Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Χαράτσι, χορηγίες και δανικά δάνεια

Posted by sarant στο 18 Φεβρουαρίου, 2010


Το σημείωμα αυτό δημοσιεύτηκε στην Αυγή στις 14 Φεβρουαρίου (Κανονικά ήταν να δημοσιευτεί στις 7 του μήνα, αλλά ο δαίμων του… επιμελητείου είχε άλλη γνώμη). Αν κάτι σας θυμίζει, μην ανησυχήσετε, το κείμενο είναι παρμένο, σε μεγάλο μέρος, από άρθρο που είχα ανεβάσει παλιότερα στο ιστολόγιο. Δεν είναι ότι δεν έβρισκα τι να γράψω κι άρχισα ν’ ανασκαλεύω παλιά τεφτέρια, αλλά η λέξη «χαράτσι» είναι πράγματι της επικαιρότητας.

Το προηγούμενο σημείωμά μας ήταν αφιερωμένο στο χρέος και στα χρήματα και, καθώς η στήλη παρακολουθεί την επικαιρότητα, πολύ φοβάμαι ότι και τα επόμενα σημειώματα εκεί γύρω θα περιστρέφονται. Διότι μας είχαν μεν υποσχεθεί ότι θα γίνουμε νότια Δανία, αλλά προς το παρόν το μόνο… δανικό που έχουμε δει είναι τα δανεικά τα οποία αναγκαζόμαστε να ζητάμε και ως άτομα αλλά, το χειρότερο, και ως ελληνικό κράτος. Και βέβαια η Δανία καμιά ετυμολογική σχέση δεν έχει με τα δάνεια, εκτός από την ομοηχία της, αλλά η χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας υποχρεώνεται δυστυχώς να ξεπληρώνει τα δανεικά της με ληστρικά επιτόκια, που περισσότερο μοιάζουν με χαράτσι.

Διάλεξα λοιπόν σαν λέξη γι’ αυτό το μήνα το «χαράτσι». Σύμφωνα με τα λεξικά, το χαράτσι είναι δάνειο από τα τουρκικά (haraç), η δε τουρκική λέξη έχει αραβική αρχή (kharadj). Χαράτσι, λένε τα λεξικά, ήταν ο κεφαλικός φόρος που πλήρωναν οι Χριστιανοί επί τουρκοκρατίας. Να θυμίσω ότι μια από τις πρώτες ενέργειες της Επανάστασης του 1821 ήταν ότι ένοπλα σώματα επιτέθηκαν και σκότωσαν, στα Καλάβρυτα, χαρατζήδες, δηλαδή φοροεισπράκτορες. Όμως επί Τουρκοκρατίας υπήρχαν και κοινοτικοί φόροι, τους οποίους μάζευαν Ρωμιοί κοινοτικοί υπάλληλοι, που σε πολλά μέρη λέγονταν χαρατσήδες ή χαρατσάρηδες, και γι’ αυτό οι λέξεις αυτές επιβιώνουν σήμερα ως επώνυμα.

Σήμερα, που μας φορολογεί το ελληνικό κράτος, η λέξη «χαράτσι» έχει πάθει δείνωση και δεν σημαίνει τη φορολογία γενικώς αλλά την επαχθή και αυθαίρετη φορολογία. Κάτι ανάλογο έχουν πάθει κι άλλες πολλές δάνειες λέξεις (αραβικό χαλ = η κατάσταση γενικώς, ελληνικό χάλι = η κακή κατάσταση· τουρκικό bayrak η σημαία γενικώς, ελληνικό μπαϊράκι = η σημαία ενός άτακτου στρατού· ιταλικό faccia = το πρόσωπο γενικώς, ελληνικό φάτσα = το πρόσωπο μειωτικά), αλλά στην προκείμενη περίπτωση η δείνωση είναι μάλλον αναπόφευκτη όταν μιλάμε για κάτι τόσο δυσάρεστο. Έτσι, χαράτσι λέμε σήμερα, άλλοτε οργισμένα κι άλλοτε ειρωνικά, τη βαριά φορολογία που τη θεωρούμε αυθαίρετη, με πρόσφατο παράδειγμα το «πράσινο χαράτσι», όπως ονομάστηκαν τα αυξημένα τέλη κυκλοφορίας στα παλιά αυτοκίνητα (πολλές φορές συγκρίσιμα με την αξία του οχήματος!).

Δεν το λένε τα λεξικά μας, και δεν ξέρω αν είναι παρήγορο, πάντως είναι πολύ πιθανό το αραβικό kharadj να έχει ελληνική αρχή — τουλάχιστον αυτό βρίσκω στην έγκυρη αγγλική Εγκυκλοπαίδεια του Ισλάμ (Encyclopedia of Islam), στην τέταρτη έκδοσή της. Ποια είναι η απώτερη ελληνική αρχή του χαρατσιού; Μια άλλη λέξη που κι αυτή βρίσκεται συχνά-πυκνά στην επικαιρότητα στις μέρες μας: η χορηγία.

Όπως θυμόμαστε από την ιστορία που κάναμε στο σχολείο, η χορηγία ήταν ένας από τους θεσμούς της αρχαίας Αθήνας. Ο χορηγός αναλάμβανε να καλύψει τα έξοδα μιας θεατρικής παράστασης, δηλαδή σε μεγάλο βαθμό τα έξοδα για τον χορό –και από εκεί ονομάστηκε έτσι ο θεσμός. Ο χορηγός έκανε περίπου την οργανωτική δουλειά του σημερινού παραγωγού του θεάτρου, με μια σημαντική διαφορά: δεν εισέπραττε χρήματα, όπως ο σημερινός παραγωγός, μόνο πλήρωνε. Η μόνη ανταμοιβή του ήταν η μεγάλη δόξα, όταν και αν βραβευόταν η τραγωδία την οποία ανέβαζε. Ήταν κι αυτό μια μορφή φορολογίας, διότι μόνο πλούσιοι ήταν υποψήφιοι για το αξίωμα του χορηγού.

Ο θεσμός της χορηγίας δεν κράτησε πολύ — στα ελληνιστικά χρόνια σταμάτησε. Όμως η λέξη έμεινε και η σημασία της επεκτάθηκε, στα εφόδια (π.χ. μιας εκστρατείας), στην παροχή ή στην αφθονία πόρων. Η λέξη περνάει στα συριακά ή στα αραμαϊκά, ίσως μέσω του χριστιανικού λεξιλογίου, και από εκεί στα αραβικά, όπου εμφανίζεται ως kharaj και συσχετίστηκε με την ντόπια αραβική ρίζα kh-r-j που σημαίνει «έξω», έξοδο (από εκεί τελικά βγαίνει και το τουρκικό harçlik, ελληνικό χαρτζιλίκι).

Το χαράτζ αυτό αρχικά σήμαινε τον φόρο της εγγείου ιδιοκτησίας που έπρεπε να πληρώνουν οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί (χριστιανοί και ιουδαίοι κυρίως) της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, αλλά όταν στον 8ο αιώνα οι πληθυσμοί των περιοχών αυτών είχαν πια εξισλαμισθεί, ο φόρος γενικεύτηκε και έπαψε πια να σημαίνει τον φόρο της γης αλλά σήμαινε τον φόρο γενικώς. Το βασικό βιβλίο περί φορολογίας του Αμπού Γιουσούφ, αρχιδικαστή του χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίντ, έχει τίτλο Κιτάμπ αλ-Χαράτζ. Η λέξη περνάει στα τουρκικά και μετά στα ελληνικά, ως χαράτζιον και χαράτσιον και μετά χαράτσι, είναι δηλαδή αντιδάνειο.

Όσο για τη χορηγία, τη λέξη που (μάλλον) γέννησε το χαράτσι, ενώ στην αρχαία Αθήνα ήταν όπως είπαμε μορφή φορολογίας των πλουσίων, σήμερα έχει εξελιχτεί σε μέσο διαφήμισης για τις μεγάλες επιχειρήσεις, που έτσι και μειώνουν τους φόρους τους και κάνουν και τη ρεκλάμα τους από πάνω. Είναι μυστήριο πράγμα η ετυμολογία, βλέπετε’ πάλι καλά που στα γλωσσικά δάνεια δεν πληρώνουμε τόκο κι έτσι δεν έχουμε να ανησυχούμε για το σπρεντ– το οποίο δεν αποκλείεται να μας απασχολήσει σε επόμενο σημείωμα, αν ως τότε δεν έχει πάρει αβυσσαλέες διαστάσεις!

6 Σχόλια to “Χαράτσι, χορηγίες και δανικά δάνεια”

  1. Τεμπέλη! 🙂 Απολαυστική η συζήτηση εδώ, στο αυθεντικό: https://sarantakos.wordpress.com/2009/06/05/xaratsi/
    Εγώ πού ήμουνα; α ναι, στην Πόλη…

  2. π2 said

    Να επαναλάβω κάτι που σχολίασα ακροθιγώς και στην προηγούμενη σχετική συζήτηση: μπορεί η χορηγία ως θεσμός να καταργήθηκε πολύ νωρίς στην ελληνιστική περίοδο (από τον Δημήτριο τον Φαληρέα, 317-307), αλλά ούτε η πρακτική της συγκεκριμένης χορηγίας καταργήθηκε ούτε η ευρύτερη έννοια της χορηγίας, δηλαδή της εθελοντικής συνεισφοράς εύπορων και ισχυρών πολιτών σε ένα δημόσιο έξοδο (ή εξολοκλήρου ανάληψη του εξόδου).

    Όταν καταργήθηκε η χορηγία, τις αρμοδιότητες των χορηγών ανέλαβε ο αγωνοθέτης, μεταξύ άλλων υπεύθυνος για την εξασφάλιση των απαραίτητων ποσών για τους θεατρικούς αγώνες. Παρότι η πόλη, αμέσως μετά την παλινόρθωση της δημοκρατίας (υπό μακεδονική επίβλεψη) το 307, περήφανα διακήρυττε ότι, πλέον, «χορηγούσε ο δήμος» (ο δείνα ἐχορήγει ήταν η λογοτυπική έκφραση των χορηγικών επιγραφών), έχουμε βάσιμους λόγους να υποθέσουμε ότι η πόλη ψευδόταν ασύστολα. 😛 Όλοι οι αγωνοθέτες, ήδη από την θέσπιση του αξιώματος, ήταν ζάπλουτοι πολίτες, με πλούσιο παρελθόν δαπανηρών ευεργεσιών, οπότε είναι πολύ πιθανό να ανέλαβαν οι ίδιοι τα έξοδα. Στη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, η αγωνοθεσία (όπως και η γυμνασιαρχία, η εφηβαρχία και άλλα σχετικά αξιώματα) έγινε σταδιακά μια τιμητική θέση από την οποία ξεκινούσε κανείς την πολιτική του σταδιοδρομία και η οποία προϋπέθετε δαπανηρότατες χορηγίες προς τους πολίτες. Η δε χορηγία με αυτή την ευρεία έννοια, παρέμεινε σε τρέχουσα χρήση σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας (εάν κρίνουμε από την παρουσία της λέξης στις επιγραφές).

    Όλα αυτά τα λέω για να αυγατίσω λίγο τη διάρκεια της χρήσης της λέξης, ούτως ώστε να την φτάσω πιο κοντά στους Άραβες. 😛

  3. Rogerios said

    Εύγε στον Π2 που με το σχόλιό του καταδεικνύει ότι κατ’ ουσίαν η χορηγία συνέχισε να υφίσταται ως θεσμός και κατά τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια (και που εμμέσως βγάζει στον τάκο τον Δημήτριο τον Φαληρέα, μορφή που, εμένα προσωπικά, μου είναι μάλλον αντιπαθής).
    Δεύτερον: οικοδεσπότη, Δύτη και λοιποί ειδικοί, μήπως θα έπρεπε να καταστήσουμε σαφέστερο ότι η ταύτιση του kharadj/ haraç με τον κεφαλικό φόρο αποτελεί ανακρίβεια, μια και όπως επισημαίνεται επρόκειτο για φόρο έγγειας ιδιοκτησίας;

  4. Ρογήρε, σωστά. Νομίζω όμως ότι στις ελληνικές πηγές επικράτησε η λέξη «χαράτσι/χαράτζι» για τον κεφαλικό φόρο (cizye, τζίζιε). Στην οθωμανική περίοδο, στο μεταξύ, η λέξη harac εμφανίζεται κυρίως σε νομικά κείμενα που προσπαθούν να δικαιολογήσουν την κρατική ιδιοκτησία της αρόσιμης γης και την έγγεια φορολογία με κλασικούς ισλαμικούς όρους. Πιο πολύ χρησιμοποιούνταν η λέξη öşr ή öşür, κυριολεκτικά «δεκάτη» στα αραβικά, παρόλο που δεν αντιστοιχούσε πάντα στο 1/10 της παραγωγής.

  5. Abravanel said

    ΔτΝ επί Οθωμανικής και μέχρι το Τανζιμάτ, αν δεν κάνω λάθος, όλη η γη των μη-μουσουλμάνων δεν ήταν κρατική; Η μόνη εξαίρεση ήταν η Εκκλησία ;

  6. Αμπραβανέλ, όχι. Όλη η αρόσιμη γη ήταν (θεωρητικά) κρατική, με την έννοια ότι το κράτος είχε την ψιλή κυριότητα και οι αγρότες (μουσουλμάνοι ή μη) την κατοχή, την οποία μπορούσαν να μεταβιβάσουν. Το κράτος έδινε τη γαιοπρόσοδο (όχι τη γη) στους τιμαριούχους, τους έφιππους στρατιώτες (σπαχήδες). Ιδιοκτησία μπορούσε να υπάρξει, κανονικά, μόνο σε μη αρόσιμη γη (αμπέλια, λαχανόκηποι, δενδρόκηποι), σπίτια, μύλους και καταστήματα. Στα τέλη του 17ου αιώνα δοκιμάστηκε στη νεοκατακτημένη Κρήτη (αλλά και αλλού) μια «ισλαμοποίηση» της γαιοκτησίας που επέτρεπε την ιδιωτική κυριότητα. Τα κτήματα της εκκλησίας, κυρίως των μοναστηριών, θεωρήθηκαν από τα τέλη του 16ου αιώνα βακούφια, δηλαδή, ας πούμε, ιερά αφιερώματα, και ως εκ τούτου μη απαλλοτριώσιμα.

Σχολιάστε