Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Η θυσία, μια πασχαλινή ιστορία του Ν. Λαπαθιώτη

Posted by sarant στο 15 Απριλίου, 2012


Παλιότερα, οι εφημερίδες και τα περιοδικά συνήθιζαν, στο χριστουγεννιάτικο ή πρωτοχρονιάτικο και στο πασχαλινό τους φύλλο, που είχε περισσότερες σελίδες από τα συνηθισμένα, να δημοσιεύουν και έκτακτη φιλολογική ύλη, ποιήματα και διηγήματα, συνήθως αδημοσίευτα ως τότε και γραμμένα κατά παραγγελία από γνωστούς συγγραφείς, και συνήθως με θέμα χριστουγεννιάτικο ή πασχαλινό -πολλά διηγήματα του Παπαδιαμάντη ανήκουν σ΄αυτή την κατηγορία. Η συνήθεια δεν έχει ολότελα σβήσει, κάποιες ανάλογες προσπάθειες θυμάμαι αμυδρά και τα τελευταία χρόνια, πάντως έχει σαφώς ατονήσει.

Καθώς λοιπόν εμείς την Κυριακή έτσι κι αλλιώς έχουμε λογοτεχνικό θέμα, σκέφτηκα να βάλω σήμερα ένα μικρό πασχαλινό διήγημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, που δημοσιεύτηκε στις 19 Απριλίου 1925 στο περιοδικό Μπουκέτο, το λαϊκό, ποιοτικό περιοδικό ποικίλης ύλης με το οποίο τακτικά συνεργαζόταν ο Λαπαθιώτης εκείνη την περίοδο. Θυμίζω ότι πρόσφατα κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Ερατώ και σε δική μου επιμέλεια, ο πρώτος τόμος των διηγημάτων του Ν. Λαπαθιώτη (Τα μαραμένα μάτια και άλλες ιστορίες) και ότι έχω σκοπό, καιρού επιτρέποντος, να εκδώσω και τους υπόλοιπους τόμους -το σημερινό διήγημα θα ενταχθεί στον δεύτερο τόμο. Μονοτονίζω και μεταφέρω την ορθογραφία στα σημερινά (αν και έτσι κι αλλιώς το Μπουκέτο ακολουθούσε ορθογραφία πολύ όμοια με τη σημερινή, π.χ. είχε καταργήσει τη διάκριση υποτακτικής-οριστικής).

Κλείνοντας, εύχομαι σε όλους καλή Ανάσταση, με διάφορες σημασίες της λέξης. Το ιστολόγιο ίσως αναπαυθεί αύριο.

Η θυσία

(Ιστορία Πασχαλινή)

Μια φορά κι έναν καιρό –πάνε τώρα χρόνια– μια σκοτεινή κι αλλόκοτη βραδιά, ο Χριστός κατέβηκε στον κόσμο.

Πρώτη φορά κατέβαινε στη γη, και μοναχός Του βάδιζε στην τύχη· ήταν ένα βράδυ ζεστό και τρυφερό, ένα δρομάκι ήσυχο φαι­νότανε μπροστά Του, ο ήλιος μόλις είχε βασιλέψει. και καθώς πήρε το δρομάκι εκείνο, βγήκε προς τη μεριά της Ιουδαίας.

Φορούσε ρούχα ταπεινά κι απλά, κι ακουμπούσε μαλακά σ’ ένα κλαρί, που μόλις το ’χε κόψει μέσ’ στο δάσος· δε μπορούσε κανείς να Τον γνωρίσει, κανείς να Τον γνωρίσει κι από τίποτα –εξόν απ’ τα μεγάλα Του τα μάτια, που φέγγανε γλυκά μέσ’ στο σκοτάδι, σα δυο μεγάλα σιωπηλά φεγγάρια· έμοιαζε τώρα σαν προσκυνητής, από κείνους που ξεκινάν για τόπους μακρινούς, και ζούνε διακονεύ­οντας στο δρόμο το ψωμί τους.

Τα ρόδα τ’ ανοιξιάτικα μοσκοβολούσαν τώρα. Γύρω ήταν απλω­μένη ησυχία· τ’ άστρα φεγγοβολούσανε ψηλά, με τα γλυκά τρεμου­λιαστά τους φώτα.

Κι έτσι που περπατούσε αφαιρεμένος, βυθισμένος πάντα μέσ’ στις σκέψεις Του, είδε άξαφνα, στο στρίψιμο του δρόμου, ένα πλήθος άλλα φώτα που βαδίζανε, και φτάναν τώρα, όλα μαζί, σαν ένα μεγάλο αστερισμό· τράβηξε τότε προς αυτά τα φώτα, μαντεύοντας πώς σίμωνε σε κάποια πολιτεία. Κι αληθινά, εκεί, σ’ αυτό το μέρος, ήτανε μια μεγάλη πολιτεία, που, καθώς πλησίαζε, μεγάλωνε, κι άρχιζε πια να ξεχωρίζει και τα σπίτια της: ήταν όλα γύρω φωτισμένα –κι ήταν παντού η ίδια φωταψία, σάμπως να γινόταν πανηγύρι· ερχό­ταν, όσο σίμωνε, στ’ αυτιά Του, το βουητό και των ανθρώπων οι φωνές. Κι όταν έφτασε ακόμα πιο σιμά, είδε να προβάλουν από πέ­ρα, ένα πλήθος άνθρωποι που φώναζαν, και βαστούσαν πέτρες και κοντάρια, κι αναμ­μένους κόκκινους δαυλούς· ήταν άντρες, γυ­ναίκες και παιδιά, και φώναζαν μαζί, και βλαστημούσαν, και χτυπούσαν τον αέρα με τις βέργες, σκούζοντας ώρες-ώρες σαν τρελοί.

Κι όταν άρχισε να βλέπει πιο καλά, είδε, μπροστά, να περπατάνε στρατιώτες, με λόγχες, με λοφία και με κράνη· κι είχανε στη μέση κάποιον άνθρωπο· κι ο άνθρωπος αυ­τός ήταν ξυπόλητος, όλο κουρέλια γύρω κι ελεεινός· στα μαλλιά του είχανε βάλει ένα στεφάνι αγκάθια και τσουκνίδες, και κουβαλούσε μ’ αγωνία κάποιο ξύλο.

Τα μάγουλα του ήταν γδαρμένα κι όλο αίματα, γιομάτα χώματα, φτυσιές κι ακαθαρσίες. Και το πλήθος γύρω του βοούσε, σα θά­λασσα φριχτή κι ανταριασμένη. Και των πυρσών οι κόκκινες αν­ταύγειες, φωτίζανε παράξενα τα σπίτια, κι έκαναν να χορεύουν οι σκιές, μεγαλωμένες των ανθρώπων οι σκιές, στους φωτισμένους τοίχους, γύρω-γύρω. Τότε ο Χριστός, σπρωγμένος απ’ το πλήθος, πήγε σ’ έναν άνθρωπο σιμά, που πήγαινε κι αυτός μαζί, τραβών­τας τα μαλλιά του, –και γύρεψε να μάθει τι συμβαίνει.

Κι αυτός Του είπε, σκύβοντας στ’ αυτί του:

— Είν’ ένας προφήτης –δεν τον ξέρεις;– είν’ ένας προφήτης ξακουστός: ήρθε στον κόσμο για να φέρει την αγάπη· μ’ αυτοί δεν τον κατάλαβαν διόλου, γιατί μιλούσε λόγια των Αγγέλων. Κι οι βασιλιάδες οι τρανοί τον φοβηθήκανε, και δώσαν προσταγή να τον κρεμάσουν· και τώρα πάνε για να τον κρεμάσουν…

Και καθώς μιλούσε φοβισμένα, τα δάκρυά του τρέχανε ποτάμι.

Κι ο Χριστός, μπήκε τότε μέσ’ στο πλήθος, και θέλησε να ιδεί στο πρόσωπό του· και καθώς πήγαινε να στρίψει στη γωνία, μπό­ρεσε μια στιγμή και τον αντίκρισε. Και κείνος τότε σήκωσε τα μάτια και Τον κοίταξε.

Κι όλος ο κόσμος έσβησε τριγύρω –κι ο Χριστός, τίποτ’ άλλο πια δεν έβλεπε, παρά τα φοβερά εκείνα μάτια. Και μοιάζανε σα δυο λυγμοί χαράς. Και λέγανε τα μάτια εκείνα τώρα: «Είμαστε το τραγούδι της Αγάπης, και το τραγούδι της Αθανασίας· και δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο –τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη· τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη!» Κι αυτά τα μάτια δε σφαλνούσανε ποτέ, κι έλαμπαν απ’ το φως τού μαρτυρίου…

Κι ο προφήτης σκόνταψε και τρέκλισε, γιατί και κείνος γνώρισε τα μάτια του Χριστού, κι έπεσε χάμου, με τα μούτρα μέσ’ στο χώμα.

Και καθώς τον έσπρωχναν οι άλλοι, και τον τραβούσαν για να σηκωθεί –μέσ’ στις φωνές και μέσ’ στη φασαρία– βρήκε την ευκαιρία ο Χριστός, και παίρνοντας στην πλάτη του το ξύλο, μπήκεν Αυτός στη θέση τού προφήτη. Κι επειδή κανένας δεν τον ήξερε, εμψυχωμένος απ’ τη μέθη της Θυσίας –τράβηξεν ίσια για να σταυρωθεί…

………………………………………………………………………………………

Και κατόπι απ’ την Ταφή κι απ’ την Ανάσταση –καθώς τη διετήρησε η παράδοση, κι οι μαρτυρίες των τεσσάρων Αποστόλων– ο Χριστός, τυλιγμένος σ’ ένα σύννεφο, γύρισε ξανά στον ουρανό, πήγε κατευθείαν στον Πατέρα Του, και τον βρήκε που μιλούσε μ’ έναν Άγγελο.

— Γιατί το έκανες αυτό; του λέει τότε εκείνος αυστηρά.

— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε θλιμμένα και δειλά.

Και δυο μεγάλα δάκρυα λαμπρά, ήταν έτοιμα να στάξουν απ’ τα μάτια Του.

— Θα μου κάνεις άλλοτε τη χάρη, να μην ανακατώνεσαι διόλου στις μικροϋποθέσεις των ανθρώπων –του ξαναείπε πάλι ο Θεός. Αυτές οι καλοσύνες να σου λείπουν…

Και γύρισε ξανά κι εξακολούθησε την κουβέντα που είχε με τον Άγγελο.

Μπουκέτο, 19.4.1925

23 Σχόλια to “Η θυσία, μια πασχαλινή ιστορία του Ν. Λαπαθιώτη”

  1. Καλή Ανάσταση Νίκο, καλή Ανάσταση σε όλους. Πάω να διαβάσω το διήγημα:)

  2. Προτείνω να βάλει το ιστολόγιο ένα γκάλοπ για τις εκλογές!

  3. Marianna said

    Χρόνια πολλά Νίκο! Σ’ ευχαριστούμε! Πολύ ενδιαφέρουσα η άποψη Λαπαθιώτη. Τόσο λογική… Ωραία αντίδραση ο Θεός! Μεγάλη ευαισθησία… 🙂

  4. ppan said

    Καλή Ανάσταση. Μαρέσει που η ευχή απόκτησε ξανά νόημα βαρύτερο όπως στην Κατοχή. Κάτι γράφει ο Ταχτσής, εκτός αν γράφει μόνο για τα συμβολικά βαφτιστικά

  5. sarant said

    Καλημέρα, Καλή Ανάσταση!

    Ευχαριστώ για τα πρώτα σχόλια!

    Γκάλοπ για τις εκλογές; Το σκέφτομαι…

  6. Μαρίνα said

    Καλημέρα!Χρόνια πολλά κι από ‘δω.Αρα βοήθεια από κεί πάνω να μην περιμένουμε…

  7. Διαβάζετε τον Jacques Prévert said

    Κι από δω, χρόνια πολλά, καλή Ανάσταση, Νικοκύρη, φίλοι και φίλες.

  8. #5 Πάντως έβαλα ένα στο δικό μου site όπου μέχρι τώρα η αριστερά θριαμβεύει…

  9. Mindkaiser said

    Χρόνια πολλά στους εκλεκτούς θαμώνες του ιστολογίου και πρώτ’ απ’ όλους στον Νικοκύρη για ευνόητους λόγους.

  10. Μέσα από τα διηγήματα που δημοσιεύεις ανακαλύπτω έναν άλλο Λαπαθιώτη, διαφορετικό από αυτόν που ήξερα από τα ποιήματά του. Θα αγοράσω τον τόμο. Χρόνια πολλά.

  11. christos said

    Χρόνια πολλά, ωραίο διήγημα.

  12. Άκου να δεις!
    ΑΚόμη κι οι Monty Python διαβάζαν ΛΑπαθιώτη!

  13. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα σχόλια και ευχές!

  14. Καλή Ανάσταση λοιπόν Νίκο. Πάντως παλιοκατάσταση.

    Γιάννης

  15. π2 said

    Χρόνια πολλά και καλά σε όλους.

  16. ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ said

    Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.

  17. Immortalité said

    Από τις πιο ευαίσθητες ιστορίες που έχω διαβάσει…

  18. sissa ben dahir said

    Είτε γράφει τη «θυσία», είτε τη «χαρά», πάντα η ευαίσθητη ματιά του ΝΛ εξερευνούσε το πέρασμα της πόρτας του θανάτου.
    ………..
    Τώρα ποὺ ὅλα τὰ φτερὰ
    σκόρπισαν, τῆς πλάνης,
    μοῦ τὸ λένε καθαρά:
    Πρέπει νὰ πεθάνεις!

    Κι ὅσο πιὸ βαθιὰ κοιτῶ
    κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη,
    τόσο πιὸ καλὰ καὶ τὸ
    μάτι μου τὸ βλέπει.

    Κι ἂν τυχαίνει κι ὁ νοῦς νὰ
    κάνει σκέψην ἄλλη,
    δὲ κρατεῖ πολὺ καὶ νὰ
    πάλι αὐτὴ προβάλλει……

  19. sarant said

    18: Πράγματι, είναι μόνιμο θέμα του.

  20. Καλαχώρας Λεώνικος said

    Θα παρατηρήσω πως το διήγημα είναι πολύ βιαστικό και κακοσχεδιασμένο. Μια ιδέα, πιθανώς δανεισμένη από τον Καβάφη, που είδε τον ‘θεό με τη λάμψη της αφθαρσίας στα μάτια’ λίγο ‘αλλιώς’, αλλά δεν αναπτύσσει καθόλου τις δυο προσωπικότητες που έχει ‘στήσει’, του Χριστού και του Προφήτη, με αποτέλεσμα να τις μικροποιεί. Ακόμα και η ‘αναγνώριση’ πάσχει, όχι τόσο από δραματικότητα (που χρειάζεται κι αυτή) όσο από πάθος. Τι θα πει ‘μόνο καλοσύνη’; Όσο για την κατακλείδα με τον Θεό, τη βρίσκω τουλάχιστο κακόγουστη, διότι ο ‘Θεός’ του καταγελάται χωρίς να μπορεί ν’ αμυνθεί.

    Θα χαρακτήριζα το διήγημα ‘κραυγαλέα αστοχία’ εκτός αν είναι προστυχιά

  21. Λουίζα Μητσάκου said

    Τι ωραίο, κύριε Σαραντάκο, τι ωραίο!!! Χίλια ευχαριστώ! Δεν το ήξερα. Είναι υπέροχο!

  22. […] Η θυσία, μια πασχαλινή ιστορία του Ν. Λαπαθιώτη […]

  23. […] Η θυσία, μια πασχαλινή ιστορία του Ν. Λαπαθιώτη […]

Σχολιάστε