Το σημερινό το άρθρο το οφείλουμε στη φίλη μας το Κιγκέρι, που μου έστειλε τη φωτογραφία που θα δείτε πιο κάτω. Μου άρεσε πολύ και είπα να γράψω ένα αρθράκι, αν και σας προειδοποιώ ότι δεν θα είναι πολύ μεγάλο. Αλλά όπως έλεγε και ο Οβελίξ, τα άρθρα είναι σαν τους Ρωμαίους, τα μικρά είναι πιο νόστιμα.
Τι είναι λοιπόν ο τιτίζης; Ή, ίσως, τι κάνει ο τιτίζης;
Είναι μια λέξη της βορειοελλαδικής κοινής νεοελληνικής -όχι της αθηναϊκής. Στο λεξικό του Μπαμπινιώτη δεν θα τη βρείτε, ούτε στο Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών. Αντιθέτως, το ΛΚΝ έχει λήμμα «τιτίζης», όπως και το ηλεκτρονικό ΜΗΛΝΕΓ.
Όπως έχουμε πει σε παλιότερο ειδικό μας άρθρο, στα λεξικά της κοινής νεοελληνικής κανονικά δεν έχουν θέση οι ιδιωματισμοί, ας πούμε ο κρητικός μπέτης, τα ποντιακά καρτόφια ή το επτανησιακό τζαντζαμίνι. Ωστόσο, σε ένα λεξικό της κοινής νεοελληνικής που εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη, όπως το ΛΚΝ, υπάρχουν λέξεις που δεν τις περιλαμβάνουν τα λεξικά της κοινής νεοελληνικής που έχουν εκδοθεί στην Αθήνα. Οι λέξεις αυτές, επομένως, μπορούν να θεωρηθούν λέξεις της «κοινής βορειοελλαδικής», αφού είναι αρκετά κοινές ώστε να θεωρούνται άξιες λημματογράφησης σε ένα «θεσσαλονικιό πανελλήνιο» λεξικό -αλλά όχι σε ένα «αθηναϊκό» πανελλήνιο λεξικό.
Στο άρθρο μας εκείνο είχα σταχυολογήσει από το ΛΚΝ 52 λέξεις που δεν τις είχε το λεξικό του Μπαμπινιώτη και που ανήκουν στην «κοινή βορειοελλαδική». Μια από αυτές είναι και ο τιτίζης.
Τιτίζης λοιπόν, σύμφωνα με το ΛΚΝ, είναι ο σχολαστικά λεπτολόγος άνθρωπος. Η λέξη έχει χροιά αρνητική, έστω και όχι απόλυτα, αφού μπορεί να φτάσει στο θετικό άκρο μέχρι τον τελειομανή, που είναι ένα «καλό ελάττωμα» (από εκείνα που πρόθυμα παραδέχονται στις συνεντεύξεις οι διάφοροι και διάφορες σταρ). Στο Διαδίκτυο, πράγματι, βρίσκουμε διάφορους να αυτοχαρακτηρίζονται τιτίζηδες, π.χ. «είμαι τιτίζης, αλλάζω λάστιχα κάθε τρία χρόνια σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται». Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αυτοχαρακτηριζόταν έτσι: Τιτίζης είναι μια μικρασιατική λέξη που σημαίνει αυτός που νοιάζεται πολύ για το έργο του. Η μάνα μου την έλεγε συχνά αυτή τη λέξη.
Στο θετικό λοιπόν άκρο τιτίζης είναι ο τελειομανής, που δίνει σημασία στη λεπτομέρεια. Κάπως ενδιάμεσα είναι τα λεπτολόγος, σχολαστικός -και ακόμα πιο αρνητικά πχ. ο ψείρας ή ο υποχόνδριος -και αυτός που δίνει υπερβολική σημασία σε επουσιώδη ζητήματα, ο ακριβός στα πίτουρα.
Να πω πάντως ότι η μακαρίτισσα η πεθερά μου, από τον Λαγκαδά, τη λέξη «τιτίζα» την είχε για παίνεμα της καλής νοικοκυράς, που θέλει να γίνονται όλα στην εντέλεια -κάπως σαν τη Διαμαντηρείζενα, την ηρωίδα του διηγήματος «Για τα ονόματα» του Παπαδιαμάντη. Βέβαια, ο κυρ Αλέξανδρος δεν τη χαρακτηρίζει έτσι την ηρωίδα του παρά αρκείται να πει πως ήταν «εις άκρον λεπτολόγος» και βάζει τον καπετάνιο, τον άντρα της, να παραπονιέται στους φίλους του, στην πραγματικότητα ευχαριστημένος για τη νοικοκυρά του:
— Ακούς εσύ, βρε αδελφέ!. . . να έχει βάλει όλον το σεβντά της στο σπίτι, της, στο προικιό της, στο επάνω πάτωμά της! Να θέλει, και καλά, να το κάμει να μιλεί, να φέγγει, ν’ αστράφτει!. . . Δεν λυπάται τον κόπο της, η σκύλα, ν’ ασβεστώνει τρεις φορές την εβδομάδα, πέντε φορές την εβδομάδα να σφουγγαρίζει!. . . Μ’ έχει αφανίσει στον ασβέστη, δεν προφταίνω να της αγοράζω σφουγγάρια. . . Κάθε Σάββατο έρχεται ο Στέργιος ο Καμινής και μου γυρεύει λεπτά. . . Τ’ ακούτε σεις!. . . Οι βουτηχτάδες, οι Καλυμνιοί, οι Αιγινήτες, οι Τρικεριώτες, δεν έχουν άλλο μουστερή μεγαλύτερο από μένα. . . Μάθανε τώρα τον δρόμο, και πηγαίνουν τα-ίσα στο σπίτι. «Σφουγγάρια. καλά! Σφουγγάρια καλά!». Απ’ τον Θεό να το ’βρει, η σκύλα! μ’ αφάνισε. . .
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »