Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης: Μποέμικα χρόνια
Posted by sarant στο 5 Νοεμβρίου, 2013
Εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω, κάθε δεύτερη Τρίτη, αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης” (εκδ. Ερατώ, 1995, εξαντλημένο), που είναι μια βιογραφία του παππού μου, του Νίκου Σαραντάκου (1903-1977), ο οποίος είχε το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης (που είναι ομηρική έκφραση και σημαίνει ‘βάρος της γης’). Η σημερινή συνέχεια είναι η τέταρτη, στην οποία ο Δημήτρης, ο πατέρας του παππού μου, έχει φύγει για τη Μάνη, αφήνοντας τα παιδιά του, που έχουν πιάσει δουλειά, στην Αθήνα. Ο παππούς μου δουλεύει σε τράπεζα. Η προηγούμενη τρίτη συνέχεια, βρίσκεται εδώ. Θυμίζω ότι ο Δημήτρης [Σαραντάκος] είναι ο πατέρας του παππού μου.
Το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής συνέχειας είναι παρμένο από ένα ημιτελές κείμενο που έγραψε ο ίδιος ο παππούς μου. Αυτό το εμφανίζω με πλάγιους χαρακτήρες, ενώ την αφήγηση του πατέρα μου με όρθιους.
Μόλις έπιασαν δουλειά στην Αθήνα, ο Μιχάλης κι ο Νίκος γράφτηκαν στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου. Κατοικία είχαν εξασφαλισμένη, γιατί με τα λεφτά που εξοικονόμησε, όσα χρόνια δούλευε στην Τράπεζα, ο Δημήτρης αγόρασε ένα σπιτάκι στην Αθήνα, στην άκρη της αραιοκατοικημένης τότε συνοικίας Παγκράτι, κοντά στην τοποθεσία Γούβα. Το σπίτι, ισόγειο, το αποτελούσαν τρία δωμάτια και μια κουζίνα, χτισμένα το ένα μετά το άλλο, χωρίς να τα συνδέει διάδρομος ή χολ. Το οικόπεδο όμως είχε μεγάλη αυλή και πηγάδι. Ο ποιητής, σε ένα, ημιτελές δυστυχώς, κείμενο του, που είχε αρχίσει να γράφει λίγο πριν πεθάνει, περιγράφει τη νέα τους κατοικία και τη ζωή του στην Αθήνα:
Έμενα τότε. με τ’ αδέρφια μου (και με διαφόρους κατά περίστασιν αστέγους φίλους), στο πατρικό μου σπίτι, που έκειτο στο Παγκράτι, κατά Γούβα μεριά. Το σπίτι αυτό είχε τρία δωμάτια και κουζίνα και μία ευρύτατη αυλή με αρκετά βαθύ πηγάδι, το νερό του οποίου ήταν, τότε, πόσιμο. Δίπλα μας ήταν ένα σπίτι, άλλο ένα πιο πέρα και κάπως μακρύτερα κάμποσα μαζεμένα, που αποτελούσαν τη συνοικία της Γούβας.
Ο προς τα ΒΑ ανήφορος ήταν εντελώς ελεύθερος παντός κτίσματος και γιομάτος σπερδούκλια, που ανθοβολούσαν την άνοιξη κι ήτανε χάρμα. Αν δεν ήταν εντελώς ανώμαλος ανήφορος, θα μπορούσε να πάρει το χαρακτηρισμό «ασφοδελός λειμών» τουΆδου, αφού καμμιά εκατόν πενηνταριά μέτρα πιο κάτω ήταν η ατείχιστη τότε επέκταση του Πρώτου Νεκροταφείου.
Αυτή η γειτνίαση, που απετέλει μια διαρκή υπόμνηση της ματαιότητος των ανθρωπίνων, εμάς δε μας ενοχλούσε καθόλου. Απεναντίας, μας έδινε επιχειρήματα για να δικαιολογούμε την πολιτική της αμέριμνης σπατάλης που ακολουθούσαμε.
«Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα».
«Τι ναν τα κάνεις τα λεφτά να τα φυλάς. Φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήξωμεν!»
Εμένα μ’ άρεσε να κάνω βόλτες ανάμεσα στους τάφους, που οι περισσότεροι ήταν ανθοβολώνες κι όταν καμιά φορά τ’ αδέρφια μου ή οι φίλοι με ρωτούσαν:
«Πού χάθηκες μωρέ;»
Απαντούσα: «Και πάλιν κατενόησα εν τοις μνήμασι…» [στίχος από τη νεκρώσιμη ακολουθία – Ν.Σ.]
«Δεν πας στο διάολο, λέω γω».
Κάποια μέρα θυμάμαι είχα μισοξαπλώσει στη μαρμάρινη πλάκα ενός μεγάλου τάφου κι έγραφα ένα γράμμα. Ένας φύλακας του Νεκροταφείου που έτυχε να περάσει από κει και μ’ είδε άρχισε να κλωθογυρίζει και να με κοιτάζει κάπως παράξενα. Φαντάστηκε ο άνθρωπος, κι όχι αδικαιολόγητα, πως ήμουν υποψήφιος αυτοκτόνος και γράφω το αποχαιρετιστήριο γράμμα μου. Τον είδα αλλά απορροφημένος στο γράψιμο δεν τούδωσα σημασία. Κάποια στιγμή ζυγώνει κοντά, μ’ αγριοκοιτάζει και μου κάνει:
«Άκου αγόρι! αν είναι να τινάξεις τα μυαλά σου, να πας πουθενά αλλού. Δεν έχω καμιάν όρεξη να με τραβάνε στο τμήμα για μάρτυρα. Δίνε του λοιπόν».
Μόνο για υποψήφιο αυτόχειρα δε φανταζόμουν πως μπορεί να με πάρουν. Επειδή όμως το πράμα είχε το γούστο του δεν τονε διέψευσα, αλλά παίρνοντας όσο μπορούσα πιο θλιβερό και πεισιθάνατο ύφος, τα μάζωξα κι έφυγα, ενώ ο «σωτήρας» μου κουνούσε το κεφάλι κι έλεγε ωσείκαθ’ εαυτόν:
«Χαμένε! Παιδί πράμα και πας να σκοτωθείς…»
Δε χρειαζότανε ραντεβού. Οπωσδήποτε θα μαζευόμαστε στου Χαράλαμπου για φαΐ, είτε είχε δοθεί ραντεβού είτε όχι. Η εστίαση στου Χαράλαμπου Αρβανίτη, μεσημέρι-βράδυ είχε χαρακτήρα υποχρεωτικό. Ήτανε κάτι αναπότρεπτο. Το θέλαμε δεν το θέλαμε εκεί θα τρώγαμε. Όχι πως ο φουκαράς ο Χαράλαμπος αξίωνε από μας κάτι τέτοιο. Κάθε άλλο. Εδώ που τα λέμε μάλιστα ενδεχομένως να ευχότανε μέσα του να μην είμαστε και τόσο ταχτικοί, γιατί ο λογαριασμός του καθενός ανέβαινε με τις καθημερινές ανοιχτόκαρδες σπονδές της παρέας σε ανησυχητικά υψηλή στάθμη κι αυτό τον έκανε ίσως να νοιώθει ένα αόριστο αίσθημα ανασφάλειας. Αυτό είναι απλώς μια αυθαίρετη δική μου σκέψη γιατί ο Χαράλαμπος ποτέ του δε μας άφησε να ψυλλιαστούμε ότι ανησυχεί για το λογαριασμό. Εξάλλου όλοι μας ήμασταν «τίμιοι». Δηλαδή ήμασταν προνοητικοί. Καταλαβαίναμε πως εκεί δε χωράνε ματσαράγκες. Κάπου αλλού ναι, αλλά το φαΐ είναι φαΐ κι αυτό που λένε «ουκ επ’ άρτω ζήσεται άνθρωπος» είναι σχήμα λόγου ή πιο παστρικά τρίχες.
Εμείς άμα δεν υπήρχε το «βιβλιαράκι» στο μαγέρικο θα μέναμε ασφαλώς νηστικοί. Εθαύμαζα εξ όλης ψυχής κάμποσους γνωστούς που τρώγανε τοις μετρητοίς, αγόραζαν τσιγάρα τοις μετρητοίς, έφτιαχναν ρούχα και παπούτσια τοις μετρητοίς και λοιπά. Τους θαύμαζα αλλά ήμουν ανίκανος να τους μιμηθώ. Κι όχι μόνο εγώ αλλά κι ολόκληρη η παρέα. Εμείς τα καθημερινά έξοδα: φαΐ, κρασί και τσιγάρα, τα είχαμε εξασφαλίσει με την απόλυτη τιμιότητα και συνέπεια στον εστιάτορα και τον περιπτεριούχο. Μόλις έπεφτε το παραδάκι η πρώτη μας φροντίδα ήταν ο μάγειρας κι ο τσιγαράς. Η τακτοποίηση αυτών των δύο απόλυτης προτεραιότητας λογαριασμών θα γινότανε έστω και αν μετά από το μηνιάτικο δεν απόμενε τίποτα.
Χρέη φυσικά είχαμε κι άλλα. Ο μοναδικός μας πλούτος ήταν τα χρέη. Όμως όλα τα άλλα μπορούσαν να περιμένουνε. Στο κάτω κάτω: «αυτοί θα χτυπήσουνε την πόρτα μας», όπως έλεγε ο Πατρίδας με την αργή και βαριά ομιλία του, όταν κανείς ανησυχούσε για τους άλλους πιστωτές μας. Για να φτιάξουμε ρούχα και παπούτσια έπρεπε βέβαια να ξοφλήσουμε το υπόλοιπο του χρέους των προηγουμένων. Αλλά τα ρούχα και τα παπούτσια δεν είναι και τόσο είδη πρώτης ανάγκης. Συνήθως το χαρτζιλίκι που μας έμενε μετά την εξόφληση των οφειλών μας ήτανε της τάξης του κατοστάρικου. Για το τραμ, για κάναν καφέ, για κάναν κινηματόγραφο, για κάνα θέατρο. Σε όλα αυτά τα ιδρύματα βλέπεις δεν κάνουνε πίστωση -εξαιρέσει ίσως του καφενείου- και συνεπώς ένα κάποιο χαρτζιλίκι ήταν απαραίτητο. Κι αυτό βολευόταν με μικροδάνεια, από συντηρητικούς φίλους που είχαν πάντοτε ψιλά – γιατί το περίσσευμα από το μισθό όποιο και να ’τανε εξαφανιζότανε μυστηριωδώς από την πρώτη ή τη δεύτερη μέρα.
Εγώ είχα πολλούς φίλους που ευχαρίστως μου δάνειζαν μικροποσά, γιατί πρώτον τα επέστρεφα πάντοτε και δεύτερον γιατί τους έκανα την τιμή να τους κάνω πού και πού παρέα. Έτσι αν ήτανε καμιά σοβαρή παράσταση στο θέατρο, που δεν έπρεπε να τη χάσουμε, εγώ όση αψιλία κι αν επικρατούσε εύρισκα τρόπο να οικονομήσω το αντίτιμο τριών τουλάχιστον εισιτηρίων για μένα και για δυο άλλους πολύ μερακλήδες της παρέας.
Αργότερα, όταν τα πράγματα στένεψαν από οικονομικής πλευράς, τα τρία αδέλφια συμφώνησαν και νοίκιασαν τα δυο δωμάτια και την κουζίνα σε μια γριά χήρα με δυο κορίτσια κι αυτοί περιορίστηκαν στο ένα δωμάτιο. Γρήγορα όμως ανέκυψε θέμα συνύπαρξης με τον Κώστα, που αφενός μεν ήταν από μικρός συνηθισμένος στην τάξη και την καθαριότητα, αφετέρου δε ως πρωτότοκος αξίωνε να έχει τον πρώτο λόγο. Η υπηρεσία του στο στρατό δε βελτίωσε και πολύ τα πράγματα. Οι δύο μικρότεροι αδελφοί του, ατίθασοι και αμελείς, του ‘δειξαν με την πρώτη ότι δε λογαριάζουν σε τίποτα τα πρωτοτόκιά του και κάθε απόπειρα του να τους βάλει σε τάξη έπεφτε στο κενό. Κάποτε τους πρότεινε να σκουπίζουν το δωμάτιο εκ περιτροπής αλλά ο Μιχάλης του το ‘κοψε κατηγορηματικά.
«Όχι μόνο δε θα σκουπίζουμε, αλλά όταν σου ’ρχεται η όρεξη να σκουπίσεις θα περιορίζεσαι στο τμήμα του δωματίου που σου αναλογεί».
Συνήθως ο Κώστας κοιμόταν νωρίς και τα δύο μποέμ αδέλφια του που γύριζαν αργά το βράδυ ή μάλλον, όπως έλεγε ο Νίκος, πολύ νωρίς το πρωί (της επομένης), τον ξυπνούσαν και επακολουθούσε γρίνια. Κάποιο Σαββατόβραδο όμως έτυχε να το ρίξει έξω κι οι άλλοι δύο πέσανε να κοιμηθούν πριν απ’ αυτόν. Είχαν τη συνήθεια να διαβάζουν ξαπλωμένοι, στο φως ενός σπερματσέτου που το ‘χαν στερεώσει σ’ ένα ψάθινο τραπεζάκι ανάμεσα στα κρεβάτια τους. Εκείνο το βράδυ τους πήρε και τους δύο ο ύπνος χωρίς να φροντίσουν να σβήσουν το κερί, που αφού κάηκε ως κάτω, μετέδωσε τη φωτιά στο τραπεζάκι, Ο Κώστας μπήκε την ώρα που το έπιπλο είχε λαμπαδιάσει,
«Καίγεστε, μωρέ. Φωτιά!» έβαλε τις φωνές, ξυπνώντας τ’ αδέλφια του.
Ο Μιχάλης παρατήρησε για λίγο τις φλόγες κι ύστερα γύρισε από το άλλο πλευρό λέγοντας του: «Σβήσ’ την», ενώ ο Νίκος ανακάθισε στο κρεβάτι του και παίρνοντας ένα αποκαΐδι από το πρώην τραπεζάκι, άναψε τσιγάρο και έκατσε να τον παρακολουθεί που έσβηνε τις φλόγες.
Δύτης των νιπτήρων said
Καλημέρα! Νίκο, στην αρχή του ημιτελούς μια διόρθωση: κατά περίσταοιν > κατά περίστασιν
Αναρωτιέμαι τι σχέσεις είχαν στη συνέχεια μεταξύ τους τα αδέρφια!
spiral architect said
Καλημέρα.:)
Δύσκολο πράμα η συγκατοίκηση, άμα δεν ταιριάζουν τα χνώτα των συγκατοίκων. 😐
Δύτης των νιπτήρων said
Spiral, να ανησυχήσω που εδώ και μία ώρα είμαστε μόνο οι δυο μας;
Πηνελόπη Καμπάκη Βουγιουκλή said
Μου φαίνεται ότι ο μιναδικός μας πλούτος είναι τα χρέη μας, πάει γάντι σε όλους μας αυτη την εποχή… ή μάλλον ανέκαθεν και διαχρονικά…
Δύτης των νιπτήρων said
Α! ήτανε να μην το πω 🙂
tofistiki said
«Αργότερα, όταν τα πράγματα στένεψαν από οικονομικής πλευράς […]»
Λες και πριν ήταν άνετα! Σχεδόν αστείο φαίνεται αυτό με σημερινά κριτήρια, αλλά ταυτόχρονα, πόσο κοντινό μοιάζει, με αυτό το μέλλον που μας ετοιμάζουν…
Voulagx said
«κι αυτό που λένε «ουκ επ’ άρτω ζήσεται άνθρωπος» είναι σχίσμα λόγου…»
Ωραιο το σχισμα λογου!
spiral architect said
Για τους απλούς ανθρώπους της εργατικής τάξης κάθε εποχή διαχρονικά είναι δύσκολη. Οι γραπτές μαρτυρίες του παρελθόντος -καλή ώρα όπως τούτη δω- αναπόφευκτα φέρνουν στο νου του σημερινού ανθρώπου συγκρίσεις, που τα συμπεράσματά τους είναι λίγο-πολύ αποσπασματικά και οπωσδήποτε επηρεάζονται από το θυμικό μας.
Για ένα περίεργο λόγο εμένα μου’ ρθε στο νου ο Υπεράνθρωπος του Χατζόπουλου. 😕
Αρκεσινεύς said
Εξαιρετική η σκηνή με το σπερματσέτο.
http://www.ps3youtube.com/v/h0mXHCTL2QA
Αρκεσινεύς said
Αμοργιανοί ασφοδελοί, φθινοπωρινοί. Υπάρχουν δυο είδη; ο Asphodelus microcarpus και ο Asphodelus fistulosus.
Στην Αμοργό λέγονται ασφοντίλοι (ο ασφόντιλας) και υπάρχει και τοποθεσία Ασφοντιλίτης. Ο δημοσιογράφος Ηλίας Προβόπουλος έχει γράψει ένα βιβλίο για τον Μιχάλη Ρούσσο, κάτοικο της περιοχής ο οποίος στόλισε τον τόπο με βραχογραφίες μοναδικές.
spiral architect said
Δεν βλέπω πολύ κίνηση στο ιστολόγιο σήμερα. Μάλλον οι συνδαιτυμόνες του Νικοκύρη ψάχνουν για #free_wifi! 😆
Αρκεσινεύς said
> Φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήξωμεν!
Δε το θυμόταν καλά ο ποιητής, αφού εύχεται έστω και με τον λανθασμένο τύπο να πεθάνουμε!
Ησαΐας ΚΒ΄13 αὐτοὶ δὲ ἐποιήσαντο εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίαμα σφάζοντες μόσχους καὶ θύοντες πρόβατα, ὥστε φαγεῖν κρέατα καὶ πιεῖν οἶνον λέγοντες· φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν.
Παύλος προς Κορινθίους Α΄ ιε΄ 32 φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν.
Αρκεσινεύς said
4. Η παροιμία αποφαίνεται: Ο κακός χρεοφειλέτης ουτ’ αρνείται (ότι χρωστά) ούτε δίνει.
Στην εποχή μας των ισχνών αγελάδων ούτε ο καλός δεν μπορεί να δώσει.
Gpoint said
Σήμερα πάντως το λέμε » ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε, κι ό,τι αρπάξει ο κ@λος μας » γιατί έχει και Φ.Π.Α. στο τσιμπούσι ενώ στην εποχή του Ησαΐα δεν είχε αγορανομία
Gpoint said
Ασε που ήταν και χορευταράς ο Ησαΐας
Αρκεσινεύς said
Φέτος που μειώθηκε ο Φ.Π.Α. στην εστίαση παραπαχύναμε!
Αρκεσινεύς said
http://www.sarantakos.com/mims/bebel.htm
Ο Αύγουστος Μπέμπελ δεν ήταν μόνο μαχητικός σοσιαλιστής, που τα έλεγε χύμα και τσεκουράτα, αλλά και χαρισματικός ρήτορας, που συχνά συνάρπαζε, ακόμα και τους πολιτικούς αντιπάλους του. Όταν λοιπόν, μετά από μια πολύ εμπνευσμένη αγόρευσή του, αντιλήφθηκε πως τον χειροκροτούσαν και τον επιδοκίμαζαν και οι βουλευτές της Δεξιάς, σταμάτησε την ομιλία του και είπε «ωσεί καθ’ εαυτόν», δυνατά όμως:
«Τι λάθος έκανες, καημένε Μπέμπελ, για να σε χειροκροτούν αυτοί οι κανίβαλοι;»
gmallos said
#13 Εγώ γιατί ξέρω πως «Ο καλός χρεοφειλέτης ουτ’ αρνείται ούτε δίνει»;
Και μου φαίνεται λογικό: Αφού αν είναι κακός γιατί να μην αρνηθεί (καλά, για δόσιμο δεν συζητάμε); Τι θα πάθει; Λες να τον κακοχαρακτηρίσουνε;
Αρκεσινεύς said
Όχι, δεν είναι έτσι όπως το θυμάσαι. Ο καλός θα επιστρέψει το χρέος του για να του ξαναδανείσουν σύμφωνα πάλι με την παροιμία: Δανείσου, καλοπλήρωσε, να σε ξαναδανείσουν. Ο κακός, αντίθετα, θα φλομώσει στις υποσχέσεις τον δανειστή του με τα έλα αύριο και μεθαύριο.
Γς said
«Πυρίκαυστος Ελλάδα»
Το νέο κόμμα.
Επίτιος πρόεδρος Ζουράρις.
Πυρίκαυστος…
Γς said
>Επίτιος
Eπίτιμος [πρόεδρος του κόμματος]
ΕΦΗ ΕΦΗ said
>>ο Δημήτρης [Σαραντάκος] είναι ο πατέρας του παππού μου.
-και παππούς του πατέρα μου ! 🙂 🙂 (του πατέρα του Νικοκύρη εννοουμένου)
10. Σ εμάς:
ασφεντηλιά ο ασφόδελος
σφόντυλας ο σπόνδυλος
και σφεντύλι το σφονδύλιον
Πώς ήταν εκείνη η παλιά πρασινωπή «ζωγραφιά» σε καφενεία και μπακάλικα «ο πωλών τοις μετρητοίς και ο πωλών επί πιστώσει» (κάπως έτσι) με δυο φιγούρες, ο ένας γελαστός κι ο άλλος κράταγε το κεφάλι;
Αρκεσινεύς said
http://www.google.gr/search?q=ο+πωλών+τοις+μετρητοίς+και+ο+πωλών+επί+πιστώσει&nord=1&source=lnms&tbm=isch&sa=X&ei=lxZ5UubUOsu10QXktIC
ΕΦΗ ΕΦΗ said
Οι Σαραντάκοι, ενδιαφέροντες τύποι(κάθε άλλο από «άχθη αρρούρης).Γραμματιζούμενοι, τσαμπουκάδες, συνεπείς αλλά και «αλλουβρέχηδες»(χωρίς μεγάλη σκασίλα για την απώτερη βιωτική μέριμνα).Μποέμ κι ωραίοι.
18,19 κάτι σχετικό
Παλιά θυμάμαι έλεγε ο πατέρας μου:’αμα χρωστάς 100 χιλιάδες στην Τράπεζα,ανησυχείς. Άμα χρωστάς 500, ανησυχεί η Τράπεζα. Τώρα και για λίγα και για πολλά ανησυχείς μόνο εσύ.
ΕΦΗ ΕΦΗ said
24.Ωχ,αρούρης!
ΕΦΗ ΕΦΗ said
23: 🙂 έσκισες. φωτιά στα τόπια !
Αρκεσινεύς said
Σε άλλα διάβαζες: Άμα γεννήσει ο πετεινός, τότε θα δίνω βερεσέ του καθενός.
ΕΦΗ ΕΦΗ said
Ο τσαγκάρης σα φτωχάνει, τα παλιά τεφτέρια πιάνει
ΕΦΗ ΕΦΗ said
>>ο Νίκος ανακάθισε στο κρεβάτι του και παίρνοντας ένα αποκαΐδι από το πρώην τραπεζάκι, άναψε τσιγάρο
-«Καίγονται τα γένια μου»
-«Στάσου ν άψω το τσιγάρο μου» !
sarant said
Καλημέρα και καλησπέρα, ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια και να με συμπαθάτε που έλειπα όλη τη μέρα!
Τα λαθάκια που βρήκατε (π.χ. σχίσμα λόγου) είναι επειδή το κείμενο βγήκε από οσιάρ, διότι ο πατέρας μου στα ηλεχαρτιά του άφησε μόνο ένα προσχέδιο του κειμένου, όχι όμως την τελική μορφή του τυπωμένου (και εξαντλημένου) βιβλίου.
Προσγολίτης said
Και το άλλο:
Σήμερα βερεσέ δεν έχει, αύριο ναι.
Voulagx said
#30 Νικο, νομισα πως ηταν λογοπαιγνιο το σχισμα λογου 🙂
sarant said
32: Θα μπορούσε να είναι, πράγματι -αλλά δεν ήταν 🙂
Μαρία said
Θυμήθηκα την παλιά συζήτηση για το σπαρματσέτο, όπου ο Μπουκάν είναι της σχολής του μπαμπά Σαραντάκου.
Αρκεσινεύς said
Νικοκύρη, δεν ήξερα την ανάρτηση Τα κεριά τα σπαρματσέτα, και γι’ αυτό έβαλα το γιουτουμπάκι στο σχ. 9
Αναρτήθηκε από τον/την sarant στο 7 Απριλίου, 2010
Όπως ωραία ξεστρατίζουν οι κουβέντες στα ιστολόγια, έτσι και σε ένα νήμα που είχαμε τις προάλλες για τους Σουλιώτες έφτασε η συζήτηση, ύστερα από 150 περίπου σχόλια, στα σπαρματσέτα. Και μας παρουσίασε ο Γιώργος ο Μπαλόγλου ένα γιουτουμπάκι με τη Ρόζα Εσκενάζη να τραγουδάει «Τα κεριά τα σπαρματσέτα», σε μιαν εκτέλεση που την αγνοούσα:
Αρκεσινεύς said
34. Μαρία, ευχαριστώ για την παραπομπή.
Με την ευκαιρία ευχαριστήρια και για τις χθεσινές αναφορές στις παραστάσεις τιμωρίας των αμαρτωλών. Πάντα τα σχόλιά σου εξαιρετικά, λιτά και ουσιώδη.
Μαρία said
36
Κι εσύ βλέπω σπερματσέτο λες 🙂
Αρκεσινεύς said
37. σπερματσέτο, αλλά ραπανάκι. Πάντως γενικά η αφομοίωση σε μας είναι κανόνας.
ΛΑΜΠΡΟΣ said
Kαλα οι τύποι με την φωτιά, είναι πιο χύμα κι απο μένα.
Κάθε φορά που διαβάζω το Αρούρης, μου έρχεται στο μυαλό, το ΡΕ ΑΡΟΥΡΗ (απο το αρουραίος) που λέγαμε στους νέους στον στρατό.
Γς said
Νικοκύρη, οι δικοί μου και οι δικοί σου έζησαν κοντά στη Μάνη. Κάποτε μάλιστα και στο ίδιο χωριό.
Ο μπάρμπας μου ο Παναγιώτης (Πότης στα μανιάτικα) φοιτούσε την ίδια εποχή με τον παππού σου στο Πανεπιστήμιο.
Τα λέω όλα αυτά γιατί μου έκανε εντύπωση ότι την ίδια περιοχή διάλεξαν κι οι δικοί μου να μείνουν σαν ήρθαν για πρώτη φορά στην Αθήνα απ τη Μάνη.
Πιθανόν να μην είναι απλή σύμπτωση. Δεν αποκλείεται να έμεναν κι άλλοι μανιάτες εκεί. Σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει τουλάχιστον να γνωριζόντουσαν.
Δύτης των νιπτήρων said
40 Και ο Μιχαλολιάκος στη Γούβα μεγάλωσε (όπως μάθαμε από την περίφημη συνδιάλεξη με τον ευγενικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας) και είναι Μανιάτης (υποθέτω).
sarant said
40: Θα βγούμε και συγγενείς 🙂
Μαρία said
41
Κοντά. Φιλολάου και Δικαιάρχου (γνωστή απ’ αλλού) δεν είναι Γούβα.
Γς said
>Ο προς τα ΒΑ ανήφορος ήταν εντελώς ελεύθερος παντός κτίσμα-τος και γιομάτος σπερδούκλια, που ανθοβολούσαν την άνοιξη κι ήτανε χάρμα.
Πρέπει να είναι η Υμηττού. Την είχα προλάβει κι εγώ χέρσα από το Α’ Νεκροταφείο μέχρι τον Προφήτη Ηλία.
>καμμιά εκατόν πενηνταριά μέτρα πιο κάτω ήταν η ατείχιστη τότε επέκταση του Πρώτου Νεκροταφείου.
Στην Μάρκου Μουσούρου.
Και θυμάμαι τη μάνα του φίλου μου Θανάση να περιμένει ματαίως την ελληνοαμερικάνα φίλη της να έρθει από τη Κηφισιά.
Μάρκου Μουσούρου 25 της είχε πεί.
Μισσούρι 25 είπε αυτή στον ταξιτζή.
Γς said
>του Πρώτου Νεκροταφείου. Αυτή η γειτνίαση, που απετέλει μια διαρκή υπόμνηση της ματαιότητος των ανθρωπίνων
Σιγά μη σκέπτεσαι τη ματαιότητα των ανθρωπίνων όταν είσαι 15 χρονών και … ερωτευμένος.
tofistiki said
Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.
Από τη «Λήθη», του Λορέντζου Μαβίλη
Για το σπερδούκλι (Ασφόδελος, Σφέρδουκλας, Ασφόντυλος, Σφεντούλι, Σπερδούκλας, Καραβούκι, Ακαρώνι, Άρβηκας, Σπουρτούλα, Σπερδούκλι, Νεκρολούλουδο, περιδρομόχορτο, μπουρντένι) αξίζει να κάνεις ξεχωριστή ανάρτηση, έχει ξεχωριστό ποιητικό ενδιαφέρον άλλωστε, κι όχι μόνο στην ελληνική ποίηση.
Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι φύτρωνε κοντά στο Α΄Νεκροταφείο, ένα φυτό που οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τροφή των νεκρών.
sarant said
46: Μάλλον δεν ήταν τυχαία η επιλογή της θέσης για το Α’ Νεκροταφείο, αλλά δεν ξέρω την ιστορία του, έτσι το λέω.