Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ποσείδιππος ο Πελλαίος

Posted by sarant στο 11 Νοεμβρίου, 2012


Τις Κυριακές που ο κόσμος έχει καιρό για διάβασμα, συνηθίζουμε να βάζουμε λογοτεχνική ύλη. Κάτι λογάριαζα να βγάλω για σήμερα, αλλά θέλει κάμποση δουλειά ακόμα και το συνειδητοποίησα μάλλον αργά, οπότε δεν προλαβαίνω να το γράψω. Οπότε, καταφεύγω σε κονσέρβα, δηλαδή σε ένα άρθρο που το είχα ανεβάσει στον παλιό μου ιστότοπο, γραμμένο από την παλιά φίλη Ελισάβετ Κοσμετάτου.

Πρόκειται για τα επιγράμματα του ελληνιστικού ποιητή Ποσείδιππου του Πελλαίου, που ο μεγαλύτερος όγκος του έργου του δημοσιεύτηκε πολύ πρόσφατα, το 2001, όταν εκδόθηκε ο λεγόμενος «Πάπυρος του Μιλάνου», που ήταν πιθανότατα προϊόν λαθρανασκαφής. Ο πάπυρος αυτός πέρασε από σαράντα κύματα μέχρι να φτάσει σε μας. Πριν από δυο χιλιάδες χρόνια τον πέταξαν στα σκουπίδια σε κάποια πόλη της ελληνιστικής Αιγύπτου, τον μάζεψε ένας ταριχευτής και τον χρησιμοποίησε, μαζί με άλλους πολλούς, για να φτιάξει ναστόχαρτο, χαρτόνι δηλαδή, που το χρησιμοποιούσαν για τα μπούστα στις μούμιες. Κι επειδή η ευλογημένη εκείνη χώρα δεν έχει υγρασία και τα φθαρτά διατηρούνται, σήμερα μπορούμε να ανασυστήσουμε αυτά τα πολύτιμα αρχαία παλιόχαρτα, που έχουν πάνω τους συνήθως λογαριασμούς και ιδιωτικά γράμματα -και μερικές φορές θησαυρούς, χαμένα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Κι έτσι, ξαναβρήκαμε μια «ποιητική συλλογή» (όπως θα λέγαμε με τα σημερινά μέτρα) του Ποσείδιππου! Αλλά αυτά τα παρουσιάζει αναλυτικά η φίλη μου η Λίζα στο άρθρο που ακολουθεί, το οποίο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό «Φαινόμενο του Λουξεμβούργου» το 2006.

Το άρθρο διανθίζεται με πολλά επιγράμματα του Ποσείδιππου, τα περισσότερα από τα οποία είναι μεταφρασμένα από μένα, αν και έχει και η Λίζα μεταφράσει μερικά, ενώ δύο ή τρία επιγράμματα που ήταν ήδη γνωστά από άλλες πηγές, δίνονται μεταφρασμένα από τον Σίμο Μενάρδο και τον Γ. Κοτζιούλα -και πολύ χαίρομαι που συναντιέμαι εδώ με τον αγαπημένο μου ποιητή. Έχω πολύ καιρό να κοιτάξω αυτές τις μεταφράσεις μου και ξέρω ότι έχουν κάμποσα ψεγάδια, που κάποια από αυτά οφείλονται στην προσπάθεια να κρατήσω μέτρο ή ρίμα, ενώ άλλα είναι αβίαστα λάθη. Σε πολλά επιγράμματα έχω προσθέσει από κάτω και το πρωτότυπο, και αν έχετε παρατηρήσεις και διορθώσεις με πολλή χαρά να τις ακούσω -δεν αποκλείεται κάποτε να ξαναπιάσω τη δουλειά αυτή. Απ’ όσο ξέρω, είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύονται νεοελληνικές μεταφράσεις από τον Πάπυρο του Μιλάνου.

Για την επιλογή του μέτρου και της ρίμας, θα μπορούσε κανείς ν’ αντιτάξει ότι το αρχαίο κείμενο δεν έχει, φυσικά, ομοιοκαταληξία· όμως δεν είναι ελεύθερος στίχος, είχαν οι αρχαίοι άλλους ρυθμούς στο στίχο τους, οπότε πιστεύω ότι δεν είναι η ιδανική λύση να μεταφράζονται σε ελεύθερο στίχο. Βέβαια αυτό είναι θέμα σοβαρό, αλλά δεν θα πω άλλα, επειδή το  κείμενο που ακολουθεί είναι αρκετά μεγάλο. Οπότε, παραθέτω το άρθρο της Ελ. Κοσμετάτου:

ΠΟΣΕΙΔΙΠΠΟΣ ΠΕΛΛΑΙΟΣ
Ελισάβετ Κοσμετάτου, Tulane University (τώρα University of Illinois at Springfield)

 

 Το 2001 οι Ιταλοί παπυρολόγοι Γκουίντο Μπαστιανίνι και Κλάουντιο Γκαλάτσι, τακτικοί καθηγητές των Πανεπιστημίων του Μιλάνου και της Φλωρεντίας αντιστοίχως, δημοσίευσαν ένα νέο, εκτενές και προηγουμένως άγνωστο ελληνικό παπυρολογικό κείμενο που απέδωσαν στον ελληνιστικό ποιητή Ποσείδιππο από την Πέλλα της Μακεδονίας. Για την πρώτη παρουσίαση του κειμένου αυτού συνεργάστηκαν με το Βρετανό φιλόλογο Κόλιν ΄Ωστιν του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ.

Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας χάθηκε κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, οι νέες λογοτεχνικές ανακαλύψεις αποτελούν σπάνιο και βαρυσήμαντο γεγονός που χαιρετίζεται με τον αρμόζοντα ενθουσιασμό τόσο από τους ειδικούς, όσο και από το κοινό. Σε αυτές συγκαταλέγονται σημαντικά αποσπάσματα σπουδαίων ποιητών όπως η Σαπφώ (6ος π.Χ. αιώνας), ο Μένανδρος (4ος π.Χ. αιώνας) και ο Καλλίμαχος (3ος π.Χ. αιώνας), των οποίων τα έργα γνωρίσαμε πραγματικά μόλις κατά τα τελευταία 100 περίπου χρόνια χάρη σε παπυρολογικά ευρήματα από τη Αίγυπτο που χρονολογούνται στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι ακόμα και η περίφημη Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη, έργο που περιγράφει το αθηναϊκό δημοκρατικό πολίτευμα την εποχή της ακμής του κατά το “Χρυσό Αιώνα του Περικλέους”, αποτελεί παρόμοιο τυχαίο εύρημα. Απ’ όσο γνωρίζουμε, μεταφράσεις των «νέων» ποιημάτων του Ποσειδίππου δεν έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά έντυπα: το παρόν άρθρο του Φαινόμενου είναι το πρώτο!

Η ύπαρξη του νέου παπύρου ήταν ήδη γνωστή από το 1993 όταν έκανε την εμφάνισή του στο ευρωπαϊκό εμπόριο αρχαιοτήτων, κατά πάσα πιθανότητα προερχόμενος από λαθρανασκαφή στην περιοχή του Φαγιούμ της Αιγύπτου. Η περιορισμένη αρχαιολογική μαρτυρία καθιστά σαφές ότι υπήρξε προϊόν ανακύκλωσης στην αρχαιότητα. Ο άγνωστος αρχαίος ιδιοκτήτης του παπύρου τον πέταξε στα σκουπίδια και ο κύλινδρος κατέληξε στο εργαστήρι ενός καλλιτέχνη που κατασκεύαζε τρισδιάστατες μάσκες και μπούστα για μούμιες χρησιμοποιώντας ναστόχαρτο (χαρτόνι), στόκο, δηλαδή γύψο ενισχυμένο με ζωική κόλλα, και φύλλο χρυσού. Μέρος της επιφάνειας του στόκου, μάτια, μαλλιά, κλπ. απλώς χρωματιζόταν. Τέτοια ευρήματα είναι πολύτιμα αφού οι παπυρολόγοι αποκολλούν το μπούστο της μούμιας και διαλύουν το ναστόχαρτο ακολουθώντας ειδική μέθοδο προκειμένου να περισυλλέξουν τα άχρηστα για τους αρχαίους λογοτεχνικά κείμενα, δημόσια έγγραφα και ιδιωτικά αρχεία. Πρόσφατες έρευνες στην παπυρολογική συλλογή του Βερολίνου που προέρχεται κατά το πλείστον από κείμενα που κάποτε κατέληξαν να γίνουν ναστόχαρτο, οδήγησαν στη συγκλονιστική ανακάλυψη εγγράφου που είχε υπογραφεί από την ίδια την Κλεοπάτρα!

Ο πάπυρος του Ποσειδίππου αγοράστηκε από ιταλική τράπεζα για λογαριασμό του Πανεπιστημίου του Μιλάνου και φέρεται ότι κόστισε περίπου ένα εκατομμύριο δολάρια. Πρόκειται για την παλαιότερη γνωστή ποιητική συλλογή του δυτικού κόσμου. Ο πάπυρος χρονολογήθηκε παλαιογραφικά, δηλαδή με βάση τη γραφή, στον ύστερο 3ο αιώνα π.Χ. Η συλλογή περιέχει 112 επιγράμματα και είναι οργανωμένη κατά θεματικές ενότητες οι οποίες αναγράφονται εν είδει τίτλου στην αρχή κάθε ομάδας ποιημάτων. Αν και το όνομα του ποιητή δεν διασώζεται και 110 από τα επιγράμματα αυτά ήταν προηγουμένως άγνωστα σε μας, τα εναπομείναντα δύο είχαν συμπεριληφθεί στην βυζαντινή Παλατινή και Πλανούδειο Ανθολογία, οι οποίες τα απέδιδαν στο Μακεδόνα επιγραμματοποιό Ποσείδιππο. Είναι αξιοσημείωτο ότι μέχρι το 2001 γνωρίζαμε μόνον 29 ποιήματά του ποιητή αυτού, τα περισσότερα επιγράμματα.

Ο Ποσείδιππος γεννήθηκε στην Πέλλα, γεγονός το οποίο τονίζει γεμάτος περηφάνεια σε αποσπασματικά σωζόμενη ελεγεία του που φέρει τον τίτλο Σφραγίς και αποτελεί ένα είδος “διαθήκης” του ποιητή της:

 Το γένος μου είν’ απ’ την Πέλλα! Είθε το άγαλμά μου
να στηθεί εκεί, να κάθομαι διαβάζοντας βιβλίο
στην πολυσύχναστη αγορά της πόλης μου.
…..

ούτ’ ένα δάκρυ ας μη χυθεί για μένα, αλλά μια μέρα, να διαβώ,
στα γηρατειά μου, το μυστικό το μονοπάτι του Ραδάμανθυ.
Αγαπημένος απ’ ολόκληρη την πόλη μου κι από τους συμπολίτες,
όρθιος, χωρίς μπαστούνι, να τα ΄χω τετρακόσια όταν μιλώ στο πλήθος,
ν’ αφήσω στα παιδιά μου άφθονο βιος και σπίτι.

(AB 118 Μετάφραση: Ε. Κοσμετάτου)*

Ο Ποσείδιππος μετανάστευσε από τη Μακεδονία στην Αλεξάνδρεια και υπήρξε εξέχουσα προσωπικότητα της αυλής του βασιλέως Πτολεμαίου του Β΄ Φιλαδέλφου (283-246 π.Χ.). Είναι επίσης πιθανόν ότι ανέλαβε διπλωματικές και θρησκευτικές αποστολές στην Ελλάδα εκπροσωπώντας τον ηγεμόνα και εργοδότη του, όπως μας πληροφορούν επιγραφές από τους Δελφούς και τη Δήλο. Από τα ποιήματά του μαθαίνουμε ότι ήταν θρήσκος και μυημένος στα μυστήρια. Παρουσίασε αξιόλογα δείγματα γραφής που έγιναν διάσημα στην αρχαιότητα. Ένα από αυτά τα διάσημα επιγράμματα αναφέρεται στους πόνους και καημούς του έρωτα:

 Τζιτζίκι εμένα των Μουσών σ’ αγκάθια μ’ έχει ρίξει
δεμέν’ ο Πόθος, μ’ άναψε και φλέγει με σιγά
κι αυτή η ψυχή που κούρασαν το διάβασμα κι η θλίψη,
τ’ άλλ’ αψηφά και τον τρελό θεό κακολογά.

(ΑΒ 137 Μετάφραση: Σίμος Μενάρδος)

Έχοντας εντρυφήσει στην ιστορία και τις παραδόσεις του ελληνισμού της Αιγύπτου πριν από τον Αλέξανδρο, ο Ποσείδιππος δίνει το στίγμα μιας εποχής κατά την οποία διαχέεται ο ελληνικός πολιτισμός.  Εμπνευσμένος, ανάμεσα στα άλλα, από το ύφος και τη θεματολογία της Σαπφώς, ο ποιητής εκφράζει ταυτόχρονα τη χωρο-χρονική συνέχειά του ελληνικού πνεύματος στα νέα εδάφη της αυτοκρατορίας του Μακεδόνα κατακτητή και ειδικότερα στην Αίγυπτο. Το επίγραμμά του με τον τίτλο Δωρίχα συνδέεται με περίφημη ωδή που συνέθεσε η Σαπφώ στην απελπισμένη προσπάθειά της να αποσπάσει τον αδελφό της Χάραξο από τα νύχια της ομώνυμης περιβόητης Ελληνίδας εταίρας από το Δέλτα του Νείλου, η οποία οδήγησε πολλούς εραστές της σε οικονομική καταστροφή:

Τα κόκαλά σου γίνανε σκόνη προ πολλού, Δωρίχα.
Διαλύθηκε στο χώμα κι η κορδέλα των μαλλιών, το μυρωμένο ρούχο.
Μ’ αυτό κάποτε τύλιγες τον τυχερό το Χάραξο κι οι δυο, μια σάρκα,
απλώνατε τα χέρια για να πιείτε το κρασί απ’ τα ποτήρια της αυγής.
Τι απόμεινε από σε; Για σε μιλούν και θα μιλούν μες στους αιώνες
οι αγαπημένες λευκές στήλες των στίχων της Σαπφώς.
Ευλογημένο τ’ όνομά σου. Η Ναύκρατις θα το φυλάξει ξακουστό
μες στους αιώνες που θα πλέουν τα καράβια από τη θάλασσα στο Νείλο.

(ΑΒ 122 Μετάφραση: Ε. Κοσμετάτου)

Ο νέος πάπυρος του Ποσειδίππου χωρίζεται σε εννιά θεματικές ενότητες. Κατά πάσα πιθανότητα έχουν σωθεί τα περισσότερα επιγράμματά του και εικάζεται ότι το πρώτο, χαμένο, ποίημα αποτελούσε πρόποση για το συμπόσιο στο οποίο θα διαβαζόταν η ποιητική συλλογή. Σ’ αυτό το συμπέρασμα μας οδηγούν πληροφορίες από αρχαίους συγγραφείς, καθώς και σωζόμενα δείγματα, ένα από τα  οποία αποδίδεται στον Ποσείδιππο από την Παλατινή Ανθολογία:

Κέρνα, λαγήνα μου αττική, του Βάκχου το δροσάτο
χυμό, να πιούμε στην υγειά της συντροφιάς μας όλης.
Ζήνωνα, κύκνε μας σοφέ, και μούσα του Κλεάνθη,
για πάψετε ο γλυκύπικρος Έρωτας να μας ζήσει.

(ΑΒ 123 Μετάφραση: Γ. Κοτζιούλας)

Η πρώτη ομάδα επιγραμμάτων έφερε τον τίτλο Λιθικά και αποτελεί κυρίως μαρτυρία της την ελληνιστικής μόδας για ημιπολύτιμους λίθους, που έγιναν γνωστοί μετά από τις ινδικές κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς και αναφορά στη συλλεκτική μανία των Πτολεμαίων βασιλέων. Ο ποιητής περιγράφει την ομορφιά των λίθων και θαυμάζει την παλέτα της φύσης, καθώς και τη μαστοριά του τεχνίτη:

 Όμορφα χάραξε τον Πήγασο -με χέρι και με νου
ο μάστορας πάνω σε ίασπη στο χρώμα τ’ ουρανού.
Γιατί στ’ Αλήιο στην Κιλικία έπεσε ο Βελλεροφών
μα το πουλάρι πέταξε στο μαυρογάλαζο των ουρανών.
Και στην αιθέρια πέτρα πάνω, έβαλε δίχως καβαλλάρη
μονάχο τ’ άλογο, να τρέμει ακόμα μες στο χαλινάρι.

εὖ τὸν Πήγασον ἵππον ἐπ’ ἠερόεσσαν ἴασπιν
  χεῖρά τε καὶ κατὰ νοῦν ἔγλυφ’ ὁ χειροτέχνης·
Βελλε[ρ]οφόντης μὲν γὰρ Ἀλήϊον εἰς Κιλίκων γῆν
  ἤριφ’, ὁ δ’ εἰς κυανῆν ἠέρα πῶλος ἔβη,
[ο]ὕνεκ’ ἀηνιόχητον ἔτι τρομέοντα χαλινοῖς
[]π̣π̣[ον ἐν] αἰθερίωι τῶιδ’ ἐτύπωσε λίθωι.

(ΑΒ 14 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

Ο ποιητής όμως δεν θαυμάζει μόνον τον ημιπολύτιμο λίθο ως κόσμημα. Εκφράζει επίσης το δέος του μπροστά στην αγριάδα του ακατέργαστου λίθου, του βράχου και τέλος του Κοσμοσείστη Ποσειδώνα στον οποίον προσεύχεται ζητώντας του να προστατέψει το βασίλειο του Πτολεμαίου:

Κι αν την Ελίκη μ’ ένα κύμα σου κάποτε χτύπησες
κι όλην μαζί από ψηλά τη γκρέμισες σ’ αμμώδη μέρη
στην Ελευσίνα λαίλαπα εκατοδύναμη αν δεν ρίχτηκες
η Δήμητρα γιατί σου φίλησε το χέρι,
αχ Ποσειδώνα μου, του Πτολεμαίου τη χώρα
με τα νησιά και τους γιαλούς, ακίνητη έχε τώρα!

ὡς πάλαι ὑψηλὴν Ἑλίκην ἑνὶ κύματι παίσας
  πᾶσαν ἅμα κρημνοῖς ἤγαγες εἰς ἄμαθον,
ὥς κ’ []π’ Ἐλευσῖνα πρηστὴρ ἑκατόγγυος ἤρθης
  εἰ μὴ Δημήτηρ σὴν ἐκύνησε χέρα·
νῦν δέ, Γεραίστι’ ἄναξ, νήσων μέτα τὴν Πτολεμαίου
γαῖαν ἀκινήτην ἴσχε καὶ αἰγιαλούς

(ΑΒ 20 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

Η δεύτερη ομάδα επιγραμμάτων έχει τον τίτλο Οιωνοσκοπικά και αναφέρεται στη μαντική τέχνη και την παρατήρηση των οιωνών. Ο ποιητής μας προσφέρει έναν οδηγό-“οπλοστάσιο” για την πρόβλεψη του μέλλοντος με σκοπό τον επηρεασμό του προς το καλύτερο. Ταυτόχρονα παρέχει ένα πανόραμα της καθημερινής ζωής στην Αίγυπτο κατά την πτολεμαϊκή περίοδο σε άμεση σύνδεση με τα σημάδια που προμηνούν καλό:

Σαν δεις τον θυελλοπόρο να ζυγιάζεται από ψηλά
και μέσα στα κύματα της θάλασσας να βουτά,
καλό σημάδι να το θεωρείς, ψαρά.
Ρίξε το πολυάγκιστρο και τα δίχτυα και τους κιούρτους σου.
Ποτέ δεν θα γυρίσεις μ’ άδεια χέρια.

(ΑΒ 23 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

και άλλοτε κακό, είτε για τον ταξιδιώτη:

Άμα στον ίδιο τόπο συναντήσεις
κορυδαλλό και καρδερίνα, προσοχή!
Μαζί τα δυο είναι κακό σημάδι.
Έτσι τα είδε πεζοπόρος κι ο Ευέλθων
στην Αιολίδα, πλάι στη Σιδήνη:
ληστές κακοί τον έστειλαν στον Άδη.

(AB29 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

ἐχθρόν, ἀνὴρ κορύδους καὶ ἀκανθίδας ἢν ἑνὶ χώρωι
ἀθρήσηι· χαλεποὶ σύνδυο φαινόμενοι·
ὣς Εὐέλθων εἶδε· κακοὶ δέ μιν αὐτὸν ὁδίτην
κλῶπες Σιδήνηι κτεῖναν ἐν Αἰολίδι

είτε για το στρατιώτη-μισθοφόρο που αναζητεί μια καλύτερη τύχη:

Σαν έβγαινε ο Αντίμαχος στους Ιλλυριούς ενάντια
του κουβαλούσ’ ο υπηρέτης άρματα και ζώνη
μα πέφτει ως σκόνταψε στης μεσαυλής πα το κοτρώνι.
Κακό σημάδι· τ’ Αντιμάχου η καρδιά πολύ ταράχτη.
Φύγαν· κι ο δούλος γύρισε λίγην κρατώντας στάχτη,
απ’ τον πελώριον ήρωα ό,τι είχεν απομείνει.

Ἀντιμά̣χ̣[ωι σπ]εύδοντι τὸν Ἰλλυρικὸν ποτ[ὶ δῆιον]
τεύχεα κα[ὶ ζώσ]τρας ἐξέφερεν θεράπων·
ἀμφὶ δὲ λαϊν[έην] οἴκου μέσσαυλον ὀλισθὼν
ἤριπεν· Ἀντ[ιμάχ]ου δ’ ἦτορ ἀνετράπετο
οἰωνῶι θεράποντος, ὃς αὐτίκα τὸν βαρὺν ἥρω
ἐκ δήιων ὀλίγην ἦλθεν ἄγων σποδιήν.

(AB32 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

Σημαντική θέση στη νέα ποιητική συλλογή του Ποσειδίππου κατέχουν τρεις σειρές επιτυμβίων επιγραμμάτων με τους τίτλους Επιτύμβια, Ναυαγικά και Τρόποι (δηλ. δύστροποι χαρακτήρες). Εδώ ο ποιητής εμπνέεται από πραγματικούς μελαγχολικούς επιταφίους που πρωτοδημοσιεύτηκαν κατά την κλασσική και ελληνιστική περίοδο από αρχαίους ιστορικούς όπως ο Πολέμων από το Ίλιο και άλλοι και που έγιναν ως εκ τούτου δημοφιλείς κατά τη διάρκεια δημοσίων αναγνώσεων. Τα Επιτύμβια περιέχουν κυρίως επιταφίους γυναικών και είναι πολύτιμα για τις πληροφορίες που μας παρέχουν για την απασχόληση των γυναικών κατά την ελληνιστική εποχή. Τα επιγράμματα εξυμνούν γυναίκες από όλες τις κοινωνικές τάξεις, από την αρχιεργάτισσα που γέρασε εκπαιδεύοντας νέες κοπέλες περί τα του οίκου:

Γριά εγώ εργάτισσα, γέρασα με μωράκια
εγώ η Βατίς, στο σπίτι της Αγαθονίκης στη Φωκίδα.
Πώς να δουλεύουν το μαλλί, κορδέλες για την κεφαλή
με νήματα πολύχρωμα τα μάθαινα να φτιάχνουν και σκουφάκια
και στο κατώφλι των νυφιάτικων θαλάμων σαν τα είδα
με θάψαν, τη γριά εμένα με τη βέργα μου, τα κοριτσάκια.

Γρηῢς ἐγὼ χερνῆτις ἐπὶ βρεφέεσσιν ἐγήρων,
μισθία Φωκαϊκῆς Βατὶς Ἀθηνοδίκης,
εἴρια παιδεύουσα κομεῖν καὶ νήματα μίτραις
ποικίλα καὶ τρητῶν πλέγματα κεκρυφάλων·
αἱ δ’ ἤδη θαλάμων ἐπὶ νύμφιον οὐδὸν ἰοῦσαι
τὴν ναρθηκοφόρον γρηῢν ἔθαπτον ἐμέ

(ΑΒ 46 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

στην Κύπρια Ονασαγοράτιδα που έφυγε πλήρης ημερών έχοντας ζήσει μια γεμάτη, ζηλευτή ζωή:

Ενθάδε κείται η Ονασαγοράτις
που έφτασε τόσα παιδιά να δει
κι αρμαθιαστές γενιές παιδιών απ’ τα παιδιά της,
τέσσερις εικοσάδες όλα τους μαζί·
ζούσε στα χέρια και στην αγκαλιά λοιπόν
γριούλα ογδόντα απογόνων λατρεμένη
και σαν έφτασε χρόνους εκατό
τη στάχτη απ’ το πυρ τη φαγωμένη
απ’ το ευτυχισμένο του Ονασά το θρέμμα
οι Πάφιοι την απόθεσαν εδώ.

οὗτος Ὀνασαγορᾶτιν ἔχει τάφος, ἥτις ἐπεῖδε
τέκνα τε καὶ τέκν̣[ω]ν̣ εἰρομένας γενεάς,
τετράκις εἴκοσι πλῆθος· ἐν ὀγδώκοντ’ ἄ̣[ρα] παίδω[ν]
χερσὶ παλαίγηρως στήθεσί τ’ ἐτρέ̣[φετ]ο̣·
ἣν ἑκατονταέτιν Πάφιοι μακαριστὸν Ὀν[ασᾶ]
θρέμμα πυ[ριβρώτ]ωι τῆιδ’ ἐπέθεντο κόνει.

(ΑΒ 47 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

στη σκλάβα Βιθυνίδα που ανταμείφθηκε για τα τόσα χρόνια πίστης στ’ αφεντικά της με μια νεκρική στήλη που διατηρεί τη μνήμη της, ιδέα που ήταν συνδεμένη με την αγωνία των αρχαίων μπροστά στη λήθη του θανάτου:

Σ’ εμέ τη συνετή, τη Βιθυνίδα, μου αρκεί
πλάι σε καλούς αφέντες να’ μαι σκλάβα εγώ θαμμένη
τη λευτεριά δεν την πεθύμησα, να μένει·
από τη λευτεριά καλύτερ’ είν’ η στήλη μου η νεκρική.

τοῦθ’ ἱκανὸν συνετῆι Βιθυνίδι τοὐγγύθι κεῖσ[θαι]
τῆι δούλη[ι χ]ρηστῶν, ὦ Θέμι, δεσποτέων·
[οὐ γὰρ] ἐλευθερίηι προσεμόχθεον, εὖ χαριτοῦμ[αι,]
[
  ἥτις ἔ]χ̣ω̣ στήλην κρέσσον’ ἐλευθερίης.

(ΑΒ 48 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

Αναφορές σε γλυπτές επιτύμβιες στήλες που είναι ήδη γνωστές από την αρχαιολογική μαρτυρία διηγούνται την τραγική ιστορία γυναικών που πέθαναν στη γέννα:

Για πέντε γέννες πλάι στο κρεβάτι σου η Ελευθώ
σου παραστέκονταν και σε προστάτευε καλή κυρά·
στην έκτη φτάνοντας στη γέννα χάθηκες· και το μικρό
κι εκείνο έσβησε όταν περάσανε μέρες εφτά,
αναζητώντας σου τον φουσκωμένο ακόμα τον μαστό·
και για τους δύο σας στο μνήμα χύθηκαν δάκρυα καυτά·
τώρα οι θεοί θα τα προσέχουν τα πέντε σου παιδιά
και τ’ άλλο, ασιάτισσα κυρά, στα γόνατα εσύ θα το κρατάς.

πέντε μὲν ὠδίνεσσιν ἐπήρατο τόξον Ἐλευθώ,
δῖα γύναι, κατὰ σῶν ἱσταμένη λεχέων·
[]κτης δ’ ἐξ ὠδῖνος ἀπώλεο, καὶ τὸ σὸν ἔσβη
τέκνον ἐν ἑβδομάτωι νήπιον ἠελίωι
μαστὸν ἔτι σπαργῶντα μετατρέχον, ἠδὲ συναπτὸν
δάκρυ κατ’ ἀμφοτέρων ἤλυθε τυμβοχόων·
πέντε μὲν οὖν, Ἀσιῆτι γύναι, μακάρεσσι μελήσει
τέκνων, ἓν δ’ ἐπὶ σοῖς γούνασι καὶ σὺ κομεῖς.

(ΑΒ 56 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

Από την άλλη μεριά, επιτάφιοι γερόντων, όπως αυτός του μύστη Μνησίστρατου, επαναλαμβάνουν την ευχή που εξέφρασε ο Ποσείδιππος ήδη στη Σφραγίδα του για καλά γεράματα και ανώδυνο θάνατο:

 Σαν πήρε ο Μνησίστρατος το δρόμο,
που απ’ την πυρά στον Άδη κατεβαίνει,
«Μη με θρηνήσετε παιδιά μου,» προσευχόταν,
«πατροπαράδοτα μόν’ ρίξτε χώμ’ αγαπημένο,
πά’ στου πατρός σας το ψυχρό κουφάρι,
τι στα εξήντα μου, ακόμα άντρας σβέλτος
κι όχι βαριόγερος, στων ευσεβών τη χώρα φεύγω.»

τοῦτ’ ἐπαρασάμενος Μνησίσ̣τ̣ρ̣α̣τ̣[ος ἄρτι κέλευθον]
τὴν ἀπὸ πυρκαϊῆς εἰς Ἀΐδεω κατέβη·
μὴ κλαύσητέ με, τέκνα, φίλην δ’ ἐπὶ πατρὶ κονίην
ψ[υχρ]ῶ̣ι παππώιως χώσατ’ ἐπ’ ἐσχατιῆς·
[ἑξηκον]τ̣αέτης γὰρ ἀπ’ ἠέρος οὐ βαρύγηρως
[   ἔρχομ’ ἐπ’ ε]ὐ̣σεβέων ἀλλ’ ἔτι κοῦφος ἀνήρ.

(ΑΒ 60 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

Τα Ναυαγικά του Ποσειδίππου περιέχουν επιταφίους των όσων πνίγηκαν σε ναυάγια, που ήταν ανέκαθεν ο εφιάλτης των ναυτικών:

Τον άξιο Πύθερμο, αν μαύρη γη εσύ τον κρύβεις,
τον Πύθερμο, που χάθηκε στα κρύα του Γενάρη,
αλαφροσκέπασ’τον· κι αν κύριε της θάλασσας εσύ τον έχεις πάρει,
απόθεσέ τον άθικτον πα’ στη γυμνή αμμουδιά της Κύμης,
περιφαινόμενον· και τον νεκρό, καθώς είναι το πρέπον,
του πόντου δέσποτα, στην πάτρια γη του απόδωσέ τον.

τὸν χρηστὸν Πύθερμον, ὅπου ποτέ, γαῖα μέλαινα,
ἴσχεις, ὤλετο γὰρ ψυχροῦ ἐπ’ Αἰγόκερω,
κοῦφα περίστειλον· πόντου πάτερ, εἰ δὲ σὺ κεύθεις,
ἄπληκτον ψιλὴν ἔκθες ἐπ’ ἠϊόνα
ἐν περιφαινομένωι Κύμης, καὶ τὸν νέκυν, ὡς χρή,
πατρώιηι, πόντου δέσποτα, γῆι ἀπό̣δ̣ο̣ς̣.

(ΑΒ 93 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

Οι Τρόποι εκφράζουν το παράπονο του κακότροπου νεκρού που παρακαλά τον περαστικό να σταματήσει μπροστά στο μνήμα του και να διαβάσει δυνατά το επίγραμμα αποτίνοντας τιμή στη μνήμη του και στερνή παρηγοριά:

Περνάς χωρίς να με ρωτάς (ως η συνήθεια θέλει)
ποιος είμαι, πού γεννήθηκα και ποια είν’ η γενιά μου·
κοίτα με που αναπαύομαι, φίλε, και τ’ όνομά μου
Σωσής Αλκαίου, απ’ την Κω, ίδιος με σένα εν τέλει.

οὐδ’ ἐπερωτήσας με νόμου χάριν οὔτε πόθεν γῆς
εἰμὶ παραστείχεις ο̣ὔ̣τ̣ε̣ [τίς ο]ὔ̣τε τίνων·
ἀλλὰ σύ μ’ ἡσ̣υ̣χ̣ί̣[ως ἴδε κείμεν]ο̣ν, εἰμὶ δ’ ἐγὼ παῖς
Ἀλκαίου Σωσ̣ῆ̣ς̣ Κ̣ῶ̣[ιος, ὁμός, φίλ]ε, σοῦ.

(ΑΒ 103 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

Μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις που μας επιφύλασσε ο “Νέος Ποσείδιππος” ήταν η ενότητα επιγραμμάτων με τον τίτλο Ιππικά. Αναφέρονται σε νίκες της πτολεμαϊκής βασιλικής οικογένειας και αρκετών αυλικών τους στους πέντε τότε Πανελλήνιους αγώνες: τα Ολύμπια, Πύθια, Νέμεα, Ίσθμια και Πτολεμαία. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο Ποσείδιππος φαίνεται πως συνέθεσε και δημοσίευσε ολόκληρη την ποιητική αυτή συλλογή για τη Βερενίκη, κόρη του Πτολεμαίου Β΄ Φιλαδέλφου, αδελφή του Πτολεμαίου Γ΄ Ευεργέτη και αργότερα άτυχη σύζυγο του βασιλέως Αντιόχου Β΄ της Συρίας από το 252 μέχρι το 246 π.Χ. Η πριγκίπισσα έλαβε μέρος και νίκησε σε αρκετές αρματοδρομίες και ανακηρύχθηκε Ολυμπιονίκης το 260 ή το 256, εποχή που ο Ποσείδιππος μάλλον δημοσίευσε το βιβλίο του. Οι νίκες της εντάσσονται στα ανάλογα αθλητικά κατορθώματα των προγόνων της σε ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής, στο οποίο η νεαρή βασίλισσα διαλαλεί επίσης τη Μακεδονική καταγωγή της σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής:

Ω ποιητές, τη δόξα μου όλοι διαλαλήστε
αν πράγματα γνωστά αγαπάτε να διηγείστε
γιατί’ν’ αρχαίο μου το κλέος· προπάτοράς μου ο Πτολεμαίος,
με τ’ άτια του στο στάδιο της Πίσας κέρδισε τη νίκη
και του πατρός μου η μητέρα, η Βερενίκη·
Και ο πατέρας μου στο άρμα, το ίδιο,
βασιλιάς γιος βασιλιά, μ’ όνομα ίδιο,
Κι η Αρσινόη μέσα σε μια μέρα κατακτά
στεφάνια τρία σ’ αγωνίσματα ζευκτά
Και τώρα εγώ, βασίλισσα παρθένα, στις γυναίκες ξακουστή,
διατάζω η σεπτή του πατρός μου οικογένεια θεϊκή να ονομαστεί,
Τόσες νίκες απ’ τον ίδιο οίκο η Ολυμπία έχει αντικρύσει
παιδιά παιδιών με τ’ άρματά τους αθλοφόρα έχει τιμήσει
και τώρα Μακεδόνες, της βασίλισσας της Βερενίκης
στο τέθριππο, τραγουδήστε, το στέφανο της νίκης.

[ε]ἴπατε, πάντες ἀοιδοί, ἐμὸν [κ]λέος, ε[] π̣[οτ’ ἀρέσκει]
γ̣νωστὰ λέγειν, ὅτι μοι δ̣ό̣ξ̣[α παλαιόγονος·]
ἅρματι μὲν γάρ μοι προπάτω̣[ρ Πτολεμ]α̣ῖος ἐν̣[ίκα]
Πισαίων ἐλάσας ἵππον ἐπὶ στα[δίων,]
καὶ μήτηρ Βερενίκη ἐμοῦ πατ[ρός· ἅ]ρ̣[μ]ατι δ’ αὖτ̣[ις]
νίκην εἷλε πατὴρ ἐκ βασιλέω[ς] βασ[ι]λεὺς
πατρὸς ἔχων ὄνομα· ζευκτ̣[ὰς δ’] ἐξήρατο πάσας
Ἀρσινόη νίκας τρεῖς ἑνὸς ἐξ ἀέ̣[θλου·]
πα̣[τρὸς νῦν τιμῶ] γένος ἱερὸν [ἠδὲ γυ]ν̣αικῶν
κέ[κλημαι φέγγος] παρθένιος [βασιλί]ς.
τ̣α̣[]τ̣[α] μ̣ὲ̣[ν εὔχε’ ἐ]π̣εῖδεν Ὀλυ̣[μπ]ί̣α̣ [ἐξ ἑ]νὸς οἴκ̣ο̣υ̣
ἅρμασι καὶ παίδων παῖδας ἀεθλοφόρο̣[υ]ς̣·
τεθρίππου δὲ τελείου ἀείδετε τὸν Βερ[ε]ν̣ί̣κ̣η̣[ς]
τῆς βασιλευούσης, ὦ Μακέτα[ι], στέφανον.

(AB 78 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

Η νίκη στην αρματοδρομία στα Πύθια του Καλλικράτη από τη Σάμο, που είναι γνωστός από την ιστορία ως νησίαρχος (διοικητής των νησιών του Αιγαίου) του Πτολεμαίου, περιέχει και ένα άγνωστο ανέκδοτο που αφορά μια παράξενη διαιτησία που ο ίδιος απαθανάτισε αφιερώνοντας χάλκινο τέθριππο σύνταγμα στους Δελφούς. Το μνημείο αυτό δεν έχει σωθεί, αλλά ήταν ανάλογο με το χάλκινο τέθριππο του πρώιμου 5ου αιώνα π.Χ. στο οποίο ανήκε ο γνωστός Ηνίοχος του μουσείου των Δελφών που αφιέρωσε ο τύραννος της Γέλας Πολύζαλος μετά από δική του νίκη στα Πύθια:

Στο τέθριππο το δελφικό η σβέλτη φοραδίτσα
μ’ άρμα μαζί θεσσαλικό στο τέρμα ίσια πέφτει
και μ’ ένα νεύμα μοναχά της κεφαλής νικάει·
υψώθη θόρυβος πολύς απ’ τους αρματηλάτες
ω Φοίβε, στους κριτές μπροστά της Αμφικτιονίας·
εκείνοι τότε ρίξανε τα σκήπτρα τους στο χώμα
με κλήρο οι ηνίοχοι το νικητή να βγάλουν·
κι εκείνη από δεξιά, με το κεφάλι κάτω
ντόμπρα ένα σκήπτρο τράβηξε, σιμά της και το πήρε,
μέσα σε τόσα σερνικά ατρόμητο κορίτσι·
Μυριόστομη τότε φωνή από το πλήθος βγαίνει
πως η φοράδα τον τρανό το στέφανο αξίζει.
Κι ο Καλλικράτης κέρδισε τη δάφνη ο Σαμιώτης
και στους Φιλάδελφους Θεούς του αγώνα την εικόνα
αρματολάτη χάλκινο με τ’ άρμα αφιερώνει.

ἐν Δελφοῖς ἡ πῶλος ὅτ’ ἀντιθέουσα τεθρίπποις
ἄξονι Θεσσαλικῶι κοῦφα συνεξέπεσε
νεύματι νικήσασα, πολὺς τότε θροῦς ἐλατήρων
ἦν ἀμφικτύοσιν, Φοῖβ’, ἐν ἀγωνοθέταις·
ῥάβδους δὲ βραχέες χαμάδις βάλον, ὡς διὰ κλήρου
νίκης ἡνιόχων οἰσομένων στέφανον·
ἥδε δὲ δεξιόσειρα χαμαὶ νεύσα[σ’ ἀ]κεραίων
ἐ̣[κ σ]τ̣ηθ̣έ̣ω̣ν αὐτὴ ῥάβδον ἐφειλκύσα[το,]
ἡ̣ δ̣ε̣ι̣ν̣ὴ̣ θ̣ή̣λεια μετ’ ἄρσεσιν· αἱ δ’ ἐβόησ[αν]
φ̣θ̣έ̣γ̣μ̣α̣τ̣[ι] π̣α̣ν̣δήμωι σύμμιγα μυριάδ[ες]
κ̣ε̣[ίν]η̣ι̣ κ̣η̣ρ̣ύ̣ξ̣αι στέφανον μέγαν· ἐν θ̣ο̣ρ̣[ύβωι δὲ]
Καλ[λικ]ράτης δάφνην ἤρατ’ ἀνὴρ Σάμιο[ς,]
Θεοῖσι δ’ Ἀδ[ε]λφεοῖς εἰκὼ ἐναργέα τῶν τότ’ [ἀγώνω]ν̣
ἅρ̣[μα καὶ ἡνί]ο̣χ̣ον χάλκεον ὧδ’ ἔθετο

(ΑΒ 74 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

Η ομάδα των Ανδριαντοποιϊκών αποτελεί ηχώ της κριτικής των αρχαίων γλυπτών κατά την πρώιμη ελληνιστική περίοδο. Εξυμνεί το έργο του Μύρωνα και του Λυσίππου, αλλά αντηχεί επίσης από το θαυμασμό των συγχρόνων του Ποσειδίππου για το θαύμα του Κολοσσού της Ρόδου:

Τον Ήλιο το θεόρατο να φτιάξουν οι Ροδίτες
θέλαν διπλάσιο, μα όρισε ο Λίνδιος ο Χάρης
τρανότερο απ’ τον Κολοσσό τεχνίτης να μη στήσει
άγαλμα· κι αν ο Μύρωνας τετράπηχο σηκώνει
περήφανος, όμως ο Χάρης πρώτος με την τέχνη
μορφή χαλκούργησε ίσαμε τη γης τόσο μεγάλη.

ἤθελον Ἠέλιον Ῥόδιοι π̣[εριμάκε]α θεῖναι
δὶς τόσον, ἀλλὰ Χάρης Λίνδιο[ς] ὡρίσατο
μηθένα τεχνίταν ἔτι μείζονα [τ]ο̣ῦ̣δ̣ε̣ κ̣[ο]λ̣οσσὸν
θήσειν· εἰ δὲ Μύρων εἰς τετρ̣ά̣π̣[ηχ]υ̣ν̣ ὅ̣[ρον]
σεμνὸς ἐκεῖνος ἀ̣ν̣ῆ̣κ̣ε̣, Χάρης π̣ρ̣ῶ̣[τος μ]ε̣τ̣ὰ τέχνα[ς]
ζῶιον ἐχαλκούργει γ̣ᾶς̣ μεγ̣[έθει παρ]ι̣σ̣[]ν̣.

(ΑΒ 68 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

Αλλά ο Ποσείδιππος έγραψε και άλλο επίγραμμα εξυμνώντας τα επιτεύγματα της βασιλείας του Πτολεμαίου Β΄ όπου περιγράφει τον περίφημο Φάρο της Αλεξάνδρειας και το άγαλμα του θαλάσσιου θεού Πρωτέα που στoίχιωνε την Αίγυπτο κατά την ελληνική παράδοση που αναφέρουν ποιητές πριν τον Ποσείδιππο από τον Όμηρο μέχρι τον Ευριπίδη. Το επίγραμμα αυτό ήταν ήδη γνωστό πριν την ανακάλυψη του “Παπύρου του Μιλάνου” :

Σωτήρα των Ελλήνων, φρουρέ του Φάρου, Πρωτέα αφέντη μου,
ο Σώστρατος σ’  αφιέρωσε, του Δεξιφάνη ο γιος από την Κνίδο.
Γιατί στην Αίγυπτο δεν έχει υψώματα ή βουνά όπως στις νήσους,
και το λιμάνι κι η αποβάθρα ειν’ χαμηλά.
Γι’ αυτό κι αυτός ο πύργος που λογχίζει τους αιθέρες,
όρθιος κι ευθυτενής, είν’ ορατός για μίλια μακρυά
τη μέρα, μα τη νύχτα ο νάυτης που στο κύμα ταξιδεύει
θα δει το μέγα πυρ που καίει στην κορυφή του από μακρυά
Και δε θα χάσει το δρόμο της σωτηρίας του Διός, Πρωτέα, κανείς
που ταξιδεύει προς τα δω, κι ας έρχεται από το Κέρας του Ταύρου.

(ΑΒ 115 Μετάφραση: Ε. Κοσμετάτου)

Τα ποιήματα της ενότητας των  Αναθεματικών αναφέρονται σε αφιερώματα από ιερά και ειδικότερα στη λατρεία της θεοποιημένης Αρσινόης Β΄ Φιλαδέλφου, αδελφής και συζύγου του Πτολεμαίου Β΄ και θετής μητέρας της Βερενίκης:

Τ’ αγέρι από μέσα του περνά και τ’ ανεμίζει
σε σένα είναι το μαντίλι τούτο χαρισμένο
ω Αρσινόη, από λινό της Ναύκρατης φτιαγμένο
σαν τέτοιο που ονειρεύτηκες, αγαπημένη
φουριόζα σαν τελειώνεις τις δουλειές σου
γλυκόν με τούτο ιδρώτα να σφουγγίζεις
Κι έτσι, Φιλάδελφη, δόρυ στο χέρι να κρατάς σε είδα
κι είχες στο μπράτσο, δέσποινα, κοίλην ασπίδα
Κι ως ζήτησες, τ’ άσπρο μαντήλι αφιέρωσε σε σένα
η Ηγησώ, η Μακεδόνισσα παρθένα

Ἀρσινόη, σοὶ τοῦτο διὰ στολίδων ἀνεμοῦσθαι
βύσσινον ἄγκειται βρέγμ’ ἀπὸ Ναυκράτιος,
ὧι σύ, φίλη, κατ’ ὄνειρον ὀμόρξασθαι γλυκὺν ἱδρῶ
ἤθελες, ὀτρηρῶν παυσαμένη καμάτων·
ὣς ἐφάνης, Φιλάδελφε, καὶ ἐν χερὶ δούρατος αἰχμήν,
πότνα, καὶ ἐν πήχει κοῖλον ἔχουσα σάκος·
ἡ δὲ σοὶ αἰτηθεῖσα τὸ λευχέανον κανόνισμα
παρθένος Ἡγησὼ θῆκε γένος Μακέ[τη. ]
(ΑΒ 36 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

Τέλος, τα Ιαματικά, είναι εμπνευσμένα από επιγραφές γνωστές ως Ιάματα που έχουν βρεθεί σε αρχαία Ασκληπιεία.

Κουφός ο Ασκλάς ο Κρητικός, δεν δύνονταν ν’ ακούσει
μήτε κυμάτων μουγκρητό μήτε βουή τ’ ανέμου
τον Ασκληπιό προσκύνησε και σπίτι του γυρνώντας
κι από τη δίπλα κάμαρα τα λόγια τους ακούει

ὁ Κρὴς κωφὸς ἐὼν Ἀσκλ̣[ᾶς, μη]δ̣’ οἷος ἀκούειν
αἰγιαλῶν οιος μηδ’ ἀνέμων πάταγον,
εὐθὺς ἀπ’ εὐχωλέων Ἀσκληπιοῦ οἴκαδ’ ἀπήιει,
καὶ τὰ διὰ πλίνθων ῥήματ’ ἀκουσόμενος.

(ΑΒ 99 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

Τα νέα επιγράμματα του Ποσειδίππου δεν αποτελούν μόνον σημαντικό φιλολογικό γεγονός αλλά και πολύτιμη μαρτυρία για την ιστορία του ελληνιστικού κόσμου και του πτολεμαϊκού βασιλείου ειδικότερα. Μας προσφέρουν ένα καλειδοσκόπιο της καθημερινής ζωής στην εποχή του ποιητή, μέσα απ’ το οποίο παρελαύνουν για μια ακόμα φορά η ζωή κι ο θάνατος, ξαναζωντανεύουν αθλητικές νίκες και ήττες, το θαύμα της τέχνης και της φύσης, η χαρά και ο ανθρώπινος πόνος, μια ολόκληρη εποχή συμπυκνωμένη μέσα σ’ ένα μικρό επίγραμμα. Πέρα από τον τάφο ο Ποσείδιππος μας καλεί, περαστικούς της ζωής όπως ήταν κάποτε και κείνος, ακριβώς όπως και ένας από τους ήρωές του:

Το βήμα σου σιγάνεψε και δεν θα χάσεις,
πολλά δεν σου ζητώ, απ’ την Ερέτρια μόνο κάποιον να γνωρίσεις·
μ’ αν πάλι θες το δρόμο σου φίλε να συνεχίσεις,
μάθε: είχα -μα το Θεό- με τον σοφό Μενέδημο σπουδάσει.

(AB 104 Μετάφραση: Ν. Σαραντάκος)

*Οι παραπομπές αναφέρονται στην έκδοση απάντων των ευρισκομένων ποιημάτων που αποδίδονται στον Ποσείδιππο από τους Austin, C. and G. Bastianini, Posidippi Pellaei quae supersunt omnia (Milano 2002).

33 Σχόλια to “Ποσείδιππος ο Πελλαίος”

  1. Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.

  2. Νέο Kid Στο Block said

    Εξαιρετικό!

  3. spiral architect said

    Καλημέρα. 🙂
    Ένα παλίμψηστο που δεν χρησιμοποιήθηκε σε μούμια, τι μπορεί να κρύβει …
    (πόσο μεγάλο σε μέγεθος να ήταν άραγε; ) 🙄

  4. Ναυτίλος said

    »…κι οι δυο, μια σάρκα, απλώνατε τα χέρια για να πιείτε το κρασί απ’ τα ποτήρια της Αυγής», από τους πιο ωραίους ερωτικούς στίχους που έχω διαβάσει. Τι γυναίκα θα ‘ταν αυτή η Δωρίχα!
    Θαυμάσια κυριακάτικη επιλογή, κύριε Σαραντάκο!

  5. sarant said

    Σας ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

  6. elias said

    Θαυμάσιο το κείμενο και έτσι που επαναλαμβάνεται ομοιάζει στην αφορμή του : τα κείμενα του Ποσείδιππου, χαμένα από καιρό επιστρέφουν από τη λήθη. Αλλά και το κείμενο του Ποσείδιππου πάει ένα βήμα πίσω και ανασύρει από τη λήθη τη Δώριχα. Μνήμες μέσα στις μνήμες.

    Όλες αυτές οι επιστροφές ξεγελάν το θάνατο, και η ειρωνεία ότι η ξηρασία της Αιγύπτου διατήρησε τα δάκρυα της Σαπφούς

  7. nirevess said

    Πολύ ωραία πρωτοβουλία, συγχαρητήρια!

    Αυτό το «αλαφροσκέπαστον», Νίκο, εγώ στην αρχή το πήρα για επίθετο σε αιτιατική. Γιατί δε του βάζεις μιαν απόστροφο; (αλαφροσκέπασ’ τον)

    Εκεί που λέει για τη Βερενίκη ότι συμμετείχε και νίκησε σε ιππικούς αγώνες, υποθέτω ότι ισχύει ο γενικός κανόνας, ότι δηλ. δεν αρματηλατούσε η ίδια (και μάλιστα τρεις φορές την ίδια μέρα!) αλλά ότι ήταν η ιδιοκτήτρια των αρμάτων, που τα οδηγούσαν άντρες ηνίοχοι, έτσι δεν είναι;

  8. dzach said

    εὖ χαριτοῦμεν! εὖγε!

  9. sarant said

    Ευχαριστώ και για τα νεότερα!

    7: Ναι, ιδιοκτήτρια ήταν, χορηγός ας πούμε.

  10. Για όσους, ενδεχομένως, ενδιαφέρονται περισσότερο για τον Ποσείδιππο, η Martine Cuypers του TrinityCollege του Δουβλίνου παρουσιάζει μια πλήρη βιβλιογραφία ( A bibliography on Posidippus) που καλύπτει τα έτη 2007-2010 και αναφέρει βεβαίως και τις εργασίες της Ε.Κοσμετάτου.
    Bruxelles

  11. Νικοκύρη, ωραία ιδέα να ανεβάσεις ξανά αυτό το εξαιρετικό άρθρο, το οποίο δεν είχα διαβάσει στην πρώτη ανάρτηση. Για την Δωρίχα υπάρχουν πολλές αναφορές (Ηρόδοτος, Αθήναιος, Αιλιανός κλπ.). Ο Ηρόδοτος θεωρεί ότι ήταν ίδιο πρόσωπο με την Ροδώπι. Ο Αθήναιος πιστεύει ότι ο Ηρόδοτος έκανε λάθος κι ότι ήσαν διαφορετικά πρόσωπα. Εμένα μου φαίνεται ότι μάλλον ο Ηρόδοτος είχε δίκιο, γιατί ήταν συνηθισμένο να δίνουν και δεύτερα ή και τρίτα ονόματα στις εταίρες, προσδιοριστικά των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους. Ροδώπις λοιπόν (Ροδόπη) από τη ροδόχρωμη όψη της (ή ίσως όμορφη σαν τριαντάφυλλο), όπως την Σαπφώ αποκαλούσαν και Λιγύθροη, Αηδόνα κλπ.
    Για την Δωρίχα – Ροδώπι, υπάρχει ένας μύθος, (που αναφέρουν ο Ηρόδοτος κι ο Αιλιανός) και θυμίζει πολύ τη Σταχτοπούτα:
    «Λένε, ότι μια μέρα της βγήκε το πέδιλο κι έπεσε στις όχθες του Νείλου. Το άρπαξε ένας αετός και με το ράμφος του το πήγε στα ύψη.
    Τη στιγμή εκείνη, ο Βασιλιάς της Αιγύπτου Ψαμμίτιχος, καθόταν στο χρυσό θρόνο των Φαραώ και περιστοιχιζόμενος από τις εβδομήντα τρεις γυναίκες του, επιθεωρούσε τα στρατεύματα που παρεύλαναν μπροστά του, οπότε το μικροσκοπικόν πέδιλόν της Ροδώπης έπεσε μπροστά του. Ο βασιλιάς το θεώρησε θεϊκό σημάδι. Παραξενεύτηκε μάλιστα επειδή ήταν μικρού μεγέθους και διέταξε να βρεθεί ο κάτοχός του. Πολλές γυναίκες παρουσιάσθηκαν στα ανάκτορα διεκδικώντας την κυριότητα του πέδιλου. Καμιά όμως δεν κατόρθωνε να το αποδείξει. Οπότε εμφανίστηκε στο βασιλιά η Ροδώπι, η οποία τον σαγήνευσε και της πρότεινε αμέσως γάμο.
    Η Ροδώπι, όμως, του πρόβαλλε τον ερωτά της προς το Χάραξο (τον οποίον εθεωρούσε, όπως έλεγε, σαν το μεγαλύτερο θησαυρό επί της γης) και αρνήθηκε τις προτάσεις, τον θρόνο και τούς θησαυρούς του Ψαμμίτιχου…

    Υπάρχει βέβαια και συνέχεια της ιστορίας, ο Χάραξος μετά καιρό ερωτεύτηκε άλλη, της Ροδώπης θίχτηκε ο εγωισμός, ξαναπήγε στο βασιλιά αλλά πλέον του είχε περάσει η κάψα…

    Τελειώνω με ένα σωζόμενο απόσπασμα ποιήματος της Σαπφώς για τη Δωρίχα (Σαπφώ, Κέδρος, μτφρ. Σωτήρη Κακίση):

    …και συ ακόμα πιο πικρά, Κύπρη μου, της φερόσουν,
    κι εκείνοι την πειράζανε, και κάτι τέτοιο λέγαν,
    πως κάποιαν άλλην όμορφη αγάπησε η Δωρίχα.

  12. π2 said

    Ωραιότατα!

    Ότι ο Ποσείδιππος ήταν περήφανος για την καταγωγή του από την Πέλλα και ευσεβής μύστης δεν το γνωρίζουμε μόνο από την ποίησή του, αλλά ίσως και από ένα ταφικό έλασμα της Πέλλας:
    Φερσεφόνηι
    Ποσείδιππος μύστης
    εὐσεβής.

    Έχει βάσιμα υποτεθεί πως πρόκειται για τον ποιητή Ποσείδιππο, που πραγματοποίησε το όνειρό του να ταφεί στην πατρίδα του (βλ. και εδώ, σελ. 25-27 -στην εικ. 8 απεικονίζεται το έλασμα).

    Κατά τα άλλα, και αφήνοντας κατά μέρος τα πολλά ιστορικά που θα μπορούσε κανείς να πει για τον Ποσείδιππο (για το έργο του οποίου η βιβλιογραφία είναι πλέον εξαιρετικά ογκώδης), ένα μόνο σχόλιο για την ποιητική ουσία, κι ας είναι ο τομέας στον οποίο είμαι παντελώς αναρμόδιος:

    O Καλλίμαχος και ο Ποσείδιππος είναι σύγχρονοι, και εργάζονται στο ίδιο περιβάλλον, το Μουσείο της Αλεξάνδρειας. Κι όμως η ποίησή τους είναι όσο δεν παίρνει διαφορετική. Εκεί που ο Καλλίμαχος προωθεί συστηματικά και με μεγάλη επιτυχία ένα ποιητικό πρόγραμμα εξεζητημένης λογιοσύνης (με δύσκολες λέξεις, κρυφές αναφορές πολλών επιπέδων στην παλαιότερη ελληνική γραμματεία που γίνεται σιγά σιγά κλασική, και έμφαση σε μια αφηρημένη ελληνικότητα), ο Ποσείδιππος είναι πολύ περισσότερο ποιητής του συγκεκριμένου, του δυνατά απεικονιζόμενου στιγμιοτύπου και της ανθρώπινης διάστασης.

  13. Νέο Kid Στο Block said

    Νικο, το «ἤθελον Ἠέλιον Ῥόδιοι π̣[εριμάκε]α θεῖναι
    δὶς τόσον, ..» μου θυμίζει έναν από τους θρύλους που κυκλοφορούν για τον Χάρη τον Λίνδιο και την κατασκευή του Κολοσσού της Ρόδου (ένας άλλος είναι πως όταν τον τέλειωσε, κάποιος του επισήμανε μια ατέλεια/ κακοτεχνία κι ο Χάρις αυτοκτόνησε από στενοχώρια και ευθιξία!).
    Οι Ρόδιοι λέει είχαν στο μυαλό τους ένα μικρότερο (σχεδόν μισό) ύψος για το άγαλμα και ζήτησαν μια οικονομική προσφορά από τον Χάρη. Αυτός τους είπε ένα ποσό που τους φάνηκε πολύ καλό και τον ρώτησαν πόσα ήθελε για ένα διπλάσιο σε ύψος άγαλμα. Αυτός αποκρίθηκε ζητώντας τα διπλάσια τάλαντα. Αλλά δεν υπολόγισε σωστά! Για ένα διπλάσιο σε ύψος άγαλμα/κατασκευή χρειάζονται περίπου 2 εις την τρίτη =8 φορές περισσότερα υλικά! (αρκεί να σκεφτούμε έναν μοναδιαίο κύβο ,δηλ με ύψος 1μ. Έχει όγκο 1 κυβικό μέτρο. Αλλά ο διπλάσιος σε ύψος (και ακμή) κύβος έχει όγκο 2 Χ 2 Χ2=8 κυβ.μετρα.)
    Βέβαια, για ένα άγαλμα δεν πάει ακριβώς έτσι , αλλά οπωσδήποτε- συνυπολογιζομένου και ότι απαιτείται ένας πολύ πιο ισχυρός σκελετός/φέρων οργανισμός κλπ-, το κόστος είναι πολλαπλάσιο του 2.
    Έτσι, ο Χάρις ο Λίνδιος έφκιαξε τον Κολοσσό τιμώντας τη σύμβασή του ,αλλά φαλίρισε οικονομικά! 🙂

  14. ππαν said

    Τι ωραία! Συγχαρητήρια στην Ελ. Κοσμετάτου και πολλά ευχαριστώ στον Νικοκύρη.
    Στα 60 σου ήσουν λοιπόν σχετικά νέος από τότε; Ναι, αυτήν την απορία έχω.

  15. Ο Καλλίμαχος, π2, είναι αυτός με το αμάρτυρον ουδέν αοίδω που έβλεπα μικρός προμετωπίδα στην ιστορία του Κορδάτου;
    (σπόντα στην Ππαν 😉 )

  16. ππαν said

    Μα μου έχει βγει το όνομα :)! Για τα βυζαντινά του Κορδάτου έχω γνώμη, για τα υπόλοιπα όχι.

  17. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα σχόλια!

    13: Καλά, τέτοιο στοιχειώδες λάθος έκανε;

    14: Δεν λέει σχετικά νέος, λέει ευκίνητος, άρα ακμαίος.

  18. π2 said

    Ναι Δύτη αυτός είναι (είναι επίσης ο ίδιος που έλεγε σικχαίνω πάντα τὰ δημόσια).

    Η Ππαν έχει γνώμη για τα βυζαντινά του Κορδάτου, εγώ για τα αρχαία, δεν του μένουν και πολλά του μακαρίτη…

  19. ππαν said

    Ε ναι, ακμαίος στα 60. Εδώ ο Σακελλάριος έλεγε «πώς μπατιρίσαμε που ΣΑΡΑΝΤΑΡΙΣΑΜΕ».

  20. Tηλεγραφητής said

    Ὑπέροχο! Μᾶς ἔφτιαξες τὴν Κυριακή.

  21. Πραγματικά καταπληκτικό το σημερινό! Και ο τρόπος που έφτασαν σε εμάς όλα αυτά… Από άχρηστα σκουπίδια, έγιναν ένας πραγματικός θησαυρός! Απίστευτο!
    Σ’ευχαριστούμε Νικοκύρη, και την Ελ. Κοσμετάτου! Να’στε καλά!

    Η Ονασαγοράτιδα πάντως, με τόσα παιδιά που αξιώθηκε, λίγο πολύ πρέπει να είναι πρόγονος όλων μας! 🙂

    Αλήθεια, ο Ονασάς ποιος είναι;

  22. melidonism said

    ευχάριστη έκπληξη!

    …το γένος μου είν’ απ’ την Πέλλα! Είθε το άγαλμά μου να στηθεί εκεί…
    Έχει έστω κανά δρόμο Ποσειδίππου η Θεσσαλονίκη και η Πέλλα, άραγε;

    12 προξενία από το Θέρμο της Αιτωλίας ca. 262-236 BC
    Π̣ο̣[σ]ε̣ι̣δ̣ί̣π̣πωι τῶι ἐπιγραμματοποιῶι Πελλαίωι. κοσμογύριστος ο ποιητής

    21 Onasagoras, ασσύριος Unasagusu

  23. melidonism said

    Π̣ο̣[σ]ε̣ι̣δ̣ί̣π̣πωι τῶι ἐπιγραμματοποιῶι Πελλαίωι

    δεν αρέσει στ’ αχρέφι το περισπώμενο ωμέγα

  24. spyroszer said

    Υπέροχο το άρθρο και πολύ ωραία τα ποιήματα.
    Ενδιαφέρουσες πληροφορίες υπάρχουν και εδώ:
    http://invenio.lib.auth.gr/record/128452/files/GRI-2012-7975.pdf?version=1

    Να συμπληρώσω μερικά στοιχεία:
    Για την Βερενίκη, που αναφέρεται, υπήρχε μια διχογνωμία για το ποια είναι στα ποιήματα του Πεισίδιππου: η βασίλισσα Βερενίκη Β’, σύζυγος του Πτολεμαίου του Ευεργέτη, ή η πριγκίπισσα Βερενίκη η Σύρα ή Φερνοφόρος, αδερφή του, κόρη του Πτολεμαίου Β’ Φιλάδελφου και κατοπινή σύζυγος του βασιλιά Αντίοχου Β’ του Θεού της δυναστείας των Σελευκιδών. Και οι δύο ήταν «υιοθετημένες» από την Αρσινόη τη Β’.
    Η Βερενίκη η Β’ έγινε γνωστή για την περίφημη κόμη της, που υποσχέθηκε να κόψει και να αφιερώσει στο ναό της Αφροδίτης – Αρσινόης της Β’ στο Ζεφύριο, αν γυρνούσε ζωντανός ο σύζυγος της από την εκστατεία του στη Συρία, προκειμένου να προστατεύσει την αδερφή του, την άλλη Βερενίκη τη Φερνοφόρο. Η παράκληση της εισακούστηκε και έτσι αφιέρωσε τη κόμη της στο ναό, που όμως την επόμενη μέρα εξαφανίστηκε και είπαν ότι έγινε αστερισμός, η «κόμη της Βερενίκης» (ποίημα του Καλλίμαχου Βερενίκης πλόκαμος σελ. 77).
    Οι φιλόλογοι έχουν καταλήξει ότι μάλλον ο Πεισίδιππος αναφέρεται στην πριγκήπισσα Βερενίκη την Σύρα ή Φερνοφόρο (σελ. 73).
    Η Αρσινόη η Β’ που θεοποιήθηκε, όπως αναφέρεται και στο άρθρο, ήταν προστάτιδα των ναυτικών και του γάμου. Να προσθέσω ένα ακόμα ωραίο ποίημα του Πεισίδιππου γι’ αυτήν την Αρσινόη (ενδιαφέρον έχει ότι μιλά ο ίδιος ο ναός της Αρσινόης):

    Μέσσον ἐγὼ Φαρίης ἀκτῆς στόματός τε Κανώπου
    ἐν περιφαινομένῳ κύματι χῶρον ἔχω
    τήνδε πολυρρήνου Λιβύης ἀνεμώδεα χηλὴν
    τὴν ἀνατεινομένην εἰς Ἰταλὸν ζέφυρον,
    ἔνθα με Καλλικράτης ἱδρύσατο καὶ βασιλίσσης
    ἱερὸν Ἀρσινόης Κύπριδος ὠνόμασεν.
    Ἀλλ᾽ ἐπὶ τὴν Ζεφυρῖτιν ἀκουσομένην Ἀφροδίτην,
    Ἑλλήνων ἁγναὶ, βαίνετε, θυγατέρες,
    οἵ θ᾽ ἁλὸς ἐργάται ἄνδρες, ὁ γὰρ ναύαρχος ἔτευξεν
    τοῦθ᾽ ἱερὸν παντὸς κύματος εὐλίμενον.

    [Στη μέση της Φαρίας ακτής και της εισόδου της Κανώπου και ανάμεσα στα κύματα που λαμπυρίζουν τριγύρω, έχω εγώ τον τόπο μου, αυτήν εδώ την ανεμώδη άκρη της Λιβύης με τα πολλά κοπάδια, που είναι στραμμένη προς τον Ιταλό Ζέφυρο. Εδώ με ίδρυσε ο Καλλικράτης και με αφιέρωσε στη βασίλισσα Αρσινόη-Αφροδίτη. Εμπρός, πηγαίνετε λοιπόν, αγνές κόρες των Ελλήνων και άνδρες ναυτικοί, σε αυτήν που θα ονομάζεται Αφροδίτη Ζεφυρίτις, γιατί ο ναύαρχος έκτισε αυτό το ιερό για να είναι λιμάνι ασφαλές από κάθε κύμα.]

  25. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα σχόλια!

    24: Α, δεν ήξερα ότι υπήρχε αυτή η εργασία!

  26. Προσγολίτης said

    Απ’ τα τοτινά στα τωρινά. Ένα –… Προσγολίτειο αυτό– επιτύμβιο:

    Δε λέω φταίει η καρδιά ή φταίει το συνάχι,
    μόν’ λέω δόξα τω θεώ, δε θα μου ξαναλάχει.

    Καλή σας νύχτα!

  27. spyroszer said

    25. Ναι είναι αρκετά κατατοπιστική. Να επισημάνω μόνο ένα λάθος (που αναφέρεται σε κάποιο σημείο σ’ αυτήν την εργασία): θετή κόρη της Αρσινόης της Β’ ήταν μόνο η Βερενίκη η Φερνοφόρος, όχι η Βερενίκη η Β’.
    Στο συγκεκριμένο ποίημα που υπάρχει στο άρθρο (ΑΒ 103) δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αφορά την Βερενίκη την Φερνοφόρο, αφού γράφει ότι ήταν πατέρας της και προπάτορας της ήταν Πτολεμαίοι (ενώ της Βερενίκης της Β’ ήταν άλλοι πρόγονοι).
    Παρθένιος βασιλίς πρέπει να λεγόταν η πριγκήπισσα, η κόρη του βασιλιά (βασίλισσα η Βερενίκη η Φερνεφόρα έγινε αργότερα, όχι στην Αλεξάνδρεια αλλά στο κράτος των Σελευκιδών) .

  28. Υπέροχο άρθρο. Συγχαρητήρια για όλη τη δουλειά.

  29. sarant said

    Μερσί, Λεώνικε 🙂

  30. cronopiusa said

    bonito
    gracias…

    LOS AMIGOS DESDE EL RANCHO VOL. II «AFRODITA»

  31. Τσούρης Βασίλειος said

    Πολλά καλούδια σήμερα ( χθες γιατί τώρα η ώρα είναι 04.00) ο Σαραντάκος.
    Θερμά συγχαρητήρια!!

  32. gpoint said

    Πολύ ωραίο άρθρο !

    #30 γίνανε της μόδας τα ιθπανικά, αναρτήθηκε πανό στην Τούμπα για τον Κοντρέρας :

    CONTRERA$, Judas tenia los cohones y se ahorco !!

  33. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα, καλημέρα!

Σχολιάστε