο γλωσσικά, το ταλαίπωρο αυτοκρατορικό μουσάκι :-)). Το θυμάμαι πολύ καλά, γιατί ερχόταν στο σπίτι κάποιος οικογεν. φίλος που διέθετε και η γιαγιά (που δεν τον πολυπήγαινε γενικώς) έλεγε: ‘Ήρθε αυτός ο νταμτιριλές’.
    Επίσης, γύρω στα μέσα δεκαετίας 80 κυκλοφόρησε (για λίγο όμως νομίζω) το ‘κλαδικάριος’
    Οι ελαφρώς παλαιότεροι θυμούνται ασφαλώς ότι τα πρωτοκλασάτα στελέχη των κλαδικών του ΠΑΣΟΚ, έφεραν απαραιτήτως το γένι (κυρίως αλά Γεννηματά ).
    Εδώ να αναφέρω, ότι σε αντίθεση με την Ελλάδα που το γένι έχει συνδεθεί με …αριστερά κυρίως ,στην Κύπρο η γενειάδα(η και το απλό μούσι και η αξυρισιά) έχει συνδεθεί με ακροδεξιά και ΕΟΚΑ Β’ (λόγω ότι μετά το 74 ήταν επικηρυγμένοι και ως φυγάδες εκ των πραγμάτων αξύριστοι, αυτή την εξήγηση μου έχει δώσει κάποιος Κύπριος που έζησε τις καταστάσεις).

  5. voulagx said

    Και εξ αιτιας μιας μυγας, που πετουσε στο κελλι του, ο Καρτεσιος επινοησε τις μουσαντεν… σορρυ, τις καρτεσιανες συντεταγμενες!

    Απορια: Η μουσιτσα εχει καμμια σχεση με την μυγα (mouche);

  6. sarant said

    5: Καλή σκέψη, αλλά τα λεξικά λένε όχι, αν και δεν είναι σίγουρη η ετυμολογία της. Το ΛΚΝ λέει από τουρκ. mus(a) = ξυράφι (ίσως), μια έκδοση του Μπαμπι που έχω εδώ λέει από ιταλ. muso (μουσούδι).

    Το θέμα είναι να χρονολογήσουμε τη μουσίτσα -αν μπήκε στη γλώσσα αρχές 1900 μπορεί να είναι από τα γαλλικά, αν είναι παλιότερη μάλλον όχι -και στα ιταλοενετικά η μύγα είναι mosca.

  7. νέο kid στο block said

    Πάντως αυτές οι τρίχες των Γάλλων, πάντα μας δημιουργούσαν θέματα.
    Έχω και ένα σχετικό παιδικό τραύμα γιατρέ μου, όταν είχα δει σε κάποιο αρχαίο (και προφανώς κακομεταφρασμένο) παιδικό βιβλιαράκι τη μικρή Ελενίτσα να τρώει το ροζέ ‘γένι του μπαμπά’ (μπάρμπ α παπά=το μαλλί της γριάς γαλλιστί), τότε σ’ εμάς το μαλλί της γριάς ήταν μόνο άσπρο, οπότε κάνω τη λογική σκέψη ότι το ροζ μαλλί λέγεται ‘γένι του μπαμπά’ και όλο χαρά πάω στον …(πως λέγεται αλήθεια ρε παιδιά ο παραγωγός μαλλιού της γριάς; Ωραίο κουίζ!) και του ζητάω ‘το γένι του μπαμπά’ . Εκείνος ο άθλιος με κοιτάζει και μου λέει : Θα ‘ρθω σπίτι να τον ξυρίσω να στο δώσω!
    Και αργότερα κάποιος ‘Γαλλομαθής’ είχε μπει στο μπαρμπέρικο και ζήτησε ένα ‘Κου ντε σεβάλ’ . Πάλι καλά δηλαδή που δε ζήτησε ένα κου ντε γκρας, να ‘χουμε αίματα!
    🙂

  8. voulagx said

    Ευχαριστω,Σαραντ. Και στα βλαχικα: μυγα=muskι (το πισω ι α λα τουρκα που λεει η Μαρια)

  9. Οταν ο οικοδόμος Παπαμιχαήλ πιάνει σα δουλειά σα τραγουδιστής στο κέντρο που μαέστρος είναι ο Αυλωνίτης, στην ταινία [;;;], μήπως «Διπλοπενιές», του εκ Τσεχοσλοβακίας εκείνου του περίεργου σκηνοθέτη Σκαλενάκη,
    ο Αυλωνίτης του λέει «θα βαστάς μπουζούκι, στα μουσαντά, μουσαντένιο».
    Ταινία του 1965, με μουσική Ξαρχάκου, που λέγανε το «Λευτέρη».

  10. sarant said

    Βασιλική, πολύ καλό το εύρημα, σ’ ευχαριστώ!

  11. Μουσαμαδιά φορούσε κανένας σας;

  12. ΤΑΚ said

    Νίκο, ομολογώ ότι, ενώ το «μπαμ τερλελέ» μου είναι οκείο από τη μουσική σκηνή, δεν ήξερα τι σημαίνει! Σε ευχαριστώ.
    Το μπαμ τριαλαρόμ που αναφέρει ο Τίτος Χριστοδούλου στο 1 μου θυμίζει «τζουμ τριαλαρόμ» (καμία σχέση με μουστάκια).
    Για το «μπαμ τερλελέ» έχω ακούσει φίλο μου από το Κορωπί να το λέει «σπανομαρία». (άσχετη πληροφορία της ημέρας: Σπανομαρία λένε οι μοναχοί στο Όρος τον Πάπα, σύμφωνα με μαρτυρίες).

  13. νέο kid στο block said

    Μούσι στο μούσι πήξαμε, στην τόση παραμύθα
    Μούσι τα βιολογικά, μούσι και η παττίχα
    με μουσαντέ λιπάσματα, έγινε κολοκύθα
    Μούσι και η αγάπη μας, που δεδομένη είχα
    Μούσι τα λόγια τα παχιά, μούσι οι υποσχέσεις
    Μούσι και η ανάπτυξη, που αν είδες να με χέσεις
    Μούσι αυτή η στενωπός, που φως στο τέλος έχει
    Μούσι και η υπουργάρα μας, που όλα τα κατέχει
    Μούσι κι ο καταλογισμός, βαρών με δικαιοσύνη
    Μη μουσαντένιο φάρμακο κι ο ασθενής βρε πίνει;
    Μουσάτοι με γενειάδες να! Και μουσαντοεστεμμένοι
    Μούσι στο μούσι, αμάν πια! Μούσι και οι παντρεμένοι;
    Με μουσαντέ πρωθυπουργό και μουσαντογκουβέρνο
    Γιόμισε μουσαντόμαγκες ,άλλο δε περιμένω
    Μούσι θ’αφήσω και εγώ και μουσαντογενειάδα
    Και όλους τους μουσαντόφιλους, καλώ εις τον Καιάδα
    Τα μούσια μας να δέσουμε, να σταυροφιληθούμε
    Κι όλοι μαζί (στο μουσαντέ) να πα να …ξυριστούμε.
    Τι ψευδοκόσμος θαυμαστός!, τι μουσαντέ θολούρα
    Μούσι και η συμπόνια μας ,μούσι και η αγιαστούρα
    Μούσι τα ψυχοφάρμακα ,μούσι και η μαστούρα

    Το μόνο πια αληθινό και διόλου μουσαντένιο
    Είναι της Νομασλάνδης μας, το Χενς το κοραλλένιο!

  14. sarant said

    Τάσο καλησπέρα!

    Νεοκίντ, άψογος!
    (κι αν θέλεις καμιά ρίμα για το μούσι, βάλε: βυσσοδομούσι).

  15. νέο kid στο block said

    Καλό! Θα το προτείνω στους επικοινωνιολόγους (ποιος ήρθε;;) του Χριστόφια, που το ‘χει ανάγκη να βρει κάνα καλό νέο σύνθημα (όχι ότι θα τον σώσει, αλλά λέμε τώρα…)
    ‘Αυτοί που έχουν μούσι αεί βυσσοδομούσι και ενίοτε βρωμούσι’
    🙂

  16. ΤΑΚ said

    Νεοκίντ, έγραψες! Σημειώνω για όσους καλαμαράδες δεν έχουν σχέση με κυπριακά ότι παττίχα = καρπούζι.

  17. Μόνο σε μένα δεν πολυκολλάει αυτό το μουσαντό < μούσι με ψευτογαλλική κατάληξη;

  18. sarant said

    Είχα σκεφτεί τουρκική αρχή, αλλά αφενός η λέξη εμφανίζεται αργά και αφετέρου δεν βρήκα πουθενά νύξεις.

  19. Υπάρχει το müsaade, που σημαίνει «συγκατάβαση, άδεια», αλλά ούτε αυτό μου φαίνεται πιθανό.
    (μα δεν το έχουμε ξανακουβεντιάσει κάπου;)

  20. sarant said

    Έλα ντε, λείπει και η Μαρία που όλα τα θυμάται…

  21. Κώστας Καραποτόσογλου said

    ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΑΠΟΤΟΣΟΓΛΟΥ
    ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ: ΜΠΑΜ ΤΕΡΛΕΛΕ – ΜΟΥΣΑΝΤΑ

    Τὸ Λεξικὸ τῆς Πρωίας (σ. 1634) ἀναφέρει:«μπὰμ – τερλελὲ (τό)· μικρὸν ὑπογένειον, μόνον ὑπὸ τὸ χεῖλος», ἐνῶ ὁ Ι. Σταματάκος (σ. 1990) ἁπλῶς προσθέτει:«(κατὰ παραφθορὰν ἐκ τοῦ γαλλ.)· μικρὸν ὑπογένειον ὑπὸ τὸ κάτω χεῖλος», παρακάμπτοντας οὐσιαστικὰ τὴν ἐτυμολογία τῆς λ., ἀλλὰ ὁ μεθοδικὸς μελετητὴς Κ. Δαγκίτσης (Ἐτυμολογικὸ Λεξικὸ τῆς νεοελληνικῆς, τ. 2, Ἀθήνα 1984, σ. 563) δίνει τὴν ἀκόλουθη ἐξήγηση γιὰ τὴν προέλευση τῆς λ.:«εὐτράπελη ἀπόδοση τοῦ γαλλ. barbe impériale (σὰν τὸ γενάκι τοῦ Ναπολέοντος Γ´)». Ἡ ἄποψή του εἶναι ἡ μοναδικὴ ποὺ ἔχει παρουσιασθεῖ καὶ ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ τὸ θέμα, ἀλλὰ γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ ἔχουμε τέτοια φωνητικὴ ἐξέλιξη, καθὼς ἡ λ. εἶναι στὴν πραγματικότητα ἀγνώστου ἐτύμου καὶ μάλιστα ἀπὸ αὐτὲς ποὺ συνήθως παραλείπονται.
    Τὸ νέο kid (–4) παρέχει τὴν πολύτιμη πληροφορία ὅτι ἡ λ. ἀκουγόταν καὶ ὡς:νταμτιριλές, γιατὶ στὴν πραγματικότητα ἡ προέλευσή της ἀνάγεται στὰ τουρκικά, πρβλ.: بام bam = στέγη, θόλος, ὀροφή· بام تلی bam teli = ὑπογένειον, ἤτοι αἱ ὑπὸ τὸ κάτω χεῖλος τρίχες [τὲλ] τοῦ γενείου ἢ ἡ χονδροτέρα χορδὴ μουσικοῦ ὀργάνου ἡ δίδουσα τὸν βαρὺν τόνον, τὸ ἴσον (Ι. Χλωροῦ, τ. 1, σ. 329), καὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ αὐτοκρατορικὰ ὑπογένεια.

    Ὁ Κ. Δαγκίτσης (Λεξικὸ τῆς λαϊκῆς, Ἀθήνα 1967, σ. 23-24) ἔχει γράψει:«Ἐπιρρήματα Δ. Τροπικὰ καὶ μερικὰ ἄλλα τουρκικῆς καταγωγῆς:ἀρκαντάν, γιαμπανά, μουσαντά, μποκτάν, σοϊλέ-μποϊλέ, ταμάμ, τσάτρα-πάτρα, τζάμπα, κτλ.», ἀλλὰ τὸ κείμενό του δὲ προσέχθηκε ὅσο θὰ ἔπρεπε, ἐνῶ στὴ σ. (96) παραθέτει τὸ λῆμμα:«μουσαντά, ἐπρ.: ἐπίτηδες, στὰ ψέματα. Τῆς εἶπε, μουσαντά, πὼς θἄμενε στὸ γραφεῖο ἴσαμε τὰ μεσάνυχτα γιατὶ εἶχε ραντεβοὺ μὲ τὸ κορίτσι»· ἡ λ. εἶναι τῆς λαϊκῆς ἑλληνικῆς, ἀσφαλῶς θὰ χρησιμοποιόταν καὶ στὴ δημώδη γλώσσα, καὶ ἀπὸ τὴ λαϊκὴ γλώσσα πέρασε στὰ καλιαρντά, ἐνῶ ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ Ἠλ. Πετρόπουλου (Καλιαρντά, σ. 89) ὅτι ἡ λ.:«μουσαντό, τό· ψέμα· μᾶλλον ἀπὸ τὸ συνώνυμο μούσι (βλ. λῆμμα), μὲ ψευτογαλλικὴ κατάληξη· ἄλλο συνώνυμο τὸ μουσελμὰν-ντὲ-τίφ, δὲν εὐσταθεῖ γιατὶ ἡ λ. μουσαντὰ κλπ., δὲν εἶναι κατασκευασμένη λ. ὅπως νομίζει.
    Ἡ λ. ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ τουρκοαραβικὸ مساعده musa‘ade = βοήθεια, ἀντίληψις [σπν.]· § ἄδεια, παραχώρησις, τὸ ἐπιτρέπειν, χάρις, συγκατάβασις· προθεσμία (Ι. Χλωροῦ, τ. 2, σ. 1651), ἀπὸ τὸ ἀραβικὸ سعد sa‘ida, su‘ida, sa‘āda = to be happy, lucky, fortunate, καὶ ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς συγκατάβασης, τῆς παραχώρησης τὸ σημασιολογικὸ πλέγμα ἐπεκτάθηκε στὰ ἑλληνικά, ἐνῶ δὲν γνωρίζουμε τίποτα γιὰ τὴ διάδοση καὶ χρήση τῆς λ. στὰ νεοελληνικὰ ἰδιώματα.

    Νἰκαια 27/8/2011 Κώστας Καραποτόσογλου

  22. sarant said

    Ευχαριστούμε πολύ!

    Για το μουσαντά είχα κι εγώ αρχικά σκεφτεί τουρκική αρχή, κι ο Δύτης πιο πάνω, αλλά πέρα από την απόσταση των σημασιών υπάρχει η επιφύλαξη ότι οι ανευρέσεις της λέξης είναι μεταπολεμικές, οπότε είμαστε κάπως αργά για τουρκικό δάνειο. Βέβαια, λέξεις της λαϊκής δεν καταγράφονται εύκολα, οπότε μπορεί η λέξη να είναι αρκετά παλιότερη -κι απ’ την άλλη η εξήγηση του Πετρόπουλου έχει πράγματι πολλά αδύνατα σημεία.

  23. ein Steppenwolf said

    Στα τσιγγάνικα «μουσαρντό» (musardo) σημαίνει «χαλασμένος, αλλοιωμένος»:
    Λεξικό της Ρομανί γλώσσας (PDF):
    αθετώ (μετβ. ρ.): μουσαράβ (κυριολ. χαλώ μετβ.)
    αλλοιωμένος (μτχ.): μουσαρντό, -ί (κυριολ. χαλασμένος)
    αλλοιώνω (μετβ. ρ.): μουσαράβ (κυριολ. μετβ. χαλώ)
    χαλασμένος (μτχ.): μουσαρντό,-ί
    χαλώ (μετβ. ρ.): μουσαράβ
    χαλώ (αμετβ. ρ.): μουσάρντιαβ
    RomLex Lexical Database:
    Gurbet Romani
    musardino adj m spoilt, damaged
    musardo adj m spoilt, damaged
    musardo adj m spoilt
    musarel v tr spoil
    musarol v tr damage, ruin, break (a machine, engine)
    musavol v itr 1. break (down) (usu. about a device, engine) 2. be ruined
    Gurbet Romani
    musardino adj m verdorben, zerstört
    musardo adj m verdorben, zerstört
    musardo adj m verdorben
    musarel v tr verderben
    musarol v tr schaden, verderben, ruinieren, kaputt machen (ein Gerät, Motor)

    Η ρίζα δε σχετίζεται με το αραβοτουρκικό musa‘ade, το οποίο υπάρχει στα τσιγγάνικα:
    Sepečides Romani
    müsades n m permission, permit

    προθεσμία: μουσαντάβα, η

    Η τσιγγάνικη καταγωγή ταιριάζει γάντι με τα καλιαρντά και το ιδίωμα της πιάτσας.

  24. sarant said

    Πράγματι πειστικό φαίνεται.

  25. Κ. Καραποτόσογλου said

    Κώστα Καραποτόσογλου
    Ἐτυμολογικά: ΜΟΥΣΑΝΤΑ – ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ 1

    Ἡ λ. μουσαντά, μουσαντό, παράγεται πληρέστερα ἀπὸ τὸ τουρκικὸ مصنع musanna‘, μουσαννᾶ, μτχ. πθ. factitius, artificialis; posticcio (= πρόσθετος, τεχνητός, πλαστός), fatto ad arte, artificioso; çok süslü ( = πολὺ λουσάτος); uydurulmuş (= πλασματικός, πλαστός, εἰκονικός); ἐπεξειργασμένος, κατεσκευασμένος τεχνηέντως, τεχνικός, τεχνουργηθείς· ὁ πλαστογραφηθείς· τεχνηέντως εἰργασμένος, τεχνικός, τεχνικῶς, ἀπὸ τὸ ἀραβικὸ مصنع musanna‘ = affecté, affété, artificiel, concerté, faux, maniéré, recherché, μὲ ἐπιδραση τοῦ τουρκοαραβικοῦ مساعده musa‘ade = βοήθεια, ἀντίληψις ( Meninski, Thesaurus linguarum orientalium, 1680, σ. 4707. Ferit Devellioğlu, Osmanlıca Türkçe Ansiklopedik Lûgat, Ankara 1982, σ. 821. R. Dozy, Supplément aux dictionnaires arabes, τ. 1, σ. 849. Ι. Χλωροῦ, Τουρκοελληνικόν, σ. 1697β).

    Ὁ ἐτυμολογικὸς συσχετισμὸς τοῦ ein Steppenwolf (-23) μὲ τὸ τσιγγάνικο μουσαρντὸ (musardo) = χαλασμένος, ἀλλοιωμένος, spoilt, damaged εἶναι ἑλκυστικός, ἀλλὰ ἡ λ. musardo > *μουσαρντό, *μουσαρντά, καὶ ὄχι μουσαντό, καθὼς ἡ τσιγγάνικη λ. kalo = schwarz; Zigeuner, (auch) Schornsteinfeger ( = καμινοκαθαριστής), Kaffee, Tinte, > kaljárdo = Tinte, (auch) Mohn, – kaliardò = kaffee > καλιαρντός, καλιαρντά, ὅπου διαφαίνεται ξεκάθαρα ὅτι rd > ρντ· πρβλ. accordo > ἀκόρντο, accordéon > ἀκορντεόν, gerdan > γιορντάνι, kavurdım > καβουρντίζω, kardaş > καρντάσης, perdah > μπερντάχι( Siegmund A. Wolf, Großes Wörterbuch der Zigeunersprache (romani tšiv), Wortschatz deutscher und anderer europäischer Zigeunerdialekte, Mannheim 1960, σ. 110).

    11/10/2011 Κώστας Καραποτόσογλου

  26. sarant said

    Ευχαριστούμε πολύ!

  27. Ωραία ιδέα το musanna’ αλλά δεν ξέρω πόσο πιθανό φαίνεται να έγινε μουσαντά με την επίδραση του (άσχετου) musa’ade. Στο κάτω κάτω η ίδια επίδραση θα μπορούσε να ισχύει και για το τσιγγάνικο.

  28. […] for this comes from a post on Nikos Sarantakos’ blog about musi, which was reposted twice—Από τη μουσαντένια ιστορία στο μούσι του αυτοκράτορα and Μουσαντένιο μούσι—and the commenters on both […]

  29. Κ. Καραποτόσογλου said

    Κ. Καραποτόσογλου musanna‘ – μουσαντά – μουσαντό

    Η τουρκοαραβική λ. مصنع musanna‘ = επεξειργασμένος, κατεσκευασμένος τεχνηέντως, τεχνικός, τεχνουργηθείς•ο πλαστογραφηθείς, πέρασε στην ελληνική ως μουσαντά, μουσαντό, ‘ἰδια σημασία’, από επίδραση του τουρκικού συνώνυμου یالاندن yalandan = ψευδής, ψεύτικος, τεχνητός, πλαστός, ψευδώς. Ι. Χλωρού 1697β, 1997α.

    Είναι προτιμότερο να ετυμολογήσουμε τη λ. από τον αμάρτυρο τουρκικό τύπο *musanda = πλαστός, ψεύτικος, > μουσαντά, μουσαντό, καθώς αγνοούνται από τα τουρκικά λεξικά και γλωσσάρια εκατοντάδες λήμματα με πλούσιο μορφολογικό, και ορθώς οι Χαρ. Συμεωνίδης και Δημ. Τομπαΐδης, Συμπλήρωμα στο Ιστορικόν Λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του Α. Α. Παπαδόπουλου, παραθέτουν αμάρτυρους τύπους της ελληνικής και τουρκικής για να υπάρξει ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα.

Σχολιάστε