Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Το «Βουγγάρι» (Γιώργος Ιωάννου)

Posted by sarant στο 9 Απριλίου, 2017


Διαλεξα για σήμερα ένα μεγαλούτσικο διήγημα του αγαπημενου μου Γιώργου Ιωάννου, από τη συλλογή του «Η μόνη κληρονομιά» (1974). Βουγγάρι είναι λέξη παιδιόπλαστη για το φεγγάρι.

Το διήγημα το είχα ανεβάσει παλιότερα στον παλιό μου ιστότοπο, αξίζει πιστεύω μια δεύτερη δημοσίευση.

Μια και εδώ λεξιλογούμε, σημειώνω δυο-τρεις λέξεις που ίσως είναι άγνωστες στους νότιολλαδίτες (τις δυο πρώτες θα τις ξέρουν οι περισσότεροι):

τσούσκες : οι κόκκινες καυτερές πιπερίτσες

τσιγέρι ή τζιέρι: το συκώτι.

μπαρδάκι: το σταμνάκι του νερού· αλλά και κύπελλο με χερούλι. Η λέξη (από τουρκ. bardak) δεν είναι υποκοριστικό, δεν υπάρχει «μπαρδί».

 

«Το Βουγγάρι»

Ώσπου να μάθουμε πως οι Γερμανοί είχαν κρεμάσει τον άντρα της, κατέφθασε η ίδια απ’ τη Φλώρινα με τη μικρή στην αγκαλιά και μες στα μαύρα. Γέμισε ξαφνικά το σπίτι θρήνους και σκληρές περιγραφές. Ήταν βλάχα κι έλεγε πολλά, χωρίς να παίρνει ανάσα, όπως μιλούν όλες οι ρουμανόβλαχες. Μας είπε γενικά κι ύστερα λεπτομέρειες πώς τον έπιασαν, πώς τον πέρασαν αμέσως στρατοδικείο και πώς τον κρέμασαν στο χώρο της μεγάλης στρατώνας την άλλη μέρα πρωί πρωί μαζί με άλλους δέκα.

Χτύπησε η πόρτα τους την αυγή και σηκώθηκε αυτός ν’ ανοίξει. Βρισκόταν μάλιστα σε κάποια διέγερση, αλλά δε φόρεσε τίποτε περισσότερο, γιατί νόμιζε πως θα ’ναι ο βοηθός του απ’ το ηλεκτρικό εργοστάσιο, όπου την προηγούμενη είχε παρουσιαστεί μια μυστήρια βλάβη. Όμως σε μερικά δευτερόλεπτα ξαναμπήκε στο δωμάτιο κατάχλωμος, αναζητώντας το πανταλόνι και το σακάκι. Στην πόρτα της κάμαρας στεκόταν ένας Γερμαναράς με κράνος και πέταλο στο στήθος κι ένα δικό μας καθίκι διερμηνέας. Αυτή ούτε που πρόλαβε να σηκωθεί, μισόγυμνη καθώς ήταν στο κρεβάτι. Της έδωσε ένα παγωμένο φιλί και πήγε μαζί τους.

Το άλλο πρωινό σαν έμαθε τα φριχτά μαντάτα, έτρεξε έξαλλη κι έβρισε χυδαία το Γερμανό διοικητή, έναν παγερό ταγματάρχη. Ο διερμηνέας δεν πρόφταινε να μεταφράζει κατακόκκινος. Στο τέλος ο διοικητής είπε μόνο αυτό: «Σύμφωνα με τους κανονισμούς έπρεπε να κρεμάσω κι εσένα, αλλά έχεις μικρό παιδί και δε θέλω». Και βγήκε από το γραφείο του μαύρος απ’ το κακό του.

Δεν την άφηναν να ζυγώσει, κι αυτή κατέφυγε στο σπίτι των τριών κοριτσιών, που ήταν απέναντι στο μεγάλο στρατώνα. Το σπίτι ήταν ισόγειο, χωματένιο, δε φαινόταν καλά η κρεμάλα. Σαν βράδιασε σκαρφάλωσε μαζί με τα κορίτσια πάνω στην ψηλή κορομηλιά κι αποκεί τον έβλεπε θαμπά μέσα στο φεγγαρόφωτο. Ήταν ψηλός και ξανθός κι απάνω στην κρεμάλα φάνταζε ακόμα ψηλότερος, ξεχωρίζοντας από όλους τους άλλους. Τον είχαν δεύτερο στη σειρά· πρώτος ήταν ο βοηθός του. Έμεινε εκεί ως το πρωί, μοναχή της. Το δέντρο κολλούσε, ήταν άρρωστο. Μαύρισαν τα χέρια της και τα μούτρα της απ’ την κόλλα. Σκοποί με εφ’ όπλου λόγχη πηγαινοέρχονταν. Δεν την άφησαν ούτε την άλλη μέρα να ζυγώσει. Τα ίσια ξανθά μαλλιά του ανέμιζαν στον άνεμο τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Τέλος τον έθαψε σχεδόν κρυφά. Μονάχα τα κορίτσια τόλμησαν και πήγαν.

Νιώθαμε βαριά ευθύνη για όλα αυτά και αρκετή κούραση, για να λέμε την αλήθεια. Είχαμε κάνει εμείς το συνοικέσιο αυτό, που εκτός απ’ το τραγικό του τέλος είχε περάσει κι από πολλές άλλες δύσκολες φάσεις. Το κορίτσι ήταν ιδιαίτερα άτυχο. Το τελευταίο καλοκαίρι πριν απ’ τον πόλεμο παραθερίζαμε, όπως συνήθως στη Φλώρινα και την καλέσαμε να περάσει μερικές μέρες κοντά μας. Οπωσδήποτε είχαμε και τη σκέψη να επιχειρήσουμε το προξενιό μια και γνωρίζαμε κι αυτήν, που είχε πάρει να παραμεγαλώνει, αλλά και τον μακαρίτη, που καθόταν απέναντί μας και δούλευε μηχανικός στο εργοστάσιο ηλεκτρισμού. Ήταν φρόνιμος άνθρωπος και μελαγχολικός. Είχε χωρίσει πρόσφατα με την πρώτη του γυναίκα, που αποδείχτηκε μεγάλη πόρνη, μολονότι αυτός είχε ξεραθεί σαν μπακαλιάρος για να την χορτάσει. Τον άκουσα μια μέρα που απαριθμούσε στον πατέρα μου τις προσπάθειές του και κρύφτηκα απ’ τη ντροπή μου. Το παιδί τους, ένα αγόρι μεγαλούτσικο, το είχε πάρει αυτή μαζί της στην πρωτεύουσα και το ’βαλε σ’ ένα χριστιανικό οικοτροφείο, πληρώνοντας ακριβά μετά την επισημοποίηση της δουλειάς της. Λέγαν πως ήταν πολύ όμορφη. Όλα αυτά, κι άλλα ακόμα, έκαμναν συμπαθή τον μακαρίτη κι οι δήθεν κρυφές σχέσεις που διατηρούσε με τη μικρότερη από τις τρεις γειτονοπούλες διόλου δε βαραίναν, μια και φαινόταν καθαρά πως δεν έτρεφε σοβαρούς σκοπούς για κείνη την πεταχτούλα. Ζυγιάζοντας τα πράγματα οι δικοί μου, που ήταν κι αυτοί ένα νεαρό ζευγάρι, αποφάσισαν και του μίλησαν. Κι όταν μετά από κάποιο δισταγμό δέχτηκε, επακολούθησε η πρόσκληση προς την ανύποπτη ακόμη κόρη. Μόλις την είδε να κατεβαίνει απ’ το τραίνο, ψηλή και μελαχρινή, ψιθύρισε στον πατέρα μου: «Τώρα αλλάζουν τα πράγματα». Απ’ αυτό καταλάβαμε πως δεν είχε πάρει την υπόθεση και τόσο στα ζεστά μέχρι τότε.

Δυο τρεις μέρες μετά τον ερχομό της, κι αφού γνωρίστηκαν κάπως και γλυκάθηκαν, οργανώσαμε μια μακρινή εκδρομή σ’ ένα πανηγύρι των Αγίων Πάντων, που γινόταν μέσα στα όρη και στα βουνά κοντά στα σερβικά σύνορα. Δε θυμάμαι τίποτε άλλο απ’ το πρώτο αντίκρισμα της τοποθεσίας παρά δέντρα πολλά και την πρωινή δροσιά του βουνού να πλανιέται. Οι πιο πολλές γυναίκες, κατεβασμένες απ’ τα γύρω ορεινά χωριά, φορούσαν τις ντόπιες φορεσιές, με τις κεντητές ποδιές και τα χρωματιστά τσεμπέρια. Στ’ αυτιά τους είχαν περασμένα σαν σκουλαρίκια κάτι χηνίτικα φουσκωτά πούπουλα, απ’ το μέσα στρώμα του στήθους της χήνας, και που άκουσα να τα λένε «πούφκες». Οι άντρες φορούσαν τα καλά τους, τα γαμπριάτικα. Σκούρα και μάλλινα, φυσικά. Τώρα, όταν βλέπω καμιά φορά πίνακες καλών λαϊκών ζωγράφων της κεντρώας Ευρώπης, εκείνο κυρίως το πανηγύρι θυμάμαι.

Στο ξωκλήσι δε μείναμε πολύ· άλλωστε ήταν γεμάτο λαό. Στρωθήκαμε γρήγορα κάτω απ’ τα δέντρα κι αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για το γλεντάκι, που τελικά δεν έγινε γιατί ο ένας τραβούσε αποδώ κι ο άλλος αποκεί. Μαζί μας, εκτός απ’ το ζευγάρι που προξενεύαμε, είχαμε κι άλλα πρόσωπα για να καλύψουμε κάπως το πράγμα, να δημιουργήσουμε κατάλληλη ατμόσφαιρα, αλλά και να εξυπηρετήσουμε κι άλλες ανάγκες. Πρώτα πρώτα είχαμε μια πολύ άσχημη γεροντοκόρη δασκάλα, που ερχόταν κάθε χρόνο στη Φλώρινα για να κάμνει, λέει, ντοματοθεραπεία με τις φημισμένες ντομάτες του τόπου. Ήταν ιδιαίτερα σιχαμερή κατά την ώρα της θεραπείας, όταν μ’ εκείνες τις αχειλάρες και τις δοντάρες της προσπαθούσε να φάει το εσωτερικό μόνο απ’ τις σαρκώδεις ντομάτες, αποφεύγοντας το δύσπεπτο φλούδι. Έτρωγε, φυσικά, κοφίνια ολόκληρα. Εντούτοις κάθε χρόνο γινόταν φριχτότερη στην όψη, μα ομολογουμένως καλύτερη στην καρδιά. Ίσως με τον καιρό να πρόκοπτε σε σοφία και να διαισθανόταν καθαρότερα ότι οι ντομάτες, ακόμα και της Φλώρινας, δεν είναι, δυστυχώς, το μεγάλο όπλο για την υγεία και την ομορφιά σ’ αυτόν τον κόσμο. Πάντως, εκείνη τη μέρα αυτή ήταν η πιο πιστή και πειθαρχική ακόλουθός μας. Όλοι οι άλλοι είχαν τους ιδιαίτερους σκοπούς τους. Μα, μόνο με τη δασκάλα δεν μπορούσε, βέβαια, να γίνει γλέντι. Η άλλη ύπαρξη, που είχαμε μαζί μας, ήταν η κόρη της σπιτονοικοκυράς, ομορφούλα αυτή και τρελά ερωτευμένη μ’ έναν κουρέα της κεντρικής πλατείας. Η μάνα της, μια στρίγγλα βλάχα, που όλο μουρμούριζε, αντιδρούσε λυσσαλέα, δεν τους άφηνε σε χλωρό κλαρί, και τα παιδιά δεν μπορούσαν να χορταστούνε. Είχαν επινοήσει του κόσμου τα κόλπα για να μπορούν να λεν καμιά κουβέντα πότε πότε, αλλά και πάλι οι καλοθελητάδες τα πρόφταιναν. Όταν περνούσε εκείνος από μπροστά της με το μαντίλι στη μύτη, αυτό σήμαινε: «Θέλω οπωσδήποτε να σε μιλήσω». Εκείνη τότε έπρεπε να βρει τρόπο να προχωρήσει προς το συμφωνημένο σημείο. Το ίδιο έκαμνε κι αυτή, όταν ήθελε να του πει κάτι το επείγον. Περνούσε δήθεν αδιάφορη έξω απ’ το κουρείο, που η πόρτα του έφραζε μ’ εκείνο το παραπέτασμα από χρωματιστές χάντρες, και κρατώντας επιδεικτικά το μαντιλάκι στη μύτη σιγάνευε κάπως το βήμα. Οπότε αυτός με μια δικαιολογία παρατούσε τον πελάτη στη μέση κι έτρεχε δυο τρία μαγαζιά πιο κει, σ’ ένα εργαστήριο που κάμνανε λουκούμια και όπου ήξερε ότι αυτή θα τον περίμενε. Το τι λουκούμια τρώγανε στο σπίτι τους, ήταν άλλο πράμα. Είχε πείσει τους πάντες ότι τρελαίνεται για το γλύκισμα αυτό. Κι όλοι αυτοί οι παιδεμοί για να μπορέσουν να πουν, συνήθως, μόνο μια καλημέρα και ν’ ανταλλάξουν μια χειραψία τρυφερή. Ήταν τόσο σύντομες οι συναντήσεις αυτές, ώστε πολλές φορές, όταν ο κουρέας γύριζε στο μαγαζί του, οι χάντρες εξακολουθούσαν να κουνιούνται και να χτυπούν απ’ το ζωηρό παραμέρισμα που τις είχε κάνει βγαίνοντας. Όταν πηγαίναμε εμείς το καλοκαίρι, τα λουκούμια κάπως περιορίζονταν. Πήγαινα εγώ τα ραβασάκια κι έπαιρνα τις εντολές του. Το προηγούμενο απόγευμα, μόλις αποσπάσαμε τη συγκατάθεση της παμπόνηρης γριάς, πήγα τρέχοντας στον κουρέα να του πω, πως την άλλη μέρα θα είμαστε στο πανηγύρι. Δεν είχαμε καλά καλά στρώσει κι ο μικροκαμωμένος κουρέας εμφανίστηκε. Φαίνεται, είχε πάει πολύ πιο μπροστά από μας, απ’ τα βαθιά χαράματα.

Παρόλη την πρωινή δροσιά, η ζέστη γρήγορα πήρε ν’ ανεβαίνει κι οι άντρες άρχισαν να πίνουν μπρούσικο κρασί με τσούσκες ξιδάτες. Τα τζιτζίκια είχανε λυσσάξει κι οι σφήκες, καθώς πετούσαμε τις καρπουζόφλουδες και άλλα γλυκά, μαζεύονταν κατά σμήνη. Είχε αρχίσει κιόλας η φθορά της εκδρομής, που είναι πάντοτε καλές μόνο μέχρι το μεσημέρι. Κάποια στιγμή ακούστηκε μεγάλη φασαρία πίσω απ’ την εκκλησιά. Δυο μεθυσμένοι γύφτοι μαχαιρώθηκαν. Τρέξαμε προς τα κει, μα δεν μπορούσαμε να βγάλουμε άκρη. Οι γύφτοι ήταν πάρα πολλοί και φώναξαν όλοι μαζωμένοι. Χτυπήθηκαν για τα μάτια μιας κατσιβέλας, που τώρα θρηνούσε παράμερα. Ήταν πολύ απαίσια, όμως σε λίγες μέρες πληροφορηθήκαμε απ’ τις εφημερίδες πως επρόκειτο περί καλλονής. Παρόλο το κακό παράδειγμα, οι δικοί μας ερωτευμένοι καθόλου δεν πτοήθηκαν. Ίσα ίσα, βρήκαν ευκαιρία για μια βόλτα, που όμως κράτησε πάρα πολύ, κι ο κουρέας με τη δικιά του ξάπλωσαν λίγο πιο πέρα, πίσω από ένα πουρνάρι, σκεπάζοντας τα κεφάλια τους με μια διπλή εφημερίδα σαν τσαντήρι. Κάτω απ’ την εφημερίδα ακούγονταν διαρκώς γελάκια, αναστεναγμοί και φιλιά ίδια με γερά ξεταπώματα μπουκαλιών με παλιό κρασί. Η δασκάλα βρέθηκε τότε σε δύσκολη θέση. Φοβήθηκε για μια στιγμή μήπως μας δημιουργήσει κανένα ζήτημα. Τι να την κάνουμε; Είχαμε φροντίσει και γι’ αυτήν, αλλά κανένας δεν την είχε θελήσει. Στο τέλος αποκαμωμένη σκεπάστηκε κατά τον ίδιο τρόπο με μια εφημερίδα κι έκανε πως κοιμάται. Μα, αυτό δε βάσταξε πολύ. Έβγαλε ξαφνικά μια τσιρίδα και πετάχτηκε. Την είχε τσιμπήσει μια σφήκα στο δεξί μάγουλο. Οι ερωτευμένοι διέκοψαν τα φιλιά τους για να προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες. Αμμωνία, φυσικά, μαζί μας δεν είχαμε. Χρειάστηκε να κατουρήσω εγώ, που το κάτουρό μου ήταν, λέει, ακόμα αγνό, να κάνουμε λάσπη και να της την κολλήσουμε στο πρησμένο μούτρο. Αυτό ήταν γιατροσόφι του κουρέα. Για να την παρηγορήσουμε της λέγαμε σε τόνο στοργικό ότι οι σφήκες στα γλυκά πηγαίνουν κι όχι στα πικρά, οπότε αυτή το πίστεψε κι άρχισε να κάνει νάζια σαν καμιά μπεμπέκα. Δεν ξέραμε πώς να συγκρατήσουμε τα γέλια μας. Η αλήθεια, πάντως, είναι πως οι σφήκες κανέναν άλλον δεν πείραξαν. Δεν πιστεύω όμως να το είχε κάνει επίτηδες η υστερική δασκάλα. Μας χάλασε όλο το κέφι. Λίγο αργότερα, εμένα με κυνήγησε ένα κριάρι, μα προτού προλάβει να με κουτουλήσει, εγώ έπεσα, και το κριάρι διάβηκε θριαμβευτικά από πάνω μου. Επίσης διαδόθηκε ότι πιάσανε έναν κατάσκοπο.

Τελικά, μόλις που προλάβαμε το λεωφορείο, γιατί το νεότευκτο ζευγάρι άργησε πάρα πολύ και μας έπρηξε το τσιγέρι. Πού πήγαν και τι κάνανε τόσες ώρες, ένας θεός το ξέρει. Πάντως, εγώ τους είχα δει ν’ αγκαλιάζονται προτού καλά καλά μπούνε στο δάσος. «Καλά κρασιά» είχε πει τότε ο πατέρας μου κι αποδείχτηκε προφήτης. Στο γυρισμό αυτή σιγοτραγουδούσε παθητικά τραγούδια και τον κοίταζε λιγωμένη στα μάτια, ενώ αυτός γελούσε με το παραμικρό σαν να τον γαργαλούσαν. Τότε μόλις αρχίσαμε κάπως ν’ ανησυχούμε.

Ο σεμνός κουρέας δε γύρισε μαζί μας για να μην εκθέσει την αγαπημένη του. Παρ’ όλες τις λεπτότητες όμως, η συνάντησή τους αυτή έμελλε να είναι η τελευταία, γιατί σε λίγες μέρες ένα γεγονός αναπάντεχο τα αναποδογύρισε όλα.

Χτύπησε πρωί πρωί η εξώπορτα του σπιτιού που μέναμε. Η κόρη της νοικοκυράς άνοιξε με τις νυχτικιές να δει ποιος είναι. Ήταν ένας μεσόκοπος ομογενής που ζητούσε κάποιους γείτονες. Η κόρη γύρεψε μια στιγμή συγγνώμη, έριξε κάτι απάνω της, και οδήγησε ευγενικά τον Αμερικάνο ως εκεί απ’ όπου φαινόταν το σπίτι που ήθελε. Αυτός, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, πήγαινε για γαμπρός στο σπίτι αυτό. Μόλις όμως αντίκρισε την κοπέλα που του προξενεύανε, με πρησμένα απ’ τον ύπνο μάτια και αρκετά μεγαλούτσικη, είπε «νο,νο!» μέσα του κι έπεσαν τα φτερά του. Αντίθετα, το μυαλό του είχε κολλήσει στην κόρη της νοικοκυράς μας. Αυτή μάλιστα! Του είχε φανεί πολύ όμορφη και φρέσκια, κι ας είχε μόλις σηκωθεί απ’ τον ύπνο. Έπρεπε να βγει η δασκάλα και του ’λεγα εγώ. Πραγματικά, η υποψήφια νύφη στάθηκε πολύ άτυχη, η σύγκριση ήταν συντριπτική. Τον Αμερικάνο τον είχε δασκαλέψει η πονήρω η μάνα του να πάει να δει τη νύφη ξαφνικά και πρωί πρωί, γιατί τότε, λέει, οι γυναίκες φαίνονται αν είναι αληθινά νέες και όμορφες. Έβαλε λυτούς και δεμένους να μάθει για τη δικιά μας, και καθώς αυτή είχε απελπιστεί πια με το άκαμπτο συγγενολόγι της, αλλά και με τον μπαρμπέρη, δέχτηκε τελικά τις προτάσεις του και σε λίγο γίνονταν οι αρραβώνες. Ο καημένος ο κουρέας έφερνε πια το μαντιλάκι μόνο στα μάτια κι αλίμονο όχι συνθηματικά. Φεύγοντας τους αφήσαμε στα πρόθυρα του γάμου. Ο Αμερικάνος βιαζόταν φοβερά, το εστιατόριο βρισκόταν σε ξένα χέρια. Άλλωστε δεν έβλεπε το λόγο να κάθεται εδώ, εφόσον ο σκοπός του είχε επιτύχει.

Κατά τον Σεπτέμβρη έφυγαν παντρεμένοι για την Αμερική και λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, κατέφθασαν και τα πρώτα νέα. Η κοπέλα περνούσε ζωή χαρισάμενη. Πράγματα ανήκουστα έγραφε στο γράμμα. Δεν έπινε ποτέ νερό από τη βρύση παρά μόνο από μπουκάλια, δεν έπλενε κάλτσες, κιλότες και γενικά εσώρουχα παρά τα πετούσε μόλις λερώνονταν· ούτε και μαντιλάκια έπλενε ποτέ. Αυτά εξάλλου και να ’θελε να τα πλύνει, δεν μπορούσε γιατί ήταν χάρτινα. Τη μακαρίζαμε για την τύχη της. Πολύ τη θυμηθήκαμε στην Κατοχή και ιδίως μετά την απελευθέρωση, που άρχισαν να έρχονται τα δέματα αποκεί πέρα. Είχαμε χάσει όμως τη σύστασή της, ούτε κι αυτή μας ξανάγραψε. Τώρα που σκέφτομαι τη σιωπή, δεν το θεωρώ αυτό καθόλου καλό σημάδι.

Η δικιά μας προσκαλεσμένη σε καναδυό μέρες μετά το πανηγύρι έφυγε απ’ τη Φλώρινα, δηλώνοντας με τόλμη που μας ξάφνισε, πως τον μηχανικό τον θέλει και πως πια στο χέρι μας είναι να μιλήσουμε και να πείσουμε τους δικούς της. Τα ίδια περίπου μας είπε κι ο μηχανικός και φάνηκε πως ήταν συνεννοημένοι.

Πάντως, αυτός σαν άνδρας εξακολούθησε να πηγαίνει δίπλα στις τρεις αδερφές, που ήταν ψυχικάρες και στην πραγματικότητα μόνο δύο. Την άλλη, τη μεγαλύτερη, είχε καταφέρει ο ίδιος να την παντρέψει εξαναγκάζοντας ένα βαθμοφόρο μορφονιό, που την είχε αφήσει έγκυο, να τη στεφανωθεί. Το τι είχε τραβήξει όμως για ένα διάστημα εκείνο το κορίτσι δε λέγεται. Την είχαν κλείσει σ’ ένα ανήλιο δωματιάκι όπου την έβριζαν και τη χτυπούσαν συνεχώς. Μάνα δεν είχε, αλλά είχε μια φοβερή μπάμπω, που δεν ήξερε λέξη ελληνικά. Αυτή ακόμα και τώρα, μολονότι κατάκοιτη, καταπίεζε βαριά τα άλλα δυο κορίτσια, σε σημείο που πήγαιναν και άναβαν κεριά στην εκκλησιά για να πεθάνει το ταχύτερο. Της το έλεγαν μάλιστα σαν νέο για να τη σκάσουν. Δεν ήταν αυτές σαν τη μεγάλη που την είχε πληρώσει. Καθώς το σπίτι τους βρισκόταν απέναντι στο μεγάλο στρατώνα, τα κορίτσια, θέλοντας και μη, γνωρίζονταν κάθε τόσο και με κανένα φαντάρο. Κακά τα ψέματα· όπου υπάρχουν στρατώνες, η άμυνα δεν είναι εύκολη. Οι νέοι άντρες είναι ακαταμάχητοι κι όταν επιθυμούν κάτι πολύ, τίποτε δεν τους σταματάει. Όλη μέρα κάνοντας ασκήσεις, κοιτάζανε ακούραστα προς το χαμηλό σπιτάκι. Κάθε φορά που διαπερνούσαν με τις ξιφολόγχες τους αχυρένιους ανθρώπους, τους κρεμασμένους στη σειρά, βγάζαν κωμικές κραυγές και στρέφονταν προς τα κορίτσια. Αυτές πάλι, αφού έκαμναν πρωί πρωί με πυρωμένο σίδερο τα μακριά μαλλιά τους μπούκλες σαν λουκάνικα – πράγμα για το οποίο ο κόσμος λογοπαίζοντας τις ονόμαζε «Λουκανίκες» – σκαρφάλωναν απάνω στην κορομηλιά για να βλέπουν τις ασκήσεις των παλικαριών, αλλά και για να γλιτώνουν απ’ τη γριά και το γέρο πατέρα τους, που μετά το πάθημα της πρώτης, δεν τις άφηναν να στέκονται πολύ πολύ στην πόρτα. Μέσα στο πηγάδι, που ήταν κάτω ακριβώς απ’ τα κλαδιά της φουντωτής κορομηλιάς και όπου κατεβάζαμε καρπούζια, πεπόνια και αγγούρια για να κρυώσουν, καθρεφτίζονταν συχνά, κι ας ήταν μεσημέρι, το φεγγάρι σε διάφορες φάσεις του. Πάντως, δεν ήταν αλήθεια αυτό που έλεγε η γειτονιά, πως δε φορούσαν τίποτε από κάτω. Η μόνη αλήθεια σχετικά ήταν πως οι Λουκανίκες είχαν παρανοήσει στους στίχους ενός τραγουδιού της εποχής κι αντί να λεν·

«Δεν έχεις τίποτε, μα έχεις κάτι,

και από κάτι είσαι ολόκληρη γεμάτη…»

αυτές έλεγαν· και από κάτω είσαι ολόκληρη γεμάτη. Τι να τις κάνεις; Μήπως ήξεραν καλά ελληνικά;

Το βράδυ τα παλικαράκια ξαναμμένα δώσ’ του και κόβαν βόλτες έξω απ’ το καλυβάκι, μολονότι ο δρόμος είχε μια πιθαμή σκόνη και ήταν ναρκοθετημένος με πλατιές βουνιές απ’ τα γελάδια. Μα, η γλυκιά επιθυμία που έκοβε τα μέλη και το αδύνατο λαμπιόνι του Δήμου τα ’δειχναν όλα αυτά παραμυθένια. Τα παιδιά τις πετούσαν λόγια πειραχτικά ή αινιγματικά, κι αυτές μ’ ένα στόμα απαντούσαν. Ήταν κοινωνικώς πολύ μορφωμένες. Κάπου κάπου καμιά παρέα σκάλωνε για να συζητήσει βαθύτερα την απάντηση.

Έτσι είχε ξεπλανέψει κι ο βαθμοφόρος τη μεγάλη. Της ζήτησε κορόμηλα και πιάσανε κουβέντα. Ως τότε μόνο φαντάροι την καταδέχονταν κι αυτή συγκινήθηκε ιδιαίτερα από τα γαλόνια. Ακόμα κι η γριά έπαψε να γρυλίζει και περιποιούνταν με αρκετή προθυμία τον καπετάνιο. Το σπίτι τους ήταν ταπεινό, πολύ φτωχικό, όμως εκείνος δεν ξεκολλούσε. Άφηνε, βέβαια, να εννοηθεί πως αυτός ήταν πλούσιος στο χωριό του, πράγμα που δεν ήταν ψέμα. Το χειρότερο απ’ όλα στο σπίτι των κοριτσιών ήταν το αποχωρητήριο. Τη νύχτα πήγαιναν στο απέναντι χωράφι που συνόρευε με το στρατώνα. Οι σκοποί πίσω απ’ τα σύρματα ψιθύριζαν λόγια λαγνείας μες στο σκοτάδι. Καμιά φορά έκαμναν λάθος, οπότε γινόταν άγριος σαματάς. Τη μέρα πήγαιναν στο στάβλο, όπου ήταν το αιώνιο γουρούνι και το παχνί της αγελάδας. Μια φορά, που μ’ έμπασαν εκεί μέσα να κάνω τα κακά μου, κατατρόμαξα σαν ένιωσα μια θερμή ανάσα από πίσω μου. Ήταν το γουρούνι, που στα μισοσκότεινα καταβρόχθιζε ό,τι μπορούσε. Αργότερα, όταν πίεζαν το νεαρό να πάρει την ξεπλανεμένη κόρη, αυτός, ανάμεσα στα άλλα επιχειρήματα που αράδιασε, ήταν και το αποχωρητήριό τους. Ίσως τον είχε τρομάξει κι αυτόν το γουρούνι, που μακάρι και να τον δάγκωνε. Όμως κάτι τέτοια στο μακαρίτη δεν περνούσαν. Αφού έμαθε τη ρίζα του και τη φύτρα του, σηκώθηκε, πήγε στο χωριό του και τα είπε όλα στον πατέρα του προκομμένου, ένα νοικοκύρη του παλιού καιρού, που κατασυγχύστηκε, όταν πληροφορήθηκε τα κατορθώματα του κανακάρη του και τον υποχρέωσε να την πάρει το ταχύτερο, απειλώντας τον με αποκλήρωση. Αδιάφορο τώρα, αν από τότε που την πήραν στο σπιτικό τους, την είχανε χειρότερα κι από δούλα και την έδερναν όλοι μαζί. Το γεγονός αυτό είχε αποφασιστική σημασία και στη ζωή του μακαρίτη. Χωρίς να το καταλάβει είχε υπογράψει το νέο στεφανοχάρτι του.

Γυρνώντας στη Σαλονίκη βάλαμε μπρος το προξενιό. Η κοπέλα φαινόταν ιδιαίτερα ανήσυχη και μας πίεζε. Υποθέσαμε πως είναι γερά τσιμπημένη μαζί του. Εμένα μ’ έστελνε αρκετά συχνά τη νύχτα σε μια γριά μάγισσα να παίρνω κάτι γεμάτα μπουκάλια, που της τα ’δινα απ’ το παραθύρι για να μην τα δει η μάνα της, μια φοβερή καμπουρίτσα. Αργότερα έμαθα πως είχε γκαστρωθεί κι αυτή και ήθελε με κάθε τρόπο να το ρίξει.

Στις αρχές του Οχτώβρη, λίγο μετά το γράμμα της Αμερικάνας, μια δροσερή βραδιά με μπουμπουνητά και βροχή με το κουμάρι, έγιναν οι αρραβώνες, όπου πήγαμε σύσσωμοι. Η βροχή θεωρήθηκε σημάδι αφθονίας κι όλοι προλέγανε ευτυχισμένη ζωή και πολλούς απογόνους. Ήρθαν και τα προκομμένα τ’ αδέρφια της, έξι τον αριθμό, που όμως καθόλου δε νοιάζονταν για την αδερφή τους. Οι ίδιοι έμοιαζαν αρκετά σοβαροί, όμως οι γυναίκες τους ήταν μία και μία. Ο γάμος ορίστηκε για το Νοέμβρη, αλλά με την κήρυξη του πολέμου ο γαμπρός πήγε φαντάρος κι η κοπέλα έπεσε σε απόγνωση.

Οι βομβαρδισμοί ερήμωσαν σχεδόν τη γειτονιά, που είχε μόνο τουρκόσπιτα. Άλλοι θυμήθηκαν τα χωριά τους κι άλλοι μετακόμισαν σε συνοικίες, όπου υπήρχαν σπίτια με πολλές πλάκες μπετόν. Εμείς καταφύγαμε στην Αθήνα, στη χοντρή γιαγιά, σ’ ένα γκρεμούλικο σπίτι κοντά στους Αέρηδες. Είχαμε χάσει, φυσικά, την προστατευομένη μας. Όμως καθώς πήγαινα πασχαλιάτικα σε ώρα συναγερμού το ψητό στο φούρνο κι έσκαζαν απάνω τ’ αντιαεροπορικά, ενώ στο ταψί βροντολογούσαν οι πατάτες, είδα μπροστά μου την κόρη της Σαλονίκης να κοιτάει τα νούμερα ενός άλλου δρόμου. Έκλαιγε, όταν την οδήγησα στο σπίτι μας. Είχε κιόλας ένα μωρό, ένα κοριτσάκι. Το είχε γεννήσει πριν λίγο καιρό κρυφά στην Αθήνα και κανένας απ’ τους δικούς της δεν το ’ξερε. Μετρήσαμε νοερά τους μήνες· σίγουρα ήταν προϊόν εκείνης της μακρινής πια εκδρομής. Μαύρη απελπισία κι αυτήν κι εμάς μας περιτύλιγε. Άλλοι ήταν εδώ κι άλλοι εκεί κι ούτε ήμασταν βέβαιοι αν ζούνε.

Όταν τέλος πάντων ήρθαν οι Γερμανοί, άρχισε κι ο διαλυμένος στρατός να καταφθάνει κατά μάζες. Πολλές γυναίκες, που είχαν άντρες ή παιδιά στον πόλεμο, πήγαιναν καθημερινά και καρτερούσαν στο σταθμό του Ρέντη, όπου οι μεθοδικοί εχθροί επέτρεπαν να ξεφορτώνουν τα εμπορικά τρένα τους φαντάρους. Οι γυναικούλες κουβαλούσαν και ρούχα πολιτικά μαζί τους, πανταλόνια και πουκάμισα. Είχε βγει η φήμη πως οι Γερμανοί νευρίαζαν ιδιαίτερα σαν έβλεπαν στο κέντρο της Αθήνας τους φαντάρους με τις ελληνικές στολές και απειλούσαν να τους μαζέψουν σε στρατόπεδα. Τα τρένα αυτά δεν είχαν, φυσικά, ορισμένο δρομολόγιο, συνήθως όμως κατέφθαναν στην Αθήνα το απογευματάκι. Οι εμπορικές αμαξοστοιχίες, όσες επέτρεπαν οι αρχές κατοχής, ανέβαιναν μέχρι τη Θήβα ή τη Λειβαδιά – πιο πάνω οι μεγάλες γέφυρες ήταν ανατιναγμένες – κι αποκεί φορτώνοντας στρατό, που μέχρι τότε πεζοπορούσε, τον έφερναν σιγά σιγά στην Αθήνα. Κάθε απομεσήμερο, με αρχηγό τη γιαγιά μου, ξεκινούσε ένα κοπάδι γυναίκες απ’ τη γειτονιά, με πανταλόνια και πουκάμισα ριγμένα στο μπράτσο, με μπαρδάκια γεμάτα νερό στο άλλο χέρι ή με δίχτυα που είχαν φαγητά και τρόφιμα. Πήγαιναν να υποδεχτούν τους γυμνούς και τους διψασμένους, να τους προλάβουν, μόλις πατήσουν το πόδι τους στο χώμα. Η κοπέλα έτρεχε κι αυτή μαζί τους, αν και δεν υπήρχε σχεδόν καμιά ελπίδα. Μας άφηνε το μωρό και πήγαινε. Εννοείται πως τα ρούχα και ιδίως τα φαγητά σπάνια γυρνούσαν πίσω. Όλο και ξεφύτρωνε κάποιος γνωστός ή λυπόντουσαν κανένα ταλαιπωρημένο παλικάρι και του τα ’διναν. Ήταν κι αυτό μια ανακούφιση, μια ελπίδα ανταμοιβής απ’ το Θεό που είχε χαμηλώσει και τα ’βλεπε εκείνες τις μέρες όλα. Όμως κανένας απ’ τη γειτονιά δεν έλεγε να φανεί κι οι γυναικούλες πήγαν στη Γοργοεπήκοο κι έψαλαν όλες μαζί μια παράκληση με κλάματα και λόγια σαστισμένα.

Το άλλο σούρουπο ακριβώς εμφανίστηκε ένας απ’ τη γειτονιά, που ήτανε γνωστός σαν τοιούτος. Γι’ αυτόν, βέβαια, καμιά γυναίκα δεν είχε παρακαλέσει την Παναγία, ζούσε άλλωστε παντέρημος αποφεύγοντας τους συγγενείς του. Όμως η Γοργοεπήκοος είχε βρει τρόπο να κάνει την υπόδειξη της. Είχε κλέψει ένα άλογο, μας εξήγησε απλά, γι’ αυτό έφτασε πρώτος. Ο πολύς στρατός είναι στο δρόμο κι έρχεται χωρίς να τον πειράζει κανένας. Οι γυναικούλες έκαναν το σταυρό τους και κάπως γαλήνεψαν. Μα, αργά το βράδυ, δυο στεναχωρεμένα παλικάρια έφεραν απέναντι, στο σπίτι του τυφλού, την είδηση πως ο γαμπρός του είχε σκοτωθεί στην οπισθοχώρηση. Χάλασε ο κόσμος απ’ τις τσιρίδες κι η γειτονιά πανικοβλήθηκε. Ο σκοτωμός είχε γίνει την τελευταία στιγμή, τότε που όλοι νόμιζαν πως οι σκοτωμοί τουλάχιστο είχαν πάψει. Κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα.

Το άλλο πρωί πολλές γυναικούλες ξεκίνησαν με φούρια για το σταθμό του Ρέντη. Μαζί τους έφυγε και η κοπελιά. Σε λίγο όμως εμφανίστηκε ήσυχα ήσυχα ο μικρότερος γιος της Θοδωρούλας, όπως ακριβώς κι εκείνη το υπολόγιζε. Είχε ιδιωτικό εικονοστάσιο στην αυλή της, υπόλειμμα απ’ την παλιά εκκλησία της Κυράς, και από μέρες έλεγε πως η Παναγία τής είχε πει, πρώτα να περιμένει τον μικρότερο και μετά τον πιο μεγάλο. Στην πραγματικότητα ο μικρότερος ήταν πολύ πιο έξυπνος και σβέλτος απ’ τον πρωτότοκο, που δουλειά του ήταν να πουλά άμφια στους παπάδες. Η Θοδωρούλα, που τα μικρά παιδιά της πρόφτασαν το νέο, βγήκε στην εξώπορτα και γονάτισε μπροστά στο γιο της. Δόξα τω Θεώ, είχε εξασφαλίσει τον ένα. Σε λίγη ώρα, φωνές υψώθηκαν απ’ το σπίτι της Πολυξένης· ο άντρας της ανέβαινε βαριά τα σκαλιά. Μα, οι γειτόνισσες που τρέξανε να μπουν, βρήκαν κιόλας σφαλιχτή την πόρτα. Ο άντρας της Πολυξένης, ένας γεροδεμένος τύπος, δε χαμπάριαζε από ευγένειες. «Χαρά στην Πολυξένη», σχολίασαν οι πιο καλόκαρδες. «Καλύτερα κι από νύφη θα περάσει». Ως το βράδυ είχαν γυρίσει τουλάχιστο οι μισοί άντρες της γειτονιάς, κι αργά τη νύχτα έγινε κι ο πρώτος ξυλοδαρμός, που τον άκουσε όλη η γειτονιά με σιωπηλή απόλαυση. Ο άντρας της Δημητρούλας την έδερνε άγρια, γιατί απ’ τη σαστιμάρα της έτρεξε απ’ τις πρώτες και παράδωσε το πιστόλι του στους Γερμανούς, που μόλις είχαν έρθει έβγαλαν θανάσιμες διαταγές για τα όπλα.

Ο κυρ-Μάνθος, ο προστάτης των μοναχικών γυναικών σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, είχε συγκεντρώσει στο πεζούλι της αυλής αρκετούς απ’ τους νεοφερμένους και τους διηγιόταν για την τρομερή έλλειψη τροφίμων, που είχε κιόλας παρουσιαστεί στην αγορά. Απ’ τις καύτρες των τσιγάρων, που λαμπυρίζανε ζωηρά σε κάθε τράβηγμα, καταλάβαινες πως οι νεοφερμένοι κατέχονταν από μεγάλη αγωνία. Ο κυρ-Μάνθος έλεγε πως στο εστιατόριο όπου δούλευε, τα λαχανικά δεν τα καθάριζαν πια καθόλου, μα τα έριχναν στις κατσαρόλες έτσι με τα φλούδια και τα σάπια για να μην έχουνε καθόλου φύρα. Άλλωστε δεν υπήρχε φόβος να χάσουν τους πελάτες· κάθε μεσημέρι γίνονταν σκοτωμός για μια καρέκλα. Ο κυρ-Μάνθος βλέποντας όλον εκείνο τον κόσμο να καταβροχθίζει τα σκουπιδένια φαγιά, σερβίριζε και μαζί με τις παραγγελίες κραύγαζε κάθε τόσο: «Φάτε, γουρούνια, φάτε!» Κανένας δεν παρεξηγιόταν, ούτε και γελούσε όμως. Ο κυρ-Μάνθος έλεγε μια μεγάλη αλήθεια. Και συγχρόνως έκαμνε την καρδιά των νεοφερμένων περιβόλι. Κι όμως ο κυρ-Μάνθος αυτός, σαν έκλεισε το εστιατόριο, πέθανε από την πείνα, ενώ πολλοί απ’ τους νεοφερμένους πολεμιστές αποδείχτηκαν άφταστοι μαυραγορίτες. «Ο θάνατός σου – η ζωή μου», πέταξε κατάμουτρα στον πεινασμένο κυρ-Μάνθο ένας απ’ αυτούς μετά από λίγον καιρό.

Η κοπέλα, ακούγοντας μέσα στο σκοτεινό καμαράκι τις παραστατικές αφηγήσεις του κυρ-Μάνθου, έσφιγγε το μικρό στην αγκαλιά και σιγοσπάραζε απ’ το κλάμα. Δεν ήταν μόνο η ερημιά, αλλά και η πείνα που την απειλούσε. Την άλλη μέρα δεν πήγε στο σταθμό, ούτε και την παράλλη. Ήταν περιττό να ξεγελάει ακόμα τον εαυτό της.

Ως το τέλος της εβδομάδας είχαν γυρίσει όλα τα παλικάρια. Η μόνη απώλεια που είχε η γειτονιά ήταν ο γαμπρός του τυφλού. Του έκαναν ένα μνημόσυνο στη Γοργοεπήκοο, που κατά βάθος ήταν δοξολογία για τις μηδαμινές απώλειες. Το άλλο βράδυ οι τοιούτοι της γειτονιάς έδωσαν το πρώτο πάρτι τους, αφού όλη μέρα έβγαζαν ένα ένα τα γένια τους με τσιμπιδάκια. «Μα, δεν ξέρετε πώς πονάει, πώς πονάει!» έλεγαν, κουνώντας πάνω κάτω τα κουλά τους. Μόλις πήρε να σουρουπώνει, πολύς ένδοξος και αρειμάνιος κόσμος συνέρευσε. «Τας ηδονάς θήρευε τας μετά δόξης», έλεγαν οι αρχαίοι, που σίγουρα θα ευλογούσαν τη σύναξη εκ των κάτω, μια κι επάνω σ’ ένα νεκροταφείο τους, όπως έδειξαν τώρα οι ανασκαφές, γινόταν εκείνο το ξεφάντωμα. Ακούγοντας μες στο σκοτάδι τον εύθυμο θόρυβο, νομίσαμε για μια στιγμή πως είχε ξαναγυρίσει η προπολεμική εποχή και νιώσαμε ευγνωμοσύνη για τους κατατρεγμένους. Όμως ο σχεδόν ενοχλητικός καημός της ζαρωμένης σε μια γωνιά κοπέλας δε μας άφηνε να χαρούμε.

Κάποτε έφτασε ένα μήνυμα πως ο μηχανικός ήταν καλά και βρισκόταν στη Φλώρινα. Άρπαξε την άλλη μέρα το μωρό κι έφυγε μέσω Χαλκίδας μ’ ένα καΐκι για πάνω. Ήταν ανατιναγμένες οι γραμμές κι η θάλασσα έβραζε από αδέσποτες νάρκες. Όμως αυτή δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο· έπρεπε να στεφανωθεί, προτού τα πληροφορηθούν όλα οι δικοί της. Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου να μάθουμε ότι το τόλμημά της επέτυχε. Αλλά, τι τα θέλεις, ο μακαρίτης βγήκε πολύ ζωηρός, ανακατεύτηκε γρήγορα σε οργανώσεις και οι εχθροί, ξεμοναχιασμένους καθώς τους βρήκαν στη μαύρη εκείνη επαρχία, τους τσάκισαν παραδειγματικά. Αντί να τη χαρούμε νυφούλα, την είχαμε τώρα μπροστά μας μες στα μαύρα κρέπια.

Ήμουν μικρός, όμως υπόφερνα από τότε για όλα σχεδόν τα πράγματα. Οι διηγήσεις της χήρας για την κρεμάλα μου είχαν σφίξει το λαιμό. Πήρα στην αγκαλιά το κοριτσάκι και βγήκα στην ταράτσα. Ήθελα να κάνω τις βαθιές εισπνοές μου, που, όπως δίδασκε ο Ηλίας Πέτρου, ισοδυναμούσε η καθεμιά τους με μια μπριζόλα χοιρινή. Σε άλλη περίπτωση, θα μας είχαν φέρει μπριζόλες αληθινές απ’ τη Φλώρινα, αλλά τώρα δε συζητούσε κανένας αυτή την παράλειψη. Ανάμεσα σε δυο εισπνοές, ρώτησα το νήπιο δείχνοντας το φεγγάρι: «Τι είναι αυτό, τζουτζουκάκι μου, τι είναι αυτό;» Άπλωσε γελαστό το χεράκι του και μου είπε τσεβδά: «Βουγγάρι». Από τότε, προς μεγάλη ανησυχία της μάνας του, το μικρό βαφτίστηκε «Βουγγάρι» κι έτσι το ξέραμε πια. Παραποιήσαμε μάλιστα κι ένα γνωστό δίστιχο και το τραγουδούσαμε σε ήχο δικό μας:

«Ήλιος και φεγγάρι

παντρεύουν το Βουγγάρι…»

Σε λίγες μέρες το πήρε και ξαναγύρισαν στη Φλώρινα. Εκεί υπήρχε βέβαια η φοβερή σκιά της κρεμάλας, αλλά υπήρχε και ψωμί. Θα έκαμνε, όπως παλιότερα, τη ράφτρα.

Πέρασε δυστυχίες βαριές. Καταφρονήθηκε πολύ, ράβοντας τραχιές Δυτικομακεδόνισσες, που δεν της έλεγαν καλό λόγο. Μόνο οι Λουκανίκες την παραστέκονταν, που μολονότι σλαβόφωνες αποδείχτηκαν αγνές Ελληνοπούλες όσο λίγες. Είχαν εκπαιδευθεί για καλά απ’ τους φαντάρους μας. Κάθε φορά που κατέβαιναν, το Βουγγάρι ήταν πιο όμορφο και πιο στρογγυλεμένο. Στο τέλος ξεπετάχτηκε ένας ξανθός κορίτσαρος να λωλαίνεται ο νους του ανθρώπου. Ως και οι θείοι είχαν πάρει να συγκινούνται κι έπαψαν να βλέπουν στο πρόσωπό του το όνειδος της σπουδαίας τους οικογένειας. Η ομορφιά επιβάλλεται στους πάντες, κακά τα ψέματα.

Πέρσι παντρέψαμε και το Βουγγάρι. Ο γάμος έγινε στον Άγιο Δημήτρη, την πολύπαθη εκκλησιά μας. Ήρθε κόσμος πολύς, με ασυνήθιστη προθυμία για γάμο. Είχες την εντύπωση πως γιορτάζεται κάποιο γεγονός νικηφόρο. Ο γαμπρός, ένα θαρρετό παλικάρι από χωριό, έμοιαζε συγκλονιστικά του πατέρα της. Οι μεγαλόσχημοι και αναλλοίωτοι θείοι ήταν όλοι παρόντες, όπως στον αρραβώνα της μάνας της. Κοίταζαν κορδωμένοι το δροσερό και απλό σόι του γαμπρού, σιγοψιθυρίζοντας κάθε τόσο. Η μάνα της μ’ ένα άσπρο μαντίλι στον ώμο για να σπάνει τη μαυρίλα της χηρείας της σκούπιζε τα μάτια της πίσω από μια κολόνα. Καθώς η στέψη προχωρούσε, συγκινηθήκαμε αναπολώντας τα παλιά. Το Βουγγάρι έλαμπε από ομορφιά και αθωότητα. Σκεφτόμουν, πως όταν την ωριμάσει ο άντρας της, θα πρέπει να της διηγηθώ σε τόνο ευτράπελο τα όσα έγιναν σε κείνη την εκδρομή για να ξέρει. Κοιτάζοντας τους ορειχάλκινους πολυελαίους, θυμήθηκα ξαφνικά τον πατέρα της μαζί με τους άλλους δέκα. Ο πιο μεγάλος μάλιστα πολυέλαιος, αυτός που κρεμόταν πάνω απ’ τα κεφάλια μας, κουνιόταν ελαφρά ελαφρά σαν να ευλογούσε.

Και πράγματι, πάνω στους εννιά μήνες απ’ το γάμο, και διόλου λιγότερο, το Βουγγάρι όχι απλώς γέννησε, μα έκανε δίδυμα, αγόρι και κορίτσι. Δυο ξανθά ζωηρά παιδιά, όλο υγεία.

Οι ευλογίες του πατέρα της πιάσανε για καλά τόπο.

 

97 Σχόλια to “Το «Βουγγάρι» (Γιώργος Ιωάννου)”

  1. Καλημέρα, καλή μεγάλη εβδομάδα…

  2. Ήταν τόσο σύντομες οι συναντήσεις αυτές, ώστε πολλές φορές, όταν ο κουρέας γύριζε στο μαγαζί του, οι χάντρες εξακολουθούσαν να κουνιούνται και να χτυπούν απ’ το ζωηρό παραμέρισμα που τις είχε κάνει βγαίνοντας.

    Τι όμορφη εικόνα, μοιάζει σαν κινηματογραφική στιγμιαία αποτύπωση.

  3. Γς said

    Καλημ’ερα

    1:

    Να και η Μαρία η Μαγδαληνή, αυτή που συγχέουν(;) οι ευαγγελιστές με την πόρνη που άλειψηε του Ιησού με μύρο στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού στη Βηθανία. Το γεγονός αυτό, ο Ιωάννης το τοποθετεί «προ εξ ημερών του Πάσχα»,

    Στην ώρα της.

    Σε έξι μέρες δεν έχουμε Πάσχα;

    Και η εκκλησία της Μαρίας της Μαγδαληνής στο Παρίσι.
    Η Μαντλέν.

  4. Γς said

    3:

    και κάτι ακόμα για την Μανταλένα

  5. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

    2 Όντως, πολύ δυνατή εικόνα.

  6. Γς said

    Σαν να τ ακούς και να το βλέπεις

    >Τα τζιτζίκια είχανε λυσσάξει κι οι σφήκες, καθώς πετούσαμε τις καρπουζόφλουδες και άλλα γλυκά

  7. Γς said

    >Κάποια στιγμή ακούστηκε μεγάλη φασαρία πίσω απ’ την εκκλησιά. Δυο μεθυσμένοι γύφτοι μαχαιρώθηκαν.

    Καμία σχέση μ αυτή την εκκλησία. Δεν ήταν γύφτοι αλλά δυο ερωτευμένα παιδιά. Και δεν έκαναν φασαρία. Ηταν νύχτα. Πίσω απ την εκκλησία.

    Κι ήταν πολύ όμορφη αυτή [και δεν βλέπεται τώρα πια μετά από 50+ χρόνια]

    Ενώ ο άλλος, ο Γς, παντός καιρού!

    Σούπερ Πούμα.

  8. ΣΠ said

    Καλημέρα.

    μπαρδάκι: το σταμνάκι του νερού· αλλά και κύπελλο με χερούλι. Η λέξη (από τουρκ. bardak) δεν είναι υποκοριστικό, δεν υπάρχει «μπαρδί».
    Υπάρχει όμως μεγενθυτικό «μπαρδάκα», η μεγάλη στάμνα.

  9. Νέο Kid Al Kuwaiti said

    Δεν έχω διαβάσει πολλή ελληνική πεζογραφία. Θα υπέθετα-μάλλον εύλογα- ότι πρέπει να είμαι πολύ κάτω απ’ τον μέσο όρο εδώ μέσα, οπότε πιο ταιριαστό μάλλον είναι το «έχω διαβάσει ελάχιστη πεζογραφία». Απ’όλους /ες που έχω διαβάσει ,ο Ιωάννου μ’αρέσει πιο πολύ. (one point statistics …)

  10. Γς said

    >καταπίεζε βαριά τα άλλα δυο κορίτσια, σε σημείο που πήγαιναν και άναβαν κεριά στην εκκλησιά για να πεθάνει το ταχύτερο

    Και μου λέει μια μέρα η μακαρίτισσα θεούσα Ειρήνη την ώρα που πήγαινε το πρόσφορο και τσέκαρε τη λίστα των “Υπέρ Υγείας” και “Υπερ Αναπαύσεως”.

    -Πως τον λες εκείνο τον συχωρεμένο φίλο σου;

    -Ποιόν; Αυτόν που βάζουμε 10 χρόνια τώρα μαζί με τους πεθαμένους μας; Ασε μην τον βάζεις. Δεν λέει να πεθάνει ο βρομιάρης.

  11. Γς said

    >Στο τέλος ξεπετάχτηκε ένας ξανθός κορίτσαρος να λωλαίνεται ο νους του ανθρώπου

    Πολύ ωραίο αυτό το λωλαίνεται.
    Κι ο κορίτσαρος.

  12. Γς said

    Και τώρα που το διάβασα.

    Μα είναι τόσο όμορφο
    κι εγώ έγραφα τις πλακούλες μου γμτ

  13. nikiplos said

    Καλημέρα… μου άρεσε το διήγημα… Στα διηγήματα είμαστε καλύτεροι, ίσως γιατί People tell stories, που είχε πει κάποτε στην ταινία Αραράτ, ο Ετόμ Εγκογιάν… Έκανε μεγάλες παρενθέσεις και αυτό ίσως έχανε τον ειρμό της κύριας διήγησης, αλλά αυτά τα φλας μπακ όταν τα κάνεις με μαεστρία όπως ο ΓΙ, τότε δεν πειράζουν, ίσα ίσα… δημιουργούν την εντύπωση ότι δεν υπάρχει κάπου το κέντρο του κόσμου, αλλά είναι παντού γύρω η ζωή, οι άνθρωποι, τα πάθη τους και οι μοίρες τους…

    Να πω, πως το πρώτο βιβλίο του ΓΙ που έπεσε στα χέρια μου, δεν μου είχε αρέσει, γιατί ήταν πολύ … γλαφυρό για τα συντηρητικά μου ήθη… αλλά αυτό είναι άλλου ιερέως… Πάντως και σε τούτο το διήγημα τη διέγερσή του την έβαλε ο συγγραφέας… (το σχόλιο, είναι καλοπροαίρετο, μην παρεξηγηθώ…)

  14. Sarant said:
    (α) Στην πόρτα της κάμαρας στεκόταν ένας Γερμαναράς με κράνος και πέταλο στο στήθος κι ένα δικό μας καθίκι διερμηνέας.

    – Ας έχουν το νου τους οι διερμηνείς. Μπορεί κανένας …βουγγαρογράφος να τους πει καθίκια μόνο και μόνο επειδή κάνουν διερμηνεία! (γενικά, αξιολογώ ως μάλλον φτωχό το όλο …βουγγαροήγημα)

    (β) Στ’ αυτιά τους είχαν περασμένα σαν σκουλαρίκια κάτι χηνίτικα φουσκωτά πούπουλα, απ’ το μέσα στρώμα του στήθους της χήνας, και που άκουσα να τα λένε «πούφκες»

    – Πούφκα (παρ’ ημίν): κάτι που είναι πολύ φτωχό σε περιεχόμενο. Πούφκα π.χ, λέγανε μια γυναίκα χωρίς τσαγανό κλπ (το αντίθετο του «τζιουβαίρ’»). Πρωταρχική όμως σημασία, πούφκα= η …σιωπηλή πορδή. Το ρήμα: πουφνάω-ώ. Το παρατσούκλι: Πουφνιάρης (ο), πουφνιάρω (η).

    (γ) με μπαρδάκια γεμάτα νερό

    – Παρ’ ημίν, σχέτο μπαρντάκι (και μπαρντακούδι, το πολύ μικρό). Λέξη μπαρντάκα (ως λεει ο 8) δεν είχαμε. Τη λέγαμε απλώς στάμνα.

  15. cronopiusa said

    Ataque norteamericano. Guerra siria 7/4/2017

    Καλή σας μέρα, καλή Ανάσταση …

  16. sarant said

    13 Υπάρχει ένα ενδιαφέρον δοκίμιο του διηγηματογράφου Σπύρου Γιανναρά για το ότι οι Έλληνες γράφουμε καλύτερα διηγήματα από μυθιστορήματα.

  17. gak said

    «Είχαμε χάσει όμως τη σύστασή της»

    Τη διεύθυνση εννοεί;

  18. Νέο Kid Al Kuwaiti said

    16. Eνδιαφέρον αυτό. Θα έλεγα ότι στους αγγλοσαξώνοι ισχύει το αντίθετο. Ειδικά στους Άγγλους! (εντάξει ,οι αμερικάνοι -αν εξαιρέσεις τον μια κατηγορία και κλάση μόνο του Πόε- μέτρια πράγματα κι επαναλήψεις) Ίσως αυτό να οφείλεται ότι όλοι οι Άγγλοι σιχαίνονται κατα βάθος βαθιά την Αγγλία, και γράφουν κι έγραφαν για άλλους κόσμους φανταστικούς. 🙂

  19. Ωραίο διήγημα παρ’ οτι έχει μέσακάποια κομμάτια εντελώς περιττά και άσχετα με την πλοκή, ίσως για να τονίσει την ιδιαιτερότητά του

  20. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Καλημέρα. Κι ἐμένα μ’ ἄρεσε. Γιατὶ ἦταν ἀληθινὸ καὶ χωρὶς πολλὰ φτιασίδια.

    17. Ἔτσι λέγαμε τὴ διεύθυνση παλιὰ. Σύσταση. Δὲν ξέρω πῶς προέκυψε. Τί λένε οἱ γνωρίζοντες καλύτερα;

    14. Georgios Bartzoudis said:
    «– Παρ’ ημίν, σχέτο μπαρντάκι (και μπαρντακούδι, το πολύ μικρό). Λέξη μπαρντάκα (ως λεει ο 8) δεν είχαμε. Τη λέγαμε απλώς στάμνα..
    Στὰ Θερμιὰ εἴχαμε διάφορα μεγέθη σταμνιῶν (κατὰ φθίνουσα σειρὰ μεγέθους):
    Σταμνὶ
    Μισόσταμνο
    Κουρκουνιὰ (μὲ στενὸ λαιμό καὶ δυὸ αὐτιὰ)
    Γούργουλας (μὲ στενὸ λαιμὸ κι ἕνα αὐτὶ)
    Λάηνας (μὲ φαρδὺ λαιμὸ καὶ δυὸ αυτιὰ)

  21. leonicos said

    @7 Βρήκες το στοιχείο σου…..

  22. leonicos said

    Δεν είναι κακή θέση το 21 στις 2.

  23. ΣΠ said

    14
    Την μπαρδάκα την άκουσα από την μητέρα μου όπως και το μπαρδακοβούλωμα, το πώμα της στάμνας.

  24. leonicos said

    @14 Γιώργο… εμπλούτισες το λεξιλόγιο ενός αθεράπευτα λεξιπενικού.
    Το ‘κούφια’ πολύ μπανάλ και καθόλου περιγραφικό. Το ‘πούφκα’ τα λέει όλα. Μπορείς μάλιστα να δώσσεις και μια μακρότητα (σικ) στο πουφφφφφκα (όπως στα ουγαρέζικα)

    Τέλειο

  25. leonicos said

    @20 Δημήτρη…. ό,τι και στο Γιώργο πιο πάνω

    Χάθηκαν τα σταμιά, χάθηκαν και οι λέξεις.
    Κι έπειτα άντε βρες από πιο σημείο το φλιτζάνι γίνεται κούπα σε κάθε γλώσσα.

    Πραγματικά, δεν θα ήθελα ποτέ να μεταφράσω κάτι και να κριθώ γι’ αυτό. Με το Βέπχιστκαοσάνι έχω βρει το….. Μου λένε πως τους αρέσει αλλά έχω κάνει το 1/3 μόνο.

  26. leonicos said

    Τι έγινε; Φεύγουν όλοι όταν έρχομαι;

  27. «…ένας Γερμαναράς με κράνος και πέταλο στο στήθος…»

    Το «πέταλο» ήταν διακριτικό της ναζιστικής στρατιωτικής αστυνομίας

    https://en.wikipedia.org/wiki/Feldgendarmerie

  28. ΚΩΣΤΑΣ said

    Πλανόδιος πωλητής έκραζε στεντορεία τη φωνή: ρίγανη σταμνιά (είδατε τι κάνει ένα κόμμα που … το ξέχασα!!!)

  29. sarant said

    27 Μάλιστα, ευχαριστώ

    23 Δεν ξερω αν λέγατε και το «σαν μπαρδακοβούλωμα» για κάποιαν κοντόχοντρη 🙂

  30. 29β ΄δώχαμου λένε τους κοντόχοντρους και τα Smartάκια «πορδοβούλωμα»

  31. leonicos said

    Το διήγημα αυτό έχει μια ιδιαίτερη τεχνική. Δεν είναι αυτή που ακολουθώ, ‘γραμμική προς ολοκλήρωση’ (Βλέπε Μπασιά και Οσμάν, από το ‘Νερό Αγάμπειμ, Σου Αδερφέ μου’ γνωστά εδώ χάρη στην μεγαλοψυχία του Νικ Νοικ) αλλά πρέπει να κρθεί σύμφωνα με τη δική του τεχνική. Αλλιώς δεν βγαίνει συμπέρασμα.

    Το διήγημα έχει ορισμένους κανόνες (που δεν τους ακολουθώ)
    α) πρέπει να ξέρεις γιατί το γράφεις. Τι θέλεις να πεις και πού θέλεις να καταλήξεις. Αν είναι απλώς αφήγηση ενός περιστατικού, είναι λάθος. ένα γεγονός, όσο συνταρακτικό και να είναι, δεν κάνει διήγημα.

    β) Να είναι σύντομο (αυτό δεν ισχύει για μένα)

    γ) Να ξεχωρίσεις ποια στοιχεία σε οδηγούν εκεί που θέλεις.

    δ) Να ξέρεις ποιο συγκινησιακό χαρακτηριστικό θα αφήσει στο τέλος

    ε) Να έχει μια ζωντάνια, μια θεατρικότητα για να διαβάζεται. Να μην είναι απόσπασμα από αστυνομικό δελτίο.

    Στα περσινά διηγήματά μου, «Διηγήματα της Άλλης Αγάπης» φιλοξενώ ένα διήγημα της Μαρίας Καλλιαντά (είχα δώσει δείγματα της ποίησής της προ ημερών) με τον τίτλο Αϊραμ.

    Αϊραμ είναι ανεστραμμένο το ‘Μαρία’. Η Καλλιαντά το έγραψε γραμμικά, ‘μια κοπέλα που έφτασε σ’ ένα νησί για ν’ αποφύγει μια επαχθή καθημερινότητα. Μια εξαιρετική παρουσία που εντυπωσίασε από την πρώτη μέρα, αλλά προκάλεσε μεγάλη απορία όταν τη βρήκανε να στέκεται μπροστά στη θάλασσα ουρλιάζοντας Αϊραμ’. Αντέστρεψε το όνομά της για να χαθεί από τους ανθρώπους που την είχαν πικράνει.

    Το ξανάγραψα αρχίζοντας από τη σκηνή της της θύελλας. Έκανα και άλλες δομικές αλλαγές και βγήκε ένα πολύ πιο δυνατό κείμενο. Η Μαρία δεν μου επέτρεψενα το δημοσιεύσω μαζί με το δικό της, ενώ μου επέτρεψε να δημοσιεύσω τη δική μου εκδοχή.

    Η ιδέα της Καλλιαντά είναι αριστουργηματική, θεωρώ ότι ‘φιλοξενώ’ το διήγημά της, αλλά η τεχνική δική μου.

    Δεν ξέρω αν ο Ιωάννου έγραψε με μέθοδο ή όπως έβγαινε. Πιστεύω το δεύτερο, αν και η τεχνική του, έστω και υποσυνείδητα, προβάλλει. Πιθανώς αυτό να είναι καλύτερο από το ‘συνειδητά δομημένο’.

    Πάντως είναι διήγημα που μας αφήνει πλουσιότερους

    Καιο μόνοςανυπόφορος εδώ μ΄ςεσα είναι ο Γς

    Ανυπομονώ να τον δω αυτές τιε μέρες

  32. leonicos said

    Τα σμαρτάκια τα λέω υπόθετα

  33. leonicos said

    Μπαρδακοβούλωμα

    όρέα λέξι, κε κώσμηα

  34. Τους. τοιούτους και τα καμώματά τους τι τα ήθελε; Μοιάζουν τελείως άσχετα με. την όλη πλοκή.

  35. ΚΩΣΤΑΣ said

    Εντάξει, δεν είναι και από τα καλύτερα του Γ. Ιωάννου, μάλλον τό ‘ριξε λίγο στο σορολόπι εδώ. Το όλον έργο του είναι σημαντικό. Μαζί με τον Ντίνο Χριαστιανόπουλο, αποτελούν ένα εξαιρετικό ντουέτο για τη Θεσσαλονίκη, δικά μας παιδιά, δικό μας αίμα, τους αγαπώ πολύ.

  36. ΚΩΣΤΑΣ said

    34
    Νομίζω, τότε που ήταν υπό διωγμό και συνεχές κράξιμο για τις προτιμήσεις τους, έπρεπε να προβάλουν και τη δική τους παρουσία κατά κάποιο έμμεσο τρόπο. Σήμερα βέβαια τα πράγματα άλλαξαν, τότε το είχαν ανάγκη να προβάλλουν και το δικό τους πρόβλημα. Σκοπιμότητα βλέπω εγώ.

  37. # 31

    Το διήγημα είναι όπως το διηγείσαι και το αφήγημα όπως το αφηγείσαι. Η διαφορά είναι πως το αφήγημα ταιριάζει στον προφορικό λόγο ενώ το διήγημα κάνει και για τον γραπτό. Από κει και πέρα επειδή το διήγημα είναι σαν την γυναίκα όσο την ντύνεις και την μακιγιάρεις κομιλφό, τόσο εντυπωσιακότερη γίνεται εκ πρώτης όψεως και τόσο περισσότερο ξύλινη σου φαίνεται μόλις συνειδητοποιήσεις πως τα ρούχα της και το μακιγιάζ της μπορείς να τα βρεις και αλλού, ενώ την μοναδικότητα των χαρακτηριστικών της που τόσο επιμελώς κρύβουν τα φτιασίδια, όχι. Και τότε αρχίζεις να ψάχνεις για αφτισίδωτες. Θαυμάζω τον Παπαδιαμάντη γιατί έγραφε σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες όπως και άλλοι. Πολλοί σύγχρονοι απόφοιτοι των σχολών που ξεφύτρωσαν κι επέβαλαν κανόνες δεν καταλαβαίνουν πως όταν διαβάσεις έναν από αυτούς είναι σαν να τους έχεις διαβάσει όλους. Γράφοντας όμως με τους κανόνες εξασφαλίζουν μια καλή κριτική κι ένα διάβασμα-ξεπέτα

  38. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Τόσο πολύ που μ΄άρεσε το διήγημα που θα΄θελα να πιάσω παράγραφο την παράγραφο και να είχα τη μαεστρία
    της γραφής να μεταφέρω τη δύναμη της ομορφιάς (εξωτερικής και έσω) που άπλωσε μέσα στο μυαλό μου αυτό το διήγημα.
    Κατά την ανάπτυξη των ιστοριών των ηρώων,δίνει τόσες πληροφορίες ,ζυμωμένες με το χνώτο των ανθρώπων για τη ζωή όπως κύλησε, σε επαρχία κι Αθήνα στις αρχές της πικρής δεκαετίας του ΄40 -παραμονές και διάρκεια της Κατοχής- !
    Παιδιά, εγώ πήγα πρωί πρωί στο πανηγύρι των Αγίων Πάντων. Είδα τις βλαχοπούλες με τα πούπουλα στ΄αυτιά κι άκουσα τον καυγά για την όμορφη κατσιβέλα και τα θροϊσματα των εφημερίδων που σκέπασαν γόνιμους έρωτες κι άγονο σφηκοτσίμπημα. 🙂

    Η κορομηλιά στη Φλώρινα να είχε μιλιά.

  39. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Στο κόκκινο 105.5 ο Νικοκύρης τώρααα!

  40. ΣΠ said

    29β
    Ακριβώς!

  41. nikiplos said

    καλησπέρα…

    Δεν έχω σκεφτεί ποτέ τα διηγήματα ως κείμενα που υπακούουν σε κανόνες… Τα βλέπω σαν ιστορίες και αφενός όπως και μερικοί άνθρωποι λένε ωραία τις ιστορίες, έτσι κάποιοι άλλοι τις γράφουν… Και είναι λογικό πως μια ιστορία, θα την διηγηθεί ο καθένας μας με τον δικό του τρόπο, κάποια θα του κεντρίσουν το ενδιαφέρον – ενδεχομένως βιωματικά, ενώ κάποια άλλα θα τον στοιχειώνουν και θα θέλει να τα αποθέσει με διάφορο την ψυχή του κλπ… Το λοιπόν μια ιστορία αν δεν αγγίξει την ψυχή σου, δεν μπορείς να την διηγηθείς, σου είναι βαρετή και αδιάφορη…

    @36 και @34, είναι διάχυτο αυτό το στοιχείο στον ΓΙ. Και με τόσο ωμό τρόπο που θυμίζει έντονα Άγγλο συγγραφέα, καθόλου φτιασιδωμένο, καθόλου ευπρεπές, χωρίς προσχήματα. Γι’ αυτό και προβάλλει γνήσιο, εκ των ένδον για τον ίδιο στο έργο του… Αν το προσπεράσεις όμως, θα βρεις άλλα πράγματα πολύ ισχυρά… Άλλωστε ως συγγραφέας ο ΓΙ, ποτέ δεν έκρυψε καμία του αδυναμία, ίσα ίσα τις έβγαλε όλες στην επιφάνεια, αναδεικνύοντάς τες έτσι ώστε να ταυτίζεσαι εν μέρει με κάποιες από αυτές…

    ΥΓ> Δεν ξέρω για τους τοιούτους, εκείνο όμως για τους Αρχαίους και την Ηδονή, πολύ θα είχε προκαλέσει στην εποχή του τους Εθνικοπαράφρονες Ελληνολάγνους…

  42. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    17/20 Να σύσταση, η διεύθυνση.Μόνο σύσταση τη λένε ακόμη οι μεγάλοι δικοί μου.
    Μια μαντινάδα που προσαρμόζεται κάθε φορά ,ανάλογα με το από πού ειν αυτός που τη λέει:
    Φεγγάρι αν λάχει και τη δεις
    Δος τση τη σύστασή μου
    και πε τση απ΄ (τη Γεράπετρο)
    είν΄η καταγωγή μου,

    Χάρε αν είσαι παλικάρι
    στείλε σύσταση να `ρθω
    κι αν εσύ είσαι μπαμπέσης
    αντρικά θα σου φερθώ

  43. ΣΠ said

    Εδώ βλέπω ότι στην Λευκάδα μπαρδάκα λένε την μικρή στάμνα.

  44. leonicos said

    Τζι 37
    Νίκιπλε 41

    Δεν είμαι καμιάς σχολής εγώ, και πιθανολογώ ότι το ξέρετε. Μπήκα από ανοησία σε κάποιο ‘λογοτεχνικό διαγωνισμό’, δεν πήρα ούτε Ω (με άριστα το Α) και στη μάζωξη των βραβευθλεντων ανακάλυψα ότι όλοι ήταν της τάδε σχολής. Η πλήξη επεκάλυπτε τα πάντα, μέχρι το κυλικείο.

    Αλλά γράφοντας και διαβάζοντας διαμορφώνεις τρόπους για να φτάσεις στο Α ή το Β αποτέλεσμα, και αντιλαμβάνεσαι τα τεχνάσματα του άλλου. Ο Λόγος διέπεται από τη λογική. Δεν γίνεται αλλιώς.

    Τα τεχνάσματα του άλλου μπορείς να τα θαυμάσεις, ν τ’ απορρίψεις, να τα μιμηθείς, να τα προσπεράσεις… αλλά αν δεν τα αναγνωρίσεις δεν έχεις μάθει ακόμα να διαβάζεις. Επίσης, πολλά τεχνάσματα μπορεί να σου αρέσουν αλλά να μη σου ταιριάζουν.

    Αυτές τις μέρες είδα τον Πίθηκο (προσαρμογή Κάφκα) στο Κνωσσός με τον Λάμπρο Τσάγκα και το Τελευταίο Ψέμα του Κακογιάννη. Το ένα μονοπρόσωπο και κλασικό, το άλλο με ταυτόχρονα ενσταντανέ πάνω στη σκηνή. υπέροχα και τα δυο, αλλά αν έγραφα θέατρο θα έγραφα κάτι προς το κλασικό, επειδή δεν ξέρω να γράφω αλλιώς. Αλλά έτσι έγραφε κι ο Τσέχοφ. Θέλει πολλή θεατρική παιδεία και θεατρική ζωή για να γράψεις σαν τον Κακογιάννη. Δεν τό ‘χω!

  45. leonicos said

    Σύσταση.
    Ασφαλώς έτσι λέγαμε κάποτε τη διεύθυνση. Και δεν με ξενίζει.
    Δεν την πολυακούω πια, γιατί μου ζητάνε ημέιλ πια. O tempora o mores που λένε και στο Κογκό.

    Στη Ζάκυνθο, όταν κάποιος ικανοποιηθεί από το φαγητό, λέει ‘αραπάικα’. Το ρήμα δεν υπάρχει σε άλλον τύπο εκτός της ερώτησης ‘αραπάικες;’ περίπου σαν ‘χόρτασες;’
    Μυστήριο το αραπάικα. Μετά από μερικά χρόνια, φίλοι από την Καρδίτσα, μόλις φ’άγαμε είπαν ‘θράπτκα’ και μου το εξήγησαν, μέσω ενδιάμεσων τύπων ως ‘θεραπεύτηκα’ και όχι ‘θρέφτηκα’.
    Ποιος ξέρει πώς ταξίδεψε η λέξη από τη θεσσαλία στη Ζάκυνθο παίρνοντας αυτή την ομιχλώδη μορφή.

    Απροπό, ξέρει κανείς αν λένε κάτι τέτοιο στα άλλα 7νησα;

    Κι επειδή πολύ συχνά κονταροχτυπιόμαστε εδώ μέσα για λέξεις και σημασίες, θα σας πω μια ιστορία, μπεν τροβάτα εν μέρει αλλά πραγματική κατ’ ουσίαν

    Βγαίνει ο πιτσιρικάς στην αλάνα μασουλώντας.
    -τι τρως ρε; τον ρώτησε η πεινασμένη κομπανία
    -πούλεψα δυο πατάτες που τηγανίζει η μάνα μου
    (το ‘πούλεψα’ το είπε για πλάκα, γιατί δεν το θεωρούσε και κλοπή)

    Ο ένας από την παρέα άκουσε ‘πούλεψα’. Ο άλλος άκουσε ‘κούλεψα’. και οι δυο άρχισαν να χρησιμοποιούν τη λέξη με την ίδια σημασία.
    Ο σχολιαστής Χ1 εδώ είναι εγγονός του πρώτου και ο Χ2 του δεύτερου. και θα σκίζονται ότι ο μπαμπάς του και ο παππούς του έλεγαν ο ένας ‘πούλεψα’ και ο άλλος ‘κούλεψα’ κι εμείς θ’ αναρωτιόμαστε ΤΙ ειναι το σωστό.

    Οι λέξεις τρέχουν, και οι σημασίες τους, και δεν τις πιάνεις με τίποτα. Από τα κείμενα βγαίνει η σημασία. Δεν βγαίνουν από τις σημασίες των λέξεων τα κείμενα.

    Τηρουμένων των αναλογιών πάντοτε. Ας σας πω ‘μπυγκα μπραγκα μπε ντρε το’ δεν θα περιμένω να καταλάβετε τι λέω

  46. alexisphoto said

    καλημέρα,
    χωρις άλλασχόλια. Μόνο την απόλαυση του κειμένου.

  47. Αφώτιστος Φιλέλλην said

    Στην λογοτεχνια (κα γενικοτερα στην τεχνη) ενας ειναι ο κανονας οτι δεν υπαρχει κανονας.

    1. Ο Γ. Ιωαννου ειναι απο τους καλυτερους ελληνες διηγηματογραφους
    2. Οι ενστασεις περι «κανονικοτητας» λ.χ. για το στυλ και το περιεχομενο γραφης καθε συγγραφεα (περι «τοιουτων» κ.λ.π.) περιττευουν το 2017.
    3. Με παρομοιες νομοθετημενες κοινωνικες νοοτροπιες φυλακιστηκε ο Οσκαρ Ουαϊλντ και το 1954 οδηγηθηκε στην αυτοκτονια ο Άλαν Τιούρινγκ

  48. sarant said

    Γύρισα από το Κόκκινο και από μια βόλτα και ευχαριστώ για τα νεότερα!

    45 Θαραπάηκα, ηπειρώτικο.

  49. ΚΩΣΤΑΣ said

    45
    «φαραπάφκα» έχω ακούσει εγώ στη Θεσσαλία να λένε μετά το φαγητό, δηλαδή το ευχαριστήθηκα, το απόλαυσα.

  50. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Θαραπάηκα, το λέμε κι εμείς. Όχι ακριβώς θεραπεύμαι αλλά ηρεμώ. π.χ. έκλαιγε το μωρό ,του έβαλα ζαχαρόνερο στην πιπίλα και θαραπάηκε.
    Να θαραπαώ, να παρηγορηθώ. Επήρε γάμμα του παιδιού, είναι καλά κι εθαραπάηκε η καρδιά της.

  51. # 44

    Λεώνικε δεν το έγραψα για τα γραπτά σου αλλά για τους κανόνες που έδωσες.
    Αντίθετα εγώ το μόνο που προσέχω είναι το πρόσωπο τηςς αφήγησης με το απλό σκεπτικό πως το πρώτο ενικό εκφράζει την άποψη του συγγραφέα, τοδεύτερο πως θέλει να πείσει τον αναγνώστη ενώ το τρίτο έχει μια κάποια ουδετερότητα. Περίπου τα ίδια και για τον πληθυντικό, οι καλοί παραμυθάδες συχνά χρησιμοποιούν το τρίτο πληθυντικό

  52. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>(Οι «Λουκανίκες» ) έκαμναν πρωί πρωί με πυρωμένο σίδερο τα μακριά μαλλιά τους μπούκλες σαν λουκάνικα
    Πολύ γέλασα μ΄αυτό. Τώρα όμως, όπως είναι στη μόδα,στην απάνω Ελλάδα ,στη Σαλονίκη ας πούμε,τα κορίτσια «σιδερώνουν» τα μαλλιά με τη μασιά αλλά στην Αθήνα με τη ν ισιωτική (ωραίο παράκουσμα), που το ανέφερε ο Νικοκύρης το μεσημέρι Στο Κόκκινο. Και πού να δεις,που τη λένε και τοστιέρα μαλλιών ! 🙂 https://www.bestprice.gr/cat/5751/isiotika-tostieres-malliwn.html 🙂

  53. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Μπαρντάκια .

    Είκοσι λεσβιακές λέξεις -που όμως ακούγονται και αλλού

  54. sarant said

    52 Το πρόσεξες βλέπω 🙂

  55. Γιάννης Ιατρού said

    Χαιρετώ το φιλοθεάμον κοινό,

    ακόμα δεν έχω διαβάσει σχόλια, γιατί μόλις γύρισα από μιά πνευματική έξοδο εντός Αττικής 🙂
    Αλλά, αν κρίνω από τον αριθμό των σχολίων, κι άλλοι σήμερα εποφελήθηκαν από την λιακάδα…

  56. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    54.Ήταν ωραίο, όπως κι όλα όσα ειπώθηκαν!Και τα λεξιλογικά και τα πραγματολογικά και τα έκτακτα.Δε λέμε τί, σ΄όσους δεν άκουγαν*. 🙂
    Μεγάλο χάρισμα ο απλός και μαζί περιεκτικός λόγος. Να πω μπράβο σας, μου φαίνεται λίγο ανόητο αφού ειν΄ αυτονόητο. Όταν πήγε η κουβέντα και στο Γιώργο Ιωάννου,με το τραγούδι «Μην περπατάς μαζί μου», έστειλα μήνυμα για το σημερινό νήμα αλλά δεν το είδε φαίνεται ο Βάκης.
    * http://www.stokokkino.gr/archive.php

    >>ντοματοθεραπεία
    (Να ήταν με ντομάτες Ιεράπετρας, να έλεγα 🙂 ).Ακόμη κυκλοφορεί και τέτοια, μαζί με κάμποσες άλλες «θεραπείες» διαιτητικού, μονοφαγικού-καταστροφή- τύπου (σταφυλοθεραπεία,λεμονοθεραπεία κ.ο.κ). Μακριά, αν δεν είναι ελεγχόμενη από γιατρό κι όχι πάνω από τρεις μέρες. Έχω δει περιπτώσεις να φτάνουν σχεδόν στον αφανισμό.

  57. Ρίβα, δεν μπορεί να έχεις να έχεις παράπονα… μετά το τριάντα παίξαμε συναδeλφικότητα και φιλευσπλαχνία…

  58. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>νόμιζε πως θα ’ναι ο βοηθός του απ’ το ηλεκτρικό εργοστάσιο, όπου την προηγούμενη είχε παρουσιαστεί μια μυστήρια βλάβη.
    >>ένας Γερμαναράς με κράνος και πέταλο στο στήθος κι ένα δικό μας καθίκι διερμηνέας.
    Νομίζω ότι ο Ιωάννου αφήνει χαλικάκια να μπει ο αναγνώστης στον ιστορικό ντορό κι όχι μόνο στην απόλαυση της ανάγνωσης.

    Παρακάτω ρίχνει κι άλλες μπηχτές:
    >>το ’βαλε σ’ ένα χριστιανικό οικοτροφείο, πληρώνοντας ακριβά μετά την επισημοποίηση της δουλειάς της. (Η πόρνη,το γιο της)
    >>Επίσης διαδόθηκε ότι πιάσανε έναν κατάσκοπο.(Στο πανυγήρι)

  59. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

    Πνευματική; Μη σου πω και οινοπνευματική! 🙂

  60. ΣΠ said

    Στοιχηματίζω ότι το αυριανό άρθρο θα είναι από την σημερινή Αυγή. Περίεργο πάντως που δεν έχει το όνομα του Νικοκύρη.

  61. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>υποφέρνω
    νόμιζα πως ήταν στη ντοπιολαλιά μας μόνο. Υποφέρνω/δίχως χαμπέρι υπόφερνα κάθα μέρα/υπόφερα πολλά στην Κατοχή/δεν υποφέρνεσαι μπλιο με τς ανεκεφαλιές σου.

    Το σκανταλιάρικο χιούμορ με τον τρόπο που το διοχετεύει και ρέει σε απλές φαινομενικά φράσεις, με ενθουσιάζει:
    >>όπου υπάρχουν στρατώνες, η άμυνα δεν είναι εύκολη.
    >>Μέσα στο πηγάδι, που ήταν κάτω ακριβώς απ’ τα κλαδιά της φουντωτής κορομηλιάς (…) καθρεφτίζονταν συχνά, κι ας ήταν μεσημέρι, το φεγγάρι σε διάφορες φάσεις του. Πάντως, δεν ήταν αλήθεια αυτό που έλεγε η γειτονιά, πως δε φορούσαν τίποτε από κάτω.
    υ.γ. Για τα πανηγύρια το ΄καμα το πανηγύρι στο τέλος του 58.

  62. Μαρία said

    39
    Μόλις ανέβηκαν τα «εδώδιμα και αποικιακά» http://www.stokokkino.gr/archive.php

  63. sarant said

    60 Το κερδίζεις το στοίχημα -αλλά στην έντυπη έκδοση οι αναφορές υπάρχουν κανονικά.

  64. Μαρία said

    Κοσμία στο απολυτήριο, Νικοκύρη! Εγώ απλώς στο ενδεικτικό της Ε’ Γυμνασίου.

  65. Γιάννης Ιατρού said

    64: χαχα, κοίτα σύμπτωση!

  66. Μαρία said

    65
    Κι εσύ ομοιοπαθής; Τι έκανες, ρεμάλι;

  67. Γς said

    Γέννησε λέει στα 42 χιλιάδες πόδια, μέσα στο αεροπλάνο που πετούσε από τη Γουϊνέα στην Μπουρκίνα Φάσο. Χώρες της Δυτικής Αφρικής.

    Κι εντύπωση μου έκανε ότι αυτή η γραμμή εξυπηρετείται απ την τούρκικη αεροπορική εταιρεία με το τεράστιο δίκτυο

    Εφευγε ο Γς-τζούνιορ για Γερμανία και δίπλα από την Lufthansa ατέλειωτες οι ουρές της Turkish Airlines.

  68. Γς said

    Παρακολούθησα το βράδυ μια Συναυλία Μουσικής Δωματίου του Συλλόγου Φίλων Μουσικής Ραφήνας Ήταν στο πιάνο η Ζαφειρία Βασιλείου,στην κιθάρα ο Ανδρέας Χαλκιάς και στο φλάουτο ο Βασίλης Γερμανόπουλος

    Καταπληκτική εκδήλωση. Φοβεροί εκτελεστές. Η πιανίστρια ο φλαουτίστας κι ο κιθαρωδός.

    Που λέτε δεν είμαι και κανένας σπουδαίος βιρτουόζος του πιάνου. Και τούτο διότι οι συγκάτοικοι της πολυκατοικίας μας δεν εκτίμησαν την προσπάθειά μου να μελετώ στο πιάνο των παιδιών μου κατά τις μεταμεσονύκτιες ώρες. Μου είπαν ότι θα καταφύγουν στη δικαιοσύνη, μηνύσεις και τέτοια. Μάλιστα κατ ιδίαν με απείλησαν ότι θα μου το κάψουν. Το κλειδοκύμβαλον.
    Τέλος πάντων.

    Για το φλάουτο δεν έχω να πω τίποτα. Δεν αξιώθηκα να επεκτείνω την δεξιοτεχνία μου στα πνευστά πέραν της φυσαρμόνικας Piccolo. «Σαμιώτισα, σαμιώτισα». «Εις τον αφρό, εις τον αφρό της θάλασσας» κλπ.

    Για την κιθάρα όμως; Αρχισα εξ απαλών ονύχων και δη με μίαν ιδιοκατασκευήν: Το μονόχορδον!
    Κάποτε βέβαια απέκτησα και κιθάρα, αλλά φαίνεται ήταν αργά πλέον για να μεγαλουργήσω. Πάντως κάτι κατάφερνα.

    Και μια μέρα σε κάτι γενέθλια, βλέπω μια κιθάρα κρεμασμένη στον τοίχο.
    Την πήρα, κάθισα κι άρχισα να την γαργαλάω.
    Ρομάντζα, η Ισπανική Ρομάντζα, το κλασσικό κομμάτι, που ήξερα, μου ήρθε, τάχα μου τυχαία, στο νου και άρχισα να το εκτελώ [εν ψυχρώ].

    Ναι, σταμάτησαν και με άκουγαν.
    Το παράκανα όμως.
    Μέχρι που κάποιος μου είπε:

    -Συγνώμη νεαρέ. Άλλο κρασί ξέρεις να παίζεις;

    Ηταν η εποχή που ένα καινούργιο προϊόν, κρασί Αμαλία, διαφημιζόταν νύχτα μέρα με ένα σποτάκι επενδυμένο μ αυτό το κλασικό παραδοσιακό κομμάτι κιθάρας.

  69. spiral architect said

    Της εποχής του διηγήματος:

    Λεωφορείον ο νόστος: Βόλτα στην παλιά Αθήνα με το Scania Vabis B7157

  70. Γιάννης Ιατρού said

    Καλημέρα

    69: Spiral
    Λοιπόν, το λεωφορείο αυτό είχε από μέσα, δίπλα στον οδηγό, ένα μακρύ καπάκι της μηχανής (βλ. και πλακουτσή μούρη που έχει, δηλ. η μηχανή είναι εσωτερικά…) και δίπλα από αυτό το καπάκι ένα κάθισμα για τρείς, κατά μήκος του άξονα του λεωφορείου, έβλεπες δηλ. τον οδηγό προφίλ, από τα δεξιά του.

    Εκεί ήταν η αγαπημένη μου θέση τον χειμώνα, γιατί ζέστενα τα πόδια μου κοντά στο εν λόγω καπάκι (7-10 χρονών τότε) 🙂

    66: Μαρία
    Θα σου πω αργότερα, είναι ιστορία 🙂

  71. spiral architect said

    @70α: Όλοι (οι μεγαλύτεροι τουλάχιστον) το ξέρουν αυτό. 🙂

  72. sarant said

    64-66 Όλοι οι κόσμιοι εδώ μαζευτήκαμε;

  73. Alexis said

    Τον Ηλία Πέτρου που αναφέρει το διήγημα τον ξέρει κανείς ή τυχαίνει να είμαι ο μοναδικός που έχω διαβάσει βιβλία του μικρός;
    (Τα είχε ο πατήρ μου εις την προσωπικήν του βιβλιοθήκην!) 😆

  74. Γιάννης Ιατρού said

    72: Θα υπάρχουν κι άλλοι, κρυφοκόσμιοι 🙂

  75. Γς said

    70:

    >ζέστενα τα πόδια μου κοντά στο εν λόγω καπάκι (7-10 χρονών τότε)

    Εγώ ένιωθα ότι ζεσταινόμουν όταν πήγαινα στο μπακάλη, από τον λίγο πιο πέρα δρόμο, που είχε κάνα δυο γλόμπους φωτισμού στις κολώνες της ΔΕΗ (5-6 χρονών και με χιονίστρες απ το κρύο και την αβιταμίνωση) 1949.

  76. Γς said

    74:

    Ενας ήταν ο αιρετικός και ταραξίας.

  77. 23, 29, 34: Ναι. «Μπαρτνακοβούλωμα» ήταν (και είναι) ένας υποτιμητικός χαρακτηρισμός για μια γυναίκα (σπανιότερα και για άντρα) πολύ κοντή και χοντρούτσικη (μολονότι, το «κοντούλα και γιομάτη» χρησιμοποιείται επαινετικά σε ένα δημοτικό τραγούδι)

    34: «Τους. τοιούτους και τα καμώματά τους τι τα ήθελε; Μοιάζουν τελείως άσχετα με. την όλη πλοκή». 35: «Εντάξει, δεν είναι και από τα καλύτερα του Γ. Ιωάννου, μάλλον τό ‘ριξε λίγο στο σορολόπι»
    Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που δεν μου πολυάρεσε το όλο διήγημα: Η παρεμβολή πολλών «σκηνών» άσχετων με το κυρίως θέμα.

  78. Triant said

    Κι άλλος κόσμιος.

    Έγινε μάλιστα και η εξής πλάκα. Όταν έδινα για το ΕΜΠ, ο θείος μου στην Ελβετία με είχε γράψει (εν αγνοία μου) στο Πολυτεχνείο της Λωζάννης για την περίπτωση που δεν έμπαινα. Όπως μου διηγήθηκε αργότερα του είχαν δώσει ιδιαίτερα συγχαρητήρια για την διαγωγή μου. Είχε μεταφραστεί ως irreprochable το οποίο δεν είχαν ξαναδεί και φαντάστηκαν (λόγω βαθμών) ότι θα είναι κάτι εξαιρετικό 🙂 🙂 🙂

  79. Ριβαλντίνιο said

    @ 57 gpointofview

    Προσπαθήσατε να μας ξεφτιλίσετε, αλλά δεν τα καταφέρατε.
    Τις πεντάρες που σας έχουμε ρίξει ούτε να τις ονειρευτείτε δεν μπορείτε.
    Θα τα πούμε Μεγάλη Τετάρτη που θα παίζει η κανονική μας ομάδα !

  80. 57, 79

  81. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    77β. Μάλλον παίζει με το επώνυμο του Ιωάννου, 🙂 αλλά ποια ήταν η κυρίως πλοκή που παρεμβάλλονται άσχετα στοιχεία; Εμένα μου φάνηκαν ψηφίδες διαφόρων χρωμάτων σ΄ενιαίο -όμορφο-ψηφιδωτό.

  82. ΚΩΣΤΑΣ said

    81 – 77β

    Ναι, με το σορολόπι και το δικό μας αίμα, στο 35, κάνω λογοπαίγνια. Για μας τους Θεσσαλονικιούς ο Ιωάννου εκτός από πολύ καλός λογοτέχνης, έμμεσα, είναι και πολύ καλός ιστοριογράφος.

  83. Ριβαλντίνιο said

    @ 80 Σκύλος

    🙂 🙂

  84. sarant said

    78 Καλό!

  85. Μαρία said

    85
    Ακριβώς! Το αντίθετο της επίμεμπτης.

  86. Γιάννης Ιατρού said

    66: Μαρία,
    σου χρωστάω μια διευκρίνιση από χθες (#70, τέλος), μπήκαμε και στη κατάλληλη ζώνη, είναι μετά τις δώδεκα, άντε λοιπόν να ξεχρεώσω 🙂

    Λοιπόν, απ΄ ό,τι θυμάμαι είχε γίνει μια παρεξήγηση στο μάθημα των αρχαίων (τάχα μου εγώ σφύριζα απαντήσεις σε κάποιο αδιάβαστο εξεταζόμενο) και η καθηγήτρια (που γενικά, εκτός από πολύ καλή καθηγήτρια, ήταν δίκαιος και σχετικά υπομονετικός άνθρωπος…) με είχε πετάξει νευριασμένη έξω. Όμως άλλοι έφταιγαν σ΄ αυτήν την υπόθεση, αλλά λόγω «προτέρου βίου» και φήμης υποβολέα που είχα, αυτή κατηγόρησε εμένα. Προφανώς άδικα, γιατί εγώ και κάτι άλλοι δεν είμαστε οι υποβολείς (καθότι παίζαμε πόκα στα τελευταία θρανία όταν έγινε η φάση).

    Ε, διαμαρτυρήθηκα για την καθαρά λόγω προκαταλήψεως επιβληθείσα τιμωρία (και κυρίως γιατί ήξερα, πως συνήθως πρίν απ΄ το διάλειμα, έκοβε βόλτες ο γυμνασιάρχης…). Πάνω στην πολιτισμένη ανταλλαγή απόψεων και επιχειρημάτων, νάσου τον, πέρασε όντως ο γυμνασιάρχης από ‘κει και μου έριξε μια αποβολή με άμεση εκτέλεση (βλέπεις κι εδώ τι κάνουν οι προκαταλήψεις…). Λόγο στον λόγο (διαμαρτυρήθηκα για την αποβολή έντονα και κυρίως για τις επιπτώσεις της, λόγω του βεβαρυμμένου ιστορικού που είχα με αποβολές και άλλες εγγραφές στα κατάστιχα – κοινώς φακέλλωμα). Τελικά μας άκουσε όλο το σχολείο (αυτόν δηλαδή, που είχε γίνει έξαλλος γιατί μετά την αποβολή απομακρυνόμουν επιδεικτικά σιγά-σιγά, κατά την γνώμη του). Μάλιστα απ΄ ό,τι μου είπε μια συμμαθήτρια (που ήταν τότε σ΄ άλλο τμήμα/αίθουσα – στο κλασσικό 🙂 ) και που την ρώτησα επί τούτου σήμερα το πρωί (αν θυμάται το περιστατικό κλπ.), από το τζερτζελέ που έγινε, πολλοί βγήκαν έξω από τις αίθουσες να δουν τι τρέχει, ακόμα και η καθηγήτρια προσπαθούσε να ηρεμήσει τον γυμνασιάρχη….

    Αυτά αποτυπώθηκαν μετά καταλλήλως στο ενδεικτικό (Ε’ Γυμνασίου ή 2α Λυκείου νομίζω ότι λεγόταν πλέον). Το απολυτήριο της 6ης ήταν πάντως «καθαρό» …

  87. Μαρία said

    86
    Άρα μέτρησε το σύνολο των αποβολών σου. Οι δικές μου αποβολές ήταν ομαδικές, μια δυάρα και μια τεσσάρα και υπήρχε πρόταση να φάμε επίμεμπτη μια φίλη μου κι εγώ αλλά επικράτησαν οι πιο μετριοπαθείς 🙂

  88. sarant said

    Η επίμεμπτη είχε σοβαρές συνέπειες, όχι;

  89. Μαρία said

    88
    Η επίμεμπτη και η κακή στο απολυτήτριο είχαν όχι μόνο τις συνέπειες της κοσμίας που ανέφερες κι εσύ, αποκλεισμό απο παιδ. ακαδημίες και στρατιωτικές σχολές, αλλά απο όλες τις σχολές και τις δημόσιες υπηρεσίες. Μπορούσες όμως με αίτηση μετά απο κάποιο διάστημα να ζητήσεις βελτίωση της διαγωγής. Αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει απο το 1979, οπότε κι οι χαρακτηρισμοί απο 5 έγιναν 3. Στο σχετικό Π.Δ. αναφέρεται ρητά οτι ο χαρακτηρισμός είναι αποκλειστικά για σχολική χρήση και ως εκ τούτου δεν υπάρχει δυνατότητα τορποποίησης.

  90. Ήσουνα αλητεία από μικρή.

  91. https://imgur.com/EqYfrBf

  92. Nίμμη Σ. said

    Ἡ λέξη «τζιγιέρι» μὲ μετέφερε κάτι χρόνια πίσω: Τόσο ἡ γιαγιὰ μας ὅσο και ἡ προγιαγιὰ μας (καταγωγή ἀπό τὴν Θράκη) συνήθιζαν νὰ μᾶς χαϊδολογοῦν μὲ τὴν γλυκόλογη ἔκφραση «τζιγιέρι μου». Ἦταν κάτι σὰν τὸ «ἀγαπούλα μου» ἤ «ψυχὴ μου». Τὸ εἶχα σχεδὸν ξεχάσει..

  93. Μαρία said

    90
    Αλλά πάντα με συλλογικές αποφάσεις 🙂

  94. Γιάννης Ιατρού said

    93: Με συλλογικές, εννοείς αυτές του συλλόγου των καθηγητών, ε; 🙂

  95. Μαρία said

    94
    Όχι, ρε. Αφού είπαμε οτι οι αποβολές ήταν ομαδικές. 4 μέρες έφαγα με δυο άλλες, που εκπροσωπούσαμε το τμήμα μας σε μια διαμαρτυρία και δύο μέρες μια φίλη κι εγώ που ήμασταν οι πρώτες που δώσαμε λευκή κόλλα σε διαγώνισμα μετά απο συνεννόηση. Μετά ακολούθησαν οι υπόλοιπες που έφαγαν απο μια μέρα.

  96. Γιάννης Ιατρού said

    95: Ναι ρε Μαρία, το είχα καταλάβει, πλάκα σού ‘κανα (ωχ, προβλέπω αποβολή … 🙂 🙂 )

  97. Μαρία said

    96
    Καλά 🙂
    Η φιλενάδα μου πήγε την επόμενη χρονιά με ενδεικτικό 19 αλλά λερωμένο σε λύκειο των Χουντέικων της Αθήνας αλλά γρήγορα κατάλαβαν οτι ήταν καλό κορίτσι 🙂

Σχολιάστε