Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ο επιτάφιος του καμπούρη (πασχαλινό διήγημα του Δημήτρη Μαρτίνου)

Posted by sarant στο 2 Μαΐου, 2021


Πολλές φορές έχουμε βάλει διήγημα του Δημήτρη Μαρτίνου στο ιστολόγιο. Το αμέσως προηγούμενο ήταν χριστουγεννιάτικο, οπότε -εύλογα, θα έλεγε κανείς, το σημερινό είναι πασχαλινό. Αξίζει να το διαβάσουμε όσο περιμένουμε τον οβελία.

Όπως συνήθως, ο Δημήτρης συνοδεύει το διήγημα (που το πολυτονίζει, τι να τον κάνω; να τον μαλώσω; φίλος είναι) με λεξιλογικά και πραγματολογικά σχόλια. Εδώ ενδιαφέρον έχει η ετυμολογία του ρ. μεσαρεύω και έμμεσα του τοπωνυμίου Μεσαρά. Περισσότερα δεν λέω, ο λόγος στον συγγραφέα:

Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥΡΗ

Ὁ ἀέρας μοσχομύριζε λουλούδια, μελισσοκέρι καὶ λιβάνι. Λουλούδια ἀπὸ τὸν ἀνθοστόλιστο Ἐπιτάφιο κι ἀπὸ τὶς γλάστρες στὶς αὐλὲς καὶ στὰ πεζούλια τῶν σπιτιῶν. Μελισσοκέρι ἀπὸ τὰ διπλέρια, τὰ διπλᾶ, στριφτὰ κεριὰ ποὺ εἶχαν πλάσει μὲ κερὶ ἀπὸ τὰ ψέλια, τὶς πήλινες κυλινδρικὲς κυψέλες, οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ. Καὶ λιβάνι ἀπὸ τὶς νοικοκυρές, ποὺ ἔστεκαν στολισμένες μπρός  στὰ ὁλόφωτα σπίτια τους καὶ θυμιάτιζαν μὲ τὰ λιβανιστήρια ἢ ἔραιναν μὲ μῦρο τὴν πομπή.

Τὸ ἀνθρώπινο ποτάμι προχωροῦσε ἀργά στὰ στενά, στριφογυριστὰ δρομάκια τοῦ χωριοῦ. Κι ἔμοιαζε, γιὰ ὅσους τό ᾿βλεπαν ἀπὸ τὴν ἀπέναντι πλαγιά, σὰν ἕνα φίδι φωτεινὸ μὲ λέπια ποὺ λαμπύριζαν, ἔτσι ὅπως τρεμόπαιζαν τὰ κεριὰ στὴν πνοὴ τῆς νυχτερινῆς αὔρας.

Ὁ Γιάννης ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπὸ τὸν παπᾶ, μαζὶ μὲ τοὺς ψαλτᾶδες καὶ τὴ χορωδία τῶν κοριτσιῶν. Εἶχε καλὴ φωνὴ καὶ ἦταν καλοδεχούμενος. Τοὺς ἔλειπαν οἱ ἀντρικὲς φωνές, μιᾶς καὶ  οἱ πιὸ πολλοὶ νέοι ἤθελαν νὰ σηκώσουν τὸν Ἐπιτάφιο.  Ὄχι τόσο ἀπὸ θρησκευτικὴν εὐλάβεια, ὅσο γιὰ τὶς μπουνιές. Γιατὶ ἔτσι συνηθιζόταν. Νὰ δίνουν μπουνιὲς στὴν πλάτη αὐτῶν ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ κάτω του. Τὰ παιδιά, τὶς γυναῖκες καὶ τοὺς πιὸ μεγάλους ἴσα ποὺ τοὺς ἀκουμποῦσαν. Μεταξύ τους, ὅμως, οἱ νέοι τὶς ἔδιναν δυνατές, ἰδιαίτερα ὅταν εἶχαν ἀντιζηλίες.

Γιὰ νὰ τὸν σηκώσει ὁ Γιάννης οὔτε λόγος, ἔτσι καχεκτικὸς ποὺ ἦταν. Τὴν προηγούμενη χρονιὰ ζήτησε νὰ σηκώσει κι αὐτὸς λιγάκι, ἀλλὰ ὁ Γιώργης ὁ ψηλὸς τὸν ἀποπῆρε:

«Τί λές, ρὲ σύ; Θὲς νὰ μπατάρει ὁ Ἐπιτάφιος;»

Ἄσε ποὺ φέτος ὁ Γιώργης εἶχε τὸ γενικὸ πρόσταγμα. Εἶχε πάει στρατιώτης πρὶν ἀπὸ κάτι μῆνες καὶ τὰ κατάφερε νὰ γίνει λοκατζῆς. Καὶ ὑπῆρχε ἄγραφος νόμος νὰ σηκώνουν πρῶτοι ὅσοι ὑπηρετοῦν. Ἔνστολοι. Πρίν ἀρχίσει ἡ ἀκολουθία μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ νέοι στὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησιᾶς κι ὁ Γιώργης ἔδειχνε στὸ στῆθος του τὰ διακριτικὰ τῶν ἐκπαιδεύσεων ποὺ εἶχε περάσει, περιγράφοντας τὶς ἀντίστοιχες ταλαιπωρίες. Μετὰ κανόνισε μὲ ποιὰ σειρὰ θὰ κρατήσουν τὸν Ἐπιτάφιο:

« Πρῶτα ὁ Στρατός, μετὰ οἱ μοδίστρες  καὶ οἱ κομμώτριες καὶ τελευταῖοι οἱ πολίτες!»

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Γιώργη κι ἄλλους δυὸ φαντάρους, στὴν παρέα ἦταν τρεῖς ναῦτες κι ἕνας σμηνίτης. Σ᾿ αὐτοὺς τοὺς τέσσερις ἀναφερόταν ὅταν ἔλεγε γιὰ μοδίστρες καὶ κομμώτριες. Κανένας τους, ὅμως, δὲν τοῦ ζήτησε τὸ λόγο, ἄλλοι ἀπὸ φόβο κι ἄλλοι ἐπειδὴ σεβάστηκαν τὸν χῶρο καὶ τὴν περίσταση.

Ὁ Γιάννης δὲν τόλμησε νὰ μπεῖ – οὔτε κἂν τελευταῖος – στὴ σειρὰ μὲ τοὺς πολίτες. Μονάχα, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Γιώργης κοκορευόταν γιὰ τὰ λοκατζήδικα κατορθώματά του, εἶπε χαμηλόφωνα στὸ διπλανό του:

«Σὰν τὰ βατράχια, ὅμως, δὲν εἶναι».

Ὁ Γιώργης ἔκανε πὼς δὲν τ᾿ ἄκουσε. Ἦταν ἡ μοναδικὴ δοκιμασία ποὺ δὲν κατάφερε νὰ τὰ βγάλει πέρα κι αὐτὸ πλήγωνε τὸν ἐγωισμό του.

Ἡ πομπὴ σταματοῦσε κάθε τόσο σὲ σταυροδρόμια ἢ στὶς λιγοστές μικρὲς πλατεῖες τοῦ χωριοῦ γιὰ δεήσεις καὶ ὅσοι ἤθελαν περνοῦσαν κάτω ἀπὸ τὸν Ἐπιτάφιο. Γιὰ καλὴ τύχη καὶ ὑγεία. Καὶ μαζί μὲ τὶς εὐχὲς φίλων καὶ γνωστῶν δέχονταν καὶ τὶς ἀνάλογες μπουνιές.

Ὅταν τέλειωσε ἡ λιτανεία γύρω στὸ χωριὸ καὶ γύρισαν πίσω στὴν ἐκκλησιά, ὁ παπᾶς ἔκανε τὴν τελευταία δέηση στὴν αὐλή της. Γιὰ νὰ τὸν περάσουν καὶ οἱ τελευταῖοι. Μαζί μὲ τοὺς οἱ ψαλτᾶδες, τὴ χορωδία κι αὐτοὺς ποὺ τὸν σήκωσαν.

Ἡ μπουνιὰ τοῦ Γιώργη στὴν καμπουριασμένη πλάτη τοῦ Γιάννη τὸν ἔστειλε τρεκλίζοντας πεντέξι βήματα  πιὸ πέρα.

«Σιγά, μωρέ, δὲν εἴπαμε νὰ τὸν σκοτώσεις», τὸν μάλωσε χαμηλόφωνα ὁ ψάλτης ποὺ ἑτοιμαζόταν νὰ περάσει τελευταῖος.

«Μή φοβᾶσαι, μπαρμπα-Τάσο, δὲν ἔπαθε τίποτα. Νὰ δεῖς ποὺ θὰ ἰσιώσει καὶ ἡ καμπούρα του», ἀπάντησε ὁ Γιώργης, χαχανίζοντας μὲ τὴν κρυάδα ποὺ ξεφούρνισε.

Ὁ Γιάννης ἔφυγε χωρὶς νὰ πεῖ κουβέντα. Ὁ πόνος τοῦ ᾿χε κόψει τὴ μιλιά. Πιὸ πολὺ ὅμως τὸν πόνεσαν τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ νταῆ. Καὶ ποὺ δὲν βρέθηκε κανένας ἀπὸ τὴν παρέα τῶν νέων νὰ πάρει τὸ μέρος του.

Ἀπὸ τὸ πρωὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἡ μάνα μὲ τὶς δυὸ ἀδελφές του καταγίνονταν μὲ τὶς πίτες. Τὶς γλυκιές τυρόπιτες μὲ φρέσκο, ἀνάλατο τυρί, αὐγὰ καὶ ζάχαρη, ὅπως ἦταν τὸ ἔθιμο τοῦ νησιοῦ. Ὅταν τὶς ἔφεραν ἀπὸ τὸ φοῦρνο, γέμισε τὸ σπίτι ἀπὸ τὴ μοσχοβολιά τους. Ὁ Γιάννης ἦταν ἀκόμα στὸ κρεβάτι.

«Σήκω, τεμπέλη, νὰ φᾶς πίτες», τὸν ψευτομάλωσε τρυφερὰ ἡ μάνα του. «Ζεστὲς – ζεστές, μόλις βγήκανε ἀπὸ τὸ φοῦρνο.»

Κανονικὰ δὲν ἔπρεπε ν᾿ ἀρτυθοῦν μέχρι τὰ γίνει ἡ Ἀνάσταση, τὰ μεσάνυχτα. Ἐκτὸς ἀπὸ ἁμαρτία, καταπὼς λέγανε οἱ παπᾶδες, ἦταν καὶ ἡ κατακραυγὴ τοῦ κόσμου ποὺ θὰ τοὺς ἔλεγε σαρακοφάηδες. Ἡ μάνα του ὅμως τό ᾿χε πάρει ἀπόφαση. Τῆς τό ᾿χε πεῖ ὁ γιατρός, πρίν ἀπὸ καμιὰ δεκαριὰ χρόνια. Τότε ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ὁ Γιάννης καὶ ψηνόταν στὸν πυρετό. Ἀφοῦ τὸν ἀκροάστηκε καὶ κοίταξε τὶς ἀμυγδαλές του, τὸν ψηλάφησε στὰ πλαϊνὰ τοῦ λαιμοῦ.

«Τὸ παιδὶ ἔχει ἀδενοπάθεια καὶ εἶναι ἐξαντλημένο. Πρέπει νὰ προσέχετε τὴ διατροφή του. Ὁ κίνδυνος εἶναι μεγάλος γιὰ τὰ χειρότερα», εἶπε στὴ μάνα ποὺ τὸν ἄκουγε μὲ ἀγωνία.

«Ὅσο ἔχει πυρετό, νὰ τοῦ δίνεις γάλα», συνέχισε ὁ γιατρὸς «καὶ μόλις πέσει ὁ πυρετὸς, σφάξε ἕνα κοτόπουλο καὶ φτιάξε του κοτόσουπα.»

«Μὰ ἔχουμε Σαρακοστή, γιατρέ μου· εἶναι ἁμαρτία», ψέλλισε ἡ μάνα.

«Ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία εἶναι ν᾿ ἀφήσουμε τὸ παιδὶ νὰ πεθάνει», ἀπάντησε ὁ γιατρός.

Ἀπὸ τότε φρόντιζε νὰ τὸν ταΐζει ὅσο πιὸ καλὰ μποροῦσε κι ὅσο ἄντεχε τὸ φτωχικὸ νοικοκυριό τους. Μόνο ποὺ στὶς νηστεῖες τοῦ τὰ ᾿δινε κρυφά.

Ὁ Γιάννης δὲν σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Βρῆκε ἀφορμὴ τὸν πυρετὸ ποὺ εἶχε ἀνεβάσει – πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴ στενοχώρια του – γιὰ νὰ μήν πάει τὸ βράδυ στὴν Ἀνάσταση.

Οὔτε στὸ πανηγύρι τ᾿ ἁϊ-Γιωργιοῦ, ὅπου γινόταν γλέντι τρικούβερτο, πῆγε τὴ Δευτέρα τοῦ Πάσχα. Ἤξερε πὼς θὰ ᾿βλεπε τὸ Γιώργη νὰ σουλατσάρει κορδωμένος μὲ τὴ στολὴ καὶ τὰ λιλιὰ στὸ στῆθος. Κι αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ τ᾿ ἀντέξει.

Ἡ μάνα του κόντευε νὰ σκάσει ἀπὸ τὴ στενοχώρια της. Μὲ τὸ ἔνστικτό της καταλάβαινε ὅτι δὲν ἦταν κρύωμα, ὅπως νόμισε στὴν ἀρχή, ἀλλὰ κάτι πιὸ βαθὺ μέσα του· κάτι ποὺ βασάνιζε τὴν ψυχή του.

«Σήκω, γιοκαράκι μου», τὸν παρακάλεσε, «νὰ πᾶς μὲ τσ᾿ ἀδερφᾶδες σου στὰ γλέντια. Ἄκου! Ὅξω χαλᾶ ὁ κόσμος!»

«Δὲν μπορῶ, μάνα. Ἂς πᾶνε μοναχές τωνε», μουρμούρισε καὶ γύρισε πλευρό.

Μόλις πέρασαν οἱ γιορτινὲς μέρες ὁ Γιάννης σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι κι ἄρχισε πάλι νὰ βοηθᾶ τὸν πατέρα του στὶς ἀγροτικὲς δουλειές. Τοῦ ᾿κανε καλό, στὴν ψυχή περισσότερο, νὰ φεύγει ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ νὰ βγαίνει στὴ φύση ποὺ ἦταν στὰ καλύτερά της. Ξυπνοῦσε ἀξημέρωτα καὶ περίμενε νὰ φέξει γιὰ νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ πάει γιὰ τὰ ζωντανά. Ἧταν πάνω-καιριὰ  κι ἔπρεπε νὰ περπατήσει δυὸ ὧρες μέχρι νὰ φτάσει στὸ χωράφι ποὺ τά ᾿χαν.

Ἔτσι γινόταν πάντα. Τὰ χωράφια τά ᾿σπερναν χρονιὰ παρὰ χρονιά· γιὰ νὰ ξεκουράζεται ἡ γῆ. Τὴ μιὰ χρονιά, στὴ πάνω-καιριά, ἔσπερναν αὐτὰ ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ χωριὸ καὶ πήγαιναν τὰ ζωντανὰ στὴ Κατωμεριά, στὸ νότιο μέρος τοῦ νησιοῦ. Στὴ κάτω-καιριὰ γινόταν τὸ ἀνάποδο. Ἔτσι ἀπόφευγαν τὶς ἀγροζημιές, ἂν κάποιο κατάφερνε νὰ περάσει πάνω ἀπὸ τοὺς τοίχους τῆς ξερολιθιᾶς ποὺ χώριζαν τὰ χωράφια, μιᾶς καὶ τὰ διπλανὰ δὲν ἦταν σπαρμένα. Οὔτε χρειάζονταν φύλαξη ὁλόκληρο τὸ εἰκοσιτετράωρο, ἔτσι ποὺ ἦταν περιορισμένα. Μονάχα ποὺ ἔπρεπε νὰ πηγαίνει κάποιος καθημερινὰ γιὰ νὰ τὰ μασαρέψει. Γιὰ τὴν καθημερινή τους φροντίδα δηλαδή· πότισμα, τάισμα, ἄρμεγμα, τυροκόμιση, φροντίδα γιὰ τὰ μικρά, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τῆς κάθε ἐποχῆς τοῦ χρόνου.

Τοῦ ἄρεσε αὐτὴ ἡ ἐποχή. Γιὰ λίγες βδομάδες τὸ τοπίο τοῦ νησιοῦ ἄλλαζε ὄψη. Τὰ στάχυα – στὰ σπαρμένα – κυμάτιζαν σὰν πράσινη θάλασσα σὲ κάθε φύσημα τ᾿ ἀέρα. Πιὸ κάτω – στὰ χέρσα – τὰ φρύγανα, τὰ θυμάρια, οἱ ἀσκοιβές, τὰ ᾿χινοπόδια, ὅλοι αὐτοὶ οἱ θάμνοι ποὺ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο πρόβαλαν ἀπειλητικὰ τ᾿ ἀγκάθια τους, συναγωνίζονταν σὲ ὀμορφιά, χρώματα κι ἀρώματα. Γιὰ νὰ τραβήξουν τὶς μέλισσες στὰ λουλούδια τους. Καὶ στὶς ἄκρες τοῦ δρόμου τὰ κίτρινα ἀπὸ τὰ σπαρθόπουλα παράβγαιναν μὲ τὰ κόκκινα ἀπὸ τὶς παπαροῦνες.

Σιγὰ-σιγά, ὅσο ζέσταινε ὁ καιρός, τὸ τοπίο ἄρχισε ν᾿ ἀλλάζει. Τὰ στάχυα ἄρχισαν νὰ κιτρινίζουν καὶ σὲ καναδυὸ βδομάδες ξεκίνησε τὸ θέρος. Γενικὴ ἐπιστράτευση. Ὅλοι μικροὶ-μεγάλοι στὰ χωράφια. Οἱ γυναῖκες μὲ τὶς κουκοῦλες στὸ κεφάλι καὶ τὰ χερότια στὰ χέρια, γιὰ νὰ μὴν τὶς κάψει ὁ ἥλιος  καὶ οἱ ἄντρες μὲ πλατύγυρα ψάθινα καπέλα.

Μόλις τέλειωσαν οἱ βαρειές δουλειές, τὸ θέρος, τ᾿ ἁλώνισμα, τὸ λίχνισμα καὶ μάζεψαν τὴ σοδειά, ὁ Γιάννης μίλησε στοὺς γονεῖς του:

«Τώρα ποὺ ᾿ποσοδιαστήκαμε, λέω νὰ πάω στὴν Ἀθήνα νὰ δουλέψω.»

«Ποῦ θὰ πᾶς, γιοκαράκι μου; Τὰ καμίνια εἶναι πολὺ βαριὰ δουλειά», τὸν ἔκοψε ἡ μάνα του.

«Δὲ θὰ πάω ἐργάτης στὰ καμίνια. Θὰ μάθω τέχνη», ἀπάντησε ὁ Γιάννης καὶ συνέχισε:

«Τὴ Μεγάλη Παρασκευή, πρίν ἀπὸ τὸν Ἐπιτάφιο, μίλησα μὲ τὸν μπαρμπα-Νικολό, τὸν ξάδερφο τοῦ πατέρα, ποὺ ἔχει μαραγκούδικο στὴν Ἀθήνα. Ἔχουν ἀνοίξει οἱ δουλειές του καὶ θέλει χέρια. Παιδιὰ δικά μας· γιὰ νά ᾿χει ἐμπιστοσύνη. Ἔτσι μοῦ ᾿πε. Κι ἀπὸ ὕπνο τζάμπα. Θὰ κοιμᾶμαι στὸ μαγαζί.»

Ἔτσι βρέθηκε μαθητευόμενος στὸ μαραγκούδικο τοῦ Νικολοῦ, μαζὶ μὲ ἄλλους νέους ἀπὸ τὸ χωριό. Ὅλοι εἶχαν πάει τὰ προηγούμενα χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ ἄνοιξαν οἱ δουλειὲς μὲ τὶς πολυκατοικίες. Ὁ Νικολὸς τοὺς προτιμοῦσε, ἐπειδὴ τοὺς κουμαντάριζε πιὸ εὔκολα. Στὴν ἀρχή, μέχρι νὰ μάθουν, τοὺς ἔδινε λίγα· ἴσα-ἴσα τοὺς ἔφταναν γιὰ φαΐ καὶ κανένα ροῦχο. Τοὺς ἄφηνε νὰ κοιμοῦνται στὸ μαγαζί. Τοῦ τὸ φύλαγαν κιόλας καὶ εἶχε ἥσυχο τὸ κεφάλι του. Κι ἐπειδὴ δὲν εἶχαν σπίτι γιὰ νὰ πᾶνε, δούλευαν μαζί του μέχρι νὰ φύγει ὁ ἴδιος. Καὶ γιὰ ὑπερωρίες οὔτε λόγος. Μονάχα, ὅποτε εἶχαν πολλὴ δουλειά κι ἔπρεπε νὰ μείνουν μέχρι πολὺ ἀργά, κανόνιζε νὰ φέρει φαΐ γιὰ ὅλους ἡ γυναίκα του. Μόλις μάθαιναν τὴ δουλειὰ κι ἄρχιζαν νὰ παίρνουν καλύτερο μεροκάματο -τοὺς τό ᾿δινε γιὰ νὰ μήν τοῦ φύγουν- νοίκιαζαν δωμάτιο ἔξω, κι ἔμεναν νὰ φυλᾶνε τὸ μαγαζὶ οἱ καινούργιοι.

Ὁ Γιάννης ἔμεινε κι αὐτὸς στὸ μαγαζὶ παρέα μὲ τὸν Κώστα, ἕνα ἥσυχο, λιγομίλητο παιδὶ ποὺ εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὸ χωριὸ τὴν προηγούμενη χρονιά. Εἶχε περάσει τὸ στάδιο τοῦ μαθητευόμενου καὶ εἶχε πάρει αὔξηση, ἀλλὰ δὲν νοίκιασε δωμάτιο· μάζευε λεφτὰ γιὰ τὸ στρατιωτικό του, τὴν ἑπόμενη χρονιά.

Ὁ Κώστας τοῦ ᾿δειξε ὅλα τὰ κατατόπια. Τοῦ μαγαζιοῦ πρῶτα. Σὲ μιὰ γωνιὰ στὸ πίσω μέρος τοῦ μαγαζιοῦ ἦταν δυὸ μικρὰ δωμάτια χτισμένα μὲ τσιμεντόλιθους· τὸ ἀποχωρητήριο καὶ τὸ κουζινάκι μ᾿ ἕνα πετρογκάζ γιὰ τὸν καφέ. Ἐκεῖ μαγείρευαν καμιὰ φορὰ ἢ ζέσταιναν νερὸ γιὰ νὰ πλυθοῦν ὅσοι ἔμεναν στὸ μαγαζί· αὐτοὶ πλήρωναν καὶ τὴν μπουκάλα.

Μετὰ τοῦ ᾿μαθε τὰ κατατόπια τῆς γειτονιᾶς. Πρῶτα τὰ σχετικὰ μὲ τὸ φαΐ· τὸ φοῦρνο, τὸ μπακάλικο, τὸ μαγειρεῖο. Στὴν ἀρχὴ τὴν ἔβγαζε μὲ ξηρὰ τροφή, καλοκαιρινή. Ψωμί, τυρί, ντομάτα, ἐλιές. Ποῦ καὶ ποῦ λίγο σαλάμι, καμιὰ κονσέρβα μὲ σαρδέλες ἢ κανένα ζαμπονάκι. Μόλις μάζεψε λίγα λεφτά ἄρχισε νὰ πηγαίνει στὸ μαγειρεῖο γιὰ φαΐ μαγειρευτό· λαδερά, ὄσπρια, μακαρόνια μὲ σάλτσα καὶ σπάνια κανένα κρεατικό.

Μετὰ τοῦ ᾿μαθε τὴ στάση τοῦ λεωφορείου καὶ πῶς νὰ κατεβαίνει στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας. Τὸν πῆρε μαζί του ἕνα Σάββατο βράδυ καὶ πῆγαν στὴν Ὁμόνοια. Ὁ Γιάννης κοίταζε σὰν μαγεμένος τὰ σιντριβάνια, τὶς πολύχρωμες φωτεινὲς ἐπιγραφὲς ποὺ ἀναβόσβηναν στὰ γύρω κτήρια καὶ τὶς φωτισμένες βιτρίνες. Ἔφαγαν σουβλάκι μὲ πίτα -ὁ Γιάννης γιὰ πρώτη φορὰ- καὶ γύρισαν στὸ μαραγκούδικο λίγο πρίν τὰ μεσάνυχτα.

Τὸ ἑπόμενο Σάββατο πῆγαν στὸν κινηματογράφο. Ὁ Γιάννης εἶχε ξαναδεῖ στὸ χωριὸ ἀπὸ κάποιους πλανόδιους, ποὺ ἅπλωναν ἕνα σεντόνι κι ἔδειχναν κάτι βουβές, ἀσπρόμαυρες ταινίες. Ὅμως, αὐτὴ ποὺ ἔβλεπε τώρα ἦταν χρωματιστὴ καὶ μιλοῦσε. Καὶ τί κορμί, τί μπράτσα τὸ παληκάρι! Καὶ πῶς σήκωνε σὰν πούπουλα κάτι βράχους θεόρατους! Σκότωσε καὶ τοὺς κακούς, πῆρε καὶ τὴν πεντάμορφη στὸ τέλος.

Τοῦ Κώστα τοῦ ἄρεσαν αὐτὰ τὰ ἔργα καὶ γυμναζόταν μόνος του· γιὰ νὰ μοιάσει στοὺς πρωταγωνιστές. Μάλιστα εἶχε στήσει στὴν πίσω αὐλὴ δυό παλιὰ καδρόνια -ὄρθια μ᾿ ἕναν σωλήνα ἀπὸ πάνω τους- κι ἔκανε μονόζυγο, ὅπως εἶχε δεῖ στὸν κινηματογράφο. Εἶχε φτιάξει καὶ βάρη, γεμίζοντας μὲ μπετὸν δυὸ ἄδεια δοχεῖα ἀπὸ βούτυρο κι ἑνώνοντάς τα μὲ σωλήνα.

Ὁ Γιάννης δὲν ἄργησε ν᾿ ἀκολουθήσει. Ὅποτε εἶχαν ἐλεύθερο χρόνο πήγαινε κι αὐτὸς στὴν πίσω αὐλὴ καὶ προσπαθοῦσε νὰ κάνει ὅ,τι ἔκανε ὁ Κώστας. Στὴν ἀρχὴ δὲν μποροῦσε νὰ σηκώσει τὰ βάρη καὶ σήκωνε ὅ,τι εἶχαν στὸ μαραγκούδικο, βαριὰ ἐργαλεῖα, τάβλες, καδρόνια. Μετὰ τό ᾿κανε καὶ τὴν ὥρα τῆς δουλειᾶς. Τὸ εἶχαν μάθει καὶ οἱ ὑπόλοιποι καὶ τοῦ ζητοῦσαν νὰ τοὺς φέρνει ξύλα ἢ ἐργαλεῖα, πρᾶγμα ποὺ ἔκανε μὲ μεγάλο ζῆλο.

Ἕνα Σάββατο δὲν πῆγαν στὸν κινηματογράφο.

«Αὔριο θὰ πᾶμε νὰ δοῦμε νὰ παλεύουνε στ᾿ ἀλήθεια, ὄχι στὸ πανί», τοῦ ᾿πε ὁ Κώστας.

Ἧταν καλοκαῖρι κι ὁ κόσμος πήγαινε στὰ γήπεδα, ὄχι γιὰ μπάλα, ἀφοῦ εἶχε τελειώσει τὸ πρωτάθλημα, ἀλλὰ γι᾿ ἀγῶνες πάλης. Κάτς, ὅπως τὴν ἔλεγαν τότε. Πρῶτα πάλευαν τὰ δευτερότριτα ὀνόματα καὶ στὸ τέλος κάποιος ἀπὸ τὰ μεγάλα ὀνόματα τῆς ἐποχῆς πάλευε μ᾿ ἕναν ξένο, συνήθως μασκοφόρο.

Ἦταν πιὸ πολὺ θέαμα καὶ λιγότερο πάλη κανονική, ἂν καὶ πότε πότε ξέφευγε καὶ καμιὰ ξώφαλτση. Τὶς πιὸ πολλές, πάντως, τὶς ἔτρωγε τὸ κανναβάτσο στὴν ἀντίθετη μεριὰ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ κάθονταν οἱ θεατές. Ὁ κόσμος παθιαζόταν, φώναζε ἢ γιουχάιζε, ὅταν παραχόντραινε τὸ παραμύθι. Κάποια στιγμὴ ὁ «δικὸς μας» εἶχε καθηλώσει τὸν μασκοφὸρο μὲ μιὰ γερὴ λαβή. Ενῶ ἦταν ἕτοιμος γιὰ τὸ τελειωτικὸ χτύπημα, ἄρχισε νὰ κοιτάζει γύρω θριαμβευτικά, μὲ κίνδυνο νὰ τοῦ ξεφύγει ὁ «κακός». Ὁ Γιάννης εἶχε ταυτιστεῖ. Ἔβλεπε τὸ Γιώργη τὸ λοκατζῆ στὴ θέση τοῦ «κακοῦ» καὶ τὸν ἑαυτό του στὴ θέση τοῦ «δικοῦ μας».

«Βάρ᾿ του, μωρέ· βάρ᾿ του!» φώναξε μὲ ὅλη τὴ δύναμή του.

Ἡ κραυγή του ἔπιασε τὸν παλμὸ τοῦ κόσμου κι ἄρχισαν ὅλοι μαζὶ νὰ φωνάζουν ρυθμικά:

«Βάρ᾿ του, βάρ᾿ του!»

Μαζί τους στὸ γήπεδο ἦταν ἀρκετοὶ συγχωριανοὶ καὶ γρήγορα τὸ περιστατικὸ διαδόθηκε. Τοῦ βγάλανε νέο παρατσοῦκλι· ὁ Γιάννης ὁ Βάρτου. Δὲν τὸν πείραξε καθόλου ὅταν τό ᾿μαθε. Τοῦ ἄρεσε κιόλας, γιατὶ ἔτσι μπορεῖ νά ᾿ξεχνιόταν  τὸ ἄλλο, ὁ καμπούρης, ποὺ τὸν πλήγωνε τόσα χρόνια.

Οἱ μῆνες περνοῦσαν κι ὁ Γιάννης μέρα μὲ τὴ μέρα δυνάμωνε. Τὰ μπράτσα του εἶχαν ἀρχίσει νὰ φουσκώνουν ἀπὸ τὴ δουλειὰ καὶ τὴ γυμναστικὴ καὶ ἡ καμπούρα φαινόταν νὰ λιγοστεύει. Θὲς ποὺ φούσκωνε τὸ στῆθος του μὲ τὴν ἄσκηση, θὲς ποὺ ἴσιωνε ἡ πλάτη μὲ τὸ κρέμασμα στὸ μονόζυγο, θές ποὺ δὲν ἔστεκε πιὰ σκυφτὸς καὶ ζαρωμένος ἀπὸ ντροπὴ καὶ φόβο, ὅπως παλιά. Κι αὐτὸ φαινόταν στὸ πρόσωπό του. Τοῦ ᾿χε φύγει τὸ σφίξιμο καὶ ἡ χλωμάδα, κοκκίνησαν καὶ γέμισαν τὰ ρουφηγμένα μάγουλά του καὶ εἶχε πάρει μιὰν ὄψη χαρωπή.

Καὶ στὴ δουλειὰ τὰ πήγαινε μιὰ χαρά. Ἔκοβε τὸ μυαλό του, ἔπιαναν τὰ χέρια του καὶ μέσα σ᾿ ἕξι μῆνες εἶχε μάθει πιὸ πολλὰ ἀπ᾿ ὅσα μάθαιναν οἱ ἄλλοι σὲ δυὸ χρόνια. Ὁ Νικολὸς τοῦ ᾿δωσε αὔξηση, ἀλλὰ κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Τάχα γιὰ νὰ  μὴ λένε πὼς τοῦ κάνει χατήρια, ἐπειδὴ εἶναι συγγενεῖς. Ὁ Γιάννης τὸν εὐχαρίστησε, ἂν καὶ ἤξερε πὼς δὲν τοῦ ᾿λεγε τὴν ἀλήθεια. Ἁφοῦ μὲ ὅλους εἶχε κάποια συγγένεια τ᾿ ἀφεντικό· ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ πατέρα του, τῆς μάνας του, ἀπὸ κουμπαριά, ἢ ἀπὸ συμπεθεριό. Ὅμως, αὐτὴ ἦταν ἡ τακτική του.

Τὸ Πάσχα ὁ Γιάννης δὲν πῆγε στὸ χωριό, ὅπως ἔκαναν οἱ περισσότεροι. Ζήτησε ἀπὸ τ᾿ ἀφεντικὸ νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει -γιὰ δυὸ βδομάδες- ἀργότερα, στὸ θέρος.

Ὅταν ἔφτασε στὸ χωριό, κόντεψαν νὰ μὴν τὸν γνωρίσουν. Ἡ μάνα του τὸν σταύρωνε καὶ τὸν ἔφτυνε κρυφά, ἀπὸ πίσω του, γιὰ νὰ μήν τὸν πιάσει τὸ κακὸ μάτι, ἐνῶ οἱ ἀδελφές του τὸν καμάρωναν κι περίμεναν πότε θὰ ξανάρθει γιὰ νὰ τὶς χορέψει στὰ βιολιά, μιᾶς καὶ εἶχαν σταματήσει τὰ  γλέντια μὲ τὸ θέρος.

Οὔτε καὶ τὸ ἑπόμενο Πάσχα πῆγε στὸ χωριό. Τὸν Ἀπρίλη τὸν κάλεσαν στὸ Ναυτικό κι ἔκανε Πάσχα στὸ στρατόπεδο τοῦ Κανελλόπουλου. Ἐκεῖ βρῆκε τὸν Κώστα, ποὺ εἶχε παρουσιαστεῖ πρὶν ἀπὸ ἕνα χρόνο καὶ τὸν εἶχαν κρατήσει στὸ συνεργεῖο τοῦ στρατοπέδου. Ἦταν καλὸ παιδί, πρόθυμο κι ἔκανε ὅ,τι μαραγκοδουλειὰ τοῦ ζητοῦσαν στὸ στρατόπεδο, ἀλλὰ πιὸ πολὺ ἔξω, στὰ σπίτια τῶν μονιμάδων. Ἔτσι ἔβγαινε ἐξόδου σχεδὸν κάθε μέρα κι  ἔπαιρνε ταχτικὰ ἄδειες γιὰ μεροκάματα στὸ μαραγκούδικο τοῦ Νικολοῦ.

Ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα πῆρε τὸ Γιάννη μαζί του στὸ συνεργεῖο κι ἔτσι τὸν γλύτωσε ἀπὸ τὶς καθημερινὲς ἀτελείωτες παρελάσεις -δοκιμὲς γιὰ τὴν παρέλαση τῆς ὀρκωμοσίας- καὶ τὶς ἀνούσιες ἀγγαρεῖες γιὰ νὰ τοὺς κρατοῦν ἀπασχολημένους.

«Μὴ σὲ νοιάζει», τοῦ ᾿πε ὁ Κώστας, «θὰ πῶ στὸ θεῖο  νὰ σὲ κρατήσει κι ἐσένα ἐδῶ.» Θεῖος στὴν γλώσσα τοῦ Ναυτικοῦ ἦταν τὸ μέσον. Στὴν περίπτωση τοῦ Κώστα ἕνας κατώτερος ἀξιωματικὸς ποὺ εἶχε ξεκινήσει ἀπὸ ὑπαξιωματικός· αὐτοὺς ποὺ τοὺς λέγανε πιλάφια. Ἔχτιζε σπίτι κι ὁ Κώστας τοῦ ᾿φτιαχνε τὰ κουφώματα καὶ τὰ ντουλάπια.

Ὁ Γιάννης, ὅμως, εἶχε ἄλλα σχέδια. Δήλωσε ἐθελοντὴς γιὰ τὶς Ὁμάδες Ὑποβρυχίων Καταστροφῶν, τὰ βατράχια.

«Τρελάθηκες, μωρέ; Θὰ φτύσεις αἷμα ἐκεῖ μέσα», τὸν ἀποπῆρε ὁ Κώστας, χωρὶς νὰ καταφέρει νὰ τοῦ ἀλλάξει γνώμη.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς τὸ ἑπόμενο ἑξάμηνο ὁ Γιάννης θυμήθηκε πολλὲς φορὲς τὰ λόγια τοῦ φίλου του. Οἱ κακουχίες ἀπερίγραπτες. Κάθε μέρα ὄργωναν -τρέχοντας ἀτέλειωτα χιλιόμετρα- τὰ βουνὰ τοῦ Σκαραμαγκᾶ. Τοὺς σήκωναν μέσα στὴ μαύρη νύχτα κι ἔπεφταν στὴν παγωμένη θάλασσα. Τοὺς ἔκαναν τὶς πιὸ σκληρές δοκιμασίες. Οἱ πιὸ πολλοὶ δὲν ἄντεχαν καὶ σταματοῦσαν. Στὸ τέλος τοῦ ἑξαμήνου -ἀπὸ καμιὰ διακοσαριὰ ποὺ ξεκίνησαν- εἶχαν μείνει δεκαπέντε γιὰ τὴ διαβολοβδομάδα, τὴν τελικὴ δοκιμασία.

Ὁ Γιάννης ἄντεξε, ἂν καὶ πολλὲς φορὲς ἔφτασε στὰ ὅριά του. Ὁμως, κάθε φορὰ ποὺ τὸ σῶμα του ἀρνιόταν νὰ συνεχίσει, κάτι μέσα του τὸν ἔσπρωχνε ἕνα βῆμα πιὸ μπροστὰ στὸ τρέξιμο, μιὰ χεριὰ ἀκόμα στὸ κολύμπι, ἕνα κόμπο παραπάνω στὸ σκαρφάλωμα τοῦ σκοινιοῦ. Στὸ τὲλος τὰ κατάφερε, μαζὶ μὲ ἄλλους ἕξι. Οἱ ὑπόλοιποι ὀχτὼ κόπηκαν στὴ διαβολοβδομάδα.

Στὰ βατράχια ὁ Γιάννης διακρίθηκε. Σὲ ὅλες τὶς ἀσκήσεις ἦταν ἀπὸ τοὺς καλύτερους. Εἶχε κοφτερὸ μυαλό, ψυχραιμία κι ἔπαιρνε γρήγορα τὶς σωστὲς ἀποφάσεις. Μὲ τὴν ἔντονη ἄσκηση εἶχε δυναμώσει τὸ σῶμα του, ἀλλὰ πιὸ πολὺ τὸν βοηθοῦσε ἡ ταχύτητα, ἡ εὐκινησία του καί, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς του.

Ἐκεῖ ἦρθε σ᾿ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἰαπωνικὴ πάλη. Ὁ ἐκπαιδευτὴς εἶχε ἀσχοληθεῖ συστηματικὰ μὲ τὸ τζοῦντο καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὶς τεχνικὲς τῆς αὐτοάμυνας προσπάθησε νὰ τοὺς μυήσει καὶ στὴ φιλοσοφία του: πῶς νὰ χρησιμοποιοῦν τὴ δύναμη τοῦ ἀντιπάλου γιὰ νὰ τὸν νικήσουν. Καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τοὺς δίδαξε αὐτοπειθαρχία καὶ σεβασμό.

Πέρασε ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἐκπαιδεύσεις τῶν εἰδικῶν δυνάμεων σὲ στεριά, ἀέρα καὶ θάλασσα καὶ πῆρε ὅλα τὰ σχετικὰ διακριτικά. Εἶχε ὅσα καὶ ὁ Γιώργης κι ἀκόμα ἕνα παραπάνω, αὐτὸ τοῦ βατραχάνθρωπου.

Στὸ νησί ἄργησε νὰ πάει. Ὅποτε ἔπαιρνε ἄδεια πήγαινε γιὰ μεροκάματο στὸ μαραγκούδικο τοῦ Νικολοῦ, ποὺ τό ᾿χε κάνει σπίτι του. Εἶχε φτιάξει ἕνα ντουλάπι γιὰ τὰ λιγοστὰ πράγματά του κι ἕναν πάγκο γιὰ νὰ κοιμᾶται, ὅποτε εἶχε ἐξόδου.

Τὸ ἑπόμενο Πάσχα πῆρε ἄδεια δεκαήμερη γιὰ τὸ χωριό. Πρίν φύγει ἔκανε τὰ ψώνια του ἀπὸ τὴν κεντρικὴ ἀγορὰ καὶ πῆρε γιὰ ὅλους κάτι. Ὑφάσματα γιὰ νὰ ράψουνε φουστάνια ἡ μάνα καὶ οἱ ἀδελφές του, πουκάμισο γιὰ τὸν πατέρα του καὶ μπόλικα φαγώσιμα, ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ ἦταν δυσεύρετα στὸ νησί. Πῆρε μιὰ χαρτονένια κούτα καί, γιὰ νὰ μήν ξεπατωθεῖ ἀπὸ τὸ βάρος, βρῆκε ἕνα κομμάτι κοντραπλακὲ στὰ ρετάλια τοῦ μαραγκούδικου, τό ᾿κοψε στὸ σωστὸ μέγεθος, τό ᾿τριψε γύρω-γύρω μὲ γιαλόχαρτο γιὰ νὰ μὴν γδέρνει καὶ τό ᾿βαλε στὸν πάτο τῆς κούτας. Ἔβαλε μέσα τὰ ψώνια καὶ τὴν ἔδεσε σταυρωτὰ μὲ σκοινί.

Στὸ βαπόρι μέσα ἔβγαλε τὰ ναυτικὰ κι ἔβαλε πολιτικά. Δὲν τοῦ ἄρεσε νὰ μοστράρει τὰ λιλιά του, ὅπως ὁ Γιώργης. Στὸ χωριὸ ὅμως ὅλοι ἤξεραν γιὰ τὰ κατορθώματά του. Τοὺς τά ᾿χε πεῖ ὁ Κώστας -ἔπαιρνε ἄδειες ταχτικὰ γιὰ τὸ νησὶ ἀπὸ τὸ «θεῖο»- μὲ κάθε λεπτομέρεια. Στὸ καφενεῖο, ὅλοι τὸν ρωτοῦσαν σχετικὰ κι ὁ Γιώργης εἶχε λυσσάξει ἀπὸ τὴ ζήλια.

Πιὸ πολὺ τὸν πείραζε ποὺ ὁ Γιάννης θά σήκωνε πρῶτος τὸν Ἐπιτάφιο, ἐνῶ ἐκεῖνος θὰ σήκωνε μὲ τοὺς τελευταίους. Εἶχε ἀπολυθεῖ πρὶν ἀπὸ κάτι μῆνες καί, σύμφωνα μὲ τὸ ἔθιμο, θὰ ἦταν στὸ τέλος τῆς σειρᾶς· μὲ τοὺς πολίτες.

Τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ τὸ βράδυ ὁ Γιάννης ἔφτασε ἀργὰ στὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησιᾶς. Οἱ ὑπόλοιποι στρατευμένοι, ντυμένοι μὲ τὶς στολές τους, τὸν περίμεναν γιὰ νὰ κανονίσει αὐτὸς τὴ σειρά. Μὲ αὐτὰ ποὺ εἶχε καταφέρει, ὅλοι τοῦ ἀναγνώριζαν τὰ πρωτεῖα. Γι᾿ αὐτὸ ἔμειναν μ᾿ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα ὅταν τὸν εἶδαν νά ᾿ρχεται μὲ πολιτικά.

«Θὰ πάω στὴν παλιά μου θέση, στὴ χορωδία», τοὺς εἶπε. «Εἶναι βραχνιασμένος ὁ μπαρμπα-Τάσος, ὁ ψάλτης, κι ὁ παπᾶς μὲ παρακάλεσε νὰ βοηθήσω.»

Ὁ Γιώργης, ἀντὶ νὰ τὸ χαρεῖ, σκύλιασε ἀπὸ τὸ κακό του. Δὲν εἶπε τίποτα, ἀλλὰ μέσα του ἔβραζε. Ὅμως ἤξερε πὼς τώρα πιὰ δὲν τὸν ἔπαιρνε νὰ τὰ βάλει μὲ τὸ Γιάννη, ἰδιαίτερα μετὰ ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ εἶχε ἀκούσει γιὰ τὰ κατoρθώματά του.

Ἡ λιτανεία ἔγινε ὅπως κάθε χρόνο. Μὲ τὶς ἴδιες μυρωδιές, τὰ ἴδια θυμιατίσματα, τὶς ἴδιες ψαλμωδίες καὶ μὲ τὶς πατροπαράδοτες μπουνιές.

Ὅταν γύρισαν στὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησιᾶς στὸ τέλος τῆς λιτανείας, ὁ Γιάννης πέρασε τὸν Ἐπιτάφιο ἀπὸ τοὺς τελευταίους.

Ἡ μπουνιὰ τοῦ Γιώργη ἔπεσε σὰν κεραυνὸς στὴν πλάτη του, ὅμως, ἀντὶ ν᾿ ἀκουστεῖ ὁ συνηθισμένος ὑπόκωφος γδοῦπος, ἀκούστηκε ἕνας ξερὸς κρότος καὶ ταυτόχρονα μιὰ κραυγή πόνου ἀπὸ τὸ Γιώργη. Ἀμέσως μετὰ ἄρχισε νὰ φυσᾶ τὴ γροθιὰ τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ ποὺ εἶχε ματώσει στὶς ἀρθρώσεις.

Ὁ Γιάννης -ἀτάραχος- ἄνοιξε τὸ φερμουὰρ τοῦ μπουφάν του, χαλάρωσε μιὰν ὑφασμάτινη γυναικεῖα ζώνη, ζωσμένη κάτω ἀπὸ τὸ στήθος του κι ἔβγαλε ἀπὸ τὴν πλάτη του ἕνα κομμάτι κονταπλακέ.  Ἧταν τὸ κοντραπλακὲ ποὺ εἶχε βάλει στὴν κούτα του γιὰ νὰ μήν ξεπατωθεῖ. Καὶ γυρίζοντας στὸ Γιώργη:

«Αὐτὸ ἦταν γιὰ νὰ μάθεις πὼς δὲν ἰσιώνουν οἱ καμποῦρες μὲ μπουνιές.

Μονάχα μὲ μυαλὸ καὶ μὲ ψυχή.»

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τὰ πρόσωπα καὶ τὰ γεγονότα εἶναι δημιουργήματα  φαντασίας. Στὴν ἀφήγηση ἔχουν ἐνταχθεῖ κάποια δευτερεύοντα περιστατικά, τὰ ὁποῖα ἔγιναν κάτω ἀπὸ τελείως διαφορετικὲς συνθῆκες ὰπὸ αὐτές ποὺ περιγράφονται στὴ μυθοπλασία.

ΛΙΓΑ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ: Προσπάθησα ν᾿ ἀποφύγω τὶς παραπομπές γιὰ νὰ μήν δυσκολέψω τὴν ἀνάγνωση. Ἔτσι χρησιμοποίησα λίγες ἰδιωματικὲς λέξεις κι αὐτὲς μὲ τρόπο ποὺ νὰ γίνονται εὔκολα κατανοητές.

Παρακάτω κάποια συμπληρωματικὰ στοιχεῖα γιὰ ὅσες παρουσιάζουν λεξιλογικὸ ἐνδιαφέρον.

ἀσκοιβὴ: ἀστοιβή, ἀγκαθωτὸς θάμνος. Ἐνδιαφέρουσα ἡ μετατροπὴ τοῦ ταῦ σὲ κάππα. Ἂς μιλήσουν οἱ εἰδικοὶ γι᾿ αὐτό. [Ειδικός δεν είμαι, αλλά τη μετατροπή του τ σε κ την έχουν και στο Πλωμάρι. Μάλιστα, λέει το ανέκδοτο, όταν ζητούσαν από τον μπακάλη «κιρί» τους ρωτούσε: «Κυρί που τρώγιν ή κηρί π’ ανάφκιν;»]

᾿χινοπόδι: ἀχινοπόδι, ἀγκαθωτὸς θάμνος. Χαρακτηριστικὴ -στὴ θερμιώτικη ντοπιολαλιὰ- ἡ ἔκθλιψη τοῦ ἄλφα στὴν ἀρχὴ τῆς λέξης, ὅπως ἀναφέρω κι ἐδῶ https://www.slang.gr/definition/28103-pergazo

᾿ποσοδιαστήκαμε: ἀποσοδιαστήκαμε, τελειώσαμε μὲ τὴ σοδειά. Ἔκθλιψη τοῦ ἀρχικοῦ ἄλφα, ὅπως στὸ προηγούμενο.

σπαρθόπουλο: σπάρτο, θάμνος μὲ λεπτούς, ἴσιους βλαστοὺς καὶ κίτρινα λουλούδια.

κανναβάτσο:  τὸ δάπεδο τοῦ ρίνγκ. Συνήθως ἦταν καλυμμένο μὲ χοντρὸ ὕφασμα ἀπὸ κάνναβη. Χαρακτηριστικὴ ἡ ἔκφραση τὸν ἔριξε στὸ κανναβάτσο: τὸν νίκησε (κυριολεκτικὰ ἢ μεταφορικά).

μασαρεύω: περιποιοῦμαι, τακτοποιῶ τὰ ζῶα.

Συνήθως συναντᾶται στὴν ἔκφραση μασαρεύω τὰ πράματα

Πέρα  ἀπὸ τὴν καθαρὰ ἀγροτικὴ χρήση, ἡ λέξη ἔχει ἐπεκταθεῖ καὶ στὴν οἰκιακὴ/καθημερινὴ ζωὴ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ τακτοποιῶ, καταφέρνω, βολεύω, κυριολεκτικὰ ἢ μεταφορικά.

Προέλευση ἀπὸ τὸ ἰταλικὸ masseria : μεγάλο ἀγρόκτημα, λατιφούντιο. Περισσότερα ἐδῶ.

108 Σχόλια to “Ο επιτάφιος του καμπούρη (πασχαλινό διήγημα του Δημήτρη Μαρτίνου)”

  1. dryhammer said

    Καλημέρα, και του χρόνου , Χρόνια Πολλά.

    Δημήτρη, μύρισε λουλούδια, λιβάνι, κερί, πριονίδι, τυρόπιτα, λεβεντιά, γερός νά ‘σαι και γειά στα χέρια σου.

  2. Καλημέρα και χρόνια πολλά,
    Ευχαριστούμε τον ωραίο Δον Μήτσο. Πάντα ενδιαφέροντα τ’ αφηγήματά του.
    Μιας και προκλήθηκα, οφείλω ν’ απαντήσω.
    Εκτός απ’ το «κιρι» (όχι, δεν ορθογραφώ) που ανέφερε ο Δημήτρης που είναι ανεκδοτολογικού χαρακτήρα μόνο (θα φανεί στο επόμενο γιατί) ιδού και μια μυτηλινιά κουβέντα:
    Θα γίνου σ ντς Πλουμαρίτις. Θα λεγ του σκύλου στσύλου κι του στύλου σκύλου. Θα λεγ του τυρί κυρί κι του κηρί τσηρί (άρα μπέρδεμα γιοκ, εκτός κι αν μιλάμε γι άλλο μέρος, π.χ. να είναι ο Πλωμαρίτης στη Γέρα ή στη Μυτιλήνη!).

  3. Παναγιώτης K. said

    Το ευχαριστήθηκα!
    Σχήματα μιας εποχής όχι πολύ μακρινής.

    Με την ευκαιρία, χρόνια πολλά στους Γιώργηδες, στους Ανέστους (ενικός ο Ανέστος), στους Λάμπρους και σε κάθε εορτάζοντα και εορτάζουσα σήμερα.

    Καθώς θα προχωράει η μέρα και θα πληθαίνουν τα σχόλια, θα εμπλουτίσουμε τον μακρύ κατάλογο των εορταζόντων και εορταζουσών!

  4. 3 και τους Πασχάληδες!

  5. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Καλημέρα καὶ χρόνια πολλὰ σὲ ὅλους κι ἀπὸ μένα.

    Τὶς πιὸ θερμές εὐχές μου στὸν καλό μου φίλο τὸν Λάμπρο γιὰ τὴν ὀνομαστικὴ γιορτή του. Ἐπίσης σὲ ὅσες κι ὅσους γιορτάζουν σήμερα.

    Εὐχαριστῶ πολὺ τὸν Νικοκύρη γιὰ τὴ φιλοξενία γιὰ πολλοστὴ φορά.

    Εὐχαριστῶ τὸν Ξεροσφύρη καὶ τὸν Γιάννη Μαλλιαρὸ γιὰ τὰ πρῶτα σχόλια,

    Γιάννη, τὸ σχόλιο στὶς ἀγκύλες (σχετικὰ μὲ τὴν μετατροπὴ τοῦ ταῦ σὲ κάππα στὴν Πλωμαρίτικη ντοπιολαλιὰ) εἶναι τοῦ Νικοκύρη.

    Οἱ δικές μου γνώσεις περιορίζονται στὴ θερμιώτικη ντοπιολαλιὰ κι αὐτὲς σὲ ὅ,τι θυμᾶμαι ἀπὸ τὰ παιδικὰ καὶ νεανικά μου ἀκούσματα.

  6. tryfev said

    Καλημέρα, Νίκο μου, και χρόνια πολλά σε σένα, την οικογένειά σου και σε όλους τους φίλους του Ιστολογίου. Απολαυστικό το διήγημα του Δημήτρη Μαρτίνου.

    2. Αγαπητέ φίλε, χρόνια πολλά. Είμαι Μυτιληνιός …εξ αγχιστείας. Η αείμνηστη γυναίκα μου είχε γεννηθεί και τελειωσει το γυμνάσιο εκεί και εγώ λατρεύω το νησί, που το έχω επισκεφθεί πάρα πολλές φορές και έχω αγαπημένους συγγενείς της και φίλους.

    Μια και αναφέρθηκες, λοιπόν, στα πλωμαρίτ’κα, θα παραθέσω κι εγώ μια σχετική ιστορία που μου είχε αφηγηθεί ο πεθερός μου, γεννημένος στην Πέργαμο, αλλά εγκατεστημένος στη Μυτιλήνη από τα δέκα μέχρι τα εξήντα που ήρθε στην Αθήνα:

    Μια φορά, σε ένα στρατόπεδο, η σόμπα του γραφείου του Διοικητή «στόμωσε» και το γραφείο γέμισε καπνούς. Κάλεσαν λοιπόν ένα φαντάρο Πλωμαρίτη που ήξερε από σόμπες για να λύσει το πρόβλημα. Τον ρωτάει ο Διοικητής τι συμβαίνει κι αυτός απαντά: «Στσιές’ν τσαι’εν’τσαιν». Επανάληψη της ερώτησης, ίδια απάντηση. Επεμβαίνει ο επιλοχίας και ζητάει να του φέρουν ένα φαντάρο Μυτιληνιό. Φθάνει αυτός, ρωτάει τον Πλωμαρίτη κι αυτός επαναλαμβάνει «Στσιές’ν τσαι’εν’τσαιν».

    Τότε ο «διερμηνέας», λέει στον Διοικητή: «Κύριε Διοικητά, σας λέει ότι τα ξύλα στη σόμπα είναι συκιές και δεν καίγονται».

  7. sarant said

    Καλημέρα και από εδώ, χρόνια πολλά, ευχαριστώ τον δον Μήτσο για το ωραίο διήγημα και εσάς για τα πρώτα σχόλια!

    Χρόνια πολλά και στον Λάμπρο μας!

    2 Το ξέρω ότι διαφωνείς -εγώ θυμάμαι όμως τον παππού μου που έτσι το έλεγε.

    6 Γεια σου Τρύφωνα!

  8. ΚΩΣΤΑΣ said

    ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

    Χρόνια πολλά για την ημέρα στον Νικοκύρη και σε όλες/ους εδώ μέσα.

    ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ στον Λάμπρο, υγεία, να χαίρεται ό,τι αγαπάει, και να τον βλέπουμε κι από εδώ.

    Χρόνια πολλά και σε όλους/ες που γιορτάζουν σήμερα.

    Δημήτρη Μαρτίνε, προκαταβολικά συγχαρητήρια, αργότερα θα το διαβάσω και θα σχολιάσω.

  9. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Χριστός Ἀνέστη καί χρόνια πολλά σέ ὅσους γιορτάζουν- οἱ ἴδιοι ἤ οἱ οἰκεῖοι τους. Δημήτρη, γράφεις ὄμορφα, ὄμορφες ἱστορίες.

  10. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Εὐχαριστῶ γιὰ τὸν Παναγιώτη, τὸν Δύτη, τὸν Τρύφωνα, τὸν Κώστα καὶ τὸν Γιῶργο Κατσέα γιὰ τὰ σχόλια καὶ τὶς εὐχές.

    Νὰ εἴσαστε ὅλοι καλά.

  11. Καλημέρα, αληθώς ο Κύριος

    Τον καιρό που ήμουνα Δοκ.Επικ.Αξ/ικός είμασταν δίπλα στα βατράχια στον Παλάσκα και βλέπαμε τις ταλιπωρίες τους τις ώρες της σκόλης μας. Τους μάθαιναν να υπακούουν χωρίς να σκέφτονται, έτσι και το σκεφτότουσαν για ένα δευτερόλεπτο αποκλείεται να εκτελούσαν την εντολή. Διοίκηση ασκούσε ο πιο ικανός (ομαδάρχης) ανέξαρτητα από βαθμό. Συνήθως σε κάθε φουρνιά οι επιτυχόντες μετριότουσαν στα δάκτυλα του ενός χεριού ! Εννοείται πως οι μικρόσωμοι είχαν πολύ περισσότερες πιθανότητες να πετύχουν, στην Κυψέλη είχε αφήσει εποχή ο Σαλαλάς
    Είχα παρακολουθήσει και την κοινή δοκιμασία των τριών σωμάτων, όταν τερμάτιζε ο τελευταίος βατραχάνθρωπος αχνοφαινότανε στο βάθος ο πρώτος από τους άλλους. Εννοείται πως αν υπήρχε βατράχι που έχανε από λοκατζή ή αεροπόρο θα πέθαινε -κυριολεκτικά- από τα καψόνια.

    Ευχαριστούμε τον δημιουργό και τον Νικοκύρη για την δημοσίευση

  12. ΚΑΒ said

    Χρόνια πολλά σε όλους σας. Ιδιαίτερες ευχές στον απουσιάζοντα Λάμπρο.

    Ευχαριστούμε τον Δημήτρη για το όμορφο κείμενό του. Αγρότης είμαι και ένιωσα τις εργασίες της εξοχής και όσα αφηγείται από τη δεκαετία του ’60.

  13. Γιάννης Ιατρού said

    Καλημέρα, Χριστός Ανέστη

    Δημήτρη τις ευχές μας οικογενειακώς!
    Πολύ ωραίο το διήγημα. Είπα κι εγώ στην αρχή που το διάβαζα, μα τι γράφει τούτος για τον Γιάννη. Αλλά μετά ήρθα στα ίσα μου 🙂 👍✔

    Καλά να περάσετε όλοι σήμερα με τους δικούς σας (και του χρόνου και με τους φίλους σας*)!

    *Λέμε τώρα, γιατί απ΄ ό,τι βλέπω κι ακούω, τον Νικ Χάρντ τον γράψανε κανονικά… και ο κόσμος και στην επαρχία πήγε και με τους φίλους τους πάρα πολλοί γιορτάζουν σήμερα.

    Αυτά συμβαίνουν σαν αντίδραση του κόσμου στις άλλοτε παράλογες, άλλοτε μπερδεμένες και οπωσδήποτε όχι κατάλληλες να προστατεύσουν όσο είναι αναγκαίο οδηγίες και φιρμάνια. Κι από πάνω ούτε το ΕΣΥ (ΜΕΘ, προσωπικό) ενισχύθηκε, ούτε τα εμβόλια έφτασαν σε ποσότητες όπως έπρεπε. Επίσης τα κακά παραδείγματα και οι ανεμελιές ΠΘ και σφουγκοκωλάριων και το σπρώξιμο της ευθύνης στους νέους και γενικά στον κόσμο (με την κωμωδία με τα ραμπιτ 🙂 τεστ κλπ.) θύμωσαν τον κόσμο. Εκτός από τα έκτροπα και την απρόκλητη β΄’ια που επέδειξε η ΕΛΑΣ κλπ.

    Ας πάνε όλα καλά, καλό είναι να τηρούνται οι προφυλάξεις, γιατί ο ιός παραμονεύει!

  14. atheofobos said

    Ήταν από τα διηγήματα που το διαβάζεις και φτιάχνει η διάθεση σου ή όπως λέμε στο χωριό, feel good διήγημα!

    6-Ακόμα γελάω!

  15. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα, χρόνια πολλά και πάλι!

  16. Georgios Bartzoudis said

    Καλό το διήγημα, με συμπυκνωμένες (και χρονικώς) εμπειρίες. Και διδακτικό. Η εκπαίδευση των Ο.Υ.Κ είναι πράγματι εξαντλητική. Χριστός Ανέστη, Χρόνια Πολλά σε όλον τον κόσμο και ιδιαίτερα σε κάθε Πασχάλη/Πασχαλίνα, Τάσιο/Τασούλα, Λάμπρο/Λαμπρινή.

  17. Γιάννης Ιατρού said

    12: σιγά μην απουσιάζει. Έχει γίνει κρυφαναγνώστης 🙂 🙂 ΛΑΜΠΡΟ, ΔΕΥΡΩ ΕΞΩ ρε😉😃

  18. Ωραίο.
    Ευχές.

  19. Aghapi D said

    Χρόνια καλά εορτάζουσες, εορτάζοντες κι’ όλοι οι υπόλοιποι
    Μονορούφι το διήγημα Μπράβο

  20. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Τζῆ, ΚΑΒ, Γιάννη Ἰατροῦ, Γιῶργο Μπαρτζούδη, Γιάννη Ρέντζο, εὐχαριστῶ γιὰ τὰ σχόλια καὶ τὶς εὐχές.

  21. Κ. Καραποτόσογλου said

    μασαρεύγω. Παρ. Συγυρίζω, διορθώνω: επί απειλής. Αόρ. μασάρεψα (ΧΙΛ 367, 20). Βλ. και μασσαρεύγω.
    Και στη Μύκονο μασαρεύω (Κουσαθ. 103).

    μασσαρεύγω. Ασχολούμαι με οικιακές εργασίες (Κόυκουλ. Κυθν. 287 σημ. 1). Από το ιταλ. massaro = οικονόμος. Από αυτό το μασσαρία*: η οικοσκευή.
    Και στην Άνδρο (Βογιατζ. Β´ 208).

    massaro= massaio 1.(capo di un’azienda agricola) bailiff, steward,
    farm manager; (agricoltore) farmer. – 2. (ant) (amministratore)
    administrator. — 3. (fig,ant) (persona economa) thrifty person, good
    manager. Sansoni 787.

    μασσαρία, η. Η οικοσκευή, αντικείμενα καθημερινής χρήσεως αναγκαία
    για το φαγητό, αλλά και αντικείμενα ενδύσεως, στολισμού, έπιπλα κ.ά.
    («Κιμωλιακά» Δ’ 1974, 16). από το βενετ. massaria. Προικοσ. Μαρμ, 1
    Απρ. 1606: «και (…) μασσαρία κατά την τάξιν να μην της λείπει τίποτες
    » (ΓΑΚ Κ8ζ, 3) και διαθ. σακελλ. Βιτζαρά, Παρ, 4 Απρ. 1734: «και
    ό,τι έχει μέσα μασσαρίες, κασσέλες, καρέγλες…» (ΓΑΚ, 212, 91ν).
    Στα βενετοκρατούμενα νησιά καλούνταν και μπασσαρία ή πασσαρία (Κουκουλ. Βίος, Β´ II 61 και σημ. 11).
    Και στη Σύρο (Δρακάκ. Β´ 310), Νάξο (Κατσ. ΕΕΚΜ 292), Σίφνο (Συ-
    μεωνίδης, «Σιφνιακά» A´ 1, 1991, 83) κατά την Τουρκοκρατία, Άνδρο
    μεσαρία (Προμπονάς, Ποικίλα κριτικά… 1993, 95), Μήλο μασσαρία
    (Χατζηδ. 356) κ.ά. Βλ. και Κριαρ. Θ 357 – 358.

    Το σημασιολογικό τμήμα αντιστοιχεί στο: αμπράτη, μπράτη = αποσκευές κλπ. που είχε συζητηθεί παλαιότερα εκτενώς.

    Ν. Αλιπράντη, Λεξικό των ιδιωμάτων και των εγγράφων της Πάρου, 2001, σ. 350

    Η θερμιώτικη ντοπιολαλιά (συνεργασία του Δημήτρη Μαρτίνου)

    Εξαιρετικό.

    Χρόνια Πολλά

  22. Να στείλω τις ευχές σ’ όσους γιορτάζουν σήμερα, κρυφούς και φανερούς, τον Λάμπρο σίγουρα, αν υπάρχει Πασχάλης, Πασχαλιά, Λαμπρινή, Ανέστηδες κι Αναστάσηδες κι όποιες απ’ τις Αναστασίες τόχουν σήμερα το συνήθειο. Χρόνια καλά και πολλά.

    5 Δεν τις πρόσεξα τις αγκύλες. Δίκιο έχεις.

    7 Ο παππούς σου στην πόλη ήταν. Από μυτιληνιό της πόλης θα τάκουσε, πούθελε να σιγουρευτεί 🙂 (Δεν είναι διαφωνία, πρακτικά θέματα είναι). Τώρα για τσι στσιες (#6), μέχρι κει καλά. Τ’ άλλο όμως δεν τόπιασα. (Βασικά, νομίζω πως λέει πως δεν τις καίνε, όχι δεν καίγονται, αλλά τόχουμε ξανακουβεντιάσει εδώ πως η απόδοση των ήχων με κλασσικά αλφάβητα δεν πετυχαίνει πάντα).

  23. sarant said

    21 Χρόνια σας πολλά, κύριε Καραποτόσογλου, ευχαριστούμε!

    22 Δεν καίνε, νομίζω ότι λέει (δηλ. δεν καίγονται)

  24. Χαρούλα said

    Και του χρόνου να είμαστε όλοι εμείς, και οι αγαπημένοι μας, γεροί, να γιορτάσουμε όπως το επιθυμούμε!

    Ξεχωριστές ευχές στους που γιορτάζουν, και τους αγαπάμε. Νομίζω δεν αναφέραμε και τους Ανέστηδες(και τους αρμένιους Αρτίν). Λάμπρο τις δικές σου ευχές στο μηνολόγιο. Εδώ και σήμερα 💋!

    Πολύ ωραίο! κ.Μαρτίνο μπράβο! Με θέμα που δεν μ´άγγιζε πουθενά, κύλησε τόσο ευχάριστα! Μας έδωσε την αφανή σκληρότητα, χωρίς κακομοιριά. Με αισιόδοξη αντιμετώπιση.
    Όμως κάπου τα βρήκε δύσκολα το παιδί της πόλης. Όχι σε λέξεις. Τις εξηγώ με τα συμφραζόμενα. Αλλά… Μελέτη ολόκληρη ώσπου να καταλάβω το:
    ….Τὰ χωράφια τά ᾿σπερναν χρονιὰ παρὰ χρονιά· γιὰ νὰ ξεκουράζεται ἡ γῆ. Τὴ μιὰ χρονιά, στὴ πάνω-καιριά, ἔσπερναν αὐτὰ ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ χωριὸ καὶ πήγαιναν τὰ ζωντανὰ στὴ Κατωμεριά, στὸ νότιο μέρος τοῦ νησιοῦ. Στὴ κάτω-καιριὰ γινόταν τὸ ἀνάποδο. Ἔτσι ἀπόφευγαν τὶς ἀγροζημιές, ἂν κάποιο κατάφερνε νὰ περάσει πάνω ἀπὸ τοὺς τοίχους τῆς ξερολιθιᾶς ποὺ χώριζαν τὰ χωράφια,….. ❓❗️🥺😂

  25. Κιγκέρι said

    «Στσιές’ν τσαι’εν’τσαιν», κατά λέξη το καταλαβαίνω: συκιές είναι και δεν καίνε.
    Μου θυμίζει το καλαμπούρι με τους Λαρισαίους στον πόλεμο της Κορέας, που τους έδωσαν στολές:
    – Σ’ έντ’σαν ρε;
    – Μ’ έντ’σαν για!
    – Τσ’ άλλ’ τσ’ έντ’σαν;
    – Τσ’ έντ’σαν κι τσ’ άλλ’!
    Και κάποιος που τους άκουγε, θαύμαζε που έμαθαν κιόλας τη γλώσσα!

    Ωραίο το διήγημα του Δημήτρη Μαρτίνου, χαρά και ικανοποίηση για τη δικαίωση του Γιάννη, αλλά και στεναχώρια και αγανάκτηση για την κακοψυχιά και τη στενοκεφαλιά του χωριού.

  26. spyridos said

    Ευχαριστούμε Δον. Να είσαι καλά.

    Χρόνια Πολλά σε όλους.

    Καλή Λευτεριά.

  27. Πολλαπλώς ωραίο διήγημα! Μου κράτησε πολύ ευχάριστη συντροφιά καθώς περίμενα να ανάψουν τα κάρβουνα. Χρόνια πολλά!

  28. Μολονότι Μυτιληνιός την καταγωγή (Γαβριλέλλης ήταν αρχικά το επίθετο, από την Αγία Παρασκευή) αδυνατώ να καταλάβω την ντοπολαλιά.

  29. Αγγελος said

    Απολαυστικό, Δημήτρη. Και με ηθικό δίδαγμα. Ευχαριστούμε!

  30. sarant said

    25 Το ιδιο υπάρχει και με Μυτιληνιους

  31. Το χουμι ματαπεί…

    Χχμιρνή προυτεύουσα η Λάρσα, θιρνή του Πλουμάρ.

  32. Κιγκέρι said

    Αιολείς εξ απ’ ανέκαθεν αφού!

  33. Δελτίον ειδήσεων

    λόγω ιδιοκατασκευών της θρακιάς το κοκορέτσι δεν εψήθη περιστροφικώς αλλά σε τέσσερις εναλλάξ τετράλεπτες στάσεις όσες οι πλευρές της σούβλας. Το αποτέλεσμα με εξέπληξε και απορώ για τα χαμένα χρόνια που γύριζα την σούβλα σαν τρελλός ! Να φαντασθείτε πως μέχρι και η Κλάρα, στα έξη χρόνια που συγκατοικούμε, πρώτη φορά έφαγε κάτι που δεν ήταν ξερή τροφή !
    Στην φωτό η (κου)Κλάρα.

  34. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Εὐχαριστῶ τὸν Ἀθεόφοβο (@14) καὶ τὴν Ἀγάπη Νταϊφᾶ (@19, ποὺ τῆς ἀρέσει ἡ περισπωμένη στὸ ἐπώνυμό της) γιὰ τὰ σχόλιά τους.

    @21. Εὐχαριστῶ τὸν κύριο Καραποτόσογλου γιὰ τὰ καλά λόγια καὶ γιά τὴν πολύτιμη, ὅπως πάντα, συμβολή του στὰ λεξιλογικά.

    @24. Χαρούλα εὐχαριστῶ γιὰ τὸ σχόλιό σου.

    Στὰ περισσότερα μικρὰ νησιὰ ὅλα τὰ χωράφια εἶναι περιφραγμένα μὲ ξερολιθιές γιὰ νὰ μποροῦν ν᾿ ἀφήνουν μέσα τὰ ζῶα χωρὶς νὰ τὰ χάνουν. Ἐπειδὴ τὸ ἔδαφος εἶναι φτωχό, τὰ ἔσπερναν κάθε δεύτερη χρονιὰ (ἀγρανάπαυση). Τὴ χρονιὰ ποὺ δὲν τὰ ἔσπερναν ἔβαζαν μέσα τὰ ζῶα νὰ βοσκήσουν. Παράλληλα τὰ ζῶα κόπριζαν τὰ χωράφια κι ἔτσι γινόταν καὶ φυσικὴ λίπανση.

    Μὲ τὴ συνήθεια νὰ σπέρνουν τὰ χωράφια ποὺ εἶναι σὲ μιὰ περιοχὴ (πάνω καὶ κάτω-καιριὰ) ἀποφεύγονταν καὶ οἱ ἀγροζημιὲς στὰ σπαρμένα, ὅταν κάποιο ζώο κατάφερνε νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸ χωράφι, ἐπειδὴ καὶ τὰ διπλανὰ χωράφια ἦταν χέρσα.

    Στὰ Θερμιά, ὅπως στὰ περισσότερα μικρὰ νησιά, ὑπῆρχε μικτὴ γεωργοκτηνοτροφικὴ παραγωγή, σὲ ἐπίπεδο ἐπιβίωσης. Κανένας ἀγρότης δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιβιώσει μόνο ἀπὸ τὴ γεωργία ἢ μόνο ἀπὸ τὴν κτηνοτροφία. Τὸ ἔδαφος εἶναι φτωχό, λίγες οἱ βροχοπτώσεις καὶ μικρὸς ὁ ἀγροτικὸς κλῆρος.

  35. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @25. Εὐχαριστῶ, Κιγκέρι.

    Δυστυχῶς αὐτὸ ποὺ λέμε σήμερα μπούλινγκ δὲν εἶναι τωρινό φαινόμενο. Πάντα ὑπῆρχε καὶ ἦταν ἰδιαίτερα ἐμφανὲς στὶς μικρές κοινωνίες. Ὁ ἀδύναμος, ὁ «λειψός», ὁ διαφορετικὸς ἦταν ἰδιαίτερα εὐάλωτοι σὲ τέτοιες συμπεριφορές.

    @26. Κι ἐσὺ νὰ εἶσαι καλά, Σπυρίδο.

    @27. Εὐχαριστῶ, Ἄρη.

    @28. Ἅγγελε, εὐχαριστῶ κι ἐσένα.

  36. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    @35. Μόνο ἐμφανές, Δημήτρη;; Συχνά ἤτανε must..
    Ἀφιερωμένο σ’ὅλα αὐτά τά «λειψά» παιδιά τῆς γειτονιᾶς μας, πού δέν βρήκαμε ὅταν ἔπρεπε τήν δύναμη νά τά προστατέψουμε..

    [πῶς βάζουμε τό εἰκονίδιο «ἕνα δάκρυ»;]

  37. ΣΠ said

    Χρόνια πολλά σε όλους.

    Τώρα μπόρεσα να το διαβάσω και το ευχαριστήθηκα. Τα διηγήματα του Δημήτρη πάντα διαβάζονται ευχάριστα. Ό,τι πρέπει για την ημέρα.

  38. Alexis said

    Πολύ ωραίο Δημήτρη, το διάβασα και το ευχαριστήθηκα!

    Χρόνια πολλά σε όλο τον κόσμο με υγεία!
    Χρόνια πολλά ιδιαιτέρως στον εορτάζοντα Λάμπρο και σε όλους τους εορτάζοντες Λάμπρους και Λαμπρινές, Αναστάσιους και Αναστασίες, Πασχάληδες κλπ.

  39. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Σταῦρο (@37) καὶ Ἀλέξη (@38), σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὰ σχόλια καὶ τὶς εὐχές.

  40. ΓιώργοςΜ said

    Χριστός Ανέστη, χρόνια πολλά σε όλους, ιδιαίτερα στους εορτάζοντες!
    Πολλές ευχαριστίες Δον Μήτσο, το διήγημα στέκεται στο ύψος της παράδοσης που έχεις δημιουργήσει!

  41. ΚΩΣΤΑΣ said

    Τώρα το διάβασα.

    Δημήτρη, χωρίς ίχνος κολακείας, πολύ ωραίο διήγημα. Καλογραμμένο, με ρέοντα λόγο και αδιάπτωτο ενδιαφέρον κάθε φορά για να δεις τι έγινε παρακάτω.

    Μια περιγραφή ηθών και εθίμων, φύσης και καθημερινής ζωής, χαμομήλια, τσουκνίδες και αγκάθια στις σχέσεις ανθρώπων κλειστών κοινωνιών. Κι όλα αυτά λίγο αποστασιοποιημένα από το σήμερα αλλά όχι και πολύ μακρινά.

    Εμένα, επιπλέον μου κέντρισε το ενδιαφέρον και ο τίτλος, γιατί συνειρμικά μου ήρθε στο μυαλό μου ένα επεισόδιο που συνέβαινε κάθε Μ. Παρασκευή στη Λάρισα, με έναν τύπο «διαφορετικό», ας πούμε, τον Τηλέμαχο ή Φον Τέλεμακ, αλλά τελικά είναι διαφορετική περίπτωση.

    Σε ευχαριστούμε, αναμένουμε κι άλλα και ευχαριστίες στον Νικοκύρη που δίνει ευκαιρίες και κάνει τους αναγνώστες ή τους σχολιαστές συμμέτοχους στο ιστολόγιο.

  42. Χαρούλα said

    #34 Δον σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τον κόπο να μου εξηγήσετε.
    Στις διακοπές στα νησιά βγάζουμε φωτογραφίες σε τέτοιες ξερολιθιές γιατί είναι απλά ένα …διαφορετικό φόντο. Μέχρι τώρα το μόνο που ήξερα ήταν ολτι συγκρατούσαν χωράφια σε διαφορετικά επίπεδα. (Και δημιουργούσαν μονοπάτια για παραλίες!🙂).
    Να είστε καλά και …να μας γράφετε! 📋✏️

  43. ΣΠ said

    Νέο ρεκόρ σήμερα για το ιστολόγιο. Έφτασε στην 631η θέση της Αλέξαινας. Τώρα που λείπει ο πολυώνυμος δεν μας κρατάει τίποτα.

  44. sarant said

    33 Λες να έρθει επανάσταση στην τέχνη του σουβλίσματος;

  45. # 44

    Τι να πω, πρώτη φορά ψήθηκε τόσο καλά, ειδικά το εσωτερικό του, εντυπωσιάστηκα, δεν το περίμενα. Δεν είμαι πάντως εξπέρ στο είδος, μια φορά το χρόνο φιάχνω, ένα ισαμε 50-60 πόντους για το καλό και τον μεζέ. Εκτός και ήταν τα κάρβουνα γιατί χρησιμοποίησα κάποια ξεχασμένα για τουλάχιστον 25 χρόνια στην αποθήκη !
    Του χρόνου θα μπορώ να πω περισσότερα !

  46. Γιάννης Ιατρού said

    43: χαχα, και το γυρίζεις το μαχαίρι, που λέει η λαϊκή ρήση!
    43 (33) Εγώ που είχα και οπτική αντίληψη της κατασκευής, ένα μόνο λέω: Δεν το φχαριστήθηκε άδικα η γάτα… 👍😃😂

  47. Παναγιώτης K. said

    @45. Μετά από μια ολόκληρη χρονιά θα ξεχαστεί το know how.
    Γι αυτό και μετά από ένα μήνα να το επαναλάβεις. Εξ άλλου οι φίλοι γιατί υπάρχουν; Για να μοιραζόμαστε τις χαρές μας… 🙂

  48. aerosol said

    Χρόνια πολλά στους εορτάζοντες και συγχαρητήρια στον Δημήτρη για άλλο ένα όμορφο διήγημα -αυτό το… θερμιώτικο Καράτε Κιντ!

    #25 & 35
    Οι παλιότερες κοινωνίες (όχι μόνο οι μικρές αλλά και στις πόλεις) ήταν αλύπητες. Σχετικό:

  49. sarant said

    47 Σωστά!

  50. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    ΓιῶργοΜ, ΚΩΣΤΑ καὶ Αerosol, εὐχαριστῶ γιὰ τὰ καλά σας λόγια.

  51. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΥΓΕΙΑ και ΧΑΡΈΣ σε όλους! ,
    Ιδιαίτερες ευχές στους εορτάζοντες/-ουσες!

    Πολύ ωραίο και ενδιαφέρον το διήγημα του Δημ. Μαρτίνου! Με χαρακτηριστικές σκηνές των ημερών, αλλά και της ζωής των αγροτών, των ‘παραγιών’, ακόμη και του ΟΥΚάδων… Και για όσους είχαμε συνηθίσει το πολυτονικό, ένα ευχάριστο –και οπτικά 🙂 – διάλειμμα.

    Σχετικά με την ετυμολογία για το τοπωνύμιο Μεσσαριά, που συναντάται σε διάφορα μέρη της νησιωτικής χώρας, η προέλευση από το masseria είναι πιθανή. Αφού, κατά τον Boerio (βεν.): «massaria. L’abitazione de’ Massari, Luogo dove si tengono i lavori e le rendite della campagna.» (massaro, κρατικός υπάλληλος, επίσημος αρχειο-θησαυροφύλακας;).

    Για τη Μεσσαρά της Κρήτης, όμως, υπάρχουν ενστάσεις ως προς αυτή την προέλευση, κυρίως λόγω της μεγάλης της έκτασης, αλλά και της πολύ πρώιμης αναγραφής ως MESSAREA σε βενετσιάνικους χάρτες του τέλους 16ου-αρχές 17ου αιώνα. Που μάλλον συνηγορούν υπέρ των –δύο ή τριών- διαφορετικών ετυμολογήσεων που έχουν προταθεί.

  52. sarant said

    51 Πάντως δεν μπορεί να ισχύουν και οι τρεις ετυμολογήσεις που έχουν προταθεί 🙂

  53. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @ΜΙΚ_ΙΟΣ (51)

    Εὐχαριστῶ γιὰ τὶς εὐχὲς καὶ τὰ καλὰ τὰ λόγια.

  54. Costas X said

    Χρόνια πολλά σε όλους !

    Υπέροχο το διήγημα, ωραία αφήγηση, ατμόσφαιρα και συναίσθημα !

  55. Alexis said

    Η ασκοιβή ή αστοιβή φαντάζομαι ότι είναι η αστοιβιά που λέει ο Βάρναλης στον «κυρ-Μέντιο»:

    τότενες το μαύρο φίδι
    το διπλό του το γλωσσίδι
    πίσω από την αστοιβιά
    βγάζει και κουνάει με βιά

    #33:

    Τζι, και γω έτσι το ήξερα το κοκορέτσι όσα χρόνια ήμουνα στην Αθήνα. Όταν πρωτοπήγα γαμπρός στο Ξηρόμερο είδα ότι το έψηναν σε μια σούβλα σαν αυτή της φωτογραφίας, στεκίζοντάς το διαδοχικά σε κάθε μία από τις τέσσερις πλευρές. Βέβαια η αλήθεια είναι ότι το ξηρομερίτικο είναι πολύ πιο λεπτό από το άλλο (που εγώ το λέω «αθηναϊκό» ή «τουριστικό») το οποίο ίσως και να το χρειάζεται το στριφογύρισμα ψηλά στη φωτιά και για πολλή ώρα, για να ψηθεί καλά μέχρι μέσα.

  56. Alexis said

    Η φωτό βγήκε τεράστια γμτ, ξέρει κανείς πώς ρυθμίζεται το μέγεθος;

  57. Avonidas said

    Χρόνια πολλά και πολλές ευχές σε όλους τους εορτάζοντες! 🙂

  58. sarant said

    56 Εγώ πάντως όχι.

  59. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @54,57. Εὐχαριστῶ γιὰ τὰ νέα σχόλια καὶ τὶς εὐχές.

    @55. Ἡ ἀσκοιβὴ/ἄστοιβὴ εἶναι ἡ ἀστοιβιὰ τοῦ Βάρναλη.

  60. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    52.
    Διακρίνω απόπειρα τσιγκλίσματος, Νικοκύρη; 🙂
    Πλην, δηλώνω αδυναμία ανταπόκρισης! Δεν το’ χω ψάξει ιδιαίτερα το θέμα…

  61. # 55

    Αλέξη και γω πολύ λεπτό το κάνω (και ατσούμπαλο, όχι συμμετρικό). Φαίνεται από διαίσθηση βρήκα το σωστό τρόπο για το λεπτό κοκορέτσι !
    Σαν «ευχαριστώ» Αλέξη, ένα μικρό διήγημα σχετικό με τα επαγγελματικά ενδιαφέροντά σου !

    https://gpointsnovel.blogspot.com/2012/12/blog-post_24.html

  62. Γειά σου Δημήτρη, πάρα πολύ ωραίο! Διακρίνω κάπου μια αναφορά, ένα ομάζ που λένε και στο χωργιό μου, στον Μάριο Χάκκα?

  63. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @62. Εὐχαριστῶ, φίλε.

    Ντρέπομαι ποὺ τὸ λέω, ἀλλὰ δὲν ἔχω διαβάσει Μάριο Χάκκα. Ἂν κάτι σοῦ τὸν θυμίζει εἶναι ἐντελῶς τυχαῖο.

  64. Κ. Καραποτόσογλου said

    197) «μασάρα, η [παλ. ιταλ. massara] υπηρέτρια, οικονόμος, σκλάβα, πιεστήριο
    λαδιού ή κρασιού» (ΜΕΕΘ 181).
    Η λ. πρέπει να διαχωρισθεί σε δύο διαφορετικά λήμματα: μασάρα, η, (I) = υπηρέτρια, οικονόμος, από το ιταλικό (967) massara = οικονόμος, επιστάτης αγροτικού οίκου· θεράπαινα, υπηρέτρια, και: μασάρα, η, (II) (Κύπρος) = πιεστήριο λαδιού ή κρασιού, από το αραβικό (968) مصعرة mi‘aṣara, πλ. mi‘āṣar = a press for grapes or olives; press, squeezer; oil press; cane press, πρβλ. και το ma‘aṣara = place where anything is pressed· η λ. επιβιώνει ως τοπωνύμιο με την ονομασία (969) Μάσαρη, τα, στη Ρόδο, όπου αποδεικνύεται οτι σε αυτή την περιοχή υπήρχε παλαιότερα ζαχαρόμυλος, απ᾽ όπου και η ονομασία του· η αραβική λ. έχει περάσει στην τουρκική ως ma’sar = a place where olives, grapes etc. are pressed, καθώς και ως mâsara = wine press, oil press.

    967. M. Π. Περίδου. Λεξικόν ιταλικόν και ελληνικόν, τ. 2, σ. 1024. Carlo Battisti-Giovanni Alessio, Dizionario etimologico italiano, τ. 3, σ. 2383.
    968. F. Steingass, A Learner’s Arabic-English Dictionary, ο. 1026β. Francis Johnson, Persian Arabic and English τ.3, ο. 1213α. Hans Wehr-J Milton Cowan, A Dictionary of Modern Written Arabic, σ. 616b.
    969. Κ. Μηνά, «Ροδιακά τοπωνύμια», Πρακτικά Επιστημονικής Διημερίδας για τα πενήντα χρόνια της ενσωμάτωσης της Δωδεκανήσου (4-5 Μαρτίου 1997), Ρόδος 1999, σ. 159-62, όπου περιλαμβάνονται στοιχεία και για την Κύπρο αντλούμενα από την εργασία της Αικατερίνης Χ. Αριστείδου, Το φρούριο του Κολοσσίου μέσα από τους αιώνες, Λευκωσία 1983, σ. 34—45.

    Κ. Καραποτόσογλου, Ετυμολογικές Παρατηρήσεις στα Κυπριακά ιδιώματα, σ. 157 [361].

  65. sarant said

    60 Όχι τσίγκλισμα -ή όχι σε σένα 🙂

    62 Λες εκείνο με τον γύφτο;

  66. ΧριστιανoΜπoλσεβίκoς said

    Χριστός Ανέστη Χρόνια Πολλά!
    Πολύ ωραίο το διήγημα. Σαν τα Πασχαλινά του Παπαδιαμάντη.

    56 Θέλει εφαρμογή. Την «XnView» μου είχε προτείνει ο Ιατρού. Αυτή χρησιμοποιώ.

  67. 63# Ε τότε φίλε, για πάρτη σου το ανεβάζω, από το διήγημα του Μ.Χ. Φυλετική Αφύπνιση. Ο πρωταγωνιστής Παρασκευάς, που για πρώτη φορά στη ζωή του πηγαίνει σινεμά, είναι γύφτος και μουλαράς στο στρατό (όπως μουλαράς ήταν και ο Χάκκας, που -άσχετο αυτό- υπηρέτησε μαζί με τον πατέρα μου, επίσης μουλαρά).

    Ο Παρασκευάς με μεγαλοπρέπεια πήγε στο ταμείο και τα έσκασε. Πήρε το μαγικό χαρτάκι, διάβηκε την πόρτα του «τσινεμά», κάθισε σε μια καρέκλα και παρακολούθησε το «έργον».
    Όμορφα που ‘ταν εκεί μέσα. Έπαιζε ζούγκλα. Ο Ροβινσώνας διάβαζε φωναχτά στη μέση της παρέας. Ο Παρασκευάς ρουφούσε την υπόθεση. Τι ελέφαντες! Τι κροκόδειλοι! Τι ιπποπόταμοι! Κι ένα μελαχρινό παλικαράκι, φτυστός γύφτος, με την καραμπίνα του προστάτευε απ’ όλα τ’ άγρια θερία μια γλυκιά μελαχρινή κοπέλα. Και πώς πάλευε μ’ ένα μαχαίρι, αυτός μονάχα και με τα νύχια της μια τίγρης ώσπου στο τέλος την καθάρισε. Βρε, αυτός ήταν πολύ λεβέντης! Κι ήταν ακόμα με πλάτες μπρούτζινες, κατάμαυρες σα γύφτος. Κι άντρας σωστός γιατί στο τέλος πήρε το κορίτσι.
    Όταν βγήκαν έξω, ο Παρασκευάς περπάταγε ντούρος κι έδειχνε σα να ‘χε ψηλώσει μια παλάμη. Στο τολ την ώρα της αναφοράς κι ενώ κανείς δεν τον προκάλεσε, βγήκε κορδωμένος στο διάδρομο μπροστά από τα κρεβάτια, ξερόβηξε κι είπε:
    – Είμαι γύφτος, όμως δεν ξαναπλένω ξένα σώβρακα.
    Το τι έγινε μέσα στην καζάρμα, δε λέγεται. Ντόρος, χειροκροτήματα, φωνές και γέλια. Ο Παρασκευάς έστρωσε ήσυχα το κρεβάτι κι έπεσε να ονειρευτεί τον εαυτό του πάνω σ’ έναν ελέφαντα πηγαίνοντας να ελευθερώσει μια μελαχρινή κοπέλα.

  68. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @67. Φίλε, σ᾿ εὐχαριστῶ.

    Πόσο ὄμορφα τὰ λέει ὁ Χάκκας!

    Καὶ πόσο συμπυκνωμένα!

    Ποῦ οἱ δικές μου φλυαρίες.

  69. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @66. Σ᾿ εὐχαριστῶ, Χριστιανομπολσεβίκε.

    Τέτοια μοῦ γράφετε καὶ παίρνω θάρρος νὰ σᾶς ταλαιπωρῶ κάθε τόσο. 🙂

  70. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Χρόνια πολλά σε όλους. Στο Λάμπρο ιδιαίτερα με αγάπη.

    Πολύ ωραίο κύριε Μαρτίνο! Πολύ ευχάριστο και ενδιαφέρον,το διάβασα απνευστί! Σε όλη την ανάγνωση έκανα υποθέσεις για την εξέλιξη. Όσο πρόκοβε οικονομικά,κοινωνικά (και σωματικά) ο Γιάννης σκεφτόμουν καμιά ανατροπή των ρόλων που θα έκανε ανήμπορο κάτι τον Γιώργη, αλλά όχι. Πολύ πιο προσφυές το απρόοπτο φινάλε. Θα έλεγα πως αξίζει για να μπει σε σχολικό βιβλίο, από πολλές απόψεις (περιγραφή ενός λίγο παλιότερου κόσμου, της αγροτικής ζωής, κάποιων εθίμων και κυρίως-διδακτικά- τον ψυχικό πόνο από μειωτικές συμπεριφορές που μπορεί όμως να μεταπλαστεί σε δύναμη αυτοβελτίωσης).

    Ευχαριστώ και σήμερα!
    Ευλόγησον Κύριε το ιστολόγιον τούτο και δος ημίν το ανάγνωσμα το επιούσιον 🙂
    Σας χαίρομαι όλους με τα όμορφα γραπτά σας.

    >>κερὶ ἀπὸ τὰ ψέλια
    διψέλια πίσω από τα ψέλια. Έτσι τα λέμε κι εμείς.

  71. Κουτρούφι said

    Χριστός Ανέστη!
    Ευχαριστούμε, πατριώτη, για το ευχάριστο διήγημα. Να είσαι γερός να μας δώσεις και άλλα.

    -Οι ξερολιθιές, εκτός από το να περιορίζουν τα ζώα και να οριοθετούν τις ιδιοκτησίες, έχουν το ρόλο να συγκρατούν το χώμα. Αλλιώς θα είχε πάει όλο στη θάλασσα.

    -Εδώ που τα λέμε τίποτα δεν εμποδίζει τα ζωντανά και ειδικά τα κατσίκια να πάνε παντού. Η λύση που χρησιμοποιούν οι κτηνοτρόφοι στα νησιά εδώ και αιώνες είναι η (μ)παστούρα. Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν αντιδράσεις και νομοθετικές ρυθμίσεις για τη χρήση της, κατά τη γνώμη μου, αδικαιολόγητες.

    -Τα καμίνια που αναφέρεσαι, φαντάζομαι, είναι αυτά των αγγειοπλαστείων.

    Μιας και ο κ. Καραποτόσογλου αναφέρθηκε (#21) στη σειρά Σιφνιακά του Σίμου Μ. Συμεωνίδη αυτά είναι διαθέσιμα στο διαδικτυο http://simossymeonidis.gr/ και http://simossymeonidis.gr/book/%cf%83%ce%b9%cf%86%ce%bd%ce%b9%ce%b1%ce%ba%ce%ac-%ce%b5%cf%80%ce%b5%cf%84%ce%b7%cf%81%ce%af%cf%82-%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%b9%ce%ba%ce%ae%cf%82-%cf%8d%ce%bb%ce%b7%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82/
    Εκεί βρίσκονται αρκετά τεκμήρια για τη Σίφνο του 17ου και 18ου αιώνα.

  72. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>ασκοιβή /αστοιβή/αστοιβιά (σχ.55)
    αστοιβίδα στην Κρήτη. Αστοιβιδιάς(ο), χωράφι γεμάτο αστοιβίδες-άγονο/άχρηστο

  73. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>Ξερολιθιές,
    αιμασιές, τρόχαλοι,τετάδες,λιθοζώναρα, χαλάκια, λούροι,δαμάκια

    Ξερολιθιά, η παγκόσμια, που προστατεύεται από την UNESCO!

  74. # 70

    Η αυλή μου έχει σύνορο μια μικρή μονοκατοικία εγκαταλελειμένη γιατί δεν «βλέπει» δρόμο από πουθενά -προέκυψε από άσχημο μοίρασμα οικοπέδου- και σε μια ρωγμή του τοίχου κάποια χρόνια βολευότανε ένα μελίσι. Ηταν ένα ζωντανό θερμόμετρο με 14 βαθμούς βγαίνανε για τρύγο, με 13 όλες μέσα !! Πιθανόν αν σκαφτεί ο τοίχος να υπάρχει μέλι ατρύγητο μέσα !

  75. dryhammer said

    72. Στη Χίο αστοιφίδες. [Καθαρίζανε και τις καμινάδες μ’ αυτές. Επίσης καλό προσάναμμα- δεν τσουκαρεί όπως τα κουκουνάρια και ο πέτικας]

    73. > …δαμάκια…
    Τα μικρά μαντριά-στάνες από ξερολιθιά, τα λέγανε ντάμια και συνεκδ. και το στάβλο στο ισόγειο (ή /και ημιυπόγειο) του σπιτιού.

    Παρεπιφτού, χρόνια πολλά σ’ όσους γιορτάζουν…

  76. Γιάννης Ιατρού said

    Καλημέρα

    73: αιμασιές => επειδή φτιάχτηκαν με αίμα, με κόπο

    ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ στους Γιώργηδες, έχουμε πολλούς, πιό πολλούς κι απ΄ τους Γιάννηδες…😉 που σχολιάζουν εδώ.

    Ειδικά στον Τζί έστειλε τις ευχές του και μεγαλοπαράγοντας του ποδοσφαίρου 🙂

  77. Γιάννης Ιατρού said

    76: (συνέχεια, γιατί με την εικόνα πατήθηκε καταλάθος και το enter)

    Ιδιαίτερη μνεία επίσης στον ΓιώργοΜ που σχολιάζει συχνά.

    Πληροφορίες του επιτελείου αναφέρουν πως στον Βορρά, σχολιαστής και γνωστός καλλιεργητής ντομάτας έχει βάλει σήμερα στο τέρμα το «να ‘χα 100 καρδιές» και γλεντάει

    ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΓΙΩΡΓΟ ΚΑΤΣΕΑ

  78. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Σ’ εὐχαριστῶ πολύ, Γιάννη. Καί μέ μιά μόνο, βολεύομαι! 🙂

  79. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    Καλημέρα! Πολλές ευχές στους αρκετούς Γιώργηδες του ιστολογίου και στις Γεωργίες –οπωσδήποτε θα έχουμε!

    Για ΕΦΗ-ΕΦΗ:
    70. Βέβαια, διψέλια! Αλλά και φρασκιά ή βρασκιά.

    73. !! Τόσες ονομασίες για τις ξερολιθιές !! [Εννοείς δετάδες; (ο δέτης, οι δέτες ή δετάδες)]
    Εξέχασες όμως τσι ‘τράφους’ , ‘τράφουλες’, ‘τραφουλάκια’ 🙂

  80. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Ἐκεῖ μέσα, δικαιολογημένα ζητᾶ προστασία. Ὑποψιάζομαι πώς ἤδη σφάζονται γιά χάρη του οἱ βαρυποινίτες!
    https://www.in.gr/2021/05/03/greece/menios-fourthiotis-pos-perase-proto-24oro-sto-keli-ti-zitise-apo-tous-sofronistikous/

  81. sarant said

    Καλημέρα από εδώ!

    71 Ευχ για το λινκ!

    76 Για την αιμασιά, το λεξικό λέει «αγνώστου ετύμου».

  82. Ευχαριστώ για τις ευχές

    Τραγουδάκι επίκαιρο ;

  83. Γιάννης Ιατρού said

    81β: Στην Άνδρο έτσι το εξηγούν. Υπάρχει βέβαια και το «αἱμός» => φράχτης (ΠΙΕ *seh₂ip-)

  84. Γιάννης Ιατρού said

    83 (συνέχεια): σχετικά ‘εχει γρ’αψει κι ο Σμέρδης Το ορωνύμιο Αἷμος ως «οροσειρά»

  85. nessim said

    44 κλπ
    Κοκορέτσι
    Μικρός δούλεψα σε ψησταριά, πριν την διάδοση των μοτέρ σούβλας.
    Έψησα εκατοντάδες «αμνοερίφια» γυρνώντας τα με το χέρι.
    Ψήναμε και κοκορέτσι, πάντα σε σούβλα χωρίς μανιβέλα.
    Σε αντίθεση με το αρνί, το κοκορέτσι έχει αδιάφορη ισορροπία.
    Πάντα ψηνόταν χωρίς περιστροφή, γυρνώντας το 45 μοίρες ανά διαστήματα και
    ρυθμίζοντας την απόσταση από τα κάρβουνα, χαμηλά στην αρχή, ψηλότερα αργότερα.

  86. Τριβλαξ said

    Εξαιρετικό Δημήτρη. Μου μύρισε Κύθνο. Την πάνω και κάτω καιριά εγώ την είχα ακούσει «γκαιριά». Έχω πρόσφατα ρωτήσει νέους στο χωριό και κανένας τους δεν ξέρει τι σημαίνει.

  87. tryfev said

    22. Εμένα έτσι μου το μετέφεραν, αγαπητέ φίλε. ΄Αλλωστε μάλλον στέκει και καλύτερα λογικά. Δεν καίγονται και γι’ αυτό «στόμωσε» («μπούκωσε») η σόμπα.

  88. spyridos said

    85
    Ψυχολογικά είναι σαν να πέρασε δεκαετία. Αλλά στο τελευταίο Πάσχα π.κ. (προ κορονοιού), πριν δυό χρόνια, μας κάηκε το μοτεράκι
    για το κοκορέτσι. Το γυρίζαμε κάθε τόσο σε άλλη πλευρά και ψήθηκε άψογα.

    74
    Με το που φεύγει η τελευταία μέλισσα έρχονται τα ποντίκια.
    Ακριβέστερα τα ποντίκια διώχνουν τις τελευταίες μέλισσες.
    Μερικές φορές τα ποντίκια κάνουν λάθος για τη δύναμη του μελισσιού και οι μέλισσες τα κάνουν μούμιες.
    Συχνά στην κουφάλα της ελιάς έχει τη φωλιάσει μελίσσι. Κάτω από το μελίσσι η οχιά για τη ζεστούλα και για κανένα μεζεδάκι.
    Ολο και κάποιο λιχούδικο ποντικάκι θα πλησιάσει.

    Στη φωτο ποντικός μούμια, τυλιγμένος σε πρόπολη για να μην βρομίσει.

    70
    Πως γίναν τα μισέλια ψέλια ξέρουμε;
    Και τα κουβέλια;
    Εχει γραφτεί κάτι στο ιστολόγιο;

  89. Γιάννης Ιατρού said

    88β: Μεγάλη υπόθεση η Πρόπολη. Μέχρι και για συντηρητικό ξύλου την χρησιμοποίησαν, βλ. και βιoλιά Strativarius…

  90. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Γειά σας κι ἀπὸ ᾿δῶ, ἂν καὶ μὲ καθυστέρηση.

    Εὐχαριστῶ γιὰ τὰ νεώτερα σχόλια.

    @ΕΦΗ-ΕΦΗ (70). Ὅταν ξεκίνησα νὰ τὸ γράφω ἤθελα νὰ συμπεριλάβω στὴν πλοκὴ καὶ κάποια πασχαλινὰ ἔθιμα τοῦ νησιοῦ, ὅπως οἱ κούνιες ποὺ ἔστηνε ἡ νεολαία τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα καὶ τὰ παινέματα ποὺ τραγουδοῦσαν φλερτάροντας. Ἐπίσης, λόγῳ τῆς φετινῆς συγκυρίας, ἤθελα νὰ βάλω καὶ τὴν Πρωτομαγιὰ μὲ τὸ τραγοῦδι τοῦ Μάη, ποὺ εἶναι κάτι σὰν ἐθνικὸς ὕμνος γιὰ τὰ Θερμιά.

    Γράφοντάς το, ὅπως μοῦ συμβαίνει συχνά, τὸ ἴδιο τὸ διήγημα μὲ πῆγε ἀλλοῦ.

    Τὸ περιστατικὸ τοῦ τέλους -μὲ τὸ κοντραπλακὲ μέσα ἀπὸ τὸ σακάκι- ἔχει συμβεῖ τὴ δεκαετία τοῦ ᾿90, ἂν καὶ κάτω ἀπὸ τελείως διαφορετικές συνθῆκες.

    Τὸ ἔκανε κάποιος φίλος πλακατζῆς καὶ δὲν τὴν πάτησε μόνο ἕνας, ἀλλὰ πεντέξι ἄσπονδοι φίλοι του ποὺ τὸν περίμεναν νὰ περάσει τὸν ἐπιτάφιο.

    Οἱ μπουνιὲς τους ἔπεσαν σχεδὸν ταυτόχρονα κι ἔτσι τὴν πάτησαν ἀρκετοί.

    Ὅσοι ἤμαστε κοντά ξεραθήκαμε στὰ γέλια!

    @Κουτρούφι (71). Πατριώτη, εὐχαριστῶ γιὰ τὰ καλά σου λόγια.

    Πολὺ σωστὰ τὰ λὲς γιὰ τὶς ξερολιθιές. Συγκρατοῦν τὰ χῶμα, ἀλλἀ καὶ τὸ νερό· περιορίζουν τὶς πλημμύρες στὰ πεδινὰ καὶ ἐμπλουτίζουν τὰ ὑπόγεια νερά.

    Ὅσο γιὰ τὶς παστοῦρες, εἶναι χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τοῦ πῶς ἀντιλαμβάνονται τὴν ὕπαιθρο οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλης. Δὲν ἀγαπᾶ κανένας τὰ ζωντανά του πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν τσομπάνο. Δὲν τὸ κάνει γιὰ νὰ τὰ βασανίσει, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ ἐμποδίσει νὰ πηδοῦν πάνω ἀπὸ τοὺς τοίχους τῶν χωραφιῶ· μιὰ πρακτικὴ αἰώνων.

  91. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @Τρίβλαξ (86). Γειά σου, Χρῆστο.

    Σ᾿ εὐχαριστῶ πολὺ γιὰ τὰ καλά σου λόγια.

    Τὴν πάνω καὶ κάτω καιριὰ τὴν γράφω ἔτσι, ἐπειδή, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνω, ἔτσι τὴν ἐτυμολογῶ.

    Αὐτὸ δὲν συμβαίνει μὲ ὅσους μιλοῦν ὅπως ἔμαθαν· ἀκούγοντάς το ἀπὸ τοὺς παλιότερους.

  92. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    Ευχαριστώ όλους τους φίλους σχολιαστές για τις ευχές. Να πώ κι εγώ με την σειρά μου χρόνια πολλά στους Γιώργηδες του ιστολογίου, Γιώργο Μ, Γιώργο Κατσέα, τον φίλο Γιώργο από το Ν. Ψυχικό που έχει πολύ καιρό να σχολιάσει, φυσικά στον φίλο μου Gee, και εννοείται στον απίθανο (για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι😊) Nέο Kid Στο Block.

    Εδώ και τρείς μήνες, έχω ανοιχτεί σε διάφορα μέτωπα, πολύ ενδιαφέροντα για μένα, και εντελώς αδιάφορα για εσάς, με συνέπεια να σχολιάζω σπανίως, κάτι που είχα προαναγγείλει. Το λέω για όποιους λίγους ανησυχούν.😂

    Kαι δυό λόγια για το διήγημα του φίλου μου Δημήτρη, θεωρώ πως είναι ό,τι καλύτερο μας έχει παρουσιάσει μέχρι τώρα, υπέροχο, πάντα τέτοια. 👍
    Όπως με πληροφόρησε ο Gee, το ιστολόγιο έσπασε το φράγμα του θηρίου. Θεωρώ πως η δική μου απουσία (από τον Μάρτιο έχει πάρει τον δρόμο για την κορυφή το ιστολόγιο, τυχαίο;😂) σε συνδυασμό με τα ωραία διηγήματα και πονήματα των εκλεκτών σχολιαστών, Alexis, Corto, Μαρτίνος, ΣΠ, ΣτοδγιάλοΧτήνος, Κώστας, Dryhamer, Πέπε, κλπ, αλλά και την άμεση κόκκινη στον γελοίο φασιστάκο, συνέβαλαν σ΄αυτή την ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗ άνοδο.
    ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ, ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΙ ΜΑΣ!

    Σαν κέρασμα για την γιορτή μου, σας έχω ένα υπέροχο περσινό άλμπουμ από ένα πολύ αγαπημένο μου γαλλικό συγκρότημα, τους Lazuli, που μάλλον ελάχιστοι γνωρίζετε. Αυτό το άλμπουμ νομίζω πως είναι η κορύφωσή τους, φυσικά ελπίζω να διαψευστώ σύντομα.

    Για βιβλίο έχω μια περίεργη πρόταση. Προχθές που έψαχνα στην (διασκορπισμένη σε δεκάδες σημεία) βιβλιοθήκη για να βρώ ένα βιβλίο στην κοπελιά που φιλοξενούσαμε για 10 μήνες (ισορρόπησε και πήγε στο σπίτι της, αλλά μας θεωρεί ως την πραγματική της οικογένεια, δύσκολη περίπτωση οι γονείς της, χωρίς να είναι κακοί με την κυριολεκτική έννοια, θα έλεγα οι μέσοι γονείς που θέλουν το καλό των παιδιών τους, ποιό είναι αυτό όμως;) βρήκα κάποια ανάκατα χαρτιά με ποιήματα.
    Μου τα είχε δώσει ένας φίλος πρίν τρία χρόνια, τα έχει γράψει μια αμερικανίδα ποιήτρια η Andrea Applebee που είναι σχεδόν τυφλή. Η ιστορία της μου ξύπνησε μερικές από τις πιο δυνατές εμπειρικές μνήμες της ζωής μου (κι έχω ζήσει πολλές) υπέροχες και συνάμα τραγικές με μια κοπέλα ελληνοαμερικάνα που γνώρισα το μακρινό 1981.

    Όσο κι αν έψαξα, δεν έχω βρεί τίποτε για την Αpplebee, πέρα από αυτό το λίνκ που θα αναρτήσω. Μία διεύθυνση που είχα βρεί για να αγοράσω κάποιο βιβλίο της σε ηλεκτρονική μορφή, δεν λειτουργούσε. Όποιος ενδιαφέρεται, ας ψάξει (εγώ δεν είμαι κι ότι καλύτερο😂) κι ας το δημοσιεύσει εδώ να το δώ κι εγώ, νομίζω πως αξίζει τον κόπο.

    https://www.neakriti.gr/article/politismos/1548067/andrea-applebee-i-tufli-poiitria-pou-vlepei-mono-to-ble-tis-elladas/

    Υ.Γ – Για τις κυρίες που μου ευχήθηκαν, έχω ξεχωριστή αφιέρωση.

  93. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    24 – Συντρόφισσα Χαρούλα, διάβασα τις ευχές σου στο μηνολόγιο, αν και τις βρήκα υπερβολικές, σ΄ευχαριστώ πολύ. Η άποψή μου, είναι πως όλοι γεννιόμαστε ξεχωριστοί, απλώς το πατριαρχικό οικονομικό σύστημα μας θέλει όλους ίδιους και εν πολλοίς, μέσω της οικογένειας, της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και της θρησκευτικοκομματικής κοινωνίας, το καταφέρνει.
    Κατά τ΄άλλα, δεν είμαι κάτι το ιδιαίτερο, είμαι ένας φτωχός και μόνος τρελαμένος που με λέει η Παπέν μου😂, αλλά και απέραντα πλούσιος σε αισθήσεις και συναισθήματα, με φίλους σε όλο τον πλανήτη κυριολεκτικά. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από την ζωή; 😍
    Ένα είναι βέβαιο, θα πεθάνω πλεονασματικός.😂

    Αυτό το υπέροχο γαλλικό τραγούδι για σένα.

  94. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    70 – Ευχαριστώ παλαβό μου Κρί Κρί, να είσαι πάντα ονειροπαρμένη και κάνε κι ένα κόπο να γράψεις κι εσύ κάτι στο ιστολόγιο, μάλλιασε η γλώσσα μου να στο λέω τόσα χρόνια. Να δείς μετά πώς φτάνει στα πρώτα 100 της Αλέξαινας.😂

    Για σένα κάτι εντελώς διαφορετικό, μια όμορφη διασκευή από δύο μεγάλους καλλιτέχνες, πιστεύω πως ταιριάζει στο μαγικό μυαλό σου και θα το κάνει να ταξιδέψει και να ονειρευτεί, ε μετά όλο και κάτι καλό θα βγεί.😊
    Φιλιά.

  95. sarant said

    92 Χρόνια πολλά Λάμπρο, καλό είναι να σε βλέπουμε έστω κι έτσι, σαν διάττοντα αστέρα!

  96. Γιάννης Ιατρού said

    95: Κομήτη, τον διάττοντα τον βλέπεις μόνο μιά φορά… 🙂 🙂

  97. nwjsj said

    Πολλαπλά Χρόνια Πολλά για τις μέρες που πέρασαν, για τη σημερινή και για όσες/όσους γιόρταζαν. Να είστε καλά, να γλεντάτε και να προσέχετε τους εαυτούς σας!

    Η ιστορία του Γιάννη μου άρεσε πολύ, είχε κάτι από Γολγοθά κι Ανάσταση και ήταν μια ωδή στη δύναμη του μυαλού και της ψυχής του ανθρώπου, ο οποίος καταφέρνει να βγει νικητής παρά τις αντιξοότητες. Όπως πάντα η διήγηση με τα ηθογραφικά του τόπου και της εποχής με απορρόφησε τόσο που στεναχωρήθηκα όταν έφτασε το τέλος. Εύγε στον κ. Μαρτίνο, πάντα να μας ταξιδεύει με την έμπνευσή του!

  98. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @ΛΑΜΠΡΟΣ (92). Φίλε, σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ τὰ καλά σου λόγια. Νὰ τὰ ποῦμε κι ἀπὸ κοντὰ σύντομα.

    @nwjsj (97). Εὐχαριστῶ κι ἐσένα, Νόηση, γιὰ ὅσα ὄμορφα μοῦ γράφεις. Νὰ εἶσαι πάντα καλὰ καὶ μὲ διάθεση γιὰ γλέντια καὶ καλὲς παρέες.

  99. Χαρούλα said

    #93 ΛΑΜΠΡΟ, ευχαριστώ και γω πολυ! Πραγματικά πολύ όμορφο το τραγούδι.

  100. Πέπε said

    Κατόπιν συντόμου απουσίας, χρόνια πολλά σε όλους όσοι γιόρταζαν αυτές τις μέρες, τον Λάμπρο, τους Γιώργηδες, τους άλλους, και τον υπόλοιπο κόσμο που δε γιόρταζε. (Εγώ για πάρτη μου γιόρτασα μεγαλοπρεπώς το άνοιγμα της εστίασης.)

    Ευχαριστούμε για την υπέροχη ιστορία του Δημήτρη. Ο Δημήτρης είναι ο σπουδαιότερος ανέκδοτος λογοτέχνης που γνωρίζω.

    Θέλω να σχολιάσω ότι στο σημείο που βλέπανε πάλη και όλο το γήπεδο φώναζε «βάρ’ του» και ο παλαιστής είχε σταματήσει και κοίταγε γύρω γύρω θριαμβευτικά, φοβήθηκα λίγο. Μιας και η ιστορία δεν είχε δείξει ακόμη πού κολλάει η πάλη με την όλη υπόθεση, και όλα ήταν ανοιχτά, μου ‘ρθε μια φλασιά από τις Ιστορίες του Μποξ του Τζακ Λόντον, με έναν που τον σκοτώνουν κυριολεκτικά στο ξύλο στον πρώτο του αγώνα (παρεμπιπτόντως, εξαιρετικό βιβλίο: απίστευτο τι μπορεί να γράψει ένας άνθρωπος με αφετηρία ένα άθλημα που μου είναι απόλυτα αδιάφορο, άγνωστο και αντιπαθές). Τέλος πάντων, ευτυχώς εδώ δεν έγινε τίποτα.

    Ωστόσο, στην πραγματική ζωή νομίζω ότι τέτοιες περιπτώσεις σαν του ήρωά μας, που σε ηλικία πέρα από την παιδική αποφασίζει και καταφέρνει να νικήσει και να ανατρέψει όλη του την αδυναμία, σωματική και ψυχική, είναι βέβαια σπάνιες.

  101. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    94 Γεια σου Μπρουκ. Ευχαριστώ! Το πέτυχες! 🙂 Μ΄αρέσει πολύ σε όλες- και στις παραδοσιακές του- εκτελέσεις.
    Πέρνα συχνότερα βρε να μαθαίνουμε νέα κι από τα κορίτσια σου.
    Δουλεύουν καλά οι πατεντάτες αντικορονομάσκες σου;

    Κύριε Μαρτίνο, ξαναδιάβασα το διήγημα.
    Είναι άρτιο. Νταντέλα, που ΄λεγε μια γιαγιά όταν κάτι ήταν άψογο.
    Τη λεπτομέρεια του μπαρμπα-Τάσου του ψάλτη που κάνει γκεστ εμφάνιση στο πρώτο μέρος και επανέρχεται, τσακ μια πινελιά, στο τελευταίο, σήμερα την πρόσεξα και ξαναχάρηκα πόσο καλοφτιαγμένο είναι το διήγημα.

  102. loukretia50 said

    Θαυμάσιο αγαπητέ Δον! Αναμενόμενο βέβαια, πάντα απολαυστικές οι ιστορίες σου!
    Καθυστερημένα το χάρηκα, αλλά άξιζε να περιμένω!
    Ιδιαίτερα μου άρεσε το μη αναμενόμενο τέλος και ο τρόπος που ζωντανεύεις εικόνες από μια άλλη εποχή – όχι αθωότερη, ούτε τόσο μακρινή. Νοιώθουμε την αγάπη σου για τους ανθρώπους και τον τόπο σου, ενώ μοιραζόμαστε αναμνήσεις και συναισθήματα που τόσο όμορφα μας εξιστορείς.
    Δεν έχει σημασία που δεν πρόλαβες να συμπεριλάβεις όλα όσα είπες πως θάθελες, οι γραφικές παραδόσεις του νησιού αποτελούν μια θαυμάσια ευκαιρία για να υφάνεις μια ξεχωριστή ιστορία!
    Να είσαι καλά!
    =================

    Λαμπρούκο, χρόνια σου πολλά!
    Η ζωή είναι λίγη, εύχομαι να τη χαίρεσαι με όποιο τρόπο προτιμάς!

  103. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @Πέπε (100). Εὐχαριστῶ γιὰ τὸν ἔπαινο, ἂν καὶ διαβάζοντας τέτοια δὲν θέλει καὶ πολὺ νὰ τὴν ψωνίσει κάποιος.

    Εὐτυχῶς δημοσιεύονται τόσα ὡραῖα κείμενα στὸ ἱστολόγιο -ζήλεψα τὸ Σπρεσόμπρικό σου- κι ἔτσι ξανάρχομαι στὰ ἴσα μου.

    @ΕΦΗ-ΕΦΗ(101). Εὐχαριστῶ καὶ γιὰ τὰ νέα ἐγκώμια.

    Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τὸ περιβάλλον τοῦ ἱστολογίου μὲ βοήθησε νὰ ξαναρχίσω τὸ γράψιμο καὶ μὲ παρακίνησε νὰ τὸ συνεχίσω.

    Ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ στὸν Νικοκύρη γιὰ τὴ φιλοξενία ποὺ μᾶς δίνει, ἀλλὰ καὶ στοὺς σχολιαστές, ποὺ στηρίζουν ὅλες αὐτὲς τὶς προσπάθειες.

    @Loukretia50(102). Εὐχαριστῶ, Λοῦ. Νὰ εἶσαι καλὰ κι ἐσύ.

    Καὶ νὰ μᾶς χαρίζεις τὰ ὄμορφά σου στιχουργήματα καὶ τὴν ἁπλοχωριὰ τῆς ψυχῆς σου.

    Περιττὸ νὰ ἐπαναλάβω τὴν προσμονὴ γιὰ δικό σου πεζό.

  104. 103# Ασε Δον μου, δε μασάει. Τι υποσχέσεις, τι δώρα, τι απειλές, τι ξύλο, έχω δοκιμάσει τα πάντα και τα κοάλα μαζί. Χρυσή την έχω κάνει, την αστυνομία της έφερα, δε λέει να γράψει 🙂

  105. Γιάννης Ιατρού said

    104: κεφτεδάκια δοκίμασες; 🙂

  106. 105# Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω ούτε ένα στην ευρύτερη περιφέρεια. Μυστήριο πράμα για το οποίο δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια ευλογοφανή αιτία 🙂

  107. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    95 – Ευχαριστώ Νίκο, θα με βλέπετε που και πού όπως είχα πεί, τα χούγια μου τα ξέρεις, είναι του (μεγάλου) ύψους και του βάθους,😂 συν κάποια άλλα πράγματα που επιχειρώ (δυό τρείς φίλοι από δω ξέρουν) ο χρόνος είναι περιορισμένος, κι όπως κι αν το δείς, δεν ήμουν ποτέ ο τύπος της αδράνειας.
    Μετά τους εμβολιασμούς, να κανονίσουμε καμιά σύναξη, να φάμε να πιούμε να ακούσουμε ποιήματα, και να τραγουδήσουμε, όπως κάνουμε κάθε φορά, αλλά αυτή να είναι στην μνήμη του εν Βίλχελμ Ράιχ αδελφού μου.

    98 – Ναι βρε Δημήτρη, άλλωστε ένα τσιγάρο δρόμο με τα πόδια είμαστε. Όμως, τώρα που το σκέφτομαι, εμείς δεν καπνίζουμε, πώς θα μετρήσουμε την απόσταση ρε φίλε; Μεγάλο μπέρδεμα.😂

    102 – Ευχαριστώ αερικό μου, μου έχει λείψει το απέραντο γαλάζιο βλέμμα σου και το πεταλουδίστικο χαμόγελό σου. Άντε με το καλό να βρεθούμε όλοι μαζί (ναι και το Χτήνος😂). Να σε δώ να παραγγέλνεις κεφτεδάκια για ΟΛΟΥΣ και τι στον κόσμο!😂😂😂 Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την παιδιάστικη αθώα έκφραση που είχες τότε.
    Είσαι υπέροχη κι έτσι να μείνεις.

    «Η ζωή είναι λίγη»
    Τελικά μόνο σε μένα φαίνεται μεγάλη; Η ζωή καλή μου, είναι μια τούρτα κι ο θάνατος το κερασάκι, αν έχεις φάει την τούρτα το κερασάκι, είναι μπόνους, αν δεν την δοκίμασες και σου έμεινε μόνο το κερασάκι, τότε είναι λίγη.
    Η φιλοσοφία μου στην ζωή, είναι τρείς λέξεις, ΝΑ ΠΕΡΝΑΣ ΚΑΛΑ, κι ό,τι χρειάζεται γι΄αυτό, το έχουμε όταν γεννιόμαστε, τόσο απλό!😊

    Αυτό το γεμάτο συναισθήματα τραγούδι που ακούω τώρα, για σένα. Το σόλο στο τέλος, δές το σαν το κερασάκι της τούρτας που λέω, τα συναισθήματα που δημιουργεί, ταιριάζουν και με φαγωμένη και με αφάγωτη.
    Μπορείς πάντα να ζείς με αισθήσεις ή με ψευδαισθήσεις.
    Φιλιά.

  108. Γιάννης Ιατρού said

    107: …συν κάποια άλλα πράγματα που επιχειρώ (δυό τρείς φίλοι από δω ξέρουν)…

    Εγώ πάντως σου τό ΄πα, τους άλλους ακόμα μέσα τους έχουν 🙂 🙂 🙂

Σχολιάστε