Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Τα δίδυμα μι του μαμόθρεφτου

Posted by sarant στο 12 Δεκεμβρίου, 2009


Με ρώτησε τις προάλλες ένας φίλος σε ηλεμήνυμα αν πρόσεξα ένα πρόσφατο κείμενο στη στήλη του Χρ. Μιχαηλίδη στην Ελευθεροτυπία, που ήταν αφιερωμένο στους νέους στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, οι οποίοι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης δεν φεύγουν πια από το πατρικό σπίτι μόλις εικοσαρίσουν αλλά κάθονται και αργότερα, συχνά μάλιστα καβατζάρουν τα τριάντα.

Ο φίλος ρωτάει πώς είναι δυνατόν να γράφουμε στο ίδιο κείμενο με δύο μι το μαμόθρεφτος (όπως στον τίτλο: Η κρίση αύξησε και τα… «μαμμόθρεφτα»! και με ένα μι τη μαμά (μέσα στο κείμενο, π.χ. «αγόρια της μαμάς»). Δεν θα έπρεπε, αλλά δυστυχώς έγινε, και δεν φταίει ο δημοσιογράφος ή η εφημερίδα, αλλά η… τρισχιλιετής μας παράδοση ή τουλάχιστον ο τρόπος που την ερμηνεύουμε.

Στα αρχαία, η λέξη παραδίδεται «μαμμόθρεπτος», οπότε ήταν αυτός που τον ανατρέφει η γιαγιά του, διότι μάμμη ήταν η γιαγιά. Κι επειδή του παιδιού μου το παιδί δυο φορές είναι παιδί, τα παιδιά που τ’ ανάτρεφε η γιαγιά (και τους έκανε όλα τα χατίρια) θεωρήθηκαν, κατά το κοινώς λεγόμενο, βουτυρομπεμπέδες και βγήκε η βρισιά «μαμμόθρεπτος» (υπάρχει στον Αριστοφάνη). Σχετικό είναι και το «μαμμάκυθος», ο μωρός, αυτός που κρύβεται (από το ρήμα κεύθω) στα φουστάνια της γιαγιάς του. Ή της μαμάς του, πρέπει να πούμε, γιατί ήδη από τ’ αρχαία η λέξη «μάμμη» παίρνει τη σημασία και της μητέρας, και από εκεί προήλθε το σημερινό μαμά, άλλωστε.

Να πούμε εδωπέρα ότι εκείνος ο μυστήριος ο Φρύνιχος, ο αττικιστής γραμματικός του 2ου αιώνα, στις συμβουλές που δίνει προς τον μαθητή του, πώς να μιλάει σωστά ελληνικά, καταδικάζει τον τύπο μαμμόθρεπτος και προτείνει αντ’ αυτού τον τ. «τηθαλλαδούς» (όπου τήθη η γιαγιά): Μαμμόθρεπτον μὴ λέγε͵ τηθαλλαδοῦν δέ.

Οι πιο πολλές από τις συμβουλές του Φρύνιχου δεν εισακούστηκαν κι έτσι οι περισσότεροι τύποι που εκείνος καταδίκαζε για λαθεμένους έχουν σήμερα καθιερωθεί. Σήμερα λέμε ευχαριστώ, νερό, κρεβάτι, αυθεντία, πάντοτε, ακόμη, μονόφθαλμος, μέθυσος, οπωροπώλης, ρέει, πλέει, βασίλισσα, σιχαίνομαι, κατόρθωμα, μαγειρείο, βρέχει, μαμόθρεφτος, πανδοχείο, κοχλιάριο, έφαγα, ψύλλος, βιοτικός, γογγύζω, χρησιμεύω, λιθάρι, τύποι που βρίσκονται στη μαύρη λίστα του Φρύνιχου (ή που προέρχονται από τύπους της μαύρης λίστας) κι ας τους είχε καταδικάσει όλους αυτούς τους τύπους ο Φρύνιχος πριν από σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια.

Σκέφτομαι όμως μήπως η αντίθεσή του στο «μαμμόθρεπτος» να μην οφείλεται απλώς σε παραξενιά, αλλά στο ότι είχε καταντήσει ασαφές τότε, αφού «μάμμη» μπορούσε να είναι και η μαμά και η γιαγιά.

Τέλος πάντων, σήμερα –και παρόλο που οι γιαγιάδες εξακολουθούν να κάνουν χατίρια– μαμόθρεφτος είναι το χαϊδεμένο παιδί, που είναι εξαρτημένο από τη μαμά του και άβουλο, το παιδί της μαμάς, ο μαμάκιας. Οπότε, κατά τη γνώμη μου καλά κάνει το λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη και γράφει μαμόθρεφτος, δεχόμενο την παρετυμολογία από τη μαμά. Αντίθετα, το λεξικό Μπαμπινιώτη, εννοώ το Μεγάλο, ορθογραφεί «μαμμόθρεφτος»· βέβαια, από τη σκοπιά του είναι συνεπές, διότι το ίδιο λεξικό (τουλάχιστον στην τρίτη έκδοση που κοιτάζω) ορθογραφεί επίσης: μαμμά, μαμμάκα, μαμμακούλα, άρα δεν είναι ασυνεπής ο δικός του μαμμόθρεφτος (όπως λένε οι αγγλοσάξονες there is a method in this madness). Από την άλλη, το ορθογραφικό λεξικό του Μπαμπινιώτη, που βάζει νερό στο κρασί της ακραίας ετυμολογικής ορθογραφίας, δέχεται σαν κύριους τους απλούστερους τύπους: μαμά, μαμάκα, μαμόθρεφτος, αλλά σε σημειώματα αναφέρει ότι ετυμολογικώς σωστότεροι είναι οι τύποι με τα δύο μι, οπότε πάλι κι αυτό συνεπές είναι.

Όμως, στην ψηφιακή εποχή μας, μεγαλύτερη επιρροή ίσως να μην έχουν τα έντυπα λεξικά αλλά το πρόγραμμα διόρθωσης ορθογραφίας που χρησιμοποιούμε. Και ο ορθογράφος του Word, που νομίζω ότι έχει φτιαχτεί με συμβουλές Μπαμπινιώτη, θεωρεί ανορθόγραφο (κοινώς: κοκκινίζει) το «μαμόθρεφτος» και το διορθώνει σε «μαμμόθρεφτος». Φυσικά, ο ίδιος ορθογράφος θεωρεί ανορθόγραφο το «μαμμά», κι έτσι γίνεται δυνατόν να γραφτούν παράδοξες φράσεις όπως: Αυτά τα παιδιά, ιδίως αν είναι και αγόρια, οι άλλοι συνήθιζαν και συνηθίζουν ακόμα, να τα αποκαλούν «αγόρια της μαμάς», ή αλλιώς «μαμμόθρεφτα» (από το άρθρο της Ελευθεροτυπίας), όπου με ένα μι η μαμά αλλά με δύο τα μαμμόθρεφτα!

Για να τελειώνω με τον μαμόθρεφτο, να προσθέσω μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια. Η λέξη μαμμόθρεπτος, η αρχαία, πέρασε και στα λατινικά, μάλλον από το θέατρο, mammothreptus. Κι έτσι στα σημερινά ισπανικά mamotreto είναι το μεγάλο και άβολο αντικείμενο, και ειδικά το χοντρό βιβλίο με άγαρμπο σχήμα -που εμείς το λέμε θαρρώ τούβλο αν είναι βιβλίο ή γκουμούτσα, για βιβλία και αντικείμενα. Μη μου πείτε ότι δεν σας διαπέρασαν ρίγη εθνικής υπερηφάνειας!

93 Σχόλια to “Τα δίδυμα μι του μαμόθρεφτου”

  1. π2 said

    Από τα λατινικά πέρασε και στα (παλαιά) αγγλικά η λέξη (mammothrept), και μάλιστα και με την κυριολεκτική αρχαία έννοια και με τη μεταφορική: δηλαδή και ως μαμμόθρεφτο και ως μαμόθρεφτο!

  2. Giannis said

    Πολύ ωραίο άρθρο!

    Πάντως εμείς οι Έλληνες είμαστε θαρρώ πρωταθλητές στους μαμόθρεφτους αλλά και τις μαμόθρεφτες. Ξέρω παιδιά (και αγόρια και κορίτσια) που σπούδαζαν Σαλονίκη και οι μάνες τους τους στέλναν φαΐ με το ΚΤΕΛ. Και ξέρω άτομο που έμενε Βερολίνο και η μάνα του του έστελνε πότε πότε φαΐ με την Ολυμπιακή! Κυριολεκτικώς μαμόθρεφτα!

    Και ξέρω φοιτητές στην Ελλάδα που πάνε τα ρούχα τους στη μάνα τους (σε άλλη πόλη) να τους τα πλύνει…

    Και στο τάισμα, και στο πλύσιμο εξαρτημένοι. Εντελώς μωρά.

  3. SophiaΟικ said

    Κι εγώ ξερω νεό που ήρθε στην Αγγλία για σπουδές και έφυγε μεσα σε λίγους μήνες γιατί δεν μπορούσε να επιβιωσει χωρίς το φαγητό και το πλύσιμο της μαμάς του. Έχασε 15 κιλά όσο ήταν εδώ.
    Αγγίζει λίγο το όριο της ψυχιατρικής περίπτωσης.

    Αλλά έχουμε και το άλλο: αυτοί οι ξενοι δεν έχουν ούτε κρέατα καλά, ούτε ψωμιά καλά κλπκλπ. Μπορεί ο μεσος άγγλος να είναι μίζερος στο φαί του, αλλά η πόλη έχει όλα τα αγαθά εξαιρετικής ποιότητας, αρκεί να ξερεις που να τα βρεις 😆

    Π2, άμα πω δηλαδη κανέναν άγγλο μαμοθρεπτ θα με καταλάβει;

  4. Nicolas said

    Έχω ένα φίλο στην Ελλάδα που έλεγε απλά «Διψάω» κι η μάνα του έτρεχε να του φέρει ένα ποτήρι νερό.
    Κι όταν πήγε να σπουδάσει στο εξωτερικό, πήγαινε τα ρούχα του στην Ελλάδα να του τα πλύνει η μαμά!
    Τώρα έστρωσε, αλλά του έχουν μείνει κάτι κατάλοιπα (ζει στην Ελλάδα, κοινωνική πίεση!)
    Αλλά σήμερα έχω δει στην Ελλάδα και χειρότερους μαμούχαλους. Κάθε φορά που πηγαίνω έχω κι άλλες εκπλήξεις: εξωτική χώρα η Ελλάς!

  5. Q said

    Τέτοια απορία είχα και εγώ, και μου λύθηκε. Βοηθά το διορθωτήρι, αλλά αν δεν ξέρεις τι κρύβεται πίσω από την θεωρητική ετυμολογία, τα ίδια λάθη να τα κάνεις συνεχώς σου την σπάει. Και, μια και σας βρίσκω εύκαιρους και διαλλακτικούς, πιο είναι το πληθυντικό της πίστης? «η πίστη, οι πίστες, πίστεις». Η μήπως δεν υπάρχει πληθυντικός. Γιατί να μην υπάρχει.

  6. sarant said

    Η πίστη κλίνεται όπως η σκέψη: οι πίστεις των πίστεων.

    Πίστες είναι για το χορό και για το σκι 🙂
    Για τη γενική πληθυντικού τους:
    http://www.sarantakos.com/language/pistwn2.htm

  7. Μαρία said

    Η πίστη απέκτησε πληθυντικό;

  8. Για την ετυμολογία της «γκουμούτσας», μια που το ανέφερες, ξέρουμε άραγε τίποτα;

  9. Μαρία said

    http://www.urbandictionary.com/define.php?term=mammothrept

  10. Μπουκανιέρος said

    ετυμολογική ορθογραφία, ε; 🙂

  11. Μπουκανιέρος said

    Νίκο, η μαμά είναι από αυτές τις λέξεις που, σχεδόν, «δεν έχουν ετυμολογία».
    Σε πολλές γλώσσες στον κόσμο (όχι σε όλες βέβαια), άσχετες μεταξύ τους, η μάνα λέγεται με κάτι με ma. Νομίζω ότι ήταν ο Γιάκομπσον που είχε διατυπώσει μια θεωρία για το pa και το ma…

  12. Μαρία said

    Jakobson, Warum «Mama» und «Papa»? (1960)
    Μπουκάν, το έχω σε γερμανική μετάφραση, απ’ τα αγγλικά της 1ης δημοσίευσης. Ευκαιρία να το ξαναδιαβάσω. Κι ύστερα παραπονιέσαι για το Γερμανό, ίσως όμως τα παλιά τα θυμόμαστε καλύτερα.

  13. SophiaΟικ said

    11: τα βιβλί γλωσσολογίας που διαβαζα πρόσφατα έλεγαν παντως ότι ο πρώτος ήχος που βγάζει ένα μωρό είναι μπα.
    Έτσι οι έλληνες λενε «το παιδί έιπε μπαμπά», οι άγγλοι γονείς που ακούνε το ίδιο δε λένε τίποτα, απλά θαυμάζουν «το παιδί είπε μπα-μπα-μπα», και τελικα το «μα» το λένε λίγο αργότερα, επομενως δεν κολλάει ότι αυτό λενε πρώτο. Κολλάει όμως το ότι δεν λένε μπαμπά πρώτα, εμείς το ερμηνεύουμε έτσι.

  14. Η συγκατοίκηση έχει πολλαπλές συνέπειες.

    Να πώ και ένα παραλειπόμενο που δύσκολα το μαντεύει κανείς: Έγινε λοιπόν (στην Αμερική) μια έρευνα, για να βρούνε τους κύριους παράγοντες για υπερβολική κατανάλωση ενέργειας σε κατοικίες (που καταναλώνουν το 21% της συνολικής ενέργειας στη χώρα – εμπορικά κτίρια, βιομηχανία, και μεταφορές καταναλώνουν 18%, 33%, και 28% αντίστοιχα) με στόχο την εξοικονόμηση ενέργειας. Ο πρώτος παράγοντας σπατάλης (μεταξύ αστείου και πολύ σοβαρού):

    Διαζύγια!

    Αντί για ένα σπίτι χρειάζονται δύο, με αντίστοιχη αύξηση κατανάλωσης περίπου 60%.
    Περίπτωση Freakonomics, για όσους τα παρακολουθούν…

  15. #6.
    Νίκο, απολαυστικό το κείμενό σου περί «πιστών και πισινών»!
    Και τα επιχειρήματα σου απόλυτα πιστικά.

  16. Voulagx said

    Αφού η τήθη μου δεν με ενεβάπτισε στα τρισχιλιετή νάματα, μπορείτε να μου πείτε πως ετυμολογείται και πως κλίνεται ο τηθαλλαδούς;

  17. notix said

    @Δύτης των νιπτήρων #8
    Δυστυχώς η (γ)κουμούτσα είναι νοτιελλαδικής προέλευσης και έτσι το Λεξικό Τριανταφυλλίδη την αγνοεί. Ο Μπαμπινιώτης λέει τίποτε;

  18. Notix, τίποτε. Έχω στο μεταξύ την εντύπωση ότι είναι σχετικά καινούρια λέξη: εγώ την έμαθα πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, νομίζω.

  19. Ω ναι, την κουμούτσα την έμαθα και εγώ αργά και μόνο αφού άρχισα να κάνω παρέα (στη Γερμανία εννοείται) με Αθηναίους (Αθηναίες μάλλον). Οι Σαλονικαίοι τέτοια πράγματα δεν λένε…

  20. Q said

    Μάλιστα, λοιπόν, πίστεις. Αν και η γλώσσα μου στραμπουλίζει να την πει, αλλά όλα είναι θέμα συνήθειας. Μια και είμαι εκτός θέματος, να κάνω άλλη μία μικρούλα κατάχρηση και να ρωτήσω, λένε στην αγγλική wikipedia και αλλού, οι ΑΗΠ δεν είχαν λέξη ανάλογη με την λατινογενής religion, αν και εγώ θα το μετέφραζα ως θρησκεία ή ευσέβεια. Αληθεύει αυτό, και από πότε χρονολογούνται οι λέξεις ευσέβεια / θρησκεία, αν υποθέσουμε σωστά ότι δεν είναι αρχαίες. Κάποια ετυμολογία. Ευχαριστώ.

  21. sarant said

    Ούτε εγώ ξέρω τίποτα για την γκουμούτσα. Πρέπει να είναι καινούργια λέξη, γιατί στο Πολυτεχνείο περί το 1980 που είχαμε έναν καθηγητή Κουμούτσο (δεν την εφεύρε αυτός) κανείς δεν έκανε λογοπαίγνιο με τ’ όνομά του.

    Βουλάγξ, με συντριβή ομολογώ ότι παρά το ότι χρησιμοποιώ τη λέξη, δεν ξέρω καλά την ετυμολογία της και δεν τη βρήκα πουθενά. Τήθη η γιαγιά. Το -δούς στο τέλος παραπέμπει στο αδελφιδούς κτλ. Υπάρχουν και παραλλαγές (τηθέλας ας πούμε)

    Μπουκάν (11) φυσικά η μαμά είναι απ’ αυτές τις λέξεις που λες, αλλά ο μαμόθρεφτος ετυμολογείται.

  22. sarant said

    Το ευσέβεια είναι κλασικό, το θρησκεία δεν είναι αττικό αλλά το έχει ο Ηρόδοτος και μετά ο Πλούταρχος. Υπάρχει και το λατρεία, αλλά αυτά είναι ζόρικα ερωτήματα και δεν τα έχω μελετήσει οπότε δύσκολο να δώσω πιο ουσιαστική απάντηση έτσι πρίμα βίστα.

  23. Q said

    Ίσως να είχαν με άλλη σημασία. Και πάλι, ευχαριστώ.

  24. Μαρία said

    Νότη 19, δε λένε τέτοια πράματα αλλά όχι και «Σαλονικαίοι», ρε παιδί.
    Τη λέξη την έμαθα εδώ (απο πότε τι λες Νίκο;) ξέρω όμως απ’ την Πατρινιά φίλη μου την πλαμούτσα (μεγάλη πατούσα) που τη χρησιμοποιεί μεταφορικά για τις τεράστιες μπουκιές.

    Και με το μπαρδόν, αλλά πόσοι/ες χρησιμοποιούν το ψευδώνυμο Q σ’ αυτό το μπλογκ;

  25. @Μαρία
    Ζητώ ταπεινά συγγνώμη, το «Σαλονικαίοι» είναι λόγω ενός είδους επαγγελματικής διαστροφής: απαντά τον 16ο αι. (στο Χρονικό των Τούρκων Σουλτάνων) και επειδή ασχολούμαι με αυτά, μου ξέφυγε!

  26. ὑπάρχουν καὶ οἱ λέξεις «βλιτομάμμας» καὶ «συκομάμμας».

  27. Νέος Τιπούκειτος said

    Υπάρχει και τολουριτησμαμμας.

  28. Q said

    @24: Νομίζω ένας, η ταπεινότητα μου.

  29. sarant said

    Μαρία, λίγα χρόνια την ξέρω τη γκουμούτσα

  30. Αυτό λοιπόν που μου αρέσει εδώ είναι ότι ξεκινήσαμε από τα του μαμμόθρεφτου και καταλήξαμε στην (γ)κουμούτσα, βοήθεια μας

  31. Σύνηθες φαινόμενο, εδώ πέρα!

  32. SophiaΟικ said

    και τελικά δεν εχω καταλαβει τι σημαίνει γκουμούτσα. 😦

  33. ο ορισμός της (γ)κουμούτσας από το slang.gr:
    γκουμούτσα
    Το μεγάλο σε μέγεθος και άχαρο αντικείμενο.
    – Τι του πήρες για δώρο αυτή τη γκουμούτσα ρε παιδί μου;
    – Εμένα μου φάνηκε χαριτωμένο.

    Σχόλιο δικό μου: Εγώ την λέξη πρώτη φορά την άκουσα σε σχέση με βιβλίο: Πρέπει να το διαβάσω και είναι μια κουμούτσα!

    Υπάρχει και ένας ακόμα ορισμός στο slang.gr για την κουμούτσα (χωρίς γκ):
    να κομμάτι ψωμί, που έχει κοπεί άγαρμπα με το χέρι και είναι σχετικά μεγάλο σε μέγεθος (μεγαλύτερο από μια φέτα). Συναντάται στην Πελοπόννησο.
    – Δώσε μου μια κουμούτσα ψωμί να κάνω παπάρα στη σαλάτα!

    Αν όντως είναι απαντά κυρίως στην Πελοπόννησο, εξηγείται γιατί οι Βοριοελλαδίτες δεν την γνωρίζουν.

  34. Μαρία said

    Νότη, ούτε που το φανταζόμουνα οτι υπήρχε τέτοιος τύπος. Λόγω των παρεκκλίσεων, παρεκβάσεων και λοιπών αποκλίσεων έχω κάνει δικά μου περιεχόμενα.

    Γκουμούτσα είναι κάτι μεγάλο και άχαρο, νομίζω.
    Νίκο, τι σε έκανε να χρησιμοποιείς τη λέξη μεγάλος άνθρωπος; 🙂

    Αυτός δηλαδής ο Q και οι επόμενοι είναι η ταπεινότητά σου;

    Όταν ο Άδωνης κάνει έρευνα με πηγή του το Τρωκτικό

  35. sarant said

    Μαρία, τη γκουμούτσα την ξέρει και η γυναίκα μου αλλά κι αυτή δεν θυμάται να την ξέρει από παιδί, αλλά πιο πρόσφατα. Τη χρησιμοποιεί όμως τακτικά ο Ηλεφού, που είναι νέο παιδί, ενώ και τα παιδιά μου, που τα ρώτησα, την ξέρουν και τη χρησιμοποιούν επισης.

    Πάντως, Νότη, δεν είναι περίεργο που φτάσαμε εδώ αφού μαμμόθρεπτος > mamotreto που σημαίνει… γκουμούτσα!

  36. Q said

    @Μαρία, Ναι. Μερικές φορές γίνομαι πεισματάρης και ερεθιστικός.

  37. argosholos said

    Λίγο άσχετο, αλλά ηχητικά η γκουμούτσα ως κάτι «μεγάλο και άχαρο» και στη περίπτωση που πρόκειται για ανθρωπο παραπέμπει σε μία λέξη που έλεγε συχνά ο πατέρας μου: Αυτού του είδους τον άνθρωπο τον έλεγε: Πατούχας. (από το ομώνυμο διήγημα του Ι Κονδυλάκη από τότε που ήταν δάσκαλος…)

  38. Οι πιο παλιές εμφανίσεις τους που βρίσκω στο web:

    γκουμούτσα, 12 Σεπ. 2003

    Άδεια για γεμάτα στο σκυλάδικο

    κουμούτσα, 28 Ιαν. 2004
    http://www.myphone.gr/forum/showthread.php?p=219446#post219446

    Προφανώς κινητά, ψηφιακές φωτ. μηχανές, κλπ. γκατζετιές έγιναν αφορμή να περάσουν στο web. Αλλά μήπως και στα ελληνικά γενικότερα; μήπως είναι σύγχρονος όρος του γκάτζετ;

  39. Μαρία said

    Ε τότε Κιου αφού γίνεσαι και εριστικός, να ξέρουμε και να προσέχουμε.

  40. Και λίγο παλιότερη στο ελληνόφωνο usenet:

    17/08/2002
    …Αν όμως βάλεις μια γκουμούτσα σιλικόνη, τότε θα μεταφέρεται θερμότητα απο τον πυρήνα και σ’ αυτές τις περιοχές που αλλοιώς πιθανόν να ήταν πιο κρύες…

  41. π2 said

    Από τον θείο Γούγλη:

    Φ. Κουκουλές, Οινουντιακά, μελέτη περί της ιστορίας ,των ηθών και εθίμων και του γλωσσικού ιδιώματος του δήμου Οινούντος (1908), σελ. 277:

    κουμούτσι· τεμάχιον: ένα κουμούτσι ψωμί = τεμάχιον άρτου.

    Θ. Κωστάκης, Λεξικό της Τσακωνικής διαλέκτου, τ. Β΄, σελ. 124:

    κουμούτσι, το μσν. κουμούτζι: κομμάτι μεγάλο κάπως

    (μετά η ευκρίνεια του snapshot δεν μ’ αφήνει να συνεχίσω).

  42. #41 εκεί θα έμπαινα τώρα…

  43. π2 said

    Αφού φτάσαμε στα τσακώνικα, θα μας λύσει την απορία ο ΝικΝικ, όταν περάσει από δω.

  44. π2 said

    Σε αρκαδικό γλωσσάρι, βλέπω κουμούτσι = ξεροκόμματο ψωμί. Και ο Κουκουλές και το Τσακώνικο λεξικό παραδείγματα με ψωμί χρησιμοποιούν. Βρίσκω και άλλα γκουγκλίσματα όπου συνδέεται το κουμούτσι με το ξεροκόμματο ψωμιού, και μάλιστα σε συγκεκριμένα έθιμα.

    Στα Γιάννενα πάντως λέγεται ότι σημαίνει ψαχνό κρέας.

  45. sarant said

    Μπράβο Πιδύε! Πάντως ο Κριαράς στο μεσαιωνικό δεν το έχει!

  46. Μπουκανιέρος said

    Την απαυτήν δεν την ήξερα, εδώ την έμαθα.

    Με τη σημασία (περίπου) του 41, σε μας το μπουκούνι (ή και μπουτσούνι, σπανιότερα), αλλά με αντίθετη έμφαση, θέλει να πει «κάπως μικρό». Παγιωμένη έκφραση το «ένα μπουκούνι ψωμί», κυριολεχτικά και μεταφορικά.

    #5 και 6
    Πάντως το «πίστες» λέγεται, δε θα το έλεγα λάθος και, στα προφορικά τουλάχιστον, μου έρχεται πιο σωστό.
    Όσο για το χορό και το σκι, δεν έχω σε μεγάλη υπόληψη την «πρόληψη»…

  47. π2 said

    Το κουμούτζι δεν το βρίσκω, αλλά Κουμουτζηνά είναι η Κομοτηνή (μαρτυρείται ήδη στον Καντακουζηνό).

  48. Ο Κριαράς δεν την έχει, αλλά ίσως να μην απαντά η κουμούτσα ή το κουμούτσι στα λογοτεχνικά κείμενα που έχουν αποδελτιωθεί και δεν την έχω συναντήσει σε διάφορα νοταριακά και άλλα μη λογοτεχνικά (διότι θα το θυμόμουν αν την είχα συναντήσει, δεν μπορεί)· αν ο Κουκουλές δίνει την πληροφορία επειδή την είδε σε κάποιο κείμενο ή υπέθεσε ότι είνα μεσαιωνική για να πει κάτι δεν μπορούμε δυστυχώς να το ξέρουμε. Όταν φτάσει το Λεξικό της Ακαδημίας στο Κ, ίσως μάθουμε!

  49. Να ρωτήσουμε τον Κουμουτσάκο

  50. π2 said

    #48: O Κωστάκης λέει για το μσν. κουμούτζι, όχι ο Κουκουλές.

  51. π2 said

    #49: Πέτυχες κι εσύ το σχετικό λογοπαίγνιο;

  52. Μαρία said

    Η Γκιουμουλτζίνα δηλαδή έχει βυζαντινές περγαμηνές.

    Πιδύε 44, σε κάποιο φόρουμ το βρήκα και για κομμάτι κρέας.

  53. π2 said

    Μαρία, #44, δεύτερο λινκ.

  54. # 50
    παρντόν, δικό μου το λάθος. Ακόμα χειρότερα βέβαια, διότι ο Κουκουλές όλο και κάτι μεσαιωνικό θα είχε διαβάσει, ο Κωστάκης όμως;

    # 5 & 6
    το «πίστες» (όπως και «φύσες», «πράξες» κλπ. είναι απολύτως φυσιολογικά κατά την μεσαιωνική περίοδο). Η «τρισχιλιετής παράδοση» που λέει και ο Νικοδεσπότης τα έκοψε, πότε ακριβώς είναι άγνωστο· θα στοιχημάτιζα μάλλον στην εποχή του Τριανταφυλλίδη, αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω.
    Τον πληυντικό «βρύσες» του «βρύσις» που είναι κομματάκι μεταγενέστερο από την αττική π.χ. δεν το έφαγε η μαρμάγκα, αλλά το «φύσες < φύσις / φύση» το πήρε και το σήκωσε.

  55. Μαρία said

    Το πιθανότερο είναι ο Κουμ. να είναι συνονόματος με τον Προστάτη του πολίτη απλώς ο δεύτερος το εξελλήνισε.

  56. π2 said

    Εξαντλημένος από την τρισχιλιετή, σας καληνυχτίζω. Homework για ξενύχτηδες: πόθεν η φράση «πάω για τούφες», άραγε;

  57. Μπουκανιέρος said

    Δεν πρέπει νάτανε Κουγιουμτζόγλου;
    (ριψοκίνδυνη έξοδός μου στα τούρκικα…)

  58. Μπουκανιέρος said

    #56
    Για τρούφες;

  59. Μπουκάν (57), το μανιάτικο -άκος δεν ισοδυναμεί με το ποντιακό -ίδης, το -όπουλος και άρα το -όγλου;

  60. sarant said

    57: ε, ναι. Άλλο Κουμουτσάκος άλλο Κουγιουμτζ-κάτι.

    Τις τούφες δεν μπορώ να τις ετυμολογήσω.

  61. Μαρία said

    Ναι ρε παιδιά ο ένας είναι αργυροχόος(Γκουμούσης κλπ) Μπέρδεψα τα μεταλλα.

  62. Voulagx said

    #21: Σαραντ,δεν αντέχω να σε βλέπω συντριβόμενο,γι’ αυτό -κι αφου έσκασα την κάρα μου- ιδού η ετυμολογία του τηθαλλαδού:
    Δεδομένο του Σπευσίππου:(1)αδελφιδούς = ο γιός της αδελφής,
    (2) τήθη = γιαγιά , υποκορ. τηθέλα = γιαγιούλα ή γιαγιακούλα
    Απο την σχέση (2) ευκόλως προκύπτει οτι:
    (3) τηθέλας = γιαγιάκιας, κατά το «μαμάκιας»
    Εκ των σχέσεων (1),(2) και (3) συνάγεται ότι:
    (4)τηθελαδούς = ο γιός της γιαγιάκας
    Απο την (4),μετασχηματίζοντας το «ε» σε «α» και προσθέτοντας ενα «λ»,καταλήγουμε στην:
    τηθαλλαδούς = ο γιος της γιαγιάκας, ο.ε.δ.
    ……………………………………………………………………………………………
    Λοιπόν, δεν αντέχω άλλο μ’ αυτόν τον τηθαλλαδού (στον πληθ. πως είναι; τηθαλλαδούδες;),το ρίχνω:

    Αχ τηθαλλαδού, αχ τηθαλλαδού
    βρες ένα κορίτσι κι άιντε φύγε απ’ αυτού!

    Αδεται κατά το γνωστό άσμα:»Παπαθεμελή, Παπαθεμελή,»

  63. κύριοι, ματαιπονεῖτε! πρόκειται γιὰ λέξι ποὺ κακοποίησαν οἱ ξένοι! εἶναι παραφθορὰ τῆς φράσεως «τί ἄλλο θὰ δοῦμε» ποὺ ἔλεγαν οἱ πρόγονοί μας βλέποντας τὰ αἴσχη τῶν λαφυραγωγιῶν τῆς Βασιλευούσης. οἱ Φράγκοι πάλι βλέποντας πολὺ σκανδαλισμένους τοὺς Βυζαντινοὺς μὲ ὅλα αὐτὰ τοὺς ἔλεγαν μαμάκηδες, ὅτι δὲν εἶναι ἀρκούντως «ξεβγαλμένοι». ἔτσι οἱ τιαλλθαδούμηδες ποὺ ἔγιεναν σιγὰ σιγὰ τηθαλλαδοῦδες εἶναι οἱ μαμάκηδες.

  64. #33 ἐγὼ τὴν γνωρίζω τὴν γκουμούτσα μὲ τὴν σημασία τοῦ μεγάλου ἄχαρου καὶ δύσχρηστου ἀντικειμένου. π.χ. τί γκουμούτσα εἶναι αὐτὸ τὸ κινητὸ ποὺ ἀγόρασες; εἶμαι Βορειοελλαδίτης ὡστόσο.

  65. καὶ ὁ Κουμουτσᾶκος ἄρα ἀπὸ κεῖ προέρχεται.

  66. TAK said

    Κι εγώ την ξέρω από παλιά (πόσο παλιά όμως δε θυμάμαι) την γκουμούτσα (και όχι βέβαια κουμούτσα), αφού είμαι Σαλονικιός.
    Νότη (54), θα στοιχημάτιζα κι εγώ μαζί σου ότι ο Τριανταφυλλίδης κατάργησε τις πίστες, πράξες, κλπ. Στα χρόνια μας θυμάμαι μόνο κάποιους κουκουέδες στις συνελεύσεις να τις χρησιμοποιούν…
    Πάντως, δεν πρέπει να έχει σχέση η γκουμούτσα με την Κιουμουρτζήνα…
    Όσο για το αρχικό θέμα της πολύ ενδιαφέρουσας ανάρτησης, μία είναι η λύση: απλοποίηση!

  67. sarant said

    Τάσο, εγώ στα χρόνια μας (πρέπει να είναι περίπου τα ίδια) δεν θυμάμαι κανέναν να χρησιμοποιεί πράξες και σκέψες, δηλ. παροξύτονα. Προπαροξύτονα ναι, αλλά και απ’ αυτά μερικά μόνο: π.χ. το μέθοδες. Αλλά δεν ξέρω αν ο Τριανταφυλλίδης κατατρόπωσε τους τύπους αυτούς ή ο Βαν Φλιτ. Πάντως, στο Πνευματικό Εμβατήριο ο Σικελιανός γράφει «σκέψες», αλλά στη μελοποίηση από τον Θεοδωράκη έχει γίνει «σκέψεις».

    Άσχετο με τις σκέψες αλλά σχετικό με το αρχικό θέμα του άρθρου: ο ΝΛίγγρης στη Λεξιλογία κοιτάζει το θέμα του μαμόθρεφτου από λεξικογραφικομεταφραστική σκοπιά:
    http://www.lexilogia.gr/forum/showthread.php?t=5191

  68. sarant said

    Βουλάγξ, εξαιρετική η ετυμολογική πρόταση -αλλά με προβληματίζει και η άλλη του Κορνηλίου, διστάζω ποιαν να διαλέξω!

  69. SophiaΟικ said

    Εγώ ψηφίζω ετυμολογία κορνηλιου.

  70. Για τσακώνικα, και ευχαριστώ π2 για το κέντρισμα: όντως ψωμί αναφέρεται, αν και οι παροιμιώδεις εκφράσεις παραπέμπουν γενικότερα. Ολάκερο το λήμμα:

    κουμούτσι, το, Μ(έλανα) Τ(υρός) [δλδ Νότια Τσακώνικα, η διάλεκτος με την αρτιότερη κάλυψη]
    Το μεσν. κουμούτζι.
    Κομμάτι μεγάλο κάπως κοιν. «Αβράε ένα κουμούτσι άντε τσχ’ εφύντζε» Τ[υρός], άρπαξε ένα κομμάτι ψωμί κ’ έφυγε. Φρ. «Τθα κουμούτσα (να ζάρε)» Μ[έλανα], στα τσακίσματα, στα κομμάτια να πας, να τσακιστείς εκεί που πας (αρά), «Κουμούτσα να ναθείρε» Μ[έλανα], «κομμάτια να γίνεις» (αρά).

  71. Α, και:

    κουμουτσάζου Μ(έλανα) Τ(υρός)
    Κομματιάζω κοιν. «Ποί’ νι’ εκουμουτσάε έτρου τον άντε» Μ[έλανα], ποιός το κομμάτιασε έτσι το ψωμί, ποιος το ‘κανε «κουμούτσια».

    Βέβαια η λέξη δε μεταδόθηκε από την Τσακωνιά στην υφήλιο, πρόκειται για γενικότερα μωραΐτικη λέξη (όπως ήδη εντόπισε ο π2). Δυστυχώς ο Μωριάς έχει αγνοηθεί γενικά γλωσσολογικά, και η μελέτη για τα Οινουντιακά μια από τις λίγες παλιές.

  72. Και ΝικΝικ, πώς ετυμολογείται;

    Δεν μπορώ να φανταστώ πώς πέρασε από τα τσακώνικα στην αθηναϊκή καθομιλουμένη εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια μόνο…

  73. Μαρία said

    Βρε Δύτη, είναι μωραΐτικο αφού, λέει ο Νικ, δε πέρασε απ’ τα τσακώνικα.

    Για τα τρόλια όμως μπορούμε να υιοθετήσουμε το τθα κουμούτσα.

  74. @Nick Nicholas # 70

    Από που είναι αυτό το λήμμα που παραθέτεις Νικ;

  75. Μαρία said

    Νότη, όλα τα τσακώνικα του Νικ, που πρέπει να έχει πάει για ύπνο, εδώ:
    http://hellenisteukontos.blogspot.com/search/label/Tsakonian

  76. @72 Δύτα : δεν ετυμολογείται (πέρα από το κουφό «μεσν. κουμούτζι»). Και τώρα που κατάλαβα πως «μεσν.» παναπεί «όννι ξέρου» (ή στα ρωμαίικα, «δεν ξέρω»), δυσπιστώ ακόμα περισσότερο όταν βλέπω «μεσν.» ή «μεταγεν.» στο λεξικό Τριανταφυλλίδη…

    Σκέφτηκα για ετυμολογία μήπως να ‘ναι από τα αρβανίτικα· τα τούρκικα δεν δείχνουν τίποτα εμφανές. Μήπως τελικά δεν είναι κατά κάποιον τρόπο η ίδια λέξη με το «κομμάτι»; Αν δεν ήταν κι αυτά τα φωνήεντα…

    @74 Νότη: από την πηγή που βρήκε κι ο π2 : το λεξικό της Τσακωνικής του Κωστάκη. Αιωνία του η μνήμη.

  77. @70 Παρόραμα (σε στύλ Κορνηλίου 🙂 : το «τσχ’» = «κι» έπρεπε να ‘ναι «τχ’» (δικιά μου μεταγραφή). Σε δίγραφη μεταγραφή κανονικά γράφεται «τζ’» , αλλά το αποφεύγω για να μη συγχίζεται με το σταντάρ τζ.) Επιστημονικά (αν τα σηκώνει ο υπολογιστής σας) γράφεται «τσ͂’» ή «τσ̕ ‘» (σ με ψιλή ή περισπωμένη) . Πρόκειται το «ψιλό» ch που προέρχεται από το πρόσθιο κ (κήπος, κενός), και που προφέρεται ή [tɕ] ή [tsʰ] (και μάλλον το δεύτερο, παρότι θα προτιμούσα το πρώτο ως πιο εξωτικό).

  78. SophiaΟικ said

    Nick, τώρα ποου το εβαλες σε φράση, το κουμούτσι εννοείται έιναι κομμάτι και το μυστηριο λύθηκε.
    Αυτό το «όννι ξέρω» έιναι λίγο σαν το «δεν ηξέρω» ή ίσως «δένι ξέρω» που λέει η γιαγιά μου;

  79. gbaloglou said

    Οποτε και «Κουμουτσακος» = «κομματικος»! [Αυτον ψηφιζετε ή τον Αντωναρο?]

  80. @78 Σοφία : Δυστυχώς δεν είναι, αλλά ωραία η ερώτηση!

    Το «ξέρω» προέρχεται από το «εξεύρω», μέσω «ηξεύρω». Το «ηξέρω» είναι δλδ παλαιική μορφή του «ξέρω». Και γω θυμάμαι την Κύπρια γιαγιά μου να λέει «έν ηξέρω γιέ μου».

    Το «όννι ξέρου» είναι «ουκ ειμί ξέρων»·
    * το «ουκ» έγινε «ό»,
    * στα βόρεια τσακώνικα το «ειμί» είναι «έμι»·
    * στα νότια, το «έμι» έγινε «έννι». (Το γράφουμε νν γιατί το «ένι» προφέρεται ουρανικό, enyi, και σημαίνει «είναι»).
    * τo «ο» κολλάει στα βοηθητικά ρήματα: ό + έννι = όννι

    Τα τσακώνικα σαν τα αγγλικά έχουν σύνθετους χρόνους σε ενεστώτα και παρατατικό.

    Έννι ξέρου: I am knowing (ειμί εξεύρων)
    Έμα ξέρου: I was knowing (ήμην εξεύρων)
    Έσι δουλέγγου: I am working (είσαι δουλεύων)
    Έσα δουλέγγου: I was working (ήσο δουλεύων)
    Όνι αούα: She is not speaking (ουκ ένι λαλούσα)
    Όκη αούα: She was not working (ουκ ήτο λαλούσα)

  81. gbaloglou said

    Και τι ειπαμε πως ελεγε ο ανους πλεον 96-χρονος Τουρκος στον εγγονο του παλιου του Ελληνα συγχωριανου? «Δεν ιξεβρο, δεν ιξεβρο…»

  82. sarant said

    ΝικΝικ, κι εγώ το κομμάτι σκέφτηκα για ετυμολογία της γκουμούτσας -αλλά αυτό το δεύτερο ου…

  83. Ηλεφούφουτος said

    Τώρα διάβασα κι αυτό το ποστ.
    Αυτό το -ούτσι δεν θα μπορούσε να είναι υποκοριστική κατάληξη;
    Αντί δηλαδή κομμά-τι(ον) κομμ-ούτσι

  84. Το πρόβλημα όπως είπε και ο Νικοδεσπότης και ο Νικ παραπάνω είναι το /u/. το κομμάτιον είναι υποκοριστικό του κόμμα (Ανδριώτης, Ετυμ. Λεξ.) κόμμα > κομμάτ-ιον > κομμάτι. Τονισμένο /a/ να γίνει /u/ είναι σπάνιο αν όχι αδύνατο.

  85. Ηλεφούφουτος said

    Το ά στο «κομμάτι» υπάρχει γιατί η παραγωγή του υποκοριστικού έγινε από θέμα κομματ-
    Η (πρόχειρη) σκέψη μου είναι παραγωγή από θέμα κομμ- με υποκοριστική κατάληξη -ούτσι
    Θυμίζω ότι κατά μία άποψη και το κουκούτσι προέρχεται από υποκορισμό του «κόκκος» με αυτή την κατάληξη.

  86. @Ηλεφού #84
    Ναι, με παρερμηνεία του θέματος είναι δυνατό, έχεις δίκιο.

  87. Το σημερινό μαργαριτάρι του Χρήστου Μιχαηλίδη είναι η χρήση της λέξης λ ά κ τ ι σ μ α με τη σημασία «χτύπημα» αντί «κλοτσιά». Ο Χ.Μ. κάνει λόγο για ένα παιχνίδι σε μηχάνημα που υπάρχει, όπως γράφει, σε διάφορα λούνα παρκ της Μεγάλης Βρετανίας. Σύμφωνα με το άρθρο, ο παίκτης που συμμετέχει στο συγκεκριμένο παιχνίδι προσπαθεί να χτυπήσει με ένα μεγάλο ρόπαλο μικρά ομοιώματα κεφαλιών που ανήκουν σε τραπεζίτες. Ο δημοσιογράφος της Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ί α ς μάς πληροφορεί, επίσης, ότι ο εφευρέτης του παιχνιδιού αυτού το εμπνεύστηκε «από την οργή του κόσμου για τις τακτικές και τη συμπεριφορά των τραπεζών».

    Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από το ίδιο το κείμενο
    (βλέπε http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=112211 ),

    αλλά και από την εικόνα που δημοσιεύεται στη σελίδα 64 της έντυπης έκδοσης της Ε λ ε υ θ ε ρ ο τ υ π ί α ς
    (βλέπε http://enet.s3.amazonaws.com/20091214/newebook/index.html ),

    δεν υπάρχει κανένα λ ά κ τ ι σ μ α. Πρόκειται για «χτύπημα (με ρόπαλο)». Η λέξη λ ά κ τ ι σ μ α είναι λόγια και σημαίνει «κλοτσιά», δηλ. χτύπημα με το πόδι (για την ακρίβεια, με το κάτω μέρος του ποδιού) και όχι οποιοδήποτε χτύπημα. Ας θυμηθούμε και το ε ν α ρ κ τ ή ρ ι ο λ ά κ τ ι σ μ α στο ποδόσφαιρο.

  88. Μαρία said

    Και σκληρόν τω Μιχαηλίδη προς κέντρα λακτίζειν.
    Επιτίμιο: να διαβάσει τα 406 σχόλια για τα τραγούδια των Πυξ λαξ, στο άλλο ποστ.

  89. #6, #7, κλπ. Φωτόπουλος και σκοτεινές επιδίωξες της συνειδητά ασυνείδητης ολιγαρχιάς (5:33)

  90. και αντίληψες…

  91. Όσο αναφορά said

    …απ’ το λήθαργο της πρόληψης στη γενική γραμμή μιας καινούργιας κατεύθυνσης,στη γενική γραμμή,είπα, μιας καινούργιας κατεύθυνσης.

  92. Καλαχώρας Λεώνικος said

    Κατ’ αρχή να συγχαρώ για την έρευνα. Είναι όντως εντυπωσιακή.
    Αμέσως μετά όμως, διατηρώντας το σεβασμό μου για όλους, θα διαφωνήσω. Η αραβική φράση ümmeti Mahomet (λαός/κοινόν του Μωάμεθ), χρησιμοποιείται με τη σημασία του σημερινού ‘αδελφοί μουσουλμάνοι’ και σημαίνει αυτό που λέει. Η τουρκική (και όχι αραβική) ümit Muhamad / Mehmet (εναλλακτικά διότι οι τουρκικές λέξεις πρέπει να περιέχουν, κατά κανόνα τουλάχιστο, μόνο πρόσθια ή οπίσθια φωνήεντα κατά τη ουραλική φωνηεντική αρμονία), πιθανώς προέρχεται από την προηγούμενη αλλά σημαίνει ‘θάρρος, καρδιά, ελπίδα στον Μωάμεθ’ και είναι πραγματική πολεμική αναφώνηση. Πριν αναφερθώ στη φράση αμέτι μουχαμέτι, θα θυμίσω τη φράση ‘η Σάρα και η Μάρα’• άσχετα με το πώς συμπληρώθηκε εκ των υστέρων στο στόμα του λαού, πρόκειται για εφαρμογή μιας πάγιας τακτικής της τουρκικής γλώσσας, που περιγράφεται στη Γραμματική της, σε όλες τις γραμματικές, ότι τα η δομή ‘Χ mΧ’ (όπου Χ = επίθετο) είναι εμφαντική ή επιτατική μορφή του X, δηλαδή απλώς επιτείνει τη σημασία του επιθέτου• αντιστοιχεί με τα δικά μας συζυγή κακός / κακεπίκακος, φαύλος / φαυλεπίφαυλος κ.ο.κ. Η φράση αμέτι μουχαμέτι είναι αμιγώς ελληνική back construction, προφανώς κατά τουρκική γλωσσική επίδραση• δηλαδή αφαιρέθηκε το ‘m’ του Μωάμεθ για να ταιριάσει ηχητικά. Το ‘Μουχαμέτι’ προφανώς ανάγεται στις προσπάθειες των βίαιων εξισλαμισμών, δηλαδή ‘μέχρι να φωνάξεις τον Μωάμεθ για βοήθεια’ (επομένως όχι πια τον Χριστό). Αντιστοιχεί με το άλλο, λησμονημένο σήμερα κατάλοιπο, ακουγόταν κάποτε από τις μαμάδες του ’50 ως απειλή: ‘Θα σε κάνω (δέρνοντάς σε) να φωνάξεις bir Allah’ (Ένας ο Θεός), από τις πασίγνωστες ισλαμικές αναφωνήσεις. Ευχαριστώ για την φιλοξένεια.

    Κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσω, μη με δείτε και αλλού, ότι ήρθα εδώ από το slang.gr με link. Ωραίος και ο δικός σας χώρος. Το μαμόθρεφτο καλύφθηκε. Για να ολοκληρώσω τα παραδείγματα περί μαμόθρεφτων, γνώρισα ισπανό ο οποίος (το 1965 – προ κινητών τηλεφώνων και τότε τα τηλεφωνήματα κόστιζαν) έγραφε κάθε μέρα τι έτρωγε και το έστελνε στη μάνα του κάθε εβδομάδα. Και σήμερα υπάρχει μαμά που παίρνει το γιό της κάπου στην επαρχία και του λέει ‘κάνε μπάνιο τώρα!’ Τα κορίτσια είναι μάλλον πιο ανεξάρτητα (αν είναι από κείνα που φεύγουν από το σπίτι. Διότι υπάρχουν και σήμερα κορίτσια που προτιμούν τις ασφαλείς αντιλήψεις του 1950).
    Όσο για τον Jacobson… δεν είναι κι ευαγγέλιο. Τον έχουν προλάβει άλλωστε οι νορστρατικοί (στους οποίους ανήκω κι εγώ) που πιστεύουν ότι όλες οι ομογλωσσίες τελικώς ανάγονται σε μια αρχική πηγή. Αυτό μπορείτε να το πάρετε θρησκευτικά “ένας άνθρωπος δημιουργήθηκε – μια γλώσσα είχε” (χωρίς βεβαίως να υποστηρίζει κανείς σοβαρά ότι αυτή η γλώσσα ήταν η εβραϊκή, η οποία ασφαλώς μεταγενέστερη και απότοκος της ακκαδικής) ή εκ διαχύσεως (μέσω επικοινωνίας) αλλ’ αυτό είναι μεγάλο κεφάλαιο γι’ αναλυθεί εδώ.

    Το κο(υ)μούτσα /γκο(υ)μούτσα (προφανώς είναι η ίδια λέξη με εκκρηκτικό /ένηχο ή άηχο ουρανισκόφωνο) επίσης καλύφθηκε, βασικά από την Ironick. Δε μπορώ να συμβάλλω ετυμολογικά, αλλά πιθανώς είναι νεολογισμός αμηχανίας με την μεγεθυντική κατάληξη –ούτσα(ρα) / ούτζα(ρα) λεβαντίνικης καταγωγής. Ο Μπαμπινιώτης (Ετυμολογικό) αγνοεί τη λέξη ενώ, εν έτει 200-κάτι, δεν αγνοεί το Γκούλακ• εν παραλλήλω αγνοεί το ‘μακρονησιώτης’. Τα συμπεράσματα δικά σας. Παραλλαγές των λέξεων αυτών και ηχητικές και χρηστικές / σημασιολογικές είναι φυσικό να υπάρχουν σε μια ζωντανή γλώσσα και σε μια λέξη σχεδόν slang• έτσι δεν είναι περίεργο να χρησιμοποιηθεί στο ψωμί και στο κρέας, όπου ακούγονται και άλλα, όπως χλαπάτσα, χλαπούτσα (τεράστιο πέλμα). Λέξη καινούργια βεβαίως δεν είναι, αφού μαρτυρείται σε τόσα λεξικά και μάλιστα χαρακτηρίζεται και ως μσν. χωρίς αυτό να λέει κάτι Και… μολονότι δεινόν προς κέντρα λακτίζειν… (και αστειεύομαι διότι δεν μπήκα στο site για να λακτίσω κανένα) απορώ με το ‘21’. Εφόσον έχει κάποιος καθηγητή Κομούτσο, υποθέτει ότι η λέξη είναι αρχαιότερη τουλάχιστον του παππού του εν λόγω καθηγητή.

    Το μπουκούνι είναι ακριβώς το αντίθετο και, όπως θα έπρεπε να ξέρει κάθε Μπουκανιέρος (ο οποίος ξεμπουκάρει από κάποιο άνοιγμα), προέρχεται από το bocca στόμα, και σημαίνει απλώς μπουκιά. Στα αλβανικά bukë είναι το ψωμί. Στους μυς του προσώπου περιγράφεται και ο βυκανητής μυς.

    Η πίστη, της πίστης / ἡ πίστις, τῆς πίστεως, κι αν θέλουμε πληθυντικό καλά και σώνει (βλ. 7 Μαρία)… οι πίστεις, των πίστεων, αν και θα ήταν προτιμότερη μια περίφραση του τύπου ‘τα δόγματα’, ‘οι θρησκευτικές αντιλήψεις / πεποιθήσεις’, ‘τα πιστεύω’ κ.ο.κ.. Η πίστα (la piste) στη γεν. πληθυντικού κάνει ‘πιστών’ ως πρωτόκλιτο, και συμπίπτει ηχητικά με τη γεν. πληθυντικού του ‘πιστός’. Όσο για τον τηθαλλαδοῦν του Φρυνίχου [που τον ορίζει ως: ὁ ὑπὸ τήθῃ καὶ γυναιξί τεθραμμένος καὶ διὰ την τρυφὴν ἐκλελυμένος καὶ ἄχρηστος) ή τον τηθαμμωδοῦν του Ησυχίου [που τον ορίζει ως: ὁ γυναικοτραφής• ἄλλοι τὸν ὑπὸ τήθῃ γενόμενον καὶ τεθραμμένον• ἄλλοι τὸν μαμμόθρεπτον καὶ σπάταλον], κλίνεται απλά ως δευτερόκλιτο συνηρημένο επίθετο, κατά το χρυσοῦς• πληθυντ. οἱ τηθαλλαδοῖ (με περισπωμένη). Όσο για την ετυμολογία μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν διότι η λέξη απαντά μόνο στους λεξικογράφους, ο οποίοι αντέγραφαν ο ένας τον άλλο και προσπαθούσαν να τον ξεπεράσουν σε παραδοξότητα (όπως περίπου συμβαίνει σε ανάλογα site και σήμερα) και το πολύ σε καμιά κωμωδία ή μίμο. Πιθανώς πρόκειται για λατινόμορφο υποκοριστικό του τήθη (ο Ησύχιος έζησε τον 5ο Κ.Χ.), με την κατάληξη –δοῦς (πρβλ. ἀδελφιδοῦς) από το μόρφημα id (είδος, ίδιος, is, ea id κ.ο.κ.)• είναι λ. σκωπτική, δηλαδή χρησιμοποιείται για σχετλιασμό, και όχι στον κανονικό λόγο. Ανάλογα υπάρχουν και σήμερα. Όταν χαρακτηρίζουμε κάποιον ‘μ…’ δεν εννοούμε ότι ‘αυνανίζεται καθ’ έξιν’ και αυτόν που το κάνει δεν τον χαρακτηρίζουμε (ιατρικώς τουλάχιστο) ‘μ…’.
    Ως προς την ευ-σέβεια η λ. σέβας πιθανώς προέρχεται από ΙΕ ρίζα που σημαίνει ‘φεύγω, τρέπομαι σε φυγή από φόβο’ (και στα ελληνικά οι λ. φόβος και φυγή είναι συγγενείς). Η Θρησκεία απαντά στον Ηρόδοτο (Ευτέρπη) ως ‘ἀχθόμενοι τῇ περὶ τὰ ἱρὰ θρησκηιῃ’ αγωνιώντας για τις παρακαταθήκες / παραδόσεις γύρω από τους θεούς τους• επομένως θεμελιώδεις σημασία: συντήρηση, παράδοση, παρακαταθήκη.

    To διορθωτήρι το χρησιμοποιώ βασικά για να μου υποδεικνύει τα παραχτυπήματα (λάθος πληκτρολόγηση) και όχι για να μου διορθώνει τα λάθη, διότι δε συμφωνώ πάντα μαζί του.

    Ποιος διατηρεί την ελπίδα ότι το λεξικό της ακαδημίας θα φτάσει ποτέ στο Κ;
    Με φιλικά αισθήματα

  93. sarant said

    Ναι, τώρα που ξαναβλέπω το 21 δεν καταλαβαίνω τον συλλογισμό που είχα κάνει 🙂

    Ή μάλλον, τώρα κατάλαβα πως είχα σκεφτεί. Αν η λέξη γκουμούτσα είχε αποκτήσει τη σημασία «μεγάλο πράγμα, ανοικονόμητο, ιδ. βιβλίο» το 1980, από τους 100 που κάναμε μάθημα με τον καθηγητή Κουμούτσο επί τόσα εξάμηνα, κάποιος ίσως να βρισκόταν και να έλεγε «έχω να διαβάσω και όλη αυτή την γκουμούτσα του Κουμούτσου», όμως λέγαμε «τούβλο» το μεγάλο βιβλίο. Άρα, ή η λέξη είχε ξεχαστεί (όπερ άτοπο, αφού δέκα χρόνια μετά έγινε συχνότατη) ή δεν είχε αποκτήσει σε μας τουλάχιστο αυτή τη σημασία. Έτσι είχα σκεφτεί, δεν λέω ότι έχω δίκιο 🙂

Σχολιάστε