Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Λεωνίδας Μπαλάφας’

Το αλφαβητάρι του σακακιού (από το Μονόπετο)

Posted by sarant στο 19 Ιουνίου, 2023

Μονόπετο είναι είδος σακακιού, είναι όμως και ένα από τα καλά σάιτ του ελληνικού Διαδικτύου, το monopeto.gr. Ο υπότιτλός του, Η ιστορία της κλασικής ανδρικής ένδυσης και οι δημιουργοί της περιγράφει με ακρίβεια το περιεχόμενο του Μονόπετου.

Πριν από λίγο καιρό, ο υπεύθυνος του Μονόπετου αναδημοσίευσε στο Τουίτερ ένα παλιότερο άρθρο του, που το βρήκα πολύ ενδιαφέρον και για το δικό μας  ιστολόγιο, μια και καταγράφει την ορολογία τη σχετική με το σακάκι. Του ζήτησα την  άδεια και το αναδημοσιεύω εδώ, παρόλο που, να πω την  αμαρτία μου, λιγοστά σακάκια έχω και δεν συνηθίζω να φοράω.

Το άρθρο βέβαια εξερευνά την ορολογία του σακακιού, αλλά δεν  λέει τίποτα γι’ αυτή καθαυτή τη  λέξη «σακάκι», διότι το Μονόπετο δεν είναι γλωσσικό ιστολόγιο. Αλλά κι εμείς που είμαστε δεν έχουμε να  πούμε και πάρα πολλά, διότι το σακάκι, ως λέξη, έχει περάσει λίγο από τις χαραμάδες των λεξικών.

Φυσικά, όλα τα λεξικά έχουν  λήμμα «σακάκι». Για παράδειγμα,  το ΜΗΛΝΕΓ γράφει: Είδος κοντού εξωτερικού ενδύματος (επενδύτη) που καλύπτει το πάνω μέρος του σώματος μέχρι και το ύψος των γοφών· παλαιότερα ήταν αποκλειστικά ανδρικό ένδυμα, ενώ σήμερα φοριέται και από τα δύο φύλα· έχει συνήθως πέτο και μακριά μανίκια και κουμπώνει με κουμπιά μπροστά ή σταυρωτά στο πλάι· όταν συνδυάζεται με παντελόνι ή φούστα από ίδιο ύφασμα, αποτελεί μαζί του το κουστούμι ή το ταγέρ αντίστοιχα.

Ενώ το κάπως παλιότερο ΛΚΝ: εξωτερικό ανδρικό ένδυμα με μακριά μανίκια, που κουμπώνει μπροστά και καλύπτει τον κορμό ως τους γοφούς και το οποίο μαζί με παντελόνι από το ίδιο ύφασμα αποτελεί το ανδρικό κουστούμι: Σταυρωτό / μονόπετο ~. Kαλοκαιρινό / χειμωνιάτικο ~. Είχε το ~ του ριγμένο στους ώμους. || γυναικεία ζακέτα που έχει το κόψιμο ανδρικού σακακιού.

Ωστόσο, στην ετυμολογία της λέξης όλα τα λεξικά περιορίζονται στο να αναφέρουν ότι το σακάκι είναι υποκοριστικό της  λέξης  «σάκος», χωρίς να  προσθέτουν τίποτε άλλο. Δεν αμφισβητώ ότι αυτή είναι η προέλευση, αλλά θα είχε ενδιαφέρον να δούμε πώς έγινε η μετατόπιση της  σημασίας, και κυρίως πότε.

Πάντως, στην αρχή είναι ο σάκος, λέξη αρχαία, που είναι σημιτικό δάνειο. Στα αρχαία παραδίδονται και οι δυο γραφές, σάκκος και σάκος, γι’ αυτό και σε όλα τα λεξικά σήμερα προτιμούν την  απλούστερη γραφή, σάκος, αν και σε παλιότερα κείμενα θα βρείτε και σάκκος, ίσως πλειοψηφικά. Από τα ελληνικά είχαμε το λατινικό saccus, που πέρασε και στις άλλες γλώσσες, παίρνοντας και άλλες σημασίες (πχ το αγγλ. ρήμα sack που σημαίνει και «απολύω» αλλά και  «λεηλατώ»!). Αλλά αυτά θα τα γράψουμε, ίσως, κάποιαν άλλη φορά.

Το σακάκι λοιπόν είναι υποκοριστικό του σάκου, αλλά δεν ξέρουμε πότε μπήκε στην  ελληνική γλώσσα. Ο Κουμανούδης  δεν  το καταγράφει, διότι δεν είναι λέξη «πλασθείσα υπό των λογίων», ενώ οι εφημερίδες στην Εθνική Βιβλιοθήκη δεν βοηθάνε και πολύ, διότι ο όρος είχε ήδη μπει στη γλώσσα στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Εδώ βλέπετε ένα απόκομμα από το Σκριπ, όταν ακόμα ήταν σατιρική εφημερίδα, 28/5/1895, ενώ τη λέξη τη βρίσκουμε επίσης σε διαφημιστικές αγγελίες της εποχής -χωρίς κάποια ένδειξη ότι ο όρος ήταν  νέος.

Επομένως, πρέπει νομίζω να πάμε κάμποσες δεκαετίες πίσω, τουλάχιστον, για να βρούμε τις πρώτες εμφανίσεις του. Πάντως, το λεξικό του Βυζάντιου,  περί τα 1840, έχει σακκί αλλά όχι σακάκι ή σακκάκι. Να πούμε εδώ ότι οι παλιές εφημερίδες, ενώ γράφουν συνήθως «σάκκος», με δύο κάπα,  προτιμούν «σακάκι» με ένα κάπα.

Έγραψα όμως πολλά, οπότε θα παραθέσω το άρθρο του Μονόπετου, βάζοντας, σαν ιντερμέδιο, το Πάλιωσε το σακάκι μου του Τσιτσάνη, ένα από τα πολλά τραγούδια με το σακάκι:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Ενδύματα και υποδήματα, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά, Ορολογία | Με ετικέτα: , , , , | 81 Σχόλια »