Δημοσιεύω σήμερα, συνδυάζοντας τους τίτλους τους, δυο ακόμα σημειώματα από την τακτική μου στήλη στην Εφημερίδα των Συντακτών, που γράφτηκαν και τα δύο για τις επικείμενες ευρωεκλογές. Το δεύτερο, το αμιγώς εκλογικό, που δημοσιεύτηκε χτες, είναι σύνοψη παλιότερου εκλογικού άρθρου του ιστολογίου, αλλά το πρώτο, τα «ευρωλεξιλογικά», που μπήκε την περασμένη εβδομάδα, είναι καινούργιο, διότι περιέργως δεν είχαμε αφιερώσει άρθρο στα λεξιλογικά της Ευρώπης.
Φυσικά, αυτό το πρώτο άρθρο σηκώνει πολλή επέκταση -μόνο τα σύνθετα με πρώτο συνθετικό το «ευρω» να βάλει κανείς, αρκεί. Λόγω χώρου δεν πρόλαβα να αναφερθώ αρκετά στο νόμισμα του ευρώ, όπου θα έλεγα ότι, παρόλο που δεν λέμε «το εύρο» όπως είχε προτείνει ο Γ. Μπαμπινιώτης, προτιμότερο είναι πιστεύω να γράφουμε «το δίευρο», «το δεκάευρο» και όχι «δίευρω» κτλ που γράφουν πολύ, και βέβαια να τα κλίνουμε, δηλαδή «στο κέρμα του δίευρου παρουσιάζεται…». Υποθέτω βέβαια ότι οι δεινόσαυροι μπορεί και να λένε δίφραγκο, τάλιρο, δεκάρικο.
Η εικόνα που χωρίζει τα δύο σημειώματα είναι παρμένη από την ΕφΣυν.
Ευρωλεξιλογικά
Σε δέκα μέρες ψηφίζουμε στις ευρωεκλογές, οπότε το σημερινό σημείωμα θα το αφιερώσουμε στα λεξιλογικά της Ευρώπης, όσο κι αν η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν ταυτίζεται με την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Ως γεωγραφικός όρος η Ευρώπη εμφανίζεται πρώτη φορά στον ομηρικό ύμνο «Εις Απόλλωνα», όπου έχει τη σημασία της ηπειρωτικής χώρας σε αντιδιαστολή προς την Πελοπόννησο και τα νησιά, ενώ αργότερα δηλώνει την έκταση ανάμεσα στη Μικρά Ασία και τη Βόρεια Αφρική. Αρχαίο είναι και το εθνωνύμιο Ευρωπαίος – ο Ιπποκράτης γράφει ότι «απολεμώτεροι εισίν των Ευρωπαίων οι Ασιηνοί, και ημερώτεροι τα ήθεα».
Ευρώπη βεβαίως ήταν και η κόρη του Φοίνικα (ή του Αγήνορα) και της Τηλέφασσας, που ο Δίας, αφού πήρε μορφή ταύρου, την απήγαγε και τη μετέφερε στην Κρήτη, η μητέρα του Μίνωα, του Ραδάμανθυ και του Σαρπηδόνα. Την αρπαγή της Ευρώπης τη βλέπουμε στα ελληνικά κέρματα των 2 ευρώ.
Πολύ μελάνι έχει χυθεί για την ετυμολογία της Ευρώπης· μπορεί να προέρχεται από το ευρύς + ωψ, η μεγαλομάτα δηλαδή, αν η κόρη έδωσε τ’ όνομά της στην ήπειρο, ή από το ευρωπός = πλατύς, εκτεταμένος. Αλλοι το παράγουν από το ευρώς = μούχλα, υγρασία, ενώ υπάρχει άποψη και για σημιτική προέλευση, από λέξη που δηλώνει τη Δύση. Πάντως, από τα ελληνικά, και μέσω λατινικών, η λέξη πέρασε στις περισσότερες άλλες γλώσσες, π.χ. Europe στα αγγλογαλλικά ή Europa ή Avrupa στα τουρκικά.
Η λέξη «ευρωπαϊκός» εμφανίστηκε στη γλώσσα μας τον 19ο αιώνα, ενώ υπάρχει και το ευρώπιο, ένα σπανιότατο τοξικό μέταλλο που ανήκει στις σπάνιες γαίες· έτσι το ονόμασε, προς τιμή της Ευρώπης, ο Γάλλος χημικός Ευγένιος Ντεμαρσέ που το ανακάλυψε περί το 1901· χρησιμοποιείται για να δίνει κόκκινο χρώμα στις οθόνες καθοδικού σωλήνα.
Τις τελευταίες δεκαετίες πανταχού παρόν είναι το πρόθημα ευρω- που χρησιμοποιείται για νεολογισμούς που αναφέρονται είτε στην Ευρώπη είτε στην Ε.Ε., από τους ευρωβουλευτές και το Ευρωκοινοβούλιο έως τους ευρωσκεπτικιστές, περνώντας από την ευρωλίγκα που την κατέκτησε πρόσφατα ο Παναθηναϊκός. Η ευρωζώνη βέβαια αναφέρεται στο ευρώ, το κοινό νόμισμα.
Η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση ιδρύθηκε το 1957 ως Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, με έξι αρχικά κράτη-μέλη (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο), ενώ αργότερα προστέθηκαν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Δανία και η Ιρλανδία. Η Ελλάδα μπήκε στην ΕΟΚ το 1981 ως δέκατο μέλος, ενώ τις επόμενες δεκαετίες έγινε η μετονομασία σε Ευρωπαϊκή Ενωση και αυξήθηκε ο αριθμός των κρατών-μελών σε 28 για να πέσει σε 27 μετά το αναπάντεχο ή αναμενόμενο Μπρέξιτ.
Μια και το επίθετο «ευρωπαϊκός» μπορεί να αναφέρεται και σε ολόκληρη την ήπειρο, για να αναφερθούμε αναμφίσημα στην τότε ΕΟΚ λέγαμε «κοινοτικός»· από τότε που έγινε Ε.Ε., λέμε «ενωσιακός» (ή ευρωενωσιακός).
Τα ευρωπαϊκά και ενωσιακά ολοκληρώνονται εδώ, αλλά θα συνεχίσουμε την επόμενη Τετάρτη με τα λεξιλογικά των εκλογών και της ψήφου.
Μπροστά στις κάλπες
Μπροστά στις κάλπες
Τέσσερις μέρες έμειναν για τις ευρωεκλογές. Στο σημείωμα της περασμένης Τετάρτης είδαμε τα σχετικά με το πρώτο συνθετικό, σήμερα θα λεξιλογήσουμε για ψήφους και κάλπες.
Η λέξη «κάλπη» εμφανίζεται τα ελληνιστικά χρόνια, παράλληλος τύπος του αρχαίου «κάλπις», που είναι λέξη ομηρική. Σήμερα η κάλπη είναι ένα μεγάλο κιβώτιο, σε σχήμα κύβου, με μια σχισμή στην επάνω πλευρά του για να ρίχνουμε τον φάκελο με το ψηφοδέλτιο. Στην αρχαιότητα, η κάλπις ήταν άλλοτε κανάτι για νερό (με αυτή τη σημασία στον Όμηρο), άλλοτε τεφροδόχος, αλλά επίσης και μια λήκυθος όπου έβαζαν κλήρους, και από εκεί και η σημασία της ψηφοδόχου.
Στις πρώτες εκλογικές διαδικασίες του νεοελληνικού κράτους, που γίνονταν με σφαιρίδια, οι κάλπες ήταν ορθογώνια μεταλλικά κουτιά. Υπήρχε μία κάλπη για τον κάθε υποψήφιο. Εσωτερικά, η κάλπη ήταν χωρισμένη στα δύο. Στο δεξιό μέρος, που είχε χρώμα λευκό, ήταν το Ναι· στο αριστερό, που είχε χρώμα μαύρο, το Όχι. Μπροστά η κάλπη είχε έναν σωλήνα, που μέσα έβαζε ο ψηφοφόρος το χέρι του και έριχνε το σφαιρίδιο, δεξιά αν ήθελε να υπερψηφίσει τον υποψήφιο και αριστερά αν ήθελε να τον καταψηφίσει, χωρίς να φανερώνεται η προτίμησή του.
Εύλογα, για τον υποψήφιο που απέτυχε, καθιερώθηκε να λέμε ότι «τον μαύρισαν» ή ότι «έφαγε μαύρο». Κι επειδή η γλώσσα είναι συντηρητική, οι φράσεις αυτές ακούγονται ακόμα και σήμερα, ενώ το σύστημα εκλογής με σφαιρίδια τελευταία φορά εφαρμόστηκε στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Κατάλοιπο της ίδιας εποχής είναι και η φράση «το έριξε δαγκωτό», επειδή όποιος ήθελε να εκδηλώσει το άχτι του ή τη λατρεία του για κάποιον υποψήφιο δάγκωνε το σφαιρίδιο πριν το ρίξει στο Όχι ή στο Ναι.
Η λέξη «κάλπη» είναι σχεδόν ομόηχη με τον κάλπη, τον απατεώνα δηλαδή, αλλά αυτό είναι συμπτωματικό. Ο κάλπης έχει τουρκική ετυμολογία (kalp), άσχετο αν καμιά φορά οι κάλπες βγάζουν κάλπικο αποτέλεσμα.
Η λέξη ψήφος πάλι, κανονικά είναι θηλυκή, όμως όλο και περισσότερο ακούγεται και στο αρσενικό, ο ψήφος, τύπος που πέρασε και στα λεξικά για ν’ ανατριχιάζουν οι γλωσσαμύντορες. Αρχικά σήμαινε, στα αρχαία, το βότσαλο, τη μικρή στρογγυλή πέτρα. Κι επειδή με τέτοιες πέτρες έκαναν υπολογισμούς, το ρήμα ψηφίζω αρχικά σήμαινε «λογαριάζω, αριθμώ πράγματα». Όμως, τα βοτσαλάκια αυτά τα χρησιμοποιούσαν επίσης στις εκλογές, οπότε πήρε η ψήφος τη σημερινή της σημασία, καθώς και το ρήμα ψηφίζω.
Υποκοριστικά της ψήφου, με την αρχική σημασία του βότσαλου, ήταν η ψηφίδα, απ’ όπου τα ψηφιδωτά, αλλά και το ψηφίο, στην αρχή χαλικάκι, που πήρε τον Μεσαίωνα τη σημασία του αριθμού και που κυριαρχεί στην ψηφιακή εποχή μας. Η νεότερη ψήφος έχει αποκτήσει εδώ και μερικά χρόνια το ιδιότυπο υποτιμητικό υποκοριστικό «ψηφαλάκι», ιδίως στον δημοσιογραφικό λόγο.
Η ψήφος είναι μυστική, αλλά η παραίνεση προς ψήφο όχι. Η στήλη σάς εύχεται καλή ψήφο, στα αριστερά!