Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Γλωσσικά δάνεια’ Category

Οι τσορμπατζήδες μαγειρεύουν σούπα;

Posted by sarant στο 15 Μαΐου, 2024

Τις προάλλες, που συζητούσαμε επώνυμα από το 1821, τα περισσότερα τουρκικής ετυμολογίας, ο φίλος μας ο Δημήτρης Καραγιώργης έδωσε μια γευστική τροπή στο θέμα, και σχολίασε:

Στα τουρκικά çorba είναι η σούπα γενικά και çorbacι το μαγέρικο που σερβίρει σούπες, iskembe çorbasi ο δικός μας πατσάς και paça çorbasi η σούπα ποδαράκια (χοιρινά, μοσχάρι, αρνί κλπ).

Και ρώτησε τον Δύτη αν το επώνυμο  Τσορμπατζόγλου βγαίνει από τη σούπα.

Ο Δύτης, που εκείνη τη  μέρα είχε τρεχάματα, απάντησε «Ναι, αλλά είναι αξιωματούχος των γενίτσαρων», δίνοντας  και το λινκ της Βικιπαίδειας.

Και τότε η φίλη μας η Μαρία παρατήρησε ότι «Τσορμπατζήδες οι δικοί μας παλιοί έλεγαν  τους προύχοντες».

Και οι  τρεις  έχουν δίκιο, κι εμείς έχουμε άρθρο.

Καταρχάς, και πριν μπούμε στο… ψητό, μια εισαγωγική παρατήρηση  ως προς τον πατσά. Εμείς λέμε «πατσά» και εννοούμε, πέρα από το έδεσμα, την κοιλιά του ζώου, γι’ αυτό άλλωστε και χαρακτηρίζουμε «πατσά» και τη μεγάλη και πλαδαρή κοιλιά κάποιου (θυμίζω και την παλιότερη βρισιά «άντε να  ξύνεις πατσές»). Λέμε επίσης  «πατσές και ποδαράκια», άρα με το πατσές την κοιλιά εννοούμε. Αλλά στα περσικά, απ’ όπου προέρχεται το τουρκικό paça, η λέξη paça είναι τα μαγειρεμένα πόδια σφαγίου, υποκορ. του  pay  = πόδι (είναι ινδοευρωπαϊκή γλώσσα τα περσικά). Εξάλλου, όπως μας  λέει και ο Δημ.Καρ. πιο πάνω ο  δικός μας πατσάς (από κοιλιά) λέγεται ισκεμπέ τζορμπασί, όπου αναγνωρίζουμε τον σκεμπέ, όπως επίσης λέμε ή λέγαμε την κοιλιά, ιδίως τη μεγάλη κοιλιά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Αλβανία και Αλβανοί, Γλωσσικά συμπόσια, Γλωσσικά δάνεια, Επώνυμα, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά, Τουρκοκρατία | Με ετικέτα: , , , , , , , | 117 Σχόλια »

Φάιναλ φορ

Posted by sarant στο 8 Μαΐου, 2024

O Παναθηναϊκός νίκησε χτες τη  Μακάμπι Τελ Αβίβ και προκρίθηκε, πρώτη  φορά ύστερα από το 2012, στο φάιναλ φορ της  Ευρωλίγκας, που θα γίνει στο Βερολίνο προς το τέλος του μήνα. Ο Ολυμπιακός παίζει απόψε στη Βαρκελώνη με τη Μπαρτσελόνα. Όποια ομάδα νικήσει, θα περάσει κι αυτή στο φάιναλ φορ και θα παίξει στον ημιτελικό με τη  Ρεάλ, ενώ ο Παναθηναϊκός θα παίξει με τη νικήτρια του αγώνα Φενέρμπαχτσε και Μονακό, που γίνεται επίσης απόψε.

Ο Παναθηναϊκός  έχει κατακτήσει  6 φορές την Ευρωλίγκα, γι’ αυτό τον  λένε και «εξάστερο» οι φίλοι του. Ο Ολυμπιακός έχει τρεις  πρωτιές, αλλά δεν τον λένε τριάστερο,  απ’ όσο ξέρω. Εξάστερη βέβαια είναι και η Μακάμπι, ενώ η Ρεάλ έχει 11 κατακτήσεις, όμως δεν ξέρω αν και πώς τις  λένε στα ισπανικά και στα εβραϊκά.

Μια και το άρθρο είναι σε ιστολόγιο, μένω στο όνομα Παναθηναϊκός αντί του επίσημου Παναθηναϊκός Aktor ή του Φενέρμπαχτσε Μπέκο, όπως είναι οι ονομασίες των χορηγών. Τουλάχιστον όταν μπαίνουν τα ονόματα των χορηγών ως δεύτερα, διατηρείται η ονομασία της ομάδας, δεν είναι σαν την  Ολίμπια του Μιλάνου που παλιότερα λεγότανε Αρμάνι Μιλάνο από τους χορηγούς της, ακόμα πιο παλιά Φίλιπς και πολύ πιο παλιά Τρέισερ, πάλι λόγω του χορηγού.

Τρέισερ λεγόταν η ομάδα του  Μιλάνου την περίοδο 1986-88, τον καιρό που ο Άρης Θεσσαλονίκης, με τον Γκάλη, τον  Γιαννάκη, τον  Φιλίππου και τ’ άλλα παιδιά, έγινε η πρώτη ελληνική ομάδα που έφτασε σε φάιναλ φορ, που έγινε στη Γάνδη. Τότε κυριαρχούσαν στο μπάσκετ οι δυο ομάδες της Θεσσαλονίκης, και, για να πικάρουν τους Παοκτζήδες, οι Αρειανοί φίλαθλοι είχαν βγάλει το σύνθημα «Εμείς  στη Γάνδη κι εσείς στην Ταϊλάνδη».

Στην Ταϊλάνδη δεν έχω αξιωθεί να πάω, αλλά στη Γάνδη (που οι ιθαγενείς τη λένε Γκεντ) έχω πάει κάμποσες φορές και μάλιστα πήγα και στο συγκεκριμένο φάιναλ φορ, τον Απρίλιο του 1988.  Το οποίο,  για να ακριβολογώ, έγινε αρκετά έξω από τη Γάνδη, σε ένα εκθεσιακό κέντρο, με κάτι λυόμενες κερκίδες που πήγαιναν πέρα δώθε. Μόλις είχα έρθει στο Λουξεμβούργο, θυμάμαι και μόνος μου δεν θα το σκεφτόμουν ποτέ να πάω, αλλά τα κανόνισαν όλα κάτι παλιότεροι συνάδελφοι και πήγαμε με το αυτοκίνητο του Γιώργου του Μαθιουδάκη, πατητοί, φεύγοντας νωρίτερα από τη δουλειά και αργά τη νύχτα γυρίσαμε πίσω στο Λουξεμβούργο, δυο φορές αυτό.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθλήματα, Αναμνήσεις, Γλωσσικά δάνεια, Επικαιρότητα, Λουξεμβούργο, Ορολογία | Με ετικέτα: , , , , , , | 93 Σχόλια »

Μισμαγιά, μια περίεργη λέξη (σε συνεργασία με Ν. Νικολάου)

Posted by sarant στο 7 Μαΐου, 2024

Ο φίλος μας ο Γιώργος ο Μπαλόγλου πριν από μερικές μέρες είχε μια απορία για τη  λέξη «μισμαγιά»,  που μπορεί και να μην την ξέρετε. Ρώτησε τον φίλο μας τον  Νίκο Νικολάου κι εμένα, για την ετυμολογία της λέξης και από τη  συζήτηση βγήκε η απάντηση. Ο Ν. Νικ. έγραψε ένα αρθράκι για τη λέξη (και την εξιστόρηση της σχετικής αναζήτησης) στον ιστότοπο Κβόρα, quora.com, όπου γράφει τακτικά -στα αγγλικά. 

Επειδή το βρήκα ενδιαφέρον, του είπα ή να το μεταφράσει και για το ιστολόγιό μας ή να  με αφήσει να το  κάνω εγώ. (Παλιότερα, ο Ν.Νικ. είχε μεταφράσει μερικά άρθρα του στο Κβόρα  για το ιστολόγιό μας –παράδειγμα). Προτίμησε να το μεταφράσω εγώ, αφενός επειδή πνίγεται στη δουλειά και αφετέρου για να  δει πώς  θα απέδιδα κάποιες εκφράσεις του. 

Οπότε, το σημερινό άρθρο (το κείμενο του Ν.Νικ., εδώ)

Ποια είναι η ετυμολογία της φαναριώτικης λέξης μισμαγιά;

Ο φίλος μου ο Γιώργος  Μπαλόγλου έκανε αυτή την  ερώτηση σε μένα και στον Νίκο Σαραντάκο, που έχει ένα ιστολόγιο για την ελληνική γλώσσα. Αυτό που τον  προβλημάτιζε ήταν  ότι διάφορες διαδικτυακές πηγές ανέφεραν το προφανές, δηλαδή ότι η λέξη ήταν τουρκικής προέλευσης, αλλά καμιά πηγή δεν  έδινε  την τουρκική λέξη από την  οποία προερχόταν. Μάλιστα, η αρχική απάντηση του Σαραντάκου ήταν: «Τουρκικό δάνειο, αλλά μη με ρωτήσεις από ποια τουρκική λέξη»

Εγώ βέβαια ελάχιστα ξέρω για τα οθωμανικά ελληνικά ή φαναριώτικα αν προτιμάτε, και ο λόγος είναι ότι τα βιβλία με τα οποία μαθήτευσα στην ελληνική γλωσσολογία, γραμμένα πριν από δυο γενιές, δεν  ήθελαν να ξέρουν τίποτα για τα φαναριώτικα. Επειδή όμως τα pdf προσφέρουν δυνατότητα αναζήτησης, τελικά βρήκα τη λύση,  ενώ ο Σαραντάκος (που την  είχε βρει ανεξάρτητα) έδωσε μια απάντηση στο τελευταίο κομμάτι του παζλ.

Να τα πάρουμε από την αρχή: η ελληνική ελίτ της Κωνσταντινούπολης, οι Φαναριώτες, έγραψαν πολλούς στίχους και πολλή μουσική τον  καιρό των Οθωμανών. Παρόλο που εμπνέονταν από τον Διαφωτισμό του ύστερου 18ου αιώνα, η πολιτισμική τους βάση ήταν  οθωμανική. Η ανεξάρτητη Ελλάδα δεν ήθελε να ξέρει τίποτα για την οθωμανική κουλτούρα. Άλλωστε, τους Φαναριώτες τούς  θεωρούσαν όργανα των Οθωμανών, οπότε τη λογοτεχνία και τη μουσική τους τις αγνοούσαν στην Ελλάδα μέχρι την τελευταία γενιά, με την αναθέρμανση των  ελληνοτουρκικών σχέσεων (Όπως είπα παραπάνω: Σήμερα υπάρχουν στην Ελλάδα πανεπιστημιακοί οθωμανολόγοι, ενώ πριν από μια γενιά δεν υπήρχαν).

Όταν οι Φαναριώτες κατέγραφαν στίχους ή μελωδίες, χρησιμοποιούσαν σημειωματάρια,  που τα λέγανε «κατάστιχα»: μια παλιά ελληνική λέξη, η οποία σήμερα έχει εξειδικευτεί σε λογιστική χρήση. Αλλά επίσης αυτές τις συλλογές στίχων τις αποκαλούσαν «μισμαγιά»: τα μισμαγιά, ή η μισμαγιά. (Η λέξη ερμηνεύτηκε τόσο ως πληθυντικός ουδετέρου όσο και ως ενικός θηλυκού). Και τα τραγούδια από μελοποιήσεις αυτών των στίχων επίσης αποκαλούνταν μισμαγιά ή μισμαγιές –στο βιβλιαράκι του cd διαβάζουμε:

Στα μισμαγιά (μισμαγιές), καλλιεργημένοι θαμώνες των σαλονιών καταγράφουν ήδη γνωστά φαναριώτικα τραγούδια και στιχουργήματα ή δικά τους συνθεμένα κατά το φαναριώτικο ύφος. Τα περισσότερα από τα έντεχνα αυτά αστικά τραγούδια, που γνωρίζουν άνθηση στα τέλη του 17ου αιώνα και συνεχίζουν να τραγουδιούνται ακόμη και στο 19ο, χαρακτηρίζονται από ένα έντονο ανατολίτικο χρώμα. Η αραβοπέρσικη μουσική επηρεάζει την έντεχνη κοσμική μουσική των Ρωμιών της εποχής, όπως ακριβώς και των Οθωμανών.

Ο αείμνηστος ελληνιστής  Peter Mackridge αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη μελέτη της φαναριώτικης λογοτεχνίας,  και συνέταξε σχετικό γλωσσάριο (μπορείτε να  το κατεβάσετε εδώ).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Γλωσσικά δάνεια | Με ετικέτα: , , , , , | 133 Σχόλια »

Ο μπάτσος

Posted by sarant στο 8 Απριλίου, 2024

Κι αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, στην εβδομαδιαία  στήλη μου, την περασμένη Τετάρτη. Το βάζω μόνο του, γιατί σηκώνει επέκταση (είπαμε: στην εφημερίδα τα άρθρα έχουν ανώτατο όριο τις 450 λέξεις). Επέκταση και από εμένα στο άρθρο, αλλά και από εσάς στα σχόλια. 

Η λέξη «μπάτσος» αξιώθηκε πολλά δευτερόλεπτα δημοσιότητας πριν από μερικές μέρες, όταν φιλοκυβερνητικοί κύκλοι, με πρωτοστάτη τον πρώην υπουργό Θάνο Πλεύρη, προσπάθησαν να ξεσηκώσουν ιερή οργή εναντίον του Χάρη Δούκα, του δημάρχου Αθηναίων, κατηγορώντας τον ότι σε πρόσφατη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου έκανε λόγο για το «γκλομπ ενός μπάτσου».

Ποια λέξη, θα πείτε, διότι στα ελληνικά έχουμε δύο ομόηχες λέξεις. Υπάρχει ο μπάτσος, ως μειωτικός όρος της αργκό για τον αστυνομικό, αλλά και ο μπάτσος που σημαίνει χαστούκι, ράπισμα. Από την πρώτη λέξη έχουμε τη μπατσαρία, ως σύνολο της αστυνομίας, τη μπατσίνα, δηλαδή την αστυνομικίνα ή το μπατσικό, για το αυτοκίνητο της Άμεσης Δράσης. Από τη δεύτερη τη μπάτσα, το ρήμα μπατσίζω, το μπάτσισμα. Μπατσάκι μπορεί να είναι είτε το χαστουκάκι είτε ο μικρόσωμος ή νεαρός αστυνομικός.

Με τη σημασία του ραπίσματος η λέξη είναι μεσαιωνική· εμφανίζεται στη μετάφραση της Καινής Διαθήκης από τον Μάξιμο Καλλιπολίτη (περί το 1630): οι υπηρέται τον εκτυπούσαν πάτσους. Αυτό το βρήκα στο λεξικό του Κριαρά. Το TLG, για κάποιο λόγο, δεν έχει στο σώμα κειμένων του τη μετάφραση αυτή του Καλλιπολίτη.

Πιθανή ετυμολογία του μπάτσου-ραπίσματος από το ιταλικό bazza, «πιγούνι που προεξέχει»,  σύμφωνα  με  τον Πετρούνια στο ΛΚΝ, αν και στο  ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη αναφέρεται το αρωμουνικό batsi, πληθυντικός του batsa, το οποίο ανάγεται στο λατινικό battuere. Υπάρχει και το γερμανοεβραϊκό patsch, που σημαίνει,  ακριβώς «ράπισμα», αλλά είναι δύσκολο να στηριχθεί  κάποια χωροχρονική συνύπαρξη.

Ο μπάτσος-αστυνομικός ίσως προέρχεται από το οθωμανικό τουρκικό baç (φόρος), περσικής αρχής, επειδή οι χωροφύλακες ζητούσαν φορτικά τον φόρο διέλευσης στις γέφυρες· ίσως πάλι να προέρχεται από το ράπισμα, ως συχνή πρακτική των οργάνων της τάξης.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Αργκό, Γλωσσικά δάνεια, Ομόηχα | Με ετικέτα: , , , , , , , | 127 Σχόλια »

Μπουσουλάνε χωρίς μπούσουλα

Posted by sarant στο 3 Απριλίου, 2024

Ο τίτλος δεν αποτελεί πολιτικό σχόλιο. Θα μπορούσε, βέβαια, να αναφέρεται μεταφορικά σε κάποιους που πηγαίνουν πέρα δώθε, χωρίς σχέδιο, και μάλιστα όχι βαδίζοντας αλλά μπουσουλώντας, στα τέσσερα, όπως τα μικρά παιδιά -αλλά δεν θέλω να σχολιάσω την κυβέρνηση, εμείς εδώ λεξιλογούμε.

Τις προάλλες λοιπόν, στο Τουίτερ, ένας φίλος, καθώς συζητούσαμε για λέξεις που άλλαξαν σημασία, έφερε σαν παράδειγμα τον μπούσουλα, που σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό από το ρήμα «μπουσουλάω».

Η ηχητική συνάφεια είναι ολοφάνερη, πράγματι. Κι άλλη φορά, σε σχόλιο εδώ  στο ιστολόγιο, έχει γραφτεί ότι ο μπούσουλας προέρχεται από το «μπουσουλώ» ή το αντίστροφο,  όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Σκέφτηκα λοιπόν  ότι μπορούμε να γράψουμε ένα αρθράκι, μια και οι ετυμολογίες και των δύο λέξεων παρουσιάζουν ενδιαφέρον.

Μπούσουλας είναι η πυξίδα.

Η λέξη είναι αντιδάνειο. Προέρχεται από το ιταλικό bussola (στα  γαλλικά είναι boussole), αλλά η ιταλική λέξη ανάγεται, μέσω λατινικών, σε ελληνική -και μάλιστα, ακριβώς στη λέξη «πυξίς», που όμως δεν σήμαινε την πυξίδα.

Κάπως μπερδεμένα τα είπα, οπότε να αρχίσουμε από την αρχή. Στα αρχαία ελληνικά, πυξίς ήταν το κουτί. Αρχικά, και ειδικότερα, το κουτί που ήταν φτιαγμένο από πύξο, ή πυξάρι. Ο πύξος ή το πυξάρι (Buxus sempervirens) είναι αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο,  στα αρχαία η πύξος. Το ξύλο του θάμνου αυτού προσφέρεται ιδιαίτερα για την ξυλογραφία και για κατασκευή κουτιών, επειδή είναι πολύ σκληρό και δεν σπάει. Το λέμε και τσιμισίρι, από το τουρκ. çimşir, παραλλαγή του şimşir. Στον Τρελό του Βάρναλη, η πλόσκα* του (το ξύλινο παγούρι του) είναι «ξύλο τσιμισίρι».

Σήμερα κυρίως ως διακοσμητικός θάμνος χρησιμοποιείται, επειδή ανέχεται καλά το κούρεμα, οπότε το βρίσκουμε σε κήπους, στη σειρά, για να οριοθετεί δρομάκια και παρτέρια. Αλλά πήγα μακριά.

Λοιπόν, αρχικά η πυξίς ήταν κουτί από πυξάρι, αλλά στη συνέχεια κάθε είδος ξύλινου μικρού κιβωτίου, από οποιοδήποτε ξύλο ή και από άλλα υλικά. Η λέξη παίρνει και τη σημασία του κυλίνδρου και αργότερα της πινακίδας της ζωγραφικής -αλλά προς το παρόν δεν έχει καμιά σχέση με το όργανο προσανατολισμού που λέμε σήμερα πυξίδα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άνθη και φυτά, Αντιδάνεια, Γλωσσικά δάνεια, Ομόηχα | Με ετικέτα: , , , , | 114 Σχόλια »

Τι είναι ο τιτίζης;

Posted by sarant στο 26 Μαρτίου, 2024

Το σημερινό το άρθρο το οφείλουμε στη φίλη μας το Κιγκέρι, που μου έστειλε τη φωτογραφία που θα δείτε πιο κάτω. Μου άρεσε πολύ και είπα να γράψω ένα αρθράκι, αν  και σας  προειδοποιώ ότι δεν θα είναι  πολύ μεγάλο. Αλλά όπως έλεγε και ο Οβελίξ, τα άρθρα είναι σαν τους Ρωμαίους, τα μικρά είναι  πιο νόστιμα.

Τι είναι λοιπόν ο τιτίζης; Ή, ίσως, τι κάνει ο τιτίζης;

Είναι μια λέξη της βορειοελλαδικής κοινής  νεοελληνικής -όχι της αθηναϊκής. Στο λεξικό του Μπαμπινιώτη δεν θα τη βρείτε, ούτε στο Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών. Αντιθέτως,  το ΛΚΝ έχει λήμμα  «τιτίζης», όπως και το ηλεκτρονικό ΜΗΛΝΕΓ.

Όπως έχουμε πει σε παλιότερο ειδικό μας άρθρο, στα λεξικά της κοινής νεοελληνικής κανονικά δεν έχουν θέση οι ιδιωματισμοί, ας πούμε ο κρητικός μπέτης, τα ποντιακά καρτόφια ή το επτανησιακό τζαντζαμίνι. Ωστόσο, σε ένα λεξικό της κοινής νεοελληνικής που εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη, όπως το ΛΚΝ, υπάρχουν λέξεις που δεν τις περιλαμβάνουν τα λεξικά της κοινής νεοελληνικής που έχουν εκδοθεί στην Αθήνα. Οι λέξεις αυτές, επομένως, μπορούν να θεωρηθούν λέξεις της «κοινής βορειοελλαδικής», αφού είναι αρκετά κοινές ώστε να θεωρούνται άξιες λημματογράφησης σε ένα «θεσσαλονικιό πανελλήνιο» λεξικό -αλλά όχι σε ένα «αθηναϊκό» πανελλήνιο λεξικό.

Στο άρθρο μας εκείνο είχα σταχυολογήσει από το ΛΚΝ 52 λέξεις που δεν τις είχε το λεξικό του Μπαμπινιώτη και που ανήκουν στην «κοινή βορειοελλαδική». Μια από αυτές είναι και  ο τιτίζης.

Τιτίζης λοιπόν, σύμφωνα με το ΛΚΝ, είναι ο σχολαστικά λεπτολόγος  άνθρωπος. Η λέξη έχει χροιά αρνητική, έστω και όχι απόλυτα, αφού μπορεί να φτάσει στο θετικό άκρο  μέχρι τον τελειομανή, που είναι ένα «καλό ελάττωμα» (από εκείνα που πρόθυμα παραδέχονται στις συνεντεύξεις οι διάφοροι και διάφορες σταρ). Στο Διαδίκτυο, πράγματι, βρίσκουμε διάφορους να αυτοχαρακτηρίζονται τιτίζηδες, π.χ. «είμαι τιτίζης, αλλάζω λάστιχα κάθε  τρία χρόνια σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται». Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αυτοχαρακτηριζόταν  έτσι: Τιτίζης είναι μια μικρασιατική λέξη που σημαίνει αυτός που νοιάζεται πολύ για το έργο του. Η μάνα μου την έλεγε συχνά αυτή τη λέξη.

Στο θετικό λοιπόν άκρο τιτίζης  είναι ο τελειομανής, που δίνει σημασία στη λεπτομέρεια. Κάπως ενδιάμεσα είναι τα λεπτολόγος, σχολαστικός -και ακόμα πιο αρνητικά πχ. ο ψείρας ή  ο υποχόνδριος -και αυτός που δίνει  υπερβολική σημασία σε επουσιώδη ζητήματα, ο ακριβός  στα πίτουρα.

Να  πω πάντως  ότι η μακαρίτισσα η πεθερά μου, από τον  Λαγκαδά, τη λέξη «τιτίζα» την είχε για παίνεμα της καλής  νοικοκυράς, που θέλει να γίνονται όλα στην  εντέλεια -κάπως σαν τη Διαμαντηρείζενα, την  ηρωίδα του διηγήματος «Για τα ονόματα» του Παπαδιαμάντη. Βέβαια, ο κυρ Αλέξανδρος δεν τη χαρακτηρίζει έτσι την ηρωίδα του παρά αρκείται να πει πως ήταν «εις άκρον λεπτολόγος» και βάζει τον καπετάνιο, τον άντρα της, να παραπονιέται στους φίλους του, στην πραγματικότητα ευχαριστημένος για τη νοικοκυρά του:

— Ακούς εσύ, βρε αδελφέ!. . . να έχει βάλει όλον το σεβντά της στο σπίτι, της, στο προικιό της, στο επάνω πάτωμά της! Να θέλει, και καλά, να το κάμει να μιλεί, να φέγγει, ν’ αστράφτει!. . . Δεν λυπάται τον κόπο της, η σκύλα, ν’ ασβεστώνει τρεις φορές την εβδομάδα, πέντε φορές την εβδομάδα να σφουγγαρίζει!. . . Μ’ έχει αφανίσει στον ασβέστη, δεν προ­φταίνω να της αγοράζω σφουγγάρια. . . Κάθε Σάββατο έρχεται ο Στέργιος ο Καμινής και μου γυρεύει λεπτά. . . Τ’ ακούτε σεις!. . . Οι βουτηχτάδες, οι Καλυμνιοί, οι Αιγινήτες, οι Τρικεριώτες, δεν έχουν άλλο μουστερή  μεγαλύτερο από μένα. . .   Μάθανε τώρα τον δρόμο, και πηγαίνουν τα-ίσα στο σπίτι. «Σφουγγάρια. καλά! Σφουγγάρια καλά!». Απ’ τον Θεό να το ’βρει, η σκύλα! μ’ αφάνισε. . .

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Γλωσσικά δάνεια, Θεσσαλονίκη, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , | 179 Σχόλια »

Είναι ηλίθιοι οι ιδιώτες;

Posted by sarant στο 22 Μαρτίου, 2024

Tο σημερινό άρθρο το οφείλω σ’ έναν φίλο που με ρώτησε σχετικά στο Μέσεντζερ -του έδωσα βέβαια μια σύντομη απάντηση, αλλά του είπα επίσης ότι «αξίζει να  γραφτεί άρθρο», όπως συνηθίζω να λέω.

Η ερώτηση του φίλου μου ήταν αν όντως  το αγγλικό idiot, ηλίθιος, προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό «ιδιώτης», και πώς έγινε η μετατόπιση της σημασίας. Η σύντομη απάντηση ήταν ένα μονολεκτικό Ναι, ενώ η εκτενέστερη είναι το σημερινό άρθρο.

Στη σημερινή γλώσσα, ο ιδιώτης είναι εκείνος που «δεν ασκεί δημόσιο λειτούργημα, που δεν είναι δημόσιος υπάλληλος ή στρατιωτικός ή που δεν παρουσιάζεται με την ιδιότητά του αυτή» (ΛΚΝ) ή, πιο σύντομα, «πρόσωπο που δεν κατέχει επίσημο αξίωμα ούτε εκπροσωπεί δημόσια συμφέροντα, απλός πολίτης» (Χρηστικό Λεξικό). Μπορεί ας πούμε να διαβάσετε ότι το τάδε έργο ανατέθηκε σε ιδιώτες ή σε ιδιώτη  ανάδοχο.

Ωστόσο, στο ΛΚΝ υπάρχει και δεύτερο λήμμα  «ιδιώτης»: (ψυχιατρ.) άτομο που πάσχει από ιδιωτεία, που είναι διανοητικά ανάπηρο. Ιδιωτεία είναι η πλήρης διανοητική ανεπάρκεια, η ηλιθιότητα. Με αυτή τη δεύτερη σημασία, η λέξη ιδιώτης είναι είδος αντιδανείου. Προέρχεται από το γαλλικό idiot (ηλίθιος) το οποίο ανάγεται στο αρχαίο ελληνικό  «ιδιώτης», που θα  το δούμε στη συνέχεια τι σήμαινε.

Επίσης στα νέα ελληνικά έχουμε το ρήμα  «ιδιωτεύω» που αναφέρεται στην πρώτη σημασία της λέξης «ιδιώτης», και σημαίνει «παύω να ασκώ ένα δημόσιο λειτούργημα ή αποσύρομαι από τη δημόσια ζωή και ζω ως απλός πολίτης» -ας πούμε, μπορεί να διαβάσετε ότι ο τάδε υπουργός παραιτήθηκε και αποφάσισε να ιδιωτεύσει, δηλαδή να μην  ασχολείται πλέον  με τα  κοινά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αντιδάνεια, Γλωσσικά δάνεια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , | 94 Σχόλια »

Τρακτέρ στο Σύνταγμα

Posted by sarant στο 21 Φεβρουαρίου, 2024

Εκατοντάδες τρακτέρ μπήκαν χτες στην Αθήνα, στην κορύφωση των αγροτικών κινητοποιήσεων, φτάνοντας μέχρι το Σύνταγμα, όπως στη φωτογραφία. Μας δίνεται έτσι λαβή να λεξιλογήσουμε για το τρακτέρ, μια λέξη που είχε  φιγουράρει και στα προχτεσινά μεζεδάκια, που τα είχα τιτλοφορήσει «Μεζεδάκια στο τρακτέρ».

Σύμφωνα με το ΛΚΝ, τρακτέρ είναι «πετρελαιοκίνητο ή βενζινοκίνητο όχημα με τροχούς κατάλληλους για ανώμαλα και λασπώδη εδάφη, που χρησιμοποιείται για να σέρνει αγροτικά μηχανήματα» -διότι, πράγματι, το πιο ξεχωριστό χαρακτηριστικό του τρακτέρ είναι  οι πολύ μεγάλοι τροχοί του με τις βαθιές αυλακώσεις, χάρη στις οποίες μπορούν να  μετακινούνται χωρίς μεγάλο πρόβλημα στο χωράφι,  ακόμα και  το λασπωμένο (μέχρι ενός ορίου,  βέβαια). Υπάρχουν μάλιστα και ερπυστριοφόρα τρακτέρ, όχι μονάχα τροχοφόρα.

Το λεξικό μάς δίνει και το λόγιο συνώνυμό του: γεωργικός ελκυστήρας -και πράγματι, το τρακτέρ είναι όχημα που έλκει, σέρνει, γεωργικά εργαλεία και μηχανήματα.

Η λέξη «ελκυστήρας» είναι, υπό τον τύπο «ελκυστήρ» αρχαία, αλλά στην αρχαιότητα είχε άλλη σημασία, βέβαια -χρησιμοποιόταν για διάφορα εργαλεία, όπως ο εμβρυουλκός. Αναστήθηκε από τους λογίους και χρησιμοποιήθηκε για να εξελληνίσει τον δάνειο όρο τρακτέρ. (Παρεμπιπτόντως, στον Κουμανούδη  βρίσκω και τον βραχύβιο όρο «ελκύστρια άμαξα» που χρησιμοποιήθηκε για την ατμομηχανή).

Δάνειο, είπα, το τρακτέρ, από τα γαλλικά, tracteur. Ο γαλλικός όρος ανάγεται στη  μετοχή tractus του λατινικού ρήματος trahere («έλκω, σέρνω, τραβάω»). Στα γαλλικά, ο όρος tracteur χρησιμοποιήθηκε για ευρύτερο φάσμα ελκυστήρων και μηχανών, που βέβαια είχαν το κοινό χαρακτηριστικό ότι έσερναν, τραβούσαν κάτι -ας πούμε και για τις ατμομηχανές, ενώ στα ελληνικά το τρακτέρ μόνο για τους γεωργικούς ελκυστήρες χρησιμοποιείται.

Πότε μπήκε στη γλώσσα μας η λέξη; Δεν ξέρω και δεν με βοηθάει το ψαχτήρι της Εθνικής Βιβλιοθήκης διότι το σχετικό σάιτ είναι πεσμένο. Θα έλεγα στις αρχές του 20ού αιώνα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αγροτικά, Γλωσσικά δάνεια, Επικαιρότητα, Ετυμολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 222 Σχόλια »

Τα παιδιά της καμάρας

Posted by sarant στο 31 Ιανουαρίου, 2024

Αν το κάπα ήταν κεφαλαίο, το άρθρο θα μπορούσε να μιλάει για μια παρέα νέων  που συνήθιζαν να συναντιούνται στην Καμάρα, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ίσως ήταν ντόπιοι, ίσως φοιτητές από άλλες  πόλεις, πάντως θα είχαν ωραίες περιπέτειες και θα περνούσαν μια χαρά.

Αλλά το κάπα δεν  είναι κεφαλαίο, το άρθρο δεν μιλάει  για την Καμάρα, πιο επίσημα την Αψίδα του Γαλέριου, που είναι ένα από τα κεντρικά μνημεία και τοπόσημα της Θεσσαλονίκης. Μιλάει για την καμάρα με μικρό κ, και τα παιδιά της δεν είναι νεαροί που συχνάζουν γύρω της αλλά λέξεις που κατάγονται από αυτήν, όχι πια νεαρές οι περισσότερες.

Πριν από καμιά βδομάδα, η φίλη μας  η Αγάπη Νταϊφά μου κοινοποίησε στη σελίδα μου στο Φέισμπουκ ένα άρθρο με τίτλο:

Από την αρχαία ελληνική λέξη καμάρα, για την σκεπαστή άμαξα, έως την καμαριέρα, το καμαρίνι, τον καμαρότο, την camera > chamber, chambre (ρομπ ντε σαμπρ) και τους συντρόφους camarades

Και μου ζήτησε  τη  γνώμη  μου. Της είπα ότι η  ετυμολογία ισχύει και, για να ολοκληρώσω την απάντηση, γράφω το σημερινό άρθρο. Βέβαια, επειδή τα δάνεια και τα αντιδάνεια είναι θέμα που μας  αρέσει  εδώ στο ιστολόγιο, έχουμε ξαναμιλήσει για τις ετυμολογίες αυτές παλιότερα, σε ένα άρθρο του 2011, που είχε όμως ως άξονα, για ευνόητους λόγους επικαιρότητας, τη λέξη «καμαριέρα» και που είχε αντλήσει στοιχεία από ένα πολύ ωραίο άρθρο του Νίκου Λίγγρη στη Λεξιλογία.

Λοιπόν, η λέξη «καμάρα» πράγματι βρίσκεται στην  αρχή λέξεων  όπως το καμαρίνι ή ο καμαρότος, που είναι αντιδάνεια στην ελληνική γλώσσα. Τα παιδιά της καμάρας είναι  πολλά και ποικίλα, αλλά ας δούμε πρώτα τη μητέρα τους.

Η αρχαία καμάρα ήταν αρχικά η θολωτή στέγη, αλλά και οτιδήποτε έχει θολωτή στέγη ή κάλυμμα, δηλαδή ο θολωτός θάλαμος, η σκεπαστή άμαξα, η σκεπαστή βάρκα, ακόμα και ο θόλος του ουρανού. Η πρώτη χρονολογικά εμφάνιση της λέξης, στον Ηρόδοτο, αφορά σκεπαστή άμαξα, και έχει θέμα σκαμπρόζικο. Λέει ο Ηρόδοτος (παραθέτω σε μετάφραση γιατί ήταν… φοινικιστής και δεν τον καταλαβαίνουμε, σε αντίθεση με όλους τους άλλους αρχαίους που τους παίζουμε στα δάχτυλα):

Το αισχρότερο έθιμο των Βαβυλωνίων είναι αυτό εδώ: Κάθε γυναίκα ντόπια πρέπει μια φορά στη ζωή της να πάει να καθίσει σ’ ένα ιερό της Αφροδίτης και να συνευρεθεί με έναν ξένο. Είναι πολλές που, επειδή δεν καταδέχονται να ανακατώνονται με άλλες, γιατί από τα πλούτη είναι ψηλομύτες, πηγαίνουν στο ιερό πάνω σε κλειστά αμάξια και πίσω τους ακολουθεί μεγάλη συνοδεία υπηρέτες.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αντιδάνεια, Γλωσσικά δάνεια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , , | 168 Σχόλια »

Το χάρισμα και το rizz

Posted by sarant στο 16 Ιανουαρίου, 2024

Ο φίλος του ιστολογίου Λαέρτης Τανακίδης, φιλόλογος και πρώην πρόεδρος της ΟΛΜΕ, μου έστειλε ένα σύντομο κείμενό του «διά πάσαν  χρήσιν». Θυμίζω ότι έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο ένα άρθρο του για το λεξιλόγιο των ΜΜΕ, και  άλλο ένα δικό του άρθρο για το θέμα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, ενώ ταχτικά μου στέλνει και υλικό που μπαίνει στα σαββατιάτικα μεζεδάκια.

Κατά σύμπτωση, για τη  λέξη  rizz ήθελα να  γράψω εδώ και καιρό -από πέρυσι. Οπότε, δράττομαι της ευκαιρίας. Παραθέτω το κείμενό του και στη συνέχεια λέω κι εγώ τα δικά μου, αλλά τη λέξη «αυθεντικός» την αφήνω για άλλο άρθρο, έχει ψωμί. 

Η ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΣ
(Λέξεις της χρονιάς 2023)

= = = = Κατα το dictionary.com είναι η λεξη hallucinate, που σημαινει παραίσθηση/ψευδαίσθηση.
= = = = Κατα το λεξικό webster είναι η λεξη authentic, που σημαινει αυθεντικος. Προέρχεται από την ελληνικη λεξη αυθεντικός.
= = = = Κατα το λεξικό της Οξφόρδης είναι η λεξη rizz, που σημαινει γοητεια για προσέλκυση συντρόφου. Προέρχεται απο την ελληνική λέξη χάρισμα (cha-ris-ma). Απο τη μεσαία συλλαβη. Η σλανγκ συνηθιζει να κόβει ή να διαλεγει συλλαβές απο λέξεις.
= = = = Κατα το sarantakos.wordpress.com λέξη της χρονιάς για την Ελλαδα ειναι το σαρανταενατακατό (μία λεξη).
= = = = Οι authentic και rizz εχουν ελληνική καταγωγή, από το αυθεντικός και απο το χάρισμα.
= = = = Είναι ενδιαφέρον το ότι μας θυμιζει πως πολλές λεξεις της αγγλικής εχουν ελληνική καταγωγή. Όχι ομως για να μεταβαλλόμαστε σε Ελληναράδες του τύπου «εμεις δωσαμε…».
= = = = Θυμόμαστε οτι ολες οι γλώσσες δανείζονται συνεχώς. Και η ελληνική σε ολη τη διαδρομή της δανειζε, δανειζόταν και δανείζεται λέξεις. Άλλο τίποτα.
= = = = Ο δανεισμός γενικα πολλαπλασιάζεται, οταν υπαρχουν πολλες επαφες μεταξυ λαων. Εισάγονται λέξεις απο τους  πολυπληθείς λαούς προς τους ολιγοπληθείς. Απο τους ισχυρότερους οικονομικά, επιστημονικά, τεχνολογικά, πολιτιστικα, πολιτικα, στρατιωτικα προς τους λιγοτερο ισχυρους.
= = = = Για αυτο παλιοτερα γινοταν «εξαγωγη» λεξεων απο την ελληνικη σε αλλες γλωσσες. Για αυτο τους τελευταιους αιωνες δεν γινεται αυτη η εξαγωγη. Για αυτο τους τελευταιους αιωνες γινεται «εισαγωγη» απο άλλες γλωσσες στην ελληνικη. Μαλιστα τις τελευταιες δεκαετιες η εισαγωγη εχει παρει πολυ μεγαλες διαστασεις. Και τελευταια στον κοσμο του διαδικτυου κοντευει να χαθει εντελως η μπαλα.
= = = = Τελος αξιζει να σημειωθει οτι ο συγχρονος κοσμος καταπλακωνεται καθημερινα απο ογκους ειδησεων, που σκεπαζουν η μια την αλλη. Οι ψευτικες ειδησεις πολλαπλασιαζονται. Η παραπληροφορηση και η προπαγανδα οργιαζουν.
= = = = Σε εναν τετοιο κοσμο ο γλωσσικος φακος εστιαζει στις παραισθηση/ψευδαισθηση και τον αυθεντικο και ετσι  αναδεικνυονται λεξεις της χρονιας. Να ειναι αραγε ενθαρρυντικό σημάδι οτι η κατανοηση της καταστασης προχωρει και επομενως μπορει να εμφανιστει και κάποια αντίδραση;

Αυτά γράφει ο φίλος Λαέρτης Τανακίδης. Ο τίτλος του εστιάζει σε δύο λέξεις (hallucinate και authentic), στις οποίες άλλωστε κυρίως αναφέρεται και το σημείωμά του, αλλά εγώ σήμερα θα εστιαστώ στην τρίτη, το rizz.

Πράγματι, το charisma έγινε rizz κατά τον  ίδιο περίπου τρόπο που το influenza συντομεύτηκε σε flu ή το refrigerator σε fridge -τα συνηθίζει αυτά η αγγλική καθομιλουμένη, όπως και η σλανγκ.

Με βάση το αγγλικό λεξικό, το rizz ορίζεται ως εξής:

Rizz : όρος της αργκό για κάποιον που είναι ιδιαίτερα ικανός στο να γοητεύει ή να κατακτά ερωτικούς συντρόφους, ιδίως με λεκτική επικοινωνία. Χρησιμοποιείται κυρίως για άντρες που κυνηγούν γυναίκες, αλλά όχι πάντοτε.

Κατάκανόνα χρησιμοποιείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως ο παλαιότερος όρος game.

Παράδειγμα: Dan’s not that good looking, but he’s got serious rizz—look at him charming those two models! 

Ο συναφής όρος unspoken rizz αναφέρεται στην ικανότητα κάποιου να αποπνέει χάρη ή χάρισμα χωρίς λεκτική επικοινωνία, ας πούμε με τη γενική του αυτοπεποίθηση και με τη γλώσσα του σώματος.

O όρος rizz χρησιμοποιείται επίσης ως ρήμα, συχνά στη  μορφή rizz up, που σημαίνει «γοητεύω κάποιον».

Παράδειγμα: I’m about to rizz up Sarah. Do you know if she has a boyfriend?

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Γλωσσικά δάνεια, Διαδίκτυο, Νεολογισμοί, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , , , , , | 84 Σχόλια »

Το καλέμι και το κουρσούμι

Posted by sarant στο 4 Ιανουαρίου, 2024

Την Παρασκευή πριν από την Πρωτοχρονιά πέρασα από το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς να αγοράσω τρία τέσσερα βιβλία για δώρο, και όσο ο υπάλληλος τα τύλιγε πρόσεξα την πινακίδα που υπήρχε σε κάτι μηχανικά μολύβια και την  έβγαλα φωτογραφία.

Η  πινακίδα είναι τρίγλωσση: οι πληροφορίες της είναι διατυπωμένες στα ιταλικά, στα ισπανικά και στα τουρκικά. Ιταλικά και ισπανικά κάτι σκαμπάζω, αλλά τη  λέξη portamine/portaminas δεν την ήξερα.

Tουρκικά δεν ξέρω, δυστυχώς. Στον ιδανικό κόσμο, μετά τα  αγγλικά και τα γαλλικά ή γερμανικά, στο γυμνάσιο κάθε μαθητής θα επιλέγει και μια γλώσσα γειτονικής χώρας,  αλλά εγώ δεν  μεγάλωσα στον ιδανικό κόσμο.

Ωστόσο, και οι τρεις λέξεις της τουρκικής περιγραφής, Mekanik kurşun kalem, υπάρχουν και στα ελληνικά. Όλες μαζί σημαίνουν  «μηχανικό μολύβι» διότι kurşun kalem στα τουρκικά είναι το μολύβι,  όπως το αγγλικό lead pencil ή το γερμανικό Bleistift. Eίχαμε άρθρο για τα μολύβια πριν  από ένα μήνα αλλά παρέλειψα να αναφερθώ στην τουρκική ονομασία τους.

Είπα προηγουμένως ότι και οι τρεις τουρκικές  λέξεις υπάρχουν  και στα ελληνικά, αλλά δεν το αιτιολόγησα.

Προφανώς, το mekanik αναγνωρίζουμε ότι είναι ελληνικής προέλευσης.  Πήγε στα τουρκικά μέσω του γαλλικού mécanique, το οποίο όμως προέρχεται από το ελληνικό «μηχανικός».

(Παρένθεση: Τόσα χρόνια που έχω το ιστολόγιο, μηχανικός άνθρωπος, δεν έχω λεξιλογήσει για τη λέξη αυτή. Καλά λένε για τον τσαγκάρη  πως αφήνει ξυπόλυτα τα παιδιά του. Κλείνει η παρένθεση).

Εντάξει λοιπόν, το μεκανίκ το βλέπει κι ένα μικρό παιδί. Το  μικρό παιδί θα δει το kalem και ίσως να μην αναγνωρίσει το «καλέμι» ή μάλλον ίσως να  μην  ξέρει το καλέμι. Εμείς που είμαστε μεγάλα παιδιά το ξέρουμε. Αλλά το kurşun σε ποιαν ελληνική λέξη αντιστοιχεί;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Όχι στα λεξικά, Αντιδάνεια, Γλωσσικά δάνεια | Με ετικέτα: , , , , | 120 Σχόλια »

Αγιορείτικες λέξεις

Posted by sarant στο 10 Νοεμβρίου, 2023

Δημοσιεύουμε κατά καιρούς άρθρα με λέξεις κάποιας ντοπιολαλιάς, που συνήθως τα έχει γράψει κάποιος από τους φίλους σχολιαστές, που έχει καταγωγή από  το αντίστοιχο μέρος. Το σημερινό άρθρο θα μπορούσε να ενταχθεί σε αυτή την κατηγορία, αλλά έχει ιδιομορφίες. Καταρχάς, το γράφω εγώ, αντλώντας υλικό από ένα βιβλίο. Και κατά δεύτερο αφορά μιαν ιδιότυπη περιοχή της  Ελλάδας, τη μοναστική πολιτεία του Άθω, το Άγιον όρος -οπότε, το λεξιλογικό υλικό που παρουσιάζω έχει τα στοιχεία μάλλον επαγγελματικής ορολογίας παρά ντοπιολαλιάς.

Το έργο που συμβουλεύτηκα είναι ένα βιβλιαράκι του Ι.Μ.Χατζηφώτη, «Το γλωσσάρι του Αγίου Όρους Άθω», που εκδόθηκε το 2004 από τις εκδόσεις Μπιλιέτο. Κάποια λήμματα τα έχω επεκτείνει με ετυμολογικές ιδίως πληροφορίες, οι οποίες λείπουν από το βιβλίο του Χατζηφώτη.

Στην επιλογή των  λημμάτων επικεντρώθηκα κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, στα διακονήματα, δηλαδή τα καθήκοντα που αναλαμβάνουν οι μοναχοί.

Θα προσέξετε ότι πρόκειται για ορολογία κατά βάση λαϊκή, παρόλο που η εκκλησιαστική ορολογία είναι αρχαιοπρεπής. Οι αγιορείτες δεν αποφεύγουν τις δάνειες λέξεις: όχι μόνο διατηρούν τα βυζαντινοπρεπή λατινικά δάνεια, αλλά και τα τουρκικά δάνεια δεν τα έχουν αντικαταστήσει -ο καθαριστικός οδοστρωτήρας του νεοελληνικού κράτους δεν πέρασε πάνω από το Άγιον Όρος.

αμπελικός: το διακόνημα του μοναχού  που φροντίζει το αμπέλι. (Θυμάστε ότι σε πρόσφατο άρθρο του  φίλου μας του Μικιού είδαμε ότι στο κρητικό ιδίωμα αμπελικός είναι ο αγροφύλακας).

αρσανάρης: ο μοναχός που έχει ως διακόνημα τη λειτουργία του αρσανά.

αρσανάς: καραβοστάσιο, λιμανάκι μοναστηριού, όπου αποτραβιούνται το καΐκι και οι βάρκες του (Ο αρσανάς ή ταρσανάς είναι λέξη με απώτερη  αραβική προέλευση, από το dar as-sina’ah, κατά λέξη «σπίτι των τεχνών». Μέσω ενετικών  στα ελληνικά, πχ στο Αρσενάλι των  Χανίων κτλ. αλλά και στις δυτικές γλώσσες, arsenal κτλ.)

αρχοντάρης: ο μοναχός που έχει ως διακόνημα τη φροντίδα του αρχονταρικιού και ασχολείται με τη φιλοξενία των προσκυνητών.

αρχονταρίκι: χώρος υποδοχής των  προσκυνητών, όπου τους προσφέρονται το πατροπαράδοτο κέρασμα τοποθετούνται στο κελλί όπου θα φιλοξενηθούν.

βαγενάρης: ο μοναχός που είναι υπεύθυνος του βαγεναριού, όπου οι εργασίες γίνονται με παγκοινιά*.

βαγεναριό:  κρασαριό, ο χώρος όπου γίνεται το κρασί, το τσίπουρο, το νάμα, το πετιμέζι. (νάμα, το κρασί της Θείας Ευχαριστίας).

βηματάρης: ο μοναχός που έχει τη  φροντίδα του ιερού βήματος, του καθολικού.

βορδωνάρηςβουρδουνάρης: ημιονοδηγός. (Βορδώνι είναι το μουλάρι, από το βόρδων, λέξη της ύστερης  αρχαιότητας, από το λατινικό burdo. Η λέξη υπάρχει στα κυπριακά).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Γλωσσικά δάνεια, Εκκλησία, Ορολογία | Με ετικέτα: , , , | 164 Σχόλια »

Λέξεις ινδικής προέλευσης στα ελληνικά

Posted by sarant στο 28 Σεπτεμβρίου, 2023

Την περασμένη  εβδομάδα, που είχαμε το άρθρο για την ενδεχόμενη μετονομασία της Ινδίας σε Μπαράτ, έγινε λόγος φυσικά γενικότερα για την  Ινδία και για τις ινδικές λέξεις, οπότε το σημερινό  άρθρο έρχεται σαν  λογική συνέχεια.

Σε κάποιο σχόλιο του άρθρου εκείνου, αναφέρθηκε ότι, επειδή και στην Ινδία υπάρχουν Αδώνηδες και Πορτοκάλοι, κάποιος Ινδός αξιωματούχος είχε παλιότερα ετυμολογήσει την αγγλική λέξη industry από την Ινδία!

Και ενώ η  λέξη industry είναι λατινικής ετυμολογίας, στα αγγλικά υπάρχουν  πολλές λέξεις ινδικής ετυμολογίας,  κάτι που είναι λογικό λόγω της αποικιοκρατίας -μάλιστα, υπάρχουν λέξεις ινδικής προέλευσης που δεν  αφορούν μόνο αντικείμενα και έννοιες της Ινδίας (όπως guru) αλλά και άλλες, όπως tank.

Οι ελληνικές λέξεις με απώτερη ινδική προέλευση είναι κάμποσες -κάποιες είναι διεθνείς λέξεις και τις έχουμε πάρει από τα αγγλικά, άλλες όμως μας ήρθαν από τον ανατολικό δρόμο, μέσω περσικών και ενδεχομένως διαδόθηκαν μέσω ελληνικών σε δυτικότερες γλώσσες.

Και βέβαια αυτό καθαυτό το όνομα «Ινδία» μας έχει δώσει στα ελληνικά τα ινδικά χοιρίδια, την  ινδική καρύδα ή ινδοκάρυδο,  και βεβαίως τις Δυτικές Ινδίες,  από την  παρεξήγηση του Κολόμβου, και φυσικά τους  Ινδιάνους, τους ιθαγενείς της Αμερικής.

Μην ξεχνάμε ότι στα αγγλικά ο όρος Indian μπορεί  να αναφέρεται αδιάφορα σε Ινδούς και Ινδιάνους, ενώ στα κυπριακά Ινδιάνος είναι ο Ινδός, όχι ο Ερυθρόδερμος.

Ειδικά στη γλωσσολογία, έχουμε τον κεφαλαιώδη όρο «ινδοευρωπαϊκός» για την ομογλωσσία στην οποία ανήκει και η  ελληνική γλώσσα -κάποιοι παλιότεροι λόγιοι έλεγαν «ινδογερμανοί» αλλά αυτό δεν επικράτησε.

Για να  βρω τις λέξεις (είπαμε, απώτερης) ινδικής προέλευσης, έκανα αναζήτηση στο ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη για τους όρους «ινδικ» και «χίντι», αλλά όχι για «σανσκρ» διότι αυτή δίνει  πολλά άσχετα αποτελέσματα όπου απλώς παρατίθενται ομόρριζοι όροι από ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να  μου ξέφυγαν όροι, ή να μην τους έχει το λεξικό (π.χ. τον όρο «τσάτνεϊ» που πρόσθεσα), οπότε κάθε συμπλήρωση καλοδεχούμενη!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αντιδάνεια, Γλωσσικά δάνεια, Ετυμολογικά, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , | 132 Σχόλια »

Γκολ!

Posted by sarant στο 4 Σεπτεμβρίου, 2023

Ξεκίνησε η νέα ποδοσφαιρική σεζόν, ολοκληρώθηκαν και οι προκριματικοί των ευρωπαϊκών διοργανώσεων, ταιριάζει λοιπόν σήμερα, που είναι Δευτέρα, να βάλω κι ένα λεξιλογικό ποδοσφαιρικό άρθρο -αν και, προειδοποιώ, το γράφω πριν αρχίσουν οι αγώνες της Κυριακής, οπότε μην το εκλάβετε σαν υπαινιγμό για κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

Βέβαια, μετά τον φόνο του Μιχάλη Κατσούρη έξω από το γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας βάλαμε ένα ποδοσφαιρικό-λεξιλογικό  άρθρο, για τη λέξη «χουλιγκάνοι», εκείνο όμως είχε, προφανώς, διαφορετική εστίαση. Οι χουλιγκάνοι δεν είναι, πιστεύω, αναπόσπαστο ή απαραίτητο στοιχείο ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, το γκολ όμως είναι ο σκοπός του παιχνιδιού.

Και ακριβώς, στα αγγλικά, goal σημαίνει «στόχος» και τη  λέξη τη συναντάμε πολύ και σε εξωποδοσφαιρικά συμφραζόμενα, ιδίως σε σχέση με τους στόχους μιας οντότητας (μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού, μιας  χώρας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης  κτλ.) Εμείς που μεταφράζουμε, συχνά σπαζοκεφαλιάζουμε πώς να διακρίνουμε τους goals από τους aims, τους targets  και τους objectives, ιδίως επειδή ούτε στα αγγλικά είναι σαφής η διάκριση ανάμεσα στους όρους αυτούς -αλλά εδώ θα μιλήσουμε μόνο για ποδοσφαιρικά γκολ.

Γκολ έχουμε στο ποδόσφαιρο όταν  η μπάλα περάσει τη γραμμή του τέρματος και μπει στα δίχτυα, όπως στη φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο, που δείχνει τον Ρομπέρτο Μπέτεγκα να σκοράρει με τακουνάκι για τη Γιουβέντους εναντίον της Μίλαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η μπάλα πρέπει να περάσει ολόκληρη τη γραμμή -και για το θέμα αυτό έχουν κατά καιρούς υπάρξει αμφισβητούμενες διαιτητικές αποφάσεις. Και πάλι, ο ορισμός έχει κάποιες εξαιρέσεις -ας πούμε, αν η μπάλα περάσει τη γραμμή απευθείας από πλάγιο άουτ, χωρίς να αγγίξει παίχτη, δεν μετράει για γκολ.

Αν τη μπάλα τη  στείλει στα δίχτυα παίκτης της αμυνόμενης  ομάδας, το γκολ είναι βέβαια έγκυρο, και λέγεται αυτογκόλ, ένας όρος που έχει αποκτήσει, στα  ελληνικά, και μεταφορική σημασία -ας πούμε, πριν από τις εκλογές του Μαΐου, πολλοί έγραψαν για «αυτογκόλ Κατρούγκαλου» όταν με τη γνωστή δήλωσή του έβλαψε καίρια το κόμμα του.

Είπα πιο πάνω ότι το γκολ έχει αγγλική προέλευση, όπως και το ποδόσφαιρο άλλωστε. Η λέξη goal αρχικά σήμαινε το καταληκτικό σημείο μιας διαδρομής, το τέρμα της, ιδίως μάλιστα τον  τερματισμό ενός αγώνα δρόμου, από το 1530. Πολύ γρήγορα  όμως πήρε και την ποδοσφαιρική σημασία. Στο etymonline βρίσκω ότι η  αθλητικη σημασία «σημείο στο οποίο πρέπει να  μπει η μπάλα για να σημειωθεί επιτυχία» υπάρχει  σε κείμενα από τη δεκαετία του 1540, ενώ την ίδια εποχή εμφανίζεται και η σημασία «στόχος μιας προσπάθειας». Η ετυμολογία της λέξης είναι άγνωστη -έχουν προταθεί πεντέξι θεωρίες από τις οποίες καμιά δεν έχει γίνει γενικά αποδεκτή.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in ποδόσφαιρο, Γλωσσικά δάνεια, Ετυμολογικά, Ευπρεπισμός, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , | 155 Σχόλια »