Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Πικρό χριστόψωμο

Posted by sarant στο 24 Δεκεμβρίου, 2011


Την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν ήμουν μικρός, ο παππούς μου άνοιγε έναν από τους τόμους του Παπαδιαμάντη, στην έκδοση του Βαλέτα τότε και διάβαζε κάποιο χριστουγεννιάτικο διήγημα. Παρά την καθαρεύουσα, κάτι πρέπει να πιάναμε ή ίσως μας άρεσε η μορφή του παππού, πάντως το έθιμο το αγαπούσαμε. Οι αναμνήσεις οι παιδικές είναι βέβαια επηρεασμένες από μεταγενέστερες διηγήσεις, αλλά δυο-τρία πράγματα που θυμάμαι με θαλπωρή από τα παιδικά μου Χριστούγεννα είναι τον παππού να διαβάζει από τον μεγάλο μαυροντυμένο τόμο και τα μανταρίνια να χρυσίζουν πάνω στο τραπέζι καθώς κάναμε καντηλάκι τις φλούδες τους.

Πρόπερσι τέτοιον καιρό ανέβασα ένα διήγημα, όχι του Παπαδιαμάντη αλλά «αλά μανιέρ ντε»: Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη. Πέρσι, ένα άλλο, πάλι παπαδιαμαντική μίμηση αλλά διαφορετικό: Ο επαναπατρισμός της θεια-Λαμπρινής, του Τάσου Βουρνά. Φέτος σκεφτόμουν να βάλω άλλο ένα από τα κάμποσα που έχουν γραφτεί σε ύφος Παπαδιαμάντη, έπειτα άλλαξα γνώμη και είπα να βρω να βάλω το «Γιαλόξυλο» που είναι αυθεντικό παπαδιαμαντικό διήγημα που δεν περιλαμβάνεται σε καμιά έκδοση των Απάντων του εκτός από την πρόσφατη που έβγαλε ο ΔΟΛ, για τον απλό λόγο ότι ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα. Με το αναπάντεχο κακό που μας βρήκε με τον θάνατο του πατέρα μου δεν είχα μυαλό να ψάχνω γιαλόξυλα, οπότε αποφάσισα να βάλω κάτι άλλο. Ωστόσο, αν κάποιος έχει το «Γιαλόξυλο» (είτε από την έκδοση του ΔΟΛ είτε από την Νέα Εστία, τεύχος Ιανουαρίου 2009) ας κάνει έναν κόπο να το σκανάρει ή να το πληκτρολογήσει, για να το ανεβάσω σε κάποιαν άλλη ευκαιρία.

Διάλεξα να ανεβάσω σήμερα το Χριστόψωμο, ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα που υπάρχει μεν στο Διαδίκτυο, όπως και σχεδόν όλα τα χριστουγεννιάτικα, αλλά δεν παύει να είναι σημαδιακό: είναι πικρό διήγημα, όχι χαρμόσυνο’ και είναι και το πρώτο χρονολογικά διήγημα που δημοσίευσε ο Παπαδιαμάντης -ως τότε είχε δώσει μόνο εκτενή έργα, τα τρία μυθιστορήματα και τη νουβέλα Χρήστος Μηλιόνης. Το Χριστόψωμο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εφημερίς» στις 26 Δεκεμβρίου 1887. Εγώ το πήρα από αναδημοσίευση σε καθημερινή εφημερίδα, οπότε είναι μεν μονοτονισμένο αλλά διατηρεί κατά τα άλλα την παλιά ορθογραφία. Πιθανόν να έχει και λάθη, ήδη βρήκα και διόρθωσα ένα στη δεύτερη σειρά.

Μια λαϊκή λέξη του διηγήματος, που ίσως να μην την ξέρετε, και δεν θα τη βρείτε σε κανένα λεξικό (αν δεν σφάλλω), είναι τα μαναφούκια. Όπως λέω στο καινούργιο βιβλίο μου, Λέξεις που χάνονται (για να κάνω και λίγη γκρίζα διαφήμιση), τα μαναφούκια είναι ραδιουργίες, συκοφαντίες, διαβολές. Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό münafık, «υποκριτής, διπρόσωπος, συκοφάντης», που είναι αραβικής αρχής (ίσως επηρεάστηκε παρετυμολογικά από τη «μάνα»). Βάζω μαναφούκια σημαίνει «διαβάλλω, συκοφαντώ κάποιον». Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί πολλές φορές τα μαναφούκια στα διηγήματά του. Ωστόσο, η λέξη δεν είναι αποκλειστική της σκιαθίτικης διαλέκτου, αλλά ακούγεται και στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Ακούγεται και στα πρωινάδικα της τηλεόρασης, που άλλωστε έχουν αναγάγει τα μαναφούκια σε επιστήμη.

Και για να συνεχίσω τη γκρίζα διαφήμιση, θυμίζω ότι έχετε ακόμα έξι μέρες για να ψηφίσετε τη Λέξη της χρονιάς. Αλλά πολλά είπα και δίνω τη σκυτάλη στον Παπαδιαμάντη (για τον οποίο χρωστάω ένα άρθρο που θα εξετάζει τη ρηξικέλευθη πρόταση του Στ. Ζουμπουλάκη, που θεωρεί αναπόφευκτη την έκδοσή του με κάποιας μορφής ενδογλωσσική μετάφραση).

Μεταξύ των πολλών δημωδών τύπων, τους οποίους θα έχωσι να εκμεταλλευθώσιν οι μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπή κατέχει θέσιν η κακή πενθερά, ως και η κακή μητρυιά. Περί μητρυιάς άλλοτε θα αποπειραθώ να διαλάβω τινά, προς εποικοδόμησιν των αναγνωστών μου. Περί μιας κακής πενθεράς σήμερον ο λόγος.

Εις τι έπταιεν η ατυχής νέα Διαλεχτή, ούτως ωνομάζετο, θυγάτηρ του Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εις μίαν των νήσων του Αιγαίου. Εις τι έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος; Είχε νυμφευθή προ επταετίας, έκτοτε δις μετέβη εις τα λουτρά της Αιδηψού, πεντάκις τής έδωκαν να πίη διάφορα τελεσιουργά βότανα, εις μάτην, η γη έμενεν άγονος. Δύο ή τρεις γύφτισσαι τής έδωκαν να φορέση περίαπτα θαυματουργά περί τας μασχάλας, ειπούσαι αυτή, ότι τούτο ήτο το μόνον μέσον, όπως γεννήση, και μάλιστα υιόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τη εδώρησεν ηγιασμένον κομβολόγιον, ειπών αυτή να το βαπτίζη και να πίνη το ύδωρ. Τα πάντα μάταια.

Επί τέλους με την απελπισίαν ήλθε και η ανάπαυσις της συνειδήσεως, και δεν ενόμιζεν εαυτήν ένοχον. Το αυτό όμως δεν εφρόνει και η γραία Καντάκαινα, η πενθερά της, ήτις επέρριπτεν εις την νύμφην αυτής το σφάλμα της μη αποκτήσεως εγγόνου διά το γήρας της.

Είναι αληθές, ότι ο σύζυγος της Διαλεχτής ήτο το μόνον τέκνον της γραίας ταύτης, και ούτος δε συνεμερίζετο την πρόληψιν της μητρός του εναντίον της συμβίας αυτού. Αν δεν τω εγέννα η σύζυγός του, η γενεά εχάνετο. Περίεργον, δε, ότι πας Ελλην της εποχής μας ιερώτατον θεωρεί χρέος και υπερτάτην ανάγκην την διαιώνισιν του γένους του.

Εκάστοτε, οσάκις ο υιός της επέστρεφεν εκ του ταξιδίου του, διότι είχε βρατσέραν, και ήτο τολμηρότατος εις την ακτοπλοΐαν, η γραία Καντάκαινα ήρχετο εις προϋπάντησιν αυτού, τον ωδήγει εις τον οικίσκον της, τον εδιάβαζε, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια, και ούτω τον προέπεμπε παρά τη γυναικί αυτού. Και δεν έλεγε τα ελαττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε, δεν ήτο μόνο «μαρμάρα», τουτέστι στείρα η νύμφη της, τούτο δεν ήρκει, αλλ’ ήτο άπαστρη, απασσάλωτη, ξετσίπωτη κλπ. Ολα τα είχεν, «η ποίσα, η δείξα, η άκληρη».

Ο καπετάν Καντάκης, φλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τα ήκουεν όλα αυτά, η φαντασία του εφούσκωνεν, εξερχόμενος είτα συνήντα τους συναδέλφους του ναυτικούς, ήρχιζαν τα καλώς ώρισες, καλώς σας ηύρα, έπινεν επτά ή οκτώ ρώμια, και με τριπλήν σκοτοδίνην, την εκ της θαλάσσης, την εκ της γυναικείας διαβολής και την εκ των ποτών, εισήρχετο οίκαδε και βάρβαροι σκηναί συνέβαινον τότε μεταξύ αυτού και της συζύγου του.

Ούτως είχον τα πράγματα μέχρι της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους 186… Ο καπετάν Καντάκης προ πέντε ημερών είχε πλεύσει με την βρατσέραν του εις την απέναντι νήσον με φορτίον αμνών και ερίφων, και ήλπιζεν, ότι θα εώρταζε τα Χριστούγεννα εις την οικίαν του. Αλλά τον λογαριασμόν τον έκαμνεν άνευ του ξενοδόχου, δηλ. άνευ του Βορρά, όστις εφύσησεν αιφνιδίως άγριος και έκλεισαν όλα τα πλοία εις τους όρμους, όπου ευρέθησαν. Είπομεν όμως, ότι ο καπετάν Καντάκης ήτο τολμηρός περί την ακτοπλοΐαν. Περί την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων ο άνεμος εμετριάσθη ολίγον, αλλ’ ουχ ήττον εξηκολούθει να πνέη. Το μεσονύκτιον πάλιν εδυνάμωσε.

Τινές ναυτικοί εν τη αγορά εστοιχημάτιζον, ότι, αφού κατέπεσεν ο Βορράς, ο καπετάν Καντάκης θα έφθανε περί το μεσονύκτιον. Η σύζυγός του όμως δεν ήτο εκεί να τους ακούση και δεν τον επερίμενεν. Αύτη εδέχθη μόνο περί την εσπέραν την επίσκεψιν της πενθεράς της, ασυνήθως φιλόφρονος και μηδιώσης, ήτις τη ευχήθη το απαραίτητον «καλό δέξιμο», και διά χιλιοστήν φορά το στερεότυπον «μ’ έναν καλό γυιό».

Και ου μόνον, τούτο, αλλά τη προσέφερε και εν χριστόψωμο.

– Το ζύμωσα μοναχή μου, είπεν η θειά Καντάκαινα, με γεια να το φας.

– Θα το φυλάξω ως τα Φώτα, διά ν’ αγιασθή, παρετήρησεν η νύμφη.

– Οχι, όχι, είπε μετ’ αλλοκότου σπουδής η γραία, το δικό της φυλάει η κάθε μια νοικοκυρά διά τα Φώτα, το πεσκέσι τρώγεται.

– Καλά, απήντησεν ηρέμα η Διαλεχτή, του λόγου σου ξέρεις καλλίτερα.

Η Διαλεχτή ήτο αγαθωτάτης ψυχής νέα, ουδέποτε ηδύνατο να φαντασθή ή να υποπτεύση κακό τι.

«Πώς τώπαθε η πεθερά μου και μου έφερε χριστόψωμο», είπε μόνον καθ’ εαυτήν, και αφού απήλθεν η γραία εκλείσθη εις την οικίαν της και εκοιμήθη μετά τινος δεκαετούς παιδίσκης γειτονοπούλας, ήτις τη έκανε συντροφίαν, οσάκις έλειπεν ο σύζυγός της. Η Διαλεχτή εκοιμήθη πολύ ενωρίς, διότι σκοπόν είχε να υπάγη εις την εκκλησίαν περί το μεσονύκτιον. Ο ναός δε του Αγίου Νικολάου μόλις απείχε πεντήκοντα βήματα από της οικίας της.

Περί το μεσονύκτιον εσήμαναν παρατεταμένως οι κώδωνες. Η Διαλεχτή ηγέρθη, ενεδύθη και απήλθεν εις την εκκλησίαν. Η παρακοιμωμένη αυτή κόρη ήτο συμπεφωνημένον, ότι μόνον μέχρι ου σημάνη ο όρθρος θα έμενε μετ’ αυτής, όθεν αφυπνίσασα αυτήν την ωδήγησε πλησίον των αδελφών της. Αι δύο οικίαι εχωρίζοντο διά τοίχου κοινού.

Η Διαλεχτή ανήλθεν εις τον γυναικωνίτην του ναού, αλλά μόλις παρήλθεν ημίσεια ώρα και γυνή τις πτωχή και χωλή δυστυχής, ήτις υπηρέτει ως νεωκόρος της εκκλησίας, ελθούσα τη λέγει εις το ους.

– Δόσε μου το κλειδί, ήλθε ο άντρας σου.

– Ο άντρας μου! ανεφώνησεν η Διαλεχτή έκπληκτος.

Και αντί να δώση το κλειδί έσπευσε να καταβή η ιδία.

Ελθούσα εις την κλίμακα της οικίας, βλέπει τον σύζυγόν της κατάβρεκτον, αποστάζοντα ύδωρ και αφρόν.

– Είμαι μισοπνιγμένος, είπε μορμυρίζων ούτος, αλλά δεν είναι τίποτε. Αντί να το ρίξωμε έξω, το καθίσαμε στα ρηχά.

– Πέσατε έξω; ανέκραξεν η Διαλεχτή.

– Οχι, δεν είναι σου λέω τίποτε. Η βρατσέρα είναι σίγουρη, με δυο άγκουρες αραγμένη και καθισμένη.

– Θέλεις ν’ ανάψω φωτιά;

– Αναψε και δόσε μου ν’ αλλάξω.

Η Διαλεχτή εξήγαγε εκ του κιβωτίου ενδύματα διά τον σύζυγόν της και ήναψε πυρ.

– Θέλεις κανένα ζεστό;

– Δεν μ’ ωφελεί εμένα το ζεστό, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Κρασί να βγάλης.

Η Διαλεχτή εξήγαγεν εκ του βαρελίου οίνον.

– Πώς δεν εφρόντισες να μαγειρεύσης τίποτε; είπε γογγύζων ο ναυτικός.

– Δεν σ’ επερίμενα απόψε, απήντησε μετά ταπεινότητος η Διαλεχτή. Κρέας επήρα. Θέλεις να σου ψήσω πριζόλα;

– Βάλε, στα κάρβουνα, και πήγαινε συ στην εκκλησιά σου, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Θα έλθω κι εγώ σε λίγο.

Η Διαλεχτή έθεσε το κρέας επί της ανθρακιάς, ήτις εσχηματίσθη ήδη, και ητοιμάζετο να υπακούση εις την διαταγήν του συζύγου της, ήτις ήτο και ιδική της επιθυμία, διότι ήθελε να κοινωνήση. Σημειωτέον ότι την φράσιν «πήγαινε συ στην εκκλησιά σου» έβαψεν ο Καντάκης διά στρυφνής χροιάς.

– Η μάννα μου δε θα τώμαθε βέβαια ότι ήλθα, παρετήρησεν αύθις ο Καντάκης.

– Εκείνη είναι στην ενορία της, απήντησεν η Διαλεχτή. Θέλεις να της παραγγείλω;

– Παράγγειλέ της να έλθη το πρωί.

Η Διαλεχτή εξήλθεν. Ο Καντάκης την ανεκάλεσεν αίφνης.

– Μα τώρα είναι τρόπος να πας εσύ στην εκκλησιά, και να με αφήσεις μόνον;

– Να μεταλάβω κι έρχομαι, απήντησεν η γυνή.

Ο Καντάκης δεν ετόλμησε ν’ αντείπη τι, διότι η απάντησις θα ήτο βλασφημία. Ουχ ήττον όμως την βλασφημίαν ενδιαθέτως την επρόφερεν.

Η Διαλεχτή εφρόντισε να στείλη αγγελιοφόρον προς την πενθεράν της, ένα δωδεκαετή παίδα της αυτής εκείνης γειτονικής οικογενείας, ης η θυγάτηρ εκοιμήθη αφ’ εσπέρας πλησίον της, και επέστρεψεν εις τον ναόν.

Ο Καντάκης, όστις επείνα τρομερά, ήρχισε να καταβροχθίζη την πριζόλαν. Καθήμενος οκλαδόν παρά την εστίαν, εβαρύνετο να σηκωθή και ν’ ανοίξη το ερμάρι διά να λάβη άρτον, αλλ’ αριστερόθεν αυτού υπεράνω της εστίας επί μικρού σανιδώματος ευρίσκετο το Χριστόψωμον εκείνο, το δώρον της μητρός του προς την νύμφην αυτής. Το έφθασε και το έφαγεν ολόκληρον σχεδόν μετά του οπτού κρέατος.

……..

Περί την αυγήν, η Διαλεχτή επέστρεψεν εκ του ναού, αλλ’ εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν διά της ωλένης το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν.

Ελθούσα αύτη προ ολίγων στιγμών τον εύρε κοκκαλωμένον και άπνουν. Επάρασα τους οφθαλμούς, παρετήρησε την απουσίαν του Χριστοψώμου από του σανιδώματος της εστίας, και αμέσως ενόησε τα πάντα. Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο χριστόψωμο, το οποίον η γραία στρίγλα είχε παρασκευάσει διά την νύμφην της.

Ιατροί επιστήμονες δεν υπήρχον εν τη μικρά νήσω. ουδεμία νεκροψία ενεργήθη. Ενομίσθη, ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος συνεπεία του ναυαγίου. Μόνη η γραία Καντάκαινα ήξευρε το αίτιον του θανάτου. Σημειωτέον, ότι η γραία, συναισθανθείσα και αυτή το έγκλημά της, δεν εμέμφθη την νύμφην της. Αλλά τουναντίον την υπερήσπισε κατά της κακολογίας άλλων.

Εάν έζησε και άλλα κατόπιν Χριστούγεννα, η άστοργος πενθερά και ακουσία παιδοκτόνος, δε θα ήτο πολύ ευτυχής εις το γήρας της.

27 Σχόλια to “Πικρό χριστόψωμο”

  1. Νέο Kid Στο Block said

    Νικοκύρη, εύγε! «..δυο-τρία πράγματα που θυμάμαι με θαλπωρή από τα παιδικά μου Χριστούγεννα είναι τον παππού να διαβάζει από τον μεγάλο μαυροντυμένο τόμο και τα μανταρίνια να χρυσίζουν πάνω στο τραπέζι καθώς κάναμε καντηλάκι τις φλούδες τους.»
    Τι μεγαλύτερο παράσημο για τους παππούδες από τέτοιες θύμισες των εγγονιών;
    Σίγουρα και ο παππούς Μίμης θα ζει κυρίως μέσα από τέτοιες μικροστιγμές στη μνήμη των παιδιών και εγγονιών του κι αυτό από μόνο του είναι κάτι σπουδαίο.
    Τα «μαναφούκια», θυμάμαι που μας τα έλεγε η γιαγιά μου στη Ρούμελη (παππού δυστυχώς δεν γνώρισα) όταν κάναμε αταξίες και ‘’καρφώναμε» αθώα, το ένα παιδί το άλλο.
    «Μη βάνετε μαναφούκια!» μας μάλωνε η γιαγιά (απολύτως βέβαιο ότι δεν είχε διαβάσει Παπαδιαμάντη) με την έννοια της διαβολής ,της σπιουνιάς.
    Μου κάνει εντύπωση και το «..μετά του οπτού κρέατος» για την μπριζόλα (πριζόλα) που όπως και να την κάνεις ,οπτή /οφτή δηλαδή σουβλιστή/αντικριστή, δύσκολα γίνεται.
    Τώρα κλείνοντας, τι να ευχηθώ; Το «Πικρό χριστόψωμο» είναι φέτος κυριολεκτικό για σας , ας πω μόνο καλές αναμνήσεις να έχετε!

  2. Νέο Kid Στο Block said

    Τα μαναφούκια, νομίζω δεν έχουν ενικό ,δεν είχα ακούσει ποτέ δηλ. «το μαναφούκι» .
    Βέβαια, πιθανώς να ασχολείσαι και μ’αυτό στο βιβλίο, οπότε δεν περιμένω άποψή σου.:-)

    ΥΓ. Ωχ! Ελπίζω να μην κατηγορηθώ για γλωσσικό αντί-παρμενιδισμό, που θα έλεγε και κάποιος εκλεκτός σχολιαστής. 🙂

  3. O Freunde, nicht diese Töne! Sondern lasst uns angenehmere anstimmen. Und freudenvollere!

  4. Κρίμα να λείπει η Πατρίδα Βουκουρεστίου του 1905 απ’ την ψηφιακή βιβλιοθήκη της βουλής…

  5. Με τις ειλικρινέστερες των ευχαριστών κι ευχών, μια νέα ευωχία σήμερα, και εόρτιος.
    Μια ερώτηση: ακούω για γλωσσικό παρμενιδισμό, εννοώ «μονισμό». Υφίσταται και αντίστοιχος όρος για γλωσσικό ηρακλειτισμό, ή πρόκειται για… δημοκριτισμό (πλουραλισμός);
    Πάντως τα βουγενή ανδρόπρωρα, η φυσική επιλογή των μορφωμάτων, παραπέμπει στον εμπεδοκλεισμό. Ή… εμπεδοκλυσμό;
    Ευχές κι αναγνώριση σε όλους.

  6. Τὰ Χριστουγεννιάτικα διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ δὴ τὸ χριστόψωμο ἦταν ἡ πρώτη μου καταλυτικὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν καθαρεύουσα. Ὁπότε εἶναι καὶ γιὰ μένα πολὺ συγκινητικό. Μὲ τὶς εἰλικρινέστερες τῶν εὐχών μου νὰ σᾶς κεράσω κι ἕνα ὁλόφρεσκο νομανσλανδιακὸ μεζεδάκι ἀπὸ τουριστικὸ πρακτορεῖο: τὸ ἄγαλμα τῆς Μαρίας Τειρεσίας. Ἡ αὐτοκράτειρα τῆς Αὐστροουγγαρίας βρῆκε πλέον τὸ νομανσλαδιανὸ alter ego της ποὺ προβάλλει τὶς ἀξιώσεις του στὸν θρόνο τῆς μικρῆς αὐτῆς χώρας.

  7. sarant said

    Σας ευχαριστώ για τα πρώτα σχόλια!

    Ωραία η Μαρία Τειρεσία!

    2: Και όμως υπάρχει μυθιστόρημα με τίτλο «Το μαναφούκι» και δη μεταξύ αντρών.

  8. Nεοκίδιε συμπατριώτα, με χαλνάω φέτος, ηγόρασα εορτίως και την ακρώνυμόν μου μπριζόλα, «T-BONE steak», για να διαπιστώσω αίφνης ότι γενικώς η Kύπρoς εδωδίμως είναι πλέον ισότιμη ή και ακριβότερη του Λονδίνου.
    XΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΙ ΕΔΩΔΙΜΑ, καλοφάγωτα!

  9. Το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη said

    Ωραία η Μαρία Τειρεσία, αλλά επίσης ωραία και η ανύπαρκτη Αυστροουγγαρία του 18ου αιώνα!

  10. Καλά Χριστούγεννα !
    Πολύ καλή επιλογή το διήγημα, πολιτικά επίκαιρη …

  11. #9 δὲν ἔχεις ἄδικο!

  12. Καὶ νὰ φανταστῇς ὅτι κάποτε διάβαζα μετὰ μανίας γιὰ τὸν πόλεμο τῆς Αὐστριακῆς Διαδοχῆς.

  13. Θρασύμαχος said

    «το μαναφούκι … προέρχεται από το τουρκικό münafik … ίσως επηρεάστηκε παρετυμολογικά από τη μάνα»: ε, οπωσδήποτε κάπως έπρεπε να παρετυμολογηθεί, σκεφτείτε πού ακριβώς θα παρέπεμπε αν τυχόν διατηρούσε το «μουν» και το «φικ» της αυθεντικής προέλευσης!

  14. Μαρία said

    >«μαρμάρα», τουτέστι στείρα
    Σε μας η γυναίκα με σκληρό παρθενικό υμένα.

    Άλλη άγνωστη λέξη: απασσάλωτη=ανοικοκύρευτη, ακατάστατη.

    >Πιθανόν να έχει και λάθη
    Υπάρχουν κάποια ελάχιστα και προφανή ορθογραφικά, λάθη στη στίξη (επισημαίνω μόνο: 2η παραγρ. 2η σειρά μετά του Αιγαίου κόμμα) και σφλομωμένος αντί φλομωμένος.

  15. 14 Εδώ απ’ την έκδοση Ν.Δ.τριανταφυλλόπουλου

  16. Μαρία said

    15 Εδώ; http://www.papadiamantis.org/

  17. 16 ναι, δεν ανοίγει ο δικός μου λίκνος;

  18. sarant said

    15-17: Αυτή τη στιγμή το papadiamantis.org φαίνεται να έχει πρόβλημα.
    Όμως το σφλομωμένος γιατί να είναι λάθος; Δεν λέγεται κι αυτό;

  19. Μαρία said

    17 Ανοίγει αλλά δες πού βγάζει 🙂
    18 Διόρθωσα το δικό σου φλομ. Ο Παπαδ. έχει σφλομωμένος.

    Για τη σχέση του πάσσαλου με το νοικοκυριό έχεις καμιά ιδέα;

  20. sarant said

    19. Για το «απασσάλωτη» δεν έχω πρόχειρα τα κιτάπια μου (γλωσσάρι Παπαδιαμάντη και τα ρέστα), αλλά δεν με πολυπαραξενεύει, όποια δεν έχει στερεωθεί πάει πέρα δώθε, φτερό στον άνεμο, ανεξέλεκτη και ασύδοτη, πρβλ. ξεΐγγλωτη.

  21. Μαρία said

    20 Κάτι τέτοιο σκέφτηκα κι εγώ αλλά δεν θα ήταν πιο λογικό να σημαίνει ΚΑΙ την άστατη; Φαίνεται οτι αν δεν δεν παλουκώνεσαι κάπου σταθερά γίνεσαι κι ανοικοκύρευτη.

  22. π2 said

    Το «Πικρό χριστόψωμο» είναι φέτος κυριολεκτικό για σας , ας πω μόνο καλές αναμνήσεις να έχετε!

    Με κάλυψε ο Νεοκίντ.

    Χρόνια πολλά σε όλους.

  23. gbaloglou said

    #6

    Θα μπορούσες να επισημάνεις και συγκεκριμένες λέξεις ή εκφράσεις (στο «Χριστόψωμο») που θυμάσαι ακόμη να σε εντυπωσίασαν ιδιαίτερα τότε;

  24. #23 ἤμουν ἀρκετὰ μικρὸς καὶ δὲν μπόρεσα κἂν νὰ τὸ διαβάσω. θυμᾶμαι τὶς πρῶτες φράσεις, π.χ. πενθερὰ ἀντὶ πεθερά. καὶ ῥωτοῦσα γιατί. καὶ τότε εἶπα πὼς μιὰ μέρα θὰ τὸ διαβάσω καὶ θὰ γράφω κι ἐγὼ ἔτσι.

  25. spiral architect said

    Πικρό χριστόψωμο, μας ταΐζουν! 😦
    Καλά Χριστούγεννα σε όλους! 🙂

  26. […] Πηγή […]

  27. nikiplos said

    πολύ όμορφο διήγημα… Παπαδιαμάντης Classique. Μου έκανε πάντα εντύπωση η αποδόμηση των ανθρώπινων χαρακτήρων στα χέρια του μεγάλου διηγηματογράφου… Ωμοί, αδυσώπητοι, μα και θεοσεβούμενοι, με ένα λαϊκό δίκαιο…

    δυστυχώς διδάσκεται ελάχιστα…

    ΥΓ> Θεωρώ τη σταχομαζώχτρα χαρακτηριστική για τον τόπο μας και τη μη προκοπή του…

    χρόνια πολλά!

Σχολιάστε