Αφεντικό φωνάζω, πειραχτικά, τον εκδότη μου, τον Γιάννη Νικολόπουλο των Εκδόσεων του Εικοστού Πρώτου. Πειραχτικά, αλλά και με μια δόση αλήθειας, διότι μπορεί να μην «εργάζομαι υπό τις διαταγές του», όπως λέει ο ορισμός του λεξικού, αλλά πάντως εκείνος έχει τον τελευταίο λόγο στην έκδοση των βιβλίων μου, εκείνος τα πληρώνει και με πληρώνει.
Τις προάλλες που τα λέγαμε, σκέφτηκα ότι δεν έχω λεξιλογήσει για τη λέξη αυτή -οπότε σήμερα λέω να επανορθώσω την παράλειψη. Βέβαια, αφού το αφεντικό προέρχεται από τον αφέντη, σωστό είναι να ξεκινήσουμε από εκεί.
Ο αφέντης, παλαιότερα, ήταν ο ηγεμόνας, ο άρχοντας μιας περιοχής και, τον καιρό της δουλοπαροικίας, ο τσιφλικάς που είχε μεγάλη κτηματική περιουσία και ανθρώπους που δούλευαν στα χτήματά του, ο κτηματίας έστω που έφερνε ανθρώπους να του δουλέψουν. Σήμερα μπορεί να είναι ο κυρίαρχος, μεταφορικά ή κυριολεκτικά, σε μια παραδοσιακά οργανωμένη οικογένεια να πούμε για τον αφέντη του σπιτιού, όπως επίσης αφέντης είναι ο κάτοχος, ο ιδιοκτήτης ενός κατοικίδιου ζώου, συνήθως σκύλου. Και σε ένα ζευγάρι, μπορεί να γίνει λόγος για τον ερωτικό σύντροφο, τον αφέντη ή την αφέντρα της καρδιάς του/της. Στην παραδοσιακά οργανωμένη οικογένεια, αφέντη προσφωνούσαν τα παιδιά τον πατέρα, άλλοτε τον παππού, άλλοτε η νύφη τον πεθερό.
Η λέξη εμφανίζεται και σε πολλές παροιμίες: Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, ας πούμε ή, για ένδειξη αναστάτωσης και σύγχυσης «χάνει το σκυλί τον αφέντη του». Άλλη παροιμία λέει «το μάτι του αφεντός παχαίνει τ’ άλογό του» ή «του αφέντη το μάτι παχαίνει το χωράφι», που σημαίνει πως είναι απαραίτητη η επίβλεψη από τον ιδιοκτήτη. Ο αρχαιότροπος λαϊκός τύπος «του αφεντός» ήταν αρκετά συχνός και τον διέσωσε κι ο Βάρναλης στον κυρ Μέντιο «όργωνα στα ρέματα / τ’ αφεντός τα στρέμματα».
Ο αφέντης θυμίζει την τουρκική προσφώνηση εφέντιμ, και δικαίως τη θυμίζει -αλλά η τουρκική λέξη είναι το δάνειο. Ο αφέντης έχει αρχαίες περγαμηνές, είναι παιδί του αυθέντη. Η λέξη αυθέντης, με τη σειρά της, εμφανίζεται στην κλασική αρχαιότητα και σημαίνει αρχικά τον αυτουργό, αυτόν που ενεργεί αφ’ εαυτού. Υπάρχει στον Σοφοκλή και ο τύπος αυτοέντης, που δείχνει την ετυμολογία -το αμάρτυρο *έντης προέρχεται από τη ρίζα του «ανύω» ενώ υπάρχει στον Ησύχιο και το συνέντης = συνεργός.
Ο αυθέντης αρχικά σήμαινε όχι γενικά τον αυτουργό, αλλά ειδικά τον αυτουργό φόνου, τον φονιά. Στον Ρήσο του Ευριπίδη, ο Ηνίοχος διαμαρτύρεται:
καὶ πῶς με κηδεύσουσιν αὐθεντῶν χέρες; Και πώς θα με φροντίσουν τα χέρια των φονιάδων; (δυο λέξεις έχουν αλλάξει από τότε σημασία). Επίσης, η λέξη «αυθέντης» εμφανίζεται και με τη σημασία του αυτόχειρα, του αυτοκτόνου.
Στους επόμενους αιώνες, η σημασία επεκτάθηκε -από τον φονιά, στον αίτιο, τον πρωτουργό, αρχικά μιας κακής πράξης (αυθέντης ιεροσυλίας) αλλά στη συνέχεια πιο ουδέτερα πχ «τον μεν Κάσσανδρον έφη πέμψειν, τον αυθέντην γεγονότα της πράξεως», πάντως με τη σημασία κάποιου που ενεργεί αυτόβουλα και κάνει κάτι με το χέρι του, όχι μέσω άλλων.
Αλλά αυτός που ενεργεί αυτόβουλα είναι συχνά και κυρίαρχος, σαν να λέμε αφέντης, δεσπότης -κι έτσι στους επόμενους αιώνες η λέξη παίρνει και αυτή τη σημασία. Ο γνωστός μας γλωσσοδιορθωτής Φρύνιχος, σε κάποια από τις ρετσέτες του λέει:
Αὐθέντης μηδέποτε χρήσῃ ἐπὶ τοῦ δεσπότου ὡς οἱ περὶ τὰ δικαστήρια ῥήτορες, ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ αὐτόχειρος φονέως.
Δηλαδή: Μην τολμήσεις να χρησιμοποιήσεις τη λέξη «αυθέντης» με τη σημασία «δεσπότης, αφέντης» όπως κάνουν οι χασοδίκηδες στα δικαστήρια, αλλά να τη λες μόνο για εκείνον που σκοτώνει ιδιοχείρως.
Αλλά βέβαια, οι χασοδίκηδες, εννοώ η γλώσσα της πιάτσας, η ζωντανή, επικράτησε, κι έτσι σε μαγικά κείμενα βρίσκουμε την προσφώνηση «αυθέντα Ήλιε» και σε χριστιανικό κείμενο των πρώτων αιώνων «υπηρέτης ειμί και ουκ αυθέντης», δηλαδή επικράτησε η σημασία αυθέντης = άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης -και, κατ’ επέκταση, ο κύριος, ο ιδιοκτήτης, το αφεντικό.
Μπαίνει εδώ το λατινογενές ρήμα διαφεντεύω (για το οποίο έχουμε γράψει άρθρο) και υπό την επίδρασή του, διότι ετυμολογήθηκε δια+αφεντεύω, ο αυθέντης έγινε αφέντης. Στο μεσαιωνικό λεξικό του Κριαρά βλέπουμε να συνυπάρχουν οι τύποι «αυθέντης» και «αφέντης», που άλλωστε ο λεξικογράφος τούς έχει συμπεριλάβει στο ίδιο λήμμα (βρίσκουμε μάλιστα και τη γενική «του αυθεντός») και τελικά επικρατεί ο αφέντης.
Ήδη πριν από την Άλωση η λέξη περνάει στα τουρκικά, και δίνει την προσφώνηση efendim και τον τίτλο efendi, κάτι σαν «κύριος», αν και νομίζω πως το λένε και για γυναίκες (χανούμ εφέντη). Άρα, το ελληνικό εφέντης, που το βρίσκουμε κυρίως στα ονόματα της οθωμανικής εποχής, είναι αντιδάνειο. Ο Νικολάκη εφέντης, ας πούμε, ήταν Σμυρνιός αξιωματικός του οθωμανικού στρατού, που έδωσε τα σχέδια του Μπιζανιού στους Έλληνες (και επειδή κάποιος δημοσιογράφος το έβγαλε στη φόρα, οι Τούρκοι τον κρέμασαν).
Σε παλιά κείμενα, θα βρούμε τη λέξη «αυθεντικός» να σημαίνει «του αυθέντη, του αφέντη». Έτσι, συχνά «αυθεντικός ορισμός» είναι η διαταγή του Σουλτάνου.
Στα επόμενα χρόνια, οι λέξεις διαφοροποιήθηκαν. Αυθεντικός έμεινε να σημαίνει αυτό που έχει κύρος, που είναι γνήσιος: αυθεντικό έγγραφο, αυθεντικός πίνακας του Πικάσο, αυθεντική μαρτυρία και η λέξη πήρε καινούργια χρώματα με την αυθεντικοποίηση (authentication) της πληροφορικής, όπως τις προάλλες που με έπρηζε ένας για να αυθεντικοποιήσει το μέιλ μου και τελικά μού έστειλε λάθος κωδικό. Από την άλλη, ο αφεντικός έμεινε να αναφέρεται στον αφέντη, ως επίθετο, ή στο αφεντικό όταν είναι αρσενικού γένους (αλλιώς, η αφεντικίνα).
Αλλά το αφεντικό μου, ο Γιάννης που λέγαμε, είναι αυθεντικό δείγμα καλού εκδότη.