Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ο Γιώργος Κοτζιούλας θυμάται έναν ποιητή του σκιόφωτος

Posted by sarant στο 11 Μαρτίου, 2012


Λογοτεχνικό θέμα για σήμερα, Κυριακή. Ποιητής γράφει για ποιητή, ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956) θυμάται τα πρώτα του βήματα στην Αθήνα, από το 1926 και μετά, τη δουλειά που έπιασε στο περιοδικό Μπουκέτο και τον Μήτσο Παπανικολάου (1900-1943), που ήταν βοηθός αρχισυντάκτη στο λαϊκό αυτό περιοδικό και είχε πάρει υπό την προστασία του τον νεαρό Κοτζιούλα. Φυσικά γίνεται επίσης λόγος για τον Ν. Λαπαθιώτη, φίλο του Παπανικολάου, καθώς και για τις φιλολογικές και άλλες παρέες του μεσοπολέμου.

Μερικά εργοβιογραφικά για τον Παπανικολάου θα βρείτε στον ιστότοπο του ΕΚΕΒΙ. Το κείμενο του Κοτζιούλα δημοσιεύτηκε στην Φιλολογική Πρωτοχρονιά του 1953, αλλά είναι γραμμένο νωρίτερα, γύρω στο 1947, όπως φαίνεται από την πρώτη κιόλας πρόταση, όπου λέει ότι «τον Παπανικολάου τον συναπάντησα πριν από είκοσι χρόνια». Αν είχε ξαναδημοσιευτεί νωρίτερα, δεν το ξέρω. Ευχαριστώ τον φίλο Α. Τ. για την πληκτρολόγηση. Μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω ορθογραφία, αλλά στα γαλλικά ονόματα επικρατεί αλαλούμ γιατί αλλού άφησα την παλιά μεταγραφή (π.χ. Μπωντλέρ) κι αλλού όχι. Πρόσθεσα σχόλια, με κόκκινο μελάνι, και συνδέσμους.

Μήτσος Παπανικολάου, ένας ποιητής του σκιόφωτος

Τον Παπανικολάου τον συναπάντησα πριν είκοσι χρόνια, στο περιοδικό «Μπουκέτο», όταν εργαζόταν σαν εσωτερικός μόνιμος συντάκτης. Θυμάμαι λοιπόν, απ’  τις πρώτες μέρες που έπιασα κι εγώ δουλειά στο περιοδικό, πως πηγαίναμε μαζί στο υπόγειο τυπογραφείο της οδού Πετράκη για να δώσει ύλη ή να δει διορθώσεις.

— Πρέπει να διαβάσεις και Μπωντλαίρ, Ρεμπώ… μου έλεγε στο δρόμο. Συνάμα έριχνε πόντους στο νεοφερμένο χωριατόπουλο για να εξακριβώσει κατά πόσο ήταν επιδεχτικό για μύηση (τουλάχιστο φιλολογική, αν όχι τίποτε άλλο !) στην όχι και τόσο έντιμη αίρεση, την «καβαφική» να πούμε, που ο ίδιος είχε γίνει ένας απ’  τους πιο παθητικούς θιασώτες της.

Ο Παπανικολάου ερχόταν στο γραφείο από νωρίς το απόγεμα και σκυμμένος στο τραπέζι του, καπνίζοντας τσιγάρα, έκανε μεταφράσεις. Ήξερε καλά τα γαλλικά, τουλάχιστο για να τα μεταφράζει. Έπαιρνε απ’  του Κάουφμαν ή του Ελευθερουδάκη καινούργιες εκδόσεις και διάλεγε από μέσα πεζά που έκαναν για το περιοδικό. Το γούστο του τον βοηθούσε να βρίσκει ωραία πράματα, είτε από ονομαστούς συγγραφείς (Μέτερλιγκ, Τσέχωφ, Ιστράτι) είτε δευτερότερα της γαλλικής φιλολογίας.

Ετοίμαζε κάθε απόγεμα δυο σελίδες κι έπαιρνε γι’ αυτό 140 δραχμές την ημέρα, ποσό αρκετό για κείνη την εποχή. Η προτίμηση αυτή οφείλεται στην εξαιρετική θέση που είχε μες στο περιοδικό: βοηθός του αρχισυντάκτη. Με τη δεύτερη αυτή ιδιότητα εργάζονταν το βράδι, απ’  τις οχτώ κι ύστερα, διορθώνοντας μαζί με τον προϊστάμενό του τα χειρόγραφα των άλλων. Η δουλειά αυτή βαστούσε ως τη μία τη νύχτα, που έφευγαν με το τελευταίο τραίνο για τον Πειραιά, την κατοικία τους.

Τις βραδινές αυτές ώρες εργαζόμουνκι εγώ εκεί μέσα, ψηλά σ’ ένα πατάρι, αντιγράφοντας παλιά κομμάτια («λησμονημένες σελίδες»!), η διασκευάζοντας από τόμους εντύπων «έξυπνα και κουτά», «ιστορικά ανέκδοτα», «γνωμικά για τον έρωτα» κι άλλα τέτοια, κατάλληλα για το νοήμον κοινό μας.

— Γιώργη, έλα κάτω! μου φώναζε κάθε τόσο ο Μήτσος, για να μου αναθέσουν καμιά διασκευή ή αντιγραφή.

Άκουγα τότε ακόμα και κατέβαινα αμέσως κοντά τους. Το έκανα και για να βρίσκουμαι δίπλα στους λογίους, που δεν έλειπαν τότε από το γραφείο μας. Οι πιο ταχτικοί που έρχονταν ήταν ο μακαρίτης ο Δάφνης με τ’ ανεξάντλητα καλαμπούρια αλλά και τη διάσημη τσιγκουνιά του, ο Κόκκινος που είχε τη μανία να μαζεύει παλιά φυλλάδια, συμφωνώντας σ’ αυτό με το βιβλιόφιλο αρχισυντάκτη μας, ο Κλέων Παράσχος που μας μετάφραζε για την «Οικογένεια» (ήταν κοινή επιχείρηση με το «Μπουκέτο») τον Τριστάνο και την Ιζόλδη, ο Κότσικας που δεν του εύρισκαν λάθη στις μεταφράσεις, η Γεωργία Ταρσούλη με τη γερμανική της σελίδα, ο λοχαγός Θάνος Δογάνης που βρήκε τραγικό θάνατο από έναν παλαβό στρατηγό, η Μαρία Ζάμπα που μετάφραζε και ποιήματα, ο Μάριος Βαϊάνος με τις καμπάνιες του, ο Ίσαντρος Άρις η Χάγερ Μπουφίδης, ο Ρώμος Φιλύρας —απροσάρμοστος συνεργάτης— και κάθε βράδυ σχεδόν, αλλά περισσότερο για κουβέντα παρά για συνεργασία, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, μοναχογιός στρατηγού μ’ εξασφαλισμένο το χαρτζιλίκι.

Ο τελευταίος ερχόταν συχνά κι απάνω στο πατάρι, όπου μ’ έκανε παρέα, γιατί με συμπαθούσε. Το περιοδικό τού έβαζε κάθε τόσο «εκλεκτούς στίχους» και τ’ όνομά του μεσουρανούσε μεταξύ των νέων ποιητών.

Ο Λαπαθιώτης είχε μεγάλο σύνδεσμο με τον Παπανικολάου και με τον ποιητή Χατζάρα, που οι κοινές τους κλίσεις (δε λέω μονάχα: η τεχνοτροπία) τους έσμιγαν ταχτικά τα σαββατόβραδα σε διασκεδάσεις όπου δε με προσκαλούσαν εμένα ούτε κι εγώ ζητούσα να πάω.

— Άστα, κάναμε ένα μεθύσι ψες… μου ’λεγε ο Παπανικολάου με όψη νυσταγμένη.

Ζήλευα από μέσα μου αυτόν τον άνθρωπο που μπορούσε να τρωγοπίνει, να χωρατεύει και να μεθοκοπάει με δυο απ’ τους κορυφαίους (έτσι τουλάχιστο μου φαίνονταν τότε) του νεοελληνικού λυρισμού. Έτσι φαίνονταν οι πιο μεγάλοι σ’ εμάς τους νεαρούς, είδωλα κι ινδάλματά μας.

Ο Παπανικολάου διόρθωνε αμίλητος τα χειρόγραφα των συνεργατών, ξεφωνίζοντας μονάχα γελαστά στην ανακάλυψη κανενός μαργαρίτη:

—Χάρη, άκου να δεις πως γράφει τον Ταμερλάνο, ο…: Τίμερ Λεγκ !

Εκείνα που τον ενδιέφεραν πιο πολύ ήταν τα γαλλικά βιβλία και οι μεταφράσεις ξένων αριστουργημάτων στην ίδια γλώσσα. Παρακολουθούσε ταχτικά το «Μερκύρ ντε Φρανς», τη «Νουβέλ Ρεβύ Φρανσαίζ», τα «Νουβέλ Λιτερέρ», όπου τον γοήτευαν προπάντων οι κριτικές του Ζαλού.

Μου μιλούσε με θαυμασμό για τις «Στροφές» του Μορεάς, τα «Άνθη του κακού» του Γιάκομπσεν, τον Πιραντέλο, το Ζιντ, το Λαφόργκ, τον Απολινέρ, αργότερα το Μιλόζ. Προμηθεύονταν τις καλύτερες εκδόσεις κι όσες του πάλιωναν στο μεταξύ μου τις χάριζε η μου τις έδινε φτηνά.

— Να, πάρε και το Φρανσίς Ζαμ που σ’ αρέσει. Εγώ τον βαρέθηκα πια. Τι αξίζει μπρος στο Λωτρεαμόν;

Μη διαβάζεις το «Μπουκέτο», έλεγε. Είναι αηδία, για τις πλύστρες. Παρακολούθησε καλύτερα τη «Διάπλαση των Παίδων». Θα πω του Ξενόπουλου να σου τη στέλνει δωρεάν.

Έδινε κι ο ίδιος έμμετρη συνεργασία του εκεί, καθώς κι ο Παναγιωτόπουλος, ο Στασινόπουλος, ο Τέλλος Άγρας, παλιά διαπλασόπουλα, που πολύ τους υπολήπτονταν ο Παπανικολάου, προ παντός τον τελευταίο.

— Αυτό μάλιστα, είναι ποίημα ! έλεγε για τα «Τρία σημάδια», ένα με τρεις στροφές που είχε δημοσιευτεί στο «Ημερολόγιο του Μπουκέτου».

Μα τον Άγρα τον λογάριαζε κι αλλιώτικα, για την αγνή ζωή του, την αθόρυβη πολιτεία του, κι ας ήταν αντίποδας δικός του από άποψη ηθών. Τι κρίμα όμως που εκείνος δεν ερχόταν στο περιοδικό μας! Υπηρετούσε τότε σε κάποια Αποκατάσταση Προσφύγων, νομίζω. Κι έγραφε ταχτικά στη «Νέα Εστία», συνοδοιπόρος η στυλοβάτης της, από την παλιά φρουρά του Ξενοπούλου.

— Έμαθα προχτές πως έπεσε στο δρόμο, μου είπε κάποτε με συμπόνια για τον Άγρα. Λιποθύμησε, χτύπησε, δεν ξέρω καλά. Πάσχει απ’ τα νεύρα του, ίσως κι από σεληνιασμό…

Εξαιρετική εκτίμηση έδειχνε και για τους στίχους του Καρυωτάκη, που είχε βγάλει τότε την τελευταία συλλογή του, μα που ποτέ δεν τον είδα να περνάει απ’ το γραφείο, μισάνθρωπος από τότε, νευρασθενικός.

Ο Παπανικολάου αλληλογραφούσε ταχτικά με το Λαπαθιώτη, κι ας βλέπονταν, κι ας διασκέδαζαν μαζί κάθε μέρα. Ήταν ένας ωραίος τύπος, σα μια παράδοση φιλολογική. Κι η ποίηση ξεχείλιζε ως και απέξω στους φακέλους, που έρχονταν με το ελεύθερο, ευανάγνωστο γράψιμο του Ναπολεόντος:

Αντίγραφα που κράτησε ο Λαπαθιώτης, από το αρχείο του στο ΕΛΙΑ

Για τον κύριο Μήτσο Παπα-
νικολάου στο «Μπουκέτο»,
οδός Λέκκα επτά, — τρέξε,
ταχυδρόμε, κι άφησέ το !

Μια φορά είχαν ανταλλάξει οι δυό τους και χαριτωμένες φιλοφρονήσεις σε μορφή σονέτου, δια μέσου της «Αλεξανδρινής Τέχνης» με τη μεσολάβηση ίσως του ακουραστου Βαϊάνου, που είχε αποκληθεί «μαμή της φιλολογίας»! (Το σονέτο του Παπανικολάου και η απάντηση του Λαπαθιώτη)

Εκείνον τον καιρό είχε περάσει απ’ την Αθήνα κι ο Παναΐτ Ιστράτι, διάσημος απ’ τα πρόσφατα βιβλία του, αλλά πιο πολύ απ’ τις ιδεολογικές του διακηρύξεις. Σελίδες του δημοσίεψε και το «Μπουκέτο», καθώς και το «Ελεύθερον Βήμα».

Αλλά με τη διάλεξη που έκαμε ο Ιστράτι και τις εκδηλώσεις που ακολούθησαν, του υποδείχτηκε απ’ τις αρχές μας πως είναι ανεπιθύμητος στο ελληνικό έδαφος. Τότε έγινε μια έγγραφη διαμαρτυρία από μέρους των διανοουμένων μας με την πρωτοβουλία του Νάζου θαρρώ, που πέρασε κι απ  τὸ «Μπουκέτο» για υπογραφή. (Η διαμαρτυρία των διανοουμένων, εδώ)

— Βάλε κι εσύ τ’ όνομά σου! με παρακίνησε ο Παπανικολάου από συγκαταβατική αβρότητα. Μπορούσα ν’ αρνηθώ; Έτσι δόθηκε αφορμή στην «Εστία» να μας παραλάβει την άλλη μέρα στα ψιλά της και να ειρωνευθεί τους άγνωστους στην Ελλάδα αντιπρόσωπους της ελληνικής διανόησης, που κόπτονται δι’ ένα διεθνή τυχοδιώκτην κλπ, κλπ.

Είχε ο Παπανικολάου κάτι τέτοιες εμπνεύσεις, που έμοιαζαν με ξαφνικές αναλαμπές. Άλλη μια φορά δημοσίεψε σε κάποιο λαθρόβιο ένα ποίημα με τον τίτλο «Επανάσταση».  (Λανθάνει προς το παρόν). Φύλαγε κι ένα απόκομμα απ’ το «Ριζοσπάστη» μ’ ένα «ανοιχτό γράμμα» του Λαπαθιώτη στον Αρχιεπίσκοπο, που τον παρακαλούσε να τον… αφορέσει! (Η επιστολή Λαπαθιώτη εδώ)

Αλλά πιο πολύ καμάρωνε για τα αισθητικά του σημειώματα και τις μεταφράσεις που δημοσίευε σποραδικά — χρησιμοποιώντας και το ψευδώνυμο Ευπαλίνος. Θυμάμαι ένα στην εφημερίδα «Πρόοδος» που επιγράφονταν «Ποιητική Οικονομία». Περηφανεύονταν ακόμα που μια μετάφρασή του — «Άστρο λαμπρό» — του Μωρεάς είχε αρέσει πολύ στο Μαλακάση· δεν είναι απίθανο να την υποδέχτηκε κι αυτήν μ’ ένα δικό του επίθετο: θαυματική !

Δούλεψα ένα χρόνο στο περιοδικό, κι ύστερα έφυγα — με διώξαν. Γύριζα αργά το χινόπωρο άνεργος και μισοπεινασμένος, μη βρίσκοντας αποκούμπι πουθενά. Μια μέρα με πέτυχε ο Παπανικολάου στο δρόμο.

— Βρε συ ! Γιατί δεν περνάς απ’ το γραφείο ;

Λίγο με το καλό, λίγο με το ζόρι μ’ έκαμε να ξαναπιάσω δουλειά στο περιοδικό. Αυτή τη φορά έμεινα συνέχεια εκεί κάμποσα χρόνια. Και γνώρισα καλά τα παρασκήνια, τόσο καλά που βαρέθηκα στο τέλος. Απάνω σ’ αυτό ίσα ίσα ήρθε κάποια νευρασθένεια «ο ραγκουντάγκος των αστενειώνε» κατά τον Χάμσουν (σε απόδοση του αλησμόνητου Δασκαλάκη) για να μου δώσει ένα γερό τίναγμα, να μην τυχόν κολλήσω στο βούρκο της ρουτίνας.

Η φιλολογική προτίμησή του είχε στραφεί τώρα προς το Βαλερύ, που βρισκόταν στο κορύφωμα της φήμης του. Δημοσίευε μεταφράσεις του στη «Νέα Εστία» και μια μέρα μάλιστα έλαβε πολυτελή έκδοση των έργων του με αφιέρωση του ποιητή.

— Έλα να ιδείς… μου έδειχνε με καμάρι την υπογραφή του Βαλερύ.

Του άρεσε κι ο Βαλερύ Λαρμπώ κι ο Ραντιγκέ κι ο Ζυλ Γκρην, κι ο Ζαν Κασσού κι ο Ζιρωντού, αλλά πιο πολύ ο Λεόν Πωλ Φαργκ, που μου τον συνιστούσε κι εμένα για διάβασμα, παρ’ όλο που έβλεπε τα γούστα μου να στρέφονται αλλού, προς το πάτριο χώμα.

Ανάπνεε την ατμόσφαιρα της γαλλικής φιλολογίας και ιδιαίτερα ζούσε στο κλίμα που είχαν δημιουργήσει οι συμβολιστές και οι διάδοχοί τους με τις «δεύτερες φωνές», με διασταυρώσεις από τον Πόε, Ουάιλντ, Ρίλκε, κ.α. Γράφοντας όμως δεν τους μιμούνταν δουλικά, προσπαθούσε να βρει τον δικό του τον τόνο. Μα οι γίγαντες του ρεαλισμού, η κλασική τέχνη, τον άφηναν αδιάφορο σχεδόν. Τον Παλαμά εννοείται δεν τον χώνευε καθόλου. Και για πολλούς απ’  τους δικούς, ακόμα και ονομαστούς, είχε την πιο χαμηλή ιδέα.

— Αηδίες, βλακείες ! έλεγε με το παραμικρό.

Αλλά σ’ αυτές τις εκφράσεις του διακρινόταν, που ίσως ήθελε να θυμίσει την υπεροψία του Μορεάς, τους αφορισμούς του Ουάιλντ. Ίσως σε επίδραση του τελευταίου να οφείλονταν και το μονόκλ που άρχισε να φοράει τα τελευταία χρόνια.

— Δε βλέπω καλά, μωρέ Γιώργη ! μου δικιολογιόταν μισοαστεία.

Είχε μέτριο ανάστημα και μεγάλο κεφάλι με πρόσωπο λίγο μελαψό και μάτια προς το σκούρο. Μου θύμιζε κάτι προτομές του Μπωντλαίρ, αυστηρές. Το σύνολό του είχε κάτι το βαρύ, το αρρενωπό· φαινόταν με το παραπάνω πως είχε προγόνους Υδραίους, «αρβανίτες». Από που όμως ξεφύτρωσε εκείνο το βίτσιο του, η αρχή του κακού, η αιτία του ξεπεσμού του; Μυστήριο και κατάρα.

Ποτέ δεν είδα να τον επισκέπτονται γυναίκες στο γραφείο του, γιατί δεν είχαν βέβαια κανένα λόγο κοντά του. Απεναντίας κάτι ύποπτοι τύποι με τραγιάσκες και ριγωτές φανέλες ξεπρόβαλλαν όχι σπάνια στο στενό της οδού Λέκκα και τον φώναζαν με νοήματα και «πσσστ!» Ο Μήτσος έβγαινε αμέσως να τους δει, όχι και τόσο ντροπιασμένος όσο θα περίμενε κανείς, κοιτάζοντας πίσω του μονάχα μην τον δει ο διευθυντής και του γίνει καμιά καθυστέρηση στην πληρωμή, που ήταν για τότε 7 – 9 χιλιάδες το μήνα, δηλαδή γενναίος μισθός.

Τι τα ’κανε_ όμως, πού τα σπαταλούσε και δεν του βρίσκονταν δεκάρα στο χέρι ; Κάθε σαββατόβραδο, που δεν είχαμε δουλειά, ανυπομονούσε να φύγει, «σαν το σκυλί στον άλυσο» που λέει κι ο λαός μας. Βιαζόταν ν’ ανταμώσει τα ναυτάκια και τους μανάβηδες, τους Μενιδιάτες της Λαχαναγοράς, μαζί με το Λαπαθιώτη τις περισσότερες φορές, για να ζητάει τη Δευτέρα από μένα :

— Έχεις κανένα πενηντάρικο ;

Τον είδα για τελευταία φορά το πρώτο χινόπωρο της σκλαβιάς, τότε που άρχισε η μεγάλη ακρίβεια και η έλλειψη τροφίμων, προάγγελος της φοβερής πείνας του 41 – 42. Τα ρούχα του ήταν πάλι λεκιασμένα, (ίσως να είχε πεθάνει κι η μάνα), η όψη του έδειχνε λίγο φθαρμένη, μα οπωσδήποτε βαστιόταν ακόμα. Το πάθος της πρέζας τον είχε σαρακώσει, χωρίς να τον καταβάλει. Στο μεταξύ είχε σημειωθεί και μια επιτυχία, κάτι που θα το περίμενε από χρόνια.

— Ξέρεις ; Το Μπουκέτο τ’ άφησαν σ’ εμένα. Έγινα διευθυντής του…

Ήταν αργά πια. Το παλιό μεταλλείο είχε εξαντληθεί και ο νέος ιδιοκτήτης του όριζε έναν εικονικό θησαυρό. Παρ’ όλα αυτά μου ζητούσε συνεργασία, κανένα διήγημα. Του έδωσα κάτι, κάτι με πλήρωσε.

Τι απόγινε αυτά τα χρόνια ο ευαίσθητος ποιητής, ο προικισμένος μεταφραστής, ο διευθυντής του Μπουκέτου; Έπεφτε όλο και πιο χαμηλά, γλιστρούσε καθεμέρα στην καταστροφή του. Για ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός σακατεμένου οργανισμού, είχε ξεπουλήσει την πλούσια βιβλιοθήκη του και στο τέλος κατάντησε στο πεζοδρόμιο, όπως μου είπαν. Με τα πόδια τυλιγμένα σε κομμάτια από τσουβάλι, με αφημένα τα γένια του, φάντασμα του εαυτού του, το ’πιανε μπροστά σε βιβλιοπωλείο η σε κανένα πέρασμα της Ομόνοιας κι απλώνοντας το χέρι ζητιάνευε από γνωστούς του.

Στην αρχή μ’ έλεγε Γιώργο, έπειτα κύριε Γιώργο και στο τέλος κύριε Κ… με το επώνυμό μου, διηγόταν ένας απ’ τους πολλούς που τον ελεούσαν στο δρόμο.

Έρεψε και πέθανε με άθλιο τέλος, την ίδια εποχή που αυτοκτονούσε ο πρώην φίλος και συμποσιαστής του (γιατί τα τσούγκρισαν στο μεταξύ) Ναπολέων Λαπαθιώτης, ακολουθώντας στον τάφο άλλον λογοτέχνη του ίδιου περιβάλλοντος και με την ίδια σχεδόν τραγωδία : τον Αναστάσιο Δρίβα.

Τι άλλο να προσθέσω σ’ αυτήν τη μακάβρια εικόνα; Το καλύτερο επίγραμμα που θα του ταίριαζε είναι ένας στίχος του λατρευτού του Καβάφη, για κάποιο άσωτο νέο της Αλεξανδρείας :

Οι καταχρήσεις μ’ έφθειραν,
με σκότωσαν, διαβάτη.

Τον σκότωσαν οι καταχρήσεις, οι νεανικές του απερισκεψίες, αλλά και η απάνθρωπη κόλαση της σκλαβιάς, η έλλειψη οργανωμένης πρόνοιας για τους ανθρώπους των γραμμάτων.

Έτσι χάσαμε τον Παπανικολάου. Έφυγε απ’ ανάμεσά μας χωρίς να μας αφήσει ούτ’ ένα βιβλίο του, χωρίς να διατηρήσω ούτε μια φωτογραφία του. Μονάχα λίγοι στίχοι του έμειναν για να μας συνοδεύουν με την παλιά μουσική τους.

Μοίρα των ποιητών
χαρά και δυστυχία μαζί,
το δρόμο σου έχω πάρει.
Είν’ πιο καλά χίλιες φορές
έτσι κανείς να ζει
σαν όνειρο μες στην αυγή,
σαν ίσκιος στο φεγγάρι…

Γ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ

Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1953, σελ. 197 – 200

50 Σχόλια to “Ο Γιώργος Κοτζιούλας θυμάται έναν ποιητή του σκιόφωτος”

  1. Καλημέρες!

  2. Όλο και περισσότεροι οι λογοτέχνες που μαθαίνουμε πως έχουν θλιβερό τέλος.

  3. sarant said

    2: Πράγματι…
    Καλημέρα!

  4. Ο Κοτζιούλας αναφέρεται τουλάχιστον τέσσερις φορές στο «πάθος» του πρώην προϊστάμενού του, λες και θέλει να αποστασιοποιηθεί απ’ αυτό. Και δεν εννοώ την πρέζα, φυσικά.

  5. ππαν said

    Πω πω, μα τι ωραίο κομμάτι ξετρύπωσες πάλι… ΈΧω απορίες για τα γαλλικά ονόματα. Ο Ζυλ Γκρην είναι ο Ζυλιάν;Δεν πάει αλλού το μυαλό μου. Ποιος είναι ο Γιακομπσεν με τα άνθη του κακού;

  6. ππαν said

    Α ναι, κι ο Γιώργος, κύριος Γιώργος, κύριος Κ. είναι ο Κοτζιούλας, υποθέτω;

  7. Γρηγόρης Κοτορτσινός said

    Θαυμάσια αφήγηση!
    Να πω ότι το «Τιμέρ Λέγκ», που διόρθωνε ο Π. είναι πολύ πιο κοντά στην πραγματική προφορά του ονόματος. Άραγε ποιο άρθρο και ποιος συγγραφέας να ήταν;

  8. bernardina said

    Έκανα την ίδια σκέψη με τον Σκύλο και έχω την ίδια απορία με την Ππαν. Ποιος είναι ο Γιάκομπσεν; Έγραψε κι άλλος εκτός από τον Μποντλέρ άνθη του κακού;
    Κατά τ’ άλλα είναι σπαρακτικό.

    ΥΓ. Ως Τιμούρ Λενκ έχει αρχίσει να εμφανίζεται όλο και συχνότερα πλέον ο Ταμερλάνος.

  9. sarant said

    Ευχαριστώ για τα σχόλια!

    Γιενς Πέτερ Γιάκομπσεν βρίσκω πως ήταν ένας Δανός ποιητής και βοτανολόγος. Να είναι τάχα αυτός;

    Ναι, Τιμούρ Λενκ (περίπου) λεγόταν ο Ταμερλάνος, αλλά το «Τίμερ», προφανώς μεταφρασμένο από τ’ αγγλικά, μαργαριτάρι θα λογαριαζόταν και σήμερα, πόσο μάλλον το 1930.

    6: Δεν είναι ο ίδιος ο Κοτζιούλας ο κύριος Γιώργος, γιατί ο Κοτζιούλας έλειπε από την Αθήνα από τον Νοέμβρη του 1941 και γύρισε μετά τον θάνατο του Π. Ή πρόκειται για σύμπτωση (να είναι, ξερωγώ, ο Κατσίμπαλης ή άλλος λόγιος Γιώργος Κ.) ή υποσυνείδητα βάζει το δικό του ονοματεπώνυμο στην αφήγηση.

  10. Γρηγόρης Κοτορτσινός said

    Δεν νομίζω ότι ο Π. θεωρεί μαργαριτάρι το ‘ε’, αλλά όλο το όνομα. Επίσης, μπορεί το ‘ε’ να προέκυψε από τυπογραφικό λάθος το 1953. Δηλαδή, ένα γρηγορογραμμένο ‘ου’ μπορεί να θεωρηθεί πλαγιαστό ‘ε’, αφού και το ‘Ταμερλάνος’ έχει το ‘ε’ στη δεύτερη συλλαβή.

  11. Βαγγέλης said

    Ωραίο κείμενο που επιβεβαιώνει τις άσωτες νυχτερινές περιπλανήσεις του Λαπαθιώτη με τον Παπανικολάου στους τεκέδες του Πειραιά και αλλού.
    Σύμφωνα με τον Δικταίο, ο Λαπαθιώτης και ο Παπανικολάου είχαν αλληλογραφία, στα γαλλικά, σε στίχους, η οποία δυστυχώς λανθάνει.

  12. Immortalité said

    Φχαριστούμε Νίκο, όμορφη ανάρτηση.

    Τον σκότωσαν οι καταχρήσεις, οι νεανικές του απερισκεψίες, αλλά και η απάνθρωπη κόλαση της σκλαβιάς, η έλλειψη οργανωμένης πρόνοιας για τους ανθρώπους των γραμμάτων.

    Η κατάσταση παραμένει έτσι και σήμερα. Όχι;

    (Στην 11η παράγραφο από τη φωτογραφία, ξέφυγε ένα διάστημα.
    «Η φιλολογική προτίμησή του είχε στραφείτώρα προς» )

  13. sarant said

    10: Μπορεί, αν και ο γραφικός χαρακτήρας του Κοτζιούλα, ακόμα και στα πρόχειρα κείμενά του, ήταν πεντακάθαρος, σαν σε βιβλίο.

    11: Δεν θυμάμαι τι λέει ο Δικταίος, αλλά αποκλείεται τάχα να εννοεί απλώς αυτά τα δύο σονέτα που αναφέρει και ο Κοτζιούλας;

    12: Μερσί!

  14. Μαρία said

    9 Αυτός πρέπει να είναι. Τον βρίσκω και στον Ήλιο. Ποιητής αρχικά, μετά βοτανολόγος, μεταφραστής του Δαρβίνου αλλά το γύρισε στην πεζογραφία και «η κριτική τον ανακήρυξε τον μεγαλύτερον πεζογράφον της Δανίας». Στα ελληνικά μεταφράστηκε η συλλογή διηγημάτων «Δύο κόσμοι και άλλα διηγήματα». Πέθανε νέος (1885) απο φυματίωση.

  15. Βαγγέλης said

    13. «Στιχηρά αλληλογραφία» αναφέρει ο Δικταίος, κατονομάζοντας κι αυτόν που την κατείχε. Να είναι, άραγε, αυτά τα δύο σονέτα μόνο;

  16. Κωλόγερας said

    Πρόκειται για κείμενο πολύ μικρής σημασίας που έχει ως μόνο στόχο να πει εμφαντικά ότι ο Παπανικολάου ήταν ομοφυλόφιλος. Ας βλέπουμε τα πράγματα στις διαστάσεις τους. Ωραία η έξαψη μπροστά στο παλιό κείμενο, αλλά εγώ με αυτό θα τύλιγα ψάρι στην ψαραγορά. Επίσης ποιητής του σκιόφωτος μάλλον είναι ο Κοτζιούλας, ο οποίος μου είναι παντελώς άγνωστος.

  17. sarant said

    16: Ναι, αλλά έτσι αυτοαναγορεύεσαι σε ήλιο, αφού στη σκιά βρίσκονται εκείνοι που σου είναι άγνωστοι!
    Δεν νομίζω το κείμενο να είχε στόχο, και μάλιστα μοναδικό, να αποκαλύψει τι ήταν ο Παπανικολάου, ο οποίος, όπως κι ο Λαπαθιώτης άλλωστε, δεν έκρυβε την ομοφυλοφιλία του κι έτσι το ήξεραν όλοι οι φιλολογούντες τότε.

  18. Κωλόγερας said

    Εγώ θα έλεγα ότι από τον τίτλο προκύπτει ότι ο Ήλιος μάλλον είναι ο Γιώργος ή ο κύριος Γιώργος ή ο κύριος Κ. Εγώ απλώς απορώ διότι δεν είδα ακόμα καταπώς φαίνεται το φως το αληθινό.

  19. Κωλόγερας said

    Αν το επίπεδο των φιλολογούντων εκείνης της εποχής ήταν να πουν ότι ο αρρενωπός στη φάτσα Παπανικολάου πλήρωνε αδρά τραγιάσκες και ριγωτούς μπλουζάδες για να συνευρίσκεται μαζί τους, πιστεύω ότι μπορούμε σθεναρά να φωνάξουμε ότι η εποποιία ενός Κωστοπούλου συνέχισε επάξια και προέκτεινε μια τέτοια υψηλή Παράδοση.

  20. sarant said

    18: Είπαμε, ο κύριος Γιώργος της αφήγησης δεν μπορεί να είναι ο Κοτζιούλας, ο οποίος βρισκόταν το 1942-43 στην Πλατανούσα. Εγώ το κείμενο το βρίσκω ενδιαφέρον κυρίως από αυτή την άποψη, ότι ο Κ. φανερά αποστρέφεται την ομοφυλοφιλία αλλά αγαπάει τον άνθρωπο και εκτιμά τον ποιητή Παπανικολάου -πέρα από τις πληροφορίες που δίνει, μερικές από τις οποίες δεν παραδίδονται από αλλού ενώ μερικές άλλες διασταυρώνονται και βγαίνουν ακριβείς.

    Αλλά δεν είναι ανάγκη να συμφωνήσετε μαζί μου.

  21. Μικρή συμβολή για Γιάκομπσεν, αλλά «Άνθη του Κακού» δεν πήρε το μάτι μου.

    Γιάννης

  22. «ο ραγκουντάγκος των αστενειώνε» =?= ο ουραγκουντάγκος των ασθενειών
    ουράγκ = άνθρωπος
    ουντάγκ = δάσος
    στα μαλαίικα.

    Γιάννης

  23. ππαν said

    9, 20 κλπ: Α, μάλιστα.
    Κι εμένα πάντως οι αιχμές για την ομοφυλοφιλία του Παπανικολάου και του Λ. δεν μου φαίνονται το κεντρικό θέμα, άσε που δεν με εντυπωσιάζουν κιόλα, ο κόσμος ήταν αλλιώτικος τότε, ο Κοτζιούλας δεν μπορεί να μιλήσει σαν άνθρωπος του 2012. Αλλιώς, ο θαυμασμός του για τον Παπανικολάου είναι φανερός, ενώ συνήθως διαβάζουμε για τις θλιβερές τελευταίες μέρες του, τα ναρκωτικά κλπ. Κι όχι μόνο διαβάζουμε, και στο σχολείο αυτά μας έλεγαν. Απ΄όπου θυμάμαι και το «Στο θλιμμένο κάμπο βρέχει, βρέχει στις ελιές τις γκρίζες, το νερό σα ρίγος τρέχει από τα κλαδιά στις ρίζες». Κι ελπίζω να τα θυμάμαι σωστά.

  24. Ορεινός said

    Πράγματι ενδιαφέρον το κείμενο, δίνει το κλίμα της εποχής και τα αναγνώσματα μιας ολόκληρης γενιάς. Ο Κοτζιούλας δεν είναι καθόλου αμελητέα περίπτωση, αν θέλει κανείς να δει μια αποτίμησή του έχει γράψει ο Βαγενάς ένα κείμενο για «τη στιβαρή ποίηση του Γ.Κ.» στο τελευταίο του βιβλίο («Κινούμενος στόχος»). Ενδιαφέρον έχει και η αλληλογραφία του Κοτζιούλα με τον Ε.Χ. Γονατά, τις επιστολές του Κοτζιούλα παρουσίασε ο ίδιος ο Γονατάς (εκδ. Κείμενα, 1980) και τις επιστολές του Γονατά πρόσφατα ο Γ. Παπακώστας στη «Νέα Ευθύνη» (τχ. 3).

  25. Πολύ μεγάλος πόνος αυτή η ποίηση του σκιόφωτος. Τα προσωπικά τους ας είναι δικα τους.
    Όμορφη σκέψη κ. Σαραντάκο να μας φέρνεις τόσο κοντά με ανθρώπους που δε θα υπήρχε άλλος τρόπος να πλησιάσουε εμείς.

    (Το κ. Σαραντάκο γράφτηκε από τρυφερότητα – Ελπίζω φαίνεται)

  26. sarant said

    24: Ευχαριστώ πολύ, δεν ήξερα για τη δημοσίευση στη Νέα Ευθύνη!

    25: Φαίνεται 🙂

  27. Μα τον Άγρα τον λογάριαζε κι αλλιώτικα, για την αγνή ζωή του…

    ..αγνή ζωή ο Αγρας; Πιθανόν, αλλά όλο κι έριχνε ματιές προς τις «αθώες μαθήτριες, κορασίδες…» 😉

  28. Εξαιρετική εκτίμηση έδειχνε και για τους στίχους του Καρυωτάκη, που είχε βγάλει τότε την τελευταία συλλογή του, μα που ποτέ δεν τον είδα να περνάει απ’ το γραφείο, μισάνθρωπος από τότε, νευρασθενικός

    … γι αυτό μετά έγραψε: «πέθανες πριν ακόμα σε γνωρίσω
    στοχαστικό μου αδέρφι θλιβερό…»

  29. Το σονέτο του Παπανικολάου μου θύμισε ένα γαλλικό τραγουδάκι που κάναμε στο Γυμνάσιο, θα προσπαθήσω να το γράψω, συγχωρέστε μου προκαταβολικά τις ανορθογραφίες, δεν έχω ξανακάνει Γαλλικά έκτοτε (οι Γαλλομαθείς ίσως καταλάβουν ποιό λέω)

    des roses effeuillées

    sur le chemin d’amour,

    et des amours mouillées

    dans nos larmes, toujours
    ……………………….

    Μοntagnes Pyrenees
    vous etes mes amours
    campains fortunees
    vous me plairait toujours

  30. χωρίς να μας αφήσει ούτ’ ένα βιβλίο του,

    …εγώ όμως έχω μια συλλογή, είναι μεταθανάτια έκδοση προφανώς; Δεν το είχα προσέξει…

  31. 16) Παντελώς άγνωστος ο Κοτζιούλας; Ισως αν θέλετε να αρχίστε από εδώ, από άρθρο που συνυπογράψαμε πριν από 4 σχεδόν χρόνια ο Νικοκύρης κι εγώ;

    http://www.sofiakolotourou.gr/articles/8/56

  32. sarant said

    30: Ναι, είναι μεταθανάτια, από τον Κόρφη θαρρώ.

  33. sarant said

    31: Έγιναν κιόλας σχεδόν 4 τα χρόνια; Καήκαμε -γεια σου Σοφία!

  34. # 23 Σωστά θυμάσαι, το θυμάμαι κι εγώ από το σχολείο. Η συνέχεια είναι:

    Κι απ την άσφαλτο τα κάρα
    κατεβαίνουν κατεβαίνουν,
    λάμπουν μερικά τσιγάρα
    στα παράθυρα του τρένου

    Γκρίζα η ώρα γκρίζα η χώρα…

    Και η νύχτα κατεβαίνει,
    μες την μπόρα μες τη γύμνια
    που ‘ναι οι βάτραχοι κρυμμένοι
    γιατί σώπασαν τ’ αγρίμια;

    Δεν μου ρχεται άλλο, θα το γκουγκλάρω να δούμε.

  35. Το βρήκα, για να δούμε

    http://www.iomir.gr/papanikolaoutopio.html

  36. # 33 : Σε ξέρω πολύ καιρό πια. Από τότε που η σελίδα σου ήταν τόση δα! 😉

  37. Πάντως Νικοκύρη συγχαρητήρια, πολύ το απόλαυσα (και) το σημερινό.

    Δικό μου αγαπημένο του Παπανικολάου, κι αυτό από το σχολείο εκείνο που έλεγε:

    Ο βοριάς πλαταγίζοντας ξεδιπλώνει σημαίες
    παραμονεύουν τέρατα στους δρόμους
    έχει σκεπάσει η θάλασσα τις προκυμαίες
    το παραμύθι ξαναζει με τους γλυκούς του τρόμους

    Λαχτάριζα την ώρα αυτή μήνες, μέρα τη μέρα
    την κλειστή κάμαρη, τη λάμπα την αγαπημένη.
    Ανάλαγη, σαν είκοσι χρονών ειν η μητέρα
    τα μάτια της χαμογελούν το στόμα της σωπαίνει

    Ημουν θλιμμένος, άρρωστος χωρίς χαρά κι ελπίδα
    Περιπλανήθηκα στη γη χρόνια πολλά, πολλά
    μ’ απόψε απ τα ταξίδια μου γύρισα στην πατρίδα
    και βρήκα τη μητέρα να χαμογελά

    Μα κι η βροχή μου φαίνεται σαν να απαγγέλει στίχους
    παράλληλη και ρυθμική καθώς πέφτει στη Γης
    είμαι καλά στους τέσσερις της κάμαρή μου τοίχους
    έφτασα στο λιμάνι της στοργής

    (χμ και τώρα θα το ψάξω να δω πόσο το πέτυχα)

  38. Χμ, εδώ ΔΕΝ είναι ολόκληρο πάντως

    http://www.potheg.gr/ProjectDetails.aspx?id=853&lan=1

  39. Τάξτε μου!

    http://invenio.lib.auth.gr/record/113037/files/%CE%A1%CE%AD%CE%BC%CF%80%CE%B1%CF%82.pdf?version=1

  40. Καλά αυτό ούτε εγώ δεν το έχω, πω πω… Αύριο θα το τυπώσω. Τι καλά!

  41. Το εσωτερικό στη σελ 78, μου λείπει μια στροφή η τέταρτη (προτελευταία)

  42. sarant said

    39: Την είχα δει τη διπλωματική του Ρέμπα, επειδή έχει και Λαπαθιώτη. Καλή δουλειά, πολύ καλή.

  43. Κωλόγερας said

    @Σ.Κ. Σας ευχαριστώ κυρία Κολοτούρου για το λινκ, που ήταν αφορμή να γνωρίσω και το δικό σας ποιητικό έργο.

    @Sarant

    Αγαπητέ φίλε, ας μη γελιόμαστε, ο αναγνώστης του κειμένου είχε τη δυνατότητα να ξέρει ότι την τάδε περίοδο ο Κοτζιούλας βρισκόταν στο τάδε και όχι στο δείνα μέρος και άρα ο Γιώργος Κ. δεν είναι ο Γιώργος Κοτζιούλας; Και αν δεν βρισκόταν εκεί σιμά του, ποιά η αξία της ειδικότατης μαρτυρίας του για τις προσφωνήσεις του Μήτσου Παπανικολάου;

    Και αν δεχθούμε ότι δεν είναι το ίδιο πρόσωπο, δεν το σκέφτηκε το Κ. να το κάμει Λ. για να μην κάμει ο αναγνώστης τη σύνδεση; Μη μου απαντήσετε ότι θέλησε να διατηρήσει την αυθεντικότητα της μαρτυρίας : αφού τον λέγαν Κ(αλόπουλο) πώς δικαιούται να τον γράψει Μ(αλόπουλο)!!!

  44. sarant said

    43: Δεν σας καταλαβαίνω -φυσικά οι αναγνώστες της Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς το 1953 ήξεραν, όχι όλοι βέβαια, αλλά έστω ο 1 στους 10, ότι ο Κοτζιούλας το 1942 και το 1943 δεν ήταν στην Αθήνα. Βρισκόταν στην Πλατανούσα, έστελνε επιστολές από την Πλατανούσα, έγραψε και δημοσίευσε ποιήματα για το πόσο χαίρεται που έφυγε από την Αθήνα, πολεμούσε και έκανε θέατρο με τους αντάρτες του Άρη, τα έγραψε αυτά μετά, και η φιλολογική Αθήνα ήταν μικρός τόπος τότε, γνωριζόντουσαν όλοι και είχαν περάσει μόνο 10 χρόνια από τα γεγονότα. Δεν ήξεραν οι εαμίτες λογοτέχνες ότι ο Κοτζιούλας δεν ήταν μαζί τους αλλά στο χωριό;

    Η σύμπτωση του ονόματος και του αρχικού του επωνύμου, ξαναλέω, ή είναι αυθεντική, (π.χ. ο Κατσίμπαλης, κι αν ψάξω θα σας βρω άλλους δυο-τρεις), ή επίτηδες ο Κοτζιούλας, για να μη φανερώσει τον πραγματικό, βάζει το δικό του ονοματεπώνυμο. Κι εγώ το κάνω αυτό όταν θέλω να πω κάτι σαν John Doe σε μια αφήγηση, ή θα πω Τρεχαγυρευόπουλος ή το δικό μου.

  45. @43. Τελικά γιατί σας απασχολούν οι λεπτομέρειες, αφού σε ΕΣΑΣ ο Γιώργος Κοτζιούλας είναι άγνωστος; Νόμιζα ότι όταν δεν γνωρίζουμε κάποιο συγγραφέα, ενδέχεται να φταίμε εμείς για την άγνοιά μας και όχι ο συγγραφέας. Μπορείτε λοιπόν να επανέλθετε με κάποιο σχόλιο, όταν ο κ. Σαραντάκος κάνει κάποια ανάρτηση για κάποιον ποιητή που κι ΕΣΕΙΣ γνωρίζετε.

  46. ππαν said

    Τι ωραίο, Σοφία, το 39!
    Αυτό που θυμάσαι εσύ είναι πάρα πολυ ωραίο, αλλά σα να μου φαίνεται ότι δεν το έχω ξαναδεί.

  47. Κωλόγερας said

    @Ορεσίβιος

    Ευχαριστώ για την πληροφόρηση.

  48. […] και μεταφραστής στα δυο περιοδικά (δείτε εδώ αναμνήσεις του από την εποχή εκείνη). Αλλά παρασύρθηκα, οπότε επιστρέφω στον Παπαδιαμάντη. […]

  49. […] Το δικό μου εύρημα, αν υποτεθεί ότι αφορά το ίδιο διήγημα, δεν το βρήκα στην Αλήθεια, αλλά σε μια μεταγενέστερη πηγή, στο περιοδικό Οικογένεια, σε τεύχος του 1928. Η Οικογένεια ήταν λαϊκό περιοδικό που έβγαινε από το 1926 έως το 1934 (νομίζω). Την έβγαζε ο Κ. Θεοδωρόπουλος, που επίσης εξέδιδε το γνωστότερο Μπουκέτο. Γύρω στο 1935 τα δυο περιοδικά συγχωνεύθηκαν, σε ενιαίο έντυπο με τον τίτλο Μπουκέτο, αλλά είχε περάσει πια η χρυσή εποχή τους, που κράτησε περίπου ως το 1933, όταν περισσότερο με το Μπουκέτο και κάπως λιγότερο με την Οικογένεια συνεργάζονταν τα πρώτα συγγραφικά ονόματα της εποχής. Η Οικογένεια ήταν κάπως λαϊκότερη και αισθηματικότερη από το Μπουκέτο, αλλά είχε κι αυτή κατά περιόδους αξιόλογη ύλη (ενώ σε άλλες εποχές δημοσίευε απλώς μεταφρασμένη γαλλική λογοτεχνία χαμηλών αξιώσεων). Με το Μπουκέτο και την Οικογένεια έχουν συνεργαστεί πυκνά δυο αγαπημένοι μου λογοτέχνες, ο Ν. Λαπαθιώτης και ο Γ. Κοτζιούλας, ο οποίος μάλιστα επί σειρά ετών δούλευε κιόλας διορθωτής και μεταφραστής στα δυο περιοδικά (δείτε εδώ αναμνήσεις του από την εποχή εκείνη). […]

  50. […] […]

Σχολιάστε