Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Αθησαύριστα’ Category

Δώδεκα παραλειπόμενα ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα

Posted by sarant στο 22 Οκτωβρίου, 2023

Το περιοδικό Μικροφιλολογικά της Λευκωσίας, με το οποίο είχα τη χαρά να συνεργάζομαι περιστασιακά τα τελευταία δέκα χρόνια, σταμάτησε την έντυπη έκδοσή του ύστερα από 52 χάρτινα τεύχη (ένα τεύχος κάθε εξάμηνο) και 34 αφιερωματικά τεύχη (τα «Μικροφιλολογικά τετράδια», αφιερωμένα σε ένα θέμα κάθε φορά). Ωστόσο, σημείο των  καιρών, εξακολουθεί να εκδίδεται, αλλά ηλεκτρονικά -και με αυτή τη μορφή έχει ήδη εκδώσει δύο ακόμη τεύχη, πάντοτε εξαμηνιαία, το 53ο και το 54ο. Όλα τα τεύχη των Μικροφιλολογικών (54 συν 34) μπορείτε να τα βρείτε στη σελίδα αυτή του Πανεπιστημίου Κύπρου, χάρη στη φροντίδα του φίλου Λευτέρη Παπαλεοντίου. Αξίζει να ρίξετε μια ματιά και να κατεβάσετε όσα τεύχη σας ενδιαφέρουν.

Μου αρέσει που το περιοδικό συνεχίζει να «εκδίδεται» ανά εξάμηνο, σελιδοποιημένο, σε pdf, αντί να δημοσιεύει απλώς τα άρθρα στον ιστότοπο όπως και όταν τα στέλνουν οι συνεργάτες του.

Eπίσης, όπως βλέπετε και από το εξώφυλλο (και ακόμα περισσότερο αν φυλλομετρήσετε το τεύχος) με την ηλεκτρονική μορφή το περιοδικό απέκτησε (λελογισμένα έστω) και χρώμα, ενώ οι έντυπες εκδόσεις ήταν σε δωρικό ασπρόμαυρο.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το 54ο τεύχος, στο οποίο υπάρχει και μια δική μου συνεργασία, για 12 παραλειπόμενα ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα, αφιερωμένη στη μνήμη του γιου του, του Κώστα Κοτζιούλα, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή (είχαμε αφιερώσει άρθρο).

Την παραθέτω εδώ, από το αρχείο Word που είχα στείλει -άρα με κάποιες δευτερεύουσες διαφορές από το δημοσιευμένο κείμενο.

Σημειώνω ότι κάποια από τα 12 ποιήματα έχουν  ήδη δημοσιευτεί στο ιστολόγιο, οπότε πιθανώς να σας είναι γνωστά.

ΔΩΔΕΚΑ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ποιήματα του Γιώργου Κοτζιούλα

Στη μνήμη του Κώστα Κοτζιούλα

Με τον  όρο «παραλειπόμενα» εννοώ ποιήματα του Κοτζιούλα που δεν περιλαμβάνονται στη  συγκεντρωτική έκδοση  των Απάντων του ποιητή, που έγινε μετά τον θάνατό του με τη φροντίδα της οικογένειάς του και φίλων του, και η οποία, βέβαια, περιλάμβανε τόσο όλες τις συλλογές που είχε εκδώσει στη ζωή του ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956) όσο και ποιήματα που είχαν μείνει ανέκδοτα.

Τα παραλειπόμενα του Κοτζιούλα είναι πολύ περισσότερα από δώδεκα, βέβαια· πρέπει να  ξεπερνούν τα εκατό ποιήματα. Πολλά από αυτά βρίσκονται στο αρχείο Κοτζιούλα, που το κρατούσε με συγκινητική φροντίδα και αυταπάρνηση έως τον πρόσφατο θάνατό του ο γιος του, ο φιλόλογος Κώστας Κοτζιούλας (1951 – 23.8.2023), αριθμημένα και καθαρογραμμένα από τον  ίδιο τον ποιητή. Άλλα βρέθηκαν από διάφορους ερευνητές, μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων, σε παλιές εφημερίδες και περιοδικά.

Όταν έβρισκα δημοσιευμένα ποιήματα του Κοτζιούλα που δεν περιλαμβάνονταν στα Άπαντα, τα έστελνα στον Κώστα, τον γιο του· κάποιες φορές, το ποίημα ήταν άγνωστο και  σε κείνον, ενώ άλλοτε το είχε σε χειρόγραφο στο αρχείο. Κάποτε, με αιφνιδίαζε ο ίδιος, όταν  ανακάλυπτε κάποιο δημοσίευμα του πατέρα του με ψευδώνυμο -όπως το Ξαλάφρωμα, που θα το δούμε πιο κάτω. Όσα παραλειπόμενα είχαν  βρεθεί έως το 2017 συμπεριλήφθηκαν στην εξαιρετική καταγραφή του Σταμάτη Μερσινιά («Η εργογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα», Ιωάννινα 2017). Σχεδιάζαμε με τον  Κώστα πώς θα γινόταν η έκδοση των  Παραλειπομένων του πατέρα του· ο θάνατός του δυσχεραίνει πολύ το εγχείρημα, αλλά η σημερινή δημοσίευση ας  θεωρηθεί ένα  πρώτο βήμα.

Πρόκειται για τα εξής ποιήματα:

Το τραγούδι του ποιητή (1926)

Τζιτζίκι (1927)

Φθινοπωρινό (1929)

Χωριατόπουλο (1930)

Τετράστιχο για τον Δενδρινό (1938)

Ξαλάφρωμα (1940)

Ξεπροβόδισμα (1941)

Πίσω απ’ τον κόσμο (1944)

Στους Επονίτες του  24ου (1944)

Στον Λεωνίδα Σωμάκο (Αυγή 7.9.76)

Ανθρωπομάζωμα (1947)

Δοκιμασία (1959)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Περιοδικά, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , | 91 Σχόλια »

Η ανακάλυψη της «Νοσταλγίας του Γιάννη»

Posted by sarant στο 14 Μαΐου, 2023

Στα τέλη Απριλίου ήμουν καλεσμένος της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών σε μια από τις  «Παπαδιαμαντικές  βραδιές της». Μίλησα για το πώς είχα την τύχη να ανακαλύψω το ανεύρετο έως το 2012 διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που το παρουσίασα εδώ στο ιστολόγιο πρώτα και ύστερα, το 2014, το εξέδωσα σε βιβλίο από τις  εκδόσεις Ερατώ. Η εκδήλωση, πρέπει να πω, έγινε διαδικτυακά. Σε σχόλιά σας εδώ με προτρέψατε να  δημοσιεύσω την ομιλία στο ιστολόγιο, και αυτό κάνω σήμερα. Να πω ότι η όλη συζήτηση έχει καταγραφεί (να  το πούμε «μαγνητοσκοπηθεί»; αλλά είναι σε ψηφιακό μέσο) και το βίντεο κάποια στιγμή θα ανέβει στον ιστότοπο της ΕΠΣ, και τότε θα το προσθέσω κι εγώ στο ιστολόγιο, αλλά προς το παρόν θα αρκεστούμε στη γραπτή ομιλία.

Με μια διαφορά. Από τη  συζήτηση  προέκυψε ότι είχα ένα  λαθάκι στις χρονολογίες της εφημερίδας Αλήθεια, οπότε εδώ διορθώνω την εισήγησή μου, και την παρουσιάζω όπως θα την είχα δώσει αν ήξερα εξαρχής αυτό το στοιχείο.

Τέλος, αν σας γεννηθεί απορία να διαβάσετε το διήγημα, θα το βρείτε ή στο παραπάνω λινκ ή σε μεταγενέστερη δημοσίευση.

Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ

Καλησπέρα σας, σας ευχαριστώ που συνδεθήκατε απόψε εδώ, ευχαριστώ και την Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών που μου έκανε την τόσο τιμητική πρόσκληση να σας μιλήσω, και ιδίως τον καθηγητή Λάμπρο Βαρελά που ανάλαβε όλα τα διαδικαστικά. Κι αν οι διαδικτυακές συζητήσεις μέσω Ζουμ μας θυμίζουν τις ζοφερές μέρες του εγκλεισμού και της πανδημίας, στην περίπτωσή μας η διαδικτυακή επικοινωνία βοηθάει να γεφυρωθούν οι αποστάσεις -διότι πρέπει να πω ότι σας μιλάω από το Λουξεμβούργο, όπου εργάζομαι ως μεταφραστής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Δεν θα έλεγα ότι είμαι «παπαδιαμαντιστής» ή ειδικός στον Παπαδιαμάντη παρόλο που βέβαια αγαπώ πολύ το έργο του, που το έχω συνδέσει με ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές της παιδικής μου ηλικίας, όταν, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, μετά το φαγητό, ο παππούς μου έπαιρνε έναν τόμο από τη μαυροντυμένη έκδοση του Βαλέτα και διάβαζε κάποιο διήγημά του, από τα εύκολα, ας πούμε την Υπηρέτρα. Μεγαλώνοντας διάβασα όλο το έργο του Ππδ και μάλιστα έχω αποδελτιώσει τις παροιμιακές και ιδιωματικές εκφράσεις που εμφανίζονται στα διηγήματά του, μια εργασία που έγινε με την παρότρυνση του καθ. Μιχάλη Μερακλή πριν από πολλά χρόνια και που το μόνο πρακτικό της αποτέλεσμα ήταν ένα μικρό άρθρο στη Νέα Εστία («Ο Ππδ ως πρωτογενής μαρτυρία»).

Τα τελευταία 14 χρόνια έχω το ιστολόγιο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, www.sarantakos.com, στο οποίο δημοσιεύω συχνά διηγήματα του Ππδ αλλά και γλωσσικά άρθρα στα οποία κάποτε εμφανίζονται λέξεις του Παπαδιαμάντη.

Επίσης, έχω την ιδιοτροπία να μαζεύω και να αναδιφώ παλιά έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά, είμαι αρχειοδίφης ή αρχειοπόντικας. Η συλλογή μου είναι κυρίως ηλεκτρονική και όχι υλική όπως του φίλου μου του Γιώργου Ζεβελάκη, κάτι που βολεύει όταν μοιράζεις τη ζωή σου σε δύο χώρες. Μεγάλη μου χαρά είναι όταν ανακαλύπτω, σε αυτά τα παλιά έντυπα, κάποιο λογοτέχνημα, ποίημα ή διήγημα, που δεν έχει καταγραφεί, που είναι αθησαύριστο και άγνωστο στο κοινό -και το διαμάντι του στέμματος ανάμεσα στα ευρήματά μου είναι βέβαια το διήγημα του Ππδ για το οποίο θα σας μιλήσω σήμερα.

Το καλό της ηλεκτρονικής συλλογής είναι ότι μπορείς πολύ εύκολα να τη μοιράζεσαι με άλλους που έχουν το ίδιο πάθος, την ίδια πετριά αν προτιμάτε. Έτσι, μια μέρα του 2012 ο Γιώργος Μιχαηλίδης, μεταπτυχιακός φοιτητής με τον οποίο είχα γνωριμία, μου χάρισε ένα στικάκι με διάφορα λογοτεχνικά και φιλολογικά περιοδικά, που είχε φωτογραφήσει από διάφορες βιβλιοθήκες, ανάμεσά τους και πολλά τεύχη (όχι όμως πλήρες σώμα) του περιοδικού Οικογένεια των ετών 1927-1931.

Η Οικογένεια ήταν λαϊκό εβδομαδιαίο περιοδικό που άρχισε να εκδίδεται το 1926. Την έβγαζε ο Κώστας Θεοδωρόπουλος, που επίσης εξέδιδε το γνωστότερο Μπουκέτο. Γύρω στο 1935 τα δυο περιοδικά συγχωνεύθηκαν σε ενιαίο έντυπο με τον τίτλο Μπουκέτο, αλλά είχε περάσει πια η χρυσή εποχή τους, όταν περισσότερο με το Μπουκέτο και κάπως λιγότερο με την Οικογένεια συνεργάζονταν τα πρώτα συγγραφικά ονόματα της εποχής. Η Οικογένεια ήταν λαϊκότερη και αισθηματικότερη, αλλά είχε κι αυτή κατά περιόδους αξιόλογη ύλη. Μάλιστα, το 1931 η Οικογένεια καθιέρωσε και ταχτική εβδομαδιαία φιλολογική σελίδα (που την υπέγραφε ο Γιώργος Κοτζιούλας με το ψευδώνυμο Σημ, Χαμ και Ιάφεθ), κάτι που ποτέ δεν αξιώθηκε ν’ αποκτήσει το ποιοτικότερο Μπουκέτο. Πλήρες σώμα του περιοδικού δεν έχω εντοπίσει σε καμιά βιβλιοθήκη· αν βρεθεί, μπορεί να έρθουν κάμποσα διαμάντια στο φως.

Με ενδιέφερε η Οικογένεια, επειδή εκείνον τον καιρό αναζητούσα αθησαύριστες δημοσιεύσεις του Ναπ. Λαπαθιώτη. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δεν έχει πολλά κοινά με τον Παπαδιαμάντη, αλλά πάντως τον αγαπούσε, και έγραψε στον θάνατό του ένα μικρό εξάστιχο ποίημα, που αξίζει να το διαβάσουμε

Απόκοσμο αγριολούλουδον απά στο ρημοκλήσι,
όπου μακριά από τη ζωή -τη Ζωή βαθιοκοιτούσε
και τ’ Όνειρον αγνάντευε, στου λιβανιού τα θάμπη
Ολόφωτο να λάμπει
Και τα ματόφυλλα στο φως του Γήλιου τα ‘χε κλείσει.
(Απόκοσμο Αγριολούλουδον απά σε ρημοκλήσι)

ενώ έχει επίσης γράψει ένα διήγημα «εις ύφος Παπαδιαμάντη», Ο καπετάν Φουρτούνας ο Λαμπής.

Και όσον αφορά τον Λαπαθιώτη, τα ευρήματά μου σε εκείνα τα τεύχη της Οικογένειας ήταν μάλλον ισχνά. Ωστόσο, καθώς φυλλομετρούσα τα παλιά τεύχη (ίσως μου πείτε πως είναι άστοχη η επιλογή του ρήματος, αφού δεν άγγιζα σελίδες) έβλεπα διάφορα άλλα ενδιαφέροντα, που τα σημείωνα με το μολυβάκι μου σ’ ένα χαρτί.

[Να κάνω μια παρένθεση. Παρά την ασύλληπτη πρόοδο της τεχνολογίας, η αναδίφηση παλιών περιοδικών και εφημερίδων γίνεται ακόμα, αναγκαστικά, με τον παλιό τρόπο, δηλαδή φυλλομετρώντας μία προς μία τις σελίδες, που βέβαια στις παλιές εφημερίδες είναι πολύ μεγαλύτερες και πυκνότερες από τις σημερινές, ενώ οι μηχανές αναζήτησης, με λίγες εξαιρέσεις, είναι μάλλον αναξιόπιστες. Αν αναζητήσετε στα σώματα του Σκριπ και του Εμπρός, που υπάρχουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη, το όνομα Παπαδιαμάντης θα πάρετε δεκάδες αποτελέσματα, που όμως τα περισσότερα αφορούν τον Παπαδιαμαντόπουλο, που ήταν τότε στρατιωτικός στην υπηρεσία του Βασιλέως κι έτσι το όνομά του εμφανιζόταν συνεχώς στις εφημερίδες! Οπότε, στις περισσότερες περιπτώσεις, η αναζήτηση γίνεται αλά παλαιά]

Τότε είδα και το διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», του Παπαδιαμάντη -αυτό που βλέπετε. Στην αρχή δεν έδωσα μεγάλη σημασία, διότι νόμιζα πως είναι γνωστό και καταγραμμένο -το μπέρδευα, ομολογώ, με ένα άλλο διήγημα που έχει Γιάννη στον τίτλο του, το «Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη».

Αλλά ύστερα από λίγο επέστρεψα στο τεύχος εκείνο, διάβασα την αρχή του διηγήματος που δεν μου έλεγε τίποτε, κατέβασα από τη βιβλιοθήκη τον πέμπτο τόμο των Απάντων του Παπαδιαμάντη, διέτρεξα τον κατάλογο και, με τον σφυγμό να χτυπάει ολοένα και πιο δυνατά, συνειδητοποίησα ότι έχω στα χέρια μου ένα αθησαύριστο, άγνωστο διήγημα του Παπαδιαμάντη!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Διηγήματα, Λογοτεχνία, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 46 Σχόλια »

Το αριστερό χέρι, (αθησαύριστο;) διήγημα του Μ. Καραγάτση

Posted by sarant στο 19 Μαρτίου, 2023

Θα παρουσιάσω σήμερα ένα διήγημα του Μ. Καραγάτση, «Το αριστερό χέρι». Το βρήκα στο περιοδικό Μπουκέτο της κατοχικής περιόδου, όπου δημοσιεύτηκε το 1943. Το Μπουκέτο εκείνης της περιόδου δεν έχει προσεχτεί όσο αξίζει -κανείς δεν το έχει αποδελτιώσει- και κρύβει αρκετά διαμάντια. Εκεί είχε (ανα)δημοσιευτεί και το αθησαύριστο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Η νοσταλγία του Γιάννη», που ανακάλυψα και δημοσίευσα παλιότερα, όπως και άλλα αθησαύριστα έργα για τα οποία μπορεί να μιλήσουμε στο μέλλον.

Υποθέτω ότι και το σημερινό διήγημα είναι αθησαύριστο, αλλά δεν έχω απόλυτη βεβαιότητα. Μπορεί να μην έψαξα καλά τον κατάλογο των έργων του ή, μια και δεν έχω διαβάσει όλα τα διηγήματα του Καραγάτση, μπορεί να είναι δημοσιευμένο σε κάποιο βιβλίο, αλλά με άλλο τίτλό. Γι’ αυτό και βάζω ερωτηματικό στον τίτλο.

Αν δεχτούμε πως είναι αθησαύριστο, μπορεί ο Καραγάτσης να μην το θεώρησε άξιο για μονιμότερη δημοσίευση, αλλά ούτως ή άλλως είναι μια ψηφίδα που συμπληρώνει την εικόνα.

Ευχαριστώ τον φίλο μας τον Γιάννη Μαλλιαρό που είχε την καλοσύνη να πληκτρολογήσει το κείμενο. Η ορθογραφία έχει εκσυγχρονιστεί.

ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΧΕΡΙ

Αυτή την ιστορία μου τη διηγήθηκε μια γυναίκα που κάποτε ήταν όμορφη. Μια ξένη σεβάσμια δέσποινα που οι σοροκάδες της ζωής την έριξαν – συντρίμμι ερημικό – στην Ελλάδα.

***

Ναι μου είπε, αγάπησα κι εγώ όπως όλος ο κόσμος. Αγάπησα τον άντρα μου. Μα πριν απ’ αυτόν… Πάνε κάπου 35 χρόνια τώρα. Ήμουν κοριτσάκι γεμάτο απορίες και όνειρα. Αυτός πολύ πιο μεγάλος από μένα. Ένας από κείνους τους άντρες που χωρίς να είναι ούτε όμορφοι, ούτε πλούσιοι, ούτ’ εξαιρετικά έξυπνοι σκορπάν κάποιο ανεξήγητο κύμα γοητείας ολόγυρά τους. Τον περιτριγύριζε η χειρότερη φήμη: Γυναικάς μπεκρής, χαρτοπαίκτης, τεμπέλης, ασυνείδητος, χωρίς πόρους φανερούς κατάφερνε να είναι το χαϊδεμένο παιδί της καλύτερης, της αυστηρότερης κοινωνίας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Διηγήματα, Περιοδικά | Με ετικέτα: , | 76 Σχόλια »

Ο ανήφορος του Νίκου Καζαντζάκη

Posted by sarant στο 27 Νοεμβρίου, 2022

Στις 26 Οκτωβρίου, ακριβώς 65 χρόνια μετά τον θάνατό του, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Διόπτρα (που επανεκδίδουν το σύνολο του έργου του) το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο ανήφορος».

Όποια γνώμη κι αν έχει κανείς για τον μεγάλο Έλληνα συγγραφέα, η έκδοση αυτή ασφαλώς αποτελεί σημαντικό εκδοτικό και φιλολογικό γεγονός.

Το μυθιστόρημα το έγραψε ο Καζαντζάκης το 1946, όταν έφυγε από την Ελλάδα για την Αγγλία, στον πρώτο σταθμό μιας αυτοεξορίας που έμελλε να κρατήσει ίσαμε τον θάνατό του, το 1957. Ένα κομμάτι («Ο θάνατος του παππού») το δημοσίευσε στη Νέα Εστία, τον Μάρτιο του 1947 (τχ 473) με αφιέρωση στην Τέα Ανεμογιάννη και με την υποσημείωση: Ένα κεφάλαιο από το τελευταίο βιβλίο που γράφτηκε στο Cambridje [sic], αλλά το υπόλοιπο έργο το άφησε ανέκδοτο.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά κάποιες σελίδες του τις χρησιμοποίησε στον Καπετάν Μιχάλη. Στο απόσπασμα που θα διαβάσετε πιο κάτω, ίσως θυμηθείτε τη σκηνή με τους τέσσερις τζουτζέδες του πατέρα του αφηγητή, που είμαι βέβαιος (αλλά δεν μπορώ να το ψάξω τώρα) πως υπάρχει  και στον Καπετάν Μιχάλη.

Ήρωες στο μυθιστόρημα είναι ο Κοσμάς, σαραντάχρονος συγγραφέας και προφανές  αλτερέγκο του Καζαντζάκη, και η Νοεμή, η Πολωνοεβραία γυναίκα του που έχει περάσει όλη τη φρίκη του πολέμου και του Ολοκαυτώματος. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στην Κρήτη αρχικά και στη συνέχεια την Αγγλία.

Ο εκδοτικός οίκος Διόπτρα έδωσε στο γεγονός τη σημασία που του αξίζει. Η έκδοση είναι καλαίσθητη και το κείμενο του μυθιστορήματος (αλλά όχι των προλόγων κτλ) είναι τυπωμένο σε ιδιαίτερη γραμματοσειρά, πολύ ευχάριστη στο μάτι. Αρκετές λέξεις εξηγούνται σε υποσημείωση, με μια πρωτοτυπία: δεν υπάρχει αστερίσκος ή άλλη ένδειξη στη λέξη που εξηγείται, αλλά στο κάτω μέρος της σελίδας υπάρχουν οι εξηγήσεις με διαφορετική γραμματοσειρά. Οι εξηγήσεις βασίζονται στο «Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη» του Β. Γεώργα, ένα πολύ αξιόλογο έργο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Πανεπ. Εκδόσεις Κρήτης και που φιλοδοξώ κάποτε να παρουσιάσω εδώ. Για να πάρετε μια ιδέα των λέξεων που εξηγούνται, στο τέλος του αποσπάσματος που θα παραθέσω βάζω όλες μαζί τις εξηγούμενες λέξεις -και σημειώνω και κάποιες παρατηρήσεις.

Αξιοδιάβαστο και χρήσιμο είναι και το Επίμετρο που το υπογράφουν, όπως και τον πρόλογο, ο Νίκος Μαθιουδάκης και η Παρασκευή Βασιλειάδη.

Γεννιέται το ερώτημα, αν προσθέτει κάτι ο Ανήφορος στο έργο του Καζαντζάκη που ξέρουμε (που ξέρουν, όσοι έχουν διαβάσει τα μεγάλα του έργα τουλάχιστον). Ενώ αναγνωρίζω πως είναι σημαντικό γεγονός φιλολογικά, δεν είμαι πεισμένος ότι στέκεται στο ύψος των γνωστών έργων του Καζαντζάκη σαν συνολικό εγχείρημα. Κι ο ίδιος άλλωστε το ίδιο φαίνεται να πίστευε, αφού πήρε σελίδες από το [αποτυχημένο; αποκηρυγμένο;] έργο του και τις ένταξε (σικ, ρε) στον Καπετάν Μιχάλη. Όμως η γνώμη μου αυτή είναι προσωρινή εντύπωση και μπορεί ν’ αλλάξει. Θα άξιζε επίσης να υπάρξει αντιπαραβολή με τον Καπετάν Μιχάλη, κάτι που δεν το κάνουν οι Μαθιουδάκης και Βασιλειάδη στο Επίμετρο, όπου πάντως αναφέρουν πολλά ενδιαφέροντα για την ιστορία του χειρογράφου και την αντιμετώπιση που είχε ως τώρα.

Θα παραθέσω λοιπόν εδώ τις πρώτες σελίδες από τον Ανήφορο (σελ. 29-43 του βιβλίου) και στο τέλος τις Λέξεις που εξηγούνται. Αν μου ξέφυγε κανένα λαθάκι από το Οσιάρ, διορθώστε με.

Πριν προχωρήσω, μια επισήμανση. Έχω βάλει με μαύρα τη λέξη «δυνάμες» (όλες του τις δυνάμες) διότι θεωρώ απίθανο να το έγραψε αυτό ο Καζαντζάκης, ή, ακόμα κι αν είναι έτσι στο χειρόγραφο που σώζεται, θα έπρεπε να το διορθώσουν οι επιμελητές. Ο Καζαντζάκης «δύναμες» και μόνο «δύναμες» έγραφε, όπως είναι ο παλιός δημοτικός-λαϊκός τύπος των δημοτικών τραγουδιών, του Σολωμού και του Βάρναλη, όχι «δυνάμεις» που είναι ο κανονικός τύπος της σημερινής κοινής νεοελληνικής, και οπωσδήποτε όχι το αλλόκοτο «δυνάμες». Οπότε, ένα μείον για την επιμέλεια της έκδοσης. Εχω  και μια μικρή επιφύλαξη για το απόσπασμα: Δεν είχε δική του καμιά στενοχώρια – ήταν γέρος, τιμημένος, πλούσιος, καλή η γυναίκα του, γερά τα παιδιά του, τίποτα δεν του ’λειπε, όπου λογικά θα περίμενα «ήταν γερός», αλλά και το «γέρος» στέκει. Όμως αυτά είναι παρωνυχίδες. Ο λόγος στο άγνωστο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη

Ο ανήφορος

Ι

Ξημέρωνε. Απόγειο αγεράκι φύσηξε κι η θάλασσα ανατρίχιασε ανάλαφρη μυρωδιά από θυμάρι κατέβαινε από τη στεριά κι ο Κοσμάς, όρθιος στην πλώρα, ανάσαινε βαθιά τον κόρφο της Πατρίδας. Βράχοι άγριοι σηκώνουνταν μπροστά του, κάπου κάπου δέντρα μαυρολογούσαν, μακριά οι βουνοκορφές ρόδιζαν. Πώς έφυγε, είκοσι τώρα χρόνια, νέος με χνουδάτα μάγουλα, με χνουδάτη ψυχή και πώς τώρα γύριζε! Στράφηκε’ μια κοπέλα δίπλα του, μικρή, χλωμή, κοίταζε κι αυτή, με μεγάλα μάτια γιομάτα τρομάρα.

— Η Κρήτη! της είπε, χαμογέλασε και της άγγιξε με τρυφε­ρότητα τον ώμο.

Η κοπέλα τινάχτηκε.

— Ναι, είπε’ και σώπασε.

— Εδώ θα ξεχάσεις, της είπε με σιγανή φωνή. Τούτη πια είναι η πατρίδα σου. Ξέχασε την άλλη…

Κι επειδή η κοπέλα σώπαινε:

–  Ξέχασε την άλλη… της ξανάπε με γλύκα.

– Ναι, Κοσμά… έκαμε η κοπέλα· και σώπασε πάλι.

Κι άξαφνα τον άρπαξε από το μπράτσο, τον έσφιξε ανήσυχη, σα να ‘θελε να βεβαιωθεί πως υπάρχει. Γαλήνεψε λίγο.

Η Κρήτη όλο και ζύγωνε με τα βουνά της, με τους ελαιώνες, με τ’ αμπέλια. Το Μεγάλο Κάστρο, πέρα, ασπρολογούσε μέσα στο πρωινό φως. Η μυρωδιά του θυμαριού πλήθαινε. Το φως είχε κατηφορίσει πια από τις κορυφές στις ποδιές του βουνού, έπιανε τώρα τις ρίζες του, χύνουνταν ήσυχα και πλημμύριζε τον κάμπο. Τα δέντρα άρχιζαν και ξεχώριζαν, κοκόρια ακούστηκαν, ο κόσμος ξυπνούσε.

Ο άντρας έσκυψε στην κοπέλα:

— Σε παρακαλώ, της είπε σιγά, τώρα που θα μπεις στο πατρικό μου σπίτι, βάστα την καρδιά σου, μην τρομάξεις. Σκέψου πως είμαι μαζί σου, πάντα. Η μητέρα μου είναι μια άγια γυναίκα, θα σε αγαπήσει· η αδερφή μου, πρέπει να ξέρεις…

Σώπασε· μάζεψε τα φρύδια με αγανάχτηση.

— Τι; είπε η κοπέλα και κοίταξε τον άντρα ανήσυχη.

—  Όταν έγινε δώδεκα χρονών, ο γέρος τη φώναξε: «Δε θα δρασκελίσεις πια το κατώφλι της εξώπορτας», της είπε· «δε θα παρουσιαστείς πια μπροστά μου. Φεύγα!» Κι από τότε πια κλειδομανταλώθηκε σπίτι· κάθουνταν όλη μέρα, ύφαινε, κεντούσε, έκανε τα προυκιά της· όταν γύριζε ο γέρος το βράδυ, άκουγε πρώτη από μακριά το βήμα του κι έτρεχε στη μέσα κάμαρα να κρυφτεί. Όταν έγινε είκοσι χρονών είδε ψηλά από το παράθυρο ένα νέο που την κοίταζε. Την άλλη μέρα, το ίδιο. Την άλλη το ίδιο. Τον αγάπησε… Ένα βράδυ, στα σκοτεινά, του έριξε ένα χαρτάκι: «Έλα, τα μεσάνυχτα’ θα ’μαι στην πόρτα».

Ο Κοσμάς σώπασε· η φλέβα ανάμεσα στα φρύδια του είχε φουσκώσει και χτυπούσε. Τινάχτηκε πάλι μέσα του, όλο αγριότητα, το μίσος, ο φόβος, η αγάπη για το γέρο. Χάθηκε η Κρήτη και διάνεψε μέσα στον αγέρα ο φοβερός ο ίσκιος.

— Σώπα, ψιθύρισε η κοπέλα· σώπα, δε θέλω να μου πεις.

—  Όχι, πρέπει. Τα μεσάνυχτα η αδερφή μου κατέβηκε, ξυπόλυτη, σιγά σιγά για να μην τρίξουν οι σκάλες… Μα ο γέρος αγρυπνούσε, την άκουσε, γλίστρησε ξοπίσω της, την ακολούθησε. Η κακόμοιρη η κοπέλα βγήκε στην αυλή και τη στιγμή που άπλωνε το χέρι ν’ ανοίξει την πόρτα, ο γέρος την άρπαξε από τα μαλλιά, κάρφωσε απάνω της τα νύχια του, την ανέβασε λιπόθυμη στην κάμαρά της, την πέταξε μέσα, την κλείδωσε κι έβαλε το κλειδί στη μέση του. Λέξη ο γέρος δεν ξεστόμισε· μα από τότε πια η αδερφή μου, δεκαπέντε χρόνια, δεν πρόβαλε το πρόσωπό της μήτε στην πόρτα μήτε στο παράθυρο· δεν μπορεί, μου λεν, να κοιμηθεί· κι όταν μονάχα ζυγώνουν τα μεσάνυχτα, ανοίγει το παραθύρι της, σκύβει, κι αν τύχει και περνάει κανένας στο δρόμο, του φωνάζει: «Κοντεύουν μεσά­νυχτα;» και κλείνει ευτύς, πάλι, το παράθυρο, με τρόμο.

Ο Κοσμάς σώπασε. Τα ξανθά μαλλιά, τα γαλάζια μάτια, η γλύκα της αδερφής, το γέλιο της, όταν ήταν μικρή… Σα να ’ταν ένα βαθύ μαύρο νερό κι έβλεπε μέσα.

—  Και τώρα; ρώτησε η κοπέλα. Τώρα που πέθανε ο γέρος…

Κάτι ήθελε να πει, μα η φωνή της κόπηκε.

—  Τώρα που πέθανε ο γέρος; Δεν ξέρω’ μα ναι πολύ αργά.

Έκαμε μερικά βήματα στο κατάστρωμα, επεστράτεψε πάλι,

όπως το συνήθιζε, όλες του τις δυνάμες, ησύχασε λίγο. Ξαναγύρισε στην κοπέλα.

— Σε παρακαλώ, της ξανάπε, μην τρομάξεις.

— Μα… έκαμε η κοπέλα.

Ο Κοσμάς άπλωσε το χέρι, σα να ’θελε να της φράξει το στόμα.

—  Όχι, όχι… είπε· δεν πέθανε. Θα δεις.

Κοίταζε ο Κοσμάς πίσω από το Μεγάλο Κάστρο, κατά νότου, το ξακουστό βουνό, το Γιούχτα – τεράστιο θεϊκό κεφάλι, ξαπλω­μένο ψηλά απάνω από τις ελιές και τ’ αμπέλια, με το τραχύ όλο ανήφορο μέτωπο, με την όρθια μύτη, με το φαρδύ κλεισμένο στόμα και τα γένια από βράχους και γκρεμούς που χιμούσαν και κατέβαιναν στον κάμπο. Κείτονταν ανάσκελα, σαν πεθα­μένος, μαρμαρωμένος θεός, γαλαζόμαυρος, κακοτράχαλος, αλαφριά ανασηκωμένος, σα να κοίταζε ακόμα και ν’ αφέντευε την Κρήτη.

«Δεν πέθανε ο γέρος», συλλογίστηκε ξαφνικά ο Κοσμάς, με

τα μάτια καρφωμένα στο ανησυχαστικό μπροστά του βουνό. «Όσο ζει και σαλεύει μέσα μου, δεν πέθανε, όσο ζω και τον συλλογιέμαι δε θα πεθάνει. Οι άλλοι θα τον ξεχάσουν, από μένα κρέμεται η ζωή του. Με κρατάει μα κι εγώ τον κρατώ…»

Ένιωθε τον κύρη στα σωθικά του να πιάνει, ν’ απλώνει ρίζες, να μη θέλει να ξεκολλήσει. Έτσι ήταν πάντα του. Άγριος, αμίλητος κι έκανε κατοχή. Τον θυμάται, μικρός, με τα μαύρα καραμπογιά γένια, με το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι, βαρύς, λιγομίλητος κι είχε κάμει όρκο να μη γελάσει αν δε λευτε­ρωθεί η Κρήτη. Κι ένα βράδυ, θυμάται ο Κοσμάς, είχε έρθει βεγγέρα σπίτι τους ο θείος ο Δημητρός, ο αδερφός της μητέρας, πρόσχαρος, αγαθός, από άλλο χώμα καμωμένος. Είπε κάτι στην κουβέντα απάνω και γέλασε’ ο κύρης μάζεψε τα χοντρά του φρύδια και πια δε μίλησε. Κι όταν ο θειος έφυγε, στράφηκε κι είδε τον Κοσμά: «Δεν ντρέπεται», είπε, «γέλασε».

Δε μιλούσε, δε γελούσε, κοίταζε τους ανθρώπους και δεν τους ήθελε. Δεν είχε δική του καμιά στενοχώρια – ήταν γέρος, τιμημένος, πλούσιος, καλή η γυναίκα του, γερά τα παιδιά του, τίποτα δεν του ’λειπε· μα μέσα του ένιωθε βαριά κατασκέπαση, ακατανόητη πίκρα, ένα αχ! ανέβαινε στο λαιμό του και τον έπνιγε. Στέρνιαζε, στέρνιαζε τον πόνο ένα μήνα, δυο μήνες, έξι μήνες, μα πια ξεχείλιζε μέσα του, δεν μπορούσε πια να χωρέσει, πήγαινε να σπάσει η καρδιά του. Και τότε, κάθε έξι μήνες, μεθούσε. Τα μεθύσια αυτά τα θυμάται ακόμα ο Κοσμάς με τρόμο. Είχε τέσσερεις τζουτζέδες, φτωχούς ανθρώπους, που τους έδινε δανεικά όλο το χρόνο, για να τους έχει στην υποταγή του όταν τους ήθελε’ όταν, κάθε έξι μήνες, μεθούσε και του χρειάζουνταν. Καθένας τους είχε και μια χάρη – ο ένας χόρευε καλά, ο άλλος τραγουδούσε, ο άλλος έπαιζε λύρα κι ο τέταρτος έκανε χωρατάδες. Σαν έρχουνταν ο γραμμένος καιρός, ο κύρης έστελνε τον παραγιό στον καθένα και τους μηνούσε: «Χαιρετίσματα», λέει, «από τον καπετάν Μιχάλη, και να κλείσετε το μαγαζί και να κοπιάσετε σπίτι».

Τρόμος τους έπιανε. Έστελναν ανθρώπους, παρακαλούσαν τον κύρη αν ήταν μπορετό ν’ αναβάλει δυο τρεις μέρες, να ετοιμαστούν. Είχαν δουλειά, δεν την τέλειωσαν, η γυναίκα τους ήταν άρρωστη, είχαν να παν στο χωριό να τρυγήσουν. Τίποτα! Έστελνε ο γέρος πάλι τον παραγιό: «Να κοπιάστε, λέει, ευτύς!» Κλειούσαν λοιπόν τα μαγαζάκια τους οι κακόμοιροι κι έγραφαν σ’ ένα κομμάτι χαρτί και το κολνούσαν απόξω: «Θα λείψω οχτώ μέρες», γιατί τόσο βαστούσαν τα μεθύσια του γέρου. Ψώνιζαν μιας βδομάδας πράματα, πήγαιναν σπίτι τους, αποχαιρετούσαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, έκαναν το σταυρό τους και κατάφταναν ένας ένας στο σπίτι. Η δούλα τούς κατέβαζε στο υπόγειο· εκεί ταν τα βαρέλια το κρασί, ένα πιθάρι λάδι, ένα πιθάρι ελιές και δυο πιθάρια αλεύρι και στάρι. Είχε σύντοιχα ένα μακρύ πατάρι με μαξιλάρες και μεντέρια και μπροστά ένα μακρύ τραπέζι. 0 γέρος κάθουνταν στη μέση, έβανε δεξά του τους δυο, ζερβά τους άλλους δυο, κατέβαζε η δούλα τους μεζέδες, κινούσαν να σφάζουνται οι όρνιθες στη μέσα αυλή κι άρχιζε το φαγοπότι. Έτρωγαν, έπιναν, δε μιλούσαν. Κανένας από τους τέσσερεις δεν είχε κέφι· καθένας συλλογίζουνταν τις δουλειές του και το σπίτι του κι αγαναχτούσε μα σώπαινε. Σιγά σιγά, με το κρασί, με το φαΐ ζωντάνευαν, θόλωνε το μυαλό, ξεχνούσαν, έκανε νόημα ο γέρος, έπιανε τη λύρα ο λυράρης, ρουφούσε ο τραγουδιστής ένα αυγό να καθαρίσει η φωνή του κι άρχιζε το ξεφάντωμα. Πετιούνταν ο χορευτής, κινούσε τα χωρατά ο χωρατατζής, όλο το υπόγειο βροντούσε κι έτρεμε. Περνούσε η μέρα, έφτανε η νύχτα, ξημέρωνε. Ο γέρος, αγέλα­στος, ακίνητος, έπινε και θωρούσε· δεν τραγουδούσε, δε χόρευε ποτέ του. Ακουμπούσαν στον τοίχο οι καλεσμένοι, ή στον ώμο ο ένας του άλλου, έπαιρναν κλεφτάτα έναν ύπνο και πάλι, με μια σκουντιά του γέρου, τινάζουνταν και ξαναρχινούσε το φαγοπότι. Μέρες τρεις, τέσσερεις, οχτώ. Απάνω στις οχτώ, ο γέρος σηκώνουνταν, άνοιγε την πόρτα, άπλωνε το χέρι: «Φευγάτε!» έλεγε ήσυχα. Ποτέ δε θα τους ξεχάσει ο Κοσμάς τους κακόμοιρους πώς έφευγαν τοίχο τοίχο κι οι τέσσερεις, ο ένας πίσω από τον άλλον, κιτρινοπράσινοι από τους εμετούς και τις αγρυπνίες, άπλυτοι, αξούριστοί, τρεκλίζοντας… Κι ο γέρος καβαλίκευε τη φοράδα του, περνούσε από τους τούρκικους μαχαλάδες, έβγαινε από την πολιτεία και πήγαινε στο μετόχι του να πάρει αγέρα.

Τίναξε ο Κοσμάς θυμωμένος το κεφάλι, σα να ’θελε να πετάξει αποπάνω του τον κύρη, στράφηκε να δει την κοπέλα, να γλυκάνει ο νους του. Την είδε να κάθεται απάνω στην κουλούρα τα σκοινιά, στην πλώρα, και να κοιτάζει με τα μεγάλα μαύρα μάτια της την πολιτεία που όλο και ζύγωνε… Τα βενετσάνικα τείχη, τα χαλασμένα σπίτια, δυο τρεις μιναρέδες κουτσου­ρεμένοι, χωρίς πια μισοφέγγαρο, κι απάνω απ’ όλα μια μεγάλη εκκλησιά με γαλαζόμαυρο τρούλο.

— Είναι η μητρόπολη, ο Άγιος Μηνάς, είπε ο Κοσμάς και κάθισε δίπλα της. Είναι ο προστάτης του Μεγάλου Κάστρου όταν χιμούσαν οι Τούρκοι να πατήσουν την εκκλησιά, αυτός πηδούσε από το κόνισμά του κι όπως ήταν, καβαλάρης, με τα σγουρά κοντά γένια, με την ασημένια αρμάτα, με το μακρύ κοντάρι, πρόβαινε στην πόρτα της εκκλησιάς και χύνουνταν στους Τούρκους…

Έζωσε το χέρι του στη μέση της, ένιωσε τη ζεστασιά του κορμιού της, την παράξενη μυρωδιά της ανάσας της -σα να μύριζε μοσχοκάρυδο και κανέλα- κι άγρια του γεννήθηκε η λαχτάρα ν’ αναποδογυρίσει το αγαπημένο κεφάλι, απάνω στα καραβόσκοινα, να το φιλήσει. Δυο χρόνια τώρα το χαίρεται, κι ακόμα δεν μπορεί να χορτάσει το ζεστό λιανοκόκαλο αυτό κορμί, από χώρα μακρινή, από ξένη ράτσα, από θλιμμένους, κατατρομαγμένους προγόνους.

– Νοεμή, της είπε σιγά, σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις.

Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι, μαζεύτηκε στο στήθος του αντρός

σα να ‘θελε να μπει, να χαθεί μέσα του, να μην υπάρχει.

Το φως τράνεψε, από χλωμό πρωινό τριαντάφυλλο έγινε άγριο ρόδο κάτασπρο κι η θάλασσα γέμισε μαστούς, χοροπηδούσε και δέχουνταν τον ήλιο. Ο Γιούχτας άρχισε ν’ αραιώνει και να χάνεται μέσα στους αχνούς της ζέστας που ανέβαιναν κιόλας από τη γης. Ο ουρανός αποπάνω είχε χάσει τη γλύκα του την πρωινή κι είχε γίνει γαλάζιο ατσάλι.

Κάθε πρωί, είπε η κοπέλα κι αναστέναξε, άνοιγε ο πατέρας μου  το παράθυρο και τον έπαιρναν τα κλάματα. «Τι ομορφιά είναι τούτη», έλεγε, «τι θάμα!» Και τι έβλεπε; Μαύρες καμι­νάδες κι ένα κομμάτι μολυβένιο ουρανό κι ανθρώπους άσκη­μους και κουρελήδες που τουρτούριζαν. Τι θα ’λεγε, Θε μου, αν έβλεπε την Κρήτη!

— Παντέρμη Κρήτη! είπε αναστενάζοντας ένας γέρος βρακάς, που πρόβαλε το κεφάλι του από το αμπάρι, αναμαλλιασμένο, μαχμουρλίδικο και κοίταξε. Παντέρμη Κρήτη!

Έσκυψε στο αμπάρι.

— Ελάτε, μωρέ παιδιά, να δείτε’ όλο χαλάσματα!

Ένας ναύτης περνούσε:

— Σώπα, γέρο, του φώναξε, σώπα και καλά τα πλερώνουν τώρα οι Φρίτσοι κι οι Φριτσομάνες!

Μα ο γέρος κούνησε το κεφάλι:

— Μωρέ, κι όλη η Γερμανία να ξεπατωθεί, το αχ! της Κρήτης δε σβήνει! Παντέρμη Κρήτη! αναστέναξε πάλι κι έκαμε το σταυρό του’ να ’σουν γυναίκα, θα ’χες πάει στην Παράδεισο· μα ’σαι νησί, κακομοίρα!

— Παντέρμη Κρήτη! είπε κι ο Κοσμάς, μαρτύρησε πάλι. Εγώ ’μουν τότε ακόμα στην Αθήνα, δε με είχε ακόμα πιάσει η ντροπή, δεν είχα ακόμα πάρει την απόφαση να τα παρατήσω όλα και να φύγω, να κιντυνέψω κι εγώ, σαν άντρας. Ήταν οι τελευταίες μέρες του Μάη του ’41. Ο ουρανός σκοτείνιασε, γέμισε αεροπλάνα, χύθηκαν όλα, γραμμή, σα γερανοί, κατά την Κρήτη. Οι γυναίκες και τα παιδιά πήραν σκληρίζοντας τα βουνά, οι άντρες, ξαρμάτωτοι, χιμούσαν και φώναζαν: «Ελευ­θερία ή θάνατος!» Ένας Εγγλέζος αξιωματικός μου δηγόταν, ύστερα από καιρό, στην Αφρική, για την πατρίδα που καίγουνταν. «Κι οι άντρες;» ρώτησα. Ο Εγγλέζος γέλασε: «Κρατούσαν μεγάλες σκουριασμένες μαχαίρες και φώναζαν: ‘Ελευθερία ή θάνατος!” κι έπεφταν απάνω στους αλεξιπτωτιστές». «Και γιατί γελάς;» «Για να μην κλαίω· εμείς φεύγαμε. Σ’ ένα χωριό, στο Λιβυκό πέλαγο, την ώρα που πηδούσα στο καράβι, ένας γέρος καπετάνιος με ρώτησε: “Γιατί φεύγετε;” “Μα δε βλέπεις, καπε­τάνιο; Θα μας σκοτώσουν”. “Ε, κι ύστερα;” έκαμε ο καπετάνιος. “Κι αν φύγεις, δε θα πεθάνεις θαρρείς μια μέρα; Πέθανε τώρα!” “Όσο αργότερα, τόσο καλύτερα”, του αποκρίθηκα. “Τον κακό σου τον καιρό!” μου φώναξε ο γερο-Κρητικός και μου γύρισε τις πλάτες». Ύστερα από καιρό έμαθα πως ο γερο-καπετάνιος αυτός ήταν ο παππούς μου.

— Βαριές ψυχές είναι τούτες, ζόρικοι άντρες οι Κρητικοί, σα να μπαίνω σε ζούγκλα, ψιθύρισε η κοπέλα, κοίταξε τον άντρα και του χαμογέλασε για να γλυκάνει λίγο τα λόγια της.

«Έχει δίκιο», συλλογίστηκε ο Κοσμάς, «έχει δίκιο. Βαριά πολύ η ψυχή του Κρητικού, μονόχνοτη, άγρια, σα ρινόκερος».

Θυμήθηκε στην Αφρική, όταν πήγε να πολεμήσει κι αυτός, πώς ξάφνου ανοίχτηκαν τα σπλάχνα του και πετάχτηκαν οι παμπάλαιοι δαιμόνοι. Στην αρχή δεν μπορούσε να δει χωριό να καίγεται, αίμα να χύνεται. Την πρώτη φορά που είδε άνθρωπο σκοτωμένο παραλίγο να λιποθυμήσει. Μα, σιγά σιγά, περιπλέ­χτηκε στο αιματερό παιχνίδι, το πάθος τον κυρίεψε, η προαιώνια σκοτεινή λαχτάρα του ανθρώπου να σκοτώνει ανθρώπους… Άνοιξαν μέσα του οι καταπαχτές και ξεπετάχτηκαν οι παμπά­λαιοι πρόγονοι – ο τίγρης, ο λύκος, το αγριογούρουνο.

—Έχει δίκιο, μουρμούρισε πάλι και κοίταξε τη γυναίκα με συμπόνια.

— Θαρρώ δε θα βγω από δω ζωντανή, είπε η κοπέλα τόσο σιγά που δεν ακούστηκε.

Οι επιβάτες ξεπρόβαλαν όλοι από τ’ αμπάρια, από τις καμπίνες, μαζώχτηκαν στην πλώρα, κοίταζαν. Έμπαιναν πια στο λιμάνι έλαμψε δεξιά, σφηνωμένο στους βράχους, το πέτρινο λιοντάρι της Βενετιάς με το ανοιχτό Βαγγέλιο στα νύχια. Βούιζε το λιμάνι, μύριζε σάπια λεμόνια, λάδι, κίτρα, χαρούπι… Πίσω η θάλασσα η λουλακιά χόχλαζε. Ο ήλιος πια είχε ανέβει, κι έκαιγε. 0 Κοσμάς πήδηξε στο μόλο, άπλωσε το χέρι, πήρε το χέρι της κοπέλας:

— Πρωτοπάτησε με το δεξό σου πόδι, της είπε σιγά· ευτυ­χισμένη να ’ναι τούτη η στιγμή.

Πρωτοπάτησε με το δεξό της πόδι η κοπέλα, κρεμάστηκε από το μπράτσο του αντρός, εξαντλημένη.

— Κουράστηκα, είπε.

— Κοντά ’ναι το σπίτι, είπε ο Κοσμάς, κάνε κουράγιο. Φτάσαμε.

Προχώρεσαν. Ο Κοσμάς κοίταζε με απληστία τα σπίτια, τους ανθρώπους, τους δρόμους. Όλα είχαν γεράσει· οι μαύρες τρίχες άσπρισαν, τα μάγουλα βούλιαξαν, οι μπογιές ξέβαφαν, ξέφτισαν οι τοίχοι, πολλοί γκρεμίστηκαν. Πολλά κατώφλια είχαν χορταριάσει. Πήρε το χέρι της κοπέλας, το ’σφίξε.

— Τούτη είναι η πατρίδα μου, είπε· να, είμαι από τούτο το χώμα που πατούμε.

Η κοπέλα έσκυψε, πήρε από χάμω λίγο χώμα, το ’θρύψε στα δάχτυλά της:

— Είναι ζεστό, είπε· μου αρέσει.

Και θυμήθηκε τη μακρινή δική της πατρίδα, την παγωμένη.

Μπήκαν στα στενά σοκάκια. Ο Κοσμάς είχε αφήσει το μπράτσο της κοπέλας, πήγαινε τώρα λίγο μπροστά· βιάζουνταν. Η καρδιά του χτυπούσε. Πήρε δεξά, έστριψε το δρομάκι· από μακριά ξέκρινε την πατρική πόρτα· κλειστή. Αποπάνω το παράθυρο, κλειστό. Κανένας στο δρόμο. Καμιά φωνή· σα να ονειρεύουνταν. Ζύγωσε στην παλιά δοξαρωτή πόρτα, με το χοντρό σιδερένιο κρικέλι. Τα γόνατά του λύγισαν λίγο. Έκαμε κουράγιο.

Χτύπησε. Βήματα ακούστηκαν στην αυλή, κάποιος στέναξε. Τα βήματα σταμάτησαν, ξαναχτύπησε. Η πόρτα άνοιξε, μια γριούλα πρόβαλε, κάτασπρη, εξαντλημένη, λιωμένη, ντυμένη κατάμαυρα. Μόλις είδε τον άντρα, έσυρε φωνή:

— Παιδί μου! κι άνοιξε την αγκάλη.

Η αδερφή πρόβαλε, λιγνή, λιωμένη κι αυτή, με άσπρες τρίχες τα μάτια της ολάνοιχτα, γεμάτα κακία και πίκρα. Τα στήθια της του κάκου περίμεναν όρθια, χρόνια· έπεσαν.

Χαρές, κλάματα, τα χέρια άδραχναν με λαχτάρα το αγαπη­μένο σώμα.

Μπήκαν μέσα· ένα καντήλι άναβε στην πέρα γωνιά του καναπέ, όπου κάθουνταν πάντα ο γέρος.

Ο Κοσμάς τρόμαξε μια στιγμή, έκαμε το σταυρό του.

— Είπε τίποτα πεθαίνοντας; ρώτησε.

— Όχι, αποκρίθηκε η μάνα· μούγκριζε σα θεριό. Του δώκαμε το κόνισμα της Παναγιάς, το πέταξε.

— Πονούσε;

—  Όχι· από θυμό που πέθαινε.

— Σιγά! είπε η αδερφή, δείχνοντας το καντήλι. Ακούει!

Μα η μάνα είχε τώρα το γιο της, δε φοβόταν εξακολούθησε

δυνατά:

—Έκρυψε το χρυσάφι του όλο μέσα στη γης, να μη χαρούμε. Σούρθηκε όξω στο μετόχι ετοιμοθάνατος, μας έδιωξε όλους, έσκαψε τη γης και το ‘κρύψε. Το βράδυ γύρισε· έπεσε ευχαριστημένος κι άρχισε το ρουχαλητό του θανάτου. Ήρθε ο παπάς να τον μεταλάβει. Άνοιξε τα μάτια, τον είδε· αγρίεψε: «Φύγε!» του φώναξε. «Την κατάρα σου να ’χω!» «Δε φοβάσαι το Θεό;» του κάνει ο παπάς και του ’δείξε το άγιο δισκοπότηρο. «Δικός μου λογαριασμός!» αποκρίθηκε ο γέρος· «ξεκουμπίσου πό δω!»

Τα μεσάνυχτα άρχισε να χλιμιντράει σαν άλογο· η αδερφή σου κι εγώ μι οι γειτόνισσες μαζευτήκαμε σε μια γωνιά του σπιτιού και τρέμαμε. Αυτός χλιμίντριζε και λέγαμε τώρα θα πέσει το σπίτι να μας πλακώσει. Κι άξαφνα σιωπή. «Πέθανε!» είπε η κυρα-Κατίγκω η γειτόνισσα· «ποια θα πάει να δει;» Μα καμιά δεν τολμούσε. «Πήγαινε εσύ να του κλείσεις τα μάτια», μου κάνει η κυρα-Κατίγκω, «πήγαινε κι είναι αμαρτία». Έκαμα το σταυρό μου, πήγα. Κρατούσε ακόμα τα σίδερα του κρεβατιού και τα ’χε λυγίσει…

Άξαφνα, ως μιλούσε, είδε την κοπέλα να στέκει ακόμα στην αυλή, στον παραστάτη της οξώπορτας.

— Είναι…; ρώτησε η μάνα σιγά.

— Ναι, η γυναίκα μου…

Η αδερφή έστρεφε το πρόσωπο πέρα, με αναγούλα· η μάνα ζύγωσε το γιο:

— Γιατί την πήρες; ρώτησε σιγά. Θα μολέψει το αίμα. Οβραία.

— Είναι μεγάλη ψυχή. Σε αυτή χρωστώ τη ζωή μου· αν έλειπε, θα ’χα πεθάνει. Άλλη χαρά δεν έχω. Αγάπα τη, μητέρα. Και συ, Μαρία… είπε και στράφηκε στην αδερφή του.

Μα αυτή είχε γλιστρήσει μέσα να ετοιμάσει τον καφέ.

— Είναι Οβραία… ξανάπε η μάνα. Μα αφού τη θέλεις… Ένα μονάχα φοβούμαι…

-Τι;

— Μην την πνίξει.

— Ποιος;

Η μάνα δεν αποκρίθηκε· στράφηκε, κοίταξε κατά το αναμ­μένο καντήλι. Ο Κοσμάς κατάλαβε, ακούμπησε στον τοίχο. Σιγή. Ήξεραν κι οι δυο πως σαράντα μέρες η ψυχή δε φεύγει από το σπίτι, τρογυρίζει στην αυλή, ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες, μανταλώνει τη νύχτα την πόρτα, κάθεται δίπλα στο καντήλι και κοιτάζει κι ακούει τα πάντα. Ο γέρος του μήνυσε ως έμαθε πως παντρεύτηκε Οβραία: «Όσο ζω να μην πατήσεις στην Κρήτη!» Και τώρα είναι μονάχα δέκα μέρες που πέθανε.

Έσκυψε ένα βήμα προς την πόρτα.

— Χρυσούλα, είπε, έλα!

Την πήρε από το χέρι, την πήγε στη μάνα του.

— Μητέρα, η κόρη σου, είπε.

Η κοπέλα έσκυψε, φίλησε το χέρι της γριάς και στάθηκε πάλι και περίμενε.

Η μάνα την κοίταζε, αμίλητη. Τη γρυπή μύτη, τα χοντρά χείλια, τα μεγάλα τρομαγμένα μάτια. Τη χρυσή αλυσιδίτσα που της έζωνε το λαιμό.

— Βαφτίστηκες; ρώτησε η γριά, χωρίς ν’ απλώσει το χέρι.

— Βαφτίστηκε, αποκρίθηκε ο Κοσμάς. Να ο σταυρός. Πήρε και τ’ όνομά σου, μητέρα. Χρυσούλα.

Τράβηξε την αλυσιδίτσα κι ανέβηκε από το στήθος, ζεστό, ένα χρυσό σταυρουλάκι.

— Καλώς όρισες! είπε η μάνα και της άγγιξε με κάποιο δισταγμό το κεφάλι.

Ο Κοσμάς άρχισε να τρογυρίζει στο σπίτι κι ήταν η καρδιά του βαριά· ανέβαινε, κατέβαινε, χάδευε αμίλητος τις πόρτες, τα παλιά έπιπλα, το τεράστιο ρολόι του τοίχου, τις ασημένιες πιστόλες τις προγονικές δίπλα στα κονίσματα.

— Κι ο παππούς; ρώτησε.

— Πέρα, στο χωριό· κείτεται του θανατά.

Οι δυο γυναίκες κάθισαν στο μακρύ παμπάλαιο καναπέ. Η μάνα κοίταζε έξω από το κλειστό παράθυρο, τη χαλικοστρω­μένη αυλή, τις γλάστρες το βασιλικό και πάνω από το πηγάδι την κληματαριά φορτωμένη αγουρίδες. Κάποτε έριχνε και μια λοξή ματιά στην κοπέλα. «Τι να της πω;» συλλογίζουνταν. «Άλλη ράτσα, άλλος θεός την έπλασε αυτή, δεν τη θέλω!» Κι η κοπέλα έβλεπε πέρα από την αυλή, πάνω από την κληματαριά, απέρα­ντους κάμπους χιονισμένους, μαύρες έρημες φάμπρικες και δάση κρουσταλλεμένα και καβαλάρηδες με γυμνά σπαθιά που έσπαζαν τις πόρτες των σπιτιών και μάζωναν τους Οβραίους… Και τα χιόνια έλιωναν από το ζεστό αίμα, γίνουνταν λάσπη, και τα κοπάδια, άντρες και γυναικόπαιδα, έσερναν φωνές, μάζωναν τους μπόγους και τα παιδιά τους κι έτρεχαν…

Στράφηκε· είδε τη γριά που την κοίταζε. Έκαμε να της χαμογελάσει, δεν μπόρεσε· τα μάτια της ξαφνικά είχαν βουρ­κώσει. Η γριά τη λυπήθηκε.

— Τι συλλογιέσαι; τη ρώτησε, την πατρίδα σου; Πού γεννήθηκες;

— Μακριά, μακριά, στην Πολωνία. Σε μια μαύρη πολιτεία, με φάμπρικες.

— Τι κάνουν;

— Κανόνια, αεροπλάνα, μηχανές… Μα ο πατέρας μου…

Ήθελε να πει: «Δε μόλευε τα χέρια του φτιάνοντας μηχανές

να σκοτώνουν ανθρώπους, ήταν ραβίνος…» μα πρόλαβε και κρατήθηκε.

— Ο πατέρας σου, τι; ρώτησε η γριά.

— Ήταν καλός άνθρωπος, αποκρίθηκε η κοπέλα στενά­ζοντας.

Η γριά σηκώθηκε, βγήκε στην αυλή, έκοψε ένα κλωνί βασιλικό, το ’δωκε στην κοπέλα.

—Έχετε σεις βασιλικό; ρώτησε.

-Όχι.

— Φύτρωσε στον τάφο του Χριστού, είπε η γριά και σώπασε.

Ωστόσο κατάφταναν οι θείοι, οι θείες, οι γειτόνισσες. Γέμισε

το σπίτι. Είχαν ξεχάσει το γέρο, όλοι χαίρουνταν για τον ερχομό του γιου. Και κοίταζαν τη γυναίκα του από την κορυφή ως στα νύχια, σαν ένα όμορφο ζώο περίεργο κι ανησυχαστικό.

Η κυρα-Κατίγκω έσκυψε στο αυτί της γειτόνισσάς της:

— Είδες τι μυρωδιά που βγάνει; είπε. Για ζύγωσε κοντά της.

— Οβραΐλα, μουρμούρισε η γειτόνισσα και σούφρωσε τα χείλια. Έτσι μυρίζουν αυτές.

Ο Κοσμάς, μια στιγμή περνώντας, είδε τη γυναίκα του και την πόνεσε. Σαν πληγωμένος κύκνος του φάνηκε ανάμεσα σ’ ένα κοπάδι χήνες, πάπιες και καρακάξες. Όλες άπλωναν το λαιμό και την κοίταζαν, έβγαναν μερικές φωνές και τραβούσαν πάλι το λαιμό τους πίσω· και σώπαιναν.

— Άκου πώς τσίρισε το καντήλι! είπε άξαφνα μια γριά και σταυροκοπήθηκε. Κύριε ελέησον!

Όλες στράφηκαν κατά τη γωνιά του καναπέ, όπου άγριο, ασάλευτο μέσα στο μεσόφωτο, έλαμπε το κόκκινο μάτι του καντηλιού.

— Ο γέρος! μουρμούρισε μια παχουλή γυναικούλα και χλώμιασε.

— Πού;

— Να, εκεί, στη γωνιά του καναπέ, διπλοπόδι.

— Άνοιξε το παράθυρο να φύγει! ακούστηκαν τρομαγμένες φωνές.

Μια γριά γαντζώθηκε από το παράθυρο της αυλής, το άνοιξε’ μπήκε ο ήλιος.

— Βλέπεις τώρα τίποτα, κυρα-Πηνελόπη;

Η στρουμπουλή γειτονοπούλα έκαμε το σταυρό της:

— Δόξα σοι ο Θεός, είπε· έφυγε!

Η Μαρία έφερε τους καφέδες. Μαραμένη, στριμμένη, με μια μαύρη κορδέλα στο λαιμό, για να κρύβει τις ζάρες. Κοίταξε τη Χρυσούλα με μίσος· ήταν πιο νέα, πιο όμορφη και της είχε πάρει τον αδερφό της.

Ο Κοσμάς πλαντούσε. Σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα, πήρε τους δρόμους. Ήλιος βαρύς, αποσυνθέτουνταν οι άνθρωποι, τα ζώα, τα φρούτα βρομούσαν και μύριζαν οι δρόμοι. Χαλάσματα, μαγαζιά ετοιμόρροπα, τριμμένα σακάκια, μπαλωμένα παντα­λόνια, φάτσες ρημαγμένες από την πείνα. Μέσα από ψαρά γένια και βουλιαγμένα μάγουλα αναγνώριζε με τρόμο παλιούς συμμαθητές κι άλλαζε δρόμο. «Δε με νοιάζει ο θάνατος», συλλογίζουνταν, «με νοιάζει η φθορά· αυτή εξευτελίζει τον άνθρωπο. Αυτήν πρέπει να νικήσω…» Είχε γεράσει η πολιτεία της παιδικής του ηλικίας και της νιότης, θρύβουνταν κι αυτή, άρχιζε να γίνεται κουρνιαχτός και να σκορπίζεται στον άνεμο.

Μπορούσε άλλη πολιτεία να χτιστεί αποπάνω της μα δε θα ’ταν η δική του· θα ξαναγέμιζαν πάλι οι δρόμοι με νέους μα δε θα ’ταν η δική του νιότη…

Αγαπημένο Κάστρο, μουρμούριζε κοιτάζοντάς το με τρυφερότητα, γεράσαμε…

……..

Γλωσσάρι

απόγειος: για άνεμο που πνέει από τη στεριά, από την ξηρά, που είναι στεριανός

μαυρολογώ: αποκτώ μελανή απόχρωση, γίνομαι σκοτεινός, σκούρος

ασπρολογώ: φαίνομαι άσπρος, ξεχωρίζω για τη λευκότητά μου

διανεύω: κινούμαι ελαφρά, σαλεύω

ανησυχαστικός: που προκαλεί ανησυχία, ανησυχητικός· επίφοβος

βεγγέρα: εσπερινή συγκέντρωση για συζήτηση και διασκέδαση

κατασκέπαση: η δυσκολία στην αναπνοή, αίσθημα έντονης δυσφορίας

στερνιάζω: αποθηκεύω, συσσωρεύω κάτι σε αποθηκευτικό χώρο, συγκεντρώνομαι σε ποσότητα

κλειώ: κλείνω κάτι, ενώνω κάτι με κάτι άλλο

μεντέρι: είδος χαμηλού ανατολίτικου καναπέ ή κρεβατιού, ντιβάνι

μετόχι: κτήμα με σπίτι

αρμάτα: οπλισμός, πανοπλία, πολυτελής ενδυμασία

τρανεύω: ολοκληρώνω τη σωματική ανάπτυξη· αυξάνω, μεγαλώνω’ γίνομαι τρανός

παντέρμος: που είναι εντελώς έρημος, εγκαταλειμμένος

μαχμουρλίδικος: που χαρακτηρίζεται από νωχέλεια, νωθρότητα, βαρυθυμία

θρύβω: διαλύω σε πολύ μικρά κομμάτια, θρυμματίζω, συντρίβω κάτι

ξεκρίνω: διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάτι, βλέπω

δοξαρωτός: που έχει σχήμα τόξου, τοξωτός, καμαρωτός

μολεύω: μολύνω κάποιον ή κάτι· μιαίνω

γρυπός: που είναι γαμψός, κυρτός, καμπύλος

μεσόφωτο: το αμυδρό φως της ατμόσφαιρας κατά το σούρουπο ή την αυγή· ημίφως

διπλοπόδι: καθιστά, με τις κνήμες διασταυρωμένες, οκλαδόν

πλαντώ: κρύβω, εξασθενίζω κάτι, δυσφορώ, δημιουργώ κλίμα δυσφορίας

κουρνιαχτός: σύννεφο σκόνης που σηκώνεται από το έδαφος

Μια δική μου παρατήρηση στο Γλωσσάρι. Δεν είναι κακό να εξηγούνται τύποι και λέξεις όπως ανησυχαστικός, βεγγέρα, διπλοπόδι, κουρνιαχτός, που τις βρίσκει κανείς σε κάθε λεξικό. Κάποιοι αναγνώστες, ίσως νεότεροι, μπορεί να αγνοούν τη σημασία τους ή να μην είναι βέβαιοι. Ωστόσο, είναι περίεργο, ενώ εξηγείται ο «ανησυχαστικός» και η «βεγγέρα» να μένουν χωρίς εξήγηση οι τζουτζέδες ή η λέξη «σύντοιχα».

Posted in Όχι στα λεξικά, Αθησαύριστα, Κρήτη, Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , | 85 Σχόλια »

Ναπολέων Λαπαθιώτης, Μονόλογοι κι ερωτηματικά

Posted by sarant στο 30 Οκτωβρίου, 2022

Συμπληρώνονται αύριο 134 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στις 31 Οκτωβρίου 1888.

Κάθε χρόνο, είτε ανήμερα στις 31 Οκτωβρίου είτε εκεί κοντά, ας πούμε την πιο κοντινή Κυριακή, το ιστολόγιο έχει καθιερώσει την παράδοση να αφιερώνει ένα άρθρο στον Λαπαθιώτη -και αυτό θα κάνουμε και φέτος, με το άρθρο που δημοσιεύουμε σήμερα.

Ποιητής ήταν βέβαια πρώτα και κύρια ο Λαπαθιώτης, αλλά καλλιέργησε επίσης και πολλά άλλα είδη λόγου, το διήγημα, τη νουβέλα, το πεζό ποίημα (ή πεζοτράγουδο), την κριτική βιβλίου, την επιφυλλίδα και το χρονογράφημα, και, τέλος, τους στοχασμούς, ένα υβριδικό είδος ανάμεσα στο δοκίμιο και στη λογοτεχνία. Ο στοχασμός είναι ένα μικρό κείμενο, συχνά μόνο μια πρόταση, το πολύ μια παράγραφος, που περικλείνει με ύφος αποφθεγματικό μια διαπίστωση, συνήθως για τη ζωή ή για την τέχνη.

Στοχασμούς έγραφε από τα νιάτα του ως το τέλος της ζωής του. Στο ανέκδοτο υλικό που άφησε (εννοώ στο δημόσια διαθέσιμο τμήμα του αρχείου του, που απόκειται στο ΕΛΙΑ), περιλαμβάνονται πολλές σελίδες, συνήθως κόλλες χαρτί αλλά και μικρότερα χαρτάκια, που κάθε μία έχει επάνω έναν ή περισσότερους στοχασμούς, σχεδόν πάντα με σημειωμένη την ημερομηνία ή και άλλες επεξηγήσεις.  Όμως και από τα νιάτα του (ήδη από το 1910) δημοσίευε στοχασμούς σε εφημερίδες και περιοδικά. Τέτοιους στοχασμούς έχουμε παρουσιάσει σε δυο παλιότερα άρθρα του ιστολογίου (το 2009 και πέρυσι).

Στη δεκαετία του 1930 ο ώριμος πια Λαπαθιώτης δημοσίευε ταχτικά (αλλά όχι σε κάθε τεύχος) στη Νέα Εστία, το κορυφαίο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής, στοχασμούς που συχνά τους παρουσίαζε με τον γενικό τίτλο Μονόλογοι κι ερωτηματικά (άλλοτε: σκέτο Μονόλογοι), που τον διάλεξα και για τίτλο του σημερινού άρθρου.

Παρουσιάζω εδώ μιαν επιλογή από δημοσιευμένους (στη Νέα Εστία) και αδημοσίευτους στοχασμούς. Απ’ όσο (δειγματοληπτικά) έλεγξα δεν έχουν δημοσιευτεί άλλη φορά στο Διαδίκτυο. Η πληκτρολόγηση οφείλεται στον Αχιλλέα Τζάλλα, εξού και το πολυτονικό. Κατ’ εξαίρεση διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου. Στο τέλος κάθε ενότητας βάζω την ημερομηνία δημοσίευσης.

 

— Γ ι ὰ  π ο ι ὸ ν γράφεις;

— Γ ι ὰ  μ έ ν α.

— Τ ό τ ε  γ ι α τ ί  δ η μ ο σ ι ε ύ ε ι ς ὅσα γράφεις, καὶ δὲν τὰ κλείνεις μέσα στὸ συρτάρι σου, νὰ τὰ χαίρεσαι μονάχος, ἐντελῶς;

— Ἀκριβῶς γιὰ νὰ δείχνω καὶ στοὺς ἄλλους π ό σ ο  κ α λ ὰ  ἐ ρ γ ά ζ ο μ α ι  γ ι ὰ  μ έ ν α…

Ὁ ποιητής, ποὺ θ’ ἀπαντοῦσε ἔτσι, θἄλεγε, χωρὶς ἀμφιβολία, ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἀλήθειας. Γιατὶ ἡ πραγματικὴ χαρὰ δὲν ἔγκειται καθόλου σ τ ὸ  ν ὰ  κ ρ ύ β ε ι, ἀλλὰ σ τ ὸ  ν ὰ  δ ε ί χ ν ε ι ὅ,τι κάνει. Ἑπομένως — κ’ ἐδῶ εἶναι, ἴσα ἴσα, ποὺ συλλαμβάνουμε τὸ μυστικὸ σημεῖο ἐπαφῆς τοῦ δόγματος «Ἡ Τέχνη γιὰ τὴν Τέχνη», μὲ τὸ δόγμα «ἡ Τέχνη γιὰ τοὺς ἄλλους» — ἡ καθαρὰ ἀ τ ο μ ι κ ὴ  χ α ρ ά  μ α ς ὅτι δημιουργοῦμε κάτι ἄρτιο, ἐ ξ α ρ τ ᾶ τ α ι,  κ α τ ὰ  β ά θ ο ς,  ἀ π’  τ ὴ  χ α ρ ὰ  π ο ὺ  δ ί ν ο υ μ ε  σ τ ο ὺ ς  ἄ λ λ ο υ ς…

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Δοκίμια, Επετειακά, Λαπαθιώτης | Με ετικέτα: , , | 113 Σχόλια »

Και πάλι για το «προτελευταίο» ποίημα του Κώστα Βάρναλη

Posted by sarant στο 21 Νοεμβρίου, 2021

Το σημερινό άρθρο συνεχίζει και συμπληρώνει (και αναιρεί εν μέρει) ένα παλιότερο άρθρο, του 2010. Βέβαια, από τότε έχουν περάσει σχεδόν 12 χρόνια, οπότε το «και πάλι» του τίτλου ίσως θυμίσει εκείνον τον τσιγκούνη του ανεκδότου, που κράτησε ένα καπέλο επί 30 χρόνια κι όταν αναγκάστηκε να αγοράσει άλλο πήγε στο πιλοπωλείο και είπε: «Μου δίνετε ακόμα ένα καπέλο;».

Προειδοποιώ επίσης ότι το ποίημα για το οποίο θα σας πω είναι άσεμνο, οπότε συνεχίζετε την ανάγνωση με δική σας ευθύνη.

Λοιπόν, το 1994 στην ιντερνετική λίστα Hellas, στην οποία συμμετείχαν κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) Έλληνες φοιτητές και μεταπτυχιακοί σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, ο φίλος Τάκης Παπαλεονάρδος, Αιγινήτης, αργότερα καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Οχάιο, αποκάλυψε «ένα άγνωστο ποίημα του Κώστα Βάρναλη, που το έγραψε ο ποιητής λίγους μήνες πριν πεθάνει».

Το σημείωμα αυτό, το αναδημοσίευσα πρώτα στον παλιό μου ιστότοπο το 2007, και το 2010 στο ιστολόγιο, με την άδεια του Τάκη Παπαλεονάρδου.

Θυμάται ο Παπαλεονάρδος: Το καλοκαίρι του 1974 λοιπόν είχε έρθει ο Βάρναλης στην Αίγινα, και βρέθηκε με τον Ζωγράφο στο καφενείο. Ήτανε μαζί τους και μερικοί φίλοι. Κάποιος λέει του Βάρναλη, «γράψε κάνα ποίημα». Ο Βάρναλης λέει λοιπόν, «θα γράψω ένα για τον φίλο μου το Νίκο». Και εκεί σ’ ένα χαρτάκι έγραψε το παρακάτω ποίημα που το χάρισε στον Νίκο Ζωγράφο. Η θεία μου το αντέγραψε στο σπίτι του Ζωγράφου. Από παλιά γνώριζα την ύπαρξη του ποιήματος, αλλά η θεία μου αρνιόταν να μου το δείξει γιατί ήταν… «σόκιν». Πάντα μου’ λεγε «όχι, είσαι μικρός». Κάποια στιγμή το ξέχασα κι εγώ και πέρασαν κάμποσα χρόνια. Τα τελευταία Χριστούγεννα, που κατέβηκα Ελλάδα, το θυμήθηκα πάλι και μου τόδωσε επιτέλους.

[Ο Νίκος Ζωγράφος ήταν προσωπικότητα του νησιού, υποψήφιος δήμαρχος και συγγενής του Παπαλεονάρδου]

Ιδού λοιπόν το ως τώρα ανέκδοτο ποίημα του Βάρναλη:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αίγινα, Αθυροστομίες, Αθησαύριστα, Μυτιλήνη, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , | 154 Σχόλια »

Αυγουστίνος, περιπατητής στον χώρο και στον χρόνο (εις μνήμην Αυγουστίνου Τσιριμώκου)

Posted by sarant στο 11 Ιουλίου, 2021

Για να τιμήσουμε τον ένα χρόνο από τον αδόκητο θάνατο του ξεχωριστού μας φίλου Αυγουστίνου Τσιριμώκου (1954-2020), το ιστολόγιο δημοσιεύει σήμερα ανέκδοτα κείμενά του, από το προσωπικό τετράδιο του Αυγουστίνου, σκόρπιες σκέψεις, παιχνίδια με λέξεις / ακροστιχίδες  και σχέδια για ποιήματα και πεζά, που τα περισσότερα δεν ολοκληρώθηκαν, ούτε έχουν δημοσιευθεί, σε συνδυασμό με κείμενα της αγαπημένης του Αναστασίας Ζέππου.

Τη σκηνοθεσία των κειμένων την έκανε η φίλη μας η Λουκρητία, η οποία ζητάει συγγνώμη διότι για τεχνικούς λόγους δεν κράτησε το πολυτονικό του Αυγουστίνου παρά μόνο στις ακροστιχίδες στο τέλος, ενώ επέλεξε και το λατινικό ερωτηματικό για να φαίνεται πιο καθαρά το «γιατί».

Θυμίζω το περυσινό άρθρο του ιστολογίου στη μνήμη του Αυγουστίνου, καθώς και μια ειδική σελίδα με δικά του κείμενα. Στη σελίδα αυτή πρόσθεσα χτες ένα ακόμα διήγημά του, Αντίσταση.

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ, ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

Σκόρπια χειρόγραφα του Αυγουστίνου Τσιριμώκου

Σκόρπια χειρόγραφα σε κώδικα μυστικό ταξιδεύουν στο φεγγαρόφωτο πέρα απ΄το χώρο και το χρόνο.

Ο Αυγουστίνος  και η Αναστασία συνομιλούν μέσα απ΄τα κείμενά τους πλέκοντας ένα νήμα ΑΑ που φθάνει μέχρι τη χώρα του Υφαντή, όπου ελπίζουν να συναντηθούν σε κοινή τροχιά προς την αιωνιότητα.

======================================

– Αυγουστίνος,  περιπατητής στο χώρο και στον χρόνο

 Συγκλο-Νηστικός!

Αν και πάντα κάτι μαγειρεύω!

ΖΩ- γραφές :  παιχνιδίσματα της γλώσσας και της σκέψης

ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ

Μιὰ πόρτα όρθια
στη μέση του πουθενά,
που δεν στηρίζεται σε κανένα τοιχο,
περιμένει μάταια κάποιον να την ανοίξει.

Νύχτα. ’Αρωμα νυχτολούλουδου. Και μια νυχτοπεταλούδα  χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, πετά ανεβοκατεβαίνοντας πάνω απ΄τον σιωπηλό κήπο.

Ανάμεσα απ΄τα φυλλώματα του δέντρου παίζουν οι φεγγαραχτίδες.

Γαλήνη.

Δίχτυα από τη Σελήνη
 ανακουφίζουν απώλειες

Άγριο τοπίο , που η τραχύτητά του  με τη βοήθεια του φωτισμού , εξίσου τραχιού, τονίζει τις φωτοσκιάσεις ενός ασημένιου  λεπτουργήματος.

Σ΄ένα υπόπεδο  *  στο βάθος, ένα απλό παιχνίδι φωτός και σκότους.

/* επιφάνεια χωρίς εμφανές σχήμα, αντίθετη του επιπέδου. Συναντάται στα πρώιμα Ελληνικά μαθηματικά που διασώθηκαν από άραβες.

ΜΙΑ ΜΟΡΦΗ

Σκαμμένο πρόσωπο.
Βλέμμα προς τα μέσα. Προς τη μνήμη μιας ζωής πολυκύμαντης και πολύπαθης .
Μια ζωή που χάρισε τελικά όχι παράπονο, μα γαλήνη.
Κι αχνό χαμόγελο
Κάτι με επιείκεια
Κάτι με σημασία
Πάντως αχνό
Χαμόγελο στηριγμένο σε χέρι ακίνητο

Η στάση του σώματος , με το χέρι ανασηκωμένο να χαϊδεύει με τον αντίχειρα ένα πηγούνι που ίσως κάποιος συγγραφέας φτηνών αστυνομικών τύπου Λέμυ Κώσιον, θα το χαρακτήριζε θεληματικό, παραπέμπει στο γλυπτό του Σκεπτόμενου.

Τελικά το βλέμμα του φωτογράφου είναι αυτό που κυριαρχεί επί της – ζωντανής εν τέλει – μορφής που απαθανάτισε.

ΜΙΑ ΜΕΛΩΔΙΑ  απόκοσμη,  μια δεύτερη μορφή.

……………………

– Μού’παν να γράψω κάτι για σένα, Αγαπημένε.

Κι εγώ σε σκέφτομαι και σε θωρώ μέσα από διάφορα φωτογραφικά ενσταντενέ καθημερινώς και αδιαλείπτως.

Βαδίζω στους δρόμους, σηκώνω το βλέμμα μου στον ουρανό. Το πρωί μιλώ στον ήλιο και εννοώ εσένα. Προσεύχομαι τη νύχτα στο φεγγάρι και σ΄αναπολώ.

Φεγγαρόφωτος έρχεσαι κάθε νύχτα να φωτίσεις την ερημιά μας.

– …με αθέατο φωτοστέφανο και θεατή χιονισμένη κόμη,

Φεγγάρι, μάγια μού ’κανες!

– Σαν παιδί ισόβια άκακο, αστείο, έρχεσαι αθόρυβα στον ξύπνιο ή στον ύπνο μας, γελάς σπαρταριστά, μας ψιθυρίζεις ανέκδοτα πολλά και μας αγκαλιάζεις γενναιόδωρα.

– Κατά πρώτον οφείλω να δηλώσω ότι είμαι ανύπαρκτο πρόσωπο.

Και δεύτερον, να δώσω μερικά στοιχεία για μένα :

α) είμαι απροσδιόριστης ηλικίας. Λένε – κάποιες κακές γλώσσες ότι ξεπερνώ τους 8 αιώνες.

Ψευδέστατον. Δεν μπορεί να είμαι πάνω από 450 ετών.

Μπορεί όμως να είμαι και τριών ετών – παρά κάτι μήνες. Ουδείς γνωρίζει.

β) οι σπουδές μου περιλαμβάνουν Αφύσικη, Μεταμαθηματικά, , Παράξενες γλώσσες, Γεωμορφολογία κολάσεως, Παραμουσική, Παραλογία και Παιγνιδοσοφία.

Αλλά η τωρινή μου ενασχόληση έχει να κάνει με Ιδιωτογραφία (το αντίθετο της δημοσιογραφίας).

γ) χόμπυ δεν έχω, καθόσον με καλύπτουν οι ονειροφαντασίες μου.

Ως ένα βαθμό, πάντως, μπορώ να δηλώσω συλλέκτης : Αισθημάτων.

– Αυγουστίνε μας, άνθρωπε της καρδιάς μας,

Αφουγκραζόμαστε το άρρητο μέσα από την ποικιλία της κάθε γραφής σου, του θεατρικού μονολόγου, της μουσικής που τραγουδάς και της θυσίας σου.

Δε μας ακούς?

– Δεν είμαι ο Αυγουστίνος.
Ο Αυγουστίνος ήταν, αλλά δεν είναι πια,
αφού χάθηκε πίσω στα χρόνια
της εφτάζυμης μαυρίλας.

Δεν είμαι ούτε κάποιος απ΄την ατέρμονη σειρά
των τολμηρών ανώνυμων ηρώων.

Η αχνή μορφή που φαίνομαι
περικλείνεται σε ένα στίχο,
ένα τραγούδι,
μια απλή μελωδία με τρεις μικρές νότες.

κι η φωνή του Υβ Μοντάν στο ρεσιτάλ του
στο Ολυμπιά του Παρισιού.
Αφήνει διάφανη να φανεί μέσα της
ακολουθία σκέψεων που έκαναν άλλοι
Και αντιγραφή άχρηστων λέξεων
που κούφιες αντηχούν στην εκφορά τους.

Είμαι το τέλος μου που επιστρέφει
Στην αρχή του χρόνου του δικού μου
σαν ουροβόρος όφις που τρώει την ουρά του
Αδιάκοπα κι αμείλικτα.

Ίσως είμαι αυτό που είμαι.
Αυτό το πράγμα που είμαι
και που δεν θα είμαι
πάλι και πάλι απ΄την αρχή.

================

Ad infinitum …    Όταν έρχονται τα σύννεφα

Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα «πρέπει» και «μη».

Ανάμεσα σ΄αυτά τα δυο τέρατα, τη Σκύλλα του «μη» και τη Χάρυβδη του «πρέπει», βάδιζα σα σε τεντωμένο σκοινί, προσπαθώντας να ισορροπήσω χωρίς να πέσω – μα του κάκου!

Όλο έπεφτα – πότε στο γκρεμό ενός «πρέπει» που δεν εκπλήρωνα, πότε στο ρέμα του «μη» που με παράσερνε στα άγρια νερά της … αμαρτίας. Γιατί, ό,τι ανήκε στη σφαίρα του «μη» ήταν φορτισμένο με το βαρύ, αν και άδειο, κασόνι της ηθικής.

Μεγαλώνοντας ανακάλυψα πως η λέξη «αμαρτία» σημαίνει στην ουσία «αστοχία» , «στραβοπάτημα» και όχι ηθική καταδίκη σε μια Δαντική κόλαση.

Μα ήταν πια αργά.

Τα «πρέπει» και «μη», σαν τον χιτώνα του Νέσσου, είχαν γίνει ένα με το δέρμα μου.

Για να τα βγάλω, έπρεπε μαζί να ξεκολλήσω και τις σάρκες μου.

Κατάλαβες τώρα, γιατρέ μου?

–  Ακριβέ και αγαπημένε μας φίλε!

Δε μας ακούς?

– Ακούω

Ακούω το «άκου» που μου λέγανε οι δάσκαλοι.
Το «άκου εδώ, νεαρέ μου…»
Με το άγριο ύφος της επίπληξης .
Ακούω τη φύση να προσπαθεί
Με τους δικούς της ήχους
Να σβήσει την ανυποφορη κακοφωνία
Των ανθρώπων που μισούν
Και να μην τα καταφέρνει.
Ακούω τη φύση να βογγάει
Καθώς την τρυπούν, τη σφάζουν, τη βιάζουν
Τη σκοτώνουν με μηχανές.
Τη σκοτώνουν με τη σκέψη πιο πολύ.
Ακούω τον Έρωτα να ουρλιάζει
Πνιγμένος ανάμεσα στα κύματα του χρήματος,
Του εμπορίου , του κέρδους,
Του άπληστου θανάτου
Σε μια μάχη χωρίς τέλος
Χωρίς σκοπό

Ακούω…
Κλείνω τ΄αυτιά μου
κι όμως
ακόμα
Ακούω…

=======

– Μίλα μας . Χωρίς εσένα είμαστε στον αέρα

– Είστε από το ραδιόφωνο? Ωραία! Ραδιόφωνο για μένα είναι ένα ηχητικό παράθυρο που ανοίγει για να μπει  ο φρέσκος αέρας της φαντασίας, αλλά ενίοτε και κάποια δυσώδη καυσαέρια.

– Μα δε θυμάσαι?

– Τι είναι η μνήμη? :

 Η νίκη του έρωτα επί του θανάτου?

 ή η εκδίκηση του κυττάρου προς τον χρόνο?

Όταν η ανάμνηση ξεθωριάζει :

Ο φόβος ανοίγει τα μάτια του και μας κοιτάζει

 Η Κίνα ξεμένει από μελάνη

 Το παιδί κάνει τσέρκι τον κύκλο του χρόνου.

Αν δεν είχαμε οι άνθρωποι μνήμη…

θα έπρεπε να την εφευρίσκαμε

θα είχε ανθρώπους η μνήμη

Αιωνία μας η μνήμη!

Τι είναι αυτό που ξεχνάμε ευκολότερα?

 το μαύρο μεσοδιάστημα ανάμεσα σε δύο όνειρα

 πως υπάρχει αύριο, ίσως χωρίς εμάς.

 

=========================

 

– ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕ Αυγουστίνε μας ! Μίλα μας για το χρόνο , ταξιδευτή.

– Εδώ? Και τώρα? Ασαφείς έννοιες.

Τώρα – μιλάμε για μια στιγμή? Μα …πάει! Πέρασε!

Είναι ήδη παρελθόν

Οι συνομιλίες γύρω μου γίνονται ΕΔΩ. Το προσδιορίζω χωρικά : ΕΔΩ ! Γύρω μου.

Αλλά κι αυτό ανήκει στο άμεσο παρελθόν.

Το ‘ είναι τόσο εξωπραγματικό, τόσο ασύλληπτο.

‘Αραγε έχουν κι άλλο αυτό τον προβληματισμό?

Βλέπω παντού σκεφτικές φατσούλες. ΕΔΩ  και … ΤΩΡΑ?

– Ναι, τώρα τι κάνεις?

– Εντύπωση!

– Ατάκες, γρίφοι και λογοπαίγνια… Όπως πάντα… Όμως σωπαίνεις για καιρό…

– Απροθυμία καταξίωσης!

– Σωπαίνεις με ένα μύχιο χαμογελάκι στα χείλη σου, για να αντέχεις την πίκρια και τη μοναξιά σου.

 – Το μέλλον προπορεύεται

Στον ίδιο δρόμο με μένα

Πάμε στην ίδια κατεύθυνση

Και βλέπω μόνο την πλάτη του

Φοβάμαι

Τη στιγμή που θα δω

το πρόσωπό του

– Δεν είσαι μόνος. Είσαι το Φως μου, ο άνθρωπός μου, ο άνθρωπός μας.

 Η Αγάπη σου  φωτίζει τις πολύπαθες ψυχές μας και μας καλεί κοντά σου.

-Ανέκαθεν αντιμετώπιζα τον εαυτό μου ως τρίτο πρόσωπο, πρόσωπο δηλαδή ξένο προς το βαθύτερο είναι μου. Αυτό μου έδωσε κάποια στιγμή τη δυνατότητα να έχω την προκάλυψη των μύχιων σκέψεων και αισθημάτων μου που τόσα χρόνια με έφερναν σε αμηχανία και μου δημιουργούσαν γλωσσοδέτη αθεράπευτο.

Όμως ακόμα κι έτσι δεν ξέφυγα από τη δυσκολία της επιβολής αλλότριων δεσμεύσεων , απότοκων μιας κοινωνίας χωρίς πρόσωπο και σώμα.

– Κι εσύ δεν ήθελες να δείχνεις το πρόσωπό σου… διάλεξες την κατάλληλη μεταμφίεση

– Κύρος Μοναχός : κατά κόσμον Ιάκωβος Ευσταθίου.

Μετά το πέρας της σχολικής του εκπαιδεύσεως, ενετάχθη εις τας τάξεις των φραγκισκανών μοναχών.

Εγεννήθη εις Σύρον εν έτει Κυρίου 1948, εκάρη τω 1973 και έκτοτε διάγει βίον μοναστικόν, ασχολούμενος – μεταξύ άλλων με την καλλιγραφικήν αντιγραφήν ιερών κειμένων – και όχι μόνον.

Εξέδωσεν σποραδικώς μικρά και άτεχνα – εν πολλοίς πονήματα, μετανοών εκ των υστέρων δια την αλαζονείαν και ματαιοδοξίαν , ήν επέδειξεν.

Βαδίζων προς την δύσιν του βίου του, έν μόνον εύχεται : να λησμονηθεί υπό των συνανθρώπων του, ώστε να μη συνεχίσει να τους βαρύνει έστω και μετά θάνατον.

– Να βαρύνει? Μια ανάμνηση? Γιατί να βυθιστεί στη λήθη?

– «Ειν᾿ η ζωή μια θάλασσα και μεις καπεταναίοι, είναι στ᾿ αλήθεια τυχεροί όσοι πεθαίνουν νέοι.».

Είναι πιο χάι…

Το χάι – κάι
Σπειρί σιτάρι τέχνης
Που θα φυτρώσει

Ἔξω φυσάει…
Ἀπὸ τὰ δέντρα πέφτουν
κομμάτια χρόνου.

Ὅλος ὁ κόσμος
κλεισμένος στὴν παλάμη
ενός εφήβου.

Πόσο χρυσάφι
μοιράζεται ἀπ΄ τὸν ἥλιο
σὲ κάθε δύση.

Χίλιες εἰκόνες
σπαρμένες ἀπ` το χέρι
τῆς εἰμαρμένης…

ΚΥΡΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ

=============================================

Αυτόν ελπίζουμε να μην τον δούμε
Σε τηλεόρασης σφηνάκια
Διαφημιστικά
Να πάει σαν να ζει ακόμα
Να πλασάρει
Νεκρά και άψυχα άχρηστα « αγαθά»

===============================

– ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΑΝ ΦΥΓΕΙΣ… για την άκρη του κόσμου

– Δέκα στρατιώτες κι ένας λοχαγός , τραγουδούσε η Αρλέτα τη δεκαετία της εφηβείας μου. Και διάβαζα στις συνεντεύξεις της για τους στίχους της Παυλίνας Π- μπούδη και του Νίκου Χουλιαρά.

Λίγο αργότερα έγινα ένας από τους «Νεκροζώντανους στο Κύτταρο» , με τα Μπουρμπούλια και το Νιόνιο , με τη Μαρίζα Κωχ να τραγουδάει δημοτικά με συνοδεία μόνο ντραμς , με το Σπαθάρη να παίζει πίσω απ΄το πανί.

Και ήταν κι η εποχή του Γούντστοκ, του Easy Rider, και του «Φράουλες και Αίμα» με το Circle game  με τη φωνή της  Buffy Sainte Marie    Ωραίοι καιροί!

Τελικά ο Πήγασος για κάποιους είναι καλαμένιο άλογο…

Ταυτόχρονα στη βιβλιοθήκη του σπιτιού, κυρίως της αδελφής μου, θησαυροί προς εξερεύνηση – Ρίτσος, Βρεττάκος, η επτάτομη Ανθολογία της Ελληνικής ποιήσεως του Πολίτη από τις εκδόσεις Γαλαξία, ο Ράσσελ με την Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας…

Και να! Προβάλλει η πομπή των γνώμων, :

Μπροστά – μπροστά ο πιο γέρος και πίσω κατά σειρά ηλικίας.

Κι αρχίζουν το χορό,  καταμεσίς στον κήπο .

Έναν ξέφρενο χορό, σα να προκαλούν το ολόγιομο φεγγάρι να κατέβει να παίξει μαζί τους.

Οι γέροι χωριστά…

Γωνιώδη περιγράμματα τα πρόσωπα απέναντι

(μήπως αγωνιώδη? – παρντόν! Δεν κρατήθηκα!)

Αλι_ήθεια! ….ή μήπως αgli ήθεια?

Τέλος, ακολουθώντας τη νυχτοπεταλούδα χάνονται πίσω απ΄τους θάμνους , πάντα στην ίδια παράταξη.

Παγάβαση … παγήχηση του γω

Ήμουν εκεί κι εγώ…

Και οι δικοί μου θησαυροί? Τα κόμικς κάθε είδους (κυρίως τα διαστημικά/παράξενα/εκπληκτικά κλπ), τα Μίκυ Μάους, ο Αστερίξ , ο Ούμπα-Πα κι ο Ιζνογκούντ στη μια άκρη της αλυσίδας, η Ε.Φ. στην άλλη, με τον Ασίμωφ, τον Κλαρκ και τον Φίλιπ Ντικ ιερή τριάδα.

Θυμάμαι την εξαιρετική απάντηση του Μανολίτο στη Σουζανίτα , είχε πει το αμίμητο :
«Οι επιταγές της ειρωνείας σας δεν έχουν αντίκρυσμα στην τράπεζα του πνεύματός μου».
Έστω και στο σύνηθες υλιστικό πλαίσιο.

=============

Α! Πρέπει να σαι πολύ λέρα για να κυβερνάς γαλέρα!

Το απέφυγα!

Κι αργότερα πλουτίστηκαν οι επικυρίαρχες αναγνώσεις , με τσαλαβουτήματα σε κάθε χαρτογραφημένη περιοχή του λογοτεχνικού – και όχι μόνο – χάρτη.

Το σημαντικό, ωστόσο, είναι η αδιάλειπτη κι αξεδιάλυτη ενότητα λόγου – μουσικής – εικόνας στο υπόβαθρο της διαμόρφωσής μου.

 

===

Ο ορνιθόσαυρος γοητεύει πότες και καπνιστές.

Και περιστρεφόμαστε…

Όλος ο κόσμος
Κλεισμένος στο καβούκι
Μιας χελώνας

=============

======================================

Είχατε ανέκαθεν μορφή
Όχι όμως θεωρία
Για χρόνια πήγατε μακριά
Και γράφατε ιστορία
Να μη σας βλέπω θέλησα.
Όμως ποτέ δεν ξέφυγα
Απ΄του καιρού τη βία

 

ΕΓΩ_ΠΡΟΒΑΤΑ !!

χάνονται μπροστά στην τηλεόραση, αποχαυνωμένα και πειθήνια σαν κοινά πρόβατα, αλλά και με τον άκρατο εγωισμό που τα κάνει συναισΘΥΜΑΤΑ των καταστάσεων.

 

Καλύτερα μόνος κι αλληλέγγυος.
Θα κάνω τα πάντα και σε καλές τιμές.

Θα σας θυμίζω την πανάρχαια τέχνη της καλλιγραφίας , σε μια κοινωνία που ξέχασε την ανάγκη της γραπτής επικοινωνίας

 Δεν θέλετε? Λίγο με νοιάζει! εγώ ήρθα και θα μείνω, ό,τι κι  αν λέτε.

 Έχω μια αποστολή εγώ. Έχω υποχρέωση απέναντι σ’ αυτούς που μ’ έστειλαν.

Θέλετε να φερόμαστε φιλικά? Εντάξει. Δεν θέλετε? Και πάλι εντάξει.

Μπορώ να ζήσω και σαν εχθρός σας. Εδώ φυσικά.

 Ως απεσταλμένος.  Αλλά  εχθρός σας.

 – Εχθρός εσύ? δεν είν’ αλήθεια…

Αγαπάς αφειδώλευτα όλους μας και τον καθένα ξεχωριστά τον τιμάς και τον αναδεικνύεις αθέατα, ουσιαστικά και καθοριστικά.

Ο κύκλος των φίλων σου, κλεισμένος σ΄ένα κοχύλι.

Ήσουν πάντα η ψυχή της παρέας, ο μέντοράς μας.

=======

– ΄Ηρτεν κι ο αρκουδιάρης ο κατσίβελος, με την αρκούδα του, ηύρε το τσούρμο κολλημένο στο μελάκι , πήγε να μαζώξει λίγο κι εκόλλησεν κι αυτός.

Τότενες η αρκούδα που αρέσκει της το μέλι, αρχινάει να γλείφει ολουνούς και τους εκαθάρισεν κι εξεκολλήσασι.

Και ζήσανε αυτοί καλά κι η αρκούδα καλύτερα.

Εμείς, άστα να πάνε…

 

– Η θέση σου μένει άδεια στο αγαπημένο μας νησί.

– Α! Δεσπόζει το νησί. Ένα νησί που, κατά Θεοφίλεια προσέγγιση, φαίνεται ολόκληρο – βουτηγμένο σ΄έναν απόκοσμο ορίζοντα, επηρεασμένο από τη σφαιρικότητα της Γης.

Όλο το έδαφος – στεγνό και άνυδρο, ωστόσο ζωντανό και παραδόξως χαρούμενο – περιβάλλει τον δεντρόφυτο οικισμό και περιβάλλεται με τη σειρά του από δέντρα και άνθη, ανάμεσα από τα οποία ξεπροβάλλει η θάλασσα κι ο ουρανός.

Και τι ουρανός! Φωτισμένος από ήλιο – εικόνα του μύθου του Φαέθοντα, μόνο που λείπει το άρμα και ο αρματηλάτης.

Υπέρμετρα μεγάλος και πύρινος, ωστόσο δεν καίει τα φτερά της  παράτολμης πεταλούδας που τον προσεγγίζει στην πτήση της σαν νέος  Ίκαρος.

– Αγαπημένε, δε μ’ αναγνωρίζεις? 

ΠΙΚΡΙΑ 

– Κόκκινο κασκόλ και άσπρο λαστιχάκι στα μαλλιά.

Το κόκκινο κασκόλ δένει με τα μαύρα ρούχα και το άσπρο λαστιχάκι κάθεται όμορφα στο σκούρο μαλλί με τις κοκκινωπές ανταύγειες.

Τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο διάφραγμα, η γεμάτη καμπυλότητες σιλουέτα, το χαμόγελο της καλωσύνης και  το βλέμμα το παιχνιδιάρικο , το γεμάτο καλοπροαίρετη ειρωνεία , στοιχεία που έρχονται να ολοκληρώσουν την εικόνα την τόσο οικεία και συνάμα τόσο πρωτόγνωρη – κάθε φορά.

Χορός με τη σκιά μου

– Γιατί , πουλάκι μου, έβγαλες την κορδέλα σου απ΄τα μαλλιά?

Γιατί το μαύρο των ρούχων σου τονίζει τόσο το πράσινο χαμόγελο των υάκινθων στην καρδιά σου?

Γιατί ένας κόκκινος χείμαρρος γύρω στο λαιμό σου μοιάζει φλόγα έτοιμη να μας κάψει , κι όμως έρχεται και μας δροσίζει?

Γιατί, πουλάκι μου, είσαι αυτή που ήσουν και που ελπίζουμε να είσαι εσαεί?

============

– Αχ! κι αυτή η βροχή!
Πώς ψιθυρίζει την αγάπη
Και στις υγρές της μελωδίες
Σφυρίζω αλήτικα στο δρόμο
Το τραγούδι μας…

Άκου…

Βροχή  χαμόγελο Τζοκόντας

=========

– Έτσι έγινε και με μπούσουλα το γοβάκι, γυάλινο και μοναδικό , έτρεξε και τη βρήκε ο πρίγκηπάς μας…

 

– Έλα, μην φύγεις τώρα… Όσο μπορείς, μείνε, κρατήσου στη ζωή για να σε προλάβω να φύγουμε παρέα. Μην με αφήσεις μόνη στο χάος του κόσμου στο έρεβος του κακού.

Έλα, μη φεύγεις ΑΓΑΠΗ

Πάντα θα νεκρανασταινόμαστε ΑΓΑΠΗΤΙΚΑ!!!

– Μια μέρα , τη ζωή πού’χασα την ξαναβρήκα εκεί που δεν το περίμενα. Στον έρωτα, που όπως λέει ο Λευτέρης, «μήπως όλες οι φορές δεν είναι πρώτες?» , ξαναβρίσκεις την παιδική αθωότητα, την ευπιστία και την ανάγκη για παραμύθια.

Ναι, ο έρωτας είναι το ελιξήριο της αιώνιας νιότης . Είναι το φίλτρο που σε γυρίζει πίσω, στη ζωή που έχασες χωρίς να το καταλάβεις τότε πως τη χάνεις. Η ανακάλυψη έρχεται μαζί με το ελιξήριο.

– Όλα είναι λέξεις… έλεγες

Κι ύστερα παίζουμε με τις λέξεις για να σταθούν τα μυαλά μας στη θέση τους

– Η ρίζα του προβλήματος
Ή η ρίζα του φρονημίτη?
Λέξεις…
Πώς το λέει ο Διονύσης?
Όλα διαβήκαν
απ΄τις γλώσσες τις στραγγαλίστριες…
Τι σημασία έχουν οι λέξεις,
Χωρίς το πάθος που φέρνει ο έρωτας?
Λέξεις χωρίς την ηχώ της ψυχής,
λέξεις κούφιες, άψυχες, ανίσχυρες
λέξεις σφυριά, χωρίς καρφιά,
λέξεις με μόνη αξία
την πεζή τους χρησιμότητα.
Ο κύκλος των χαμένων ποιητών, λοιπόν?
Των ποιητών που οι Μούσες δεν τους τίμησαν,
δεν τους επισκέφτηκαν,
δεν τους χαιρέτισαν?
Μήπως αυτός είναι ο κύκλος σου?
Ε?
Μίλα!

Γείρε, σκύψε , μίλα μου,
Μίλα, χαμο-μίλα μου
Έρωτας γεννήθηκε,
Θάνατος πατήθηκε
Κι είν’ ο κύκλος άφτιαχτος,
Ίδιος κι απαράλλαχτος
με του δέντρου τη δασιά,
την ψηλή κορμοστασιά,
και στη ρίζα του φυτρώνουν
λουλουδάκια και φουντώνουν.

Γείρε, σκύψε , μίλα μου,
Μίλα, χαμο-μίλα μου.
Έρωτας μ’ αρνήθηκε
Κι ούτε με θυμήθηκε
Κι είν’ ο κύκλος καμωμένος
με τις Μούσες ζυμωμένος.
Μα του δέντρου η σκιά
πέφτει πάνω μου βαριά
και με σφίγγει, με πονάει
Όνειρο ήτανε και πάει!

Σήκω, φύγε, μη μιλάς.
Σήκω,
——  φύγε,
—————– μη μιλάς!

Ξημερώνει. Οι πρώτες ακτίνες της μέρας  ανασαλεύουν το χαλί της πάχνης.

– Σωπαίνεις…
Πόσος καιρός πάει , Αγαπημένε?
Προσπαθώ να κάνω αυτό που μου έλεγες πάντα
Να γράφω πολύ … να τραγουδω πολύ… να είμαι με φίλους…
μα
Έχω ανάγκη να σ΄ακούσω να ξετυλίγεις μια νέα ιστορία…
Μια δική μας ιστορία…
Νοιώθω ανίσχυρη , άδεια, πώς να γράψω όταν τρέμει το χέρι μου, όπως  το χέρι της κεντήστρας στην ιστορία που μας έλεγες.

Σαν κι εκείνη κι εγώ,
Καθηλωμένη εδώ. Απέμεινα να θυμάμαι, να κλαίω, ΝΑ ΚΑΝΩ ΟΤΙ ΖΩ.

 – Δώσε στο μέλλον μια ευκαιρία
Μήπως ξανάρθει…

 – Απηχεί ενδόμυχος ο κλαυσίγελώς σου στα μετρημένα λόγια σου, στο σοφό σου βλέμμα. Κι αθώος παραμένεις έως θανάτου παντοτινά.

«… Τέλος και εν τω πνεύματι γαλήνη … και τω Θεώ δόξα και …δόξη και τιμή στεφάνωσόν με με δάφνες και δενδρολίβανον και κάππαρη σε κόκκους καρπώδεις…»

ΑΥΓΟΥΛΙΝΟΣ ΟΛΕ!!

Ο κήπος ξυπνάει, τα πρώτα σκιρτήματα της μέρας συνθέτουν μια αλλόκοσμη αρμονία , γεμάτη διάφωνα ακούσματα, Η αντίθεση της μέρας προς τη νύχτα.

Σκιά για μας εκείνος
Σκιές κι εμείς γι αυτόν

 

– Επιτακτική η λάμψη σήμερα!
– Είσαι το δικό μου φωτεινό αστέρι,  που λαχταρώ να ακολουθήσω και να ταξιδέψουμε σε κοινή τροχιά…

– Μπα!

Τ΄αστέρια ξεκίνησαν με αυτοκτονία
Όμως κερδίσαμε τη στιγμή.

Αυτές οι άχρονες στιγμές δηλώνουν άρρητα την αιωνιότητα του εφήμερου και το περαστικό της τέχνης.

Άφεριμ!

========================

ΤΕΛΟΣ

Posted in Αθησαύριστα, Εις μνήμην, Λογοπαίγνια, Ποίηση | Με ετικέτα: , , | 55 Σχόλια »

Βασίλης Αλεξάκης, Μια γλώσσα για να γελάω και μια γλώσσα για να κλαίω

Posted by sarant στο 17 Ιανουαρίου, 2021

Πριν από μερικές μέρες έφυγε από τη ζωή ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης, στα 77 του χρόνια (γεννημένος Χριστούγεννα του 1943).

Ο Αλεξάκης κατέχει μοναδική θέση στα γράμματά μας επειδή όχι μόνο έζησε σε δυο χώρες, Ελλάδα και Γαλλία, αλλά και έγραψε σε δυο γλώσσες, ελληνικά και γαλλικά, και μάλιστα από ένα σημείο και μετά έγραφε τα βιβλία του άλλοτε στα γαλλικά και άλλοτε στα ελληνικά (ανάλογα με τους ήρωες, όπως έχει πει) και στη συνέχεια τα ξανάγραφε στην άλλη γλώσσα. Τα μετέφραζε, αλλά επειδή, όπως έχει πει, η μετάφραση είναι «μια πολύ αυστηρή ανάγνωση», ξαναγράφοντας το κάθε βιβλίο το βελτίωνε.

Επιπλέον, στα περισσότερα βιβλία της ωριμότητάς του παίζουν κεντρικό ρόλο η γλώσσα, οι γλωσσικές αναζητήσεις και οι γλωσσικές συζητήσεις, δηλαδή οι ήρωές του πολύ συχνά συζητούν για τη γλώσσα, αναφέρουν ετυμολογικές πληροφορίες ή συγκρίνουν πώς λέγεται μια λέξη ή μια έκφραση στα ελληνικά, στα γαλλικά και σε άλλες γλώσσες. Aκόμα και οι τίτλοι αρκετών από τα βιβλία του έχουν γλωσσικό θέμα: Η πρώτη λέξη, Οι ξένες λέξεις, Η μητρική γλώσσα.

Βέβαια, ίσως το πιο γνωστό βιβλίο του να είναι το Τάλγκο, το πρώτο που έγραψε απευθείας στα ελληνικά (1980). Είναι το πιο γνωστό, επειδή έγινε ταινία, Ξαφνικός έρωτας. Θυμάμαι που το διαβάσαμε όντας φοιτητες και οι κοπέλες της παρέας μας απορούσαν πόσο καλά ο συγγραφέας εξέφραζε τον γυναικείο τρόπο σκέψης -γιατί η αφηγήτρια είναι γυναίκα.

Γυρω στο 2008-9 με είχε αναζητήσει μέσω κοινών γνωστών και κάναμε από το τηλέφωνο μια συζήτηση για διάφορους γλωσσικούς μύθους που κυκλοφορούν στην Ελλάδα. Γράφω ένα βιβλίο, μου είχε πει. Το βιβλίο αυτό ήταν Η πρώτη λέξη -το έγραψε πρώτα στα γαλλικά, αφού εκτυλίσσεται στο Παρίσι, έστω κι αν η αφηγήτρια είναι Ελληνίδα. Οι ήρωες είναι οι περισσότεροι Γάλλοι ή Έλληνες της Γαλλίας. Σε ένα σημείο του βιβλίου, κάποιος αναφέρει τους ελληναράδικους γλωσσικούς μύθους -ας πούμε για τα εκατομμύρια των ελληνικών λέξεων- που είχαμε συζητήσει στο τηλέφωνο με τον Αλεξάκη.

Στο βιβλίο αυτό ο Μιλτιάδης, αδελφός της αφηγήτριας, δικαιολογώντας την προτίμηση της κόρης του να μιλάει γαλλικά, παρόλο που και οι δυο γονείς της είναι Έλληνες, λέει ότι «Τη μητρική γλώσσα δεν τη δίνει η μάνα, τη δίνει η γειτονιά». Αυτό το είχε εκφράσει και ο ίδιος ο Αλεξάκης σε πολλές συνεντεύξεις.

Σε κάποια άλλη συνέντευξη είχε πει κάτι που το έχω επαληθεύσει και με άλλους που ζουν στα ξένα. Όταν, λέει, ζεις πολλά χρόνια στα ξένα χωρίς ευκαιρία να χρησιμοποιείς τη γλώσσα σου, αρχίζεις πια να σκέφτεσαι στην ξένη γλώσσα που τη μιλάς καθημερινά, ωστόσο υπάρχουν τρία πράγματα που παραμενουν στη μητρική γλώσσα:  οι αριθμοί τηλεφώνου, οι λογαριασμοί που κάνεις με το μυαλό σου και οι βλαστήμιες.

Βέβαια, από ένα σημείο και μετά ο Αλεξάκης άρχισε να έρχεται συχνότερα στην Ελλάδα, κατάκτησε ξανά τη μητρική του γλώσσα, όπως θα δείτε παρακάτω, συνέχισε όμως να μοιράζεται ανάμεσα στις δυο χώρες, έως τα τελευταία χρόνια που αγκυροβόλησε μόνιμα στην Αθήνα. Η δεύτερη πατριδα του πάντως τον τίμησε με περισσότερα βραβεία από την πρώτη, αν και έχει τιμηθεί και στην Ελλάδα με Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.

Το 2013 μου είχε αναθέσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να διοργανώσω μια σειρά σεμινάρια για ελληνομαθείς μεταφραστές, που μετέφραζαν από άλλες γλώσσες προς την ελληνική, οπότε ζήτησα από τον Αλεξάκη να μας κάνει μια ομιλία, ακριβως για τη μοναδική του θέση ανάμεσα στις δυο γλώσσες και για τη μοναδική του ιδιότητα να είναι μεταφραστής του εαυτού του. Η ομιλία αυτή είχε τίτλο «Μια γλώσσα για να γελάω και μια γλώσσα για να κλαίω», που τον έχει χρησιμοποιήσει και άλλες φορές σε ομιλίες του. Ηχογράφησα την ομιλία, με ερασιτεχνικά όμως μέσα κι έτσι με πολύ κακή ποιότητα ήχου. Την παραθέτω στα επόμενα, μαζί με την αρχή των ερωτήσεων -παραλείπω άλλη μια ώρα ηχογράφησης επειδή γίνεται συζήτηση που ακούγεται πολύ δύσκολα. Οι πολλές ερωτήσεις που έγιναν βέβαια δείχνουν ότι το θέμα μας είχε γοητεύσει.

Επειδή ακριβώς ο ήχος είναι πολύ κακός, έχω απομαγνητοφωνήσει με μεγάλη, αλλά όχι απόλυτη, πιστότητα τα όσα είπε εκείνη τη μέρα, στις 7 Νοεμβρίου 2013, ο Αλεξάκης, Αν περιοριστείτε στο γραπτό δεν θα χάσετε σχεδόν τίποτε, αλλά ακούστε λίγο και το ηχητικό αν δεν έχετε άλλη φορά ακούσει τον γλυκύτατο αυτόν άνθρωπο να μιλάει. Ή, μπορείτε να τον δείτε εδώ, στη γαλλική τηλεόραση, στη θρυλική εκπομπή Apostrophes του Μπερνάρ Πιβό, το 1989, μετά την έκδοση του βιβλίου του Παρίσι-Αθήνα -ή μάλλον Paris-Athènes.

Μια γλώσσα για να γελάω και μια γλώσσα για να κλαίω (ομιλία του Βασίλη Αλεξάκη)
Πήγα πολύ νέος στη Γαλλία και εκεί έμαθα τη γλώσσα, γιατί τα γαλλικά που ήξερα ήταν τα γαλλικά του σχολείου. Λοιπόν, δεν ήξερα καλά τη γλώσσα όταν πήγα στη Γαλλία, ένα σωρό πράγματα δεν τα καταλάβαινα, παρακολουθούσα με δυσκολία τα μαθήματα, στη σχολή δημοσιογραφίας στη Λιλ. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, όταν έφτασα στο σταθμό της Λυών στο Παρίσι, διότι εκείνη την εποχή δεν ταξιδεύαμε με αεροπλάνα, όταν έφτασα λοιπόν στον σταθμό κάποιος με ρώτησε τι ώρα είναι, που είναι κάτι πολύ εντυπωσιακό διότι στους σιδηροδρομικούς σταθμούς έχει παντού πολλά μεγάλα ρολόγια. Και εγώ είπα ότι είναι minuit (μεσάνυχτα) και ο Γάλλος που με είχε ρωτήσει με διόρθωσε αμέσως, διότι ήταν μέρα. Όχι minuit μου λέει, midi. Minuit c’est l’heure du crime. Και για μένα, που ήθελα να γράψω μυθιστορήματα, διότι αυτή ήταν ανέκαθεν η επιθυμία μου, η δημοσιογραφία δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα, αυτή η φράση ήταν μια πολύ καλή αρχή.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Εις μνήμην, Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα, Παρίσι, γαλλικά | Με ετικέτα: , , , , , | 128 Σχόλια »

Περαστικός απ’ τα Μετέωρα (αφήγημα του Γιώργου Κοτζιούλα)

Posted by sarant στο 1 Σεπτεμβρίου, 2019

Κυριακή και πρώτη του μηνός σήμερα οπότε έχουμε σύγκρουση λογοτεχνικής ύλης (διότι Κυριακή) και μηνολογίου (διότι πρώτη του μηνός). Συνήθως στη σύγκρουση αυτή υποχωρεί η λογοτεχνική ύλη, σήμερα όμως θα κάνουμε εξαίρεση και θα μεταθέσουμε το μηνολόγιο για αύριο. Ο λόγος είναι πως θέλω να τιμήσω μιαν επέτειο.

Στις 29 Αυγούστου 1956 είχαμε τον πρόωρο θάνατο του αγαπημένου μου ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα, στα 47 του χρόνια, όταν η καρδιά του δεν άντεξε τους εξοντωτικούς ρυθμούς δουλειάς του επαγγελματία γραφιά. Ο γιος του μού στέλνει ένα άγνωστο αφήγημα του Κοτζιούλα, στο οποίο ο ποιητής αφηγείται πώς έφυγε από τη χειμαζόμενη Αθήνα τον πρωτο χειμώνα της Κατοχής, τον Νοέμβρη του 1941, για να αποφύγει τον σχεδόν βέβαιο θάνατο από πείνα. Η γενέθλια Πλατανούσα, αν και πάμφτωχη, μπορούσε να του εξασφαλίσει την επιβίωση.

Ο Κοτζιούλας δημοσίευσε το αφήγημά του το 1948 σε συνθήκες εμφυλίου. Ίσως γι’ αυτό να αναφέρει πως δεν ξαναπέρασε από την Καλαμπάκα μετά το 1941. Από τα ημερολόγιά του, που σύμφωνα με τις ενδείξεις θα εκδοθούν επιτέλους φέτος, ξέρουμε ότι μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, στη συντεταγμένη αποχώρηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από τα Γιάννενα, φυσικά μέσω Κατάρας, πέρασε και από την Καλαμπάκα. Εκτός αν εννοεί ότι τη δεύτερη φορά δεν έμεινε εκεί.

Τα μπακέτα για τα οποία γίνεται λόγος στο αφήγημα είναι πακέτα καπνό που έφερνε στον πατέρα του.

Γ. Κοτζιούλας, Περαστικός απ’ τα Μετέωρα, Μετέωρα*, τεύχ. 2 (1948) 62-64.

* Περιοδικό του ΕΜΟΤ (Εκδρομικός Μορφωτικός Όμιλος Τρικάλων).

Θυμάμαι τον πρώτο χειμώνα της σκλαβιάς και της πείνας, το μαύρο χειμώνα του 41. Τότε μ’ έφερε η τύχη να περάσω κι εγώ για πρώτη φορά απ’ την Καλαμπάκα. Τότε ανέβηκα κι εγώ, προσκυνητής της περίστασης, στα φημισμένα Μετέωρα.

Σαν πουλιά που τα κυνηγάει ανεμική, έφευγαν οι άνθρωποι μπουλούκια απ’ τη ρημαγμένη πρωτεύουσα, που φτωχομάνα των επαρχιωτών ως τα χτες, είχε καταντήσει τώρα με τους Γερμανούς κολασμένο στρατόπεδο, κοιλάδα των δακρύων. Πουλούσαν ό,τι είχαν ο καθένας κι όσο όσο, κοιτάζοντας όπως μπορούσαν να βγάλουν την άδεια απ’ τους Ιταλούς για να πάρουν τα μάτια τους μια ώρα αρχύτερα και να ζητήσουν άσυλο στις πρώτες φωλιές τους, στις φτωχούλες πατρίδες που καρτερούσαν όλο στοργή τα κακότυχα παιδιά τους.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Αναμνήσεις, Εις μνήμην, Κατοχή, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , | 106 Σχόλια »

Η νοσταλγία του Γιάννη (πασχαλινό διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 29 Απριλίου, 2019

Δεύτερη μέρα σήμερα του Πάσχα, μέρα αργίας. Συνεχίζουμε λοιπόν στο ιστολόγιο με ανάγνωσμα λογοτεχνικό και πασχαλινό -ή μάλλον μεταπασχαλινό, όπως θα δείτε.

Χτες βάλαμε αφήγημα για τον Παπαδιαμάντη, σήμερα θα δούμε ένα διήγημα του ίδιου του Παπαδιαμάντη, αλλά διαφορετικό από τα άλλα. Το διήγημα που θα παρουσιάσω σήμερα έχει την ιδιαιτερότητα ότι προστέθηκε στο παπαδιαμαντικό κόρπους τα τελευταία χρόνια, διότι ήταν αθησαύριστο και είχα τη μεγάλη χαρά και τιμή να το ανακαλύψω τυχαία, καθώς αναδιφούσα παλαιά σώματα του περιοδικού Οικογένεια. Όλη την ιστορία της ανακάλυψης την παρουσιάζω σε παλιότερο άρθρο του ιστολογίου, το 2012 (τότε δεν είχε επιβεβαιωθεί απολύτως η γνησιότητα του διηγήματος).

Αργότερα, το διήγημα κυκλοφόρησε και σε ξεχωριστό τομίδιο από τις εκδόσεις Ερατώ, και πλέον έχει προστεθεί και επίσημα στο σώμα των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, η 172η ψηφίδα.

Το διήγημα εκτυλίσσεται στη Σκιάθο -αυτό δηλώνεται έμμεσα, από το τοπωνύμιο Βουρλίδια, που το βρίσκουμε και σε άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη (πχ. στα «Συμβάντα στο μύλο») αλλά και από το πρόσωπο του ταβερνιάρη Σαραφιανού, ο οποίος επίσης εμφανίζεται σε άλλα διηγήματα (π.χ. στο «Σπιτάκι στο λιβάδι»). Ο Θωμάς Σαραφιανός ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Σε δημοσιογραφικό του άρθρο, ο Παπαδιαμάντης επαινεί το μοσχάτο κρασί που σερβίρεται στο «οινοπωλείον και παντοπωλείον Η Μουργιά του Θωμά Σαραφιανού εις την Σκίαθον».

Κατ’ εξαίρεση, το κείμενο το παραθέτω σε πολυτονικό. Ελπίζω αυτό να μην προκαλέσει πολλά προβλήματα σε όσους έχουν κινητές συσκευές -αλλά αυτοί μπορούν να το διαβάσουν και εδώ.

 

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Διηγήματα, Παπαδιαμάντης, Πασχαλινά | Με ετικέτα: , , , | 82 Σχόλια »

Πάσχα με τον Παπαδιαμάντη

Posted by sarant στο 28 Απριλίου, 2019

Το έχουμε καθιερώσει, τα τελευταία χρόνια, να βάζουμε ανήμερα της Λαμπρής ένα πασχαλινό διήγημα, συχνά του Παπαδιαμάντη, διότι το ιστολόγιο έχει γούστα συντηρητικά.

Φέτος θα κάνουμε, όχι για πρώτη φορά, μια τροποποίηση στο έθιμο. Δεν θα δημοσιεύσουμε διήγημα του Παπαδιαμάντη, αλλά ένα αφήγημα του Κώστα Βάρναλη για τον Παπαδιαμάντη, δηλαδή με ήρωα, ας πούμε, τον Παπαδιαμάντη.

Κι άλλη φορά έχουμε στο ιστολόγιο δημοσιεύσει παπαδιαμαντικά κείμενα του Βάρναλη και ανάμεσά τους, πριν από τέσσερα χρόνια, «Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη«. Όπως θα δείτε, το σημερινό κείμενο είναι διαφορετικό, συνδυάζει χρονογράφημα με προσωπικές αναμνήσεις, όταν ο νεαρός Βάρναλης (δεκαοχτάχρονος) είχε γνωρίσει στη Δεξαμενή τον γηραιό (πενηντάχρονο!) Παπαδιαμάντη.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Προοδευτικός Φιλελεύθερος στις 8 Απριλίου 1950, Μεγάλο Σάββατο τότε. Λίγες μέρες αργότερα, ο Βάρναλης θα άρχιζε να δημοσιεύει καθημερινά χρονογράφημα σε αυτή την απογευματινή κεντροαριστερή εφημερίδα, μια συνεργασία που διάρκεσε ως το καλοκαίρι του 1953 -τότε ο Φιλελεύθερος έκλεισε και ο Βάρναλης άρχισε τη συνεργασία του με την Αυγή.

Πολλές ευχαριστίες οφείλω στον φίλο μας τον Νεοκίντ που πληκτρολόγησε το κείμενο. Έγινε εκσυγχρονισμός της ορθογραφίας.

Θυμίζω και άλλα πασχαλινά αναγνώσματα που έχουμε δημοσιεύσει:

Αλ. Μωραϊτίδης, Άρατε πύλας

Παπαδιαμάντης, Παιδική Πασχαλιά

Παπαδιαμάντης, Ο αλιβάνιστος

Κώστας Βάρναλης, Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη

Παπαδιαμάντης, Χωρίς στεφάνι

Εμμ. Ροΐδης, Τα κόκκινα αβγά

Ν. Λαπαθιώτης, Η θυσία

Και βέβαια, το ιστολόγιο εύχεται σε όλες και όλους Χριστός Ανέστη!

Πάσχα με τον Παπαδιαμάντη

Του κ. ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ

Το Πάσχα του καλού καιρού, το Πάσχα της Αγάπης, δε θα το βρούμε πουθενά στον αιώνα του Μίσους. Μονάχα στον Παπαδιαμάντη. Αυτές τις μέρες κάθε απελπισμένος, κάθε νοσταλγός των περασμένων, πρέπει να διαβάζει τα «Πασχαλινά διηγήματα» του μεγάλου Σκιαθίτη. Θα τον πάρουν οι άνεμοι της Άνοιξης γεμάτοι καλοσύνη και θα τον μεταφέρουν στο ειρηνικό νησί των Βορείων Σποράδων, αντίκρα στο χιονισμένο Πήλιο με τα γαλανά τ’ ακρογιάλια ,τις πράσινες πλαγιές, τους ανθισμένους κάμπους, στο μεθυσμένο από τ’ αρώματα και τα λιβανωτά. Ουτοπία – δεν υπάρχουνε πια τέτοιοι τόποι! – ανάμεσα στους ξαφνισμένους … Σεληναίους – δεν υπάρχουν πια στη γη μας τέτοιοι άνθρωποι! – και θα ζήσει για λίγες, αξέχαστες ώρες το μέγα «Άλλοθι» της Αγάπης, που χάθηκε από τον πλανήτη μας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Αναμνήσεις, Βάρναλης, Πασχαλινά, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , | 60 Σχόλια »

Εικοσιτέσσερα χρόνια χωρίς τον Μάνο Χατζιδάκι

Posted by sarant στο 15 Ιουνίου, 2018

Συμπληρώνονται σήμερα εικοσιτέσσερα χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου συνθέτη Μάνου Χατζιδάκι. Το ιστολόγιο δεν έχει ασχοληθεί με το έργο του, ίσως επειδή εμεις εδώ ασχολούμαστε κυρίως με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία -καιρός λοιπόν να διορθώσουμε την παράλειψη αυτή και ταυτόχρονα να παρουσιάσουμε μια μάλλον άγνωστη πτυχή της ζωής του.

Βέβαια, ασχοληθήκαμε με μια πτυχή της δραστηριότητας του Μάνου Χατζιδάκι, πριν από τέσσερα χρόνια, πάλι την επέτειο του θανάτου του, όταν παρουσιάσαμε τη σύγκρουσή του με τον θριαμβεύοντα αυριανισμό της δεκαετίας του 1980. Τότε, ο μεγάλος συνθέτης είχε μπει στο στόχαστρο της εφημερίδας του Ταύρου και είχε δεχτεί τόνους δύσοσμης λάσπης από την Αυριανή. Το χειρότερο όμως είναι ότι δεκάδες πολιτικοί, και όχι μόνο από την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, είχαν συνταχθεί με την αυριανική επίθεση εναντίον του Μάνου Χατζιδάκι, ανάμεσά τους ακόμα και η Μελίνα Μερκούρη ή ο Μανώλης Γλέζος. Προς τιμήν της, η Αριστερά, και ιδίως το ΚΚΕ, συμπαραστάθηκαν στον Μάνο Χατζιδάκι. Το δισέλιδο της ντροπής, με τίτλο «Ολοι εναντίον του Χατζιδάκι» μπορείτε να το δείτε εδώ (πρώτη και δεύτερη σελίδα). Και επειδή το κασέ της εφημερίδας φαινόταν να αποδίδει στον Φώτη Κουβέλη τις φιλοαυριανιστικές δηλώσεις ενός βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, χρειάστηκε να γράψουμε και δεύτερο άρθρο.

Αλλά Χατζιδάκις σημαίνει τραγούδια. Θα βάλω ένα μόνο τραγούδι του Χατζιδάκι -περιμένω στα σχόλιά σας από ένα δικό σας. (Και χρειάζεται αυτή η ανάπαυλα από την όξυνση της πρότασης ευπιστίας).

Θα διαλέξω ένα τραγούδι από τον δίσκο Τα παράλογα (1976) σε στίχους Νίκου Γκάτσου, το Cundu luna vini, Κούντου λούνα βίνι. Ο τίτλος είναι στα βλάχικα, σημαίνει «Όταν βγαίνει το φεγγάρι».

Όταν οι κόρες μου ήταν μικρές, τις νανούριζα τραγουδώντας τους το Κούντου λούνα βίνι, με αλλαγμένους στίχους, που δεν είναι ανάγκη να τους δημοσιεύσω εδώ, και το τραγούδι αυτό, το δικό τους, το έμαθαν και το έλεγαν ώσπου μεγάλωσαν. Όταν συνειδητοποίησαν ότι ήταν κανονικό, υπαρκτό τραγούδι, κάπως απογοητεύτηκαν γιατί ως τότε νόμιζαν πως ήταν γραμμένο ειδικά γι’ αυτές.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Επετειακά, Εθνική αντίσταση, Εις μνήμην, Παιδικά, Ποίηση, Τραγούδια | Με ετικέτα: , , , , , , , | 117 Σχόλια »

Έρως πλατωνικός (επιφυλλίδα του Ναπ. Λαπαθιώτη)

Posted by sarant στο 7 Ιανουαρίου, 2018

Συμπληρώνονται αύριο 74 χρόνια από την αυτοκτονία του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στις 8 Ιανουαρίου 1944. Κάθε χρόνο, τέτοια (περίπου) μέρα ανεβάζω στο Διαδίκτυο ένα άρθρο για τον ποιητή, συνήθως με κάποιο δυσεύρετο ή αθησαύριστο κείμενό του. Καθώς λογοτεχνικό υλικό ανεβάζω συνήθως την Κυριακή, έκρινα σκόπιμο να βάλω σήμερα Κυριακή το λαπαθιωτικό άρθρο.

Θα παρουσιάσω μια επιφυλλίδα που δημοσίευσε ο Ν. Λαπαθιώτης τον Αύγουστο του 1924 στην εφημερίδα Δημοκρατία, με την οποία συνεργαζόταν τακτικά εκείνη τη χρονιά. Η Δημοκρατία ήταν όργανο της Δημοκρατικής Ένωσης, του κόμματος του Αλ. Παπαναστασίου, που αποτελούσε μάλλον την πιο προοδευτική πτέρυγα της βενιζελικής παράταξης. Διευθυντής της ήταν ο Σπύρος Μελάς, που τότε ανήκε ακόμα στο προοδευτικό κέντρο με σοσιαλίζουσες τάσεις. Αργότερα, η Δημοκρατία θα κέρδιζε το εύσημο ότι ήταν η μοναδική μη κομμουνιστική εφημερίδα την οποία έκλεισε ο «βενιζελικός» δικτάτορας Θ. Πάγκαλος. Ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι σήμερα τον ίδιο τίτλο τον έχει μια έξαλλη ακροδεξιά εφημερίδα.

Ο Λαπαθιώτης άρχισε να συνεργάζεται με τη Δημοκρατία τον Νοέμβριο του 1923 και ως τα τέλη Ιουλίου 1924 είχε δημοσιεύσει γύρω στις 35 συνεργασίες, κυρίως μεταφρασμένα πεζά ποιήματα ή φιλολογικές επιφυλλίδες, κάποιες από αυτές σε δύο συνέχειες.

Ωστόσο, η επιφυλλίδα που θα παρουσιάσω σήμερα, που δημοσιεύτηκε την Κυριακή 3 Αυγούστου 1924 διέφερε από τις άλλες, διότι ο Λαπαθιώτης σε αυτήν επιχειρεί μια συνηγορία υπέρ του ομοφυλοφιλικού έρωτα, σύμφωνα με το αρχαιοελληνικό πρότυπο.

Και ενώ στην επιφυλλίδα αυτή, που ίσως επίτηδες είναι γραμμένη σε αρκετά συντηρητική καθαρεύουσα, σε αντίθεση με προηγούμενα άρθρα του, ο Λαπαθιώτης δεν μπαίνει καν στην ουσία της επιχειρηματολογίας του, και μόνο η επιλογή του θέματος φαίνεται πως ξεπέρασε τα εσκαμμένα διότι το ρητά προαναγγελθέν δεύτερο άρθρο δεν δημοσιεύτηκε ποτέ! Και όχι μόνο αυτό, αλλά την επόμενη Κυριακή, που κανονικά θα δημοσιευόταν το δεύτερο άρθρο, η Δημοκρατία δημοσίευσε μια επιφυλλίδα του Λαπαθιώτη σχετική με την… ορθογραφία, που ήταν και το τελευταίο άρθρο που έμελλε να δημοσιεύσει ο Λαπαθιώτης στην εφημερίδα αυτή -ουσιαστικά η συνεργασία τους τερματίστηκε σιωπηρά.

Μπορεί να είναι σύμπτωση, αλλά κατά πάσα πιθανότητα το τολμηρό θέμα της επιφυλλίδας στάθηκε η αιτία για τη διακοπή της συνεργασίας.

Μην περιμένετε να διαβάσετε κάτι τρομερά τολμηρό. Ο Λαπαθιώτης σε αυτό το πρώτο άρθρο μένει ουσιαστικά στην εισαγωγή, ωστόσο τονίζει και επαναλαμβάνει πάνω από μία φορά ότι ο έρωτας μεταξύ ομοφύλων δεν είναι ανωμαλία ούτε διαφθορά. Βέβαια για το 1924 τέτοιες τοποθετήσεις ήταν τολμηρές. Ίσως γι’ αυτό, ο Λαπαθιώτης επικαλείται διάφορες αυθεντίες, ενώ δεν αποκλείεται ασυναίσθητα να χρησιμοποίησε την καθαρεύουσα ακριβώς για να προσδώσει επισημότητα και κύρος στο άρθρο του.

Άλλωστε την ομοφυλοφιλία του ο Λαπαθιώτης δεν την έκρυψε ποτέ, από τότε που εικοσάχρονος πήγαινε στη Βουλή να παρακολουθήσει τον πατέρα του από τα υπουργικά θεωρεία, συνοδευόμενος από τον νεαρό φίλο του.

Μονοτονίζω αλλά διατηρώ τα κύρια ονόματα όπως δημοσιεύονται στο άρθρο, για να διατηρήσω λίγην από την πατίνα της εποχής.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

ΕΡΩΣ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΣ

ΔΥΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ Ν. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗ

Α’

Εις την Ρωσίαν και Γερμανίαν, κατά τηλεγραφήματα νεότατα, γίνεται τελευταίως δημοσία μεταξύ σοφών επιστημόνων και διαπρεπών παιδαγωγών, συζήτησις ευρεία και μεγάλη, περί του δυνατού και ωφελίμου της συστηματικης αναβιώσεως, εν τω πλαισίω των συγχρόνων συνθηκών, της παλαιάς ελληνικής Φιλίας, του Πλατωνικού εκείνου έρωτος, που συνέδεε τους νέους μεταξύ των, είτε τους μαθητάς προς τον διδάσκαλον, εις τάς παλαίστρας και εις τα γυμνάσια, εις την Ακαδημίαν και το Λύκειον, και ο οποίος θεωρείται έκπαλαι, από διασήμους φιλοσόφους, εκ των σημαντικών συντελεστών τής ελληνικής νοοτροπίας και του ελληνικού πολιτισμού.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Επετειακά, Εφημεριδογραφικά, Λαπαθιώτης | Με ετικέτα: , , , | 84 Σχόλια »

Καλή χρονιά σε όλες και όλους, με υγεία και αγάπη!

Posted by sarant στο 1 Ιανουαρίου, 2018

Εδώ και λίγες ώρες έχουμε μπει στο 2018, έχουμε αλλάξει χρόνο. Αν ξενυχτήσατε χτες, ίσως με φίλους και μουσική ή πάνω από την πράσινη τσόχα, μάλλον το σημερινό άρθρο θα το διαβάσετε προς το μεσημέρι, ίσως και αργότερα, αλλά δεν θα περιμένετε βέβαια να σας πω «καλησπέρα»! Το άρθρο βέβαια θα έχει δημοσιευτεί απ’ το πρωί, την ίδια όπως κάθε μέρα ώρα, αλλά μη νομίσετε ότι ξαγρύπνησα για να το ανεβάσω -φροντίζει η τεχνολογία να φαινόμαστε συνεπείς.

Το 2018 είναι χρονιά ζυγή αλλά όχι δίσεκτη -δίσεκτο ήταν το 2016 και θα είναι το 2020. Παλιότερα θα λέγαμε πως είναι χρονιά με Μουντιάλ και όχι με Ολυμπιάδα. Ο αριθμός 2018 είναι «σχεδόν πρώτος», δηλαδή (πέρα από τον εαυτό του και τη μονάδα) διαιρείται μόνο από το 2 και από το 1009, που ειναι πρώτος αριθμός. (Τον όρο «σχεδόν πρώτος» μόλις τον έβγαλα -αν υπάρχει ειδικός όρος γι’ αυτην την κατηγορία αριθμών, να μου πείτε.

Φέτος είναι η ένατη πρωτοχρονιά του ιστολογίου. Ωστόσο, παρόλο που κατά βάθος είμαι λάτρης των παραδόσεων, αποφάσισα φέτος να μην τηρήσω, ή τουλάχιστον να μην τηρήσω πιστά, μια παράδοση που έχει καθιερωθεί στο ιστολόγιο τις πρωτοχρονιές, δηλαδή να παρουσιάζω πέντε πρωτοχρονιάτικες γελοιογραφίες από περασμένες χρονιές, συνήθως από την αντίστοιχη χρονιά προηγούμενων δεκαετιών.

Φέτος θα παρουσιάσω, έτσι για το καλό της χρονιάς, μία μόνο πρωτοχρονιάτικη γελοιογραφία, από τις τυπικές του είδους, στο μοτίβο που θέλει τον παλιό χρονο να παραδιδει τη σκυτάλη στον καινούργιο. Εδώ, σε γελοιογραφία που δημοσιεύτηκε στο Βήμα την πρωτοχρονιά του 1978, ο Κώστας Μητρόπουλος σχεδιάζει τον παλιό χρόνο σαν σαραβαλιασμένο φορτηγό που ξεφορτώνει μεγάλα βράχια-προβλήματα, ΝΑΤΟ, ΕΟΚ, Κυπριακό, Οικονομία και Αιγαίο, στην καρότσα του -ακόμα άφθαρτου- καινούργιου χρόνου, με τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή στο τιμόνι.

Ο λόγος που αποφάσισα να σπάσω την παράδοση φέτος είναι ότι ο φίλος Αριστείδης Καλάργαλης ανακάλυψε -και δημοσίευσε προχτές στην Εποχή- ένα πρωτοχρονιάτικο χρονογράφημα του παππού μου, επίσης Νίκου Σαραντάκου, δημοσιευμένο το 1929 στον Δημοκράτη της Μυτιλήνης. Ο παππούς μου αφηγείται, σε ευτράπελη καθαρεύουσα, μια χαρτοπαικτική περιπέτεια που του συνέβη όταν ήταν φαντάρος, την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1925. Ταιριάζει θαρρώ να το βάλω σήμερα εδώ, παρά να περιμένω να ξανάρθει η πρωτοχρονιά με βέβαιο κινδυνο να το ξεχάσω.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Αθησαύριστα, Σουρής, Χριστούγεννα, Χρονογραφήματα, Χαρτοπαίγνιο | Με ετικέτα: , , , | 127 Σχόλια »