Αυτές τις μέρες ο Γιάννης Μακριδάκης βρίσκεται στην Αθήνα, πρώτη φορά μετά την πανδημία -είχε να έρθει στα μέρη μας από το 2019. Αν θέλετε να τον δείτε από κοντά, μόλις προλαβαίνετε: στις 11.30 έχει οργανώσει περπάτημα στο κέντρο της Αθήνας, με αφετηρία τον σταθμό Μέγαρο Μουσικής του μετρό. Θα περιηγηθείτε στα μέρη που περπατούσε ο Ζαχαρίας Μελιτάκης, ο ήρωας του προηγούμενου βιβλίου του («Τα απόνερα της Σοφίας»). Αλλά έχει κι άλλες παρουσιάσεις: την Τρίτη 16 στο Librofilo (Κουκάκι), την Τετάρτη 17 στον Πειραιά και την Παρασκευή 19 στην Κηφισιά.
Εγώ δεν μπορώ εκείνες τις μέρες, κι επειδή το ήξερα, πήγα και τον είδα στην παρουσίαση που έγινε την περασμένη Τετάρτη στο Κομπραί, στα Εξάρχεια. Ήταν μια πολύ καλή εκδήλωση, την οποία μπορείτε να παρακολουθήσετε διότι ο εκδοτικός οίκος, η Εστία, είχε την καλή ιδέα να την βιντεοσκοπήσει και να την ανεβάσει στο YouTube: μάλιστα, αν προσέξετε, σε κάποια σημεία μιλάω κι εγώ. Όμως το ενδιαφέρον είναι εκεί που μιλάει ο ίδιος και λέει πώς από την ιστορία του παππού του εμπνεύστηκε τις Βάρδιες των πουλιών και όλα τα άλλα που λέει στην αρχή.
Το εξώφυλλο του βιβλίου έχει σπυριά από μαστίχι. Είναι στο μέγεθος που οι μαστιχοπαραγωγοί το λένε, πολύ εύγλωττα, δαχτυλιδόπετρα. Τα πιο μικρά είναι τα κουκούδια, τα πιο μεγάλα τα λένε πίτες. Ο Μακριδάκης, το λέει και στο βίντεο, παράγει 40 κιλά μαστίχι (έτσι το λένε, όχι μαστίχα) το χρόνο, ενώ όλο το νησί κάπου 200 τόνους. Τα μαστίχια της φωτογραφίας είναι δική του παραγωγή. Παράγει επίσης κηπευτικά, χαρουπόμελο, λίγα φρούτα, λάδι στο χτήμα του στη Βολισσό. Και βιβλία.
Ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου παραξένεψε, όχι άδικα -και κάποιος το ρώτησε και στην παρουσίαση. Είναι μια φράση μιας ηρωίδας του μυθιστορήματος, για να χαρακτηρίσει το βάλτωμα του ζευγαριού που πρωταγωνιστεί στη νουβέλα. Διότι νουβέλα είναι το βιβλίο, κάπου 160 σελίδες. Ο Χαρίλαος και η Παρή, γύρω στα 60, έπεσαν έξω οικονομικά στα χρόνια της κρίσης κι έτσι άφησαν την Αθήνα, τον Άγιο Ιερόθεο, και επέστρεψαν στη Χίο, τη γενέτειρα της Παρής, όπου ασχολούνται με τη μαστιχοκαλλιέργεια. (Εκείνος είναι Μεσολογγίτης και δεν του πολυαρέσει στο νησί, όπου οι άνθρωποι δεν ξέρουν να ψήνουν και να τρώνε, αλλά συμβιβάστηκε). Έχουν δυο μεγάλες κόρες, η μία παντρεμένη στην Αθήνα, η άλλη, η Αντριανή, με νοητική υστέρηση, μένει μαζί τους και συνεχώς επαναλαμβάνει τα λόγια της μητέρας της. Τι θ’ απογίνει αυτό το παιδί όταν πεθάνω, είναι ο καημός της Παρής, και το κακό είναι πως η κακιά αρρώστια έχει προχωρήσει και δεν της μένει πολλή ζωή.
Είναι Αύγουστος, ο καιρός για το κέντος, όπως το λένε. Ο Χαρίλαος με δυο Πακιστανούς εργάτες κεντάνε τους σκίνους, να δακρύσουν το μαστίχι και να πάνε μετά να το μαζέψουν. Έχει έρθει και η Νάγια από την Αθήνα με τον άντρα της τον δικηγόρο. Αλλά από τις πρώτες σελίδες ένα μυστήριο τούς αναστατώνει: μια επίμονη δυσοσμία μέσα στο σπίτι, σαν από κάποιο ψοφίμι, άλλοτε πιο διακριτική και άλλοτε, ιδίως τα βράδια, ανυπόφορη. Ψάχνουν παντού, κάνουν το σπίτι άνω κάτω, μέσα κι έξω, αλλά δεν βρίσκουν την πηγή της.
Το βιβλίο μού θύμισε Παπαδιαμάντη, κατά το ότι περιγράφει μια ιστορία καθημερινών ανθρώπων χωρίς να υπάρχει καμιά συναρπαστική πλοκή -υποτυπώδη θα την έλεγα. Η ανεξήγητη δυσοσμία είναι ένα πρόσχημα, μάλλον ισχνό. Μένει η μαστοριά της γραφής και η αγάπη για τους ανθρώπους.
Θα παραθέσω ένα απόσπασμα από το τέλος του βιβλίου, λίγο πριν αποκαλυφθεί η αιτία της δυσοσμίας -αλλά βέβαια δεν θα σποϊλάρω. Διάλεξα το απόσπασμα αυτό γιατί έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον, αφού την έκφραση «βρέχει σιτζίμια» την έχουμε αναφέρει και στο ιστολόγιο -τη λένε και στη Μυτιλήνη.