Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Στη μνήμη του Δημήτρη Σαραντάκου

Posted by sarant στο 26 Δεκεμβρίου, 2011


Εννιά μέρες πέρασαν από τον θάνατο του πατέρα μου, θα μου επιτρέψετε ένα μικρό μνημόσυνο.

Η φωτογραφία είναι από κάποιο γλέντι σε αιγινήτικη ταβέρνα, όπου στο τέλος ο πατέρας μου, πολύ συχνά έβγαζε το τσαντάκι του με τις φυσαρμόνικες και άρχιζε να παίζει συνοδεύοντας το τραγούδι των άλλων.

Αριστερά κάθεται ο αιγινήτης ποιητής και τραγουδοποιός Γιώργος Μαρίνος, φίλος του πατέρα μου, που έγραψε σε μια τοπική εφημερίδα το εξής «Στη μνήμη του Δημήτρη»:

Μίμη μου, εκεί που θα διαβείς 
το μακρινό σου δρόμο,
πάρε τη φυσαρμόνικα
να πεις τραγούδια της καρδιάς,
της λευτεριάς, της λεβεντιάς,
όπως εκείνο που έλεγες:
“Με το ντουφέκι μου στον ώμο”

Πολύ με συγκίνησε, στην κυριακάτικη Αυγή (που βγήκε το Σάββατο 24 Δεκεμβρίου), ένα άρθρο του φίλου Στρατή Μπουρνάζου, που το αναδημοσιεύω εδώ:

Ένας μακρινός στενός φίλος

Η αρχική γνωριμία ήταν με τον Νίκο. Από το την ιστοσελίδα και το μπλογκ του, από τα βιβλία του, κατόπιν και από κοντά, όταν έγινε τακτικός συνεργάτης μας στα «Ενθέματα». Μέσα από το μπλογκ γνωρίσαμε και τον πατέρα, τον Δημήτρη — ο Νίκος αναδημοσίευε συχνά πυκνά κείμενά του, μας μίλαγε για τα βιβλία του. Και έτσι, μέσα από τα κείμενά του, ο πατέρας Σαραντάκος μάς έγινε κοντινός, οικείος και για όσους δεν τον είχαμε γνωρίσει — αρκεί να δει κανείς τα συλλυπητήρια στο μπλογκ: για τους αναγνώστες του ιστολογίου είναι σαν να έχασαν έναν δικό τους άνθρωπο.

Δεν μπορούμε, σε λίγες γραμμές να περιγράψουμε το έργο αυτού του λόγιου μαχητή της Αριστεράς. Κι ακόμα πιο δύσκολο είναι να αποδώσουμε την πνοή, το πνεύμα του, τη ζωντάνια της παρουσίας του. Μια αίσθηση που διαπερνούσε την ατμόσφαιρα την περασμένη Τρίτη, στην πολιτική του κηδεία στο Παλιό Φάληρο, στον κόσμο που συγκεντρώθηκε να τον αποχαιρετήσει, στους επικήδειους των φίλων και των συναγωνιστών· μια αίσθηση που κορυφώθηκε, όταν παλιοί φίλοι και συμμαθητές τραγούδησαν, με μια φυσαρμόνικα, όπως το συνήθιζαν με τον Μίμη, την «Ελιά», τους «Κυνηγούς» και άλλα κομμάτια από μια μυτιληνιά επιθεώρηση του Μεσοπολέμου.

Δημοσιεύουμε σήμερα μικρά αποσπάσματα από το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό βιβλίο Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια (εκτενή αποσπάσματα υπάρχουν στο sarantakos.wordpress.com), που αναφέρεται στα φοιτητικά του χρόνια στο Πολυτεχνείο, στα τέλη της δεκαετίας του 1940 — δείγμα γραφής του μακρινού και συνάμα στενού μας φίλου Δημήτρη Σαραντάκου, που χάσαμε απρόσμενα την περασμένη Κυριακή.

(Μικρή ανακρίβεια, τον πατέρα μου τον χάσαμε το Σάββατο, 17.12).

Απόσπασμα από τα Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια είχα βάλει κι εδώ, αλλά σε λινκ. Αναδημοσιεύω το απόσπασμα που έβαλε η Αυγή:

Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια – απόσπασμα

Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια

Αρχικά, στα δύο πρώτα χρόνια, στην τάξη μας ήμασταν μόνον είκοσι πέντε, από τους οποίους τρία κορίτσια, πράγμα πολύ σπάνιο στο Πολυτεχνείο. Τότε μόνο στους Αρχιτέκτονες υπήρχαν μερικές κοπέλες, στις άλλες σχολές οι γυναίκες έλειπαν τελείως ή θα υπήρχε το πολύ μία. Από τις δικές μας, η Σοφία ήταν η πιο όμορφη, η Φανή η πιο μελετηρή και η Άννα η πιο θαρρετή.

Χάρη στην αδιόρατη «αύρα», που λες και εκπέμπουμε εμείς οι αριστεροί και μας βοηθάει να αναγνωριζόμαστε, γρήγορα καταλάβαμε, η Άννα κι εγώ, πως ήμασταν συναγωνιστές. Βέβαια με τις επικρατούσες συνθήκες της βαθιάς παρανομίας, ούτε να σκεφτούμε να μιλήσουμε πολιτικά, χωρίς να έχει προηγηθεί κανονική σύνδεση, κάναμε όμως καλή παρέα. Ο Σίμος ο Χατζηπαυλής, που πήγαινε στο τρίτο έτος, την είχε ωσαύτως μυριστεί και μεταξύ μας την έλεγε «Πασιονάρια». Τον δεύτερο μήνα όμως η Άννα έπαψε να έρχεται στο Σχολή. Αργότερα μάθαμε πως την πιάσανε, τη βασάνισαν άγρια, την πέρασαν από δίκη στο Στρατοδικείο, την καταδίκασαν σε θάνατο, αλλά ευτυχώς δεν την εκτελέσανε. […]

Τα μαθήματα της Γενικής Χημείας και τα εργαστήρια της Αναλυτικής (της ποιοτικής ανάλυσης — του πρώτου έτους), γίνονταν σ’ ένα μικρό ισόγειο κτίριο, στην πλευρά της οδού Στουρνάρα, που εξωτερικά έμοιαζε με αποθήκη και εσωτερικά με κρατητήριο ή κάτι ανάλογο κι ερχόταν σε κραυγαλέα αντίθεση με τα κομψά, αρχαιοπρεπή κτίρια του Πολυτεχνείου. Στο μικρό αμφιθέατρο και στο συνεχόμενο εργαστήριο της έδρας της Γενικής Χημείας, κουμάντο έκανε (όταν έλειπαν ο καθηγητής και ο επιμελητής φυσικά), ένας στεγνός, μονόφθαλμος κλητήρας, που οι σπουδαστές τον είχαν βγάλει Αζώρ, γιατί ήταν σωστό μαντρόσκυλο, δουλοπρεπής στους ανώτερους και άγριος στους σπουδαστές ή τους ξένους. Ήταν επίσης αρχηγός μιας οργάνωσης Χιτών στο Πολύγωνο. Στα επισκεπτήρια του, ένα από τα οποία είχε πέσει στα χέρια μας τυχαία, κάτω από τ’ όνομά του έγραφε αορίστως: «του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου». […]

Το προκατακλυσμιαίο των γνώσεων του Βαρούνη συνδυαζόταν με την ιδιόμορφη επιστημονική ορολογία, την οποίαν, αφού μάταια προσπάθησε να την επιβάλει στην επιστημονική κοινότητα της χώρας, την έκανε, αντιστάσεως μη ούσης, υποχρεωτική τουλάχιστον στο μάθημα του. Αλίμονο στο φοιτητή που στις εξετάσεις δεν έλεγε τα ηλεκτρόνια ηλεκτρά, τα πρωτόνια πρώτα, τα δευτερόνια δεύτερα, τα νετρόνια ουδέτερα και πάει λέγοντας! Υπήρχαν φυσικά και χειρότερα. Στους πολιτικούς μηχανικούς υπήρχε τότε καθηγητής που, στο μέσον ακριβώς του 20ού αιώνα, δίδασκε: «Εσχάτως (!!) οι σιδηρόδρομοι ηλεκτροφωτίζονται». […]

Ο καθηγητής της Αναλυτικής Χημείας, ο Χορς, αγγλικής ή βαυαρικής καταγωγής προφανώς, ήταν κάπως νεώτερος […] αλλά από επιστημονικής πλευράς είχε σταματήσει κάπου μεταξύ 1925 και 1930. Οι παραδόσεις του, στην ποιοτική ανάλυση, που την κάναμε στο πρώτο έτος, γίνονταν από κάτι άθλια λιθογραφημένα φυλλάδια, τα τυπωμένα πρωτότυπα των οποίων είχαν εξαντληθεί πριν τον πόλεμο, επαναλαμβάνοντας με πιστότητα ντικταφών το κείμενο, χωρίς να αλλάζει ή να παραλείπει ούτε μία φράση. Μερικές περικοπές είχαν μείνει στην ιστορία: «Κατά την αντίδρασιν ταύτην σχηματίζεται περίπλοκον ανιόν πολυπλόκου συστάσεως».

Επί πλέον ήταν κουφός όσο ένα ντουβάρι ή μάλλον πολύ περισσότερο (δοθέντος ότι εκείνην ακριβώς την εποχή και οι τοίχοι είχαν αυτιά). Γι’ αυτό κυκλοφορούσε εξοπλισμένος με ισχυρότατο όσο και παλαιοτάτης τεχνολογίας ακουστικό, του οποίου το μεγάφωνο ήταν χωμένο στο αυτί του, το μικρόφωνο ήταν τοποθετημένο στο στέρνο του κάτω από το πουκάμισο και οι μπαταρίες στην εξωτερική τσέπη του σακακιού του. Τα καλώδια, που συνέδεαν τα τρία συστατικά μέρη, περνούσαν μέσα από τα μανίκια του και ξεπρόβαλλαν από το κολλάρο ή τις κουμπότρυπες του πουκάμισου, δίνοντας του κάπως την όψη κάποιου παλαιϊκού ρομπότ, που μόνο η φαντασία του Ιουλίου Βερν θα μπορούσε να επινοήσει.

Αλλά κι οι αναλυτικές μέθοδοί του ήταν επίσης αρχαϊκές. Όταν στο Πανεπιστήμιο ο Στάθης είχε εισαγάγει ημιμικροαναλυτικές μεθόδους και στο Πολυτεχνείο ο Σβαμπ δίδασκε την απορρόφηση, το εργαστήριο της Αναλυτικής Χημείας βασιζόταν ακόμα στην απεριόριστη χρήση αερίου υδροθείου. Ο θάλαμος υδροθείου βρισκόταν στο υπόγειο της Σχολής Καλών Τεχνών και μοσχοβολούσε σαν ανοιχτός βόθρος.

Αν το υδρόθειο αφθονούσε, το απεσταγμένο νερό ήταν είδος εν ανεπαρκεία. Η συσκευή παραγωγής του, ένας προκατακλυσμιαίος αποστακτήρας, τεραστίων διαστάσεων και αξιοθρήνητα μικρής παροχής, χαλούσε κάθε τρεις και λίγο. Κατά συνέπειαν, η «σπατάλη απεσταγμένου ύδατος, ιδίως δι’ αναστροφής του υδροβολέως», αποτελούσε παράπτωμα, που ο επιμελητής του εργαστηρίου, συγγενής και επίδοξος διάδοχος του καθηγητή, τιμωρούσε με πρόστιμο.

Πάντως παρά την τρομοκρατία που ασκούσε ο επιμελητής, άτομο με φάτσα και νοοτροπία πρωσική, το εργαστήριο της Αναλυτικής Χημείας παρουσίαζε κάποιο ενδιαφέρον και είχε και τη σχετική πλάκα. Ο Αντώνης ο Φραγκίσκος, για παράδειγμα, είχε ανακαλύψει πως φυσώντας με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του και με τη βοήθεια λαστιχένιου σωλήνα, μέσα από το δίκτυο του γκαζιού, έσβηνε ταυτοχρόνως όλους τους λύχνους Μπούνσεν, πράγμα που το έκανε συχνά. Είχαμε επίσης διαπιστώσει πως το κλείσιμο των συρταριών με βρόντο, εκνεύριζε στο έπακρον τον επιμελητή και δεν παραλείπαμε να το κάνουμε, ενώ μέσα στον ορυμαγδό των αλλεπάλληλων παταγωδών κλεισιμάτων, ο επιμελητής ωρυόταν από το τραπέζι του: «Σιγά τα σουρτάρια!». […]

Στο πρώτο έτος τα γυάλινα σκεύη και όργανα τα είχαμε αγοράσει από την τσέπη μας και έτσι αν σπάζαμε τίποτα ο επιμελητής αδιαφορούσε. Στην ποσοτική ανάλυση όμως τα όργανα ήταν του εργαστηρίου και αν σπάγαμε κανένα ο επιμελητής το σημείωνε, ώστε στο τέλος του χρόνου να τα πληρώνουμε. Από το πρώτο έτος είχα αποχτήσει τη φήμη δεινού καταστροφέα γυάλινων οργάνων και, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου, δε βελτιώθηκα και πολύ στο δεύτερο. Κι όχι μόνο αυτό. Για μεγαλύτερη πλάκα οι συνάδελφοί μου φέρνανε δικά τους σπασμένα όργανα (το σπάσιμο των οποίων, φυσικά, ο Μπέσσης, ο επιμελητής, το είχε ήδη σημειώσει) και την άλλη μέρα τα ξανάσπαγα με πάταγο. Ο Μπέσσης υπολόγιζε πως στο τέλος του χρόνου θα χρωστούσα μια περιουσία, αλλά με έκπληξή του είδε πως, με βάση τις δικές του σημειώσεις, το οφειλόμενο ποσό ήταν λίγο ανώτερο από τον μέσον όρο.

Στη Γενική Φυσική είχαμε καθηγητή τον Παύλο Σαντορίνη, ιδιόρρυθμο όσο και ιδιοφυή τύπο «τρελού επιστήμονα», που παραμονές του πολέμου είχε εφεύρει και παραχωρήσει στον Ελληνικό Στρατό ένα είδος ραντάρ. Το ενδιαφέρον με τον Σαντορίνη δεν ήταν αυτό καθαυτό το μάθημά του, όσο κάποιες πειραματικές επιδείξεις που μας έκανε, πάνω στα μικροκύματα, στη στροφορμή και την αδράνεια. Πολλές φορές οι επιδείξεις του ήταν τόσο εντυπωσιακές, ώστε όλο το κατάμεστο αμφιθέατρο στο κτίριο Γκίνη τρανταζόταν από τα χειροκροτήματα. Αλίμονο όμως αν ακουγόταν και κάποιο (επιδοκιμαστικό έστω) σφύριγμα. Ο Σαντορίνης το θεωρούσε αποδοκιμασία ή χλεύη, σταματούσε την επίδειξη και ρωτούσε: «Ποιος σφύριξε;». Φυσικά δεν έπαιρνε απάντηση, και τότε έδιωχνε όλη τη σειρά των εδράνων από την οποία ακούστηκε το σφύριγμα. Γενικά ήταν απρόβλεπτος στην παράδοσή του. Μια φορά είχε γεμίσει τον πίνακα με εξισώσεις. Κάποιος από τους σπουδαστές (αν θυμάμαι καλά, ο Γυφτόπουλος, που αργότερα διέπρεψε ως καθηγητής στο ΜΙΤ) φώναξε: «Κύριε καθηγητά, κάνατε λάθος σε μια εξίσωση».

Ο Σαντορίνης εξεμάνη για τη διακοπή και την αμφισβήτηση της επιστημονικής του αυθεντίας: «Πώς σε λένε; Σου βάζω μηδέν. Ο Σαντορίνης δεν κάνει λάθη».

Μετά το μάθημα όμως και ενώ ξυριζόταν σε κουρείο της οδού Στουρνάρη, αναλογιζόμενος φαίνεται το επεισόδιο, διαπίστωσε πως ο σπουδαστής είχε δίκιο. Παράτησε το ξύρισμα και μπήκε, μισοσκουπισμένος από τις σαπουνάδες, στο αμφιθέατρο, όπου γινόταν μάθημα με άλλον καθηγητή.

«Ποιος με είχε διακόψει προηγουμένως;» ρώτησε.

Ο «φταίχτης» πού να μιλήσει. Ζάρωσε σε μια γωνιά και περίμενε.

«Παιδί μου, είχες δίκιο. Σου βάζω δέκα», λέει και βγαίνει από την αίθουσα.

Ο Σαντορίνης είχε μανία με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (που φυσικά τότε δεν τις έλεγαν έτσι) και είχε εγκαταστήσει στην ταράτσα του κτιρίου Γκίνη μια μικρή ανεμογεννήτρια, που τροφοδοτούσε με ρεύμα τα ηλεκτρικά ρολόγια του ιδρύματος. Μου είχε κάνει εντύπωση μια φράση του: «Θα έλθει μία ημέρα, κύριοι, που όποιος καίει πετρέλαιο ή παράγωγά του θα φυλακίζεται!» […]

Ενδιαφέρουσες επίσης ήταν οι παραδόσεις του καθηγητή της Γεωλογίας και Ορυκτολογίας. Ο Μάξιμος Μητσόπουλος, γιος και εγγονός καθηγητών Πανεπιστημίου, ήταν μεγαλοπρεπής στην εμφάνιση και γλαφυρός στη διδασκαλία. […] Και την ψιλοκαζούρα μας ανέχθηκε και ενδιαφέρον μάθημα μας έκανε και σε γεωλογικές εκδρομές μας πήγε. Στο τέλος καθιερώθηκε με την πρώτη ευκαιρία να φωνάζουμε από κάτω: «Να πάμε!» εννοώντας να πάμε εκδρομή στο Λαύριο, στο Σουσάκι, στο Στρατώνι της Χαλκιδικής, στη Μήλο, στη Σαντορίνη ή όπου τέλος πάντων υπήρχαν τα ορυκτά ή τα πετρώματα, που ανέφερε στο μάθημά του. Μια φορά όμως μιλώντας για τον κρυόλιθο μας είπε: «Τοιούτον ωραίον δείγμα ορυκτού, κύριοι, ευρίσκεται εις Γροιλανδίαν!».

«Να πάμεεε!» αντιβούηξε η αίθουσα με μια φωνή. […]

Ο Βουρνάζος χρησιμοποιούσε κι αυτός ιδιότυπη ορολογία, αν και σε μικρότερη έκταση. Για παράδειγμα απέρριπτε ως αδόκιμο τον όρο «σιδηροπαγές σκιροκονίαμα| διότι, όπως εξηγούσε, σιδηροπαγές σημαίνει κάτι φτιαγμένο από σίδερο, ενώ εξ άλλου τα σκίρα δεν δημιουργούν κονίαμα λόγω του μεγάλου μεγέθους τους. Όσο για τον όρο «οπλισμένο σκιρόδεμα» τον εύρισκε τραγελαφικό. Αντ’ αυτών προσπαθούσε, εις μάτην, να επιβάλει τον όρο «φυρτόν σιδηροφόρον». Πρόκειται, εξηγούσε για συμφύραμα τσιμέντου, άμμου και σκίρων που φέρει σιδηρούν οπλισμόν.

Φυσικά όλα αυτά τα διατύπωνε εις άπταιστον αρχαίαν ελληνικήν, γιατί τον ενοχλούσε η πολυτυπία της καθαρεύουσας και αποστρεφόταν τη δημοτική ως χυδαία και ανάξια για επιστημονικά έργα. (Τον καιρό που είχαν γράψει σε θαυμάσια δημοτική ο Κριτικός Ανώτερα Μαθηματικά, ο Λούρος Μαιευτική και ο Παπαπέτρου, Φυσική). Ο Βουρνάζος, στις εισαγωγικές εξετάσεις του 1946 είχε πει στους διαγωνιζόμενους στην Έκθεση: «Κύριοι, ομιλώ την εθνικήν ελληνικήν γλώσσαν και θέλω αυτήν να χρησιμοποιείτε. Πάσα απόκλισις από την γλώσσαν αυτήν συνεπάγεται αποτυχίαν!».

Μια άλλη φορά, σε μια παράδοσή του είχε πει: «Πάσα απόκλισις προς την βουλγαρικήν (=δημοτική) θέλει παταχθεί αμειλίκτως!».

Στα μαθήματά του, αν δεν είχες μαζί σου λεξικό της αρχαίας ελληνικής έχανες το μισό νόημα. Περίφημος έμεινε ο ορισμός της οικοδομικής άμμου: «Αρμοδιωτάτη δ’ έστιν η χαλαζιακή, η όσον ένεστι τον κόκκον ανώμαλον έχουσα».

Για κάποιο ορυκτό, πάλι, είχε πει: «Ορυκτόν στιφρόν, χειροπληθές, χρώματος ορφνού καστανού».

 

23 Σχόλια to “Στη μνήμη του Δημήτρη Σαραντάκου”

  1. Να τον θυμάστε στις καλές στιγμές, στις δημιουργικές…

  2. spiral architect said

    Δεν μπορώ να φανταστώ «μηχανιλίκι» (τεχνική ορολογία) διδασκόμενα στα αρχαία Ελληνικά! 😛
    Να ζήσεις, για να τον θυμάσαι …

  3. sarant said

    Ευχαριστώ για τα πρώτα σχόλια.

    2: Και όμως! 🙂

  4. ἄχ, γιατί νὰ μὴ ὑπάρχουν σήμερα τέτοιοι καθηγητές!

  5. Κάποιος είχε τολμήσει μεσούσης της Χούντας να βγάλει βιβλίο φυσικής στη δημοτική με τίτλο «Θέματα ρελατιβιστικής φυσικής» θεωρώντας το λατινογενή όρο ως μια δημοτική εκδοχή. Λόγω -ρ- και -λ- είναι πάντως μουσικότερος από το «σχετικιστικής» ή μήπως θα έπρεπε να είναι «σχετικοτικής» (όπως ποιοτικής. εθνοτικής κ.λπ.);…
    Να είστε καλά Νίκο μου να θυμάστε τον Πατέρα σου.
    Γιάννης

  6. ΜΑΡΘΑ ΜΥΛΩΝΑ said

    ΝΙΚΟ, ΣΕ ΔΙΑΒΑΖΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΠΑ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ. ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΓΡΑΦΕΙΣ ΚΙἈΛΛΑ ΠΟΛΛΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ…ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥ Η ΜΝΗΜΗ.

  7. spiral architect said

    @ 4: Θεωρώ ότι χάνεται η ουσία.
    (μηχανιλίκι και διδασκαλία αυτού … στην αρχαιοελληνική)
    Στις θεωρητικές επιστήμες … το συζητάμε. 😉
    Αντίθετα αυτό που χρειάζεται είναι η πρακτική εξάσκηση του μηχανικού, κάτι που στις σύγχρονες εφαρμοσμένες επιστήμες ελλείπει, με αποτέλεσμα ο μηχανικός να μετατρέπεται σε γραφειοκράτη.
    (μιλώ λόγω προσωπικής εμπειρίας)

  8. gbaloglou said

    8

    Θα ήταν ενδιαφέρον να μάθουμε ποια ήταν και τι απέγινε η Άννα…

  9. andreas mihailidis said

    Αγαπητέ κύριε Σαραντάκο,
    Αν και δεν γνώρισα τον αείμνηστο πατέρα σου προσωπικά, λυπήθηκα πραγματικά για το θάνατό του. Ο Φώτης Αγγουλές και ο Χαράλαμπος Κανόνης έχασαν έναν πραγματικό φίλο, ο οποίος παρέμεινε φίλος και σύντροφος στη ζωή, αλλά και πέρα απ’ αυτή, στο θάνατο. Περίφανος οπωσδήποτε για ένα τέτοιο πατέρα, να ζης να τον θυμάσαι.

    Με εκτίμηση,

    Ανδρέας Φρ. Μιχαηλίδης

  10. spiral architect said

    @ 7: Πάντως ο Νεύτων έγραφε και στα Ελληνικά όταν ήταν προπτυχιακός φοιτητής μαθηματικών στο Trinity College του Cambridge! 😯

  11. sarant said

    Κύριε Μιχαηλίδη, σας ευχαριστώ πολύ!

  12. Christos Stathis said

    Ο Στάθης που αναφέρει για τις μικροαναλυτικές μεθόδους, πρέπει να είναι ο Ελευθέριος Στάθης, καθηγητής Χημείας στο Πανεπιστήμιο και δεύτερος ξάδελφος του παππού μου! Μικρός κόσμος…

  13. sarant said

    Πράγματι, πολύ μικρός -αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας 🙂

  14. spirlos said

    Τυχερός άνθρωπος ο πατέρας σου, Νίκο. Έζησε, χάρηκε, έμαθε, έδωσε χαρά και γνώση σε άλλους και σας έδωσε το περιβάλλον να χαίρεστε, να μαθαίνετε και να δίνετε κι εσείς χαρά και γνώσεις σε άλλους. Καλή συνέχεια… για όλους σας, αφού κι ο πατέρας σου εξακολουθεί να είναι δίπλα σου και κοντά μας.
    Να είσαι καλά.

  15. sarant said

    Σπύρο, ευχαριστώ πολύ, να είσαι καλά!

  16. Δέξου και τα δικά μου συλλυπητήρια, Νίκο. Τυχεροί όσοι έχουν τέτοιους γονείς. Πολύτιμη παρακαταθήκη αναμνήσεων και μαθημάτων.

  17. lali said

    Τα συλλυπητήρια μου για τον πατέρα σου. Θα εξακολουθεί να μάς δίνει ελπίδα.

  18. sarant said

    16-17: Σας ευχαριστώ!

  19. Αγγελική said

    Καθυστερημένα, στέλνω εδώ τα συλληπητήρια μου, γιατί τα είχα στείλει στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σου, Νικοκύρη, αλλά φοβάμαι ότι δεν τα έλαβες. Να θυμόμαστε όλοι τον πατέρα σου για το ήθος και το έργο του.

  20. laskaratos said

    Kύριε Σαραντάκο,
    κάπως αργά σας γράφω σχετικα με τον πατέρα σας, που όλα δείχνουν πως υπήρξε ξεχωριστός άνθρωπος, γιατί πολύ καθυστερημένα ανακάλυψα πως υπήρχε μεταξύ μας κάποιος σύνδεσμος τον οποίο αγνοούσα.

    Βρίσκοντας λοιπόν προχτές χρόνο να ρίξω μια ματιά στη χριστουγεννιάτικη «Αυγή», διάβασα το αφιέρωμα στον πατέρα σας και εκεί είδα πως έμενε στην Αίγινα. Τότε συνειδητοποίησα ότι η μακαρίτισα η Βούλα Μανή, την οποία γνώριζα από την κοινή μας δράση σε κάποιο χώρο, και η οποία μετά έγινε φίλη της μητέρας μου, αναφερόταν κατά καιρούς, πολύ συχνά μάλιστα, επαινετικά, με ιδιαίτερα φιλικά αισθήματα, στους «Σαραντάκους» στο σπίτι των οποίων στην Αίγινα φιλοξενείτο και οι οποίοι της συμπαραστέκονταν στις περιπέτειες της υγείας της.

    Θυμάμαι δε πως είχα γνωρίσει περαστικός από το πάντα ανοικτό πολυσύχναστο και φιλόξενο σπίτι της στο Χαλάνδρι και την μητέρα σας κάπως βιαστικά αν θυμάμαι καλά, μου είχε δε χαρίσει η Βούλα και ένα πολύ μικρού σχήματος βιβλιαράκι με παροιμίες ή περίεργες λέξεις, δεν μπορώ να θυμηθώ, το οποίο πρέπει να είχε γράψει ο πατέρας σας.

    Δεν σας κρύβω πως μια αιτία για την οποία σχολίασα εδώ είναι να τιμήσω έστω και ελάχιστα τη Βούλα Μανή που παρά τις κάποιες ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα της, υπήρξε μια γυναίκα ενθουσιώδης, δραστήρια, μαχητική, με πολύ μεγάλη προσφορά στους φίλους της, στους ανθρώπους που είχαν ανάγκη και στην κοινωνία.

    Επιτρέψτε μου να παραθέσω εδώ και τη διεύθυνση της είδησης του θανάτου της όπως δημοσιεύτηκε στην «Αυγή», πιστεύοντας πως δεν κάνω κατάχρηση της φιλοξενίας σας, αφού τιμώντας όπως οφείλω τη Βούλα, τιμώ εξ αντανακλάσεως και τους φίλους της τους γονείς σας, τους οποίους πολύ εκτιμούσε και αγαπούσε.

    http://avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=482167

  21. Φρύνις said

    Είμαστε αετόπουλα
    μ’ ατρόμητη καρδιά
    περήφανα ελληνόπουλα
    και του Λαού παιδιά

    Μικρός αντάρτικος στρατός
    στο πλάι του ΕΛΑΣ
    περνώντας λέει καμαρωτός
    ή ταν ή επί τας

    Στον αγώνα
    θεριέψαμε και ‘μεις
    και γίναμε της Λευτεριάς
    φρουροί και της Τιμής

  22. sarant said

    19-21: Σας ευχαριστώ πολύ για τα μηνύματά σας!

    Κύριε Λασκαράτε, πολύ καλά κάνατε και μνημονεύσατε τη Βούλα Μανή!

  23. […] πολιτικός Καβάφης, Πρεβέζης, Πρίγκιψ Ανδρέας, ρελατιβιστική, Ρώμη, Σαν Σερίφ, Σέκερης, σκοποφιλία, […]

Σχολιάστε