Μερικές ιδέες για να «ξετουρκέψουμε» τη μαγειρική
Posted by sarant στο 19 Μαρτίου, 2010
Το βιβλίο που θα σας παρουσιάσω σήμερα είναι αξιοπερίεργο. Λέγεται «Nα ξετουρκέψουμε τη γλώσσα μας» και κυκλοφόρησε το 1975, λίγους μήνες μετά τον θάνατο του συγγραφέα του, του Γιάκωβου Διζικιρίκη. Ο Διζικιρίκης, γεννημένος στην Πόλη το 1894, γλωσσολόγος ερασιτέχνης που είχε ασχοληθεί με τα ελληνικά της Κάτω Ιταλίας, έτρεφε βαθιά αντιπάθεια για την τουρκική γλώσσα και για τους Τούρκους και έβαλε στόχο του με το βιβλίο αυτό να καθαρίσει την ελληνική γλώσσα από όλες (σχεδόν) τις τουρκικές λέξεις και επιρροές.
Η διαφορά του Διζικιρίκη από άλλους που θέλησαν να καθαρίσουν τη γλώσσα μας, ήταν ότι ο Διζικιρίκης, σαν πούρος δημοτικιστής που ήταν, αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει λόγιες λέξεις στην προσπάθειά του αυτή και θεωρούσε καταδικασμένη την καθαριστική προσπάθεια της καθαρεύουσας.
Αφού σωστά επισημαίνει ότι πάρα πολλές τουρκικές λέξεις έχουν με τον καιρό ξεχαστεί, επειδή αντικαταστάθηκαν από συνώνυμες ντόπιες, εκτιμά «κατά τους μετριότερους υπολογισμούς σε πάνω από 1.000 λήμματα» τις τουρκικής ετυμολογίας λέξεις. Εδώ δεν μετράει τα παράγωγα, ενώ τις αραβοπερσικές λέξεις τις βάζει μαζί με τις τουρκικές.
Μετά, χωρίζει τις λέξεις αυτές σε 3 κατηγορίες. Πρώτη κατηγορία, οι λέξεις που πρέπει να εξοστρακιστούν αμέσως από τη γλώσσα, να αντικατασταθούν με συνώνυμες ακραιφνώς ελληνικές. Δεύτερη κατηγορία, οι λέξεις που προσωρινά πρέπει να μείνουν στη γλώσσα επειδή είναι βαθιά ριζωμένες. Και τρίτη, οι λέξεις που εκφράζουν ειδικά τουρκικές έννοιες και που επίσης θα μείνουν.
Εκτός από τις λέξεις, ιδιαίτερο… άχτι έχει με τα προσφύματα, όπως –τζης και –λίκι, καθώς θεωρεί ότι δίνουν «τούρκικια χροιά σε όποια ελληνική λέξη προσκολληθούν, την εκτουρκεύουν» και γι’ αυτό π.χ. για τη λέξη αεριτζής προτείνει την αντικατάστασή της από τις αγεροπαίχτης ή αεράς.
Επίτηδες χρησιμοποίησα τη λέξη άχτι πιο πάνω, λέξη τούρκικη και αποβλητέα κατά Διζικιρίκη. Προτείνει ο συγγραφέας την αποκατάστασή της από τη λέξη «εκδίκηση» -ολοφάνερα όμως είναι κωμικό να πούμε «τον έχω εκδίκηση».
Ωστόσο, οι περισσότερες προτάσεις του Διζικιρίκη δεν είναι άστοχες σαν το άχτι, είναι όμως ανεδαφικές, και εννοώ τους νεολογισμούς που προτείνει για αντικατάσταση κοινότατων λέξεων τουρκικής προέλευσης, για τις οποίες δεν υπάρχει συνώνυμο στη δημοτική.
Για παράδειγμα, το «στροφίγγι» θα ήταν ίσως καλή ιδέα για να αντικαταστήσει τον «μεντεσέ» -αλλά γιατί να τον αντικαταστησει; Η καθαρεύουσα, που έχει λόγους να απεχθάνεται τον μεντεσέ, χρησιμοποιεί τον γίγγλυμο (έτσι λέγεται!) αλλά προφανώς δεν θα χρησιμοποιήσει το στροφίγγι γιατί κι αυτό είναι δημοτικό, άρα απορριπτέο
Έχει όμως ενδιαφέρον, σαν άσκηση, να δούμε πώς κατασκευάζει ο Δ. τους όρους που προτείνει για το ξετούρκεμα της γλώσσας. Διάλεξα έναν ειδικό τομέα, τη μαγειρική, που έχει κάμποσες τούρκικες λέξεις και μάλιστα χωρίς λόγιο ανταγωνιστικόν όρο. Ο συγγραφέας προτείνει ένα σωρό νεολογισμούς, με ευρηματικότητα και όχι χωρίς τόλμη.
Για παράδειγμα, το καταΐφι. Για να πάρετε δείγμα γραφής, παραθέτω όλα όσα γράφει ο Δ. (σελ. 53): Γίνεται από ζυμάρι μισοψημένο, παρασκευασμένο σα νήμα σε σχήμα γροθιάς. Παραγεμίζεται με καρύδια κοπανισμένα, περιχύνεται με «δεμένη» ζάχαρη και πασπαλίζεται με κανέλα κοπανισμένη. Ο νεολογισμός μας θα βασιστεί στη διαδικασία της κατασκευής του γλυκίσματος τούτου. Και επειδή το κυριότερο υλικό που μπαίνει στην κατασκευή του είναι το ζυμάρι σε σχήμα νήματος, το γλύκισμα αυτό θα το πούμε στα ελληνικά «ζυμαρόγνεμα».
Άλλο ένα, ο μπακλαβάς: Γλύκισμα καμωμένο με ζυμαρόφυλλα παραγεμισμένα με κοπανισμένα καρύδια και περεχυμένα με δεμένη ζάχαρη. Κόβεται όντας ωμό σε κομμάτια «ρομβόσχημα» και ψήνεται στο φούρνο. Την ονομασία του θα την πάρουμε από το «σχήμα» του: «ρομβωτό». Το επίθετο «μπακλαβωτός» θα το πούμε «ρομβόσχημος, ρομβωτός».
Το ραβανί, χωρίς εξήγηση, το λέει αυγοσιμίγδαλο, το ταούκ-κιοξού «κοτόστηθο», και τον χαλβά, κατά περίπτωση, «σησαμόπηχτο» ή «σιμιγδαλόπηχτο». Τον κουραμπιέ, προτείνει να τον πούμε «αλευράχνη».
Τον κιμά, ο συγγραφέας προτείνει να τον πούμε λιανιστό. Η εξήγηση της επιλογής του είναι μακροσκελέστατη και βαριέμαι να τη γράψω, αλλά την καταλαβαίνετε: αφού πρόκειται για λιανιστό κρέας, ας το πούμε έτσι. Οι κεφτέδες, επομένως, θα ονομαστούν «λιανιστούδια». Ο μουσακάς: χορτόλιανο (επειδή περιέχει λαχανικά και κιμά, δηλαδή «λιανιστό»), ενώ τα σουτζουκάκια, που έχουν κυλινδρικό σχήμα: κυλιντρόλιανα. Ο συγγρ. βρίσκει χαριτωμένη την κατάληξη –ούδι, κι έτσι και τους ντολμάδες προτείνει να τους λέμε «γεμιστούδια».
Τον παστουρμά τον λέει «πατηκωτό», τον πατσά «σφαχταροστόμαχο», το πεϊνιρλί «λαγανότυρο» και το πιλάφι «βραστόρυζο» ή «ρυζόσπυρο» Για τον πελτέ έχει δυο εκδοχές: ντοματάρμη αν είναι τοματοπελτές, πηχτόφρουτο αν είναι φρουτοπελτές. Ίσως από αβλεψία, προτείνει τον αντίστροφο σχηματισμό, δηλαδή φρουτόπηχτο για το ρετσέλι (λέξη που έτσι κι αλλιώς σήμερα κοντεύει να χαθεί).
Νομίζω αρκετά είδαμε από τους νεολογισμούς. Τώρα, τις τουρκικές λέξεις τις οποίες θεωρεί αναντικατάστατες και δέχεται να μείνουν στη γλώσσα μας σε βάθος χρόνου, τις βρίσκω πάρα πολλές για κάποιον τόσο αδιάλλακτο διώκτη των τουρκικών δανείων. Για παράδειγμα, θεωρεί αναντικατάστατη τη λέξη «σεργιάνι» διότι, λέει, ο περίπατος είναι πιο πολύ φυσική άσκηση ενώ το σεργιάνι έχει και τη διασκέδαση μέσα του. Ή δέχεται το «κοτσάνι» παρόλο που υπάρχει ο μίσχος, διότι… υπάρχει το ρήμα κοτσανιάζω, ενώ ρήμα «μισχίζω» δεν υπάρχει και θα ήταν κακόηχο επειδή έχει πολλά «ι». Επίσης, ενώ εξοβελίζει τον κουραμπιέ στην κυριολεξία του, πιστεύει πως πρέπει να παραμείνει η λέξη στη μεταφορική της σημασία (όπου κουραμπιές είναι ο άκαπνος, ο απόλεμος). Και ενώ θεωρεί απορριπτέο το πιλάφι στην κυριολεξία του, θέλει να το διατηρήσει στη μεταφορική του σημασία (= η θεατρική αποτυχία). Ομολογώ ότι αυτό το βρίσκω διεστραμμένο· θα κρατήσουμε μια μεταφορική χρήση και θα καταργήσουμε την κυριολεκτική; Κατά τα άλλα, πολλές άλλες λέξεις που τις κρίνει «αναντικατάστατες» είναι πράγματι τέτοιες (κέφι, καφές, χάλι, χαλί, τσέπη, τσάι, κτλ. σύνολο σχεδόν 200) Να προσέξουμε ότι επειδή είναι δημοτικιστής, δεν διανοείται να προτείνει το τέιον αντί για το τσάι ή τον τάπητα αντί για το χαλί.
Ωστόσο, συνολικά, το βιβλίο είναι άσκηση ματαιότητας, διότι η γλώσσα δεν ξετουρκεύεται με φιρμάνια, παρά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις, κυρίως σε θεσμικές λέξεις (πάντως, ένας Χανιώτης φίλος μού έλεγε ότι μετά την εισβολή στην Κύπρο το 1974, οι Χανιώτες σταμάτησαν να λένε «Μπιτσαξίδικα» τη γειτονιά της πόλης και την είπαν «Μαχαιράδικα»). Η αντικατάσταση των τουρκικών λέξεων γίνεται με πολύ αργούς ρυθμούς, χωρίς φετφάδες, με τη φυσιολογική διαδικασία βάσει της οποίας μερικές λέξεις παλιώνουν και απαξιώνονται. Έτσι, ο Λαπαθιώτης το 1910 θεωρούσε υποβλητικό και ερωτικό να γράφει «ήταν οι μπερντέδες κόκκινοι κι ήταν άσπρο το κρεβάτι», αλλά σήμερα ο μόνος μπερντές που έχει μείνει είναι του Καραγκιόζη, αλλιώς έχουμε κουρτίνες. Ξαναλέω, η διαδικασία αυτή είναι πολύ αργή και είναι βέβαιο ότι εκατοντάδες τουρκικές λέξεις θα μείνουν για πάντα.
Επειδή όμως οι ανεδαφικές απόπειρες πάντοτε προκαλούν συγκίνηση, μάλλον με συγκινεί η εντελώς δονκιχωτική προσπάθεια του Διζικιρίκη, γι’ αυτό και του έκανα αυτό το αφιέρωμα, σαν μνημόσυνο πες. Από την άλλη, κάποιος θα παρατηρούσε ότι η αποστροφή για τις τούρκικες λέξεις δεν τον έσπρωξε να αλλάξει το επώνυμό του, που είναι βέβαια τούρκικο και μάλλον αστείο, αφού, αν το μεταφράσουμε σημαίνει «αυτός που έχει σπασμένο γόνατο».
Και δεν είναι μόνο αυτό το αστείο με το επώνυμό του. Θα προσέξατε πιο πάνω ότι είχε απορρίψει το ρήμα «μισχίζω» επειδή στο τρίτο πρόσωπο («μισχίζει») έχει τρία «ι» στη σειρά, και αυτό το βρίσκει κακόηχο. Αυτή την απέχθεια για τα πολλά «ι» την είχε ο συγγραφέας από παλιά. Έχω βρει ένα δικό του άρθρο σε περιοδικό του 1930, τότε που έβγαινε ο ηχητικός κινηματογράφος (όχι ο ομιλών· ηχητικός ήταν ο κινηματογράφος που μεσολάβησε ανάμεσα στον βωβό και στον ομιλούντα: μόνο μουσική υπόκρουση, όχι ομιλίες). Ο Διζικιρίκης λοιπόν εξέφραζε τις διαφωνίες του με τον όρο «ηχητικός» και πρότεινε το «αχολόγος», διότι τον ενοχλούσαν τα πολλά «ι» στη σειρά. «Αυτός ο γιωτακισμός θα μας φάει», τέλειωνε το άρθρο του. Δεν το βρίσκετε λίγο αστείο να αντιπαθεί τον γιωτακισμό κάποιος που έχει πέντε «ι» στο επώνυμό του;
Υστερόγραφο: Παρόλο που το είχα αγοράσει πριν από πολλά χρόνια, το βιβλίο πιθανότατα εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα στο εμπόριο.
Δύτης των νιπτήρων said
Λιανιστούδια και γεμιστούδια μ’ άρεσαν!
Giannis said
Πολύ ενδιαφέρον…
Έχει πλάκα που οι περισσότερες προτάσεις του που παραθέτεις για τη μαγειρική είναι σύνθετες λέξεις. Σίγουρα όχι τόσο ελκυστικές προς χρήση.
Άραγε έχουν γίνει ανάλογες προσπάθειες στην Τουρκία;
Πόντος και Αριστερά said
Η ελληνιζάτσια…..
Μια αντίστοιχη απόπειρα, αλλά τελείως διαφορετικής ιδεολογικής κατεύθυνσης και πολιτικού βάρους, ήταν η «ελληνιζάτσια» που κήρυξαν οι διανοούμενοι κομμουνιστές Μαριουπολίτες, τις δεκαετίες ’20 και ’30, για να εξοβελίσουν από τη μαριουπολίτικη διάλεκτο τους ρωσισμούς (αλλά και τους ταταρισμούς) που εμπεριείχε.
Το βασικό τους επιχείρημα ήταν ότι για να υλοποιηθεί η σοβιετική εθνική πολιτική («εθνικό στη φόρμα και σοσιαλιστικό στο περιεχόμενο») θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός του μεγαλορωσικού σοβινισμού…
Η ομάδα αυτή ήταν συσπειρωμένη γύρω από τον ελληνικό εκδοτικό οίκο «Κολεχτιβιστής» (Κολεχτιβιςτις) που εξέδιδε και την ομώνυμη εφημερίδα. Ιδιαίτερο ρόλο είχε ο Αμφικτύων Δημητρίου, πρόσφυγας του ’22 απ’ τα Πριγκηπονήσια, που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «Μαρμαρινός».
Σημαντική προσωπικότητα του μαριουπολίτικου χώρου ήταν ο μεγάλος Έλληνας ποιητής Γιώργος Κοστοπράφ, ο μόνος απ’ τους Έλληνες ποιητές του Μεσοπολέμου που βγήκε από τα όρια της κοινότητας και έγινε ευρύτερα αποδεκτός.
Με τη ομάδα του «Κολεχτιβιςτι» συνεργάστηκε επίσης και ο Κύπριος Πλουτής Σέρβας, ο οποίος αργότερα θα αναλάβει Γ.Γ. του ΑΚΕΛ.
Και αυτή η ομάδα εξοντώθηκε μέχρις ενός στις σταλινικές διώξεις του 1937-1938.
Μ-π
Μισιρλού... said
Καλημέρα, καλημέρα !
Τσοκ γκιουζέλ το δεφτέρι, μπρε. Όλα τα καλά κιτάπια ανασκαλεύεις ωρέ ντερμπεντέρη μερακλή μου! Τα κουλαντρίζεις καλά αυτά.
Αφερίμ !!!
Αποσώνω τον καϊφέ μου και είναι ώρα μου να φεύγω γιαβάς-γιαβάς.
Θα σας ξαναδώ σε 4-5 μερούλες.
Σεβίγιορουμ
Γκιουλέ, γκιουλέ !
_____
Μην ξεχάσετε να μου κρατήσετε ένα σφαχταροστόμαχο ψιλοκομμένο…
Γιατί, δεν βλέπω να προφταίνω να φάω αυτές τις μέρες ούτε τον λιγοθυμισμένο κελαηδιστό παπουλάκο!
sarant said
Αριστεροπόντιε, το έλεγαν «ελληνιζάτσια»;
Μισιρλού, καλώς να πας, καλώς να ρθεις!
Γιάννη, όλη η γλωσσική πολιτική της Τουρκίας επί Κεμάλ έχει τέτοια στοιχεία, καθαρισμού όχι από ελληνικές αλλά από αραβοπερσικές λέξεις, με άντληση υλικού από τουρκικές (turkic) γλώσσες και μπόλικους νεολογισμούς. Αλλά δεν ξέρω σε βάθος το θέμα.
SophiaΟικ said
Συμφωνών με το 1, αν και ανεδαφικό, το λιανιστούδι λεέι!
Απότην άλλη, γιατί τον ενοχλεί ο καφές; Μήπως οι δυτικοί το λένε κάπως διαφορετικά; Έτσι κι αλλιώς σε λίγο δεν θα υπάρχει καφές, θα υπαρχουν μόνο φρέντο και λάτε.
Όσο για οτυς κουραμπιέδες εγω προτέινω το πιο απλό βουτυρομπισκότο, που δουλευει μεταφορικά γιατί μοιάζει με τον βουτυρομπεμπέ.
Παναγιώτης said
Τουλάχιστον ελληνοποιήθηκε ο …τούρκικος καφές!
Το αστείο είναι με τα τοπωνύμια πιστεύω η ελλληνοποίηση έγινε με περισσότερο ζήλο στη βόρεια Ελλάδα. Από την εμπειρία μου όταν δούλευα στις Σέρρες με διάφορα αρχαιοπρεπή ονόματα.
Εδώ το Τουρκολίμανο έγινε Μικρολίμανο και έχω φάει αρκετές διορθώσεις όταν το λέω Τουρκολίμανο παρόλο που εξηγώ ότι έχω κάνει άπειρες κοπάνες από το σχολείο στο …Τουρκολίμανο (αν και ήταν λίγο ακριβό για το χαρτζιλίκι μας) την εποχή που οι περισσότεροι που με διορθώνουν δεν ήξεραν που πέφτει (ναι είναι λίγο υπεροπτικό το ξέρω αλλά έτσι είναι). Θα είχε πλάκα να τοέλεγε κάποιος με την αρχάια ονομασία, να δει τις αντιδράσεις (Μουνιχία)
Για το χαρτζιλίκι μας ήταν πιο προσιτό το Πασαλιμάνι (και με λιγότερο ποδαρόδρομο από τα λεωφορεία) που ανθίσταται ακόμα αν και τώρα τελευταία το ακούω Ζέα (αν και η Ζέα είναι προς την Πειραϊκή, ο προλιμένας και όχι το κύριο λιμανάκι) παρόλο που στα αρχαία χρόνια Ζέα ήταν το λιμανάκι.
Πόντος και Αριστερά said
«…το έλεγαν “ελληνιζάτσια”;
Ακριβώς!!! Στην εφημερίδα «Κολεχτιβιςτις»
Πλάκα δεν έχει;
Μ-π
Κορνήλιος said
Τὸ ξετούκερμα τῆς γλώσσης τὸ πέτυχε ὡς ἕνα ἀρκετὰ ἱκανοποποιητικὸ βαθμὸ ἡ καθαρεύουσα, πρὸς τὴν ὁποία καὶ κλίνω εὐλαβῶς τὸ γόνυ. Ἀλλὰ βέβαια πρὸς τὴν κατεύθυνσι αὐτὴ ἔχουν ἀκόμη πολλὰ νὰ γίνουν.
Σκύλος τ. Β.Κ. said
Τα γιουβαρλάκια, που τρώω αυτή τη στιγμή, πώς τα αποκαλούσε ο Διζικιρίκης;
Που ευτυχώς καταγόταν από την Πόλη και όχι από τη Δαλαμανάρα…
Ντίνος said
Έχω την υποψία κ Σαραντάκο, ότι η αλλαγή της ονομασίας ‘Μπιτσαξίδικα’ δεν έχει να κάνει με την ..εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο αλλά με την εκβιομηχάνιση των κάποτε χειροποίητων μαχαιριών ‘μπιτσάκ’, και τον τουρισμό.
http://www.chania.gr/city/tradition/knifemakers.html
(Κάπως έτσι τα ‘Στιβανάδικα’ μετατρέπονται σε .. ‘ leather street’ ή εξαφανίζονται ονομασίες όπως ‘Παπλωματάδικα’ γιατί δεν υπάρχουν πια αυτά τα επαγγέλματα)
Στα Χανιά υπάρχουν τόσες πολλές Τουρκικές ονομασίες, περιοχές ολόκληρες, που αν το 1974 ήθελαν να αλλάξουν κάποια από τα Τουρκικά τοπωνύμια θα μπορούσαν να αρχίσουν πχ με το Φρούριο Φιρκά (στρατώνας νομίζω στα Τουρκικά) από όπου κυματίζει η Ελληνική σημαία ( στρατιωτικό άγημα, μουσική υπόκρουση από μπάντα του ΠΝ, κλπ), ή το Κούμ Καπί όπου είναι μαζεμένες όλες οι καφετέριες, το Γιαλί Τζαμισί , κλπ κλπ κλπ.
Σήμερα πάντως, εμείς οι απόγονοι των Κρητικών Επαναστατών με τα περίφημα μαχαίρια, καίμε καμιά Συναγωγή ή το Στέκι μεταναστών, χαράζουμε αγκυλωτούς σταυρούς σε δασκάλες, και αν βρούμε κανένα φτωχοδιάβολο λαθρομετανάστη μόνο του μαζευόμαστε καμιά δεκαριά και τον κάνουμε μαύρο στο ξύλο.
Γιατί εμείς είμαστε άντρες, όχι αστεία!
Ad Hoc said
Θα μπορούσαμε να γλυτώσουμε αυτό τον κόπο του ξετουρκέματος, αν αποδεικνύαμε ότι και οι τούρκικες αυτές λέξεις είναι καταβάθος ελληνικές.
Με λίγη «δημιουργική γλωσσολογία» είναι εύκολο…
Δύτης των νιπτήρων said
Φιρκά για την ακρίβεια είναι η μεραρχία.
Κορνήλιος said
#12 τὸ γλυτώνειν ἐκ κόπου οὐκ ἀνδρὸς πολυτονιστοῦ
cortlinux said
Στην περιοχή του Μικρολίμανου ήταν η αρχαία Μουνιχία από όσο γνωρίζω. Εν μέρει μπορώ να καταλάβω τους νεολογισμούς αλλά αφαιρούν τις επιρροές και την ιστορία μιας γλώσσας ενός τόπου.
Και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί μία αρχαία λέξη είναι πιο ευγενική από μία σύγχρονη.
Πόντος και Αριστερά said
«Γιουβαρλάκια» θα πει «κατρακυλιστά» και «γιουβαρλαντούμ» «κατρακυλώντας». «Γιουβαρλαντούμ» ονομάζεται ένας χορός του Δυτικού Πόντου….
Το τελευταίο, πρόσφατα έχει προκαλέσει «μείζον» ζήτημα στο εσωτερικό του οργανωμένοι ποντιακού χώρου, όπου τελευταίως εμφανίστηκαν διάφοροι εθνοσωτήρες που επιζητούν την «αποτουρκοποίηση». Έφτασαν στο σημείο να ζητούν να απαγορευτεί και το φέσι απ’ την λαϊκή καθημερινή, παραδοσιακή ενδυμασία.[Το φέσι, εκ του «Φεζ» του Μαγκρέμπ, ήταν ένα παλλαϊκό και υπερεθνικό κάλυμμα κεφαλής]..
Ευτυχώς προς το παρόν, παρόλες τις άοκνες προσπάθειες των Κωστόπουλου και σία, οι απόψεις αυτές παραμένουν εξαιρετικά μειοψηφικές σ’ έναν κατά πλειονότητα δημοκρατικό χώρο!!
Μ-π
Ντίνος said
#13 Ευχαριστώ
sarant said
Ντίνο, αυτό που λέω μου το είχε πει Χανιώτης της Αθήνας, ότι έγινε αμέσως μετά το 1974. Φυσικά, άλλο γόητρο έχει ο μπιτσάκος, συμφωνώ, και άλλο το μαχαίρι.
ΣκύλεΒΚ, τα γιουβαρλάκια τα λέει ο Διζικιρίκης «βωλαρούδια»!
Nick Nicholas said
Πόντε και Αριστερά: για καθαρολογία των Μαριουπολιτών και εναντίων των ταταρικών δεν ήξερα, και μάλιστα είναι κάπως περίεργο στην περίπτωση, καθότι πολλοί από την εθνότητα που θεωρούσαν εαυτόν έλληνες, και πήγαν από την Κριμαία στη Μαριούπολη, ήταν ταταρόφωνοι. (Η γλώσσα τους μάλιστα λέγεται Ουρούμ, δλδ Ρωμαίικη.)
Όταν απελευθερώθηκε κάπως η κατάσταση με την περεστρόικα, άρχισαν οι Μαριουπολίτες να εκδίδουν λογοτεχνία σε ετήσιο περιοδικό, το Пирнешу Астру (Πιρνέςςου Άστρου· Πρωινό άστρο;) Σε κυριλλικό βέβαια αλφάβητο πλέον· έχω δυο τόμους. Οι τόμοι έχουν και μαριουπολίτικα και ουρούμικα έργα. Εντύπωσή μου είναι πως ταυτίζονται οι δύο ομάδες ως η ίδια εθνότητα πλήρως· άρα η ελινιζάτσια θα έσπειρε κάποια διχόνια που δεν είχε προηγούμενο.
Nick Nicholas said
Το βιβλίο του ξετουρκέματος το έχω ακουστά — τι λέω, το έχει και η παν/μειακή μου βιβλιοθήκη, αλλά να πω την αλήθεια ποτέ δεν ένοιωσα περιέργεια να το αναγνώσω. Πάντως οι γλωσσικές λύσεις του Διζικιρίκη είναι πολύ λιγότερο χαζές απ’ όσο περίμενα.
Ο Διζικιρίκης έγραψε και ετυμολογικό λεξικό, για το οποίο έχω δει ευμενείς κριτικές. Νικοδέσποτα ή και άλλοι, το έχετε υπόψη; Και είναι όντως καλή δουλειά;
andreas said
Χορτόλιανο ο μουσακάς; Να μην τον μπερδέψουμε με τα λιανοχορταρούδια του δημοτικού τραγουδιού!
Nick Nicholas said
Αν είναι να εμπιστευτώ βικιπαίδεια (πληροφορίες από ρωσικό άρθρο), σημειώσατε λάθος: η ομόνοια Ουρούμ και Μαριουπολιτών (ή μάλλον ειπείν, ταταρόφωνων και ελληνόφωνων μαριουπολιτών) είναι φαινόμενο πρόσφατο: «Σε όλη τους την ιστορία αποτελούσαν μεμονωμένη πολιτιστική ομάδα, και σπάνια κατοικούσαν σε πόλεις με Ρουμέικο [ελληνόφωνο] πληθυσμό, παρότι μοιραζόντουσαν την ίδια Ελληνική πολιτιστική κληρονομιά.»
Πόντος και Αριστερά said
Nick Nicholas
έχω την εντύπωση ότι ούτε οι ταταρόφωνοι Μαριουπολίτες, ούτε οι τουρκόφωνοι Πόντιοι και υπόλοιποι Μικρασιάτες θεωρούσαν τη γλώσσα που μιλούσαν ως δική τους. Τη θεωρούσαν ως βίαιη επιβολή του τούρκου ή τάταρου κατακτητή και ιδεολογικά την απεχθάνονταν. Αυτή η πεποίθηση επιβιώνει έως σήμερα και στους Έλληνες πρόσφυγες από την Τσάλκα του Καυκάσου (τουρκόφωνοι) και στους Ουρούμους της Μαριούπολης (ταταρόφωνοι). Η τάση τους ήταν η αποβολή του τουρκικού ιδιώματος και η καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας.
Κατά τις σοβιετικές απογραφές, πολλοί ταταρόφωνοι ή τουρκόφωνοι Έλληνες δήλωναν από μόνοι τους ως μητρική γλώσσα τα ελληνικά, χωρίς καμιά καθοδήγηση ή «εθνικιστική» διαμεσολάβηση!!!
Η διδασκαλία της ταταρικής γλώσσας δεν διεκδικήθηκε ουδέποτε από τους ταταρόφωνους Έλληνες στη Μαριούπολη. Ούτε την εποχή που η σοβιετική εξουσία ευνοούσε τη διάσπαση των εθνικών ομάδων σε μικρότερες εθνότητες ή αντιστρόφως (δηλ. τη διάσπαση εθνοπολιτισμικών εθνοτήτων σε πολλές εθνικές ομάδες) αναδεικνύοντας διάφορα δευτερεύοντα έως τότε πολιτιστικά χαρακτηριστικά σε πρωτεύοντα.
Οπότε, για την ελληνική κομμουνιστική ελίτ του «Κολεχτιβιςτι», η «ελληνιζάτσια» μπορεί να στόχευε κυρίως στην αποτροπή του γλωσσικού εκρωσισμού, όμως διόρθωνε παράλληλα και μια κληρονομημένη «ιστορική ανωμαλία»….
Μ-π
sarant said
ΝικΝικ, δεν νομίζω ότι έχει γράψει ετυμολογικό ο Διζικιρίκης -μια μελέτη για τη γλώσσα και μια άλλη για τα ελληνικά της Κάτω Ιταλίας βλέπω. Αλλά μήπως τον μπερδεύεις με τον Δαγκίτση; Αυτός ναι, έχει γράψει ετυμολογικό, αλλά παλιότερα, λίγο μετά τον Ανδριώτη. Οπότε για σήμερα δεν στέκεται.
π2 said
Ωραίος ο Διζικιρίκης, και έχει πράγματι κάτι το γοητευτικά δονκιχωτικό η προσπάθειά του. Είναι ενδιαφέρον δε ότι φαίνεται να συνειδητοποιούσε και ο ίδιος το μάταιο της άσκησης, αν κρίνω από τις κατηγορίες εξαιρέσεων.
Τα βωλαρούδια και τα λιανιστούδια είναι εξαιρετικές προτάσεις κι ας μην εφαρμοστούν.
Σκύλος τ. Β.Κ. said
Και είναι και νοστιμότατα, παναθέμάτα!
π2 said
14:45
17:39
Σου πέσανε βαριά, ε; 😀
Μιχάλης Νικολάου said
@16.
Με την ίδια ρίζα όπως στα γιουβαρλάκια, υπάρχει η τούρκικη έκφραση που χρησιμοποιούμε και σε ελληνική απόδοση: Tencere yuvarlandı kapağını buldu (κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι – εύκολη η μετάφραση).
Μιχάλης Νικολάου said
@7.
Αχ, Παναγιώτη, αναμνήσεις…
Το «Ζέα» το χρησιμοποιούσαμε πιο πολύ στο «Μαρίνα Ζέας» (για καφέ). Το οτι υπάρχει και σε τραγουδισμένο στίχο, μάλλον οφείλεται στο οτι το «Πασαλιμάνι» δεν χώραγε.
Παναγιώτης said
Ναι εκείνη η περιοχή που έδεναν τα ιπτάμενα δελφίνια, στην πισίνα (εξίσου ακριβή για το χαρτζιλίκι μας). Αν και πρόσφατα ανακάλυψα ότι βάλανε κάγκελα στο μόλο οπότε τώρα πια δεν μπορείς να ανέβεις στο πεζούλι.
Alfred E. Newman said
@6
Σοφία γράφεις: «προτέινω το πιο απλό βουτυρομπισκότο».
Την κάνεις που την κάνεις την πρόταση. Κάντο βουτυροδίπυρο να χαρούν και κάποιοι λάγνοι. (Ως γνωστόν το μπισκότο δεν είναι ελληνική λέξη ενώ το δίπυρον την αποδίδει.
Μαρία said
24, Υπάρχει και το λεξικό του Γιώργου Διζικιρίκη, του σκηνοθέτη και θεωρητικού του κινηματογράφου, αλλά αφορά βέβαια το σινεμά.
Εκτός απ’ την Αν. Μακεδονία και Θράκη χρησιμοποιούσαν και στην Πόλη υποκοριστικά σε -ούδι ή μας τα έκλεψε;
Αν τους ντολμάδες(σαρμάδες) τους κάνει γεμιστούδια, τότε τα ντολμαδάκια γιαλαντζί πώς τα μεταφράζει;
Δύτης των νιπτήρων said
Ψευδογεμιστουδάκια, μάλλον. 🙂
Μαρία said
Ψευτο- , δημοτικιστής ήταν ο άνθρωπος.
Δύτης των νιπτήρων said
Σωστό κι αυτό.
Φαροφύλακας said
Πιστεύω πως η αντιπάθεια τού Διζικιρίκη για τα πολλά ι ξεκινάει ακριβώς από την αντιπάθειά του για το δικό του Τούρκικο επώνυμο.
sarant said
Φαροφύλακα, πιθανότατα.
Μαρία, τα γιαλαντζί τα αποδίδει αναλυτικά: αμπελόφυλλα-ρύζι ή λαχανόφυλλα-ρύζι, κατά περίπτωση
Μαρία said
Θα μπορούσε να το αλλάξει σε Γονατάς και να γλιτώσει και το σπάσιμο.
Σκύλος τ. Β.Κ. said
Alfred E. Newman @ #31
Μου θυμίσατε εκείνον το διπυρίτη άρτο του Στρατού, μία θεόξερη γαλέτα που δεν μασιόταν ούτε με αρβύλα. Αλλά άμα έσφιγγαν οι πείνες στο φυλάκιο, καλός ήταν Κι ο διπυρίτης άρτος, με εγκιβωτιωμένον τυρόν, πάνω στη σόμπα!
anon said
#10, #16 http://sandbox.cs.uchicago.edu/blog_el/?p=536#comment-19373
Stazybο Hοrn said
Διόρθωση:
#10, #16 http://sandbox.cs.uchicago.edu/blog_el/?p=536#comment-19373
Μαρία said
Στάζυ, με τη Θράκη μου θύμισες γκαρσόνι απο κείνα τα μέρη που με χιουμοριστική διάθεση είχε μεταφράσει το γνωστό λαδερό σε «λιπόθυμο ιερέα».
Το περιστατικό που διηγείσαι είναι σίγουρα αληθινό;
Stazybο Hοrn said
Το περιστατικό που διηγείσαι είναι σίγουρα αληθινό;
Ναι, μπορώ να σου πω καθηγητή, σχολείο και χρονιά.
Μαρία said
Είδα το γυμναστής και σκέφτηκα οτι πρόκειται για πρωτάκια του Γυμνασίου, δε πρόσεξα οτι μιλάς για παιδάκια της 1ης Δημοτικού. Κωμικοτραγική κατάσταση.
SophiaΟικ said
Τα δίπυρα δεν τα ξερω, ξερω τα διπλοφουρνιστά (ή κι ο φούρνος πρέπιε να γίνει πιο ελληνικός;).
Ο εξελληνισμός πάντως δεν κανει κακό σε μερικά που πρέπει να στρίψεις τη γλώσσα σου για να τα πεις.
Σε μερικά άλλα έπρεπε να εξελληνιστουν στην κοντυνότερη ελληνική λέξη, όχι να αλλάξουν τελείως. Μικρή π.χ νόμιζα ότι άκουγα να μιλάνε για τα κεράσια Βοδινών (ραμόνι κι αυτο!) και δεν είχα αναρωτηθεί τι σχέση μπορέι να έχει το βόδι με την κερασιά. Ο εξελληνισμός έγινε αυτόματα 😆
Stazybο Hοrn said
Να βάλω εδώ την έκκληση του ΑΦΜαρξ για δυο Μισιρλούδες που τον παιδεύουν;
Alfred E. Newman said
@39
Και εγώ θυμήθηκα τη φράση που λέμε ενίοτε (ακόμα και τώρα) στην παρέα μας: ‘Εκανε το σκωρ του δίπυρον.
Πάντως με τη λέξη δίπυρον είχε αποδοθεί η λέξη μπισκότο γιατί περί αυτού πρόκειται bis-cuit.
Δύτης των νιπτήρων said
Τι ερημία στα μπλογκ απόψε
το σον σκωρ εις δίπυρον τρέψας
πάρε την τράπουλα και κόψε
και παρηχήσεις του ψι διερευνώντας
μπορείς να πεις και «γαμώ τον ΑΣΕΠ σας».
Δύτης των νιπτήρων said
(εντελώς άσχετο, αλλά πρέπει να κάνω ένα διάλειμμα)
espectador said
Ο Γιωργος Διζικιρικης που γυρισε την «Βαβυλωνια» του Βυζαντιου ηταν αραγε γυιος του εν λογω?
Για τα γλυκα δεν προσεξα κατι…τουλουμπες και σεκερ παρε..
Επισης αναρωτιεμαι, το μπορτς (Ποντιε) το τρωει κανεις ακομη και αν υπαρχει αναγκη μεταγλωτισσης του.
Alfred E. Newman said
@48
Δύτη,
Εκ μέρους μου και βάσει πληρεξουσίου σου απονέμομεν από 12 points.
Τώρα ισχύει πάντα το λόγιον λίγοι και καλοί…
Α! και συγχαρητήρια για την επέτειο σου, βαριέμαι να μετακινηθώ απόψε…
Δύτης των νιπτήρων said
Στου ξ τις παρηχήσεις πλέον μεταβάς
το σον πληρεξούσιον έξεστι δούναι
ξανά θα σηκωθούνε περί λύχνων αφάς
μα άξεστοι, ξένοιαστοί τινές ευχαριστούνε.
Δύτης των νιπτήρων said
Και καθώς ρέοντας ουρλιάζει η ερημία
του ρο το νήμα αργά εργάζομαι να γράψω
μου φαίνεται όμως πως και ρουνικά να χρησιμοποιούσα
-ρετάλια μιας γραφής που μπορείς να πεις και ραμολί-
θαρρώντας ότι ραδία είναι τάχα έτσι η ουσία
πάλι ρίχνω άδεια μπας και -ρε- γεμάτα πιάσω.
Και ράδιο ακούων, η παρουσία μου εδώ μονάχη ούσα
ρέει στα ουρλ, τα λεγόμενα, μονάχα η μουσική.
Alfred E. Newman said
@53
Με το Ρω είμαι ιδιαίτερα συνδεδεμένος έτσι το εισπράττω προσωπικά. Βέβαια διπλά συνδεδεμένος είμαι και με το Πι που το πήδηξες. Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα.
Κορνήλιος said
Μὲ παρήχησι τοῦ π ξεκινοῦν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, οἱ Πράξεις καὶ ἡ Πρὸς Ἑβραίους.
Δύτης των νιπτήρων said
Αλφρέδε, άφρων μα ελαφριά περσόνα!
φρόνιμα ποιών φράση δεν έγραψες καμία.
Η φρίκη, φρύνος θάλεγες του χειμώνα
του φρ το νήμα πιάνει ελαφρά καρδία.
Αφρικανοί τζαζίστες, παρά την αφραγκία
ευφραίνουν τώρα του Δύτη το λειμώνα.
Η τζίφρα μου μια φρέσκια ανεμώνα.
Του Εφραίμ πάλι φροσύνη, η περιουσία…
Φρουφρού κι αρώματα, αφράτη Βαβυλώνα!
Ευφραίνου τώρα με φραγκάτη τσαπερδόνα.
Δύτης των νιπτήρων said
Υποψιάζομαι ότι τώρα θ’ αρχίσει το γλέντι, πάνω που έλεγα να πέσω για ύπνο.
Δύτης των νιπτήρων said
Άκρα σιωπή του κρέατος κρατήρας
και κριτσανίζοντας τη δίπυρον ακρίδα
κρεμάμενος σ’ άκρη εκκρίσεων της πείρας
του -κρ- το άκρατο κρασί, την πικραλίδα
κρα-κρα σαν κόρακας κρίνω. Οσμή κροτίδας.
Κρίμα που κράτησε πολύ ο επικρουστήρας.
Μαρία said
Μα τι τσενές είναι αυτός Δύτη!
Δύτης των νιπτήρων said
Παραπονέθηκες για το περίφημο το πι
Αλφρέδε, και με ποιείς πάμπολυ πόνο
ωσάν πεπόνι, παπαρούνα ή παπί
παραγγελιά να εκτελώ πέρα απ’ το νόμο.
Πάπαλα ο ύπνος μου απόψε, τόχει πει
πέρισυ ο περίπυστος ο Πλάτων
-πεπερασμένο πάντα το φιλοσοφείν-
μα πάντων βέλτιστο το μπλογκ των περιπάτων.
Δύτης των νιπτήρων said
Μαρία, είναι σαν το φτέρνισμα. Έτσι κι αρχίσω σταματημό δεν έχει.
Αλλά θα κάνω ένα τσιγάρο, κι αν δεν υπάρξει έμμετρη απάντηση, θα πάω για ύπνο.
Μαρία said
Μας δίνει διορία ένα τσιγάρο/ στιχάκια να σκαρώσουμε με πι/όπως παλούκι, πίτσα ή πιπί;
Κορνήλιος said
Προκειμένου νὰ προκληθῇ πρόβλημα προτιμῶ νὰ πράξω τὰ πρέποντα,
ῥωτῶ ῥητορικὰ ῥωτήματα στὸν Δύτη τὸν πρὸς ῥετσίνα ῥέποντα:
Δύτη δοκίμασες, δύστυχε, δεκάστιχο δεινὸ δημιούργημα;
Θαυμάσιο θεσπέσιο θεωρήθηκε θειότατο θησαύρισμα καὶ στιχούργημα.
Τὴν στάθμη σταθερὰ στάλα-στάλα δὲν σταματᾷς ν’ ἀνεβαίνῃς στὰ στάδια
τῇς τέχνης μὲ τρομερὰ τεχνικὰ τετράστιχα τεφτέρια τελειώνοντας καὶ τετράδια.
Voulagx said
Μ΄ολα τα Ρο του Ερωτα
και με φρου-φρου κι αρωματα
ξέει τις πληγες ο Δυτης μας
γερμανικο να κανουμε
μεχρι τα ξημερωματα !
Δύτης των νιπτήρων said
Α, είπα κι εγώ!
Μπορείς επίσης να στραφείς και προς το τρι…
Τρελός τραγουδιστής, τραυλίζω και τρεκλίζω
-τρία τρυγόνια στρέφουν, τρέχουν στο στρατί
(τρίζουν τα τρομερά τριβόλια, εικόνα τρανταχτή).
Τρίγωνα βηματίζοντας, τρέμω -καληνυχτίζω.
Δύτης των νιπτήρων said
Βράδυ Παρασκευής αυτό, ξεδίνουμε και λίγο.
Είπα να παίξω μια σταλιά, έτσι δα προτού φύγω.
Και περιμένω το πρωί, το πισί σαν ανοίξω
τις απαντήσεις σας να δω, κι ελπίζω να μην φρίξω.
🙂
Κορνήλιος said
Τρεμάμενο ποὺ ἔτριξες στὸ τρίστρατο, τριζόνι,
τριζάναψες τὸν πόθο μου ποὺ τρομερὸς τρανώνει.
Immortalité said
Δύτη αρχίζω απο κει που πήρες 24 points (δώδεκα του Αλφρεντ και αλλα τόσα του πληρεξουσίου του) Και επειδή για ότι έγραψες douze points από και απο μένα δεν ειναι αρκετοί τί να πω! Στο χωριό μου το λένε ως εξής: Ζωγραφίζεις παλι Δύτη. Ζωγραφίζεις! 🙂
ΔΗΜΙΔΗΣ Δημήτρης said
#61. «…είναι σαν το φτέρνισμα. Έτσι κι αρχίσω σταματημό δεν έχει».
Δύτη, κινδυνεύεις. Από δω κι εμπρός θα σε κεντρίζουν για να ζωγραφίζεις, όπως έγραψε η Αθανασία, ή και να κεντάς!
sarant said
Καλά, αυτά είναι κομμάτια για ανθολογία, που έγραψε ο Δύτης. Θα μπορούσαμε να το συστηματοποιήσουμε μάλιστα 🙂 Κρίμα που είχα πέσει νωρίτερα…
Νοσφερατος said
Βλεπω ποιητακίζετε χωρίςκαμία αιδώ
κι αλίμονο …δεν προφτασα ποιημα να πώ εδώ…
αισθανομαι απορριψη : δεν προφτασα να γραψω
και μούρχεται Ω Ποιηται!στο κλαμα να πλανταξω
Τοσα στιχακια γραψατε χωρις καμμιαν αιδώ.
Γιατί δεν περιμενατε ποιημα να γραψω εδώ;
Δύτης των νιπτήρων said
Ωχ, παιδιά, εγώ πάλι το πρωί σκεφτόμουν ότι στο περί -τρ- πονημάτιον ξέχασα τη σημαντικότερη λέξη, που χαρακτήριζε τη χθεσινοβραδινή συμπεριφορά μου: τρολ. 🙂
Voulagx said
Τρία τρολάκια τρόλαραν τραυλίζοντας τρελά τρολίσματα! 😛
sarant said
Στρυφνός στρατιώτης στρώθηκε στη στράτα του Στρυμώνα
πάνω σ’ ένα στρατσόχαρτο και έστριβε τσιγάρο
και μία στρίγγλα πέρασε, στριγγή φωνή του βάζει
Στρίβε στρατιώτη από δω μη σου στράψω καμία!
(υπάρχει και η στρυχνίνη…)
sarant said
Το 71 του Νοσφεράτου το μπλόκαρε η σπαμοπαγίδα…
sarant said
Και επειδή θα λείψω για αρκετές ώρες, ως αργά το βράδυ, ελπίζω να μην πιαστούν κι αλλα στις δαγκάνες του Ακισμέτ (έτσι λέγεται η σπαμοπαγίδα).
ηρώ διαμαντούρου said
άμα είναι να ξετουρκέψουμε τα ελληνικά, ας ξετουρκέψουμε και την μαγειρική μας από όλα τα εδέσματα αυτά, ας καταργήσουμε και τον τούρκικο καφέ και ένα μεγάλο μέρος της μουσικής μας, ας αλλάξουμε επώνυμα, κλπκλπκλπ…
Μα είμαστε καλά;! Σα να λέμε ότι πρέπει να ξελληνίσουν και όλοι οι ξένοι τις γλώσσες τους από τα ελληνικά και να βρουν η φιλοσοφία, η ιατρική και τα μαθηματικά άλλους όρους! Τι θα είχε να πει ο κύριος Διζιπώςτονελένε για όλ’ αυτά; (παρεμπιπτόντως, δεν σας θυμίζει το όνομα του Γκιζίκη;…)
προσπαθώ να διακρίνω ένα ίχνος λογικής σε όλ’ αυτά, αλλά δεν μπορώ. Και δεν έχει σημασία το ότι πχ και οι γάλλοι ήθελαν να πετάξουν από τα λεξικά τους λέξεις όπως το blue jeans, το θεωρώ εξίσου γελοίο. Είναι μια στείρα και άτοπη απάρνηση όλο αυτό.
Τέτοια βιβλία έχουν μία και μόνο χρησιμότητα: να τα έχουμε στο τραπέζι του σαλονιού μας ώστε, σε περίπτωση που αρχίζει να πέφτει νύστα στην παρέα, να αρχίζουμε να διαβάζουμε από κει μέσα και να γελάμε… κάπως όπως αρχίζουμε τα ανέκδοτα όταν βαριόμαστε και δεν έχουμε τι άλλο να πούμε…
amvonas said
Συμφωνώ απόλυτα με την Ηρώ. Είναι μάταιο, ανούσιο και παράλογο να μας παρασέρνει αυτός ο ακραίος εθνικισμός. Ο στρουθοκαμηλισμός ουδέποτε ευεργέτησε. Δηλαδή να διδάξουμε πως το κανταΐφι λέγεται ρομβόσχημος ή ρομβωτός;; Μήπως και η Νίκη της Σαμοθράκης είναι παριζιάνα φτερού επειδή φυλάσσεται στο Λούβρο;;;
sarant said
Ηρώ καλημέρα, Άμβωνα καλώς ήρθες. Το βιβλίο του Διζικιρίκη δεν το παρουσίασα, προφανώς, σαν εφαρμόσιμη πρόταση αλλά σαν γλωσσική άσκηση -και άσκηση στη ματαιότητα, όπως γράφω πιο πάνω. Και ο καθαρισμός σήμερα δεν γίνεται «με τον τρόπο του Διζικιρίκη» αλλά με άντληση από τα αρχαία. Τους κεφτέδες δεν τους είπε κανείς «λιανιστούδια» αλλά επιχείρησαν να τους πουν «κρεατοσφαιρίδια» ή, άλλοι, με ασκήσεις δημιουργικής γλωσσολογίας όπως είπε και σε προηγούμενο σχόλιο ένας φίλος, εφεύραν ελληνική αρχή (κοπτόν κτλ.)
Ελληνική ορολογία χρειαζόμαστε, αλλά ο κεφτές και ο καφές είναι πια ελληνικές λέξεις εδώ και αιώνες. Όταν καλούμαστε να προτείνουμε ελληνική ορολογία για σημερινούς νεολογισμούς -ένα θέμα που μας έχει απασχολησει στο παρελθόν και θα μας απασχολήσει ξανά- είναι χρήσιμο να έχουμε υπόψη μας και άλλες προσεγγίσεις, ακόμα και αυτήν εδώ.
ηρώ διαμαντούρου said
σάραντ! φυσικά καλά έκανες και ανέφερες αυτό το βιβλαράκι κι έτσι πληροφορηθήκαμε την ύπαρξή του όσοι -βιβλιοπερίεργοι ή μη- την αγνοούσαμε. Τώρα βλέπω ότι φάνηκα λίγο απότομη, απολογούμαι εκ των υστέρων: όχι, δεν θύμωσα μαζί σου, τα πήρα με τον κύριο Δ.! Αλλά είναι αλήθεια ότι παραξενεύτηκα λίγο, γιατί μου φάνηκες με το παραπάνω επιεικής, ποιος, εσύ! Μπορεί να το παρεξήγησα.
Δεν πιστεύεις όμως ότι είναι γελοία αυτή η προσπάθεια / άποψη του κυρίου Δγκιζίκη; Ακόμα κι αν δεν της βάλουμε κανένα χρώμα, δεν παύει να είναι βιασμός για την γλώσσα, προερχόμενος από αίσθημα ντροπής για τις λέξεις που μιλάμε. Και η ντροπή δεν φέρνει ποτέ καθαρά αποτελέσματα.
Παραμένω της άποψης ότι, χρήσιμο-ξεχρήσιμο, το βιβλίο αυτό είναι για να γελάς μαζί του σε στιγμές πλήξης -κι αυτό μόνο για όσους ξέρουν να διακρίνουν τα πράγματα. Γιατί άλλοι μπορεί να το πάρουν στα σοβαρά…
Καλημέρα λοιπόν κι ας είναι απόγευμα -έτσι, γιατί δεν την είπα το πρωί!
Αγγελος said
Προσπάθεια να αντικατασταθούν λέξεις τόσο βαθιά ριζωμένες στη γλώσσα όπως ο κεφτές και ο μπακλαβάς είναι βέβαια μάταιη και κωμική. Όμως ο Διζικιρίκης με τα γεμιστούδια και τα λιανιστούδια του μας θυμίζει κάτι που η γραπτή νεοελληνική (όπως άλλωστε και η γαλλική) σαν να έχει ξεχάσει: ότι και η λαϊκή γλώσσα έχει πλούσιες λεξιπλαστικές ικανότητες, που δεν υπάρχει κανένας λόγος να τις αγνοούμε συστηματικά όταν πάμε να δημιουργήσουμε νέα ορολογία
Μιχάλης Νικολάου said
@73.
«Τρία τρολάκια τρόλαραν τραυλίζοντας τρελά τρολίσματα»: Τραλαλά! 🙂
SophiaΟικ said
Και να προσθεσω ότι και στις δυτικές γλώσσες Ηρώ υπάρχει μια κίνηση καθαρότητας από τις λατινικές και ελληνικές λέξεις, η οποία δνε είναι τελείως ανεδαφική. Στα γερμανικά είχα διαβασει κατι σχετικό και στα αγγλικά, ε, το βλεπω καθε μερα. Απλή γλώσσα, σου λένε, χωρίς τις φιοριτούρες των εισαγόμενων λέξεων.
Κορνήλιος said
καλὰ ποὺ ὑπῆρχαν οἱ καθαρευουσιάνοι καὶ δὲν μιλᾶμε σήμερα ὅπως ὁ Μακρυγιάννης. αὐτὸς ξετούρκεψε τὴν χώρα κι ἄλλοι τὴν γλῶσσα.
Μαρία said
Κουνιέται, πήρε δρόμο το σινάφι.
Τα λεφούσια αμολήσανε φετφάδες.
Το μαχαίρι στο κόκαλο. Νισάφι.
ηρώ διαμαντούρου said
η λαϊκή γλώσσα όμως, Άγγελε, δεν έχει στεγανά και μπορεί και χωράει πάαααρα πολλά! Και τουρκικά και ιταλιάνικα και εγγλέζικα και σπανιόλικα και το γαλλικό και το αρχαίο και όλα. Παίρνει ΕΝΣΤΙΚΤΩΔΩΣ ΚΑΙ ΑΥΘΟΡΜΗΤΑ -και όχι σκυμμένη πάνω σε βιβλία- ό,τι της χρειάζεται και το φοράει όπως ταιριάζει. Να ποιο είναι το μάθημα που πρέπει να πάρουμε από αυτήν… Και δεν εννοώ να την παπαγαλίσουμε, αλλά να παραδειγματιστούμε από την άνεση, την ελευθερία της και την επιείκειά της. Δηλαδή να λέμε ναι στον πλούτο και στο νέο, αλλά όχι εις βάρος του παλιού, παρά μόνο αν το παλιό έχει ξεφτίσει από μόνο του ή δεν μας καλύπτει.
Εκεί είναι που η περίφημη «γλώσσα των νέων» έχει να πει πολλά, γιατί έχει αντικαταστήσει την λαϊκή, η οποία έληξε, πιστεύω. Οι πιτσιρικάδες σήμερα είναι οι μόνοι (ό,τι και να σημαίνει αυτό) ικανοί να προσθέσουν prima vista νέα στοιχεία στη γλώσσα, έτσι όπως ταιριάζει ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ. Ώστε, δηλαδή, να ξέρουμε τι λέμε και να συνεννοούμαστε, να ορίζουμε / ξεχωρίζουμε την διάθεση και την πρόθεση πίσω από τα λόγια.
Για το περί κάθαρσης της (όποιας) γλώσσας από όποια στοιχεία: άποψή μου πως οτιδήποτε υπάρχει ήδη στο ενεργητικό της, καλώς υπάρχει -και από κει και πέρα, όποιος θέλει το χρησιμοποιεί, όποιος δεν θέλει το αγνοεί. Δεν χρειάζεται να διώξουμε τίποτα, αλλιώς θα μειωθούν οι δυνατότητες της έκφρασής μας, την οποία ορίζουν παράγοντες της στιγμής, όπως το χιούμορ, η ποίηση, η ειρωνεία… Πχ. Θα πεις σινάφι, κλίκα, παρεΐτσα, σόι, φάρα, κλαμπ, κύκλος, κλπκλπκλπ. Κάθε φορά θα χρησιμοποιήσεις το χ συνώνυμο και για άλλον λόγο.
Γιατί η γκάμα της παλέτας να γίνει μονότονη; Θα μου πείτε, όλ’ αυτά που λες αφορούν τους ποιητές, λόγου χάρη. Όχι, αφορούν τα πάντα, από τα πρωτοσέλιδα και τις διαφημίσεις, μέχρι την μεγάλη ποίηση.
sarant said
Ε, δεν νομίζω ότι διαφωνεί κανείς μ’ αυτά.
Νοσφερατος said
Για να διουμε θα με μπλοκαρουν παλι αι σπαμοπαιγιδαι;
Nick Nicholas said
@24 Όντως είχα μπερδέψει το Δαγκίτση με το Διζικιρίκη, μάλλον επειδή κάποιος σχολιαστής (στα αγγλικά μάλιστα) επεσήμανε την ετυμολογική δουλειά του Διζικιρίκη για να δείξει πως δεν ήταν ντιπ τρελός…
Λοιπόν, θα πάρετε έναν κουραμπιέ; « Τάδε έφη… ΕΦΗ said
[…] και εξελληνισμού (βέβαια ο Γιάκωβος Διζικιρίκης είχε προτείνει να τον πούμε αλευράχνη, αλλά ευτυχώς δεν εισακούστηκε) και μπαίνει […]
Θα πάρετε έναν κουραμπιέ; | Meganisi Times said
[…] και εξελληνισμού (βέβαια ο Γιάκωβος Διζικιρίκης είχε προτείνει να τον πούμε αλευράχνη, αλλά ευτυχώς δεν εισακούστηκε) και μπαίνει […]
Θα πάρετε έναν κουραμπιέ; said
[…] και εξελληνισμού (βέβαια ο Γιάκωβος Διζικιρίκης είχε προτείνει να τον πούμε αλευράχνη, αλλά ευτυχώς δεν εισακούστηκε) και μπαίνει […]
babis said
Μία λέξη με 8 ι; Τσικιρικιτζιλίστικη. Εκ του τσικιρικιτζής (ψείρας, σχολαστκός αλλά και τσιγγούνης, ψιλικατζής) > τσικιρικιτζιλίκι > τσικιρικιτζιλίστικη.
sarant said
Συγχαρητήρια Μπάμπη! Αν και εγώ θα έλεγα «τσικιρικιτζιλίδικη» 🙂 Βέβαια, εδώ που τα λέμε, η συμπεριφορά του τσικιρικιτζή είναι τσικιρικιτζήδικη, ένα ι λιγότερο.
Και αλήθεια, αυτό σημαίνει; Εγώ το είχα για θετικόν χαρακτηρισμό.
Μαρία said
94 Μπράβο, ρε Μπάμπη, παρόλο που το επίθετο με τα 8 είναι γλωσσοδέτης. Να μη ξεχνάμε και τη μητρική μας γλώσσα.
Μαρία said
Νίκο, απο πού ήξερες τη λέξη και τη θεωρείς και θετικό χαρακτηρισμό;
http://www.slang.gr/lemma/show/tsikirikitzis_6507:%CF%84%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%B9%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%B9%CF%84%CE%B6%CE%AE%CF%82
sarant said
Την είχα ακούσει σε ελληνική ταινία πριν από δεκαετίες -προφανώς έκανα λάθος.
Μαρία said
97 Μπράβο μνήμη!
Είναι το αντίθετο του κιμπάρη.
babis said
Το τσικιρικιτζίδικη είναι μάλλον πιο σωστό, αλλά την έφτιαξα στο καρμπόν του δασκαλίστικη παρά του κιμπαρ(ι)λίδικη. Κατατάλλα, τα λεξικά μας τον σνομπάρουνε τον τσικιρικιτζή (τέτοια άτομα γενικά δεν πρέπει να τα δίνουμε και πολλή αξία), οπότε δεν μπορεί να βρει κανείς την ετυμολογία εύκολα. Στα τούρκικα τσικιρικιτζής σημαίνει φαιδρός, τιποτένιος, άνευ αξίας άνθρωπος.
Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης said
Εδώ και χρόνια πάντως χρησιμοποιώ το «είδηση» αντι του «χαμπάρι»! Πολύ εύκολο, εύηχο, κλπ. Θα ήθελα να με πληροφορούσε κάποιος για ένα σχετικό βιβλίο τουρκικών όρων και των αντίστοιχων ελληνικών (ή λατινογενών, σεβασμό στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό!). Θα μου ήταν πολύ χρήσιμο (εμένα και του 4χρονου γιού μου!).
Χάρης said
Αγαπητέ Αλέξανδρε, ετοιμάζεται, σε 6 μηνες θα κυκλοφορήσει, «οι τούρκικες λέξεις στη Νέα ελληνικη γλώσσα». Χάρης
Λ said
Έχω κι’ εγώ το βιβλίο του Διζικιρικη, έναντι 4 ευρώ, από το βιβλιοπάζαρο του βιβλιοπωλείου Μούφλον, που γίνεται κάθε πρώτο Σαββατοκύριακο του Νιόβρη.
Για το κοτσάνι στην Κύπρο λέμε τίτλος ιδιοκτησίας και για το ρήμα κοτσανιάζω λέμε μεταβιβάζω (τον τίτλο ιδιοκτησίας) ή εγγράφω (αλλά ακόμη και γράφω), ενώ παράλληλα χρησιμοποιούμε τις Τουρκικές λέξεις.Για τα δικαιώματα νερού όμως το Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας συνέχιζε να εκδίδει Kochan σακοραφίων μέχρι τελευταία (μόνο για τη Λευκωσία εντός των τειχών). Έχω στο όνομα μου Κοτσάνι για σακοράφι νερού (δικαίωμα προμήθειας νερού μέχρι και 27 τόνων τη διμηνία χωρίς καταβολή τέλους) αλλά δυστυχώς αυτό το προνόμιο καταργήθηκε το 2012.Έμεινα με το κοτσάνι στο χέρι.
sarant said
Τι είναι όμως το σακοράφι;
Λ said
Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα διάλεξη στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Γεωργίας για την υδροδότηση της Λευκωσίας. Διαβάζοντάς την θυμήθηκα ότι δεν ήταν ακριβώς «δωρεάν» υδροδότηση. Πλήρωνα καμιά 20αρια ευρώ κάθε Φεβράρη.
«Το 1818 (sic) και μέχρι το 1960, ακολουθεί η περίοδος της Αγγλοκρατίας. Η παγκόσμια γενικότερα ανάπτυξη, συνέτεινε ώστε οι Άγγλοι να κατασκευάσουν κάποια έργα υποδομής. Ανάμεσα σ’ αυτά, περιλαμβάνεται και η ανόρυξη γεωτρήσεων και η μεταφορά του νερού με σωλήνες στην πόλη, πρώτα σε ορισμένα διάφορα κεντρικά σημεία όπου κτίστηκαν οι γνωστές δημόσιες βρύσες και μεταγενέστερα σε κεντρικές υδατοδεξαμενές. Οι σωλήνες δεν είναι πια πήλινες, είναι από σίδηρο και από αμίαντο. Οι δημόσιες φουντάνες έχουν το δικό τους χαρακτηριστικό όνομα “της τζουτζούς”, “του Μαύρου”, “της Καρυδιάς”, “του Ρογιάτικου” κ.α.
…
Στη συνέχεια με κυβερνητική αλλά και ιδιωτική πρωτοβουλία οργανώνονται οι προμηθευτές νερού. Πρώτα οι νεροφόροι, ή νεροπούληδες και μετά το νερό στα πλούσια σπίτια, με ιδιωτικές διασωληνώσεις, για όσους μπορούσαν βέβαια να πληρώσουν για την αγορά τίτλου δικαιώματος, αφού αυτό τους επέτρεπε να παίρνουν νερό με το σακκοράφι, ένα σύστηνα που εξυπηρέτησε μαζί με τις δημόσιες βρύσες την παλαιά πόλη της Λευκωσίας μέχρι και το 1975. Το σακκοράφι, το χοντρό δηλαδή βελόνι, καθόριζε διάμετρο και κατ’ επέκταση ποσότητα νερού που μπορούσε ο κάθε τιτλούχος να έχει. Τέτοιοι τίτλοι ήταν του “Κολακκίδη”, της “Περνέρας”, “του Νεκροταφείου”, “του Κουλλάκκου”, “του Εφκάφ” κ.α. «
http://www.cyprus.gov.cy/moa/wdd/Wdd.nsf/All/0DB92380C4668EE8C2256E320027FE12?OpenDocument&print
Λ said
Και η «conclusive» διεύθυνση για το σακκοράφι
http://www.wbn.org.cy/index.php/2014-02-23-13-08-04/2014-02-23-19-09-30
sarant said
Συναρπαστικό, ευχαριστώ!
Λ said
Τον Καραγκιόζη θα το λεμε Μαυρομμάτη;
Λ said
Η πλάκα είναι ότι το σακκοράφι (αντικείμενο και όχι η μονάδα μέτρησης νερού) ήταν τόσο γνωστό, που ο ομιλητής δεν έκανε τον κόπο να το περιγράψει, αν και η νέα γενιά δεν νομίζω να έχει ιδέα. Είναι μια μεγάλη μεταλλική βελόνα, διαμέτρου περίπου πέντε χιλιοστών και μήκους 10 περίπου εκατοστών. Δεν έχω δει σακκοράφι από το 74 και δεν ξέρω αν υπάρχει στο εμπόριο. Με αυτό ράβαμε και επιδιορθώναμε τους σάκκους για τη μεταφορά σιταριού και άλλων σπόρων. Επίσης το χρησιμοποιούσαμε για να περάσουμε σε σπάγκο τα φύλλα καπνού ώστε να τα βάλουμε στον ήλιο να στεγνώσουν.
Για το σακκοράφι σαν μονάδα μέτρησης νερού:
http://cypruslibrary.moec.gov.cy/ebooks/The_Cyprus_Gazette_1961-1962/files/assets/basic-html/page122.html
Σύντομα θα δω σακκοράφι γιατί θα πάω στο Μουσείο Νερού.
http://www.wbn.org.cy/index.php/2014-02-20-18-38-15
sarant said
Πολύ ενδιαφέρον.
Εμείς λέμε «η σακοράφα». Που και πάλι δεν ξέρω αν έχει δει κανείς.
Theo said
109:
Είχε στο μαγαζί του παπού μου, στην Έδεσσα, που πουλούσε «εγχώρια προϊόντα», κυρίως μαλλί για γνέσιμο (αρνόμαλλο και γιδόμαλλο), αλλά και μπούκοβο και τριφυλλοσπορο. Τα είχε σε τσουβάλια και «χαράρια» (τα μεγάλα και χοντρότερα τσουβάλια). Είχε και τις σακοράφες, να τα επιδιορθώνει.
Theo said
110:
Καλύτερα: Είχε ο παούς μου στο μαγαζί του.
Theo said
Φτου!
Είχε ο παπούς μου στο μαγαζί του.
Νέο Kid Στο Block said
Πόθεν όμως το σακοράφι να σημαίνει «ποσότητα νερού»; Μυστήριο…
Το ιντερνετ δεν βοηθάει. Το μυαλό μου πάει στη συνηθισμένη (παλιότερα και στην Ελλάδα) μονάδα-έκφραση «τόσες ίντσες νερό(δηλ.παροχή/πίεση)» .Το σακοράφι πρέπει να είναι κατά μέσο όρο 3 με 4 ίντσες , ίσως και μεγαλύτερο, αρκετό νερό ώς παροχή νοούμενο.
Μαρία said
109
Και έχουμε δει και την έχουμε χρησιμοποιήσει, για να ράψουμε τσουβάλια 🙂
Κουραμπιέδες – ηχωμαγειρέματα said
[…] […]
Νίκος said
Είναι απλά μπούρδα το να θέλουμε να «καθαρίσουμε» τη γλώσσα από δάνεια, γιατί και λέξεις που οι καθαρολόγοι θεωρούν Ελληνικότατες είναι ουσιαστικά δάνεια από τα Προελληνικά και άλλες αρχαίες γλώσσες! Υπολογίζεται ότι κάμποσες χιλιάδες λέξεις και 90% των αρχαίων τοπονυμίων είναι από Προελληνικές γλώσσες, κι όσο πιο παλιά σκάβεις τόσες περισσότερες στρώσεις δανείων θα βρίσκεις. Αν μη τι άλλο τα δάνεια δείχνουν την ιστορία της γλώσσας των ομιλητών και τις επαφές τους με άλλους λαούς, πχ τα φραγκικα δάνεια στην Κυπριακή γλώσσα, που έχουν και πολύ πλάκα. Δεν είναι κάτι κακό! Επίσης αυτό που μου τη δίνει είναι ότι οι Καθαρευουσιάνοι και οι κρυφονεοκαθαρευουσιάνοι (σαν τον Μπαμπινιώτη) τη βρίσκουν με το να μεταφράζουν λέξεις από δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, κάτι που κατά τη γνώμη μου είναι υποκριτικό γιατί είναι το ίδιο πράμα με τον άμεσο δανεισμό, αν όχι χειρότερο, γιατί είναι λέξεις Ελληνοφανείς αλλά όταν πας να τις αναλύσεις δεν βγάζουν νόημα ούτε στα Αρχαία ούτε στα νέα Ελληνικά πχ διαδίκτυο, τηλεόραση κλπ.