Θα μου πείτε πως για το τσιγάρο και τον αντικαπνιστικό νόμο συζητήσαμε την περασμένη εβδομάδα στο ιστολόγιο. Ωστόσο, στο άρθρο εκείνο είχαμε συζητήσει διάφορες πτυχές του θέματος, είχαμε όμως αμελήσει εντελώς τα λεξιλογικά μας, λησμονώντας το γνωστό σλόγκαν του ιστολογίου «Εμείς εδώ λεξιλογούμε».
Το κενο αυτό έρχεται να το καλύψει το σημερινό άρθρο, που αρχικά δημοσιεύτηκε προχτές, πρώτη Κυριακή του μήνα, στα Ενθέματα της Αυγής, στη μηνιαία στήλη μου «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία».
Εδώ το έχω συμπληρώσει με ορισμένα για τον ναργιλέ, που δεν χώρεσαν στο άρθρο της εφημερίδας. Αντιστάθηκα στον πειρασμό να προσθέσω και αναφορές στο τσιγάρο από την ποίηση και το τραγούδι διότι είναι αμέτρητες. Μάλλον χρειάζεται ξεχωριστό άρθρο.
Λεξιλογικά του τσιγάρου
Πριν από δέκα μέρες, στη Βουλή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραπονέθηκε στον Αλέξη Τσίπρα για την ερώτηση που του είχε υποβάλει: “Γιατί με ρωτάτε για τη διαφθορά και τα οικονομικά εγκλήματα; Χάθηκε να με ρωτήσετε για τον αντικαπνιστικό νόμο;” -όταν τα έχεις βρει όλα εύκολα στη ζωή σου, δυσφορείς με τις δύσκολες ερωτήσεις.
Αλλά παρόλο που όλες σχεδόν οι πολιτικές δυνάμεις υπερψήφισαν τα μέτρα ελέγχου του καπνίσματος, η εφαρμογή του νόμου στην πράξη δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση. Όμως αυτό το θέμα είναι αρμοδιότητα άλλων στηλών της Αυγής -εμείς εδώ λεξιλογούμε, οπότε θα αφιερώσουμε το σημερινό άρθρο στις λέξεις του τσιγάρου και του καπνίσματος.
Με τη λέξη καπνός, βέβαια, εννοούμε τόσο το φυτό από το οποίο παράγονται τα τσιγάρα όσο και το μίγμα από αέρια και στερεά σωματίδια που εκπέμπει ένα σώμα που καίγεται· το φυτό μάς ήρθε από τον νέο κόσμο, αλλά ο καπνός είναι μαζί μας από την αυγή της ανθρωπότητας ή και νωρίτερα, αφού συνόδευε τη φωτιά, βασικό μέσο εξανθρωπισμού του πιθήκου. Η λέξη είναι ομηρική (“καπνόν αποθρώσκοντα” λαχταρούσε ν’ αντικρίσει ο Οδυσσέας) ενώ ομηρικό είναι και το ρήμα “καπνίζω”, φυσικά με τη σημασία “προκαλώ, σηκώνω καπνό”. Σε κείμενα της ελληνιστικής εποχής βρίσκουμε τη λέξη “καπνιστήριο” που βέβαια δεν σημαίνει τον ειδικό χώρο για καπνιστές αλλά ένα είδος ατμόλουτρο. (Στον μεσαίωνα, καπνιστήρι ήταν το θυμιατήρι).