Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Το στερνό ταξίδι του Βύρωνα

Posted by sarant στο 15 Σεπτεμβρίου, 2010


Κάθε καλοκαίρι, εδώ και μερικά χρόνια, ο ΔΟΛ διαθέτει, από τα περίπτερα και τα «Σημεία Τύπου», μια σειρά βιβλίων, ένα την εβδομάδα, που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Μια χρονιά, θυμάμαι, ήταν όλα ελληνικά ιστορικά μυθιστορήματα, σαν τους Γαληνότατους του Βλάχου και τους Γραικύλους του Ρούφου (για τους οποίους, το βιβλίο και τη λέξη, χρωστάω να γράψω κάποτε). Πέρυσι, ήταν βιβλία για την ιστορία του 20ού αιώνα, σαν το βιβλίο του Σπ. Μελά για τους βαλκανικούς πολέμους, που το παρουσίασα κι εδώ, ή τα μεγάλα ιστορικά βιβλία του Λιναρδάτου. Φέτος, το μενού είχε βιβλία περιηγητών που επισκέφθηκαν την Ελλάδα παλιότερα, ας πούμε τον 19ο αιώνα όπως ο Σατωβριάνδος ή ο Φλομπέρ. Τα βιβλία που κυκλοφορεί ο ΔΟΛ (νομίζω ότι η σειρά συνεχίζεται κάθε Σαββάτο) έχουν ήδη εκδοθεί παλιότερα στα ελληνικά, όμως οι εκδόσεις είναι νέες, δηλαδή έχουν τουλάχιστον μεταφερθεί στο μονοτονικό.

Λέω τουλάχιστον, επειδή το βιβλίο που θα παρουσιάσω σήμερα έχει υποστεί ριζικότερη επέμβαση –και προς το καλύτερο. Πρόκειται για το Τελευταίο ταξίδι του Λόρδου Μπάυρον και είναι γραμμένο από τον κόμη Πιέτρο Γκάμπα, που συνόδεψε τον Βύρωνα, όπως τον λέμε εμείς, στο ταξίδι του στο Μεσολόγγι κι έμεινε δίπλα του μέχρι το τέλος. Για να σας δώσω ένα κίνητρο να συνεχίσετε να διαβάζετε κάτι το εντελώς ανεπίκαιρο, ορίστε ένα μικρό κουίζ: ποια ελληνική πόλη ήταν το Δραγομέστι που εμφανίζεται συχνά στο βιβλίο; Την απάντηση θα τη βρείτε στις επόμενες παραγράφους.

Λοιπόν, το βιβλίο το έγραψε ο κόμης Γκάμπα. Ευγενής, αλλά με επαναστατικές ιδέες. Ο κόμης ήταν Ιταλός, αλλά έγραψε το βιβλίο του στα αγγλικά και το εξέδωσε στην Αγγλία, όπου είχε συνοδέψει το λείψανο του Μπάιρον. Ύστερα γύρισε στην επαναστατημένη Ελλάδα, αγωνίστηκε στην επανάσταση και το 1828 πέθανε (δεν ξέρουμε πώς) στην Τακτικούπολη, έναν οικισμό πλάι στα Μέθανα (νομίζω ακόμα έτσι λέγεται) που ονομάστηκε έτσι, το μαντέψατε, επειδή εκεί υπήρχαν παραπήγματα του τακτικού στρατού. Το βιβλίο του Γκάμπα μεταφράστηκε αμέσως, βιαστικά και με αρκετή δόση μεταφραστικής ελευθερίας στα γαλλικά.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Μπάμπης Άννινος, από τους καλύτερους γραφιάδες μας, μετέφρασε το βιβλίο τού Γκάμπα, από τα γαλλικά, προφανώς για κάποια εφημερίδα (ο επιμελητής της έκδοσης παραμένει ασαφής ως προς το σημείο αυτό), επίσης με βασικό γνώμονα την τέρψη του αναγνώστη και όχι τη μεταφραστική ακρίβεια. Το κείμενο του Άννινου εκδόθηκε σε βιβλίο αργότερα, στη δεκαετία του 1960 από τον Γαλαξία νομίζω, και επανεκδόθηκε πρόσφατα, το 2005, με τίτλο «Ο Βύρων εν Ελλάδι». (Ο Μπάμπης Άννινος δεν έχει πια κοπιράιτ, καθότι πέθανε το 1934 –τότε πέθαιναν, δεν έφευγαν).

Θα μου πείτε, αφού υπήρχε πρόσφατη στην αγορά η επανέκδοση της μετάφρασης του Άννινου, για ποιο λόγο ξαναεκδόθηκε από τον ΔΟΛ το βιβλίο του Γκάμπα; Η πρωτοτυπία της σημερινής έκδοσης έγκειται στο ότι ο επιμελητής της, ο Ευάγγελος Χεκίμογλου, έχει μεταφέρει στη σημερινή γλώσσα την καθαρεύουσα του Άννινου, αλλά επιπλέον έκανε τη μεταγλώττιση έχοντας αντικριστά το αγγλικό πρωτότυπο κείμενο και τη γαλλική ενδιάμεση μετάφραση –έτσι διορθώνει λαθάκια, επισημαίνει μερικές μεταφραστικές ελευθερίες των δυο προηγούμενων μεταφραστών (του Γάλλου Παριζό και του Άννινου) και προσθέτει όσα αποσπάσματα παρέλειψαν αυτοί, ίσως επειδή τα βρήκαν βαρετά. Ταυτόχρονα, υπομνηματίζει αρκετά πυκνά το κείμενο, ώστε π.χ. να προσδιορίζει κάθε φορά ποιος Μπότσαρης και ποιος Τζαβέλλας είναι ο αναφερόμενος και να δίνει σύντομες βιογραφικές πληροφορίες για διάφορα πρόσωπα που μνημονεύονται.

Όταν έγινε η μεταγραφή της Πάπισσας Ιωάννας του Ροΐδη, είχα εκφράσει τη δυσαρέσκειά μου για το αποτέλεσμα, και ενμέρει για τις μεταγλωττίσεις από θέση αρχής, αλλά από τότε έχω αλλάξει ελαφρώς γνώμη -υποθέτω ότι το 2005 που έγραφα το κείμενο εκείνο είχα τρομάξει από το ενδεχόμενο να μεταγλωττιστούν -στη γλώσσα του Μέγκα- όχι μόνο ο Παπαδιαμάντης και ο Ροΐδης, αλλά και ο Θεοτόκης ή ο Μακρυγιάννης, και δεν αποκλείεται να ήταν τέτοιες οι προθέσεις των υπευθύνων της σειράς αν κρίνουμε από το χουνέρι που έπαθε ο Σολωμός στα χέρια τους. Όμως ας μην πάμε εκεί τη συζήτηση, οι μεταγλωττίσεις αξίζουν δικό τους άρθρο.

Ό,τι όμως κι αν πιστεύει κανείς για τη μεταγλώττιση (ή τη μεταφορά στη σημερινή γλώσσα) της Πάπισσας Ιωάννας, θα συμφωνήσετε ότι άλλο είναι ένα πρωτότυπο λογοτεχνικό κείμενο κι άλλο ένα μεταφρασμένο μη λογοτεχνικό. Επομένως, επικροτώ ανεπιφύλακτα τη μεταγραφή του Χεκίμογλου, που δίνει στρωτό κείμενο (αν και μου φάνηκε κάπως πεζό) αλλά και πιο πιστό στο πρωτότυπο. Επομένως, μπράβο στον μεταγραφέα –και για τη μεταγραφή αλλά και για την υπόλοιπη δουλειά επιμέλειας.

Βέβαια, ξέρω ότι ο έπαινός μου είναι κουτσός, επειδή δεν έχω δει τη μετάφραση του Άννινου, να βάλω αντικριστά μερικά χωρία για να δούμε την έκταση της μεταγραφής και τη δουλειά του μεταγραφέα, ο οποίος, ξαναλέω, μεταγράφει τον Άννινο και δεν μεταφράζει αποξαρχής το αγγλικό, πράγμα που εξηγεί το ότι σε μερικά σημεία η μετάφρασή του δεν είναι απόλυτα πιστή. Δεν την έχω δει, επειδή το άρθρο αυτό που διαβάζετε το έγραψα στις διακοπές, ενώ στη συνέχεια έκρινα ότι αν έκανα και αντιπαραβολή των δύο κειμένων το άρθρο θα μάκραινε πολύ.

Καλή λοιπόν η μεταγραφή (ή επαναμετάφραση) του Χεκίμογλου, αλλά θα γκρινιάξω για μια-δυο μικρολεπτομέρειες. Στα τοπωνύμια, ο μεταγραφέας επιλέγει (καλώς) να διατηρήσει τις τότε ονομασίες και να δίνει τις σημερινές σε υποσημείωση την πρώτη φορά εμφάνισης του τοπωνυμίου. Έτσι, βλέπουμε Βοστίτσα (και σε υποσημείωση Αίγιο), Δραγομέστι (Αστακός και λύθηκε το κουίζ σας), αλλά το Ανατολικό μένει χωρίς υποσημείωση που να πληροφορεί τον αναγνώστη ότι πρόκειται για το σημερινό Αιτωλικό –θαρρώ όμως ότι δεν το ξέρουν όλοι πως έτσι λεγόταν κάποτε, άρα έπρεπε να μπει υποσημείωση.

Μια άλλη υποσημείωση θαρρώ πως λείπει, στη σελ. 120, εκεί όπου ο συγγραφέας, μιλώντας για τον Στάνχοπ και τον Βύρωνα, λέει ότι οι δυο τους άξιζε να είναι φίλοι και λέει: «Λυπάμαι που ο μεροληπτικός οπαδός του ενός προσπάθησε με την ελλιπή αφήγηση των δευτερευουσών διαφορών τους να μειώσει τον άλλον». Εδώ ο σημερινός αναγνώστης, ύστερα από 180 χρόνια, αγνοεί ολότελα ποιος ήταν ο μεροληπτικός οπαδός, και μένει στο σκοτάδι χωρίς υποσημείωση. Εκτός αυτού, νομίζω ότι ο οπαδός ήταν απερίσκεπτος και όχι μεροληπτικός, ενώ η αφήγηση δεν ήταν ελλιπής, αλλά μεροληπτική (το πρωτότυπο λέει an injudicious partisan of the one should, by a partial detail of their trifling differences… και το μεν partial σημαίνει και τα δύο, και ελλιπής αλλά και μεροληπτικός (είναι φτωχή η αγγλική γλώσσα!) αλλά εδώ ολοφάνερα σημαίνει μεροληπτικός, άλλωστε σ’ αυτό συμφωνεί και ο Γάλλος μεταφραστής που μεταφράζει récit partial στα γαλλικά). Δεν ξέρω αν το λαθάκι το έκανε ο Άννινος ή ο Χεκίμογλου, αν έχετε πρόσβαση στο κείμενο του Άννινου να μου πείτε. Αλλά αυτά είναι παρωνυχίδες της μύγας.

Εξίσου ανθυπολεπτομέρεια –και ίσως να έχω εγώ άδικο, πείτε μου τη γνώμη σας– είναι το ότι με ξένισε η αναφορά σε «πυραύλους Κόνγκρηβ» σε μερικά σημεία του βιβλίου (π.χ. σελ. 133). Στο πρωτότυπο είναι Congreave rockets (fusées στα γαλλικά), και ασφαλώς για κάποια εκρηκτική διάταξη θα πρόκειται, αλλά ο σημερινός αναγνώστης, όταν διαβάζει για πυραύλους, σκέφτεται εντελώς άλλα πράγματα, εντελώς σύγχρονα· εδώ ίσως ο Άννινος να έγραψε πρώτος «πυραύλους» και να παρέσυρε τον νεότερο μεταγραφέα, αλλά ο αναγνώστης του Άννινου δεν είχε φόβο να παραπλανηθεί διαβάζοντας για πυραύλους. Εγώ πάντως θα έβαζα ρουκέτες.

Όσο για το περιεχόμενο του βιβλίου, διαβάζοντάς το σε πιάνει σχεδόν αγωνία βλέποντας τον Μπάιρον να έχει καθηλωθεί στο Μεσολόγγι και να μην μπορεί να προχωρήσει, αλλά και σύγκρυο βλέποντας πόσο πίσω ήταν η ιατρική της εποχής (που σύσταινε για όλες τις παθήσεις την αφαίμαξη με βδέλλες). Σε μερικούς δεν θ’ αρέσει το σχόλιο του συγγραφέα ότι στην Ελλάδα οι γιορτές είναι περισσότερες από τις εργάσιμες ημέρες, ούτε η αφήγηση για το πώς οι καπεταναίοι φούσκωναν με ανύπαρκτα πρόσωπα τις καταστάσεις των στρατιωτών τους για να τσεπώνουν περισσότερα μιστά. Κάποιοι θα προσέξουν ότι ο Βύρωνας εμφανίζεται να μην τρώει ποτέ κρέας, αλλά άλλοτε ψάρια και χόρτα, άλλοτε τυρί και σύκα –λέτε να τον έφαγε η έλλειψη κρέατος από το διαιτολόγιό του;

Τέλος, πρόσεξα ένα απόσπασμα, όπου κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν ανθέλληνα τον συγγραφέα, διότι γράφει: Οι Σουλιώτες έμαθαν απέξω λίγες λέξεις σχετικές με τον Αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία και τη δόξα της αρχαίας Ελλάδας. Αλλά στο βάθος απορρίπτουν το όνομα των Γραικών σαν συνώνυμο των σκλάβων και επιμένουν να φέρουν μόνο το όνομα της φυλής τους. Το αγγλικό λέει: The Suliotes have learnt by rote a few words, allusive to the present chance of national independence, and to the ancient glories of Greece; but their real feelings prompt them to reject the name of Greeks as synonymous with slaves, and to keep to that of their own tribe. Ποιο ακριβώς όνομα απόρριπταν οι Σουλιώτες, αναρωτιέμαι.

ΥΓ Όσο διάβαζα το βιβλίο, φανταζόμουν ότι το Δραγομέστι έχει σλάβικη ετυμολογία (μέστο είναι η πόλη, τουλάχιστο στα τσέχικα). Μετά που έριξα μια ματιά στο πρωτότυπο, είδα ότι η εικασία μου ήταν πιθανότατα λαθεμένη, αφού στα αγγλικά γράφεται Dragomestre. Οπότε πάμε προς το Μέστρε της Βενετίας. Αλλά αν δείτε στο σχόλιο 5, η σλάβικη ετυμολογία είναι σωστή.

41 Σχόλια to “Το στερνό ταξίδι του Βύρωνα”

  1. Αλέξανδρος Ζούκας said

    1. Για το Δραγομέστι είναι πράγματι σωστή η υποψία σας, κε Σαραντάκο, για την Σλάβικη προέλευσή του. Συγχωρήστε με αλλά δεν έχω πρόχειρη την ετυμολογία του. Θα σας την στείλω το συντομότερο.
    2. Μία βοήθεια αν δεν σας είναι κόπος: Μήπως γνωρίζεται εσείς ή κάποιος φίλος την ετυμολογία – ερμηνεία των λέξεων α. ερίθροα και β. ανευτρέπιστα; Ή κάποιο λεξικό να τις αναζητήσω;
    Σας ευχαριστώ πολύ.

  2. sarant said

    Καλημέρα κύριε Ζούκα

    Ευτρεπίζω, από το αρχαίο ευτρεπής (ευ και τρέπω) θα πει ετοιμάζω, συγυρίζω -και ίσως καλλωπίζω, περιποιούμαι σε μερικές χρήσεις. Ανευτρέπιστα λοιπόν είναι ανέτοιμα, απαράσκευα/ ασυγύριστα.
    Δεν ξέρω αν θα το βρείτε σε λεξικό, αλλά το ευτρεπίζω το έχουν.

    Το ερί είναι επιτατικό μόριο, αλλά ερίθροα δεν ξέρω να υπάρχουν.

  3. Jimakos said

    Στα κροατικά drago είναι ο χαρούμενος και mjesto είναι ο τόπος, το μέρος. Δεν ξέρω όμως αν προκύπτει απ’αυτό.

    Στα ιταλικά, τώρα, Gamba είναι το πόδι (εξ ου και η »δική» μας γάμπα). Στα ισπανικά ωστόσο, gamba είναι η γαρίδα. Θα είχε ενδιαφέρον αν συνδέονταν αυτά, δεν το έχω ψάξει….

  4. sarant said

    Τζιμάκο, δεν συνδέονται νομίζω. Διότι το gamba η γάμπα έχει σκοτεινή ετυμολογία (από το καμπή/καμπά δωρικό/ λέει η τρέχουσα θεωρία για την οποία έχω επιφυλάξεις), ενώ η γαρίδα, από όπου και το δικό μας γάμπαρη είναι ιταλ. gambero < lat. cammerus < κάμμαρος.

  5. Αλέξανδρος Ζούκας said

    Αγαπητοί φίλοι καλημέρα. Η ανταπόκρισή σας είναι εντυπωσιακή γι’ αυτό και αποφάσισα να παρατήσω ό,τι έκανα και να σας στείλω αυτά που είχα μαζέψει για το παλιό όνομα του Αστακού (Δραγαμέστο ή Δραγομέστι). Το όνομα αρχικά αναφέρεται από τον μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκο στα 1202 ως Δραγαμέστο, και από τον Κ. Σάθα. Ο λοχαγός του πεζικού Ι. Νουχάκης (Ελληνική Χωρογραφία, 3η έκδοση, Αθήναι 1901, σελ. 286 & 981) το αναφέρει επίσης ως «Δραγαμέστο» και «Δραγαμέστος».
    Ετυμολογικά τώρα, κατά τον Max Vasmer (Die Slaven in Griechenland, Leipzig 1970, β’ έκδοση, σελ. 70) είναι πράγματι σύνθετο στα παλαιοσερβοκροάτικα από το «Draga» που σημαίνει «Κοιλάδα» και το «mĕsto» που σημαίνει «Τόπος», ερμηνείες που επαλήθευσα και στο «Palaeoslovenico – Graeco – Latinum, Lexicon» του Miklosich.
    Αυτά τα ολίγα και σας ευχαριστώ κε Σαραντάκο για τις πολύτιμες υποδείξεις σας.

  6. Για τις ρουκέτες Κόνγκρηβ μπορέιτε να δείτε εδώ http://en.wikipedia.org/wiki/Congreve_rocket κι εδώ http://www.nps.gov/history/history/online_books/hh/5/hh5l.htm προφανώς σήμερα θα τις λέγαμε ρουκέτες.

  7. gbaloglou said

    Δεν μας λες όμως ότι πριν βαπτιστεί «Δραγαμέστο» ή «Δρακομέστι» λεγόταν και πάλι «Αστακός»! 🙂

  8. ΚαπετάνΈνας said

    Καλημέρα Νίκο,
    η πληροφορία σου για τους περιηγητές του ΔΟΛ πολύτιμη. Ποια είναι τα σημεία Τύπου;

    Το Αιτωλικό, και σήμερα κάπως έτσι το προφέρουν οι ντόπιοι, Αντλικό και η νεολαία για πλάκα Αντέλικο Σίτυ. Adelico, όπως λέμε Pimlico. Άραγε ποιό ήταν το πρώτο του όνομα;

    Τώρα, για τους Σουλιώτες, που ήταν Αλβανοί και μιλούσαν Ελληνικά, δε πρέπει να αρνήθηκαν το όνομα Γραικοί,γιατί ήδη τότε οι επαναστάτες το χρησιμοποιούσαν σπάνια. Ούτε το όνομα Ρωμιοί γιατί υποδήλωνε το θρήσκευμά τους.(Αν και δεν έχω ακούσει τίποτα για το βαθύ θρησκευτικό τους συναίσθημα).Ίσως,λοιπόν, το Έλληνες απαρνήθηκαν.(Αν το είχαν ακούσει)

    Υπάρχει και περίπτωση να τα αρνήθηκαν όλα, εκτός του «Σουλιώτες», γιατί πραγματικά, πριν από την επανάσταση οι Ρωμιοί, μαζί με τον Αλή, ήταν εναντίον τους. Τους θεωρούσαν παράνομους, και ήταν παράνομοι, ένα είδος μαφίας, που ζούσαν πουλώντας προστασία στα χωριά, που κατείχαν.

    Κάτι αντίστοιχο έγινε σην Πελοπόννησο με τους κλέφτες, Κολοκοτρωναίους και άλλους. Η Οθωμανική αρχή συνεργάστηκε με την ηγεσία των Ρωμιών, που ήταν οι κοτζαμπάσηδες, και εξόντωσε όλους τους παράνομους του Μωριά.
    Μέχρι το 1806 δεν είχε μείνει ρουθούνι κλέφτικο «κείθε κά».

    Αντίθετα, στη Ρούμελη, ηγεσία των τοπικών κοινωνιών και τμήμα της οθωμανικής εξουσίας στην περιοχή ήταν οι αληπασαλήδες αρματολοί.(Εξ’ου και το «Η Ρούμελη στη λεβεντιά, και ο Μωριάς στη γνώση).

    Εύλογο, λοιπόν, είναι, οι Σουλιώτες να τους θεωρούν όλους «αυτούς» προσκυνημένους.

  9. Earion said

    Νομίζω ότι ο Άνινος χρησιμοποίησε το λεξιλόγιο της επανάστασης για να αποδώσει τις ρουκέτες του Κονγκρήβ ως «πυραύλους». Έτσι τις μετέφραζαν τότε οι λόγιοι.

  10. sarant said

    Κύριε Ζούκα, ευχαριστώ για την επιβεβαίωση της ετυμολογίας.

    Καπετάνιε, το Αντελικό το έχω ακούσει κι εγώ, είχα έναν φίλο από εκεί (πού είσαι ρε Ντίνο; )
    Σημεία Τύπου (ορολογία ΔΟΛ) είναι αυτά που λέγαμε «το πρακτορείο» στις επαρχιακές πόλεις και γενικώς τα μαγαζιά που πουλάνε εφημερίδες.

    Τους παλιούς τόμους θα τους βρεις Χρήστου Λαδά, στο Βήμα. Ή σε μεγάλα περίπτερα, π.χ. εκείνο που είναι στην Ακαδημίας απέναντι στη Λυρική.

  11. ΚαπετάνΈνας said

    Από τους οπλαρχηγούς που, ένώ δεν είχαν ταιφά δικό τους,»δανειζόντουσαν» πολεμιστές από άλλους, έτσι, ώστε να φαίνονται πολλοί και να τσεπώνουν τους μισθούς τους,βγήκε και η κοροϊδευτική έκφραση «Καπετάν ένας». Δηλαδή, κάποιος,που, ενώ είναι ένας, πληρώνεται για πολλούς.( Το ψευδώνυμό μου δεν το πήρα από κεί, εγώ είμαι πολλοί, αλλά δεν πληρώνομαι ούτε για έναν).

    Δόθηκαν μάχες τότε,μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών, για να εμφανίζονται όλοι οι πολεμιστές συγχρόνως για τη μισθοδοσία και όχι κάθε τμήμα χωριστά. Οι καπετάνιοι δεν το θέλανε αυτό , έτσι ώστε να παρουσιάζουν και κομπαρσαρία, μόνο για το λουφέ.

  12. ΚαπετάνΈνας said

    Σε ευχαριστώ, Νίκο, όταν κατέβω κέντρο, θα ψάξω.

  13. Δημήτρης Φύσσας said

    Φίλε Νίκο,

    ο κύριος οικισμός των Μεθάνων ήραν αρβανίτικος και λεγόταν Ντάρα ή Δάρα (εξού και το ανθρωπωνύμιο Δάρας, Ντάρας, Δαριώτης κλπ). Επειδή ήταν αρβανίτικο (όπως όλη η περιοχή της τοπωνυμικά νεκραναστημένης «Τροιζηνίας¨), έπρεπε, κατά το γελοίο κράτος της Αιωνίας Ελλάδος, ν΄ αλλαχτεί. Ψάξανε λοιπόν πώς να το πούνε. Μη βρίσκοντας κανένα αρχαίο πρόχειρο εκεί στην περιοχή να νεκραναστήσουνε, κατασκεύασαν αυτό το εκτρωματικό «Τακτικούπολη» (προφανώς για το λόγο που αναφέρεις), τοπωνύμιο που -ακόμα και για λόγια εθνικιστική κατασκευή- είναι γελοίο. Στους ντόπιους δεν έχει περάσει.

    Φιλικά

    Δημήτρηε Φύσσας, συγγραφέας

    Υ.Γ. Το βιβλίο του Γκάμπα «Ο Βύρων εν Ελλάδι» το έχω σε παλιό «γαλαξιάκι».

  14. gbaloglou said

    #7:

    Ο Αστακός αναφέρεται στον Θουκυδίδη, ο οποίος αναφέρει όμως και τις Οινιάδες, που κάποιος ανώνυμος σχολιαστής του ταυτίζει με το Δραγαμέστι:

    Οἰνιάδας: Οἰνιὰς πόλις ἐστὶν ἐν τῷ στομίῳ τοῦ Ἀχελῴου ἡ καὶ νῦν Δραγαμέστη λεγομένη.

    [TLG — Scholia in Thucydidem, Scholia in Thucydidem. {5039.001} (Varia) Book 2 chapter 102 section 2 line 2]

    Τόσο ο Αστακός όσο και οι Οινιάδες αναφέρονται επίσης [TLG] από τον Σκύλακα τον Περιηγητή:

    Μετὰ @1
    δὲ ταῦτα πόλις Φαρὰ καὶ κατὰ ταῦτα νῆσός ἐστιν
    Ἰθάκη, καὶ πόλις καὶ λιμήν· μετὰ ταῦτα νῆσος Κεφα-
    ληνία. Ἐπάνειμι δὲ πάλιν ἐπὶ τὴν ἤπειρον, ὅθεν
    ἀπέλιπον. Μετὰ ταῦτα πόλις Ἀλυζία, καὶ κατὰ ταύ- (15)
    την νῆσος Κάρνος, καὶ πόλις Ἀστακὸς καὶ λιμὴν καὶ
    ποταμὸς Ἀχελῷος καὶ Οἰνιάδαι πόλις· καὶ εἰς ταύτας
    (τὰς πόλεις) ἀνάπλους ἐστὶ κατὰ τὸν Ἀχελῷον. Εἰσὶ
    δὲ καὶ ἄλλαι πόλεις Ἀκαρνάνων ἐν μεσογείᾳ. Πα-
    ράπλους δὲ Ἀκαρνανίας ἐστὶν ἡμερῶν δύο*. Ἡ δὲ (20)
    Ἀκαρνανία ἐστὶ πᾶσα εὐλίμενος· καὶ κατὰ ταῦτα νῆ-
    σοι παράκεινται πολλαὶ, ἃς ὁ Ἀχελῷος προσχωννύων
    ἤπειρον ποιεῖ. Καλοῦνται Ἐχινάδες αἱ νῆσοι· εἰσὶ δὲ
    ἔρημοι.

    Για μια σύγχρονη αναφορά στις Οινιάδες δείτε εδώ.

  15. sarant said

    Γιώργο Μπ., ευχαριστώ.

    Δημήτρη Φύσσα, σε ευχαριστώ πολύ για την πληροφορία περί Ντάρας -δεν το ήξερες, αλλά μου έλυσες μια απορία ετών!

  16. Dinos said

    @10
    Νίκο,
    ΕΧΕΙΣ έναν φίλο από το Αιτωλικό
    Ντίνος

  17. ΚαπετάνΈνας said

    Καλημέρα Νίκο,γεια σας παιδιά,

    Κομίζω γλαύκα Αθήναζε και όνον Μεγαράδε, αλλά θυμήθηκα κάτι που έμαθα πριν λίγο καιρό και με εντυπωσίασε. Εσύ, Νίκο, θα το ξέρεις και όλοι όσοι ασχολούνται με υπολογιστές. Αναφέρομαι στη σχέση του Μπάιρον (του …DNA του δηλαδή) με αυτό που κάνουμε εδώ, σκυμμένοι στον υπολογιστή, συστατικό της δομής του οποίου είναι και η γλώσσα υπολογιστών Ada.

    Άντα Κίνγκ-Μπάιρον, δούκισσα Λάβλεϊς, ήταν η κόρη του Μπάιρον,η μαθηματικός που πρώτη επινόησε αλγορίθμους, που θα έκαναν δυνατή τη λειτουργία μηχανικού υπολογιστή. Και που για να την τιμήσουν, έδοσαν το όνομά της στη συγκεκριμένη κομπιουτερική γλώσσα.

  18. sarant said

    @16:
    Εμ, γι’ αυτό έγραψα το σχόλιο, Ντίνο! (σημειωνω το ημέιλ σου!)

  19. Βασίλης said

    Για την Ada:
    http://en.wikipedia.org/wiki/Ada_%28programming_language%29

  20. Γρηγόρης Κοτορτσινός said

    Το Δραγαμέστο είναι το χωριό που σήμερα έχει ονομαστεί «Καραισκάκης». Ο σημερινός Αστακός ήταν η παλιά σκάλα του Δραγαμέστου, που εξελίχτηκε σε πόλη και ονομάστηκε Αστακός μέτα την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Το Δραγαμέστο βρίσκεται στο εσωτερικό κοιλάδας που καταλήγει στον Αστακό. Για όλα αυτά βλ. το πολύ προσφατό και εξαιρετικό βιβλίο τοπικής ιστορίας του Δημητρούκα, IΣTOPIA TOY ΔPAΓAMEΣTOY AΣTAKOY KAI THΣ ΠEPIOXHΣ TOY ΣTA NEOTEPA XPONIA 1470-1832, εκδ.Βασιλόπουλος

  21. sarant said

    Πολύ ενδιαφέρον, Γρηγόρη! Άραγε οι κάτοικοι του χωριού θ’ αναπολούν τα παλιά μεγαλεία;

  22. Γρηγόρης Κοτορτσινός said

    Γενικά οι ξηρομερίτες είναι άνθρωποι περήφανοι, αλλά κυρίως για τους ενόπλους (αρματολούς-κλέφτες και ληστές) που έβγαλε η περιοχή τους κατά την τουρκοκρατία και μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Ο τόπος είναι του γούστου μου (αν και Ξηρόμερο) και διαθέτει πολύ όμορφη ακτογραμμή σε συνδυασμό με τα δεκάδες μικρονήσια του Ιονίου. Ίσως η νοοτροπία των κατοίκων ίσως η αδιαφορία του κεντρικού κράτους δεν έφερε ακόμα σε αυτούς την πολυπόθητη «ανάπτυξη». 🙂

  23. ΚαπετάνΈνας said

    Καλημέρα Νίκο.

    #22
    Πριν την Επανάσταση, το αρματολίκι του Ξηρόμερου το κρατούσε ο τρομερός Βαρνακιώτης, που είχε την ατυχία να έρθει σε σύγκρουση με τον Μαυροκορδάτο. Ο ξεσκολισμένος στην πολιτική ίντριγκα Φαναριώτης,τον έμπλεξε στις δολοπλοκίες και στο τέλος ο οπλαρχηγός στιγματίστηκε ως προδότης,χωρίς να φταίει στο παραμικρό. Ήταν τότε που έγραψε κι ο Κάλβος το:

    Ω, ποίαν ζωήν ηγόρασες,
    προδότα Βαρνακιώτη!

    Ο Μαυροκορδάτος μπήκε στην επανάσταση χωρίς όπλα, χωρίς λεφτά,χωρίς τοπικούς δεσμούς, χωρίς τίποτα και βγήκε έχοντας τα πάντα, και κυρίως την πολιτική εξουσία.(πράγμα που εξηγεί και κάτι άσχετο, τον παραδοσιακό τρόπο χαιρετισμού των Κινέζων, γροθιά που την σκεπάζει η αριστερή παλάμη.Και σημαίνει, ότι την δύναμη την νικάει η γνώση, το γιν νικάει το γιανγκ, το χαρτί είναι πιο δυνατό από την πέτρα.) Ο Μαυροκορδάτος, πραγματικά, όλους αυτούς τους πολεμισταράδες, τους τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί.

    Από την άλλη μεριά, η πραγματικότητα είναι, ότι όλοι οι ρουμελιώτες οπλαρχηγοί είχαν κλείσει συμφωνία μη επίθεσης με τους Τούρκους, τα περιβόητα «καπάκια». Τις λεπτομέρειες μπορεί κανείς να τις βρει στα βιβλία του Κωστή Παπαγιώργη «Τα καπάκια» και «Κανέλλος Δεληγιάνης» .
    Σ’ όσους δεν τα έχουν διαβάσει ακόμα, τα συνιστώ ανεπιφύλακτα.

    Εγώ μ’ αυτά τα βιβλία πέρασα στο …τρίτο στάδιο κατανόησης της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

    Το πρώτο είναι το σχολικό: όλοι αγγελικοί ήρωες.

    Το δεύτερο το Σκαρίμπειο και της αριστεράς: οι καλοί λαϊκοί οπλαρχηγοί και κλέφτες, και οι κακοί κοτζαμπάσηδες.

    Το τρίτο είναι κοντά στην αλήθεια: Φριχτό ελληνικό μπάχαλο, σφοδρές ταξικές και πολιτικές συγκρούσεις, προδοσίες, ρεμούλες, ηρωισμοί,θυσίες, ατομισμοί και πλήρης ανικανότητα να κατανοηθεί η νέα αυτή έννοια, του έθνους.

    Σαν να είχαμε σήμερα στο ίδιο τραπέζι την Παπαρήγα, τους αναρχικούς,τον Ρωχάμη, την Αλβανική μαφία, τον Μπουμπούκο,τον πρόεδρο Τραπεζιτών,τον εκπρόσωπο των Εφοπλιστών, πεινασμένους συνταξιούχους, και τον Τζώρτζ Στεφανόπουλος.

  24. Γρηγόρης Κοτορτσινός said

    #23
    Είχαμε κάνει έδω παλιότερα ( https://sarantakos.wordpress.com/2010/03/25/tzimazerbas/ ), σε άλλο πλαίσιο βέβαια, μια (τεταμένη κάποιες στιγμές 🙂 ) συζήτηση για την επανάσταση, όπου είχαν αναφερθεί διάφορα για το ρόλο των πολιτικών, των οπλαρχηγών και των προκρίτων. Δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι, όποτε προτείνω το πρόσφατο Η ελληνική επανάσταση του 1821 : Ένα ευρωπαϊκό γεγονός, (επιμ. Π. Πιζάνιας), Αθήνα 2009. Το θεωρώ προτιμότερο από τα βιβλία του Παπαγιώργη.

  25. Μαρία said

    24 Ε ο Πιζάνιας έχει θάψει «τα καπάκια» του Παπαγιώργη. Έχω κρατήσει την κριτική χάρτινη μέσα στο βιβλίο. Θα ψάξω το λίνκι.

  26. Μαρία said

    Ιστέ:
    http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_11/05/2003_62734

  27. Γρηγόρης Κοτορτσινός said

    Α μπράβο Μαρία, ευχαριστώ!

  28. Ηλεφούφουτος said

    @26 «χείμαρρος κοινοτοπιών, η ιστορία από την κλειδαρότρυπα των παρασυμβάντων»

    Καλό! Χαρακτηρισμός που μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες εκλαϊκευμένες Ιστορίες που βγαίνουν τα τελευταία χρόνια

  29. ΚαπετάνΈνας said

    #26,28
    Ρε παιδιά, για πείτε μου να καταλάβω, γιατί τόσο βιτριόλι ο Πισάνιας;
    Εμένα δεν μου άφησε καθόλου την εντύπωση, οτι είναι Σκαριμπικός ο Παπαγιώργης.Ούτε έπλεξε το εγκώμιο του απλού λαού και των κλεφτών. Ίσα-ίσα καταλαβαίνει κανείς πως δρούσε ο καθένας. Εγώ κατάλαβα, οτι π.χ. χωρίς τον πανούργο Μαυροκορδάτο, (γιατί ουσιαστικά γι αυτόν είναι το βιβλίο)και την ικανότητά του στη διεθνή ίντριγκα, μπορεί η επανάσταση να ήταν μια αποτυχία.

    Μήπως ο κριτικός και πανεπιστημιακός ζηλεύει και λίγο την επιτυχία των βιβλίων;

  30. ΚαπετάνΈνας said

    Ποιος είναι και, κυρίως, τι είναι ο Πισάνιας; Αυτή η επισήμανσή του και η διαφωνία του για το «ότι το εθνικό πρότυπο ήταν «ξενόφερτο» για τον «απλό ελληνικό λαό»», πολύ σχολική ακούγεται.(Φυσικά και ήταν ξενόφερτο).

  31. Γρηγόρης Κοτορτσινός said

    Ποιος και τι είναι ο Πιζάνιας (ελπίζω άνθρωπος, δεν τον έχω δει από κοντά) δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι το βιβλίο που επιμελήθηκε (δηλαδή και άλλοι γράψαν τα κείμενα) είναι πολύ ωφελιμό για την κατανόηση της επανάστασης. Και, ναι, ο Παπαγιώργης γράφει ‘ψυχωφελή’, για μένα, αναγνώσματα, με σκοπό να προκαλέσει το ‘θαυμασμό’ των υποψιασμένων αναγνωστὠν και να τσιμπήσει τα φράγκα από το μπεστσέλερ.

  32. Δημήτρης Γεωργίου said

    Και ως άνθρωπος κ. Κοτορτσινέ, μπορεί και να σφάλει ο κ. Πιζάνιας. Όμως ως πανεπιστημιακός, εμφανίζεται ακατανόητα άκομψος για να μην πω εμπαθής. Θεωρώντας ενδεχομένως ότι η ιστορία μεθοδολογικά ανήκει στο πανεπιστήμιο (;) αρνείται το δικαίωμα σε έναν μελετητή να αναδείξει και να καταδικάσει μια πρακτική δολιότητος, η οποία ενώ φτάνει στην επικρότηση δολοφονιών, αν όχι στην ηθική αυτουργία τους – βλ περίπτωση Ανδρούτσου – αφήνεται στο ηθικό απυρόβλητο, ενώ η εισαγωγή του κ. Πιζάνια, αυτό ακριβώς το πλαίσιο θέτει (ποιος είναι ο καλύτερος κόσμος;) Να υπενθυμίσουμε ακόμα ότι η μαυροκορδατική άποψη θεωρείται όχι απλώς «άποψη περί της Επανάστασης» για το Πανεπιστήμιο, αλλά αποκλειστική και πάντως αξιολογικά ανώτερη παράμετρος έκρηξης της Επανάστασης. Μόνο που 1) αυτή η άποψη, τυχαίνει να αποτελεί και την προέκταση της σημερινής ιδεολογίας του κ. Πιζάνια, οπότε κάλλιστα μπορεί να υποπίπτει σε αυτό για το οποίο κατηγορεί τον Κ. Παπαγιώργη. 2) η έκρηξη της Επανάστασης κάτω από τα μαυροκορδατικά νεοτερικά ιδεολογήματα μόνον στην άκρη της φαντασίας του Εμμανουήλ Ξάνθου μπορεί να χωρέσει και πάντως ουδέποτε θα τεκμηριωθεί από μια ψηφιακή βάση προσωπογραφικών δεδομένων της «Φιλικής Εταιρείας»

    Γενικότερα μιλώντας, η καραμέλα του «συναισθηματισμού» έρχεται συχνά να στιγματίσει αφοριστικά μια αντίθετη ιστορική άποψη και να προστατέψει τόσο τα μαρξιστικά φληναφήματα, όσο και την επιλεκτικότητα στην διαχείριση των πηγών. Το θέμα εδώ δεν είναι «ποιος είναι καλύτερος ιστορικός», άλλωστε ο Πιζάνιας εκτός από υπερδραστήριος, είναι και ιστορικός αυτόχθων και υγιής (πράγμα σπάνιο πια στο ελληνικό πανεπιστήμιο). Το ζήτημα που τέθηκε παράπλευρα μέσω των Παπαγιωργικών Καπακίων είναι ποιος είναι ο «καλύτερος κόσμος» και αν η ιστορία μπορεί να γίνει λάστιχο για να αποδείξει τον έναν ή τον άλλον. Πάντως με την έκφραση «οργανωτές της Επανάστασης» και με την κατ’ αρχήν ομαδοποίηση του Υψηλάντη με τον Μαυροκορδάτο, θα ήταν ευχής έργο να μαθαίναμε αν ο κ. Πιζάνιας κατατάσσει τον τελευταίο στους οργανωτές του 1821.

  33. sarant said

    Φοβάμαι πως ο κ. Κοτορτσινός είναι σε διακοπές, αλλά θα το δουν οι άλλοι.

  34. Δημήτρης Γεωργίου said

    Προφανώς κ. Σαραντάκο, άλλωστε η μετά τρια χρόνια συνέχεια του διαλόγου αλλά και το ίδιο το θέμα, δεν αφορά αποκλειστικά τον τελευταίο σχολιαστή, του οποίου το όνομα απλώς επικαλέστηκα για να κάνω μια γενικότερη τοποθέτηση.
    Ευχαριστώ για την εγρήγορση.

  35. ππαν said

    Ωραίος ο Πιζάνιας, εννοώ στην κριτική. Και το βιβλίο που επιμεληθηκε ωραίο.

  36. Γς said

    Γουναράδικα, γούνες και πάνω στην ώρα και τα γουνάκια.

  37. Γρηγόρης Κοτορτσινός said

    #33
    Γύρισα Νικοκύρη και καλώς σας βρήκα, αλλά έχω βαρεθεί, όποτε αναφέρεται το βιβλίο που επιμελήθηκε ο Πιζάνιας, αντί να διαβαστούν οι μελέτες των διαφόρων που έγραψαν, να μας απασχολεί μόνο ποιος είναι ο Πιζάνιας, τι πιστεύει, τι έγραψε, τι κόμμα είναι κλπ. Ας παραλείπουμε λοιπόν την εισαγωγή του Πιζάνια από το ενλόγω βιβλίο κι ας διαβάζουμε τους άλλους. Εκτός κι αν οι άλλοι συγγραφείς έγραψαν ότι τους έλεγε ο Πιζάνιας…

  38. Δημήτρης Γεωργίου said

    Κανείς επί μέρους συγγραφέας δεν θα δεχόταν την υπαγόρευση ενός επιμελητή. Και κανείς επιμελητής όμως δεν θα επέλεγε συγγραφείς που ανήκουν σε εκ διαμέτρου αντίθετες σχολές και εκφράζουν τελείως διαφορετικές ιστορικές απόψεις από τον ίδιο. Η ένταση με την οποία καταδίκασε ο Πιζάνιας «Τα Καπάκια» είναι ενδεικτική, αλλά το στοιχείο αυτό αποτελεί μάλλον μια περιστασιακή υπερβολή του αυθόρμητου, πολυπράγμονα πανεπιστημιακού.

    Ημείς διαφωνούμε μετά του Π. Πιζάνια, δεν τον καταδικάζουμε όμως, ούτε τον αφορίζουμε (πέρα από το ότι είναι ανήθικο, δεν έχει νόημα, ουδέν προσφέρει), απλώς τον αναλύουμε και προσπαθούμε να καταδείξουμε ορισμένα πράγματα εις υμάς που τον αρνείσθε πριν αλέκτωρ λαλήσει άπαξ. Και δια να γίνουμε περισσότερο συγκεκριμένοι: όπως άδικα (πέρα από άκομψα) αποδίδει «άγνοια» στον Κ. Παπαγιώργη, πιθανώς και ο ίδιος να κατέχεται από «άγνοια» όταν αίφνης «ανακαλύπτει» (και ορθώς διαλαλεί) ότι το 1821 δεν αποτελεί «ελληνικό» ΓΕΓΟΝΟΣ, αλλά «ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ». Κάνουμε λοιπόν την εξής υπόθεση: αν ο αυτόφωτος Πιζάνιας δεν υπερασπιζόταν παράφορα την αριστερή εκδοχή της ιστορίας, ίσως να συναισθανόταν νωρίτερα, ότι το 1821 δεν ξεκίνησε ως «ελληνικό» με την έννοια του «εθνικού» στο οποίο κατέληξε, αλλά ως ελληνικό=υπερεθνικό με την σαφήνεια που εξέφρασε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, όχι όμως ο Εμμ. Ξάνθος, που έφτασε να θεωρείται ως ο ιδρυτής της Επαναστατικής Εταιρίας.

    Η αντιπαλότητα των δυο πλευρών που κατέληξε στους εμφυλίους του 1824 είχε ξεκινήσει πολύ πολύ νωρίτερα και σαφέστατα εκδηλώθηκε με την ανάδειξη του Αλ. Υψηλάντη στην θέση του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής το 1820 (από τον Αλ. Μαυροκορδάτο και όχι μόνον). Όσοι συνεπώς τείνουν να εξετάζουν την ιστορία φορώντας τα νεοτερικά ματογυάλια που στανικά επέβαλαν έξωθεν και έσωθεν οι δυνάμεις που εξέτρεψαν, περιόρισαν και κατενίκησαν το 1821 φτιάχνοντας ένα Εθνικό κρατικό κατασκεύσμα, δήθεν πολιτισμικό απόγονο του Περικλή, με μόνο στόχο να μην ανακτήσει ο ελληνισμός την οικουμενική διάσταση που κατείχε επί «Βυζαντίου» (!), τόσο θα κυκλοφορούν βιβλία (κάθε άλλο παρά απορριπτέα) στα οποία έκπληκτοι οι επιμελητές τους θα ανακαλύπτουν ένα μικρό τμήμα της πραγματικότητας που τα ματογυάλια τους τους εμποδίζουν να δουν ολόκληρη. Υπό την έννοια αυτή, ναι, μας ενδιαφέρει να γνωρίζουμε ποιος είναι ο κάθε επιμελητής ενός συλλογικού έργου, ώστε να μπορούμε να αξιολογούμε καλύτερα το πνευματικό του υλικό. Αντίστοιχα, ο Κ. Παπαγιώργης έχει υποπέσει στα δικά του ολισθήματα, αφού π.χ. του είναι αδύνατο να πιστέψει ότι ο Εμμανουήλ Ξάνθος δεν είχε καμιά σχέση με τους ιδρυτές της Επαναστατικής Εταιρείας που οργάνωσε το 1821.

  39. Βασίλης said

    Εντάξει, άλλες εποχές κ. Σαραντάκο, αλλά αν το γράφατε σήμερα, θα εντοπίζατε πάλι τα ίδια σημεία;

    Ο Γκάμπα ήταν ένας πράκτορας της βρετανικής πολιτικής, αυτή όμως εκφραζόταν μέσα από τα πλοκάμια της μασονίας που δεν είχαν κρατικά σύνορα. Η διαφορά του με τον Μπάυρον ήταν ότι ο δεύτερος δεν ήταν τόσο πειθήνιος, γι αυτό και κατέληξε εκεί που κατέληξε.

    Το γραπτό του Γκάμπα περιέχει σε ήπιο τόνο, όλο το αντιχριστιανικό μένος εναντίον των επαναστατών. Εκφράζεται με τον γνωστό συκοφαντικό τρόπο (μέχρι και πολλές αργίες βρήκε στους τεμπέληδες Έλληνες – καμιά πρωτοτυπία στα επιχειρήματα ως σήμερα). Υποστηρίζει την νεωτερική (αντιχριστιανική) επανάσταση, άρα το «αλλά» μετά το «ευγενής» αποτελεί άλλη αντίληψη, λαθεμένη για μένα. Στόχος του καρμποναρισμού ήταν η επανάσταση εναντίον του χριστιανισμού, μόνο που αυτό δεν το καταλάβαιναν ακόμα και κάποια υψηλόβαθμα στελέχη. Όσο για τα «μιστά», αυτά ήταν χρήματα του δανείου. Για την ακρίβεια ήταν αέρας ως το προχωρημένο 1824, αλλά είναι εντυπωσιακό πώς αυτός ο αέρας ήταν ικανός να κρίνει την πρώτη φάση του «εμφύλιου». Στη συνέχεια, ως μέταλλο, έκρινε και τις επόμενες. Το να λέμε λοιπόν για «διεφθαρμένους» οπλαρχηγούς χωρίς ονοματεπώνυμα, είναι μια διπλή ή τριπλή διαστρέβλωση της ιστορίας. Με χρήματα εξαγοράστηκαν βουλευτές που έριξαν τον Πετρόμπεη και ανέβασαν τον Κουντουριώτη, με χρήματα εξαγοράστηκαν συνειδήσεις και ετράφη ο εμφύλιος. Και τα χρήματα αυτά ήταν και οι τότε μίζες αλλά και τα τότε ΜΟΠ, ΕΣΠΑ, ενώ τα τότε BBC, ZDF, ANT1, SKAI ήταν ο «Φίλος του Νόμου», τα «Ελληνικά Χρονικά», η Εφημερίδα των Αθηνών και η Γενική Εφημερίς. Όλες στημένες από την «φιλελληνική» Επιτροπή του Λονδίνου (κάτι σαν τον «φιλέλληνα» Γιούνκερ ε;). Η Siemens της εποχής ήταν η Εταιρεία του Λεβάντε στην οποία ανήκε η οικογένεια Κουντουριώτη. Ποιος λοιπόν «λαδώθηκε» από τις λίρες του α’ δανείου; Ο Μακρυγιάννης, ο Παπαφλέσσας, ο Γκούρας και πολλοί άλλοι. Ο δεύτερος μετανόησε, ο πρώτος αποτελεί ειδική περίπτωση, ο τρίτος συνέχισε το 25 επί Ιμπραήμ κυνηγώντας τον υπ αριθμό ένα «εχθρό» που λεγόταν «Οδυσσέας», αφού ο Κολοκοτρώνης ήταν μελλοθάνατος στο κελί της Ύδρας και ο Καραϊσκάκης την είχε γλυτώσει φθηνά μετά την «δίκη» παίζοντάς το κουντουριωτικός και παρά το ότι αυτό δεν ήταν αρκετό για να ξεφύγει από την καταδίωξη του Μαυροκορδάτου.

    Ο Μπάυρον δολοφονήθηκε από τα αφεντικά του, αλλά γι αυτό δεν θα βρούμε λέξη στον Γκάμπα. Δηλητηριάστηκε, επειδή έκλεινε φανερά προς τον Ανδρούτσο (μέσω αυτού σε Υψηλάντη, Πλαπούτα, Νέγρη) δηλαδή σε μια «τρίτη λύση» όπως (μάλλον) λανθασμένα αντιλαμβανότανε ο Μπάυρον, στη σύγκρουση μεταξύ «Κουντουριώτη και Κολοκοτρώνη». Μαζί με τον Μπάυρον παρέκλινε και ο Στάνχοπ, μόνο που αυτός δεν χρειάστηκε να «εξαφανιστεί». Μια απλή ανάκληση έκανε τη δουλειά της.

    Όσο για τις ονομασίες της ταυτότητας των Επαναστατών, ήταν το κεντρικό θέμα, αφού αυτοί που δεν οργάνωσαν την επανάσταση διέχυσαν τις βάσεις της καπηλείας της. Δεν είναι ώρα να αναλύσουμε το μεγάλο θέμα «Έλληνες» ή «Γραικοί», όμως η βάση της απορίας σας κ. Σαραντάκο δεν ευσταθεί. Ο Γκάμπα διαχέει το σκληρότερο μέρος της προπαγάδας. Το προωθούσε η μασονία για να πείσει ότι δεν επαναστατούν οι Ρωμαίοι (δηλ οι Χριστιανοί) αλλά οι Έλληνες που ήταν υπόδουλοι στους χριστιανούς. Δηλαδή στόχος των επαναστατών (Καποδίστριας, Υψηλάντης …) ήταν η ίδρυση ενός χριστιανικού, άρα πολυεθνικού κράτους, στόχος των αντιπάλων τους ήταν η ίδρυση ενός εθνικού κρατιδίου που θα το έλεγαν «Ελλάδα». Το ποιος νίκησε είναι φανερό. Αυτό που είναι δύσκολο να ερμηνευτεί, είναι το ότι όλοι τους ήταν μπλεγμένοι στις μυστικές Εταιρείες, το ότι μετά το
    1833 σταδιακά επικράτησε μια κρατική ιστορία που περιείχε ασυνήθιστα πολλά στοιχεία υπέρ των ηττημένων.

  40. sarant said

    Αγαπητέ Βασίλη, αν ξανάγραφα σήμερα το άρθρο μου τα ίδια σημεία θα εντόπιζα -και όχι ότι ο Γκάμπα ήταν μασόνος ή πράκτορας ή ότι ο Μπάιρον δολοφονήθηκε.

  41. Βασίλης said

    Εγώ πάλι θα εντόπιζα το πώς διέφυγε της προσοχής ενός ακόμα μεταφραστή μετά τον Άννινο όλη η ουσία της υποκριτικής παρωδίας των στελεχών της «Επιτροπής του Λονδίνου». Γιατί, προφανώς τα χαμηλοστελέχη της καρμποναρίας-μασονίας όπως ο Γκάμπα πιθανώς δεν αντιλαμβάνονταν πλήρως τον πόλεμο και το διακύβευμα. Αλλά το να αραδιάζουν με τέτοια ευκολία τόσες απλουστεύσεις, το να «ξεχνάνε» τόσα γεγονότα και το να μεταφέρουν αμάσητο το υλικό που διδάχθηκαν στα Πανεπιστήμια και στις Στοές (εν πολλοίς ταυτίζονταν), …ε αυτό πάει πολύ για να μείνει ασχολίαστο.
    Θα αναρωτιόμουν επίσης πού είναι οι μεταφράσεις των υπολοίπων εταίρων όπως ο Χάμφρεϊς, ο Χάμιλτον-Μπράουν, ο Πάρρυ, ο Στάνχοπ.
    Θα αναρωτιόμουν κυρίως πώς έδρασε η «φιλελληνική» Επιτροπή του Λονδίνου όταν πληροφορήθηκε ότι αμφότερα τα επίσημα μέλη της -Λόρδος του Μπάυρον και Συνταγματάρχης Στάνχοπ- δεν μπόρεσαν να καταπιούν την τόση φιλελληνικότητα του Κάνινγκ και του Μπένθαμ.
    Θα αναρωτιόμουν τέλος, γιατί τα πάντα περί Μπάυρον προέρχονται από τους γύρω και όχι από τον ίδιο. Ποιος φρόντισε να καταστραφεί το υλικό του; Αυτό ο Γκάμπα θα πρέπει να το ήξερε.

Σχολιάστε