Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Η ιστορία με το κριάρι (του Μαρκ Τουέιν)

Posted by sarant στο 15 Απριλίου, 2018


Το σαββατοκύριακο προμηνυόταν ζοφερό κι έτσι διάλεξα για το κυριακάτικο ανάγνωσμά μας κάτι χιουμοριστικό, που να μας κάνει να ξεσκάσουμε από τα σύννεφα της πολεμικής σύγκρουσης και την αγωνία για τον Βασίλη Δημάκη. Τελικά, το δεύτερο θέμα φαίνεται πως διευθετήθηκε τουλάχιστον προς το παρόν, ενώ στο πρώτο αποφύγαμε τα πολύ χειρότερα -ωστόσο δεν άλλαξα την επιλογή μου, το γέλιο χρειάζεται.

Θα παρουσιάσω ένα χιουμοριστικό διήγημα του Μαρκ Τουέιν (1835-1910), του πατέρα της αμερικανικής λογοτεχνίας. Για τον Τουέιν δεν χρειάζονται συστάσεις, στη γενιά μου όλοι είχαν διαβάσει είτε σε πλήρη μορφή είτε σε διασκευή τον Τομ Σόγιερ ή τον Χοκ Φιν, αλλά ο Τουέιν έγραψε πολύ περισσότερα και επίσης αξιόλογα, ενώ και η βιογραφία του έχει ενδιαφέρον, με την αγάπη του για την τεχνολογία και τις εφευρέσεις, τους αγώνες του για τα ανθρώπινα δικαιώματα (ιδίως την κατάργηση της δουλείας) και την αντιμπεριαλιστική στάση του στα τελευταία κυρίως χρόνια της ζωής του. Αλλά αυτά τα ξέρετε -αν και θα ενδιέφερε να δούμε αν οι νεότεροι τον έχουν επίσης διαβάσει.

Οπότε, ας μείνουμε στο συγκεκριμένο διήγημα. Το έγραψε το 1872 (κατά σύμπτωση, η φωτογραφία που βρήκα στην αγγλική Βικιπαίδεια είναι από εκείνα τα χρόνια) και περιλαμβάνεται στη συλλογή Roughin it. Εγώ το πήρα από τη δίτομη έκδοση «Μαρκ Τουαίην – Διηγήματα Α’+Β'» που ειναι επιλογή από τα Άπαντά του, σε μετάφραση της Ρένας Χατχούτ. Θα μπορούσα να διαλέξω ένα πιο συμβατικό χιουμοριστικό, όπως το «Η κυρία Μακ Γουίλιαμς και οι κεραυνοί», που άρεσε πολύ στον παππού μου, αλλά τελικά προτίμησα το Κριάρι -άλλη φορά βάζουμε τους κεραυνούς.

Τον Μαρκ Τουέιν, που τότε τον λέγαμε Τουέν, τον είχα μάθει απο τον παππού μου -τα καλοκαίρια που πήγαινα μαζί τους στο Τολό πηγαίναμε στη Δανειστική Βιβλιοθήκη του Ναυπλίου και δανειζόμασταν βιβλία, κι εκεί είχα διαβάσει τον Τομ Σόγιερ και τον Χοκ Φιν, καθώς και κάμποσα διηγήματα. Τη δίτομη έκδοση των Γραμμάτων, που έχει εξαντληθεί πια και δεν έχει ξανακυκλοφορήσει, την είχα αγαπήσει πολύ τότε που βγήκε, το 1979 -υπάρχει ακόμα γραμμένη με μολύβι η τιμή, 140 δρχ. ο τόμος.

Το πρωτότυπο το βρίσκετε εδώ. Το διήγημα έχει πολλά αμερικάνικα κύρια ονόματα, που έχουν μεταγραφεί με τις συμβάσεις της εποχής, δηλαδή χωρίς απλογράφηση, π.χ. Τζέηκοπς αντί Τζέικοπς που θα λέγαμε σήμερα. Τα άφησα όπως ήταν, μάλλον από φυγοπονία. Άφησα και το «Ιλλινόις» διότι έτσι το λέγαμε τότε, δεν είχε πάρει το κουτάλι μας νερό να μορφωθούμε και να μάθουμε ότι το λένε Ιλινόι.

Η ιστορία με το κριάρι

Εκείνο τον καιρό τα παιδιά μου ’λεγαν πότε πότε ότι έπρεπε να παρακαλέσω κάποιον Τζιμ Μακ Μπλέην να μου διηγηθεί τη συναρπαστική ιστορία με το κριάρι του παππού του – αλλά πάντα πρόσθεταν ότι δεν έπρεπε ν’ αναφέρω το θέμα αν ο Τζιμ δεν ήταν μεθυσμένος εκείνη την ώρα -όχι πολύ δηλαδή, απλώς όσο χρειάζεται για να ’ρθει στο κέφι και να νιώθει άνετα. Μου το ’λεγαν συνέχεια, μέχρι που άρχισε να με τρώει η περιέργεια. Έγινα η σκιά του Μπλέην. Αλλά μάταια, γιατί τα  παιδιά όλο και κάποια αντίρρηση είχαν για την κατάστασή του. Συχνά μέθαγε αρκετά, ποτέ όμως ικανοποιητικά. Ποτέ δεν είχα ξαναπαρακολουθήσει άνθρωπο με τόσο αμείωτο ενδιαφέρον, με τέτοια ανήσυχη αγωνία. Ποτέ δεν είχα λαχταρήσει τόσο να δω έναν άνθρωπο να γίνεται σκνίπα. Επιτέ­λους, ένα βράδι, έτρεξα βιαστικά στην καλύβα του, γιατί είχα μάθει ότι αυτή τη φορά η κατάστασή του ήταν τέτοια, που ακόμα κι οι πιο σχολαστικοί την έβρισκαν άψογη -ήταν ήρεμα, γαλήνια, συμμετρικά με­θυσμένος- ούτε ένας λόξιγκας δεν έσπαγε τη φωνή του, ούτε ένα σύννεφο στο μυαλό του δε σκοτείνιαζε τη μνήμη του. Μπαίνοντας τον είδα να κάθεται πάνω σ’ ένα άδειο βαρέλι από μπαρούτι, μ’ ένα πήλινο τσιμπούκι στο ένα χέρι και το άλλο σηκωμένο για να επι­βάλει την ησυχία. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο, ολο­στρόγγυλο και πολύ σοβαρό. Ο λαιμός του ήταν γυ­μνός και τα  μαλλιά του ανάκατα. Στην εμφάνιση και την αμφίεση ήταν ένας αντιπροσωπευτικός τύπος χρυσοθήρα τής εποχής. Πάνω στο τραπέζι ήταν στημένο ένα κερί και στο θαμπό του φως ξεχώρισα «τα παιδιά» καθισμένα εδώ κι εκεί σε ράντζα, κιβώτια, βαρέλια από μπαρούτι κλπ.

«Σσσ!» είπαν. «Μη μιλάτε, αρχίζει».

Βρήκα αμέσως κάθισμα κι ο Μπλέην είπε:

«Δε φαντάζομαι να ξανάρθουν ποτέ κείνες οι μέρες. Εγώ πάντως τέτοιο βαρβάτο κριάρι δεν έχω ξαναδεί. Ο παππούς το ’φερε απ’ το Ιλινόις -τ’ αγόρασε από κά­ποιον Γέητς -Μπίλ Γέητς- μπορεί και να τον έχετε ακουστά. Ο πατέρας του ήταν ψάλτης -Βαπτιστής- κι ήταν και κομπιναδόρος, μεγάλη μάρκα. Έπρεπε να ση­κωθείς πολύ νωρίς για να τον πιάσεις στον υπνο το γέρο Γέητς. Εκείνος ήταν που ’βαλε τους Γκρην να δι­πλαρώσουν τον παππούλη μου όταν ξεκίνησε για δυτικά. Ο Σεθ Γκρην ήταν ο καλύτερος του χωριού. Παντρεύ­τηκε μια Γουίλκερσον -τη Σάρα Γουίλκερσον- κα­λόβολο πλάσμα ήταν, και το καμάρι του Στόνταρντ, έτσι λέγαν όσοι την ξέρανε. Έπαιρνε το σακί με το αλεύρι κι έκανε μια και το φόρτωνε στον ώμο σα να ’ταν πούπουλο. Κι ήτανε και χρυσοχέρα! Κι ανεξάρτη­τη! Άκου να δεις: Ήρθε ο Σάιλ Χώκινς κι άρχισε να τη γυρνοβολάει, κι εκείνη του λέει ότι δε με νοιάζουν τα  λεφτά σου, πάντως εγώ χωριό με σένα δεν κάνω. Βλέπεις, ο Σάιλ Χώκινς -έ, λοιπόν όχι, δεν ήταν ο Σάιλ Χώκινς- ήταν ένας αλητάμπουρας, ο Φίλκινς – μου διαφεύγει το μικρό του. Αλλά ήτανε μεγάλος μασκαράς. Ένα βράδυ, σουρωμένος, μπαίνει στον εσπερινό κι αρχίζει να φωνάζει «Ζήτω ο Νίξον» -νόμιζε πώς ήταν προεκλογική συγκέντρωση. Και σηκώνεται ο γέρο Φέργκιουσον, έξαλλος, και τον πετάει από το παράθυρο και πέφτει πάνω στη Μις Τζέφερσον, καρφωτός στο κεφάλι τής ήρθε, τής δύστυχης. Καλή ψυχή -είχε γυά­λινο μάτι και το δάνειζε στη γριά Γουάγκνερ, όταν της έρχονταν επισκέψεις, γιατί εκείνη δεν είχε. Αλλά της έπεφτε μικρό, κι όταν ξεχνιόταν η Μις Γουάγκνερ, στριφογύριζε στην κόχη και κοίταζε προς τα πάνω ή στα πλάγια, κι από δω κι από κει. Και τ’ άλλο μάτι στυλωμένο να κοιτάζει ίσια μπροστά σαν κανοκιάλι. Τούς μεγάλους δεν τους ένοιαζε, αλλά τα  παιδιά μπή­γανε τα  κλάματα μόλις την έβλεπαν, ήταν ανατριχιαστικό. Παιδευόταν να το στερεώσει με μπαμπάκι -αλλά δε γινόταν- έφευγε το μπαμπάκι και περίσσευε από τη μια μεριά και την έβλεπαν τα παιδιά και πάθαιναν σπα­σμούς. Της έπεφτε συνέχεια, και σε κοίταζε με κείνη την άδεια τρύπα και σ’ έφερνε σε δύσκολη θέση, γιατί εκείνη πού να καταλάβει πότε της έλειπε, τέτοια τύφλα που ’χε από κείνη τη μεριά. Κι έτσι κάποιος τη σκούν­ταγε και της έλεγε, «Το μάτι σας έχει χαλαρώσει κά­πως, αγαπητή δεσποινίς Γουάγκνερ» -κι έπειτα όλοι κάθονταν και περίμεναν να το ξανασφηνώσει στη θέση του- το μπρος πίσω συνήθως, κι ήταν πράσινο σα βά­τραχος, γιατ’ ήτανε και ντροπαλή και τα ’χανε εύκολα μπροστά σε κόσμο. ’Έτσι κι αλλιώς βέβαια δεν πείραζε που ήτανε το μπρος πίσω, γιατί το δικό της το μάτι ήτανε γαλανό και το γυάλινο ήτανε κίτρινο μπροστά, κι έτσι απ’ όπου και να το ’βαζε δεν ταίριαζε έτσι κι αλ­λιώς. Άσσος στην τράκα, η γριά Γουάγκνερ. Όποτε είχε κόσμο στο σπίτι, δανειζόταν το ξύλινο πόδι της Μις Χίγκινς για να μπορεί να περπατάει. Ήταν πολύ πιο κοντό απ’ τ’ άλλο της το ξερό, αλλά εκείνην δεν την ένοιαζε. ’Έλεγε ότι δεν τ’ άντεχε τα  δεκανίκια όταν είχε κόσμο, γιατ’ ήταν χασομέρι. Όταν είχε κόσμο, λέει, κι έπρεπε να γίνουν ένα σωρό δουλειές, ήθελε να σηκώνεται και να τις ξεπετάει στα γρήγορα, μόνη της. Ήτανε και φαλακρή σα λαμπόγυαλο και δανειζόταν την περούκα της Μις Τζέηκοπς -η Μις Τζέηκοπς ήταν, η γυναίκα του νεκροθάφτη- μια παλιοβρώμα ήταν κι όταν κάποιος αρρώσταινε πήγαινε και θρονιαζόταν στο σπίτι του και τον περίμενε. Και το τομάρι ο άντρας της κα­θόταν όλη μέρα στη σκιά σ’ ένα φέρετρο που λογά­ριαζε ότι θα ταίριαζε στον υποψήφιο. Κι αν χασομέραγε ο πελάτης και δεν ήταν σίγουρος, έπαιρνε σάν­τουιτς και μια κουβέρτα και κοιμότανε μέσα στο φέρε­τρο τη νύχτα. Έτσι την πάτησε μια φορά, με παγωνιά, κάπου τρεις βδομάδες, να κάθεται να περιμένει μπροστά στο σπίτι του γέρο Ρόμπινς. Και μετά, δυο χρόνια ολόκληρα του ’χε κόψει την καλημέρα του γέρου, γιατί του την έσκασε. Έπαθε κρυοπαγήματα στο ένα πόδι κι έχασε κι ένα σκασμό λεφτά γιατί ο γέρο Ρόμπινς έγινε περδίκι. Λοιπόν, όταν ξαναρρώστησε ο Ρόμπινς, ο Τζέηκοπς σκέφτηκε να τα  φτιάξει πάλι μαζί του και πέρασε ένα χέρι βερνίκι το ίδιο φέρετρο και το πήρε και πήγε να τόνε δει. Αλλά δεν ήταν και τόσο απλό να τόνε ρίξεις το γέρο Ρόμπινς. Του είπε να μπει μέσα και φαινόταν ετοιμοθάνατος κι αγόρασε το φέρετρο δέκα δολάρια κι ο Τζέηκοπς είπε ότι θα του τα  ’δινε πίσω κι άλλα εικοσπέντε από πάνω αν ο Ρόμπινς το δοκίμαζε και δεν το ’βρίσκε του γούστου του. Κι έπειτα ο Ρόμπινς πέθανε, και στην κηδεία σπάει το καπάκι και πετάγεται πάνω τυλιγμένος στο σάβανο και λέει στον παπά τέρμα η παράσταση γιατί εγώ τέτοιο φέρετρο δεν το αντέχω. Βλέπετε είχε ξαναπάθει νεκροφάνεια μια φορά στα νιάτα του, κι έτσι σκέφτηκε να το παίξει μονά ζυγά. Έκανε το λογαριασμό του κι αν ξαναγύριζε, ήταν λεφτά στην τσέπη του, κι αν όχι, εκείνος δε θα ’χανε δεκάρα. Και, μα το Θεό, έκανε μήνυση στο Τζέη­κοπς και κέρδισε και τη δίκη. Κι έστησε το φέρετρο στο σαλόνι κι έλεγε ότι τώρα δε βιαζόταν. Κι ο Τζέη­κοπς έβγαζε αφρούς απ’ το κακό του. Ξανάφυγε για την Ιντιάνα, μετά από λίγο -πήγε στη Γουέλσβιλ- απ’ τη Γουέλσβιλ ήταν κι οι Χόγκαντορν. Εξαιρετική οικογέ­νεια. Από το Μαίρηλαντ, γενιές ολόκληρες. Δεν έχω δει άνθρωπο ν’ ανακατεύει τα  ποτά του και να βλαστη­μάει καλύτερα από το γέρο Χόγκαντορν. Η δεύτερη γυναίκα του ήταν η Χήρα Μπίλινγκς – πρώην Μπέκυ Μάρτιν. Η μάνα της ήταν η πρώτη γυναίκα του Ντάνλαπ. Ηη μεγαλύτερη κόρη, η Μαρία, παντρεύτηκε έναν ιεραπόστολο και πέθανε σα χριστιανή -τη φάγανε οι άγριοι. και κείνον τόνε φάγανε, το δύστυχο -τον κά­νανε βραστό. Δεν ήταν έθιμο, έτσι λένε, αλλά εξήγησαν στους φίλους του που πήγανε να πάρουνε τα  πράγματά του, ότι τούς είχαν δοκιμάσει μ’ ένα σωρό τρόπους τούς Ιεραπόστολους και ποτέ δεν τούς γίνονταν νόστιμοι -κι οι συγγενείς του συγχίστηκαν που χαράμισε τη ζωή του για ένα ηλίθιο πείραμα, τρόπος του λέγειν. Αλλά να ξέρετε, τίποτα δεν πάει ποτέ χαμένο. Όλα που δεν καταλαβαίνουνε οι άνθρωποι και δε βλέπουνε το λόγο, όλα φανερώνονται όταν επιμένεις και τα  σκαλίσεις λι­γάκι. Και το κρέας εκείνου του ιεραπόστολου, ούτε κι αυτός δεν το ’ξερε, προσηλύτισε μέχρι και τον τελευ­ταίο κανίβαλο που δοκίμασε τη σούπα. Μόνο αυτό τούς έπεισε. Λοιπόν, μη μου λέτε εμένα ότι τον έβρασαν τυ­χαία. Τίποτα δε γίνεται τυχαία. Όταν ο μπάρμπας μου ο Λεμ είχε ανέβει σε μια σκαλωσιά μια φορά κι έσκυβε απέξω, θα ξέρναγε ή μεθυσμένος θα ’ταν, δεν ξέρω, ένας Ιρλανδέζος μ’ ένα τσουβάλι τούβλα έπεσε πάνω του από το τρίτο πάτωμα και τού ’σπάσε τη ραχοκοκα­λιά σε δυο μεριές. Κι είπαν ότι ήταν ατύχημα. Σιγά το ατύχημα. Δεν ήξερε ούτε πώς βρέθηκε εκεί, αλλά βρέ­θηκε εκεί για έναν καλό λόγο. Αν δεν ήταν εκεί, ο Ιρλανδός θα ’χε γίνει κομματάκια. Και κανένας δε μου το βγάζει από το μυαλό. Ήταν κι ο σκύλος του εκεί, του μπάρμπα Λεμ. Γιατί δεν έπεσε πάνω στο σκύλο ο Ιρλανδός; Γιατί ο σκύλος θα τον είχε δει και θα ’χε φύγει. Γι’ αυτό δεν έπεσε πάνω στο σκύλο. Δε μπορείς να βασίζεσαι σ’ ένα σκύλο για να εκτελεί τις βουλές της Θείας Πρόνοιας. Ακούστε που σας λέω, ήταν στημένη υπόθεση. Ατυχήματα δεν υπάρχουν, παιδιά. Ο σκύλος του μπάρμπα Λεμ –θα ’πρεπε να τόνε βλέπατε εκείνο το σκύλο. Τσοπανόσκυλο ήταν -ή μάλλον μισό τσοπανόσκυλο, μισό μπουλντόγκ- θαυμάσιο ζώο. Ήταν του πάστορα Χάγκαρ πριν τον πάρει ο μπάρμπα Λεμ. Χάγκαρ απ’ τους Χάγκαρ της Ρηζέρβ. Μεγάλο σόι. Η μάνα του ήταν Γουώτσον. Μια από τίς αδερφές του παντρεύτηκε έναν Γουήλερ. Εγκαταστάθηκαν στο Μόργκαν και τον έφαγε η μηχανή σε μια ταπητουργία, και σε δεκαπέντε δευτερόλεπτα τον έβγαλε χαλί από την άλλη. Η χήρα του το αγόρασε εκείνο το κομμάτι κι οι άνθρωποι ήρθαν από εκατό μίλια μακριά για να πάνε στην κηδεία. Ήταν δεκατέσσερα μέτρα ολόκληρα το κομμάτι, κι εκείνη δεν τους άφηνε να τον τυλίξουν, αλλά τον φύτεψε έτσι όπως ήταν -σ’ όλο το μήκος. Η εκκλησία δεν ήταν και πολύ μεγάλη κι η μια άκρη του φέρετρου περίσσευε από το παράθυρο. Δεν τον έθαψαν, τον φύτεψαν στημένο έτσι -σά μνημείο- και κάρφωσαν και μια ταμπέλα που έγραφε – έγραφε – έγραφε – εις μ-ν-ή-μ-η-ν δεκατεσσάρων μ-έ-τ-ρ-ω-ν χα…λιού – με τα  λ-εί-ψ-α-ν-α του Γ-ου-ί-λ-ι-α-μ Γου-ή-»

Εδώ και λίγη ώρα ο Τζιμ Μπλέην είχε αρχίσει να χα­σμουριέται ολοένα και πιο συχνά -το κεφάλι του έπεσε μπροστά, μια, δυο, τρεις φορές- μέχρι που ακούμπησε στο στήθος του και βυθίστηκε σ’ ένα γαλήνιο κι ατάραχο ύπνο. Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα των παιδιών -κόντευαν να πνιγούν προσπαθώντας να κρατήσουν τα γέλια τους. Από την αρχή γέλαγαν, μόλο που εγώ δεν το είχα προσέξει. Κατάλαβα ότι «μου την είχαν σκά­σει». Έμαθα τότε πώς η ιδιομορφία του Τζιμ Μπλέην ήταν ότι όποτε έφτανε σ’ ένα ορισμένο στάδιο μέθης, καμιά ανθρώπινη δύναμη δε μπορούσε να τον εμποδίσει ν’ αρχίσει να διηγείται τη θαυμάσια περιπέτεια που τού είχε συμβεί κάποτε με το κριάρι του παππού του -κι η πρώτη φράση του σχετικά με το κριάρι ήταν κι η μο­ναδική που είχε ακούσει ποτέ άνθρωπος. Πάντα πήδαγε από το ένα θέμα στο άλλο, ασταμάτητα, μέχρι που δεν άντεχε άλλο στο ουίσκι και τον έπαιρνε ο ύπνος. Τί ήταν εκείνο που είχε συμβεί σ’ αυτόν και το κριάρι του παππού του, είναι ένα σκοτεινό μυστήριο, γιατί μέχρι σήμερα κανένας δεν το ’χει μάθει.

 

 

89 Σχόλια to “Η ιστορία με το κριάρι (του Μαρκ Τουέιν)”

  1. Theo said

    Καλημέρα κι ευχαριστώ για τον Τουέιν😊

  2. Είναι ωραίος ο Τουαίν (έτσι τον έχω συνηθίσει). Το βράδυ ίσως ξεκλέψω χρόνο να σας αντιγράψω μια παρόμοια ιστορία που αφηγείται σε μια συνέντευξή του ο Φελίνι.

  3. Υπέροχο! Έκλαψα απ’ τα γέλια :-))
    Το ‘μου’ στο «Εκείνο τον καιρό τα παιδιά μου ’λεγαν πότε πότε ότι […]», δεν θέλει τόνο;

  4. Γς said

    Καλημέρα

    Μαρκ Τουέιν Ελεμένταρι (Δημοτικό) στο Χιούστον.

    Εδωσα μάχη για να μεταφέρω την κόρη μου εκεί από ένα άλλο που ήταν γεμάτο … μαυράκια.

    Κι ήταν κι ο ΜακΜάνους ο καθηγητής του μεγάλου μου γιου στο Πέρζιν Χάι Σκουλ που κάναμε μπάρμπεκιου σπίτι του. Κι η κυρία του ήταν μια θαυμάσια μαυρούλα.

    Με τούτα και με τ άλλα βρέθηκα παντρεμένος με την Ειρήνη. Την εν τοις ουρανοίς.

  5. Νέο Kid said

    “ Ήταν ήρεμα γαλήνια συμμετρικά μεθυσμενος…”
    ξέρουμε πώς είναι στο πρωτότυπο το συμμετρικά μεθυσμένος, Νικοκύρη;
    Πιο στρωτά ελληνικά θα μου φαινόταν κάτι σαν : μεθυσμένος με ρέγουλα, μεθυσμένος με το μαλακό… σε αντίθεση με το απότομο,άγριο μεθύσι.

    «Από κάποιον Γέιτς ,Μπιλ Γέιτς. Θα τον έχετε ακουστά…» τον έχουμε,ναι! 😛😛

  6. atheofobos said

    Η σουρεαλιστική περιγραφή της Μις Γουάγκνερ μου θύμισε ένα αντίστοιχο παλιό ανέκδοτο με ένα ζευγάρι που πάει σε γαμήλιο ταξίδι με τραίνο και η σύζυγος έχει ξαπλώσει στο επάνω κρεβάτι.
    -έλα κατέβα της λέει ο σύζυγος
    Έρχομαι σε λίγο μόλις ετοιμαστώ, του απαντά και ρίχνει από πάνω ένα ξύλινο ποδάρι, μετά μια περούκα και τέλος ένα σουτιέν με πλαστικά στήθη, οπότε τρυφερά του λέει:
    – είμαι έτοιμη κατεβαίνω!
    -Δεν χρειάζεται της απαντά , πέταξέ μου το!

  7. ΣΠ said

    5
    he was tranquilly, serenely, symmetrically drunk

  8. ΚΩΣΤΑΣ said

    > …και τον έφαγε η μηχανή σε μια ταπητουργία, και σε δεκαπέντε δευτερόλεπτα τον έβγαλε χαλί από την άλλη.

    – Κοίτα πατέρα, βάζεις λίγο χορτάρι στην άκρη της μηχανής, πάει το μοσχάρι να φάει και σε ένα τέταρτο βλέπεις στο τέλος, από την άλλη, εκατό κιλά σαλάμι. Πού τέτοια πράγματα στην εποχή σας!
    – Ε! σιγά το πράμα. Κι εγώ παιδί μου, πριν κάποια χρόνια έβαλα κάπου το σαλαμάκι μου, και σήμερα έχω μπροστά μου ένα μοσχάρι εκατό κιλά.

    Αστεία αμερικάνικη ιστορία, δεν γέλασα και πολύ. Αυτό βέβαια δεν μειώνει την προσπάθεια του Νικοκύρη να μας δώσει και άλλες όψεις του χιούμορ, και το ευχαριστούμε πολύ.

  9. Νέο Kid said

    7. Thanks Σταύρο. Πώς θα απέδιδε εσυ το symmetrically drunk στα ελληνικά;

  10. Νέο Kid said

    Γουάου! Τώρα πρόσεξα ότι το πρωτότυπο το είχε λινκάρει ο Νίκος! Αργή δράση καφέ,γαρ…

  11. ΣΠ said

    9
    Θα προτιμούσα το ομοιόμορφα.

  12. Νέο Kid said

    Ο Τουέιν κι ο Πόε είναι για μένα οι πιο (αν όχι οι μόνοι) γνήσιοι/πρωτότυποι αμερικανοί συγγραφείς. Οι άλλοι ξεπατικωσαν ευρωπαίους.

  13. Πέπε said

    Εξαιρετικό, αν και (για μένα) ένα μέρος της απόλαυσης χάνεται από την αντιλογοτεχνική εμφάνιση της σελίδας. Ιδίως όταν, σκρολάροντας, βλέπω ότι σε λίγο τελειώνει, για το κριάρι δεν έχει ειπωθεί λέξη, κάθε άλλο θέμα έχει μείνει χωρίς εξέλιξη, και άρα μάλλον έτσι θα πάει μέχρι το τέλος (ενώ σ’ ένα τόμο με διηγήματα, αν δεν τύχει να ‘ναι αυτό το τελευταίο, δεν ξέρω πόσες σελίδες μου μένουν κι έτσι λειτουργεί η επιδιωκόμενη ανατροπή).

    Εν πάση περιπτώσει, εκτός από εξαιρετικό γενικά το βρήκα και πρωτότυπο για τα δεδομένα του ιστολογίου, που μας έχει συνηθίσει σε άλλου είδους λογοτεχνία.

    > > Η μάνα ton ήταν Γουώτσον: *του*

    > > τον πετάει από το παράθυρο και πέφτει πάνω στη Μις Τζέφερσον: παρεισέφρησε μια άσχετη αλλαγή παραγράφου

  14. Πέπε said

    > > Τον Μαρκ Τουέιν, που τότε τον λέγαμε Τουέν…

    Τον πρωτοέμαθα από ένα βιβλίο (υποθέτω τον Τομ Σώγερ) όπου το επώνυμο ήταν τυπωμένο ΤΟΥΑΙΝ, με κεφαλαία. Δεν είχα καταλάβει πώς πρέπει να το προφέρω, αρχικά τον είχα στο μυαλό μου ως Τουάιν αλλά με κάποια αμφιβολία. Αργότερα τον άκουσα με άλλους τρόπους, τελικά σχετικά μεγάλος ισορρόπησα στο Τουέιν, και τώρα πρωτομαθαίνω ότι όντως έναν καιρό ήταν καθιερωμένο το «[twen]» (Τουαίν, που έγραφε το βιβλίο μου). 🙂

    > > στη γενιά μου όλοι είχαν διαβάσει είτε σε πλήρη μορφή είτε σε διασκευή τον Τομ Σόγιερ ή τον Χοκ Φιν […] τον είχα μάθει απο τον παππού μου

    Συνήθως αυτούς τους υπερστάνταρ συγγραφείς δε θυμόμαστε από πού τους μάθαμε. Κι εμένα κάποιος μου χάρισε τον Τομ Σώγερ, αλλά ούτε θυμάμαι ποιος ήταν ούτε έχει μεγάλη σημασία. Ας πούμε ότι ήταν οι γονείς μου: αν όμως δεν ήταν εκείνοι, σίγουρα θα μου τον χάριζε κάποιος άλλος ή θα μου τον σύστηνε κάποια δασκάλα.

  15. Γιάννης Ιατρού said

    6: 🙂 🙂

    9,11

    …In Mark Twain’s short story “Jim Blaine and His Grandfather’s Ram,” prosthetics of sorts are introduced only in relation to women, a rather unexpected subject given the story’s title. After many persuasions to ask Jim Blaine about his grandfather’s ram, the narrator finally succumbs to his buddies’ wishes, describing Blaine in his many stages of inadequate drunkenness until Blaine is finally perfectly drunk. The narrator describes Jim as “symmetrically” drunk, which indicates a harmonious balance and wholeness, a state of being that some of the other characters in the story lack. Throughout the brief, drunken narrative that only mentions the ram in the first few sentences, Blaine follows his stream of consciousness to other people and events, eventually describing in great detail the unsymmetrical physical characteristics of three women whose parts, when borrowed, temporarily make a woman named Miss Wagner whole: Miss Jefferson’s “awful” and “scary” glass eye that doesn’t fit or work well, Miss Higgins’s wooden leg that is “shorter” than Miss Wagner’s natural limb, and Miss Jacobs’s wig that covers her bald head. While each woman has a supplement intended to aid in her artificial symmetry, Blaine goes even further in his narrative to describe the inadequacies of each prosthetic and the general fear and discomfort that the prosthetics cause in the community of onlookers….

  16. Γιάννης Ιατρού said

    15β: Εδώ όλο το κείμενο με τον τίτλο «Disabled, Disgusting Bodies: Their Unfortunate Asymmetry» του Taylor O’Kelly, 2016 (στο Literary Undergraduate Research -LURe- τεύχος Fall 2016)

  17. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    «δεν είχε πάρει το κουτάλι μας νερό να μορφωθούμε και να μάθουμε ότι το λένε Ιλινόι.» Είστε αμόρφωτοι ακόμα (αυτά κάνει η υποχρεωτική εκπαίδευση 🙂 ) ILL Οινόη το λένε. 🙂

  18. Λ said

    Για το Τουέιν ξέρω ότι είπε οτι να κόψει κανείς το κάπνισμα είναι τόσο εύκολο που το κάνει κάθε βδομάδα

  19. Θέμα για αύριο: http://www.efsyn.gr/arthro/apo-trihapton-sti-deihnaleyro

  20. ΣΠ said

    Ο Νίξον που αναφέρεται στο διήγημα πρέπει να είναι αυτός:
    https://en.wikipedia.org/wiki/John_T._Nixon

  21. Τρίβλαξ said

    «Τίποτα δε γίνεται τυχαία. Όταν ο μπάρμπας μου ο Λεμ είχε ανέβει σε μια σκαλωσιά μια φορά κι έσκυβε απέξω, θα ξέρναγε ή μεθυσμένος θα ’ταν, δεν ξέρω, ένας Ιρλανδέζος μ’ ένα τσουβάλι τούβλα έπεσε πάνω του από το τρίτο πάτωμα και τού ’σπάσε τη ραχοκοκα­λιά σε δυο μεριές. Κι είπαν ότι ήταν ατύχημα. Σιγά το ατύχημα. Δεν ήξερε ούτε πώς βρέθηκε εκεί, αλλά βρέ­θηκε εκεί για έναν καλό λόγο. Αν δεν ήταν εκεί, ο Ιρλανδός θα ’χε γίνει κομματάκια.»

    Ο Τουέιν παρουσιαζει την ιδέα ότι η θεία προνοια τα κανονίζει όλα, και σε ένα διήγημα η μια νουβέλα, δεν θυμάμαι, με τίτλο ο «Μυστηριώδης Ξένος» (The Mysterious Stranger).

  22. Γιάννης Κουβάτσος said

    Η μαρμάγκα απέκτησε γούστο: μου κρατάει δύο σχόλια, θεωρώντας τα προφανώς ανάξια δημοσιεύσεως. 😊

  23. Η ιστοριούλα του Φελίνι που υποσχέθηκα (Συνέντευξη στον Giovani Grazzini, Αθήνα 1987, σ. 84):

    …μου θύμιζε την πνευματώδη και χυδαία έκφραση κάποιου Νάζι, που ήταν φημισμένος στο Ρίμινι γιατί είχε πουλήσει σε έναν γερμανό ένα κομμάτι θάλασσας μπροστά από το Γκραντ Οτέλ. Αυτή τουλάχιστον ήταν η ιστορία που ακουγόταν για λογαριασμό του ψευταρά Νάζι, κι όταν κάποιος στο Κομέρτσιο τον καλούσε για να βεβαιώσει την αλήθεια, ο Νάζι ήθελε πρώτα να τον κεράσουν κάτι να πιει, και κατόπιν απαντούσε με αποφθέγματα ανατολίτικης έμπνευσης του τύπου: «Δεν μπορούμε πια να δούμε την αλήθεια, γιατί δεν μπορούμε να υποκλινόμαστε μέχρι τη γη». Αν κάποιος ζητούσε εξηγήσεις, έπρεπε πρώτα να τον κεράσει άλλο ένα ποτήρι κρασί και αυτή η κατάσταση μπορούσε να συνεχιστεί όλο το απόγευμα, με αινιγματικές απαντήσεις και καρτούτσα μέχρις ότου ο προφήτης, τελείως μεθυσμένος, απομακρυνόταν στην ομίχλη τραγουδώντας παράφωνα.

  24. gpoint said

    Σωστά Νικοκύρη επέλεξες το κριάρι μια που είμαστε εποχιακά το ζώδιο του Κριού…

  25. ΚΩΣΤΑΣ said

    Και η αλεπού που περίμενε του κριαριού… να πέσουν, να τα φάει!!!

  26. ΣΠ said

    Εκτός από το «κανοκιάλι», που όπως βλέπω στο λεξικό είναι το σωστό, μήπως υπάρχει ή υπήρχε και ο τύπος «κιανοκιάλι»; Θυμάμαι να το έχω δει.

  27. Μπετατζής said

    Ο Μάρκ Τουαίν κλέβει σταφύλια στην Αττική.

    1867 και ο Μάρκ Τουαίν ταξιδεύει στη Μεσόγειο, άλλοτε με τραίνο άλλοτε με πλοίο. Με πλοίο φτάνει και στο λιμάνι του Πειραιά, όμως το πλοίο μπαίνει σε αναγκαστική καραντίνα 11 ημερών. Παρά τις απειλές για σκληρές τιμωρίες και φυλάκιση, ο ΜΤ με την παρέα του το σκάνε το βράδυ από το πλοίο για μια βόλτα στην Αττική. Την περιπέτειά του καταγράφει στο βιβλίο του «Καν Καν, γάτες και πόλεις από στάχτη», στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ασβός σε μετάφραση Αγορίτσα Μπακοδήμου. Ο τίτλος οφείλεται στο ότι, εκτός από την Αθήνα, κατέγραψε και την επίσκεψή του στο Παρίσι, στο Μαρόκο, την Πομπηία και τις Αζόρες. Εκδόθηκε το 1869. Ακολουθεί απόσπασμα, από τις νυχτερινές δραστηριότητες του ΜΤ στην Αττική.

    ……………………

    Μετά από λίγο σκεφτήκαμε ότι αν θέλαμε να είμαστε στο πλοίο πριν μας προδώσει το ξημέρωμα, έπρεπε να φύγουμε. Οπότε ξεκινήσαμε βιαστικοί. Όταν προχωρήσαμε αρκετά μας αποχαιρέτησε η εικόνα του Παρθενώνα, με το σεληνόφως να γλιστράει πάνω στους κίονες και να βάφει ασημένια τα κιονόκρανά του. Και θα έμενε πάντα χαραγμένος στη μνήμα μας όπως έδειχνε εκείνη τη στιγμή : αυστηρός, μεγαλοπρεπής και ωραίος.

    Καθώς προχωρούσαμε, αρχίσαμε να ξεπερνάμε τους φόβους μας και έπαψε να μας απασχολεί αστυνομία και οποιοσδήποτε άλλος. Γίναμε τολμηροί και ριψοκίνδυνοι και μια φορά, σ΄ ένα απρόσμενο ξέσπασμα θάρρους, έφτασα μέχρι να πετάξω μια πέτρα σ΄ ένα σκύλο. Το ευχάριστο βέβαια ήταν ότι δεν τον χτύπησα, γιατί το αφεντικό του μπορεί να ήταν αστυνομικός. Παίρνοντας κουράγιο από αυτή την ευτυχή αποτυχία μου, το θράσος μου ξεπέρασε τα όρια και κατά διαστήματα άρχισα να σφυρίζω, αν και σε αρκετά χαμηλό τόνο. Αλλά το θράσος τρέφει και άλλο θράσος, και πολύ σύντομα εισεβαλα σ΄ έναν αμπελώνα – κάτω από το δυνατό φως του φεγγαριού – και έκοψα ένα γαλόνι υπέροχα σταφύλια, χωρίς καν να δώσω σημασία στην παρουσία ενός χωρικού που περνούσε καβάλα στο μουλάρι του. Ο Ντένι και ο Μπριτς ακολούθησαν το παράδειγμά μου. Τώρα πια είχα στη διάθεσή μου σταφύλια για μια ντουζίνα άτομα, αλλά ο Τζάκσον είχε και αυτός ξεσηκωθεί και ένιωσε υποχρεωμένος να μπει και εκείνος σ΄ έναν αμπελώνα. Το πρώτο τζαμί που έκοψε του έφερε μπελάδες. Ένας βρόμικος, γενειοφόρος αγριάνθρωπος εμφανίστηκε φωνάζοντας στο δρόμο, κουνώντας ένα μουσκέτο υπό το φως του φεγγαριού. Το σκάσαμε προς την κατεύθυνση του Πειραιά – όχι τρέχοντας, βέβαια, αλλά περπατώντας πιο γρήγορα. Η νύχτα είχε προχωρήσει και δεν είχαμε χρόνο να ασχοληθούμε με τον κάθε ηλίθιο που ήθελε να μας καθυστερήσει με ελληνικές κοινοτοπίες. Αν δεν είχαμε καθυστερήσει θα είχαμε κάτσει να συζητήσουμε μαζί του. Εκείνη τη στιγμή ο Ντένι φώναξε : Αυτοί οι τύποι μας ακολουθούν !

    Γυρίσαμε να δούμε και, πράγματι, μας ακολουθούσαν – τρεις τρομακτικοί πειρατές με οπλα στα χέρια . Κόψαμε ταχύτητα για να μας προλάβουν και στο μεταξύ εγώ έβγαλα τα σταφύλια μου και τα πέταξα αποφασιστικά, αν και με λύπη, στις σκιές στο πλάι του δρόμου……

    (στη συνέχεια τους φτάνουν οι διώκτες τους, τους κάνουν έλεγχο για τυχόν άλλα κλοπιμαία και τους διώχνουν βρίζοντάς τους. Η συνέχεια στο βιβλίο, αν προλάβω μπορεί να γράψω και κάνα άλλο απόσπασμα.)

  28. Υπερκείμενο του 19ου αιώνα…

    13: F9

  29. Γς said

    >Τον Μαρκ Τουέιν, που τότε τον λέγαμε Τουέν, τον είχα μάθει απο τον παππού μου -τα καλοκαίρια που πήγαινα μαζί τους στο Τολό πηγαίναμε στη Δανειστική Βιβλιοθήκη του Ναυπλίου και δανειζόμασταν βιβλία

    Ο Μαρκ Τουέιν της Δανειστικής Βιβλιοθήκης

    και

    η Δανειστική Βιβλιοθήκη του Μαρκ Τουέιν:

    [+ μια πίτσα. Εικόνες-μνήμες από Δανειστικές Βιβλιοθήκες]

    2) Είχε κάνει κάποια συμφωνία το Houston Independent School District με την Pizza Hut για επιβράβευση των μαθητών χρηστών της δανειστικής βιβλιοθήκης του σχολείου.

    Κέρδισε ο γιος μου στο Mark Twain Elementary School σαν βραβείο μια μεγάλη πίτσα, επειδή διάβασε δεν-ξέρω-γω-πόσα δανεισμένα βιβλία.

    Πήρε λοιπόν τα αδέλφια του και πήγαν να την απολαύσουν. Με το που έδειξε το χαρτί στο ταμείο αμέσως σταμάτησαν κάθε συναλλαγή, ήρθε όλο το προσωπικό να τον συγχαρεί τάχα μου και ο κόσμος που κατάλαβε τη πλάκα σιγοντάριζε.

    Σπουδαία σκηνοθεσία.

  30. Γς said

    27:

    >Το πρώτο τζαμί που έκοψε

    τέμενος;

    για να θυμηθούμε και τον Τζον Στάινμπεκ και τα τσαμπιά του της οργής

  31. ΚΩΣΤΑΣ said

    Το παγκάκι

    Στην άκρη του πάρκου ήταν ένα παγκάκι, όπου απολάμβανε τη δροσιά ένα ζευγαράκι. Ύστερα από λίγο ήρθε και κάθισε μια κυρία.

    .

  32. Γιάννης Κουβάτσος said

    Αρκετά διασκεδαστικό το παραλήρημα του μεθυσμένου αφηγητή. Έχει γράψει, βέβαια και πολύ καλύτερα διηγήματα ο Μαρκ Τουέιν. Θα μπορούσες να βάλεις κάποια Κυριακή, Νίκο» το «Οι Αμερικανοί στην Αθήνα», αληθινή ιστορία, όπου ο Τουέιν αφηγείται την οδύσσεια που πέρασε για να δει την Ακρόπολη. Υπάρχει στο «Ανθολόγιον» , εκδόσεις Νάρκισσος.
    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://www.mixanitouxronou.gr/i-peripetia-tou-mark-touein-stin-athina-to-1867-drapetefse-apo-to-limokathartirio-pirea-katadiochthike-apo-ageli-skilion-ke-ladose-tous-filakes-gia-na-bi-nichta-stin-akropoli/&ved=2ahUKEwiTt_S28LvaAhUHZCwKHcl5BHQQFjABegQIBxAB&usg=AOvVaw2Z9L_GeJcPPmvNtBJnS_vY

  33. Γιάννης Κουβάτσος said

    21: Όχι ακριβώς. Αυτό το βιβλιαράκι, «Ο μυστηριώδης ξένος», είναι, κατ’ εμέ, το πιο ενδιαφέρον και το πιο παραγνωρισμένο του Τουέιν:
    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=https://istoriatexnespolitismos.wordpress.com/2013/06/05/%25CE%25BF-%25CE%25BC%25CF%2585%25CF%2583%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2581%25CE%25B9%25CF%2589%25CE%25B4%25CE%25B7%25CF%2583-%25CE%25BE%25CE%25B5%25CE%25BD%25CE%25BF%25CF%2583-%25CE%25BC%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25BA-%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25B5%25CE%25B7%25CE%25BD/amp/&ved=2ahUKEwi2h8zc-7vaAhVG2qQKHaINDjUQFjASegQIBxAB&usg=AOvVaw3R1OopU4iM3ge58pijNu0u&ampcf=1

  34. sarant said

    Kαλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα και τα δευτερα σχόλια και να με συμπαθάτε που έλειπα από το πρωί.

    3 Όχι, βάσει των επίσημων κανόνων .το «μου ‘λεγε» δεν παίρνει κανέναν τόνο!

    5 Αφού το έχω το λινκ προς το πρωτότυπο! Και για να λέει «συμμετρικά μεθυσμένος» στοιχημάτισα ότι το πρωτότυπο θα έλεγε το ίδιο, και πράγματι:

    –he was tranquilly, serenely, symmetrically drunk–

    9-10 Α, το είδες. Από τη στιγμή που ο Τουέιν λέει «symmetrically» ειμαστε καταδικασμένοι να βάλουμε «συμμετρικά» θαρρώ.

    13 Εύστοχη η παρατήρηση για την ανάγνωση στην οθονη και μερσί για τις διορθώσεις.

    19 Και αν όχι για αύριο, σίγουρα μέσα στην εβδομάδα.

    20 Μπραβο, χρήσιμη προσθήκη

    26 Δεν το έχω ακούσει ποτέ «κιανοκιάλι»

    27-32 Παλιότερα είχα σκεφτει να βάλω την περιπέτεια αυτή του Μαρκ Τουέιν στην Αθήνα και δεν θυμάμαι για ποιο λογο δεν την έβαλα τελικά.

  35. sarant said

    27-32 Ενα μικρό απόσπασμα από τις αθηναϊκες εντυπώσεις του Μ.Τ. σε άρθρο του Στέφανου Δάφνη στο Μπουκέτο το 1928

    http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/mpouketo/article/view/107968/100100

  36. ΣΠ said

    Ένα γκούγκλισμα για το κιανοκιάλι μου έδωσε μόνο το παρακάτω, αλλά ίσως είναι τυπογραφικό λάθος. Μάλλον λάθος θυμάμαι.
    http://www.sarantakos.com/kibwtos/xrusoulhs/meros12.htm

  37. sarant said

    36 Στα ιταλικά είναι cannocchiale, αν γράφτηκε/ειπωθηκε «κιανοκιάλι» θα έγινε στα ελληνικά, υπό την επίδραση του β’ συνθετικού. Δεν ζει και ο συγγραφέας να τον ρωτήσουμε.

  38. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Μολονότι σπαρταριστό το αφήγημα, σ΄αυτό με τον Γουήλερ που έγινε χαλί μαύρισα,πήγε ο νους μου στο στίχο του Φώντα Λάδη
    Ένα πρωί το Στράτο
    τον πιάνει η μηχανή,
    τον παίρνει από κάτω
    κι ακόμη να φανεί.
    Έχω και την περίπτωση γνωστού που του έφαγε η ζυμωτήρα το δάχτυλο στο φούρνο.
    Δεν ξέρω αν πέταξαν για τη φουρνιά εκείνη το ζυμάρι 😦 🙂 🙂

  39. ΓιώργοςΜ said

    38 Όσοι έχουμε ζήσει από κοντά ανθρώπους που δούλεψαν με μηχανήματα έχουμε πιστεύω τέτοιες ιστορίες να θυμηθούμε.
    Ένας γνωστός μού είχε περιγράψει πώς πιάστηκε το δάχτυλο του δεξιού του χεριού από τη βέρα και όδευε προς τα… σαγόνια μιας πλεκτικής μηχανής, πώς η χειρίστρια που εκπαίδευε λιποθύμησε όταν της ζήτησε να την κλείσει, και πώς ο ίδιος μπόρεσε τελικά να την κλείσει με το ελεύθερο χέρι του κάνοντας μια κάπως ακροβατική κίνηση.
    Αν έχω εγώ, που έζησα σε βιοτεχνίες μόνο τα εφηβικά και μετεφηβικά μου χρόνια, τρεις-τέσσερις τέτοιες ιστορίες πρόχειρες, φανταστείτε τι έχουν να πουν οι βιομηχανικοί εργάτες του 19ου αιώνα.

  40. ATM said

    Καλησπέρα.

    To symmetrically θα μπορούσε να αποδοθεί εναλλακτικά με τη λέξη σύμμετρα, αντί για συμμετρικά.

    Βέβαια, και σ’ αυτή την περίπτωση κραυγάζει ότι πρόκειται για μετάφραση, αλλά τουλάχιστον είναι νοηματικά πιο ξεκάθαρη (νομίζω).

  41. Γιάννης Ιατρού said

    Πού ‘ναι αυτός ο Alexis ρε παιδιά;;; 🙂
    Καλά, εκεί στην Πρέβεζα ακόμα δεν τελείωσε το καρναβάλι;;;

  42. Γιάννης Ιατρού said

    Α, και χρόνια πολλά στους εορτάζοντες σήμερα (Θωμάδες κλπ.). Κι η σκέψη μας πάντα στους εκπαιδευτικούς, που αύριο ξεκινούν σχολείο μετά από 2 εβδομάδες διακοπές και είναι σε κατάθλιψη 🙂

  43. Γιάννης Κουβάτσος said

    Όχι και σε κατάθλιψη, συνονόματε! Δύο μήνες μείνανε μέχρι τις καλοκαιρινές διακοπές. 😎

  44. Ignatis K. said

    Ευχαριστούμε για το όμορφο άρθρο! Στις αναφορές στον Τουαίην, δυστυχώς, παραλείπεται πάντα ο «Μυστηριώδης Ξένος», το τελευταίο του έργο, που εκδόθηκε μετά θάνατον. Είναι ένα απολαυστικότατο και βαθειά φιλοσοφικό παιδικό (;) βιβλίο, που περιγράφει την επίσκεψη ενός αγγέλου, του Εωσφώρου, σε ένα χωριό της μεσαιωνικής Αυστρίας. Όποιος αρέσκεται στον Τουαίην και δεν το έχει υπόψη του, θα πάθει πλάκα!

  45. Γιάννης Ιατρού said

    Δεν βλέπω κίνηση, κάθε 1½ ώρα ένα σχόλιο …. Να βάλω κάτι ακόμα, άντε να δούμε …
    https://twitter.com/thanasisnostimo/status/985545901719588864

  46. Γιάννης Ιατρού said

    43, 44: Α πήρατε μπρός, ΟΚ 🙂

  47. Γιάννης Ιατρού said

    43: Α, το έχεις πάρει απόφαση ε; Δεν πιστεύω να είσαι τίποτα αδιάβαστος; 🙂

  48. sarant said

    44 Στη δίτομη έκδοση που λέω περιλαμβάνεται και ο Μυστηριώδης ξένος, που τον ανέφερε και κάποιος φίλος στα σχολια.

  49. sarant said

    44-48 Ειναι 120 σελίδες, θα μπορούσε να πάει και αυτοτελές.

  50. Γς said

    30:

    >Έχω και την περίπτωση γνωστού που του έφαγε η ζυμωτήρα το δάχτυλο στο φούρνο.

    Το δάχτυλο; γνωστού σου;
    Η ζυμωτήρα;

  51. Γς said

    50 για το Σχ. 38 της ΕΦΗς ΕΦΗς

  52. Γιάννης Κουβάτσος said

    47: Ε, όχι και αδιάβαστος! Σαράντα χρόνια φούρναρης, τα ‘ξέρω όλα νεράκι. 😇
    48: Κυκλοφορεί αυτοτελώς σε αρκετές εκδόσεις:
    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://www.protoporia.gr/o-mystiriodis-xenos-p-32670.html&ved=2ahUKEwjA4syQ37zaAhVGCiwKHUtFAywQFjABegQIBxAB&usg=AOvVaw2ZEBDwInBjed_AzKHMiYoK

  53. Γς said

    52:

    >Σαράντα χρόνια φούρναρης,

    Και μ όλα τα δάχτυλα ε;

  54. ΚΩΣΤΑΣ said

    Η ιστορία με το παγκάκι (συγνώμη για το σεντόνι) 🙂

    Στην άκρη του πάρκου ήταν ένα παγκάκι, όπου απολάμβανε τη δροσιά ένα ζευγαράκι. Ύστερα από λίγο ήρθε και κάθισε μια κυρία.

    .

    .

    .

    .

    .

    .

    .

    .

    .

    .

    .

    .

    .

  55. sarant said

    54 ?

  56. Γιάννης Κουβάτσος said

    Κώστα, αυτό δεν είναι ούτε μαξιλαροθήκη. Μας κρατάς σε αγωνία; 😊

  57. ΓιώργοςΜ said

    Θυμήθηκα τη σουρεαλιστική κρυάδα (αλερτ!!) της εφηβείας μου:

    Ήταν μια φορά μια κότα.
    Έβαλε το ένα πόδι της πάνω στον τοίχο.
    Έβαλε και το άλλο,

    ….

    κι έπεσε.

    😛

  58. cronopiusa said

    54

    Στην άκρη του πάρκου ήταν ένα παγκάκι, όπου απολάμβανε τη δροσιά ένα ζευγαράκι

    Ύστερα από λίγο ήρθε και κάθισε μια κυρία.

  59. cronopiusa said

  60. Μαρία said

    54
    Οι μπέγκες απο μία έγιναν 13 στο παπλωσέντονο 🙂

  61. ΚΩΣΤΑΣ said

    55 – 56 – 57 – 58 (και τί έγινε μετά;)

    Τώρα στο παγκάκι κάθονται τρεις 🙂

    Κρύο, ε; Αμερικάνικο ανέκδοτο, το λέγαμε πιτσιρικάδες.

  62. Μαρία said

    57
    Της δικιάς μου: Ήταν μια φορά ένα μυρμήγκι που έσκαβε, έσκαβε, έσκαβε…
    Το ανέκδοτο είναι σύντομο αλλά έχει βάθος!

  63. ΣΠ said

    Τι διαβάζω, Θεέ μου!

  64. ΚΩΣΤΑΣ said

    60 Μαρία, τίποτα δεν σε ξεφεύγει! 🙂

  65. Γιάννης Κουβάτσος said

    Κώστα, όποιος στην παρέα έλεγε κάτι τέτοιο, ξέρεις τι επακολουθούσε, έτσι; 😊

  66. Ριβαλντίνιο said

  67. Πέπε said

    @26, 34, 36, 37 (κ[ι?]ανοκιάλι):

    Αρχικά, βλέποντας την απορία του ΣΠ, σκέφτηκα: «μα τι λέει, δεν είναι προφανές ότι είναι ένα κυάλι [sic] σε σχήμα κάννης;» Μετά, διαβάζω από τον Sarant ότι είναι ιταλικό, cannocchiale. To occhiale το αναγνωρίζω με τα πενιχρά μου ιταλικά: οφθαλμικός, οπτικός (occhio = μάτι). Βρε για κοίτα, λέω, τι σύμπτωση (με το κυάλι)! Ιδανική για παρετυμολογίες. Ώστε γι’ αυτό (συνεχίζω να σκέφτομαι) το γράφουν με -ι-, αντί -υ- όπως το κυάλι, κι όχι λόγω κάποιας από αυτές τις σκανδαλώδεις απλοποιήσεις που κάνουν αυτοί οι νέοι. Το τσέκαρα και στο ΛΚΝΕ, και πράγματι έτσι ετυμολογείται.

    Αυτή όμως η παράξενη σύμπτωση μ’ έβαλε στην ιδέα να κοιτάξω από πού ετυμολογείται και το κυάλι, και να μάθω (ποτέ πριν δεν είχα αναρωτηθεί) πόθεν το ύψιλον. Και προς μεγάλη μου έκπληξη ανακαλύπτω ότι δεν υπάρχει κυάλι, αλλά κιάλι, που κι αυτό ετυμολογείται από το ιταλικό occhiale, λέξη που χρησιμοποιούσαν παλιότερα για το κανοκιάλι προν το πουν cannocchiale.

    Όσο ζω μαθαίνω!! Το μόνο που δεν έμαθα είναι από πού προέκυψε το ύψιλον, που είναι λάθος μεν αλλά ευρύτατα διαδεδομένο. Υπέθεσα ότι θα είχε σχετικό σχόλιο ο Μπαμπινιώτης στο γενικό λεξικό, αλλά αυτός δεν κάνει κανένα λόγο για την ορθογραφία με -υ-.

  68. Μαρία said

    61, 65
    Εξαιτίας των αμερικάνικων επινοήθηκε η περίφημη γαργαλιέρα. Ηλεκτρική ήταν, γιατί τη βάζαμε στην πρίζα.

  69. ΚΩΣΤΑΣ said

    65
    Γιάννη, εντολή του συνονόματού σου να γράφουμε σχόλια – όχι κάθε 1½ ώρα ένα σχόλιο

    Να με συγχωρείτε για την ιδιοτροπία μου, αλλά και το διήγημα του Μαρκ Τουέιν στο ίδιο πνεύμα με το ανεκδοτάκι μου κινείται.

  70. Γιάννης Κουβάτσος said

    Ναι, βρε Κώστα, καλά έκανες. Αλλά μην παραδειγματίζεσαι από το διήγημα του Τουέιν: αφηγείται ένας μεθυσμένος. Πάντως, μου θύμισες τις νεανικές μας παρέες, τότε που έπεφτε σύννεφο ή φατούρο. 😊

  71. ΚΩΣΤΑΣ said

    70 Καλά, βαράτε με σχόλια, αντέχω, σχολιοεισπράκτορας 🙂

  72. Γς said

    Πάνω στη σύγχυση να ρίξω κι εγώ το παγκάκι μου

  73. cronopiusa said

  74. Spiridione said

    19. πρόσκληση

    Click to access ILNE_prosklisi.pdf

  75. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    54 κ.ε.
    Η ιστορία με το παγάκι 🙂

  76. sarant said

    Κάτι τέτοια ανέκδοτα, αλλά πιο μακροσκελή, αρέσουν πολύ στον Αρχιμήδη, απ’ όσο ξέρω (εννοώ τον εδώ σχολιαστή).

  77. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Οι αποστροφές της ιστορίας με το ξύλινο πόδι και το μάτι-ανταλλακτικό μου θύμισε το στοίχημα κάποιου ότι μπορεί να δαγκώσει το μάτι του και το κερδίζει γιατί είναι γυάλινο.Μετά στοιχηματίζει ότι μπορεί να δαγκώσει και το αυτί του και ξανακερδίζει με τη χρήση της μασέλας του.

    75. Είναι μικρό και κρύο

  78. […] […]

  79. ΓιώργοςΜ said

    >.. (εννοώ τον εδώ σχολιαστή).
    Υπό το πρίσμα των τελευταίων σχολίων, απαραίτητη η διευκρίνιση… 🙂

  80. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    67 Πέπε >> («κυάλι»)από πού προέκυψε το ύψιλον, που είναι λάθος μεν αλλά ευρύτατα διαδεδομένο.
    μήπως μπέρδεμα από το γυαλι/ ματογυάλι

  81. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    «Μαρκ Τουαίην – Διηγήματα Α’+Β’» που ειναι επιλογή από τα Άπαντά του, σε μετάφραση της Ρένας Χατχούτ.

    Ρένα Χατχούτ /Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Ρεγγίνας – Ευαγγελίας Παπαχλιμίτζου.
    https://www.goodreads.com/author/list/4895849._

  82. Γς said

    77:

    > Είναι μικρό και κρύο

    Ο,τι πρέπει να το δαγκώσει κι αυτό.

  83. Μού άρεσε το χτεσινό, η κεντρική ιδέα του και η εκτέλεσή της.

    Φαίνεται ακόμα πιο αστείο αν φανταστεί κανείς τον μεθυσμένο γεράκο στον κόσμο του να διηγείται με χαρακτηριστική προφορά – λόγω καταγωγής, επαγγέλματος, και ηλικίας – την οποία προφορά προσπαθεί να αποδώσει το αγγλικό κείμενο (feller-fellow, licker-liquor, et-ate, κ.π.α.). Είναι να τον φανταστεί κανείς με την κλασική αγροτική φόρμα (αυτήν με τις τιράντες, όπως γέροι αγρότες στις ταινίες – εδώ σε πίνακα, με σακάκι από πάνω) και τα πιτσιρίκια τριγύρω του να τον ακούνε να διηγείται.

    Η απαγγελία του διηγήματος στο Γιουτούμπ μεταφέρει κάπως στο κλίμα, αλλά είναι λίγο τεχνητή. Η προφορά αυτή, ίσως πιο έντονη στον αγροτικό Νότο των ΗΠΑ, είναι ευρύτερη – εδώ όχι τόσο έντονη, αλλά αβίαστη από τον Τζεφ Κάρολ, καθηγητή ιστορίας και αφηγητή στην παλιότερη ραδιοφωνική σειρά Legendary Texas, του PBS.

    Η ατέλειωτη διήγηση χωρίς διακοπή, πηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο, χωρίς ο ακροατής να πάρει χαμπάρι από πού ξεκίνησε και πού έφτασε, είναι τέχνη, όσο κι αν βγαίνει αβίαστα από προικισμένους αφηγητές. Χαρακτηριστικός στο είδος ο ανεπανάληπτος Γκάρισον Κίλορ, με τον εβδομαδιαίο μονόλογό του News from Lake Wobegon που πρόσφατα έκλεισε τον κύκλο που είχε ξεκινήσει μέσα του 70. Οι μεταπηδήσεις του από Λουθηρανούς ιεροκήρυκες σε αγρότες με τραχτέρ, συζυγικές απιστίες, ψάρεμα σε παγωμένες λίμνες της Μινεσότατς, τζερτζελέδες με σκανδιναβοαμερικάνους, πιτσιρικάδες στο σχολείο, μικροπολιτικές έριδες, ίντριγκες και μικροαπάτες, και πολλά άλλα, όλα μονορούφι, είναι κάτι που υπνωτίζει, με διακοπές για γέλιο.

    Το περιβάλλον κάουντρυ του μαγαζιού της επαρχίας που πουλάει «τα πάντα», από μπαρούτι μέχρι αλκοόλ (τι συνδυασμός!) και όλα τα ενδιάμεσα, το έχει αναπαραγάγει και η αλυσίδα εστιατορίων Cracker Barrel, με general store στην είσοδο πριν το εστιατόριο στο βάθος, όπου μικροί και μεγάλοι χαζεύουν σε κάθε λογής μπιχλιμπίδια, συνήθως αγοράζοντας κάτι, ιδίως αν το έχουν σπάσει πριν, πάνω στο παιχνίδι.
    Χαλαρωτικό.

  84. O Μαρκ Τουέην (1835 – 1910) έχει γράψει και το ξεκαρδιστικό δοκίμιο «Η απαίσια γερμανική γλώσσα», το προτείνω στους γερμανομαθείς αλλά και γενικά σε όλους. Επιπλέον υπήρξε παροιμιώδης καπνιστής πίπας καπνού και μάλιστα των παραδοσιακών αμερικανικών φθηνών πιπών του λαού, φτιαγμένων από τα στελέχη του καρπού του καλαμποκιού (corn cob pipes).

    Χρήστος Δ. Τσατσαρώνης
    http://www.badsadstories.blogspot.gr
    http://www.badsadstreetphotos.blogspot.gr

  85. Πέπε said

    Ελάχιστα γνωστό είναι το γεγονός ότι [ο Samuel Langhorne Clemens] δεν είναι ο πρώτος, αλλά μάλλον ο δεύτερος που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο «Μαρκ Τουέιν». Πριν απ’ αυτόν το είχε χρησιμοποιήσει ένας συγγραφέας από το Πικαγιούν της Νέας Ορλεάνης, ο Ησαΐας Σέλερς. «Μαρκ Τουέιν» είναι μία έκφραση των βυθομετρητών που συνόδευαν πάντα τα ποταμόπλοια στα ταξίδια τους. Η φωνή τους ακουγόταν κάθε τόσο να λέει: «Μαρκάρισε μισό», «μαρκάρισε ένα» κ.λπ. «Μαρκ Τουέιν» θα πει «μαρκάρισε δύο βάθη». πηγή

  86. Μανιατολεσβιος said

    μπαίνει στον εσπερινό κι αρχίζει να φωνάζει «Ζήτω ο Νίξον»
    υπηρχε κι αλλος πολιτικος Νιξον πριν απο τον γνωστο «tricky Dick»;

  87. sarant said

    86 Ναι. Δες σχόλιο 20.

  88. Christos said

    Όταν ξεκίνησα να διαβάζω το «Christian Science» του ίδιου, λάτρεψα αμέσως το χιουμοριστικό ύφος του. Αντιγράφω την αρχή του κειμένου πιο κάτω. Μπορείτε να βρείτε το πρωτότυπο εδώ: https://www.gutenberg.org/files/3187/3187-h/3187-h.htm.

    CHRISTIAN SCIENCE
    by Mark Twain

    This last summer, when I was on my way back to Vienna from the Appetite-Cure in the mountains, I fell over a cliff in the twilight, and broke some arms and legs and one thing or another, and by good luck was found by some peasants who had lost an ass, and they carried me to the nearest habitation, which was one of those large, low, thatch-roofed farm-houses, with apartments in the garret for the family, and a cunning little porch under the deep gable decorated with boxes of bright colored flowers and cats; on the ground floor a large and light sitting-room, separated from the milch-cattle apartment by a partition; and in the front yard rose stately and fine the wealth and pride of the house, the manure-pile. That sentence is Germanic, and shows that I am acquiring that sort of mastery of the art and spirit of the language which enables a man to travel all day in one sentence without changing cars.

    There was a village a mile away, and a horse doctor lived there, but there was no surgeon. It seemed a bad outlook; mine was distinctly a surgery case. Then it was remembered that a lady from Boston was summering in that village, and she was a Christian Science doctor and could cure anything. So she was sent for. It was night by this time, and she could not conveniently come, but sent word that it was no matter, there was no hurry, she would give me “absent treatment” now, and come in the morning; meantime she begged me to make myself tranquil and comfortable and remember that there was nothing the matter with me. I thought there must be some mistake.

    “Did you tell her I walked off a cliff seventy-five feet high?”
    “Yes.”
    “And struck a boulder at the bottom and bounced?”
    “Yes.”
    “And struck another one and bounced again?”
    “Yes.”
    “And struck another one and bounced yet again?”
    “Yes.”
    “And broke the boulders?”
    “Yes.”
    “That accounts for it; she is thinking of the boulders. Why didn’t you tell her I got hurt, too?”

  89. sarant said

    88 Και η αρχή είναι πολύ καλή!

Σχολιάστε