Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Του Θεού το μάτι, του Γιάννη Μακριδάκη

Posted by sarant στο 7 Μαΐου, 2013


b186870Σήμερα είναι ιδιόμορφη μέρα, ολίγον αργία και ολίγον εργάσιμη, έψαχνα ένα θέμα που να μην είναι εντελώς καθημερινό αλλά να ξεφεύγει κι από την πασχαλινή θεματολογία που άλλωστε έκλεισε πια τον κύκλο της, οπότε σκέφτηκα να σας παρουσιάσω ένα βιβλίο που διάβασα προχτές στο αεροπλάνο που ταξίδευα· το είχα αγοράσει εδώ και κάμποσο καιρό, αλλά το φύλαγα για την περίσταση, γιατί στο ταξίδι απολαμβάνω ό,τι διαβάζω και με τον Μακριδάκη η απόλαυση της ανάγνωσης είναι εγγυημένη. Ταιριάζει κιόλας, διότι το βιβλίο αναφέρεται σε πράγματα που συνέβαιναν πέρσι τέτοιες μέρες.

Μάλλον ο σημαντικότερος νέος Έλληνας πεζογράφος, ο Χιώτης Γιάννης Μακριδάκης παρουσιάζει εναλλάξ μυθιστορήματα και νουβέλες με ρυθμό περίπου ένα βιβλίο το χρόνο. (Ταυτόχρονα έχει και άλλη δράση, ακτιβιστική-οικολογική, αλλά αυτά τα λέει καλύτερα ο ίδιος στον ιστότοπό του).  Το καινούργιο του βιβλίο, που βγήκε γύρω στον Φλεβάρη, το έβδομο μυθοπλαστικό του, σπάει τη σειρά, αφού είναι νουβέλα και όχι μυθιστόρημα, αλλά, όπως και οι προηγούμενες νουβέλες (όλα τα βιβλία από την Εστία) έχει σαφείς αναφορές σε μεγάλα γεγονότα της πρόσφατης πολιτικής επικαιρότητας· θυμίζω ότι η «Δεξιά τσέπη του ράσου» παρακολουθεί την αγωνία ενός καλόγερου, τις μέρες που χαροπαλεύει ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, να σώσει το κουτάβι της αγαπημένης του (και νεκρής πια) σκύλας· το «Λαγού μαλλί» ξεκινάει με μια βάρκα που φαίνεται στο φόντο πίσω από τον Γιώργο Παπανδρέου που κάνει το ιστορικό του διάγγελμα από το Καστελλόριζο και κλείνει με τον απόηχο από τους νεκρούς της Μαρφίν· στο «Ζουμί του πετεινού», ο Παναγής, που ζει απομονωμένος με τη γυναίκα του στο μούρκι του, στο χτήμα του θα λέγαμε εμείς, πάει να πλαντάξει όταν ακούει να συζητάνε για τη δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας.

Στου «Θεού το μάτι» οι αναφορές στην πολιτική κατάσταση είναι πολύ πιο έντονες, αφού ο αφηγητής, ο Θοδωρής ο επιλεγόμενος Πεπόνας, που μοιάζει αρκετά με τον Παναγή του προηγούμενου βιβλίου, εξηγεί στον βουβό ακροατή του, τον Διομήδη, πώς παραλίγο να ξεχαστεί και να μην ψηφίσει στις κρίσιμες εκλογές του Μαΐου 2012: «Άμα δεν ήτανε ο Φραγκούλης, ούτε που θα πήγαινα να ψηφίσω. Είχ’ αποξεχαστεί ολωσδιόλου με τις δουλειές όλη μέρα. Κάτσαμε κιόλας το μεσημέρι εκεί στον μαγκανόγυρο, και δώσ’ του τα ρακιά και οι κουβέντες, τι εκλογές και ξεκλογές; Τίποτα δεν θυμήθηκα. Φύγανε απ’ το μυαλό μου εντελώς και παραλίγο να πάει ο ψήφος μου χαμένος».

Ο Διομήδης ακούει με υπομονή την αφήγηση χωρίς να λέει λέξη, επειδή είναι σκιάχτρο, που το φτιάχνει ο Πεπόνας για να τρομάζει τα πουλιά, αν και δεν τρέφει και μεγάλες ελπίδες για τις ικανότητές του: «Για μόστρα σ’ έχω πιο πολύ και για το έθιμο εσένα, όχι πως κάνεις και σπουδαία πράματα. Ούτε τους σπουργίτες δεν θα διώχνεις σε κάμποσες μέρες. Ξέρεις τι πονηροί και ακαμάτηδες είναι αυτοί; … Τέλος πάντων, ας μη σε απογοητεύω κιόλας, ακόμα δεν σ’ έστησα και νιώθεις πως σε κάμνω και με το ζόρι. Θα σε φτιάξω πολύ όμορφο και θα σε μπήξω εδώ, κι εσύ κάνε ό,τι μπορείς. Τουλάχιστο τώρα, στην αρχή, κάτι θα καταφέρεις. Διότι τώρα είναι όλη η υπόθεση. Που ’ναι ακόμα μωρά τα φυτά κι έχουνε ανάγκη».

Κι όση ώρα σκαρώνει μερακλήδικα ο Πεπόνας τον Διομήδη, του διηγείται τα καθέκαστα της μοιραίας εκείνης Κυριακής του Μάη (πέρσι τέτοιες μέρες) όταν, με το μούρκι γεμάτο μουσαφίρηδες που είχαν συρρεύσει για να προμηθευτούν τους σπόρους της χρονιάς, ξεχάστηκε και παραλίγο να μην προλάβει να ρίξει τον ψήφο του. Διότι ο Πεπόνας, ναυτικός στην αρχή και στη συνέχεια υπάλληλος, συνταξιούχος τώρα απροσδιόριστης δημόσιας υπηρεσίας, είναι παραδοσιακός μπαχτσεβάνης, βάζει μόνο δικούς του σπόρους για τα ζαρζαβατικά του, από πατροπαράδοτες ποικιλίες, κι έχει όνομα στην περιοχή και κάθε χρόνο έρχονται όλοι οι γειτόνοι να πάρουν τους δικούς του σπόρους και τα φιντάνια του, άσχετο αν δεν τα καταφέρνουν το ίδιο καλά -γιατί είναι αρμπάνηδες και δεν ξέρουν να φροντίσουν τα φυτά.

Γιατί ο Θοδωρής ο επιλεγόμενος Πεπόνας, ο μερακλής και οικολόγος (αλλά χωρίς να το ξέρει) αγρότης, ήξερε τι θα ψηφίσει στις 6 Μαΐου πέρυσι. «Κι εγώ που δεν τ’ απαρνήθηκα το κόμμα μου ποτές, ούτε είχα σκοπό να το προδώσω τώρα που βουλιάζει και όλοι το βρίζουνε και φεύγουνε από κοντά του σαν τους ποντικούς, παραλίγο να μην προκάμω να πάω να του δώσω τον ψήφο μου. Ακούς τι πήγα να πάθω;» Η έμπνευση του συγγραφέα, να δώσει τέτοια σαφή πολιτική ταυτότητα στον κεντρικό του ήρωα, λειτουργεί εξαιρετικά. Σε πείσμα όλων των φίλων και γειτόνων που έχουν μεταστραφεί, ο Πεπόνας, που είναι χήρος και συζεί με μια χήρα, που κι αυτηνής της έχει πάρει τα μυαλά ο Κότσυφας, ένας «κουμουνιστής και αναρχικός» νεαρός με οικολογικές ιδέες, δικαιολογεί τα μέτρα των προηγούμενων κυβερνήσεων, από την ψήφιση του μνημονίου και την περικοπή των συντάξεων (μαζί και της δικής του) ως ακόμα και τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών. Στην αφήγησή του Ο Πεπόνας ευγνωμονεί εκείνους που «δώσανε φαγάκι στον φτωχό να λιγδώσει τ’ αντεράκι του» και θυμάται ότι γράφτηκε στην τοπική οργάνωση και «με διορίσανε στο άψε σβήσε μέσα στην υπηρεσία. Στο ταμείο με βάλανε. Να κάθομαι και να μετρώ το χρήμα. Διότι είχα και το χέρι μου το ζαβό, που δεν μου επέτρεπε να κάνω βαριές εργασίες». Όμως φοβάται κιόλας: «Πόσες φορές δεν της είπα, ρε συ Διομήδη, πως θα απολύσουνε τον Τάσο μου από την υπηρεσία, που και τι δεν κάναμε για να τον διορίσουνε, να φύγει από το χωριό κι από το κεφάλι μας, και νάχει έναν μισθό κι αυτός, ας είναι και του πόνου. Μέχρι και υποψηφιότητα στις δημοτικές εκλογές έβαλε μαζί τους πριν από τρία χρόνια, που δεν βρίσκανε άλλονε. Εκτέθηκε σ’ όλη την κοινωνία, εικοσπέντε χρονώ παλικάρι, για να βοηθήσει το κόμμα και να βρει μια δουλίτσα».

Όμως δεν μιλάει μόνο, ή κυρίως, για τα πολιτικά ο Πεπόνας· ταυτόχρονα περιγράφει και τη ζωή στο μούρκι, και εκθέτει τις ιδέες του υπέρ της παραδοσιακής, μη εμπορευματοποιημένης γεωργίας, χωρίς χημικά, χωρίς υβριδικές ποικιλίες, με οδηγό τις συμβουλές των παλιών. Μερικά αποσπάσματα της φιλοσοφίας του Πεπόνα βρίσκουμε ανθολογημένα σε κάποιο άλλο ιστολόγιο.

Όπως και στα άλλα έργα του Μακριδάκη, ξεχωριστή θέση έχει η γλώσσα, με έντονο το ιδιωματικό στοιχείο, αλλά με μαστόρικες διαφοροποιήσεις από το ένα έργο στο άλλο ανάλογα με τον εκάστοτε ομιλητή. Η απουσία πλοκής στις περισσότερες νουβέλες του Μακριδάκη είναι μία μόνο από τις ομοιότητες με τον Παπαδιαμάντη -και δεν νομίζω πως είναι άτοπη η σύγκριση. Επειδή όμως εδώ μπαίνουμε σε βαθιά νερά λογοτεχνικής κριτικής ενώ το ιστολόγιο ως γνωστόν έχει αποστολή να λεξιλογεί, θα κλείσω με μια σταχυολόγηση των σπάνιων λέξεων και εκφράσεων που βρήκα στου Θεού το μάτι. Και πάλι, σπάνιες θεωρώ τις λέξεις που δεν υπάρχουν στα δυο μεγάλα σύγχρονα λεξικά μας, το κριτήριο δηλαδή που είχα χρησιμοποιήσει στις Λέξεις που χάνονται.

* χρουσαλοιφές (σ. 11) Έτσι χαρακτηρίζει ο αφηγητής τις δυο κόρες της συμβίας του, που είναι δασκάλες ή καθηγήτριες και μένουν στην Αθήνα, κι έρχονται τα καλοκαίρια. Η λ. υπάρχει στα λεξικά (με τον καλαμαρίστικο τύπο, χρυσαλοιφή) αλλά όχι με τη μεταφορική σημασία που έχει εδώ, που πρέπει να σημαίνει κάποιον που πάει να σε ρίξει με μαλαγανιές.

* πακιάρομαι (σ. 13): ασχολούμαι με κάτι, επιδίδομαι σε κάτι. Χιώτικη λέξη, αν μας βρείτε την ετυμολογία θα σας χρωστάω χάρη. Και πακιαρίζομαι αλλού.

* φιάκα (19) να του κάμουνε και φιάκα πως είναι καλοί κηπουροί. Φιάκα είναι θαρρώ η φιγούρα, εξού και ο Φιάκας της παλιάς κωμωδίας του Μισιτζή.

* ξεχαλικώ (20) νομίζουνε πως ξεχαλικώ. Πως είναι παλαβιάρης. Ρετάρω, χάνω τον έλεγχο, δεν ξέρω τι μου γίνεται.

* φούσκωση (31) Η φάση που το φεγγάρι μεγαλώνει. Τη σημασία αυτή δεν την έχουν τα λεξικά. Και γέμωση (πιο κάτω)

* λίγωση (32) θα φυτεύανε με λίγωση τους μπαξέδες τους. Κι άντε πια να κάμεις μαξούλι υπό τέτοιες συνθήκες. Λίγωση είναι η χάση του φεγγαριού, όταν δηλ. πάρει να μικραίνει, οπότε, κατά την παράδοση, δεν πρέπει να φυτεύεις γιατί δεν θα πιάσουν.

* μαξούλι (32) Η (καλή) συγκομιδή, μια από τις 366 Λέξεις που χάνονται (τουρκικό δάνειο).

* μούρκι: το μούλκι στα χιώτικα (όπου το λάμδα σε ορισμένα συμφωνικά συμπλέγματα τρέπεται σε ρο, όπως γίνεται και στα κερκυραϊκά και σε άλλα ιδιώματα). Μούλκι είναι το χτήμα, μία από τις 366 Λέξεις που χάνονται.

* μέλερη: ένα ζωύφιο, που έχει την τιμή να απαθανατίζεται στα Άτακτα του Κοραή, αλλά δεν ξέρω ποιο ακριβώς είναι -αν κατάλαβα καλά, μήτε ο Κοραής ξέρει. Πάντως, φόβος και τρόμος στο μούρκι.

* σωτηρεύομαι (57): Ο χειμώνας μ’ αρέσει. Το κρύο σωτηρεύεται, τρέχεις, δουλεύεις, ζεσταίνεσαι. Αντιμετωπίζεται, παλεύεται.

* «του αξινογυριού οι μύτες στάζουνε νερό» (60), παροιμία γεωργική που δείχνει την αξία του σκαλίσματος, που είναι εξίσου αναγκαίο όσο και το πότισμα.

* του φόβου (60), έναν μπαχτσέ του φόβου που θα τον ζηλεύει ο πάσα ένας· ως επίθετο «φοβερό», και για καλά και για κακά.

* γέμωση (76), η γέμιση του φεγγαριού (που την έχουν έτσι τα λεξικά). Εξαιρετικά ποιητικό απόσπασμα: Για να βάλεις φρέζα μες στο χωράφι, θέλει το φεγγάρι να’ναι στη γέμωση. Ν’ αφρατεύει η γης, να κυματίζει σαν θάλασσα. Να τη βλέπεις να σπαρταρά και να σου’ρχεται να κυλιστείς μέσα της να τη φας.

* μπεγεντίζω (79) παινεύω ορέγομαι, θαυμάζω, καμαρώνω κάτι (τουρκ. δάνειο)

* τσούκλι (87) το παρατσούκλι

* γεντί μπελάς (94) Είναι γεντί μπελάς ο άνθρωπος, ένα πράγμα προσπαθείς να ξεμπλέξεις μαζί του και μπερδεύεις άλλα εφτά. Στα τούρκικα γεντί σημαίνει εφτά (Γεντί κουλέ = Επταπύργιο). Άρα, εφτά φορές μπελάς, μεγάλος μπελάς (πρβλ. πεντακάθαρος, εφτασφράγιστο). Δεν ξέρω αν όντως το λένε αυτό στη Χιο ή αν είναι έμπνευση του συγγραφέα, αλλά υποψιάζομαι πως λέγεται. Γκουγκλίζοντας βλέπω ότι υπάρχει τέτοιο όνομα και σε ένα παραμύθι.

* η ελιά θέλει λωλό αφεντικό (99) Γεωργική παροιμία, επειδή πρέπει να την κλαδεύει κανείς βαθιά και άσπλαχνα.

* έκαμα τα κουφά αφτιά (103) Παλιά παροιμία, σήμερα λέμε πιο πολύ «έκανα τον κουφό».

* λούγαρο (108) Ωδικό πουλί, σαν την καρδερίνα, βλ. εδώ. Έτσι είναι και το παρατσούκλι ενός γείτονα στο βιβλίο.

* στράνιος (109): παράξενος πρέπει να σημαίνει, ιδιόρρυθμος, αν και σε διάφορα χιώτικα γλωσσάρια βρίσκω και άλλες σημασίες («αυτός που δεν συμβιβάζεται»). Την έχει κι ο Κοραής τη λέξη.

* σόικος (109): καθωσπρέπει, εντάξει. Ο αφηγητής λέει πως το Λούγαρο δουλεύει σε κάτι δουλειές που «δεν μου φαίνονται και σόικες». Η λέξη γνωστή, αλλά όχι στα λεξικά (μόνο το σοϊλήδικος υπάρχει)

* δεντροκούβακας (115) Δεντροβάτραχος. Ο Φραγκούλης, για τον οποίο συνεχώς λέει ο αφηγητής ότι εξαιτίας του θυμήθηκε να ψηφίσει, είναι, όπως μαθαίνουμε στο τέλος, ένας δεντροβάτραχος, όχι άνθρωπος.

* σαν μύγδαλο σιδερίτικο (134) Υποθέτω σημαίνει σκληρός κι ανθεκτικός· την παρομοίωση τη χρησιμοποιεί ο αφηγητής για μια γειτόνισσα που δεν ενδίδει στην πολιορκία κάποιου.

* «τι μας νοιάζει εμάς αν του Παντελή τ’ αρνιά είναι δέκα γιά εννιά;» Παροιμία, μάλλον παροιμιόμυθος.

* πίκουπα (143) Μπρούμυτα. Τη λέξη τη χρησιμοποιεί για το μάτσο τα ψηφοδέλτια που του έδωσε η δικαστίνα: «Τα γύρισα ίσια, διότι ήτανε όλα πίκουπα, και έπιασα να μετροφυλλώ για να βρω το κόμμα μου».

Κλείνω με δυο τιτίζικες παρατηρήσεις. Πρώτον, το οπισθόφυλλο είναι παραπλανητικό στο σημείο που λέει ότι ο Ποπόνιας αφηγείται «την πολυκύμαντη ζωή του». Όχι, ελάχιστα μαθαίνουμε για την προηγούμενη ζωή του και καθόλου συνταρακτικά δεν είναι, ακόμα και το ναυτικό του ατύχημα που τον έριξε στη στεριά το περνάει ακροθιγώς και στο τέλος. Τη φιλοσοφία του μας εκθέτει ο άνθρωπος.

Και δεύτερο, και περίεργο, στη σελ. 142, εκεί που ο Φραγκούλης, ο δεντροκούβακας, έκρωξε λίγο πριν κλείσουν οι κάλπες, ο αφηγητής διηγείται τη σκηνή ως εξής: «Διότι εκεί στις παρά τέταρτο, να ο Φραγκούλης κι έκρωξε. Βρε, καλώς μου το, είπα, κι αμέσως είδα το ρολόι για να τσεκάρω αν είναι στην ώρα του σαν κάθε απόγεμα. Και μόλις είδα το ρολόι, λες, ρε παιδί μου, και προσγειώθηκα ξαφνικά στη γη. Μου ’ρθανε η μια σκέψη μετά την άλλη, αράδα. Εφτά παρά τέταρτο, Κυριακή πέντε του Μάη, της Αγιάς Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου, πού να τα βρεις τώρα τα χρυσά βαλάντια έτσι που μας καταντήσανε, σε λίγο ούτε σύνταξη δεν θα μας δίνουνε, αμάν, εκλογές, το κόμμα, ο ψήφος. Και πετάχτηκα πάνω. Ρε, πανάθεμά σε, Πεπόνα, εσύ δεν θα πας να ψηφίσεις, είπα φωναχτά στον εαυτό μου…»

Πέρα από τη μαστοριά της γραφής, προσέξατε κάτι παράξενο σ’ αυτό το απόσπασμα;

Να το πάρει το ποτάμι. Πέντε του Μάη Κυριακή είναι φέτος, το 2013. Πέρσι, το 2012, η Κυριακή των εκλογών έπεφτε 6 του Μάη. Ασφαλώς όχι αμέλεια του συγγραφέα, αλλά ποιητική άδεια για να ταιριάξει τον συνειρμό με την Ειρήνη. Μπορούμε όμως να σκεφτούμε ότι ο Πεπόνας λάθεψε και στην ημερομηνία, κι έτσι σωτηρεύεται και η μικρή ημερολογιακή ανακρίβεια.

83 Σχόλια to “Του Θεού το μάτι, του Γιάννη Μακριδάκη”

  1. spiral architect said

    Καλημέρα. 🙂
    Ο Μακριδάκης είχε συνεντευξιαστεί στην πρωτομαγιάτικη Ελληνοφρένεια.
    Μέλερη: Η ακρίδα;

  2. Alexis said

    Καλημέρα.
    ο ψήφος ή η ψήφος; Είχα την εντύπωση ότι το «επίσημο» ήταν το αρσενικό το οποίο στην πορεία έγινε στην καθομιλουμένη θηλυκό.
    ‘Ομως απ’ ότι φαίνεται κάνω λάθος γιατί το ΛΚΝ δίνει ως επίσημη μορφή το θηλυκό και ως «λαϊκή, προφορική» μορφή το αρσενικό.

    «Κάνω τα κουφά αφτιά», όπως λέμε «κάνω τα στραβά μάτια».
    Ενδιαφέρον, δεν το είχα ξανακούσει.

  3. Gpoint said

    Καλημέρα, Αληθώς ο Κύριος !

    Πληροφοριακά πάντως όποιος βρει σπόρο από καρπούζι, γνήσιο καρπούζι, όχι καρπουζοειδές κερδίζει χρυσούν ωρολόγιον. Το πρόβλημα δεν είναι τα υβρίδια αλλά οι ποικιλίες που προωθούνται από μεγάλες εταιρίες τροφίμων ώστε το «περιβολάκι» να μην περπατάει. Παλιά τα υβρίδια δεν είχαν ιδιαίτερες απαιτήσεις και είχαν καλή ποιότητα και απόδοση γιατί κακά τα ψέμματα με νορμάλ σπόρους π.χ. ντομάτας δουλειά δεν γίνεται, δυό ντομάτεςτο πολύ η ρίζα. Οσοι δεν έχουν δικό τους σπόρο και αγοράζουν μικρά φυτά θα έχουν διαπιστώσει πλέον πως αν δεν τα πήξουν στα χημικά τα φυτά δεν αποδίδουν, έχουν αλλάξει τις ποικιλίες

    Από τις σπάνιες λέξεις η λέξη σόϊκος μου είναι εξαιρετικά οικεία και εν χρήσει

  4. sarant said

    Καλημέρα και από εδώ, ευχαριστώ για τα πρώτα σχόλια!

    3: Ο Πεπόνας της νουβέλας θα είχε σπόρους από γνήσιο καρπούζι!

  5. Άρτεμη said

    «πακιάρομαι» θυμάμαι αόριστα τη γιαγιά μου – χιώτισσα πόυ όμως είχε να πατήσει αιώνα σχεδόν στη Χίο – να το λέει, ο παππούς μου και σύζυγός της το ετυμολογούσε από το «πιάνω», να πιάσω καμιά δουλειά, και από το «αναπιάνω», αν και πιστεύω πως έκανε λάθος

    στράνιος, ιταλοφερμένο μού φαίνεται, πού είπαμε πως διαδραματίζεται η ιστορία;

    με την ευκαιρία τών φάσεων τού φεγγαριού, ξέρει κανείς γιατί δέν καταπιάνονται με σπορά οι γεωργοί στη γέμιση; Το είδα στη Λοκρίδα. Και με την πανσέληνο δέν ψαρεύουν οι ψαράδες, στη Ραφήνα ψάρια δέν εύρισκα τις μέρες μετά την Πανσέληνο. Λένε πως τα ψάρια βλέπουν τα ψαράδικα και φεύγουν, αλλά κι’ αυτό δέν μού φαίνεται πολύ πιθανό

    Κατά τα άλλα καλημέρα σε όλες, – ους μας 🙂

  6. Alexis said

    #3, Το μειονέκτημα των παλιών ποικιλιών δεν ήταν τόσο στην απόδοση, όσο σε άλλα επιθυμητά χαρακτηριστικά, στα οποία υστερούσαν, όπως αντοχή σε ασθένειες, ομοιόμορφη ωρίμανση, διατηρησιμότητα του καρπού μετά τη συγκομιδή κ.ά. (η παλιά ντομάτα μαλάκωνε και χάλαγε μετά από 2-3 μέρες, η σημερινή τομάτα-υβρίδιο αντέχει για πολλές μέρες εκτός ψυγείου -καθότι «τούβλο»).
    Το τίμημα βέβαια είναι η εξάρτηση από τις εταιρείες για τα σπόρια, και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως γεύση, χρώμα, άρωμα, που πάνε περίπατο.

    #0: η ελιά θέλει λωλό αφεντικό
    Για την ελιά λέγεται και μία παρεμφερής παροιμία: «Το αφεντικό πρέπει να ‘ναι μπροστά στο μάζεμα και να λείπει στο κλάδεμα»

  7. Alexis said

    Btw η ετυμολόγηση του υβριδίου από την ύβρι που είδα σε κάποιον ιστότοπο στέκει ή είναι …τζιροπούλεια;

  8. Δημήτρης Μ. said

    5. Στράνιος, μάλλον από τα σλάβικα. странный = παράξενος (ρώσικα).

  9. […] https://sarantakos.wordpress.com/2013/05/07/theoutomati/ […]

  10. spiral architect said

    @3: Δυστυχώς η οικονομία της αγοράς, της κατοχύρωσης πατεντών (ακόμα και στα προϊόντα της γης) και της αειφόρου ανάπτυξης (λέμε και καμιά μαλακία για να περνά η ώρα) 😛 έβαλε και νομικά τη σφραγίδα της:
    Υπόθεση Kokopelli-Baumaux: Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είπε όχι στην ελεύθερη διακίνηση σπόρων φυτών.
    … οι σπόροι για να συμπεριληφθούν στον κατάλογο πρέπει να παρουσιάζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στα οποία ανταποκρίνονται κυρίως τα βιομηχανικά υβρίδια αλλά όχι απαραίτητα και οι παλιές ποικιλίες. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι η Διακριτότητα, η Σταθερότητα και η Ομοιομορφία….
    Έξυπνο, ε; 😉

  11. nestanaios said

    Η γλώσσα αποδίδει ΛΟΓΟ και η ιδιωματική γλώσσα αποδίδει SΛΟΓΟ. S = στερητικόν και επιτατικόν μόριο.

  12. Αρκεσινεύς said

    πακιάρομαι ή πακιαρίζομαι:συναναστρέφομαι, συνεργάζομαι, ασχολούμαι με κάποια υπόθεση < ιταλ. pacchiare

    Το βρήκα στο βιβλίο της Ευγενίας Καλαγκιά-Μουρατίδου ΓΛΩΣΣΑΡΙΟΝ ΤΗΣ ΛΑΓΚΑΔΟΥΣΙΚΗΣ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑΣ

  13. munich said

    Η γιαγιά μου λέει και ρήμα «πικουπίζω» και όταν είχε πέσει το παιδί από το καρότσι μας κατηγόρησε ότι το πικουπίσαμε. Για την ορθογραφία δεν παίρνω όρκο.
    Είναι ωραίος πράγματι ο μακριδάκης

  14. spiral architect said

    Σκαρθάκια και λουγαράκια πιάνατε όταν ήσασταν μικροί;
    Στήνατε δεντράκι με ξόβεργες;
    Βάζατε κράχτες;

  15. Νομίζω πως ο Γιάννης Μακριδάκης στον Πεπονα βάζει και λίγο απ’τον εαυτό του. Eπομένως αν είχε σπόρο από γνήσιο καρπούζι ο Πεπονας τότε έχει και ο Γιάννης Μακριδάκης.
    Οσον αφορά εμένα, είναι ο επόμενος συγγραφέας που θα «εξερευνήσω». Και λόγω των ημερών > Χρηστός Ανέστη, Χρόνια Καλά κε Σαραντάκο!

  16. Gpoint said

    # 7

    Πρέπει να στέκει γιατί οι Ηλείοι δεν επέτρεπαν το ζευγάρωμα φοράδας με γαίδαρο για την παραγωγή του χρησιμότατου μουλαριού στην επικράτειά τους

  17. spiral architect said

    @7, 16: Το ΛΚΝ το υποστηρίζει:
    λατ. hybrida `γόνος μεικτής καταγωγής΄ < hibrida με παρετυμ. αρχ. ὕβρις
    (δεν το ήξερα)

  18. Μιχαλιός said

    Το «γεντί μπελά» υφίστατια ως έκφραση στα τούρκικα,με την έννοια «κακότροπος»: http://www.nedirnedemek.com/yedi-bela-nedir-yedi-bela-ne-demek

    «Σιδερίτικος» μήπως σημαίνει «από τη Σιδερούντα»; http://www.e-xios.gr/gr/3/36.html

    8: Ιταλικό φυσικά, όχι σλάβικο. http://www.etimo.it/?term=stranio&find=Cerca. Από κει και το αγγλικό strange.

  19. gmallos said

    #0 τέλος. Και όχι μόνο. Δεν φτάνει που οι (περσινές) εκλογές ήταν στις 6, άρα δεν δένει το Κυριακή 5 Μάη αλλά και η Αγία Ειρήνη που γιορτάζει εκείνη τη μέρα δεν είναι η Χρυσοβαλάντου. Αυτή γιορτάζει τέλος Ιούλη.

  20. Μιχαλιός said

    2: Ακριβώς το ίδιο γίνεται με το ο- και η- άμμος.

  21. Μιχαλιός said

    12. Χμ. Το pacchiare, όσο βλέπω, είναι μόνο ενεργητικό στα Ιταλικά, και σημαίνει «ντερλικώνω». Υπάρχει όμως το θαυμάσιο ρήμα avvolpacchiarsi, που σημαίνει κατά λέξη «αλεπουδίζω» και μεταφορικά «τρυπώνω, χώνω τη μύτη μου, ανακατεύομαι», απόχρωση που την έχει και το χιώτικο «πακιαρίζομαι» σε ορισμένα γλωσσάρια. Να χάθηκε, άραγε, μια συλλαβή;

  22. Δημήτρης Μ. said

    18. Οι Ρώσοι πάλι ετυμολογούν τη λέξη από τα παλαιοσλαβικά. страна (=χώρα, ξένη χώρα), странный (=ο ξένος, ο ξενίζων, ο παράξενος).

    http://etymological.academic.ru/4942/странный
    http://krylov.academic.ru/3579/странный
    http://dic.academic.ru/dic.nsf/vasmer/48194/странный

    Μάλλον θέλει ψάξιμο. Πάντως στη Χίο μάλλον από την Ιταλία ήρθε ο στράνιος

  23. Μιχαλιός said

    22: Πράγματι, θεωρούνται ως παράδειγμα ψευδοσυγγένειας. Κοίτα να δεις.
    http://en.wikipedia.org/wiki/False_cognate#Examples

  24. εραστηστέχνης αναγνώστης said

    απορώ πως καταφερες να το διαβάσεις ήσυχα μες τ αεροπλάνο!..
    ήθελες πολλές φορές να γελάσεις δυνατά! ετσι δεν είναι?

  25. Κουγιαγια said

    Μπορεί παρακαλώ όποιος κατάλαβε το σχόλιο 11 του κυρίου από τη Νεστάνη, να το εξηγήσει για τους μη φιλόλογους-γλωσσολόγους αναγνώστες αυτου του ιστολόγιου;

  26. Με κοινή σιωπηρή συμφωνία, δεν σχολιάζουμε συνήθως τα σχόλια του Νεσταναίου, διότι καίτοι πάντοτε ευπρεπή, είναι κατά το πλείστον τελείως ακατανόητα, ακόμα 🙂 και για τους φιλολόγους. Δεν είναι δικό σου το πρόβλημα, Κουγιαγιά!

  27. 18β,
    Εντελώς από διαίσθηση θα έλεγα ότι «σιδερίτικο» πιθανόν να έχει σχέση με προέλευση, όπως αναφέρεις, γιατί υπάρχει και ποικιλία σταφυλιού* σιδερίτης, αρκετά διαδεδομένη στην Αχαΐα (είχαν κι οι θείοι μου παλιότερα – Μου λέγανε μάλιστα πως (πολύ) παλιότερα, οι ψαράδες του χωριού, όταν τραβάγανε (τραβούσαν) κουπί για να πάνε με την βάρκα στ’ ανοιχτά, τραγουδάγανε (τραγουδούσαν) αυτοσχέδια αργόσυρτα τραγούδια μουρμουριστά, για να κρατάνε ρυθμό. Ένα που θυμάμαι ήταν για τον συχνά μεθυσμένο αγροφύλακα της περιοχής:

    «Ρε Γιώργη Θοδωρόπουλε με τη στραβή τη μύτη
    γιατί αφήνεις τα παιδιά και τρών’ τον σιδερίτη«).

    Αλήθεια, τραγουδάει κανείς στην δουλειά πλέον;

    —————-
    *Βέβαια, το ίντερνετ λέει πως είναι και το τσάι του βουνού σιδερίτης, με ετυμολογία που μου φαίνεται μάλλον απίθανη.

  28. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα σχόλια και να με συμπαθάτε που έλειπα, είχα τρεχάματα.

    24: Και ποιος σου είπε ότι δεν γελάω δυνατά στο αεροπλάνο; Με κοιτάζουν περίεργα, βέβαια 🙂

    22-23: Το σλάβικο δεν το ήξερα.

    19: Για να το λες, έτσι θα είναι.

    18: Από τη Σιδερούντα; Πιθανό.

    15: Χρόνια καλά!

    6: Να λείπει στο κλάδεμα, λοιπόν, το αφεντικό, καλό!

  29. Gpoint said

    # 8,18

    Του λόγου το αληθές (κι εκεί που πήγε το μυαλό μου)

  30. Gpoint said

    # 25, 26

    Εχω ένα παράδειγμα που μπορει να βοηθήσει στην κατανόηση :

    Ο ΛΟΥΚΑ (Βύντρα) έπαιζε ποδόσφαιρο στον ΠΑΟ ενώ ο ΣΛΟΥΚΑΣ παίζει μπάσκετ στον ΟΣΦΠ !!!

  31. Γς said

    26:
    >διότι καίτοι πάντοτε ευπρεπή, είναι κατά το πλείστον τελείως ακατανόητα

    Κατανοητόν το μη ευπρεπές!

  32. Γιώργος Παγούδης said

    «Σιδερίτικο » είναι μαι ποικιλία αμυγδάλου με πολύ σκληρό τσόφλι . Στη Χίο το λέμε «σιδερένιο» αλλά πιθανών σε χωριά να το λένε και «σιδερίτικο» Ξεχωρίζει απο τα κοινά απο το σχήμα του (πιο μακρύ) και απο το γεγονός ότι σπάει μόνο με πέτρα ή σφυρί (σ.σ αδύνατον να το σπάσεις με τα δόντια) Συνήθως δε, ωριμάζει πιο αργά και έτσι γλυτώνει από τα παιδιά που τα τρώνε άγουρα ή και τα ποντίκια ή και ορισμένα πουλιά ακόμα.
    Το «πακιάρομαι» είναι κλασσικό Φραγκοχιώτικο και μάλλον εκεί πρέπει να αναζητηθεί η ρίζα του. Το ίδιο και το στράνιο αν και μάλλον αμερικανοφερμένο που μοιάζει Π.χ κάρο = αμάξι κτλ ελληνοαμερικάνικα.
    Μέλερη είναι ένα πολύ μικρό έντομο σαν μυγάκι ή πολύ μικρό μερμήγκι Στη Χίο το λέμε και Μελίγκρα. Ζει στους βλαστούς που απομυζά και συνήθως εμφανίζεται σε λιακάδα μετά από βροχή. Μεγαλύτερος εχθρός του είναι οι πασχαλίτσες που τρέφονται με αυτό. Το πλέον οικολογικό φάρμακο είναι διάλυμα πράσινου σαπουνιού με λίγο οινόπνευμα ή και χωρίς και συχνό ψέκασμα πάνω στο φυτό.

  33. Άρτεμη said

    8 θα μπορουσενα ειναι και ιταλικο ομως
    το πληκτρολογιο μου β΄΄αζει λαθος τους τονους…. 😦

  34. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα!

    32: Η μελίγκρα νομίζω πως είναι η πανελλήνια λέξη για το εντομάκι. Και ο Πεπόνας στη νουβέλα αυτό συστήνει για τις μέλερες. 🙂

  35. Πέπε said

    Τον Μακριδάκη τον έμαθα προ τριετίας, σ’ ένα ταξίδι στη Χίο, επισκεπτόμενος φίλους που τον ήξεραν και προσωπικά. Βέβαια αυτό θα μπορούσε και να μη συνηγορήσει υπέρ του: σου λέει ο άλλος, έχουμε εδώ κι ένα φίλο τον Γιάννη, είναι ωραίος τύπος, γράφει και καλά, και συ σκέφτεσαι «αφού είναι φίλος σου καλά θα τα βρίσκεις όσα γράφει -ε, και;». Είχα όμως την τύχη να ξεκινήσω τη γνωριμία όχι με τον ίδιο αλλά μ’ ένα βιβλίο του, που είχαν οι φίλοι και το ξεκίνησα εκεί στις μέρες της επίσκεψης, χωρίς να έχω κάτι να με προκαταλάβει είτε υπέρ είτε κατά. Με κέρδισε πλήρως, και στο επόμενο διάστημα προχώρησα και σε άλλα 3-4 από τα λογοτεχνικά του (γράφει και ιστορικά). Τελικά τον ίδιο δεν τον συνάντησα. Αν είχα να συστήσω ένα απ’ όσα έχω διαβάσει, θα ήταν ο Ανάμισης Τενεκές: οπωσδήποτε!!

    Κατά καιρούς διαβάζω και τις αναρτήσεις στο μπλογκ του. Για να είμαι ειλικρινής, τη λογοτεχνία του τη βρίσκω πολύ καλύτερη. Αλλά οπωσδήποτε μέσα από το μπλογκ γνωρίζεις έναν άνθρωπο με τις ιδέες του, που τις έχει διαμορφώσει μέσα από ένα τρόπο ζωής που επέλεξε (ή/και αντιστρόφως), και που απέχει τόσο από τις συνήθεις επιλογές της εποχής μας ώστε σου δίνει και μια πραγματικά άλλη οπτική των πραγμάτων, να την προσθέσεις στο φάσμα σου.

    Σχηματίζω λοιπόν την ιδέα ότι στο ίδιο περιβόλι όπου ο Μακριδάκης καλλιεργεί με παλιούς μισοξεχασμένους τρόπους παλιές μισοχαμένες ποικιλίες ντόπιων ζαρζαβατικών, και καταφέρνει να τρώει μια χαρά και να είναι ευτυχισμένος, καλλιεργεί εξίσου και παλιές ντόπιες μισοξεχασμένες (αλλά όχι εντελώς χαμένες) λέξεις, ιστορίες, παραδόσεις, και καταφέρνει το ίδιο.

  36. christos k said

    Εγώ το βρήκα ως πακκιάρομαι και σημαίνει ανακατεύομαι, συνεργάζομαι, συμμετέχω σε κάποια υπόθεση και ετυμολογείται απο το ιταλικό pacchiare (Πασπάτης Α, 1888, «Το Χιακόν Γλωσσάριον»). Τα δύο κάπα μάλλον λόγω του οτι τα δάνεια τον 19ο αιώνα δεν ακολουθούσαν την πιο απλή γραφή όπως όρισε ο Τριανταφυλλίδης αργότερα αλλά την πιο πιστή μεταφορά απο την ξένη γλώσσα.

  37. Γιώργος Παγούδης said

    @Αρτεμη 33 Τα Φραγκοχιώτικα είναι όντως ιταλογενή. Η Χίος΄ήταν υπό την κατοχή της Γένοβας τα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου. και νωρίτερα της Βενετίας. Για την ακρίβεια ήταν υπό την κατοχή της «Μαόνας» μιας τεράστιας εταιρείας. Τη Χίο αν θυμάμαι καλά την αγόρασε από τους Βενετούς και την πούλησε στην συνέχεια στους Τούρκους…..
    @Άρτεμη 5 Για τα ψάρια απλά να σου πω ότι με πανσέληνο πάνε σε βαθιά νερά και δύσκολα τα βρίσκεις εκεί. Για το κλάδεμα τώρα αν θέλεις να ζήσει το δέντρο το κλαδεύεις μέρες χωρίς φεγγάρι ή Γενάρη. (Γενάρη μήνα κλάδευε και φέγγος μη γυρεύεις.) Αν το θες για δημιουργία π.χ κατάρτι ή έπιπλα το ίδιο . Η εξήγηση έχει να κάνει με τους χυμούς του δέντρου οι οποίοι με φεγγάρι ανεβαίνουν στο κορμό ενώ χωρίς (στη λίγωση δλδ) κατεβαίνουν στη ρίζα. Ετσι δεν «πετσικάρουν» οι κορμοί.
    Πετσικάρουν =στραβώνουνί .
    Το αντίθετο συμβαίνει με το μπόλιασμα του δέντρου αφού η καλύτερη εποχή θεωρείται με την πανσέληνο του Αυγούστου ή την άνοιξη. Μπόλιασμα γνωρίζεις τι είναι πιστεύω

  38. christos k said

    Ο Μακριδάκης είναι πολύ ενδιαφέρον συγγραφέας αλλά για να γίνεις Παπαδιαμάντης εκτός απο ταλέντο πρέπει να ‘χεις βιώματα και πολύ πόνο. Θεωρώ χρήσιμο ένας ταλαντούχος συγγραφέας να μου μεταφέρει το πώς βιώνεται η κρίση στη νησιωτική Ελλάδα και μάλιστα με τη συγκεκριμένη ντοπιολαλιά. Ωστόσο πιστεύω πως ταλέντα όπως ο Μακριδάκης πρέπει να ταξιδεύουν συνέχεια, να βλέπουν, να βιώνουν, να πονούν και να γράφουν. Θα ήθελα λοιπόν τον Μακριδάκη μόνιμο κάτοικο πλοίου και όχι Χίου.

  39. sarant said

    36: Τον 19ο αιώνα πρέπει να προφέρονταν ακόμα τα διπλά σύμφωνα στην χιώτικη διάλεκτο.

  40. Θεωρώ κι εγώ πως ο Μακριδάκης, μαζί με τον Χρήστο Οικονόμου, είναι από τους καλύτερους λογοτέχνες της γενιάς μας, αν και ο χρονικός προσδιορισμός τον αδικεί. Το μόνο μου παράπονο είναι πως δεν έχει ένα στοιχειώδες γλωσσάρι στο τέλος και άμα δεν ξέρεις μια λέξη δουλεύει πολλή φαντασία.

    Τον σοϊκό, τον λέμε κι εμείς και είναι στο καθημερινό λεξιλόγιο.
    Το μούλκι δεν νομίζω να χαθεί ποτέ, έχει δώσει και το όνομά του σε μια ολόκληρη περιοχή στην Κούλουρη, λίγο πριν τα Κανάκαινη.
    Λίγωση και γέμωση τα ξέρω αλλά από τον παππού μου τον ψαρά.

    Χρόνια πολλά και καλά!

  41. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    1. Xάριτας!Είχα ακούσει τη συνέντευξη και μετά έψαχνα στο Ρίαλ, που ως τις 4 Μάη δεν την είχε βάλει,ενώ είχε αναρτήσει Ελληνοφρένειες πριν και μετά την Πρωτομαγιά, για να σας την πω εδώ,έτσι στο «ξεκούδουνο» επειδή, η ταπεινότης μου, τον έχει σε τεράστια εκτίμηση. Καταχάρηκα με τη σύμπτωση.
    Στο λεξιλόγιο:
    12 -Πακιαλίζω, ασχολούμαι με κάτι χρονοτριβώντας, «Επακιάλιζε κι επακιάλιζε να ετοιμαστεί κι εχάσαμε τη μισή λειτρουγιά» ή » Ίντα πακιαλίζεις ατά τόσηνια ώρα;Εσένα περιμένομε όλοι να φύγομε». Δεν ξέρω από πού βγαίνει.Κάπως σιμώνει στο πακιαρίζομαι.
    -Ο σόικος είναι σε μεγάλη χρήση. Με την ίδια σημασία «δεν είναι σόι» ή «σόικο» (δεν είναι της προκοπής) αυτό το αντικείμενο, το σχέδιο, το φαγητό κλπ
    -Ξεχαλίκισμα (κυριολ.) μια από τις πρώτες εργασίες για την ετοιμασία της γης πριν φυτευτούν π.χ. τα οπωροκηπευτικά. (ξεχαλικίζω).
    Το ξεχαλικώνω αφορά σε αφαίρεση των χαλικιών από τοίχο, ξερολιθιά, φούρνο – χτίρι γενικά . Ο παλαβός, σ εμάς, τσουρλοκοπά (πετά τσούρλους=πέτρες) . «Αυτός τσουρλοκοπά»=δεν είναι στα καλά του. » Πετροβολά» στη σύγχρονη απανωλλαδίτικη ή «‘Εχει (φάει)πετριά»,έχει παλαβωμάρα ή εμμονή με κάτι.
    -Το σιδερίτικο μου κάνει το δικό μας πετραμύγδαλο που (όπως και τα πετροκάρυδα) τρομάζεις να τα σπάσεις αλλά είναι πολύ νόστιμα. Είναι παλιές, εγκαταλελειμμένες ποικιλίες γιατί βλέπεις σήμερα όλα πρέπει να γίνονται εύκολα, γρήγορα και φατσικά όμορφα. Χωρίς πολύ ή και καθόλου κόπο, εις βάρος της ουσίας (συνήθως). Το φιλοσόφησα αλλά ευαισθητοποιήθηκα από το κείμενο. Κάτω που πήγα ,έψαχνα αν σώζεται καμιά παλιά μηλιά στα σόχωρα. Γλυκομηλιά με μικρά πράσινα μήλα μοσχομύριστα. Βάτιασε ο τόπος κι όσες δεν κάηκαν από πυρκαγιές που έφτασαν ως τις αυλές, πνίγηκαν στη εγκατάλειψη.
    Συνειρμικά θυμήθηκα και τα λυτράπιδα. Ποικιλία αχλαδιών σκληρά, συμπαγή και στρογγυλά: Λύτρες είναι τα στρογγυλά χαλίκια της θάλασσας.Μ αυτά τσάκιζαν τις ελιές (τσακιστές) και έτριβαν (κοπάνιζαν τ΄αλάτι)
    Τώρα είναι στο φουλ το μαγάπιδα κάτω . Μικρά αυγουλωτά τραγανιστά ολόγλυκα αχλαδάκια, πρασινοκοκκινωπά. Τα πρώτα της χρονιάς, τρώγονται σύφλουδα από το λίκι τους (κοτσάνι) με μια μπουκιά.

  42. sarant said

    40: Ωραία, να γνωρίσω και τον Χρήστο Οικονόμου 🙂

    41: Λύτρες ή ίσως λίτρες -λιτρίδια στη Μυτιλήνη.

  43. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    42.ναι βέβαια, ίσως λίτρες (και λιτράκια είχε για τα πιο μικρά χεράκια των παιδιών η γιαγιά). και λιτράπιδα, τα λεία στογγυλοπλακουτσά αχλάδια.

    Μπεγιεντίζω, σ εμάς σημαίνει λαχταρώ , ορέγομαι, καμαρώνω:

    Πέρδικα ‘ομορφο πουλί
    πέρδικα πλουμισμένη
    απ ούλα τα πουλιά τση γης
    σ έχω μπεγιεντισμένη.

    Κι ένα περιπαιχτικό για μια χωριανή που έβαλε σαγιονάρες:
    Τσι σαγιονάρες τσι ΄πηρε
    να τς έχει του παιδιού τζη
    κι εκείνη τσι μπεγιέντισε
    και τς έχει για δικού τζη

  44. Τσούρης Βασίλειος said

    τα πίκουπα
    εμείς λέμε τα πίπκα και τα μσόκωλα , τ΄αποκούπσε, πρέπει το πίκπα να έγινε πίπκα
    41
    Το δικό σας ξεχαλικώνω είναι το δικό μας ξελακώνω, βγάζω τις πέτρες από το χωράφι και η δική μας περιοχή έχει μεγάλες πέτρες ( στούμπια) όχι χαλίκια.
    Επίπονη δουλειά, ακόμη και τώρα όταν βλέπουμε κάποιον πολύ κουρασμένο και ιδρωμένο τον ρωτάμε
    -τι έκανες και είσαι έτσι, ξελάκωνες;
    Με τις πέτρες απ΄το ξελάκωμα έφκιαναν ένα τσούτσουρο ( νάναι απ΄το συσσωρεύω;) σε μια γωνιά του χωραφιού και τις χρησιμοποιούσαν να σφηνώνουν τα παλούκια ή στους τοίχους της περίφραξης.

  45. sarant said

    43: Ωχ, μου έβαλες αμφιβολίες, μήπως το μπεγιεντίζω δεν είναι παινεύω αλλά καμαρώνω, θαυμάζω, και αυτά που λες εσύ.

    44: Κάτι τσούτσουρους από ξύλα νομίζω ότι έχει και ο Κοτζιούλας.

  46. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    44. Αξανάκωλα το λέμε μεις το πίκουπα. Κάπου αυτό το πίκουπα τόχα ξαναδιαβάσει.πρόσφατα. Νόμιζα στο Σωτήρη Δημητρίου αλλά μπα.Οι ηπειρώτες το λέτε «αποκούπσες» (το παιδί) . Απίστωσε (η κούνια) είναι το ίδιο άραγε;

  47. Μαρία said

    45
    Εξ ου και χουνκιάρ μπεγεντί 🙂

  48. Τσούρης Βασίλειος said

    44: Τσούτσουρο κάνουμε με πολλά πράγματα, πού το αναφέρει ο Κοτζιούλας; Ξέρεις αν βγαίνει από το συν+σωρός;
    46: Ταπίπκα ή ταπίκπα είναι το ανάποδο του ταμσόκωλα
    Το δικό σας απίστωσε τι σημαίνει, απίθωσε; Δεν νομίζω να υπάρχει σχέση. Τ αντίθετο του αξανάκωλα σε σας ποιό είναι;

  49. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    48. Δεν το λέμε το απίστωσε εμείς «Κούνια που σε κούναγε και δε σ απίστωνε» στην Αρκαδία.

    Για τη γέμωση-λίγωση ,είχαμε ξαναπεί για τα πρωτοφανίστικα φρούτα ότι τρώγοντας λέμε την ευχή «λιγωση και γέμωση κι ο κόσμος να γεμίσει»

    Στη γέμωση του φεγγαριού,
    άλλο δεντρί δε πιάνει,
    μόνο τσ’ αγάπης το δεντρί,
    που πάντα ρίζες βγάνει

    Του αξέχαστου Μουντόκωστα

  50. Στρατος Βασδεκης said

    Μπεγεντίζω

    Από την Live-Pedia.gr

    μπεγεντίζω (ρήμα) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :μπεγεντ (τουρκ. λ. begenme = ευαρέσκεια) -ίζω]

    1.τιμώ, εκτιμώ, σέβομαι, θαυμάζω
    2.υπολογίζω, λαμβάνω υπόψη: «όλοι τον φοβούνται και τον μπεγεντίζουν»
    3.(μτφ.) α) καταδέχομαι, ανέχομαι, β) επιθυμώ, ορέγομαι: «όλοι την μπεγεντίζουν για την ομορφιά της» συνώνυμα: λιμπίζομαι.

    http://www.livepedia.gr/index.php/%CE%9C%CF%80%CE%B5%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%B6%CF%89

  51. sarant said

    Eυχαριστώ για τα νεότερα!

    50: Είδες η Live-pedia;

    48: Δεν ξέρω αν βγαίνει από το συν+σωρός, και δεν μου φαίνεται πολύ πιθανό. Ο Κ. το έχει σε πεζά του, αλλά και σ’ ένα παιδικό ποίημα ή μάλλον ποίημα για το παιδί του:

    Κει που τον είχαμε πιασμένο απ’ τον αγκώνα
    κι άλλος τον βάσταε απ’ τα σκέλη του όχι αγάλια,
    για να του μπήξει μες στις σάρκες τη βελόνα
    στεγνή γυναίκα με τα ματογυάλια.

    Κι αυτός βαριά χτυπιόταν σ’ άνισον αγώνα,
    που μαθημένο απ’ των χαδιών την αναγάλλια
    τώρα άπονοι γονιοί σε χέρια ανθρωποφόνα
    τον είχαν παραδώσει άφταιγο — αρνάκι κάλλια—

    μού πέρασε απ’ το νου του Ισαάκ η εικόνα
    που βρέθηκε μπροστά σε τσούτσουρο από ξύλα
    και στου πατέρα του τη μάχαιρα γυμνή,

    καθώς ο πατριάρχης, του Ισραήλ κορώνα,
    με μάτι αδάκρυτο, μεστός ανατριχίλα,
    ξάμωνε προς τον τρυφερό μονογενή.

  52. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    37.β Ναι : «Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην ξανοίγεις» (μην κοιτάζεις)

  53. Τσούρης Βασίλειος said

    51.
    Ωραιότατο! Πολλές παλιές εικόνες μου έφερε στο νου. Μικρός ακόμα θεωρούσα αυτές που μας έκαναν εμβόλια ή ενέσεις ( αλήθεια γιατί ήταν πάντα χοντρές και άπονες;) ότι συνέχιζαν το έργο της Ιεράς Εξέτασης και πάλι με «νόμιμα μέσα». Στην ίδια κατηγορία κατατάσσονται και οι οδοντίατροι! 🙂

  54. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    51. Ο Τσούτσουρας , στη νότια Κρήτη δεν ξέρω από πού πήρε τ όνομα. Θα δω αν κάτι γράφουν γι αυτό.
    Σχετική λέξη «εξετσουτσούρωσε» = όπως το πουλάκι που βγαίνει από τ αυγό και ξετσουτσουρώνει, τινάζει τα φτερά κι ορθώνει το κορμί του ( μεταφ.»ξεπετάχτηκε» στη ρούγα, στη ζωή.) Και για φυτουλάκι αν είναι αχαμνό και μαραμένο και ποτιστεί λέμε «εξετσουτσούρωσε εκειά που τόχα για ξερό»

    > ξάμωνε προς τον τρυφερό μονογενή.
    Το ξαμώνω, σημαδεύω, νόμιζα μόνο κρητικό.

  55. Πέπε said

    @50:
    Α ώστε έτσι ε! Ωραία, μου λύθηκε κι εμένα μια απορία. Σ’ ένα τραγούδι, καρπάθικο, λέει ένας πεθαμένος μέσα από το μνήμα:

    Τη γης δεν επη(γ)έντιζα πεζός να την πατήσω,
    τώρα την έχω πάπλωμα και στρώμα και κοιμούμαι.

    Μας έχει πει προηγουμένως πόσο σπουδαίος ήταν όσο ζούσε, οπότε καταλάβαινα ότι «δεν επηγέντιζα» σημαίνει «δεν καταδεχόμουν» (και καλά μόνο καβάλα, ποτέ πεζός, και τώρα που πέθανα δες πώς κατήντησα, άρα τις εστί βασιλεύς και τις στρατιώτης κλπ.κλπ.), αλλά μέχρις εκεί. Τώρα είναι σαφές ότι πρόκειται για το ρήμα μπεγεντίζω, και άρα και το -η- του «επηγέντιζα» δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης. «Επι(γ)έντιζα» λοιπόν.

    Ευχαριστώ!

  56. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    51,53, Το ποίημα-εξαιρετικό- δοκίμασε την αντοχή μου στην ανάμνηση του δυο χρονών μικρού μου που ούρλιαζε καθώς τον έπαιρναν απ τα χέρια μας για μια μικρο επέμβαση. Κι ακόμη όταν πρώτη φορά του πήραν αίμα, έπαιρναν κι από μένα κολλητά στο διπλανό πάγκο για να ημερεύει. Γονεϊκά μαρτύρια.

  57. Τσούρης Βασίλειος said

    54
    το εξετσουτσούρωσε το δικό σας εμείς το λέμε τσιατσιάρωσε ( τσατσάρωσε αλλά με παχειά τσ) πχ
    τσιατσιάρωσε ο μικρός, σε λίγο δε θα χωράει στη σαρμανίτσα.

  58. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    > Τσούτσουρας ή Τσούτσουρος (από το ενετικό Zuzzuro) λέει. Καταγράφεται για πρώτη φορά από το βενετσιάνο μηχανικό Fr. Basilicata το 1615 ο οποίος σχεδίασε μάλιστα την παραλία, σημειώνοντας το όνομα Zuzuro.

  59. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    57. «Κούνια που σε κούναγε και δε σ΄ απίστωνε», δεν σ΄αναποδογύριζε. Την πρωτάκουσα όλόκληρη την φράση στην Κυνουρία καθώς και την έκφραση:
    «τ΄απίστομα» = ανάποδα

  60. Τσούρης Βασίλειος said

    59
    “Κούνια π’ σε κούναε και δε σ΄ αποκούπαε» ή » να σε κ(ου)νήσ(ει) κακιά ζάλ(η)» οι ωραίες δικές μας εκφράσεις. Τη λέξη τ΄απίστομα; ή απίστωμα τη χρησιμοποιούμε
    μόνο για να πούμε τ΄απίστομα δεμένος.

  61. Γς said

    Δεν αντέχει τους μετανάστες στην Κυψέλη. Πιάνουν όλα τα παγκάκια

  62. Τσούρης Βασίλειος said

    Γς μου έκανε και μένα εντύπωση αλλά πριν από λίγο διάβασα στο http://news.in.gr/culture/article/?aid=1231247315
    Είμαι με το μέρος των μεταναστών, λέει η Κική Διμουλά για τα σχόλιά της ( έχουν και λάθος το Δημουλά το έκανα copy paste)

  63. Μαρία said

    62
    http://www.efsyn.gr/?p=47572

  64. Τσούρης Βασίλειος said

    Μολονότι είναι αργα έψαξα κα βρήκα αυτό:

    Το πρωί της Κυριακής των Βαϊων οι Atenistas διοργάνωσαν περίπατο-ξενάγηση στην Κυψέλη με στάσεις και διηγήσεις σε μια σειρά ιστορικών κτιρίων της αστικής περιοχής. Η μαζική βόλτα ολοκληρώθηκε στο 21ο Δημοτικό Σχολείο της Κυψέλης στην οδό Κύπρο 46 (περιοχή Πλατεία Αμερικής, ουσιαστικά) και την παρακολούθησα όλη μαζί με τον συνάδελφο και φωτορεπόρτερ Κώστα Κατσίγιαννη στα πλαίσια ρεπορτάζ για ΤΑ ΝΕΑ.

    Εκεί, στο γεμάτο σχολείο, η ηλιόλουστη αυλή γέμισε με κόσμο αφού τρεις γνωστοί Κυψελιώτες – και ο αρχιτέκτονας Νίκος Καβαδάς – θα μιλούσαν για την περιοχή: Η ποιήτρια Κική Δημουλά, ο συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας και ο σκηνοθέτης Μενέλαος Καραμαγγιώλης. Παρακάτω – και λόγω της διαδικτυακής θύελλας που πυροδότησε άρθρο καθημερινής εφημερίδας για όσα είπε η Κική Δημουλά για τους ξένους στην Κυψέλη – παραθέτουμε ακριβώς όπως λέχθηκαν τα πράγματα από την ποιήτρια αφού απομαγνητοφωνήσαμε αυτούσια την συζήτηση που «άναψε» φωτιές στα κοινωνικά δίκτυα.

    Κική Δημουλά: «Καλησπέρα λοιπόν στους γείτονες τους αγαπητούς… Ε, όλοι γείτονες είστε, όλη η Αθήνα είναι μια γειτονιά… Τέλος πάντως εγώ ζω στην Κυψέλη 76 χρόνια και στον ίδιο δρόμο. Είναι κάπως μοιραία τα πράγματα,το δικό μου σπίτι ήταν λίγο πιο κάτω από το πατρικό οπότε ούτε ατμόσφαιρα ούτε δεσμά άλλαξα εύκολα.

    Εζησα τα ωραία χρόνια της κυψέλης όσο μπορεί κανείς να δει το ωραίο όταν είναι παιδί που προέχει πάντα αυτή η νεότητα και φτιάχνει τα πράγματα πάντα όπως τα θέλει.

    Η Κυψέλη ήταν παράδεισος, η οδός Πυθίας που έζησα ήταν ωραίες μονοκατοικίες με κήπους όλα τα σπίτια, γνώριμοι οι κάτοικοι πάρα πολύ, γραφική η Φωκίωνος Νέγρη όπου κατηφόριζα για το Γυμνάσιο το 6ο για την οδό Επτανήσου.

    Τώρα έχουν φυτρώσει πάρα πολλά καφενεία εκεί ,τέλος πάντων έζησα εκεί αφού ήταν του πατέρα μου το σπίτι, μετά παντρεύτηκα το 1954, πήγα δυο γωνίες παρακάτω έζησα και εκεί για 15 χρόνια με μια συνεχή νοσταλγία καθώς άρχισαν να χαλάνε τα πράγματα στην περιοχή να φυτρώνουνε οι πολυκατοικίες οι άχαρες και να γκρεμίζονται εικόνες στην ουσία όχι σπίτια, εικόνες που είχαμε επί χρόνια ενστερνιστεί και άρχισα να γκρινιάζω και να λέω: «Θεέ μου θα φύγω από εδώ θα πάω κάπου αλλού».

    Επεισα τον απρόθυμο Αθω Δημουλά και πήραμε ένα δάνειο και πήραμε ένα διαμέρισμα στην Αγία Παρασκευή όπου ζούσε και ο γιος μου εκεί παντρεμένος.

    Αγοράσαμε λοιπόν με κόπο και ένα δάνειο ένα σπίτι στην Αγία Παρασκευή και σε έξι μήνες ξαναμετακόμισα στην οδό Πυθίας 26. Είχα μάλιστα καταφύγει σε έναν γιατρό στην γειτονιά, ορθοπεδικό-ποιητή, τον Δημητρη Παπαδίτσα – ήταν στην οδό Πατησίων – του λέω: «Κάτι μου συμβαίνει έχει πλακωθεί η καρδιά μου…»

    Μου λέει: «Τα πεύκα σε πειράζουν», τέλος πάντων, με πολύ μεγάλη δυσαρέσκεια του Αθω Δημουλά μεταφέρθηκα πάλι στην οδό Πυθίας 26, ευφρόσυνα και ευδαίμων.

    Εκείνος άπαξ και τον πήγα εκεί δεν είχε μεγάλη μανία, δεν άντεχε και τις μετακινήσεις δεν ήταν και της αντοχής άνθρωπος πάντα αλλά υπέκυψε αφού εγώ δεν ήμουν υποχωρητική κι έζησα αρκετά χρόνια ώσπου πριν εφτά χρόνια η κόρη μου αγόρασε ένα σπίτι, τρία σπίτια πιο κεί, από το πατρικό της Φαέθοντος δηλαδή, έμεινε εκεί οκτώ χρόνια, της ντάντεψα τα παιδιά της και αίφνης κατελήφθη κι αυτή από την μανία του προαστίου, έφυγε εντέλει και με πολύ λύπη το έζησα αυτό: συγχρόνως να εγκαταλείψω το συζυγικό μου σπίτι, διότι είχε πάρα πολλές σκάλες και όντως είχα μεγαλώσει πια αρκετά για να μην μπορώ να σαλτάρω.

    Έτσι μεταφέρθηκα Φαέθοντος πάλι 26, γωνία Πυθίας. Επομένως η Πυθία δεν έφυγε από το οπτικό μου πεδίο και ζω τώρα εκεί όχι πάρα πολύ συμφιλιωμένη με την αλλαγή.

    Τώρα όσοι αναρωτιούνται γιατί δεν ήθελα να φύγω…

    Μα γιατί όλη μου η ζωή διεπράχθη σε αυτό το μέρος. Πουθενά αλλού. Ό,τι έζησα σημαντικό και δεν έζησα – και κακά και αρρώστιες και δυσάρεστα και εκπλήξεις – έγιναν σε αυτή την περίφημη Κυψέλη.

    Θα πει κανείς, δεν έβλεπα τις παραμορφώσεις;

    Ξέρετε, ο άνθρωπος έχει και μια φαντασία. Μπορούσε κανείς να γκρεμίζει τα εξαμβλώματα και να προκύπτουν από κάτω παλιές μορφές του τόπου. Νομίζω πως γεωγραφήθηκε αρκετά η αφοσίωσή μου στην Κυψέλη, αν έχετε κάτι άλλο ρωτήστε με…

    Μην ξεχνάμε πως οι ξένοι που βρέθηκαν εδώ ήταν λόγω της φτώχειας των χωρών εκείνων. Ηλθαν να ζήσουν εδώ πέρα. Οι ξένοι (οι Αλβανοί τουλάχιστον) επιστρέφουν βέβαια στις πατρίδες τους. Το μόνο που κάνω για την Κυψέλη είναι να ζω ακόμη εκεί.

    Θα πρέπει να το πούμε πάντως και αυτό, πρέπει να πω όμως ότι είναι και ένας συνεχής κίνδυνος, κινδυνεύουν οι ντόπιοι από κλοπές φοβερές ακόμη και στον δρόμο.

    Σας λέω ένα πάρα πολύ συγκεκριμένο πράγμα: Πυθίας 42 ήταν το πατρικό μου όπου ζει σε ένα διαμέρισμα η αδελφή μου. Δύο φορές την πήγαν στο νοσοκομείο, δύο φορές την παραμόρφωσε ένας έξω από το σπίτι διότι δεν έβρισκε τα κλειδιά για να μπει μέσα…

    Την πρώτη φορά και εκείνη και τον άνδρα της επί δύο ώρες τους έκλεισαν το στόμα, τους έκλεισαν στο μπάνιο και έκλεβαν το σπίτι ανενόχλητοι.

    Περιορισμένα περιστατικά ναι αλλά ο φόβος είναι απεριόριστος. Δεν θέλω να πω ότι οι ξένοι της Κυψέλης είναι και ληστές.

    Πάντως εάν πάει κανείς στην πλατεία της Κυψέλης, δεν έχει χώρο να πατήσει. Στα δε παγκάκια κάθονται άνθρωποι ξένοι – πολύ φυσικό βέβαια πώς να περάσουν την ώρα τους – και παίζουν κάτι δικά τους χαρτιά και με χαρτάκια γεμίζει ο τόπος.

    Βεβαίως οι Κυψελιώτες έχουν εκτοπιστεί, αυτό είναι μια πραγματικότητα, βεβαίως τους αγάπαμε τους ξένους αφού φύγαν από εκεί για έλθουν και να ζήσουν να δουλέψουν αλλά κάπως πρέπει να μοιραστούν οι χώροι.

    Παίζαμε πεντόβολα ώρες ολόκληρες στα σκαλάκια του σπιτιού. Ητανε μια άλλη κατάσταση, την νοσταλγώ πάρα πολύ και δεν ξέρω αν αυτός είναι ο λόγος που δεν ακολούθησα την κόρη μου στο προάστιο ή απλά ο φόβος να προσαρμοστώ στο καινούριο.

    Εγώ συνήθισα με τους ξένους, να ξυπνώ και να τους βλέπω. Έχω συναντήσει πολλούς μαύρους με καρότσια του σούπερ μάρκετ… έχει όμως κι έναν μόδιστρο πακιστανό η γειτονιά μου που δεν τον φτάνει κανείς στο διόρθωμα, Φαέθοντος βρίσκεται… και ανδρικά και γυναικεία.

    Είναι περιοχή μετάβασης η Κυψέλη, όλοι σχεδόν έχουν ζήσει εδώ. Φιλόξενη περιοχή.

    Μετάβασης, διότι κρίθηκε αυτομάτως επειδή ήταν προσιτή, δεν μπορούσαμε να πάμε στο Κολωνάκι.
    Μακάρι να μην υπήρχε αυτό το θέμα της πείνας, μακάρι οι φυλές του κόσμου να ήταν ανακατωμένες, εδώ πια είναι ένα πρόβλημα πώς συντηρούνται αυτοί οι άνθρωποι.

    Ευχαριστήθηκα πολύ σήμερα που ήμουν με τους Κυψελιώτες, πάρα πολύ».

  65. Τσούρης Βασίλειος said

    Το 64 το πήρα από
    http://www.tanea.gr/news/greece/article/5016105/ti-akribws-eipe-h-kikh-dhmoyla-gia-thn-kypselh-kai-toys-metanastes/

  66. Gpoint said

    # 61

    Πραγματικά, ειδικά τα πλαϊνά παγκάκια της Πλ.Κανάρη (Κυψέλης), αυτά που δεν έχουν τον ήλιο κόντρα το πρωΐ ή το απόγευμα είναι μόνιμα κατηλειμένα από Αλβανούς που παίζουν κάποιο παιχνίδι σαν ντόμινο. Μάλιστα το βράδυ «αποθηκεύουν» στα κλαδιά των δένδρων τα χαρτόνια που χρησιμοποιούν σαν τραπεζομάντηλο και τις πλαστικές καρέκλες για να σχηματισθεί το καρέ. Κάθε τραπέζι περιστοιχίζεται από καμιά δεκαριά θεατές που σχολιάζουντο παίξιμο ημιαγρίως εις τα υψηλά ντεσιμπέλ της ευήχου αλβανικής. Το όλον θέαμα είναι από γραφικόν μέχρι βαθύτατα τραγικόν, ανεργία μήτηρ πάσης κακίας και η έλλειψη αστυνόμευσης ο πατήρ. Γιατί καλή είναι η θεωρία αλλά να σε δω πως ανεβαίνεις νυχτιάτικα,μόνος,ξεμέθυστος και με τα πόδια από την πλατεία Αγάμων (Αμερικής) στην πλατεία Κυψέλης.

  67. Ένας Χασάπης από τα Παλιά. said

    (63) Δε μας χέζει η Δαμιανίδη καλύτερα – ευτυχώς που πέραν της επεξηγηματικής συνέντευξης που έδωσε στο maga.gr υπάρχει και η απομαγνητοφωνημένη ομιλία στα Νέα για να ξεμπροστιαστεί η ξεφτίλα της Εφ.Συν. Εκεί στα 10 βήματα να την εκτελέσουν τη γιαγιά για το «ρατσισμό» της. ‘Επρεπε να ευχαριστήσει και τους ληστές που κακοποίησαν την αδελφή της. Δίποδα ξεράματα που λέγονται δημοσιογράφοι και αρθρογράφοι. Της εύχομαι ολόψυχα να έχει την τύχη της αδελφής της Δημουλά.

  68. sarant said

    61-66: Πάντως, άλλο οι Αλβανοί που παίζουν κάτι σαν ντόμινο στα παγκάκια κι άλλο η ανασφάλεια το βράδυ.

    59-60: Αναρωτιέμαι αν είναι αυτή που λέτε η αρχική μορφή ή αν πρόκειται για πλατειασμό εκ των υστέρων.

  69. spiral architect said

    @61, 66: Η φτώχεια φέρνει γκρίνια.
    (λαϊκή παροιμία)

  70. Gpoint said

    #68

    Στην Αθήνα μένω στην Πυθίας από το 54, λίγο πιο κάτω από το σπίτι της Δημουλά, Πιτσιρικάς θυμάμαι τον Αθω να παίζει μπάλα με τους «μεγάλους»¨Τα χρόνια κείνα είχαμε κότες ελεύθερης βοσκής και η Κυψέλη ήταν καλλιτεχνούπολη. Είναι το κλίμα της που βαστάει τον κόσμο ειδικά πάνω από την πλατεία έχει 5 βαθμούς λιγότερο από την Πατησίων το καλοκαίρι. Κτίστηκε άναρχα την δεκαετία του 60 και τώρα οι παλιές πολυκατοικίες έγιναν φτηνές και είναι γεμάτες μετανάστες. Στην Πλατεία Κυψέλης δεν ακούς ελληνικά. Στο 12 της Πυθίας υπάρχει ένα φαρμακείο που το σηκώσανε πριν μήνες ολόκληρο την νύχτα κόβοντας με ψαλίδα την σιδεριά,.Ακουγόταν ο θόρυβος και κανένας δεν τόλμησε να φωνάξει.
    Σαφώς είναι άλλο οι Αλβανοί και άλλο η ανασφάλεια το βράδυ αλλά ξέρεις τι είναι τη μέρα (που αισθάνεσαι ασφαλής) να μη βρίσκεις μέρος να κάτσεις ; Γιατί σίγουρα η Δημουλά σαν παλιά κυψελιώτισσα προτιμά την πλατεία από την Φωκίονος

  71. Σόικος: Στην Κρήτη τονίζουμε τη λέξη στη λήγουσα και τη χρησιμοποιούμε ευρύτατα. Επειδή είναι λέξη της προφορικής παράδοσης, έχω την εντύπωση πως γράφεται “σωικός” και νομίζω έχει σχέση με το σώος. Σημαίνει δηλαδή τον σώο, τον άρτιο, τον σωστό, αυτόν που δεν του λείπει κάτι.

  72. marulaki said

    Χωρίς να διαβάσω τα προηγούμενα σχόλια, είχα πάντα την εντύπωση ότι ο σωικός γράφεται με ωμέγα, βγαίνει από το σόι και γράφεται με όμικρον; Καλημέρες και χρόνια πολλά! Τά’παμε; Δεν τά’παμε…!

  73. sarant said

    71-72: Αν ετυμολογείται από το σώος, με ωμέγα θα γράφεται, αλλά το βρίσκω απίθανο να προέρχεται από εκεί.

  74. marulaki said

    Και να σκεφτείς ότι δεν είχα διαβάσει ούτε το 71 από πάνω! :Ο

  75. Gpoint said

    # 71,72
    Μάλλον παρασύρεστε από την γραφή του στωικός.
    Συνηθισμένη είναι η έκφραση «αυτό δεν είναι σόικο» δλδ είναι ανόμοιο, δεν κάνει, δεν ταιριάζει, δεν είναι από το ίδιο σόι μεταφορικα

  76. Πέπε said

    71-75: Δεν ξέρω αν είναι αθηναίικο ή τι, αλλά εγώ λέω με τον ίδιο ακριβώς τρόπο «αυτό δεν είναι πολύ σόι», δηλαδή δε μου γεμίζει το μάτι, γεννά υποψίες ότι δεν είναι πολύ καλό («από πολύ καλό σόι» και καλά). Το ίδιο με το δικό σας σόικο/σοϊκό πρέπει να είναι. Χαρακτηριστικά, νομίζω ότι το λέμε μόνο με άρνηση, άντε και με ερώτηση (ρητορική, αμφισβήτησης): δε νομίζω να λέμε ποτέ σε κατάφαση «αυτό είναι σόι».

    68 α (@61, 66):
    Είναι πολύ δύσκολο να διαβάσω το νέο κείμενο αμερόληπτα, ανεπηρέαστος από τον αρχικό τρόπο που κυκλοφόρησε η είδηση και από τα σχετικά σχόλια. Αλλά, με όλες αυτές τις επιφυλάξεις, έχω την εντύπωση ότι λέει απλώς «οι Αλβανοί παίζουν ντόμινο, εμείς παλιά παίζαμε πεντόβολα», χωρίς παράπονο ή μομφή.

  77. @42α Νίκο το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» είναι ό,τι καλύτερο σε διήγημα έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Αξίζει να το διαβάσεις.

  78. sarant said

    76: Ο Ρασούλης βέβαια είχε γράψει «το σόι μου είναι σόικο και τ’ όνομά μου Γιώτα» αλλά γενικά δίκιο έχεις,.

    77: Ωραία, να μαθαίνουμε!

  79. Αρκεσινεύς said

    76. Κι εμείς οι Αμοργιανοί λέμε αρνητικά «αυτό εν είναι σόι» εννοώντας καθετί που δεν είναι καλής ποιότητας ή ερωτηματικά «είναι σόι;». Το σόικο δεν το χρησιμοποιούμε.

  80. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    77. Να το πω να μην το πω, το λέω: Πέρυσι στις γιορτές, «μεταξύ τυρού και αχλαδίου»,λέω σε μια φίλη που τυχαίνει να «εμπλέκεται» στα γραφειο-κρατικά (μόνο) της απονομής των λογοτεχνικών βραβείων : Το βραβείο βέβαια πρέπει να το πάρει ο Μακριδάκης.
    Μερικές μέρες μετά όταν ανακοινώθηκαν τα βραβεία και η άρνηση του Χριστιανόπουλου να δεχτεί το μεγάλο βραβείο επικέντρωσε τις αναφορές και τα σχετικά σχόλια, διασταυρώθηκα με τη φίλη (πριν δω τα βραβεία) και τη ρωτώ ποιος πήρε το βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας ,μου λέει ο Χρήστος Οικονόμου.Λέω,σιγά μην είναι καλύτερος από το Μακριδάκη. (Χωρίς να τον έχω διαβάσει τον Οικονόμου και επιπλέον,τελικά δεν συνέτρεχαν στο ίδιο βραβείο γιατί ο Μακρ. ήταν υποψήφιος στο μυθιστόρημα!)Τέτοια μεροληψία.
    Τονε ξέχασα κιόλας τον Οικονόμου και να που ήρθε και με βρήκε συστημένος. Θα αποκαταστήσω.

  81. @80 Εντάξει, όλοι έχουμε παρασυρθεί από τις αδυναμίες μας 🙂

    Να τον διαβάσεις τον Οικονόμου. Δεν έχει ευχάριστη θεματολογία και το γράψιμό του δεν έχει τη χειμαρρώδη ροή του Μακριδάκη, αλλά είναι λογοτεχνία, πουάν φινάλ.

  82. […] 1.       Τα περισσότερα βιβλία σου διαδραματίζονται στη Χίο, την πατρίδα σου, αποτυπώνουν την ντοπιολαλιά της και περιγράφουν τα ήθη, τις παραδόσεις και τις καθημερινές δραστηριότητες των ντόπιων. Το είναι αυτό που σε εμπνεύει και σε γοητεύει στη Χίο; Tι απαντάς σε αυτούς που σε θεωρούν επίγονο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη; […]

  83. Αγγελική said

    μέλερη = μελίγκρα

Σχολιάστε