Από τον αμφορέα στο φανάρι: ελληνογερμανικές γλωσσικές ανταλλαγές
Posted by sarant στο 5 Μαρτίου, 2010
Το άρθρο αυτό το έγραψα πριν από εφτά περίπου χρόνια για το περιοδικό των Ελλήνων του Λουξεμβούργου. Εδώ πρόσθεσα το κομμάτι από τα Άπαντα του Τριανταφυλλίδη για την ελληνογερμανική φοιτητική αργκό. Κάποια πράγματα απ’ αυτά που γράφω, τα έχω επαναλάβει σε άλλα κείμενά μου, το ξέρω.
Στο προηγούμενο σημείωμα είχαμε μιλήσει για τις ελληνοαραβικές γλωσσικές δοσοληψίες, σκέφτηκα όμως ότι είναι κάπως οξύμωρο να ασχολούμαστε με τα μακρινά, χωρίς να έχουμε καλύψει (γλωσσικώς εννοώ) τα διπλανά μας, εδώ στο Λουξεμβούργο που ζούμε. Αλήθεια, ποιά είναι η ετυμολογία του Λουξεμβούργου; Η ελληνική μορφή του ονόματος παραπέμπει βέβαια στην πολυτέλεια ή στο φως, αλλά σφαλερά –οι ντόπιοι άλλωστε το λένε Letzebuerg. Το όνομα ανάγεται σε ένα ερειπωμένο ρωμαϊκό κάστρο, πάνω στο βράχο του Μποκ, που το αγόρασε ο κόμης Σιγεφρείδος το 963, και ονομαζόταν Lucilinburhuc. Και στο μεν δεύτερο συνθετικό του ονόματος πολλοί θα αναγνωρίσουν το –burg, και σωστά, αλλά στο πρώτο πιο δύσκολα θα φανεί το παλαιογερμανικό luzel που οδήγησε, μεταξύ άλλων, στο σημερινό αγγλικό little. Μικρό, επομένως, το Λουξεμβούργο, που αν θέλαμε να το εξελληνίσουμε θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε Καστράκι.
Επειδή όμως ελληνολουξεμβουργιανές γλωσσικές σχέσεις δεν έχουμε και πολλές, ας δούμε τις ελληνογερμανικές. Τα γερμανικά δάνεια στην ελληνική γλώσσα είναι συγκριτικώς λιγοστά, αφενός επειδή άργησαν τα γερμανικά να καταξιωθούν σαν γλώσσα επιρροής στη διεθνή σκηνή και αφετέρου επειδή είναι κομμάτι δύσκολο να περάσουν στην ελληνική γλώσσα περισπούδαστοι αλλά σχεδόν απρόφερτοι σιδηρόδρομοι όπως Zeitgeist, Weltanschauung κτλ. Κι αν εξαιρέσεις τις γερμανικές λέξεις απαίσιας μνήμης από την κατοχή, καθώς και τα σνίτσελ της γαστρονομίας, θα έλεγε κανείς ότι μετριούνται στα δάχτυλα οι λέξεις της ελληνικής που είναι απ’ ευθείας δάνεια από τη γερμανική. Υπάρχουν τα σλέπια (μαούνες, να πούμε) και δυο τρεις άλλες. Τα λεξικά λένε ότι η παρλαπίπα είναι, λέει, δάνειο από το γερμανικό Paperlapapp, που θα πει φλυαρία, αλλά να μου επιτρέψετε να έχω εντονότατες αμφιβολίες· μου φαίνεται ότι αυτή η εξήγηση προέρχεται από γερμανοσπουδαγμένο φιλόσοφο που δεν σκέφτηκε την πάρλα και την πίπα ή έστω την κοντινότερη Ιταλία. Όταν δυο λαοί δεν έχουν άμεση επαφή, δεν είναι εύκολο να μεταδοθούν απ’ ευθείας λαϊκές λέξεις.
Πριν από τη μεγάλη μεταπολεμική μετανάστευση στη Γερμανία, υπήρχε, στις αρχές του 20ού αιώνα, ένας πολύ μικρότερος αλλά σφιχτοδεμένος ελληνικός πληθυσμός στις γερμανικές πανεπιστημιουπόλεις, οι Έλληνες φοιτητές. Σε άρθρο του για τα ελληνικά των Ελλήνων της Αμερικής, ο Τριανταφυλλίδης δίνει, σε υποσημείωση, αυτές τις «ελληνογερμανικές» λέξεις που χρησιμοποιούσαν, προσωρινά, όσο ζούσαν εκεί. Παραδείγματα: βίτσι, το ανέκδοτο, το αστείο (Witz): μας διηγήθηκε ένα βίτσι· βούρστ, βούρστι, το λουκάνικο (Wurst): φάγαμε βούρστια· κέλνερος και κελνερίνα, ο ταβερνιάρης και η ταβερνιάρισσα (Kellner, Kellnerin)· κυντιγκάρω, δηλώνω πως αφήνω (kündigen): κυντιγκάρω την κάμαρά μου· μάσο, το μεγάλο ποτήρι της μπίρας (Mass): ήπιε ένα μάσο μπίρα· μπελεγκάρω, εγγράφομαι σε μάθημα (belegen)· περπαρίρω, ετοιμάζω εργασία πανεπιστημιακή (preparieren)· φάρω, πηγαίνω με το τραμ ή το τρένο (fahren): θα φάρω αύριο, φινίκι, το πφένιχ (pfennig) –για τους νεότερους, η υποδιαίρεση του μάρκου.
Όλες αυτές οι λέξεις δεν άφησαν ίχνη και πρέπει να έχουν χαθεί σήμερα, εξόν από το φινίκι, που το πρόλαβα να τ’ ακούσω κι εγώ στη Γερμανία, αν και δεν έχω ζήσει εκεί, μόνο περαστικός ήμουν. Επαφή βέβαια άμεση είχαν οι μεταπολεμικοί έλληνες μετανάστες στη Γερμανία, και τα ‘λαζογερμανικά’ όντως περιέχουν άφθονα δάνεια από τη γερμανική. Θυμάμαι ένα βράδυ βροχερό, πριν από πολλά χρόνια, που είχαμε χαθεί σε προάστιο της Κολωνίας, μια παρέα από εδώ, αναζητώντας το γήπεδο του μπάσκετ όπου έπαιζε ο Άρης. Προσφύγαμε σε παρατυχόν ελληνικό εστιατόριο και ο μαγαζάτορας μάς κατατόπισε: «Στις δεύτερες λάμπες δεξιά είναι το γήπεδο», μας είπε. Κι ύστερα, με κάποια ζήλια, «Ώστε βρήκατε κάρτες, ε;»
Κάρτες είναι βέβαια τα εισιτήρια και λάμπες τα φανάρια. Το οποίο φανάρι, ο σηματοδότης της τροχαίας εννοώ, λέγεται επισήμως στα γερμανικά Ampel και μου δίνει την ευκαιρία να περάσω στην άλλη όχθη, δηλαδή στις γερμανικές λέξεις ελληνικής προέλευσης. Διότι το ampel είναι ελληνικής αρχής και μάλιστα παλαιότατης. Εν αρχή ην ο αμφορεύς ή αμφιφορεύς, λέξη πανάρχαια που έχει βρεθεί ήδη σε κείμενα της Γραμμικής Β’. Ο αμφορεύς λοιπόν δίνει το παλιό λατινικό δάνειο amphora. Λόγω της κατάληξης, άλλαξε το γένος από αρσενικό σε θηλυκό. Ο λόγιος λατινικός τύπος amphora έμεινε εκεί. Ένα λαϊκό υποκοριστικό του όμως, το ampulla (amphora > ampora > ampor-la > ampulla) που σήμαινε πλέον «γυάλινο φιαλίδιο» (διότι στην κλασική λατινική εποχή η ετυμολογική σχέση με το amphora που εξακολουθούσε να σημαίνει «αμφορέας» δεν ήταν πια αισθητή) έδωσε το γαλλικό ampoule (12ος αιώνας) και από εκεί και τη δική μας αμπούλα ως αντιδάνειο. Στα γερμανικά, περνάει ως ampel και δηλώνει το γυάλινο καντήλι που έφεγγε ακοίμητο πάνω στο ιερό της εκκλησίας, και από εκεί οποιοδήποτε φωτιστικό από γυαλί στα σπίτια, για να φτάσει σήμερα να δηλώνει τους φωτεινούς σηματοδότες. Από το παλάτι του Αγαμέμνονα, τριανταπέντε αιώνες αργότερα στους δρόμους της Κολωνίας – μεγάλο ταξίδι!
Ελληνικό είναι βέβαια και το apotheke που το βλέπουμε στις βιτρίνες των φαρμακείων, ενίοτε με τη λουξεμβουργέζικη φορεσιά του (Apdikt). Τα σημερινά φαρμακεία αστράφτουν από πάστρα αλλά έχουν την αρχή τους στην ελληνική αποθήκη, που σήμαινε ό,τι και σήμερα· πέρασε στα λατινικά ως apotheca, και επειδή στα παλιά μοναστήρια είχαν ένα χώρο όπου αποθήκευαν τα βότανα και τα φάρμακα, ονομάστηκε Apotheke ο χώρος αυτός και κατ’ επέκταση το ξεχωριστό κατάστημα-φαρμακείο. Να πούμε ότι από τα βυζαντινά ελληνικά την αποθήκη την ξαναδανείστηκαν οι προβηγκιανοί ως botica απ’ όπου πέρασε στα γαλλικά για να μας ξανάρθει πίσω αγνώριστη, μπουτίκ, σκέτη παριζιάνα!
Κι αν στο Apotheke η ελληνική αρχή είναι οφθαλμοφανής, δεν ισχύει το ίδιο για μια άλλη συναφή λέξη, τον γιατρό, που στα γερμανικά λέγεται Arzt κι έχει κι αυτός ελληνική καταγωγή όσο κι αν δεν του φαίνεται. Στα χρόνια των επιγόνων του Αλεξάνδρου, αρχίατρος ήταν αξίωμα στις αυλές των ηγεμόνων, που πέρασε στα λατινικά ως archiater, και από εκεί στα παλαιογερμανικά των Φράγκων ως arzet, στην αρχή δηλώνοντας τον αυλικό γιατρό –σιγά σιγά όμως επεκτάθηκε στους προσωπικούς γιατρούς σημαινόντων προσώπων, για να φτάσει τελικά να σημαίνει όλους τους γιατρούς ανεξαιρέτως. Μάλιστα, ένα σύνθετο της λέξης, το Arztpraxis, που σημαίνει το ιατρείο (και βέβαια είναι ελληνικής αρχής και ως προς τα δύο συνθετικά του) έχει όπως διάβασα κάπου την αμφίβολη τιμή να είναι η γερμανική λέξη με τα περισσότερα συνεχόμενα σύμφωνα: r-z-t-p-r.
Ο αρχίατρος όταν μετανάστευσε στην Εσπερία κι έγινε arzt υποβιβάστηκε ελαφρώς, αλλά ένας άλλος αξιωματούχος πήρε προαγωγή και μάλιστα καθόλου ευκαταφρόνητη. O γραφεύς ήταν κατώτερος τίτλος στην αυλή των βυζαντινών αυτοκρατόρων και πέρασε στα ύστερα λατινικά ως graphio. Στα πρώτα χρόνια της μεροβιγγείου δυναστείας των Φράγκων ονομαζόταν graf ένας υπάλληλος με αστυνομικά και εκτελεστικά καθήκοντα και αργότερα ένας βασιλικός υπάλληλος με διοικητικά-δικαστικά καθήκοντα. Επί Καρλομάγνου αποκτά ο graf δικαιώματα στην κατοχή γης και σιγά-σιγά γίνεται τίτλος ευγενείας, για να φτάσει έτσι ο ταπεινός βυζαντινός γραφιάς να γίνει κοτζάμ γερμανός κόμης!
Μια ωραία περίπτωση ελληνογερμανικού υβριδίου έχουμε στη λέξη Νεάντερταλ. Ο Joachim Neumann, που γεννήθηκε περί το 1650 στο Μέτμαν, πόλη ανάμεσα σε Βούπερταλ και Ντύσελντορφ, ήταν λόγιος, διευθυντής μιας σχολής λατινικών του στο Ντύσελντορφ, ποιητής και συνθέτης εκκλησιαστικής μουσικής, που μερικές συνθέσεις του ακόμα παίζονται. Όμως κέρδισε την αθανασία όχι (μόνο) από τις συνθέσεις του και μάλιστα όχι ακριβώς με το όνομά του. Ο Νeumann κατά τη συνήθεια των λογίων της εποχής είχε εξελληνίσει το όνομά του, σε Neander (νέος άνδρας δηλαδή) και όταν πέθανε οι συμπολίτες του ονόμασαν προς τιμή του μια γειτονική κοιλάδα του ποταμού Ντύσελ, που την είχε υμνήσει στα ποιήματά του: την είπαν κοιλάδα του Νεάντερ, δηλαδή Neanderthal. Πολλά χρόνια αργότερα, γύρω στα 1860, εργάτες λατομείων βρήκαν σε σπηλιά της κοιλάδας τα λείψανα του απώτερου προγόνου μας, που ονομάστηκε άνθρωπος του Νεάντερταλ –ειρωνικό δεν είναι στην κοιλάδα του «νέου ανθρώπου» να βρεθούν λείψανα του παλιού;
Και μια και μάθαμε ότι Thal (που απλοποιήθηκε σε Tal) είναι η κοιλάδα στα γερμανικά, ας κλείσουμε με την κοινότερη ίσως ελληνική λέξη που έχει γερμανική προέλευση και εννοώ βεβαίως το τάλιρο. Σε μιαν άλλη κοιλάδα, την κοιλάδα του Αγίου Ιωακείμ, που σήμερα βρίσκεται στην Τσεχία και λέγεται Jachymov, αλλά στη γερμανοκρατούμενη Βοημία λεγόταν Joachimsthal, υπήρχε ασήμι από το οποίο έκοψαν το 1519 ωραία αστραφτερά ασημένια νομίσματα, που τα είπαν, όχι με πολλή φαντασία είναι η αλήθεια, Joachimsthaler. Τα νομίσματα αυτά είχαν ως φαίνεται μεγάλο σουξέ, και η συγκεκομμένη λέξη thaler περνάει στις άλλες γερμανικές διαλέκτους, και κατηφορίζει ως την Ιταλία, ως tállero, από την οποία την πήραμε κι εμείς. Κι αν τώρα με το ευρώ είναι αμφίβολο αν θα συνεχιστεί να υπάρχει εν χρήσει τάλιρο (τα 5 ευρώ; τα 5 λεπτά;), ωστόσο η ανάμνηση της κοιλάδας του Αγίου Ιωακείμ υπάρχει ολοζώντανη στο δολάριο, που και αυτό ξαδερφάκι είναι: από το ολλανδικό daler το πήραν οι εγγλέζοι ως dollar και μετά το λάθος του Κολόμβου η λέξη πέρασε απέναντι, όπου δήλωνε το ισπανικό ασημένιο πέσο που ήταν ευρύτατα διαδεδομένο. Μετά τη νίκη της αμερικάνικης επανάστασης, το 1785 το δολάριο καθιερώθηκε ως όνομα του νομίσματος του νεαρού κράτους, ύστερα από πρόταση του Τόμας Τζέφερσον, επειδή ήταν ευρέως γνωστό όνομα και όχι βρετανικό. Άλλοι καιροί, βλέπετε, τότε.
π2 said
Μια που γίνεται λόγος για τις ελληνογερμανικές γλωσσικές σχέσεις και τα λαζογερμανικά, μια απορία:
Τα καρτόφια ή οι καρτόφαι είναι οι πατάτες στα ποντιακά. Όλοι οι Πόντιοι πληροφοριοδότες μου (της συζύγου συμπεριλαμβανομένης) αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για τις γερμανικές Kartoffeln, αλλά επιμένουν ότι δεν είναι πρόσφατο δάνειο, ότι δεν είναι δηλαδή λαζογερμανική επίδραση, αλλά λεγόταν έτσι και πριν το μεταπολεμικό μεταναστευτικό κύμα. Πώς είναι αυτό δυνατό;
Δύτης των νιπτήρων said
Δεν λέγονται κάπως έτσι και στα ρώσικα; οπότε ίσως να πρωτοπέρασαν στον Πόντο με ρώσικα πλοία; ή λέω μπαρούφες;
sarant said
Τα καρτόφια δεν τα έβαλα διότι ανήκουν σε άλλο άρθρο 🙂
Αλλά ο Δύτης έχει δίκιο, πήγαν στα ποντιακά μέσω ρωσικών.
Ποντίους είχε και σε ρώσικα μέρη.
Πάρης said
Αυτό με τον Arzt και την ονομασία του Neandertal δε θα μπορούσα ούτε να το φανταστώ!
Кроткая said
Οι ρώσικες καρτόφελ δεν είναι και αυτές γερμανικής καταγωγής;
Είναι ενδιαφερον πως και στα βουλγάρικα λέγονται καρτόφι.
π2 said
Α, δεν είχα σκεφτεί τα ρώσικα. Μερσί.
sarant said
Ναι, αυτό λέμε. Για τα βουλγάρικα δεν το ήξερα.
Ουλφίλας said
Ξέρουμε μήπως ποιος ήταν ο πατέρας του γοτθικού αλφάβητου κι αν είχε καμιά σχέση με τους έλληνες;
Μαρία said
Τον Νεάντερταλ ούτε κι εγώ τον φανταζόμουνα. Ο Αλφρέδος το ξέρει;
Εκτός απ’ το φοινίκι πρόλαβα και άλλα που ίσως πάνε με τα καρτόφια, π.χ.την αρμπαϊτσά για την άρμπαϊτσαμτ, την πολιτσά και φυσικά τον παιχταρά Νέτσα (ο Νέτσας εννοείται)
Τα βούρστια τα λέω κι εγώ γενικά για τα αλλαντικά με φίλους που έχουν ζήσει χρόνια στη Γερμανία.
ελληνική παράνοια said
ξέρουμε ότι οι πέτρες στον Αρη είναι ελληνικές..?
ξέρουμε ότι ο Χριστός ήταν εξεβραιισμένος έλληνας…?
ξέρουμε ότι ο Αϊνσταϊν ήταν εκγερμανισμένος και εξεβραιισμένος έλληνας?
ξέρουμε ότι ο Στάλιν ήταν ελληνικής καταγωγής.?
ξέρουμε ότι τα πρώτα διαστημόπλοια ήταν ελληνικά..?
ξέρουμε ότι η σημερινή χρεωκοπία είναι έργο ανθελληνικών ζηλόφθονων στοιχείων εναντίον της ακμάζουσας ελληνικής οικονομίας..?
butterfly said
Πολύ ωραίο άρθρο!
Παλιότερα είχα ακούσει από γερμανοσπουδασμένους Έλληνες τη λέξη κλαουζούρα (από το Klausur = εξέταση, διαγώνισμα κτλ), το οποίο οι λοιποί αποκαλούσαμε απλά «δίνω μάθημα».
Βαμβάκος said
Τον ..Χαμπάνο τον ξέρετε; Είναι ο Hauptbahnhof….
Isidore said
Μιά άλλη λέξη δανεική από τα Γερμανικά είναι η Αυστριακής προέλευσης λέξη «τραμπούκος» που προέρχεται απο τον τύπο πούρων «trabucco» που πουλούσε το Αυστριακό μονοπώλιο καπνού τα τέλη του 19ου αιώνα. Ήταν ένα σχετικά κοντό πούρο με ήπια γεύση που τα προτιμούσε ο Σίγκμουντ Φρόυντ και τα οποία αναφέρει και ο Στέφαν Τσβάιχ στο βιβλίο του (νομίζω) «Ο κόσμος του χθες» (Die Welt von Gestern) ως τα αγαπημένα πούρα του πατέρα του. Τώρα πως αυτά τα εισαγόμενα πούρα κατέληξαν στα χέρια (ή, ακριβέστερα, στα στόματα) του Ελληνικού υποκόσμου έχει το δικό του ενδιαφέρον. Ίσως να ήταν μέρος της αμοιβής των μπράβων όταν είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους.
Σκύλος τ. Β.Κ. said
Νόμιζα πως η λέξη «τραμπούκος» προέρχεται από το μεγάλο ραβδί που κουβαλούσαν τα πρωτοπαλλήκαρα των κοματαρχών.
sarant said
Το θέμα του τραμπούκου θέλει μελέτη αλλά η εκδοχή των πούρων είναι από τις σοβαρότερες. Οι κομματάρχες κέρναγαν πούρα τους μπράβους τους.
Να προσεχτεί όμως ότι ο Παπαδιαμάντης στους Χαλασοχώρηδες έχει την έκφραση «παίρνω τραμπούκο» (βγάζω αθέμιτο κέρδος), που ναι μεν δεν αποκλείει την αρχή από τα πούρα αλλά αφήνει κι άλλες πιθανότητες.
sarant said
Ώστε χαμπάνος; Πολύ ωραίο.
Κλαουζούρα σήμερα χρησιμοποιείται για ένα από τα δύο πρωταθλήματα της Αργεντινής, το άλλο είναι η Απερτούρα.
Κορνήλιος said
ὅταν λέω ἐγὼ ὅτι ὁ Νεάτερνταλ ῆταν Ἕλλην μὲ λέτε φυλετὴ καὶ ῥατσιστή! 🙂
Κορνήλιος said
φυλετιστὴ
Μαρία said
Σκύλε, εκ του αρχείου
Μαρία said
Η λέξη βέβαια είναι ισπανική.
babis said
Trabuco στα ισπανικά είναι το τουφέκι.
Δελλαγραμμάτικας said
http://frikipaideia.wikia.com/wiki/%CE%93%CE%BA%CF%81%CF%8C%CE%B9%CF%84%CF%82
sarant said
Εξαιρετικό το άρθρο, άραγε όντως χρησιμοποιούνται αυτές οι λέξεις;
π2 said
Το σπρεχάρω χρησιμοποιείται σίγουρα, και την κέλα την έχω επίσης ακούσει. Το κλάιν μάιν επίσης, αλλά με άλλη σημασία (δεν με νοιάζει, και τι με κόφτει εμένα κλπ.).
Μαρία said
http://es.wikipedia.org/wiki/Trabuco
23, τέτοιες ερωτήσεις για τη φρίκι;
Το σπρεχάρω υπάρχει και στα μάγκικα και το έχει πολύ σπρέχιν στη λαϊκή.
Lemy Boukalion said
RIHEINERE BITTE!
Μπουκανιέρος said
Στην Κέρκυρα «τραμπούκο» (το) είναι το λάδωμα.
Είχα εντυπωσιαστεί όταν το βρήκα και στον Παπαδιαμάντη.
Αλλά ίσως να το έχω ξαναπεί.
Μαρία, αν είχες διαβάσει το Un néandertalien dans le métro της Claudine Cohen δε θα ξαφνιαζόσουνα τώρα.
Μαρία said
Μπουκάν, δεν την ξέρω, θα τη γουγλίσω. Ξέρω άλλους Κοέν.
Μισιρλού... said
Περί τραμπούκων :
Τραμπούκος με την έννοια του λαδώματος (και χαρατσώματος, η έννοια «τα ‘φαγα») εκτός του Παπαδιαμάντη την χρησιμοποιεί και ο Σουρής:
Άιντε ρε Μήτσο πάμε κι έχει γερό κεμέρι.
Πληρώνει ο ερίφης, πληρώνει μια χαρά…
Τραμπούκος που θα πέσει και τούτη τη φορά !
Τραμπουκολόγιον [Σουρής] Μη Χάνεσαι (1881)
Τη σημασία τής λέξης από τα πούρα, τη βλέπω λίγο «χλωμή»…
Δεν ξέρω αν οι παλληκαράδες-μπράβοι των κομματαρχών, στην προβλήτα τού Ναυπλίου, κάπνιζαν τα πούρα τους!
Πιο πιθανή είναι η προσέγγιση-ερμηνεία από τα όπλα τύπου Trabuco(που «μεταλλάχθηκαν» τα κατοπινά χρόνια στις γνωστές μαγκούρες. Βλέπε > Μαγκουροφόροι τραμπούκοι).
sarant said
Μισιρλού, ευχαριστώ -θα πρέπει να το μελετήσουμε κι άλλο το τραμπούκο, έχω κι εγώ αμφιβολίες για τα πούρα
Μιχάλης Νικολάου said
Φινίκι λέγεται και το μελομακάρονο – δεν ξέρω την προέλευση.
Μαρία said
Μιχάλη, αν το γράψεις σωστά, φοινίκι, θα το βρεις και στο λεξικό. Λέμε έτσι τα γεμιστά μελομακάρονα. Πιθανόν οι βυζαντινοί να χρησιμοποιούσαν χουρμάδες.
Νίκο, στο ρεπορτάζ για τις εκλογές της 4ης Ιανουαρίου 1887(Ακρόπολις 5.1.1887) υπάρχουν «αμαξηλάται,τραμπούκοι, οινοπώλαι»
Κορνήλιος said
Τὸ φοινίκι ἔχει ἄλλη ζύμη ἀπὸ τὸ μελομακάρονο.
sarant said
Μαρία, γεμιστό με τι; Η γιαγιά μου στην Αίγινα έφιαχνε φοινίκια αλλά όχι γεμιστά.
Ακρόπολη 1887 από την Εθνική; τη Βουλή; ή από βιβλίο;
Rogerios said
Οικοδεσπότη (σχ. 16), σόρρυ για τη μιζέρια, αλλά το «σωστό» από άποψη προφοράς είναι «κλαουσούρα». Το σύστημα με τα δύο πρωταθλήματα υπάρχει και στη γειτονική Ουρουγουάη. Για όσους ενδιαφέρονται (καλά μη βαράτε!), στο ημερολογιακό έτος προηγείται η κλαουσούρα (το «κλείσιμο») κι ακολουθεί η απερτούρα (το «άνοιγμα/ ξεκίνημα»), ίσως γιατί στο μυαλό και των Αργεντινών η ποδοσφαιρική σεζόν ξεκινά όπως και στην Ευρώπη (Αύγουστο-Σεπτέμβρη).
Μισιρλού... said
@34 Νίκο, όπως το σημειώνει και η Μαρία @32, το έχω συναντήσει κι εγώ στον Τύπο.
(σίγουρα, όχι Βιβλ. Βουλής. Δεν είχαμε πρόσβαση πριν 2-3 χρόνια).
Καθώς και σε σχετικά χρονογραφήματα με εκλογές, απεργίες, συλλαλητήρια.
[Κάπου τα είχα αυτά κρατημένα… πρέπει να ψαχουλέψω!]
Μαρία said
Nίκο, απο βιβλίο: Νάση Μπάλτα, «Η καρδιοβόρος αγωνία της κάλπης»
Τύπος και βουλευτικές εκλογές την εποχή του Χαριλάου Τρικούπη 1881-1895
Βιβλιόραμα 2001
Σ’ αυτό βρήκα και κάποια απ’ τα ονόματα του προχτεσινού Σουρή.
Μαρία said
Α, γεμιστό με καρύδι.
Ηλεφούφουτος said
«στις αρχές του 20ού αιώνα … «ελληνογερμανικές» λέξεις που χρησιμοποιούσαν
Και πιο πίσω, Νικοδεσπότα, και πιο πίσω!
Άψευστος μαρτυρία το ποιήμα του Λορέντζου Μαβίλη για τη Μίννα την κελνερίνα:
Τι με γνοιάζει πως είναι κελνερίνα
Αν μ’ όλη την καρδιά της μ αγαπάει,
Αν τα στήθη της είναι σαν κρίνα,
Αν σαν τα Χερουβίμ χαμογελάει;
Σαν ο τυφλός που ξάφν’ ουράνι’ αχτίνα
Το μαύρο σκότος γύρω του σκορπάει,
Όμοια κι εγώ θαμπώνομαι από εκείνα
Τα δυο της μαύρα μάτια αν με τυράει.
Άμε χάσου, ξερή Φιλολογία,
Γριά φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα,
Που ώς τώρα το μυαλό μου έχεις τυφλώσει.
Την εμορφιά την κλασική σπουδάζω,
Όταν η Μίννα ένα φιλί μού δώσει.
sarant said
Καταπληκτικό! Δεν το ήξερα, αν και το βρήκα τώρα. Μόνο που έφαγες ένα στίχο και δεν βγαίνει το 14στιχο:
Τι με γνοιάζει πως είναι κελνερίνα
Αν μ’ όλη την καρδιά της μ αγαπάει,
Αν τα στήθη της είναι σαν κρίνα,
Αν σαν τα Χερουβίμ χαμογελάει;
Σαν ο τυφλός που ξάφν’ ουράνι’ αχτίνα
Το μαύρο σκότος γύρω του σκορπάει,
Όμοια κι εγώ θαμπώνομαι από εκείνα
Τα δυο της μαύρα μάτια αν με τηράει.
Άμε χάσου, ξερή Φιλολογία,
Γριά φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα,
Που ώς τώρα το μυαλό μου έχεις τυφλώσει.
Την εμορφιά την κλασική σπουδάζω,
Όταν γλυκά τη Μίννα μου αγκαλιάζω
Όταν η Μίννα ένα φιλί μού δώσει.
Υπόψη ότι και σε ένα έμμετρο γράμμα από το Μόναχο, ο Μαβίλης πάλι αναφέρει τη Μίνα:
Με συγχωρείς Ανδρέα μου αν τόσο αργά σου γράφω
εκείνη που εβασίλευε έναν καιρό στην Πάφο
δεν έφταιξε, δεν έφταιξεν η Kneipe όπως νομίζεις
ούτε η πολλή μου ντεμπελιά’ τα αισθήματα γνωρίζεις
που στην καρδιά θρέφω για σε και, πίστευσε, ούτε η Μίννα
εκείν’ η τόσο αγαπητή κι έμορφη Κελνερίνα
ούτε της μπίρας το χρυσό κι αστέρφευτο ποτάμι
δεν θα μπορούσε, όχι, ποτέ, πίστευ’ το, να με κάμει
να λησμονήσω τη λαμπρή παντοτινή φιλία
που δένει του περιοδικού την άφοβη οχτανδρία.
(Θα βγάζαν οχτώ λόγιοι ένα περιοδικό).
Μιχάλης Νικολάου said
Πολύ κατατοπιστικό! Την λέξη φοινίκι την πρωτοείδα σαν finiki στην Αμερική (σε Greek Festival). Στην Ελλάδα επίσης είχα φίλους από το Φοινίκι Λακωνίας. Κάποια σχέση;
Μπουκανιέρος said
Φοινίκι, μου έχει μείνει ότι λέγεται στη Β. Ελλάδα το μελομακάρονο. Μάλλον θα έμαθα τη λέξη στη Σαλονίκη (που ριμάρει κιόλας – πλούσια ρίμα).
Για το τραμπούκο: σε μας, όπως ξαναείπα, είναι αποκλειστικά το λάδωμα, δηλ. αυτό που δίνεις κάτω απ’ το τραπέζι σε κάποιον αξιωματούχο, σε κάποιον σε θέση ισχύος τέλος πάντων, για να σου κάμει χάρη. Και πάντα ουδέτερο – ή έτσι νομίζω.
Για την ετυμολογία του: υπάρχουν στα ιταλικά πολλές λέξεις τραμπούκο ή τραμπόκο (εννοώ με διαφορετική καταγωγή, που έχουν συμπέσει), μερικές απ’ αυτές απαρχαιωμένες. Για κάποια απ’ αυτές δίνεται σαν αρχή του το tributu. Αυτό κολλάει κάπως με το «χαράτσωμα» που έγραψε κάποιος παραπάνω, και με το «λάδωμα» που λέω εγώ.
Δεν ξέρω αν βοηθάω.
Ηλεφούφουτος said
«Μόνο που έφαγες ένα στίχο και δεν βγαίνει το 14στιχο»
φτου, φτου, δεκατρία γρουσούζικο!
Το «τυράει» είπα να το αφήσω έτσι, γιατί το βρήκα χαριτωμένο.
Ηλεφούφουτος said
σχ. 42
Ίσως να βοηθάει και αυτό:
Απ τα πιο ξεκαρδιστικά που θυμάμαι με το δίδυμο Γ. Ματάου – Τζ. Λέμον
Ηλεφούφουτος said
Στην ταινία αυτή ο Γ. Ματάου κάνει το δολοφόνο της Μαφίας που ακούει στο όνομα Τραμπούκο.
Το θύμα είναι πρώην μέλος της Μαφίας που πάει για μάρτυρας κατηγορίας, γι’ αυτό έπρεπε να τον καθαρίσουν.
Ο Ματάου μετά τον πυροβολισμό πάει να την κάνει μεταμφιεσμένος σε φραγκόπαπα αλλά οι αστυνομικοί τον τραβάνε και τον βάζουνε να εξομολογήσει τον Ιταλοαμερικάνο ετοιμοθάνατο, ο οποίος πριν πεθάνει τον αναγνωρίζει (γι’ αυτό λέει «Τραμπούκο»), κι ο τσάκαλος χωρίς να τα χάσει εξηγεί στους αστυνόμους ότι «τραμπούκο» στα Λατινικά σημαίνει «συγχώρα με» 😀
Μπουκανιέρος said
Ηλεφού, δεν ξέρω γιατί αλλά μου θύμισες τη γνωστή όπερα «Τραμπούκο» …ή κάπως έτσι.
🙂
Ηλεφούφουτος said
Μπουκάν, την έχω σε εκτέλεση Βέρντη. Προσφορά με το τελευταίο τεύχος το «Ευ Ζην».
Μαρία said
Ξεκαρδιστική κωμωδία. Αλλά οι Ιταλοί τραμπούκοι γράφονται με δύο c 🙂
Μπορούμε να παίξουμε και Τραμπάκουλα, άμα είναι έτσι.
Κώστας said
Για τους γερμανόφωνους που ενδιαφέρονται, να προτείνω το εξαιρετικό λεξικό 1200 σελίδων των Kytzler, Redemund και Eberl Unser tägliches Griechisch (εκδ. Philipp von Zabern, ISBN 3-8053-2816-8).
Ως προς το καθαυτό άρθρο τώρα, με αφορμή τήν πράγματι αμφισβητούμενη αναγωγή τής λέξης παρλαπίπα στο papperlapapp «κουραφέξαλα», αξίζει να αναφερθεί και η περίπτωση τής… μπαρούφας. Η λέξη αυτή που -όπως αναφέρει ο Μπαμπινιώτης- πέρασε στη γλώσσα μας από τα Ιταλικά, ανάγεται στο μεσ. γερμανικό beruofen «(συγ)καλώ», το οποίο στο πέρασμα τού χρόνου είχε αποκτήσει και την αρνητική υποσημασία «μιλάω πολύ για κάτι ή για κάποιον κι εν τέλει το γρουσουζεύω»! Ακόμα και σήμερα οι Γερμανοί, όταν σχολιάζουν την αίσια εξέλιξη κάποιας υπόθεσης, σπεύδουν… καλού κακού να συμπληρώσουν: »Unberufen, toi, toi, toi!». Εκπληκτική είναι, επίσης, και η περίπτωση τού Samt βελούδο για το οποίο έγραψε ήδη πριν από τέσσερα χρόνια το translatum, αλλά και τού Tisch «τραπέζι», το οποίο -όπως και τ’ αγγλικά dish και desk– ανάγεται μέσω τού λατινικού discus στον δικό μας δισκο!
Ηλεφούφουτος said
σχ. 49, με αυτό τον τρόπο σίγουρα θα βρούμε κι άλλα δάνεια από τη Γερμανική, πάντα όμως με μεσάζοντα. Έτσι πρόχειρα, σκέφτομαι τη λέξη «μπουγάδα» που ανάγεται σε απώτερη γερμανική προέλευση σε τα μας όμως έφτασε μέσω Βενετσιάνικων.
Για το «παρλαπίπα» από Paperlapapp συγκεκριμένα έχω ψάξει για μεσάζοντες στα Σέρβικα αλλά δεν βρήκα τίποτε. Συμφωνώ με το πρώτο σκέλος της σκέψης του Νικοδεσπότη για το γερμανοσπουδαγμένο λόγιο που δεν λαμβάνει υπόψη του την πραγματικότητα αλλά διστάζω να πιστέψω ότι προέκυψε έτσι απλά από συνένωση της πάρλας με την πίπα.
Δύτης των νιπτήρων said
Εμένα η γερμανική καταγωγή της παρλαπίπας μου μοιάζει αρκετά ισχυρή, συμφωνώ με τον Ηλεφού. Ο δίαυλος θα μπορούσε να είναι οι κιρατζήδες, οι αγωγιάτες που πήγαιναν κάθε χρόνο το Γιάννινα/Αμπελάκια/κλπ.-Βιέννη στυλ Ομόνοια-Κολιάτσου.
Ηλεφούφουτος said
Δύτη, γενικά μου φαίνεται ότι τα προεπαναστατικά κονέ των Ελλήνων με τον κόσμο της αυτοκρατορίας των Αψβούργων έχουν υποτιμηθεί, συνήθως σκεφτόμαστε τη Ρωσία και τη Γαλλία (προκειμένου για τους διανοουμένους η δεύτερη).
Μπουκανιέρος said
Ηλεφού, η απώτερη προέλευση δε μετράει – μπορεί νάναι οτιδήποτε.
Βέβαια έτσι θα κόβαμε και πολλά «αντιδάνεια», πούναι η χαρά του Νικοκύρη.
Μαρία said
Μπουκάν για δες στα κιτάπια σου την ετυμολογία της baruffa.
Μπουκανιέρος said
Χμ… (βάζω τα κελέτα μου) … λέει: «γερμ. *raup- (που ίσως συγγενεύει με λατινικό rumpo)» και μετά λέει έπαθε seconda rotazione consonantica…
sarant said
Δε λες όμως όλη την αλήθεια στο λαό, ότι μπορεί να ισχύει και άλτρα ιπότεζι, πως υπάρχει ονοματοποιία στη μέση.
Μαρία said
α προσπαθεί να συμβιβάσει τη ρήξη με τον καβγά. Σε ρώτησα γιατί το μπαμπινιώτικο δε μου καλοφάνηκε.
amor senza baruffa fa la muffa
Μαρία said
κάτι σαν το βάρβαρος
Δύτης των νιπτήρων said
Σαν πολύ κρυπτικοί ήσασταν ψες βράδυ. Ονοματοποιΐα; σαν το «έκανε μπραφ» ας πούμε;
sarant said
Το λεξικό το ετυμολογικό του Τσανικελι δεν εξηγεί περισσότερο γιατί μπορεί να είναι ονοματοποιία.
Abravanel said
Κανείς σας δεν θυμάται το klepsi klepsi στα στρατόπεδα; (αν και κάνει λάθος για τα 3 χρόνια)
Ρίξτε μια ματιά εδώ για το πλήρες κείμενο.
Μισιρλού... said
Αφού το μπαρούφα (baruffa) είναι καυγάς, φιλονικία, διαμάχη, συμπλοκή, σύρραξη, αντίθεση (να πω και : ερεθίζω)
χμμμμ…λέτε τελικά να κρατάει η σκούφια του από το παλαιοϊταλιάνικο rumpo ;
Πολύ μ’ άρεσε αυτό το rumpo = ριγνύω, καταράσσω (άρα: σχίζω, συντρίβω, κατατροπώνω, θρυμματίζω > συνεπώς: τσακίζω, ξεσκίζω, κουρελιάζω)
Σας έσκισα τώρα;
Σας ρούμπωσα ;!!!
Ή είπα καμια μπαρούφα;
😆
[Με αυτό το ρούμπο τσίμπησα, όχι για λοιπές Μπαμπινιω…μπαρούφες που διάβασα περί ρούμπου!]
Μαρία said
Αμπραβανέλ, συγγνώμη, αλλά έτσι όπως κάνεις την ερώτηση, λες και ήμασταν εκεί.
Ωραίο, θυμίζει το μπιζ. Σήμερα θα είχαν διαδώσει και το μαλάκας.
gbaloglou said
«Next to us there is a group of Greeks, those admirable and terrible Jews of Salonika, tenacious, thieving, wise, ferocious and united, so determined to live, such pitiless opponents in the struggle for life; those Greeks who have conquered in the kitchens and in the yards, and whom even the Germans respect and the Poles fear. They are in their third year of camp, and nobody knows better than them what the camp means. They now stand closely in a circle, shoulder to shoulder, and sing one of their interminable chants.
Felicio the Greek knows me. `L’annee prochaine a la maison` he shouts at me, and adds: `a la maison par la Cheminee!` Felicio has been at Birkenau. And they continue to sing and beat their feet in time and grow drunk on songs.»
[From Primo Levi’s «Survival In Auschwitz», p. 71]
sarant said
Αμπραβανέλ, πράγματι αυτό είναι το μπιζ.
Γιώργο Μπ, εξαιρετικό απόσπασμα, ευχαριστώ.
Κώστας said
Αναφορικά με την αναγωγή τού παρλαπίπα στο papperlapapp, αυτό που με προβληματίζει είναι ότι η ελληνική λέξη στην πραγματικότητα παρουσιάζει μεγαλύτερες διαφορές απ’ ότι συνήθως εμφανίζονται όταν το γερμανικό δάνειο προσαρμόζεται στη γλώσσα μας. Δε μιλάμε, δηλαδή για μιαν απλή προσθήκη κάποιας κατάληξης ή την αντιμετάθεση κάποιων συμφώνων, αλλά για δραστικότερες μεταβολές. Εκτός πια κι αν ο υποθετικός εκείνος λόγιος που εισήγαγε τη λέξη, την άλλαξε «κατ’ επίδραση του πάρλα» όπως αναφέρει και το Λεξικό της Ελληνικής γλώσσας Πάπυρος. Το papperlapapp, πάντως, στην πραγματικότητα δεν σημαίνει φλυαρία (αφού δεν είναι ουσιαστικό), αλλά χρησιμοποιείται ως επιτιμητικό επιφώνημα για κάποιον που είτε φλυαρεί είτε υπεκφεύγει. Είναι δηλαδή αυτό που λέμε κουραφέξαλα.
Για το «μπαρούφα» τώρα, όπως είδα η ιταλική λέξη σημαίνει καβγάς. Η σύνδεσή της με την αμάρτυρη παλαιογερμανική ρίζα *raup- δεν είναι άτοπη, αφού πράγματι η ρίζα αυτή δίνει μια σειρά λέξεων με σαφώς βίαιες συνδηλώσεις. Το ερώτημα, ωστόσο, που πρέπει τώρα να εξεταστεί είναι το πώς ακριβώς η ιταλική λέξη απέκτησε τη σημασία τής μπουρδολογίας. Εγώ τουλάχιστον δεν βλέπω κάποια προφανή σχέση. Με τη γερμανική λέξη, αντίθετα, έχουμε μιαν απόλυτα ικανοποιητική εξήγηση. Φυσικά το ερώτημα ισχύει και για τον Μπαμπινιώτη, και μάλιστα διπλό, αφού εκτός από την εξήγηση τής σημασιακής αλλαγής από τα Ιταλικά στα Ελληνικά, θα πρέπει να εξηγήσει και την αλλαγή από τα Γερμανικά («γρουσουζεύω») στα Ιταλικά.
Alfred E. Newman said
@9
Μαρία συγγνώμην για την καθυστέρηση του σχολιασμού και της τεκμηρίωσης αλλά μεσολάβησαν δύο προβλήματα.
Το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας συμμετείχα σε ανορθωτικά έργα (ευτυχώς με σχετική επιτυχία).
Στα ενδιάμεσα απευθύνθηκα σε όλους τους συγγενείς και πριν λίγο, οπότε ολοκληρώθηκε η έρευνα, μου επιβεβαίωσαν ότι ο συγκεκριμένος Neuman είναι απλώς συνεπώνυμος!
Δεν έχουμε στο δικό μας κλάδο καμιά σχέση με πρωτόγονους.
Alfred E. Newman said
@ 61 και 65
Το γράφω και αισθάνομαι τόσα χρόνια μετά, ακόμα πόνο στα πλευρά μου. Αυτό που περιγράφεται είναι ΜΙΑ μορφή μπιζ.
Το μπιζ που παίζαμε (αν μπορεί να θεωρηθεί παιχνίδι και όχι σαδομαζοχιστή άσκηση) δεν περιλάμβανε καλύπτρα για τα μάτια και το κτύπημα δεν ήταν στο πρόσωπο αλλά στην παλάμη του χεριού η οποία ήταν γυρισμένη στην πλάτη και κατ’ επίδραση στα πλευρά (εξού και ο οδυνηρός πόνος). Το άλλο χέρι περιόριζε την ορατότητα του συμπαίκτη/θύματος.
Μαρία said
67, μα ο Γιοακίμ μόνο πρωτόγονος δεν ήταν.
Μισιρλού... said
@68
Μωρ’ τι ‘σαι συ;!
Παρά τα χρόνια σου Αλφ, τον θυμάσαι βλέπω τον πόνο…
Να πω τώρα πως, είχα πολύ γερό χέρι και δεν με παίζανε στο μπιζ;
Καημό το’χα…
(Δε σου μολογάω και για το ξεκοτσίδιασμα).
Alfred E. Newman said
@69 Μαρία
Πω! πω! σημασία στη λεπτομέρεια. Μεταξύ των λέξεων ‘καμία’ και ‘σχεσή’ να προστεθούν οι λέξεις ‘άμεση ή έμμεση σχέση και αυτό περιλαμβάνει και τη χρήση του οικογενειακού μας ονόματος’.
@70 Μισιρλού.
Αφού τότε είχες τόσο δυνατό χέρι πώς και γιατί σε άφηναν να βάζεις κάπου δίσκους και δεν σου ανέθεταν καθήκοντα πόρτας;
Μισιρλού... said
Καλέ Αλφ, το μπιζ ήτανε τα χρόνια π.R’n’R
(και η δισκοβολή μόνο μια νύχτα έγινε! Μην τα παραλέμε κιόλας…)
Στέλιος said
Μια ερώτηση στους γνωρίζοντες:
Μήπως υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ του γερμανικού «hell» (= φωτεινός) και της Ελλάς (Hellas);
Κώστας said
@Στέλιος
Όχι, αγαπητέ φίλε, δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στις δύο λέξεις. Ωστόσο ο συσχετισμός με το Hellas ή ακόμα καλύτερα με το Helios, είναι ένας αποδεδειγμένα αποτελεσματικότατος τρόπος να θυμάται κανείς τη γερμανική λέξη. Για την ιστορία πάντως, το hell ανάγεται στην ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα από την οποία προέρχεται και το δικό μας κελεύω και γι’ αυτό αρχικά αναφερόταν μόνο σε ακουστικά ερεθίσματα. Με το πέρασμα τού χρόνου, όμως, άρχισε να χρησιμοποιείται και για οπτικά ερεθίσματα.
sarant said
Κώστα, σ’ ευχαριστώ που πρόλαβες να απαντήσεις!
Πόντος και Αριστερά said
Τ»α καρτόφια ή οι καρτόφαι είναι οι πατάτες στα ποντιακά…»
Εδώ συνέβη το αντίστροφο απ’ οτι με την ονομασία των Ελλήνων από δυτικούς ή ανατολικούς λαούς (Γραικοί οι μεν, Ιώνες-Γουνάν οι δε).
Οι πατάτες εισήλθαν στην ελληνική γλώσσα ανάλογως των (διεθνών) επαφών των Ελλήνων. Για τους Ελλαδικούς θα πάρουν «πατάτες» γιατί έρχονται από τη Δύση. Για τους Πόντιους «καρτόφια» γιατί έρχονται από τη Ρωσία…
Μ-π
Μπουκανιέρος said
Μήπως μπερδέψατε τις πατάτες με τις αγκινάρες; 🙂
sarant said
Πώς τις λέτε στα κορφιάτικα τις αγκινάρες;
Ιταλικά, ναι, είναι carciofi (πληθυντικός)
Μπουκανιέρος said
Καρτσούφες.
Αγγελος said
H ιστορία των ονομάτων της πατάτας στις διάφορες γλωσσες, ιδίως της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, είναι πράγματι συναρπαστική. Την αφήνω στο Νικοκύρη να τη διηγηθεί κάποτε που δεν θα έχει άλλη έμπνευση…
sarant said
Άγγελε, είναι στα υπόψη 🙂
gbaloglou said
Από που όμως προέρχονται οι πατάτες; ‘Ενας υπέροχος Περουβιανός μύθος μιλάει για τρεις κοπέλες που εμφανίστηκαν από το πουθενά στις όχθες μιας ορεινής λίμνης: κάποιος χωρικός τις λυπήθηκε και τις έφερε σπίτι του να φάνε με την οικογένεια του και να κοιμηθούν, αλλά την άλλη μέρα το πρωί είχαν εξαφανιστεί και στο κρεβάτι της καθεμιάς υπήρχε μία πατάτα! [Δεν είναι σαφές από την διήγηση ότι η πατάτα ήταν άγνωστη μέχρι την εμφάνιση και εξαφάνιση των τριών γυναικών, αλλά έτσι το κατάλαβα. (Δεν μπορώ πλέον να δώσω αναφορά, ενώ πατατόφιλος Περουβιανός φίλος αγνοεί παντελώς αυτόν τον μύθο.)]
Ηλεφούφουτος said
Άγγελε, πράγματι. Προσφέρομαι να βοηθήσω.
cortlinux said
διαβάζοντας το άρθρο κατευθείαν κι εμένα (πιθανόν όπως κι άλλων ποντίων όπως είδα) να μου έρθουν τα καρτόφια στο νου.
Μαρία said
Γαβριηλίδης σε: Ακρόπολις, 2.5.1892
«ο κ. Δηλιγιάννης ξεντύθηκε την λεοντή του τιμίου συνταγματικού κυβερνήτου κ’ ενεφανίσθη τραμπούκαρος, αντισυνταγματικός, μονάρχης απόλυτος…»
Παλιοσειρά said
Trabuco (blunderbuss, tromblon, spingarda) λέγεται πράγματι στα ισπανικά το κοντόκανο πυροβόλο με την λεία καννη που φαρδαίνει μπροστά σαν χωνί. Trabucco λέγεται η πολεμική μηχανή, μετεξέλιξη του καταπέλτη (trébuchet, πώς στην ευχή το λέμε ελληνικά;) και (ίσως λόγω ομοιότητος στον μηχανισμό;) ένας παραδοσιακός μηχανισμός ψαρέματος από Απουλία και το Αμπρούτσο, που αποτελείται από μιά πλατφόρμα, που προβάλλει στην θάλασσα, με μακριές αντένες κρεμασμένες πάνω από το νερό, στις οποίες είναι δεμένο το δίκτυ (trabocchetto). Ο τραμπούκος – μπράβος προφανώς προέρχεται από το τρομπλόνι και το τρα-μπούκωμα ( 🙂 ) από το … ότι πιάσουν τα δίχτυα.
Μιχαλιός said
«trébuchet, πώς στην ευχή το λέμε ελληνικά;»
τριπουτσέτο: https://www.google.gr/#hl=el&sclient=psy-ab&q=%CF%84%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%84%CF%83%CE%AD%CF%84%CE%B1&oq=%CF%84%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%84%CF%83%CE%AD%CF%84%CE%B1&gs_l=hp.3…23304.23915.1.24413.2.2.0.0.0.0.144.276.0j2.2.0…0.0…1c.1.8.psy-ab.fRpfoQo7C0c&pbx=1&bav=on.2,or.r_cp.r_qf.&bvm=bv.44697112,d.ZWU&fp=49a6e4debee06c92&biw=1024&bih=599
sarant said
86: Δεν είναι τόσο προφανές. Έχουμε όμως άρθρο για το θέμα:
Γς said
77, 78:
Και μία αγριοαγκινάρα
physicist said
[Ανακάλυψα το νήμα με πολύ μεγάλη καθυστέρηση. Εξαιρετικό — αλλά έχω καναδυο αντιρρήσεις].
Ο Joachim Neumann, που γεννήθηκε περί το 1650 στο Μέτμαν, πόλη ανάμεσα σε Βούπερταλ και Ντύσελντορφ, ήταν λόγιος, πρύτανης της σχολής λατινικών του πανεπιστημίου του Ντύσελντορφ, ποιητής και συνθέτης εκκλησιαστικής μουσικής, που μερικές συνθέσεις του ακόμα παίζονται.
1. Νίκο, το Πανεπιστήμιο του Ντύσσελντορφ ιδρύθηκε το 1965. Δεν είναι δυνατόν να ήταν πρύτανής του ο Νώυμαν-Νεάντερ.
2. Αν μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο, εδώ γράφει ότι γεννήθηκε στη Βρέμη.
physicist said
ΥΓ — Να μην αδικήσω τον Νικοκύρη, υποθέτω ότι παρασύρθηκε από ετούτο εδώ (από το άρθρο της Βίκης):
1674 wurde Neander in Düsseldorf Rektor der Lateinschule der reformierten Gemeinde sowie Hilfsprediger.
Να προσέξουμε λίγο τη λέξη Rektor: ακόμα και σήμερα (που υπάρχουν Πρυτάνεις), δηλώνει όχι μόνον τον Πρύτανη αλλά και τον Διευθυντή ενός Σχολείου. Όπως είναι φανερό από το παραπάνω χωρίο, ο Νεάντερ ήταν Διευθυντής της Σχολής Λατινικών της Μεταρρυθμιστικής/Μεταρρυθμισμένης Κοινότητας/Ενορίας στο Ντύσσελντορφ, όχι Πρύτανης του (τότε ανύπαρκτου) Πανεπιστημίου της πόλης.
sarant said
Ωραία, να το διορθώσω, μερσί
physicist said
#92. — Παρακαλώ, Νίκο.
skom said
Καφάο. Μία λέξη της τεχνικής αργκό που έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό μετά από βανδαλισμούς, είτε σε σύνδεση παλιότερα με υποκλοπές. Επίσημα αποκαλούνται υπαίθριοι κατανεμητές. Η καταγωγή τους από ένα γερμανικό αρκτικόλεξο KV. Η ακριβέστερα από την προφορά των δύο γραμμάτων στα γερμανικά «κα φαου». Στα ελληνικά καφάο. Ας μην ξεχνάμε την μακρόχρονη παρουσία γερμανών προμηθευτών τηλεπικοινωνιακού υλικού (Siemens).
sarant said
Πολύ σωστά! Το θυμάμαι από τις υποκλοπές!
physicist said
#94. — Πρόκειται δηλαδή για τα γνωστά κουβούκλια του ΟΤΕ στις γωνίες; Δεν το ήξερα ότι τα λέγανε έτσι. Για να καταλάβεις, μόνον εφόσον έδωσα στο ψαχτήρι καφάο το βρήκε. Προηγουμένως, είχα προσπαθήσει με τα αρχικά KV, ανακαλύπτοντας ένα σωρό χρήσιμα πράγματα, όπως τον Πολιτιστικό Σύλλογο (Kulturverein), τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Kollektivvertrag) και τα κιλοβόλτ. Αλλά ψυλλιάστηκα ότι δεν αναφερόσουν σ’ αυτά. 🙂
Μαρία said
96
Δηλαδή ο εθνικός κοριός Μαυρίκης δεν σου λέει τίποτα;
Γς said
97:
😉
physicist said
#97. — Το όνομα Μαυρίκης κάτι μου λέει αλλά δεν ξέρω τι. Έναν Τόμπρα τον θυμάμαι πάντως.
skom said
#96
Ναι αυτά είναι! Αυτός που μου τα είχε αναφέρει μου τα είχε πει «Kabelverteiler». Ηταν ηλεκτρολόγος μηχανικός απόφοιτος γερμανικού πολυτεχνείου και δούλευε στον ΟΤΕ. Η lexilogia και η wikipedia τα λένε όμως Kabelverzweiger.
Γς said
99: Παρί Καφάο Μητσοτάκη και Μαυρίκη γενικώς
Νέο Kid Στο Block said
Nα προσθέσω μία γκρεκιζίρουνγκ (κατά τον «Νέανδρο-Neader), τον Βίλχελμ Χόλτσμαν, τον Ξύλανδρο! Ξυλάντερ.
http://de.wikipedia.org/wiki/Guilielmus_Xylander
Την έψαχνε πολύ με τους αρχαίους, αλλά νομίζω πως η δημοσίευσή του στη Βασιλεία το 1575 του Diophanti Alexandrini Rerum libri sex (νάτο το άτιμο το σεξ πάλι! Α,ρε Φρόϋντ..) ,η πρώτη λατινική μετάφραση των έργων του Διόφαντου, που άνοιξε το δρόμο στον Μπασέ ντε Μεριζιάκ, Φερμά, Τσάλεντεορί=Koenigin der Matematik κ.λ.π…, ήταν η πιο σημαντική.
raf said
Μια ετεροχρονισμένη και μη γλωσσολογική επισήμανση: ο άνθρωπος του Νεάντερταλ δεν είναι εξελικτικός πρόγονός μας, παρά μόνο εξάδελφος!
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@raf (#103) Τὸ σχόλιό σας μοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ διαβάσω ἕνα πολὺ ἐνδιαφέρον ἄρθρο (καὶ σχόλια) καὶ νὰ μάθω κάποια πράγματα ποὺ δὲν περίμενα, ὅπως τὴν ἑλληνικὴ ρίζα τῆς λέξης Νεάντερταλ.
Εὐχαριστῶ.
Βάγια said
Άρθρο με πολλές εκπλήξεις αυτό! Το λιγότερο γνωστό κι αναμενόμενο είναι η ελληνική ρίζα της λέξης Νεάντερταλ!
This is my second post so far… – Social Media said
[…] Κι επειδή είχα πάει στη Γερμανία, είπα να βάλω ένα άρθρο του 2010, που έχει θέμα τις ελληνογερμανικές γλωσσικές […]
Γ-Κ said
Κάποτε λεγόταν το «ερζάτς», κατά το ντεμέκ. Αν και η αρχική του έννοια είναι πιο κοντά στο «ιμιτασιόν».
Η «γκεστάλτ (ψιχολογκί)» όλο και λέγεται…