Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ο πιερότος (Ν. Λαπαθιώτης)

Posted by sarant στο 17 Μαρτίου, 2013


pierrot1Τελευταία Κυριακή της Αποκριάς σήμερα, και παρόλο που η επικαιρότητα με το κούρεμα και το κούρσεμα της Κύπρου κάθε άλλο παρά χαρούμενη ή γιορταστική είναι, η μέρα επιβάλλει λογοτεχνικό θέμα, οπότε θα βάλω ένα διήγημα, επίκαιρο, δηλαδή αποκριάτικο, αλλά όχι χαρούμενο, άρα διπλά επίκαιρο.

Πρόκειται για το διήγημα «Ο πιερότος» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ο Λαπαθιώτης είναι γνωστός βέβαια σαν ποιητής, αλλά είχε και άφθονο πεζογραφικό έργο και μάλιστα πολυσχιδές (διηγήματα, νουβέλες, αυτοβιογραφία, στοχασμοί, χρονογραφήματα, πεζοτράγουδα, αισθητικά και κριτικά κείμενα). Αυτό το έργο έχει αρχίσει τα τελευταία χρόνια να εκδίδεται, μεταξύ άλλων και με δική μου επιμέλεια (η νουβέλα Κάπου περνούσε μια φωνή και η συλλογή διηγημάτων Τα μαραμένα μάτια και άλλες ιστορίες, και τα δυο από τις εκδόσεις Ερατώ). Το διήγημα άλλωστε που θα διαβάσουμε πρόκειται να δημοσιευτεί, μαζί με άλλα, σε έναν δεύτερο τόμο διηγημάτων του Λαπαθιώτη, ο οποίος ευελπιστώ να εκδοθεί μέσα στο 2013, αν και ποτέ δεν ξέρει κανείς.

Πιερότος, βέβαια, είναι η γνωστή άσπρη αποκριάτικη στολή με τα μεγάλα μαύρα κουμπιά και, κατ’ επέκταση, αυτός που τη φοράει. Η αρχή της λέξης βρίσκεται σε έναν χαρακτήρα της Κομεντί Ιταλιέν, των Ιταλών ηθοποιών που έπαιζαν στο Παρίσι, έναν αφελή υπηρέτη ονόματι Πιερό (Pierrot, Πετράκη δηλαδή), που αγαπάει την Κολομπίνα η οποία όμως συνήθως τον αφήνει για τον Αρλεκίνο. Την εποχή που εκτυλίσσεται το διήγημα, είχαν γραφτεί αρκετά ρομαντικά έργα για τον Πιερότο, οπότε είχε χάσει τις μπουφόνικες καταβολές του.

Το διήγημα του Λαπαθιώτη δημοσιεύτηκε στις 9 Μαΐου 1929 στο περιοδικό Μπουκέτο, το λαϊκό ποιοτικό περιοδικό στο οποίο ο Λαπαθιώτης δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος των διηγημάτων του και με το οποίο συνεργαζόταν από το πρώτο του τεύχος, το 1924, ως το τέλος της ζωής του, το 1944, (το περιοδικό πέθανε λίγο αργότερα) αν και με μεγάλα διαστήματα διακοπής της συνεργασίας. Πέρα από το μονοτονικό, ελάχιστες αλλαγές χρειάστηκαν για να προσαρμοστεί η ορθογραφία στα σημερινά -το Μπουκέτο ήδη εφάρμοζε ορθογραφία πολύ όμοια με τη σημερινή. Ευχαριστώ τον Αχιλλέα Τζάλλα για την πληκτρολόγηση. Το σκίτσο του Λαπαθιώτη, αριστερά, είναι του μεγάλου Μυτιληνιού σκιτσογράφου Αντώνη Πρωτοπάτση (ή Pazzi, όπως υπέγραφε από τότε που δούλευε στο Παρίσι), και κοσμούσε την αρχική δημοσίευση στο Μπουκέτο, όπως και η εικόνα που δημοσιεύεται πιο κάτω.

Ο ΠΙΕΡΟΤΟΣ

Είμαστε καθισμένοι στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού. Ήταν η ώρα που αρχίζει και βραδιάζει — ώρα τρυφερή των αναμνήσεων.

            Είχα καιρό να πάω να τη δω. Κι ένιωθα ένα είδος τύψεως γι’ αυτή μου την αμέλεια, επειδή ήξερα πως μ’ αγαπούσε εξαιρετικά, και πως ευχαριστείτο πραγματικά στη συντροφιά μου — αν κι εγώ δεν ήμουν απέναντί της, παρά ένα παιδί κάπως υπερβολικά ζωηρό, που αποτελούσε μια φανταχτερή αντίθεση με τη γεροντική της σοβαρότητα, με τη λεπτήν αξιοπρέπεια των τρόπων της, με το επίσημο και τυπικό της φέρσιμο. Μια ερωτική περιπέτεια, που βάσταξε δεν ξέρω πόσους μήνες, με είχε απομακρύνει. Για ένα τόσο μεγάλο διάστημα, δικαιολογίες δε χωρούσαν. Της είπα, ωστόσο, αρκετά ψέματα: ένα μικρό ταξίδι στην Ευρώπη, κάποιες ασχολίες ιδιαίτερες, έπειτα μιαν αρρώστια ξαφνική…

            Με κοίταζε χαμογελώντας, με το λεπτό ειρωνικό εκείνο βλέμμα, το γεμάτο καλοσύνη κι επιείκεια, των ανθρώπων που μας αγαπούν, και που προσπαθούν να μας πιστέψουν. Κι έτσι στα τελευταία, αναγκάστηκα να της φανερώσω την αλήθεια. Της διηγήθηκα όλη μου την ιστορία, απ’ την αρχή ως το τέλος. Δεν παρέλειψα παρά μια μικρή λεπτομέρεια, που ήταν ολόκληρη εις βάρος μου, και που φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να της μειώσει κάπως την εκτίμησή της προς εμένα. Με άκουσε χωρίς διακοπή.

            Έπειτα άλλαξα κουβέντα. Της είπα νέα που δεν ήξερε, μερικά κοινωνικά μικροσκανδαλάκια, που τη διασκέδαζαν πολύ.

            Εκείνη, όμως, τώρα, δε μιλούσε. Είχε τα μάτια γυρισμένα στο παράθυρο, και κοίταζε τον ουρανό, με τα χλωμά, τα λυπημένα χρώματα. Ο ήλιος ήταν τώρα δίχως φως, ακουμπισμένος σ’ ένα κυπαρίσσι, σα μια μεγάλη σφαίρα πεθαμένη.

            Έπειτα γύρισε τα μάτια, και με κοίταξε. Μου φάνηκε πως ήθελε κάτι να πει, και δίσταζε. Έπειτα πάλι κοίταξε τη μελαγχολικήν εικόνα του παραθυριού.

            Έξαφνα με ρώτησε:

            — Και γιατρευτήκατε τελείως απ’ το αίσθημα;…

            Της είπα: ναι, χωρίς περιστροφές.

            Κοίταξε πάλι το θλιμμένον ουρανό. Κι έπειτα, σα να νικούσε τον κρυφό της δισταγμό, είπε σιγά, σα να μονολογούσε:

            — Κι όμως, εγώ, δεν έχω γιατρευτεί ακόμα…

            Περίμενα να μου εξηγηθεί. Η φράση εκείνη, στα γεροντικά εκείνα χείλη —γιατί να το κρύψω;— μου φάνηκε λιγάκι κωμική… Αλλά ο σεβασμός μου προς τη γυναίκα, που αποτελούσε για μένα σαν ένα σύμβολο, σχεδόν ιερό, του Παρελθόντος, μου εξαφάνισε αμέσως από το μυαλό, το ιλαρό συναίσθημα, που πήγε μια στιγμή να γεννηθεί…

            Και τότε πάλι, ξαφνικά, σα να της είχα γγίξει, δίχως να το θέλω, κάποια βαθειά και μυστική πληγή —ίσως σ’ αυτό να συντελούσε και η γοητεία, η λεπτή και ακουσία νοσταλγία της υποβλητικής εκείνης ώρας— άρχισε, με τη σειρά της, να μου διηγείται:

            — Δεν είχα παντρευτεί ακόμα. Ο πατέρας ζούσε. Το σπίτι μας ήταν πάντα, καθώς ξέρετε, ανοιχτό· ο πατέρας, ακόμα και στα γερατειά του, αγαπούσε πολύ τις διασκεδάσεις. Η μητέρα, όχι και τόσο. Εντούτοις, για να μη χαλάσει το χατίρι του πατέρα, πήγαινε και κείνη μαζί του, στους χορούς. Η κοινωνική μας θέση, άλλως τε, ήταν τέτοια, που οι διασκεδάσεις αυτές έπαιρναν το χαρακτήρα καθημερινών υποχρεώσεων. Γι’ αυτό και το δικό μας σπίτι, καθώς σας είπα, ήταν πάντα ανοιχτό. Δεν υπήρχε ξένος, περαστικός στην πόλη, που να μην το θεωρούσε απαραίτητο, να ρθει να πάρει το τσάι σπίτι, και να μας επισκεφθεί. Η μητέρα μου είχε μια φανερή προτίμηση στον αδελφό μου. Και, όπως συμβαίνει πάντα —για να έρθει ίσως η ισορροπία— ο πατέρας είχε ρίξει όλη τη συμπάθειά του σε μένα. Μ’ έπαιρνε διαρκώς μαζί, και κάθε φορά που πηγαίναμε σε καμιά διασκέδαση, με κρατούσε επιδειχτικά στο πλευρό του. Ήμουν η αγαπημένη του. Κι όμως δεν ήμουν παρά μια κοπελίτσα δεκαεφτά χρονών, άμυαλη και ξένοιαστη για όλα — μια πεταλουδίτσα, έτοιμη να καεί στο πρώτο φως, που θα την τραβούσε με τη λάμψη του… Την ημέρα εκείνη, θυμάμαι, είχα ξυπνήσει δίχως κέφι. Και το βράδυ επρόκειτο να πάμε σ’ ένα χορό. Ήταν η προτελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Και παρ’ όλο τον ενθουσιασμό της ηλικίας, ένιωθα πως θα μου ήταν αδύνατο να πάω μαζί τους. Είχα έναν πονοκέφαλο ανυπόφορο — κι ένας πονοκέφαλος, στην ηλικία εκείνη, είναι ήδη μια μεγάλη τραγωδία. Κι έπειτα η μοδίστρα δεν είχ’ έτοιμη τη φορεσιά μου — αυτή που λογάριαζα να βάλω εκείνο το βράδυ. Κι αυτό ήταν η μεγάλη συμφορά. Αργότερα, έμαθα καλύτερα τι θα πει «μεγάλη συμφορά»… Ας είναι. Ο πατέρας ήθελε, σώνει και καλά, να με πάρει. Η μητέρα συμφωνούσε μαζί μου, επειδή και κείνη, όπως συνήθως, έτυχε να μην έχει και μεγάλη διάθεση. Ο Νίκος μόνο χαλούσε τον κόσμο· αυτός ήθελε να πάει στο χορό, οπωσδήποτε, και ήξερε ότι η δική μου αδιαθεσία ήταν ικανή να κάμει τον πατέρα ν’ αλλάξει απόφαση. Στο τέλος, όμως, ο πατέρας δεν επέμεινε. Όταν ήρθε η ώρα που θα πήγαιναν, για πρώτη φορά στη ζωή του πήγε χωρίς εμένα, μόνο με τη μητέρα και το Νίκο. Η βραδιά ήταν αρκετά ζεστή· είχα μισανοιγμένο το παράθυρο (κοιμόμουν μαζί με τη μητέρα), και πλάγιασα νωρίτερα. Θα με είχε πάρει, υποθέτω, ο ύπνος όταν ξύπνησα λιγάκι τρομαγμένη. Ένιωσα μέσ’ στο σκοτάδι, σαν κάτι να ’πεσε στην κάμαρά μου, δίπλα στο κεφάλι μου… Τινάχτηκα, όπως ήμουν. Παρά λίγο να βάλω τις φωνές. Μου φάνηκε σα να ’πεσε, ξαφνικά, δίπλα μου, ένα μικρό πουλάκι πεθαμένο… Άναψα το φως. Ήταν ένα μπουκέτο μενεξέδες… Από πού να έπεσε στην κάμαρά μου; Ο νους μου πήγε αμέσως στο παράθυρο. Πήγα με περιέργεια και κοίταξα. Έξω ήταν ησυχία. Η ώρα ήταν περασμένη. Από μακριά, πολύ μακριά —ξέρετε το πατρικό μου σπίτι; ήταν πολύ μακριά απ’ την πόλη— ακουγόταν, μόλις, η φασαρία της τρελής Αποκριάς· ο ουρανός ήταν γεμάτος φως, από τη λάμψη των ηλεκτρικών. Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Δε φαινόταν τίποτε στον κήπο. Μια παρέα με μασκαράδες περνούσε με τ’ αμάξι —τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα— αλλ’ αυτή, τώρα μόλις έφτανε μπροστά στη σιδερένια πόρτα· κι εξ άλλου, η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη… Δεν ήξερα τι να βάλω με το νου μου. Ποιος να είχε ρίξει το μπουκετάκι αυτό; Κανένα ειδύλλιο νεανικό κάπως τολμηρότερο, δεν είχε πλεχτεί ακόμη γύρω στη ζωή μου. Ήμουν σε μεγάλη απορία. Επειδή όμως η ώρα ήταν περασμένη, κι από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να προβάλουν οι δικοί μου, ανέβαλα τη λύση του αινίγματος — αν και με είχε τρομερά βάλει σε πειρασμό… Πλάγιασα, πάλι, αλλά χωρίς να κλείσω μάτι, όλη νύχτα. Φαίνεται, όμως, να κοιμήθηκα στο τέλος. Οι δικοί μου ήρθαν τα χαράματα. Όλη εκείνη τη βδομάδα, δεν έφυγε απ’ το μυαλό μου αυτό το περιστατικό. Βρήκα μια λύση πρόχειρη — αλλά που δε με ικανοποιούσε εντελώς: είπα ότι κάποιος θα είδε το ανοιχτό παράθυρο, και πέταξε, απλούστατα, στην τύχη το μπουκέτο…

pierrot2            Μετά μια βδομάδα, την άλλη Κυριακή, ήμαστε πάλι καλεσμένοι σ’ ένα σπίτι, που θα δεχόταν μασκαράδες. Εκείνο το βράδυ, τελείωναν οι Αποκριές. Δεν είχα πονοκέφαλο, και η τουαλέτα μου ήταν επιτέλους έτοιμη. Πήγα με το Νίκο. Ο πατέρας είχε λείψει λίγες μέρες, για μια επείγουσα δουλειά. Δε θέλησα να βάλω μάσκα. Φορούσα, θυμάμαι, την καινούρια φορεσιά μου — ένα φόρεμα σαξ μεταξωτό, με νταντέλες μαύρες γύρω γύρω: το φόρεμα αυτό υπάρχει ακόμα —καμιά μέρα θα σας το δείξω· το ’χω κλειδωμένο στην παλιά μου την κασέλα, μαζί με χίλια άλλα μπιχλιμπίδια του καιρού εκείνου· είναι φαγωμένο απ’ το σκόρο, οι δαντέλες έγιναν κουρέλι — αλλά δεν θέλησα ποτέ να το πετάξω…

            Το βράδυ εκείνο είχα, ίσα ίσα, ένα κέφι εξαιρετικό. Και ήμουν, φαίνεται, εξαιρετικά όμορφη. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, μπορεί κανένας να έχει την ειλικρίνεια ν’ αναφέρει μερικά πράματα, χωρίς να έχει φόβο να παρεξηγηθεί —τι λέτε; Ήμουν τρομερά ευχαριστημένη από τον εαυτό μου. Η φορεσιά μου μού ταίριαζε περίφημα. Κάποιος, εκείνο το βράδυ, μου είχε πει πως έμοιαζα με «γαλανό λουλούδι του αγρού»… Ας είναι! Διασκέδαζα πολύ με τις παρέες που είχαν πλημμυρίσει τις δύο σάλες. Η μουσική έπαιζε τους πιο τρελούς χορούς της εποχής εκείνης — τρελούς, όχι σαν τους δικούς σας, βέβαια, τους τωρινούς, αλλ’ αρκετά, για κείνο τον καιρό… Λουλούδια, σερπαντίνες, κονφετί — σωστός πανζουρλισμός! Ο Νίκος χόρευε χωρίς διακοπή. Εγώ ήμουν ακουμπισμένη στο πιάνο. Είχα παίξει μάλιστα κι ένα κομμάτι —έπαιζα στα νιάτα μου καλούτσικα— και τα λουλούδια, και τα κομπλιμέντα, έπεφταν απάνω μου βροχή. Οι μάσκες με πειράζανε πολύ, κι είχα αρχίσει, πράγματι, να ντρέπομαι λιγάκι. Ήμουν ξαναμμένη απ’ το παίξιμο —ο χορός δε με τραβούσε και πολύ— κι έκανα αέρα, θυμάμαι, με μια βεντάλια —χρυσή και κόκκινη, κι αυτό το θυμάμαι— που βρήκα εκεί δίπλα, αφημένη.

            Έξαφνα, μου παρουσιάστηκε ένας πιερότος, που δεν τον είχα δει ως τότε μέσ’ στη σάλα. Φορούσε μισή μαύρη μάσκα. Είχα πάντα φοβερή αδυναμία για τα ρούχα του πιερότου. Ήρθε κοντά μου, και με κοίταξε στα μάτια. Ένα χνούδι μαύρο, απαλό, έσκαζε μόλις απάνω από δυο χείλη λεπτά και ντροπαλά. Δε μου μιλούσε. Όταν το κοίταγμά του το επίμονο άρχισε να με στενοχωρεί, θέλησα να φύγω —αλλά μου έκαμ’ ένα κίνημα τόσο ικετευτικό— ένα μικρό κίνημα απλό και συμπαθητικό — κι αυτό το κίνημα με κάρφωσε στη θέση μου… Τον ρώτησα, με νόημα, τι θέλει. Τα δυο του χείλη, τα ένιωθα να τρέμουν ελαφρά. Δε μου ’δωσε απάντηση. Εξακολουθούσε μονάχα να με κοιτάζει. Έβλεπα δυο μάτια φλογερά, που έριχναν μεγάλες αστραπές. Μου θύμιζαν δεν ξέρω ποιες φωτιές —κάποιες πυρκαϊές που δεν υπάρχουν…

            Η στάση του αυτή, η σιγηλή, με στενοχωρούσε πιο πολύ. Έκανα να τραβηχτώ και πάλι —και τότε άπλωσε δειλά το χέρι, και με κράτησε. Αυτή η τόλμη του με ξάφνιασε —στον καιρό μου, όλ’ αυτά, τα θεωρούσαμε απρέπειες ακόμη— αλλά και συγχρόνως, μ’ άρεσε στο βάθος… Έμεινα καρφωμένη και τον κοίταζα. Και τότε, δίχως να το περιμένω, μου άπλωσε ένα μικρό χαρτάκι διπλωμένο. Τραβήχτηκα, δίχως να το πάρω. Έκαμα ένα: όχι, με τα μάτια. Και τότε τα δικά του πήραν μια έκφραση λύπης —τόσης, τόσης λύπης, που δεν μπορώ να την ξεχάσω στη ζωή μου… Άμα είδε την επιμονή μου, και την κάπως πειραγμένη —έτσι αυτός θα είπε— κίνησή μου, δεν επέμεινε: άπλωσε μόνο τρεμουλιαστά το διπλωμένο γράμμα στο κερί του πιάνου. Το χαρτί πήρε φωτιά. Μια φλόγα έπαιξε για μια στιγμή κι έπειτα έσβησε. Αυτό ποτέ μου δε θα το ξεχάσω… Και χάθηκε από μπροστά μου, σα σκιά…

            Δεν τον ξαναείδα τη βραδιά εκείνη. Η εικόνα του έμεινε, όμως, καρφωμένη στο μυαλό μου. Σε λίγη ώρα μπήκαν νέες μάσκες. Ήμουν ταραγμένη, σαστισμένη. Είχα μιαν ακράτητη επιθυμία να τον ξαναϊδώ από μακριά.

            Την ώρα που φύγαμε — κόντευε σχεδόν να ξημερώσει — τράβηξα το Νίκο απ’ το χέρι, και φύγαμε, χωρίς να πούμε καληνύχτα σε κανένα. Όταν πήγα σπίτι, όλ’ αυτά ξαναπέρασαν απ’ το νου μου, σαν όνειρο γλυκό της φαντασίας, με μια πολύ μεγάλη νοσταλγία…

            Αυτή η περιπέτεια της χρονιάς εκείνης —όσο μικρή κι ασήμαντη κι αν φαίνεται— έμεινε για καιρό μέσ’ στο μυαλό μου. Έπειτα, σιγά σιγά, με την ευκολία που ξεχνούν τα νιάτα, άρχισα και γω να την ξεχνώ.

            Μετά πέντε μήνες, ακριβώς, ήμουν αρραβωνιασμένη. Δε θέλω να σας κουράσω, με το να σας διηγηθώ εκείνη την ιστορία: τα περιστατικά εκείνα δε σας ενδιαφέρουν. Κι εμένα, τώρα, δε μ’ ενδιαφέρουν. Ένας νέος, πολύ καλός, πολύ συμπαθητικός — αυτός που ύστερα έγινε άντρας μου, τον ξέρετε — με ζήτησε απ’ τον πατέρα. Ο πατέρας τον αγαπούσε — και γω αγαπούσα τον πατέρα. Είπα: ναι, χωρίς να το πολυσκεφθώ. Δεν έχω λόγο, άλλως τε, να παραπονεθώ. Κι έτσι, ένα καλό πρωί βρέθηκα αρραβωνιασμένη… Το καλοκαίρι πήγαμε ταξίδι σ’ ένα νησί. Δε θα ξεχάσω το καλοκαίρι εκείνο. Ήταν το πιο χαριτωμένο, ίσως, καλοκαίρι της ζωής μου: βαρκάδες, ιππασίες, εκδρομές. Ένιωθα τον εαυτό μου περισσότερο ελεύθερο από πάντα — ίσως επειδή επρόκειτο να σκλαβωθώ για πάντα… Αυτό, μπορεί να σας φανεί παράξενο, αλλά έτσι είναι. Τέτοια ήταν η ψυχολογία της στιγμής…

            Είχαμε ορίσει το γάμο πολύ σύντομα. Και ο γάμος έγινε λίγο πριν απ’ τις Αποκριές. Επρόκειτο να φύγουμε για την Ευρώπη, αλλ’ αναβάλαμε το ταξίδι, για να περάσουμε το καρναβάλι μαζί με τους δικούς μας.

            Το καρναβάλι αυτό ήταν πολύ πιο σοβαρό για μένα. Ήμουν κυρία, και είχα πολύ διαφορετικότερες υποχρεώσεις. Ο άντρας μου μ’ αγαπούσε φοβερά. Εννοούσε, σώνει και καλά, να διασκεδάσω. Πηγαίναμε παντού.

            Μια βραδιά — πάλι τελευταία Κυριακή της Αποκριάς — (γιατί τα θυμούμαι τώρα, Θε μου, όλ’ αυτά;) πήγαμε στο σπίτι ενός μακρινού μου συγγενούς. Επρόκειτο, όπως συνήθως, να χορέψουμε. Πήγαμε οι δυο μας — οι άλλοι ήταν καλεσμένοι σ’ άλλο σπίτι. Χόρεψα με πολύ λίγους καβαλιέρους. Κατά τα μεσάνυχτα, μέσ’ στην παραζάλη του χορού, είχα καθίσει πάλι στο πιάνο, κι έπαιξα ένα εύθυμο κομμάτι. Κι ενώ στεκόμουν και μιλούσα με μια φίλη μου, παρουσιάστηκε ο ίδιος ο πιερότος. Μόλις τον είδα, τον θυμήθηκα αμέσως. Έμεινα άφωνη κι εκστατική. Στάθηκε κοντά μου, με τον ίδιο τρόπο. Το πρόσωπό του, όμως, ήταν αλλαγμένο —σα να είχε σηκωθεί από αρρώστια. Και τα μάτια του ήταν, τώρα, ακόμα πιο λυπημένα· έμοιαζαν, τώρα, σα φωτιές που πρόκειται να σβήσουν. Δεν έχω δει ποτέ μου, στη ζωή μου — και ξέρετε τα χρόνια μου, πιστεύω — μάτια πιο πικρά κι απελπισμένα…

            Με κοίταξε και πάλι πολλή ώρα, μ’ ένα βαθύτατο ερωτηματικό. Έτρεμα όλη. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Δεν ξέρω, έτσι, πόση ώρα πέρασε…

            Οι άλλοι χόρευαν, κανένας δε μας πρόσεχε. Δεν έβλεπα τη φίλη μου. Θαρρώ να είχε φύγει μια στιγμή.

            Ήμουν έτοιμη να μιλήσω πρώτη, όταν άπλωσε το χέρι ξαφνικά, και μου’ δωσε και πάλι ένα γράμμα, αλλά με τρόπο τόσο σοβαρό, τόσο σοβαρό και λυπημένο… Κι αυτή τη φορά, το πήρα. Και χάθηκε, προτού να του μιλήσω… Δεν τον ξαναείδα ποτέ πια.

            Το πρωί που φύγαμε είχα το γράμμα του κρυμμένο μέσ’ στο στήθος. Το είχα βάλει, βιαστικά, σε μια μικρή τρυπίτσα, δεξιά. Όταν φθάσαμε στο σπίτι, κι έμεινα μόνη, έτρεξα γρήγορα στο φως να το διαβάσω. Έψαξα παντού, και δεν το βρήκα: μου είχε πέσει, φαίνεται, στο δρόμο…

            Αυτό είν’ όλο.

            Πρέπει τώρα να σας πω, αγαπητέ μου, ότι αυτή η περιπέτεια — όσο κοινή και τιποτένια κι αν τη βρίσκετε— έχει σημαδεμένη τη ζωή μου… Ένα σωρό ερωτήσεις είναι ακόμα μέσα μου: Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Γιατί δε φάνηκε ποτέ τις άλλες μέρες; Γιατί δε θέλησε να μου φανερωθεί;… Αυτές οι ερωτήσεις με τυράννησαν πολύ, πολύν καιρό. Αν επιμένετε, με τυραννούν ακόμα…

            Πολλές φορές είπα με το νου μου, πως η σκιά εκείνη δεν υπήρξε, πως ήταν η μορφή ενός ονείρου…

            Δεν τον ξαναείδα ποτέ πια. Δεν έμαθα ποτέ μου τίποτ’ άλλο. Δεν τόλμησα να υποθέσω τίποτε. Έπειτ’ από κάμποσον καιρό, έμεινα χήρα. Ο πατέρας πέθανε και κείνος, στην Ευρώπη. Σε λίγο, έχασα και τη μητέρα. Εσείς, ακόμα, τότε, ήσαστε παιδί. Έμεινα μόνη. Απ’ την οικογένειά μου, δεν έμεινε παρά ο αδελφός μου.

            Κι από τότε, που λέτε, φίλτατέ μου, μήτε που ξαναγάπησα ποτέ μου…

. . . . . . .  . . . . . . . . . . . . . . . . . .

            Σταμάτησε να λέει. Η κάμαρα, τώρα, είχε μισοσκοτεινιάσει.

            Σήκωσα τα μάτια και την κοίταξα.

            Είπε ακόμα, με φωνή πιο σιγανή:

            — Πέρασαν πόσα χρόνια από τότε; Σαρανταπέντε χρόνια, ακριβώς…

            Έκαμα μια κίνηση μικρή αδημονίας. Εκείνη δε με κοίταζε διόλου. Είχε τα μάτια στυλωμένα στο παράθυρο.

            Έπειτα τα γύρισε με μιας, με κοίταξε κατάματα και πάλι, και με φωνή βαθιά, φανατική, φωνή που δεν την ήξερα ως τώρα, φωνή γριάς τρελής ξεμωραμένης, που μου’ δωσ’ ένα ρίγος στην καρδιά, αν και με κόπο βάσταξα τότε, θαρρώ, τα γέλια, (τώρα που τα θυμάμαι όλ’ αυτά, και που εκείνη είναι πεθαμένη, νιώθω μια βαθύτατη μεταμέλεια), με μάτια που δε μ’ έβλεπαν διόλου, πρόσθεσε ακόμα πιο σιγά :

            — Και να το δείτε: μια μέρα θα γυρίσει…

Τα μαραμένα μάτια και άλλες ιστορίες

35 Σχόλια to “Ο πιερότος (Ν. Λαπαθιώτης)”

  1. Παλιά στο «Ρομάντσο» δημοσίευαν τέτοια αποκριάτικα διηγήματα, θυμάμαι αμυδρά κάτι που του έμοιαζε.
    Επειδή πιθανόν κάποιοι νεώτεροι βνα μη ξέρουν τότε στα εβδομαδιαία περιοδικά δημοσίευαν λογοτεχνία καλού επιπέδου, θυμάμαι π.χ. ότι εκεί πρωτοδιάβσα σε συνέχειες τον «Νονό»

  2. Γς said

    Πολύ ωραίο.
    και κάτι άσχετο:
    Λέει » και με φωνή βαθιά, φανατική»
    Φανατική. Ξέρω τη σημερινή μόνο σημασία.

  3. Αντιφασίστας said

    Πολύ ωραίο, Νικοκύρη!
    Να βάλουμε και τον »Πιερότο» του Φιλύρα;

    ΠΙΕΡΟΤΟΣ
    Πιερότοι εσύ κι εγώ κι άλλοι κοντά του,
    κι αυτός τόσο σωστός μ’ άσπρη ζακέτα,
    παίζαμε με τη φόρμα του, ρίχναμε κάτου
    τ’ ομοίωμά του –χρώμα σε παλέτα.

    Φτιάναμ’ εμείς τη στάση του μαζί του,
    ήταν τυχαία και το σύμβολό μας˙
    στο πέταγμα, στην τοποθέτησή του,
    είχε τον ξένο μορφασμό και το δικό μας.

    Ήταν ειρωνικός, μα και θλιμμένος,
    στο παλκοσένικο ένας μώμος τραγικός,
    ήταν ολοφυρόμενος, απεγνωσμένος,
    σαν εμπροστά σε θαύμα, εκστατικός.

    Ανάμπαιζε με τη δική του κάθε πόζα,
    ενώ την είχε πάρει από τεχνίτη,
    και στα κοιτάγματά του τα σκαμπρόζα
    εμάντευες το δύσκολο και ψηλομύτη.

    Ήταν αυτός, ολόκληρος κι ωραίος,
    ανθρώπινος πολύ στη μπατιστένια
    στολή του, στα κουμπιά του, φευγαλέος,
    βραχνάς απ΄ τους βαθύτερους στην έννοια.

    Κι έξαφνα, καθώς έγερνε, ήταν όλος
    μια σκεπτική κι επιγνωσμένη εικόνα,
    διανοητικός κι όμως μαριόλος,
    δίπλωνε χαριέστατα το γόνα.

    Σα να’ ταν ανεμπόδιστος στην πλάση,
    χωρίς την ψεύτικην ευγένεια και τη γνώση,
    ελεύθερος να κλάψει ή να γελάσει,
    δίχως ν’ ακούσει σχόλια ή ν’ αρθρώσει.

    Είχε του θετικού την παρουσία,
    το ρεμβασμό ενός όντος νοητικού,
    ευπρέπεια πολλή, ετοιμολογία,
    κι ύφος κρυψίνου σ’ έμπασμα ιερού.

    Άλλοτε είχε αυθάδεια μεγάλη
    κι έπαιρνε η φάτσα του έκφραση πικρή,
    περιφρονούσε τις κυρίες όπου οι άλλοι
    θαυμάζανε, και του φαινόντουσαν μικροί!

    Είχε χολή σε υπόσταση πανένια,
    πλαστογραφούσε υπόκριση ρητή,
    κι εσυγχυζότανε σα νιόκοπη γαρντένια
    με τεχνητή καμέλια στο κουτί.

    Είχε πρωθύστερη η μορφή του σημασία,
    κι όμως μας απατούσε όλους μαζί,
    κι ενώ ήταν άνθρωπος σωστός, ουσία
    γυρεύαμε και θέλαμε να ζει..

  4. Γς said

    Σέρνεται το νήμα.
    Απόγευμα και μόνο 3 σχόλια.
    Για να ρίξουμε κι αυτό, απο το δράμα της Κύπρου.

    Ο υπουργός Οικονομικών της Κύπρου ο οποίος συνυπέγραψε την ληστεία των καταθέσων των Κυπρίων είναι αυτός που είχε συλληφθεί στα Κατεχόμενα σε gay όργια και μάλιστα με ανήλικους.
    Θυμάστε τι διαστάσεις είχε πάρει τότε το γεγονός. Εντάξει, δεν λέει τίποτα, ότι πιάστηκε αγκαλιά με έναμ 15χρονο, ότι ήταν στα κατεχόμενα.
    Ότι ήταν παιδεραστής, Ανώμαλος όπως λένε. Κι αν τον εκβιάζουν με τίποτα βιντεάκια;

  5. Άρτεμη said

    Έχουν και οι πιερότοι τις θλίψεις τους… http://www.youtube.com/watch?v=WUCSkoIU-bY

  6. Aλίκη Στούκα said

    Τα πρόσωπα, οι φωνές, το σκηνικό, το στυλ, όλα
    παραπέμπουν και αντιγράφουν ξένα, αγγλοσαξωνικά και γαλλικά πρότυπα. Ξενομανίας ανάγνωσμα.
    Αναλογεί στα αστικά τραγούδια της εποχής.

  7. Άρτεμη said

    http://www.wikipaintings.org/en/pablo-picasso/pierrot-and-harlequin-1920
    και πάντα υπήρξε θέμα τών καλλιτεχνών… όπως ο πίνακας τού Πικάσσο -δέν έιναι ο μοναδικός –
    αλλά και ταινία τού Γκοντάρ Pierrot le Fou http://www.youtube.com/watch?v=ycg2yb3qiUo (όπου απλώς γίνεται «λογοπαίγνιο» με το όνομα τού πρωταγωνιστή)
    Eίναι,λέει, ο αθωότερος τύπος τής Κομμέντια: Υπηρέτης πιο νόστιμος, αθώος, τίμιος, και αγαθός. Κάνει καταπληκτικές ακροβασίες για να τον θαυμάζει η Κολομπίνα (υπηρέτρια). Ο παλιάτσος, που δε φοράει μάσκα, όπως πολλοί από τους άλλους τύπους, αλλά βάφεται άσπρος στο πρόσωπο, ντύνεται στα λευκά και φορά ένα στενό άσπρο σκουφί που του σφίγγει το κεφάλι. Από γκροτέσκα φιγούρα εξελίχθηκε σε ρομαντική μορφή (αντιγραφή από εδώ: http://www.artmag.gr/articles/art-articles/about-art/item/2001-commedia-dell-arte)
    εξ ού και η – δέν είναι η μοναδική – μουσική τού Σούμαν που έβαλα νωρίτερα και τούτος ο δυστυχής πιερότος τού Βαττώ (http://www.louvre.fr/en/oeuvre-notices/pierrot-formerly-known-gilles) και κάμποσοι άλλοι (ενδεικιτκά: Ντωμιέ, http://www.wikipaintings.org/en/honore-daumier/pierrot-with-guitar)
    εξ ου – ξανά 🙂 – τα δάκρυα που βλέπουμε συχνά στο λευκό του πρόσωπο
    και η παρομοίωση τού Σκαρίμπα εδώ
    ΧΑΛΚΙΔΑ
    (από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

    Νάν’ σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότος
    κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη!
    νά μήν ξέρω άν είμαι μέσα στήν ασβόλη
    ένας λυπημένος πιερότος!

    Φύσαε είπα ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
    ώ Χαλκίδα πόλη (έλεγα) καί φέτος
    ήμουν στ’ όνειρό μου είδα Περικλέτος,
    πάλι Περικλέτος ήμουν είδα?

    Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι
    πάν’ σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
    Ως θερία, ως δέντρα αναγλυμένοι ως ψάρια
    τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.

    Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σου
    κι είμαι ακόμα ωραίος σάν τό Μάη μήνα,
    κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα
    καί νά κλαίω εγώ στά γόνατά σου.
    . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

    Έτσι νάν’ σπασμένοι, νά φυσά απ’ τό νότο
    καί μέ πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα:
    ʼχ, νεκρόν στό χώμα νά φωνάζεις είδα
    έναν μου ακόμη πιερότο! . . .

    ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
    (από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)
    …… και για να μήν ξεφύγω από το αποκριάτικο κλίμα: πιερότοι και στη Θεσσαλονίκη: http://users.auth.gr/~marrep/LESSONS/ERGASTIRI/NEW_TECHNOLOGY/4.4.2.htm

  8. cronopiusa said

    Γεια σας
    εξαιρετική η σημερινή ανάρτηση και το πιο γλυκό χάδι στη κουρσεμένη Κύπρο που ζει τα πιο βρώμικα Κούλουμα της ιστορίας της. Εμένα μου φερε στο νου την ωραιότερη παράσταση της
    Σονάτας του σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου -και πιστέψτέ με, έχω δει πολλές, από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου το 2009 σε σκηνοθεσία Έφης Καρακώστα με τη Τζένη Δριβάλα

    Η Σονάτα του Σεληνόφωτος – Μέρος 1ο

    Η Σονάτα του Σεληνόφωτος – Μέρος 2ο

    Η Σονάτα του Σεληνόφωτος – Μέρος 3ο

    Η Σονάτα του Σεληνόφωτος – Μέρος 4ο

    Να ήσαστε καλά, ευχαριστούμε

  9. Γς said

    Leave me dreaming on the bed,
    See you right back here tomorrow,
    ….
    Be sure to come around,
    I’ll be wallowing in sorrow,
    Wearing a frown,
    Like Pierrot the clown

  10. Γς said

    6,7,8:
    Τρείς αναρτήσεις.

    Aλίκη Στούκα
    Άρτεμη
    Cronopiusa

    Τρείς αναρτήσεις – Δύο κυρίες

  11. Αντιφασίστας said

    »Τρείς αναρτήσεις – Δύο κυρίες»
    Δεν θα ήμουν τόσο απόλυτος, Γς. Απλώς, μερικοί άνθρωποι είναι τόσο γκρινιάρηδες, μισαλλόδοξοι και αδιάλλακτοι, που αδικούν τον εαυτό τους και χάνουν και το όποιο δίκιο τους.

  12. Άρτεμη said

    10. Ευχαριστώ
    Δέν νομίζω πως η κυρία που χαρακτηρίζεις αρνητικά δέν είναι αληθινά κυρία, είμαι σίγουρη πως θα έχει ψιθυρίσει κάποτε με απόλαυση κάποια τραγουδάκιατών δεκαετιών τού ’30 και τού 40, από κείνα που μοιάζει να σνομπάρει στην ανάρτησή της… αλλά εντελώς κρυφά και με κάποια, ίσως, τύψη :), τραγούδια τέτοια http://www.youtube.com/watch?v=Ir6XZnQFyyE
    «γαλλοτραφή» άσματα…
    Ωστόσο θα μπορούσαμε να απαντήσουμε με αναφορές στον ιταλοτραφή (μήπως είναι «ιταλοτραφέντα» η αιτιατική;) άγιο Διονύσιο Σολωμό και αρκετές άλλες… (ναι, το παρατραβάω κάπως αλλά επιτρέπεται, ελπίζω, μιάς και είναι αποκριά).

    Γενική ερώτηση: στην Ελλάδα δέν «κουρεύονται» οι καταθέσεις τών κυπριακών τραπεζών. Ισχύει το ίδιο για τις καταθέσεις κυπρίων στα κυπριακά υποκαταστήματα τών ελληνικών τραπεζών; (προσπάθησα ειλικρινά να αποφύγω τα δυσάρεστα, επειδή η Καθαρή Δευτέρα είναι ιδιαίτερη για μένα, αλλά σ’ αφήνει η κατάσταση;)

  13. Αρκεσινεύς said

    > σα να της είχα γγίξει

    γγαστρώνω [gastróno] -ομαι Ρ1 : 1. (λαϊκ.) για άντρα ή για αρσενικό ζώο που αφήνει έγκυο γυναίκα ή θηλυκό ζώο: Tην γγάστρωσε και τώρα δε θέλει να την πάρει. Kάνει σαν γγαστρωμένη• ό,τι της μυρίσει το θέλει. ΦΡ η νύχτα είναι γγαστρωμένη, όταν αναμένουμε τα αποτελέσματα κάποιων διεργασιών. ΠAΡ Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γγαστρωμένη, για αντίξοες συνθήκες. 2. (μτφ.) εξαντλώ την υπομονή κάποιου, εκνευρίζω ή ερεθίζω κπ. υπερβολικά: Aποφάσισε επιτέλους, μας γγάστρωσες!
    γγαστρώνω < εγγαστρώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐγγαστρ(ῶ) -ώνω και τότε άπλωσε δειλά το χέρι, και με κράτησε. Αυτή η τόλμη του με ξάφνιασε —στον καιρό μου, όλ’ αυτά, τα θεωρούσαμε απρέπειες ακόμη

    Έτσι εξηγείται γιατί παλιά όλες οι γυναίκες στο χορό είχαν τα μαντίλια τους. Ο χορευτής δεν έπρεπε να πιάσει το χέρι της κοπέλας που χόρευε.

  14. Αρκεσινεύς said

    13. Επειδή μπερδεύτηκαν οι δυο αναφορές μου

    >και τότε άπλωσε δειλά το χέρι, και με κράτησε. Αυτή η τόλμη του με ξάφνιασε —στον καιρό μου, όλ’ αυτά, τα θεωρούσαμε απρέπειες ακόμη

    Έτσι εξηγείται γιατί παλιά όλες οι γυναίκες στο χορό είχαν τα μαντίλια τους. Ο χορευτής δεν έπρεπε να πιάσει το χέρι της κοπέλας που χόρευε.

  15. sarant said

    Eυχαριστώ για τα σχόλια!

    Όπως θα καταλάβατε, έχω προβλήματα σύνδεσης, οπότε περνάω σαν διάττοντας.

  16. Αρκεσινεύς said

    > (Pierrot, Πετράκη δηλαδή)

  17. Αρκεσινεύς said

    13. τελικά στο σχόλιο αυτό έγινε της κύπρου
    Ανέφερα το γγαστρώνω του ΛΕΓ για να γράψω ποιος θα το γράψει έτσι, με 2 αρχικά γ δηλ. Τότε αρχίζουν ελληνικές λέξεις με 2 όμοια σύμφωνα.

  18. Κωστης said

    Πολυ καλο το σημερινο κειμενο Νικολη,Ωραιοτατη και η σφηνα με τον Πιεροτο του Φιλυρα.Αχ αυτοι οι ποιητες του μεσοπολεμου.Νομιζω οτι κατι σχετικο ειχε γραψει και ο Νικολας Καλας αλλα δεν ειμαι σιγουρος.Παντως νομιζω οτι ο Βαρναλης τον Φιλυρα τον εκτιμουσε ιδιαιτερα και του εχει κανει πολλες αναλυσεις οπως και η Δημουλη.
    Ελπιζω καποτε να απασχολησει την πενα σου.Καλη Σαρακοστη.

    Υ.Γ.Στο σκιτσο που πηρες με την Μυτιλινια παρεα, η φαλακρη φιγουρα ηταν ο γιατρος Πασχαλιδης, ο οποιος σε καθε καλιτεχνικη μαζωξη στην Μυτιληνη απαγγελνε ποιητες του μεσοπολεμου και του οποιου η μοιρα δεν διεφερε πολυ απ΄του Φιλυρα.

  19. Προσγολίτης said

    >το κούρεμα και το κούρσεμα της Κύπρου

    Σ’ αυτή τη φράση είναι όλα τα λεφτά – μείον αυτά που κάνανε φτερά

    Δεν ξέρω αν -χωρίς να έχω τέτοια διάθεση- παίζω εν ου παικτοίς

    Καλό σας ξημέρωμα!

  20. Νίκος Παναγιωτόπουλος από Πάτρα said

    Το διήγημα μου άρεσε πολύ.
    Ευχαριστώ κ. Σαραντάκο.

  21. sarant said

    Καλημέρα, τα τεχνικά προβλήματα συνεχίζονται κι έτσι σήμερα, για πρώτη μέρα ύστερα από μήνες, δεν θα έχει άρθρο.

    18: Όλα τα λεφτά μείον αυτά που κάνανε φτερά, ακριβώς.

  22. Καλά Κούλουμα στο Νικοκύρη και σε όλους τους συνδαιτυμόνες αυτού.
    Τιμώ τα Κούλουμα με φρέσκια κρητικιά πρωτόρακη διπλοκαζανεμένη και χταποδάκια τηγανητά που έφερα ψες απ’ την ψαραγορά της Αίγινας.
    Μην γίνεστε ένα με τους άλλους, 😉 φροντίστε να μην σας παρασύρει το θυμικό σας.
    (ακούς ΓουΣού;)

  23. Προσγολίτης said

    21
    >… σήμερα (…) δεν θα έχει άρθρο.

    Ωχ!, άρχισε η Σαρακοστή.

    [Μέρα είναι, θα περάσει – θα πορέψουμε με (τα) χτεσινά «κοψίδια»].

  24. Γλυκερό, τρυφερερό, ομολογώ ότι ο Λαπαθιώτης δε μου αρέσει όσο και αν προσπάθησα να τον συμπαθήσω χάριν Νικ. Νοικ. Πιστεύω ότι όντως είναι ἥσσων ή μάλλον απλώς γραφιάς για να μην κάνει κάτι άλλο. Κι επειδή ‘κατέγραφε’ έγινε συγγραφέας. Αλλά δεν είναι λογοτέχνης. Μπορεί και να τον αδικώ, αλλά το τότε περιβάλλον έβγαλε πολλούς ‘μεγάλους’ που δε νομίζω να γράψανε ‘όντως κάτι.’

    Λυπάμαι που θα το πω ‘σκληρά’, αν και το αποφεύγω εδώ μέσα, νομίζω ότι η παρατήρηση του Γς για τις τρεις σχολιάστριες, εκ των οποίων τη μία δεν συγκαταλέγει στις κυρίες, ήταν απρέπεια που δεν ταιριάζει στο μπλογκ. Κι εμένα μ’ ενοχλούν συχνά οι απόψεις της κ. Στούκα, αν και δεν διστάζω να συμφωνήσω μαζί της όταν συμφωνώ, αλλά ποτέ δεν έπαψα να την θεωρώ κυρία. Δεν έχω κανένα δεδομένο για να το κάνω, κι επαινώ την Άρτεμη, που σντέδρασε. Και μολονότι δεν πρέπει να επανερχόμαστε, λυπάμαι που το προ ημερών σχόλιό του για την εβραία που πηδούσε στη Ρόδο, το πέρασα στο ντούκου. Προφανώς είναι απρεπής!.

  25. Άρτεμη said

    24. Ευχαριστώ. Και συμφωνώ με το «Δεν έχω κανένα δεδομένο για να το κάνω» 🙂

  26. Άρτεμη said

    4. Μπορείς, σε παρακαλώ, να δώσεις σύνδεσμο αν υπάρχει;

  27. sarant said

    24: Έγραψε και κάτι ποιηματάκια ο μακαρίτης, πάντως 🙂

    26: Κι εγώ το έχω δει σε συζητήσεις κοινωνικών μέσων. Αλλά βέβαια δεν μπορώ να το τεκμηριώσω -ξέρουμε άλλωστε και πόσα γραφονται για τους δικούς μας και πόσα από αυτά είναι αλήθεια.

  28. Γς said

    24:
    >Γλυκερό, τρυφερερό

    Τα είπες όλα. Και καθόλου πρωτότυπο οι μισές δακρύβρεχτες ιστοριούλες με πιερρότους έχουν παρόμοια πλοκή. Το διάβαζα και σαν να βρέθηκα στις σελίδες του Θυσαυρού και άλλων περιοδικών της μαμάς. Τόσο πολύ που για μια στιγμή είπα να ψάξω το γαλλικό αδελφάκι του.

    Οσο για τις 3 αναρτήσεις και τις 2 γυναίκες, παρεξηγήθην. Αν θυμάστε αρκετές φορές σε σχόλιά μου έχω πετάξει σπόντες για το φύλο της ‘κυρίας’ Στούκα.
    Το ίδιο έκανα κι εδώ. Ηθελα να τονίσω ότι το κοντράστ μεταξύ των σχολίων των δύο κοριτσιών και του σχολίου της κυρίας ήταν άλλη μια απόδειξη της ‘πλαστοφυλίας’ της.
    Ε, πώς να το κάνουμε πολύ ‘βαρβάτο’ το σχόλιο. Εδώ κι εγώ που είμαι άντρας (και τι άντρας!) κόντεψα να δακρύσω με την γλυκιά αρλεκίν ατμόσφαιρα που επικρατούσε.

    Κι όσο σκέφτομαι τώρα τον φίλο μας τον Στούκα να συμφωνεί ότι πρέπει να κάνει και κανα γυναικείο κούνημα που και που.

    Ελα μωρέ Λεώ με την Εβραία και τη Ρόδο. Τα πίστεψες. Θα έγραφα τέτοια πράγματα; Ρομά ήταν από την Αγία Βαρβάρα.
    Ασε και έχω σκάσει. Φιλοξενούμε μια φίλη της κυράς που ήρθε να την φροντίσει όσο είναι στο κρεβάτι και ακόμη δεν έχω καταφέρει τίποτα.

    Σερφάραμε βέβαια χτες το βράδυ στο γραφείο μου, αλλά για να έρθει στα ιδιαίτερά μου δώματα για να της δείξω τα γραμματόσημά μου Νιξ, νάδα, νιέντε, ριέν, νάθιν’
    ;(
    Αχ, δύσκολοι καιροί για σοβαρούς κυρίους

    Είπα Αγία Βαρβάρα και θυμήθηκα ένα ξενοδοχείο στην περιοχή. Είχε το ίδιο όνομα με τη φίλη μου. Οπότε της λέω: -Ειδες; Καλύτερα να σου βγει το όνομα παρά το ξενοδοχείο!

  29. Γς said

    26:
    Στο δικό μου Σχ. 4 αναφέρεσαι Αρτέμη;
    Αν ναι, υπάρχουν ένα σωρό.
    Ρίξε [Σαρρής Οργια Κατεχόμενα] να δεις
    Το έριξα τώρα κατα λάθος στο Images και …

  30. Άρτεμη said

    29 Ναι, Γς, και δέν ήξερα πώς να ψάξω.Ευχαριστώ.

  31. sxoliko said

    πάντως μια αίσθηση της σονάτας την αφήνει…

  32. sarant said

    Ακριβώς!

  33. Γς ανακαλώ και σε φιλώ! Μπλιαχ! Όχι κι άντρα!

  34. […] Το αποκριάτικο διήγημα του Λαπαθιώτη «Ο πιερότος»δημοσιεύτηκε στις 9 Μαΐου 1929 στο περιοδικό Μπουκέτο. Η  εικόνα στο βίντεο  είναι του Μυτιληνιού σκιτσογράφου Αντώνη Πρωτοπάτση (ή Pazzi, όπως υπέγραφε).  (Πηγή https://sarantakos.wordpress.com ) […]

  35. […] Πηγή: Νίκος Σαραντάκος […]

Σχολιάστε