Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Γκουντγίαρ’

Η μοιραία αγγελία

Posted by sarant στο 24 Απριλίου, 2024

Το μακρινό 1987 ήταν μια χρονιά με ακραία καιρικά φαινόμενα, σε μια εποχή που τα ακραία καιρικά φαινόμενα ήταν κάτι το σπάνιο. Ίσως να μη θυμάστε ότι τον Μάρτιο είχε κάνει τον χειρότερο χιονιά του 20ού αιώνα στην Αττική (ή έτσι χαρακτηρίστηκε) αλλά θα θυμάστε, όσοι έχετε την  κατάλληλη ηλικία εννοώ, τον φονικό καύσωνα του Ιουλίου, που στοίχισε χιλιάδες νεκρούς, ιδίως ηλικιωμένους, καθώς δεν υπήρχαν  κλιματιστικά όπως σήμερα.

Ενδιάμεσα είχαμε κι ένα άλλο ακραίο αλλά ευχάριστο συμβάν, τον Ιούνιο, όταν η ελληνική εθνική ομάδα μπάσκετ κατέκτησε το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα, με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φάνη και τ’ άλλα παιδιά.

Αλλά και στη δική μου ζωή  συνέβη κάτι σημαντικό το 1987, που τελικά άλλαξε τον ρου της προσωπικής μου ιστορίας. Είχα απολυθεί από τον στρατό την  περασμένη χρονιά, το καλοκαίρι του 1986, και δούλευα μεταφραστής αυτοαπασχολούμενος, φριλάνς, κανονικά και αναγνωρισμένα, με βιβλία στην εφορία. Δούλευα σε μόνιμη βάση με δύο εργοδότες-εκδοτικούς οίκους, τη Σύγχρονη Εποχή (τον εκδοτικό οίκο του ΚΚΕ) όπου μετέφραζα και αναθεωρούσα βιβλία λογοτεχνικά ή δοκίμια, από τα αγγλικά αλλά όχι μόνο, και αφετέρου τον Κλειδάριθμο,  όπου ο Γιάννης Φαλδαμής ξεκινούσε τότε το πολύ πετυχημένο εκδοτικό του εγχείρημα, τότε αποκλειστικά με βιβλία πληροφορικής. Είχα πάντα πολλή δουλειά, έβγαζα καλά λεφτά κι έτσι δούλευα οχτάωρο κανονικά τη  μέρα. Κάποια πρωινά χρειαζόταν να ανέβω  στην Αθήνα (έμενα πάντοτε στο Παλαιό Φάληρο) για συζητήσεις με τους εκδότες.

Κι έτσι είχε γίνει στις 30 Ιουλίου,  μέσα στον καύσωνα -αν και τότε, 28 χρονών, δεν θυμάμαι να με είχε ενοχλήσει ιδιαίτερα η τρομερή ζέστη. Είχα λοιπόν ανέβει στην Αθήνα και το μεσημέρι επέστρεφα στο σπίτι. Κατευθύνθηκα στο Σύνταγμα να πάρω το λεωφορείο, το 126. Πήρα και εφημερίδα, διότι το θεωρούσα αδιανόητο να μη διαβάζω κάτι στη στάση του λεωφορείου.

Ριζοσπάστη είχα πάρει το πρωί και τον είχα αφήσει στο σπίτι πριν φύγω, Πρώτη και Ελευθεροτυπία θα έφερνε ο πατέρας μου το μεσημέρι, οπότε πήρα τα Νέα, που δεν τα πολυσυνήθιζα. Και καθώς ξεφύλλιζα την εφημερίδα, μέσα στο λεωφορείο, έφτασα και στις μικρές αγγελίες -τα Νέα, για τους νεότερους, ήταν  η εφημερίδα των  αγγελιών, αφιέρωνε κάθε μέρα δεκάδες σελίδες σε  μικρές αγγελίες.

Και εκεί είδα την αγγελία που βλέπετε (δεν έχω κρατήσει το φύλλο από τότε, πολύ αργότερα βρήκα το σώμα των  Νέων του 1987 σκαναρισμένο). Η Επιτροπή των  Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητούσε ελληνόφωνους μεταφραστές για το Λουξεμβούργο, ως προσωρινούς υπαλλήλους, με σύμβαση  ορισμένου χρόνου.

Τις αγγελίες τις κοίταζα, διότι, αν και ήμουν γενικά ευχαριστημένος από τη  δουλειά μου, δεν ήμουν  σίγουρος ότι θα κρατήσει για πάντα. Ήξερα μόνο ότι μάλλον δεν θα δουλέψω σαν (ως, αν είστε της άλλης σχολής) χημικός μηχανικός. Είχα πάει σε μια συνέντευξη σε μια μεγάλη χημική βιομηχανία, συστημένος από φίλο που δούλευε  εκεί, και στα μισά της συνέντευξης συνειδητοποιήσαμε κι οι δυο μας, εγώ κι ο παλιός που με εξέταζε, ότι δεν κάνω γι’ αυτή τη δουλειά.

Οπότε, κοίταζα τις αγγελίες και την ίδια εποχή (λίγο πριν ή λίγο μετά,  δεν θυμάμαι) είχα κάνει μια αίτηση  για αερολιμενάρχης που ζητούσε η ΥΠΑ, καθώς και για μεταφραστής  στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Ευρεσιτεχνιών στη Χάγη.

Παρόλο που ήμουν ήδη επαγγελματίας μεταφραστής, δεν ήξερα πολλά για το μεταφραστικό της ΕΟΚ. Έκανα τα χαρτιά μου, χωρίς να δίνω πολλή σημασία, και έφυγα για διακοπές, όπως είχα κανονίσει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Λουξεμβούργο, Μεταφραστικά, Προσωπικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 113 Σχόλια »