Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ocean 1212-W (διήγημα της Σύλβιας Πλαθ, σε μετάφραση Γιάννη Πολύζου)

Posted by sarant στο 26 Ιουνίου, 2022


Δημοσιεύω σήμερα ένα αυτοβιογραφικό διήγημα της Σύλβιας Πλαθ, που το μετέφρασε ο φίλος μας ο Missing Ink, κατά κόσμον Γιάννης Πολύζος. Θα θυμάστε ότι πριν από 3-4 μήνες είχαμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο ένα απόσπασμα από το αντιπολεμικό μυθιστόρημα Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του, του συγγραφέα Ντάλτον Τράμπο, πάλι σε μετάφραση του φίλου μας. Εκείνη η πρώτη δημοσίευση ώθησε τον φίλο μας να ξανακοιτάξει μια παλιά του μισοτελειωμένη μετάφραση και να την ετοιμάσει για παρουσίαση στο ιστολόγιο.

Η Σύλβια Πλαθ (1932-1963) είναι βεβαια περισσότερο γνωστή σαν ποιήτρια, σήμερα όμως θα παρουσιάσουμε ένα αυτοβιογραφικό πεζογράφημά της, γραμμένο λίγους μήνες πριν η Πλαθ θέσει η ίδια τέρμα στη σύντομη ζωή της. Το κείμενο, με αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, όμως σημαδεμένης από τον θάνατο του πατέρα, γράφτηκε τον Δεκέμβριο του 1962 κατά παραγγελία του BBC για να μεταδοθεί στη σειρά «Συγγραφείς για τον εαυτό τους» (Writers on themselves). Εκδόθηκε μαζί με τα άλλα κείμενα της σειράς αυτής, το 1964, μετά τον θάνατο της Πλαθ.

Ο τίτλος του πεζογραφήματος είναι ο αριθμός τηλεφώνου του σπιτιού της γιαγιάς της Σύλβιας Πλαθ, στην ακτή της Μασαχουσέτης, όπου σαν παιδί ξεκαλοκαίριαζε η ποιήτρια. Τον καιρό εκείνο οι αριθμοί τηλεφώνου στις ΗΠΑ συνδύαζαν γράμματα (που συνήθως αποτελούσαν υπαρκτές λέξεις, δείτε εδώ) και αριθμούς. Για τον λόγο αυτό προτίμησα να το αφήσουμε αμετάφραστο στον τίτλο.

Ocean 1212-W

Το τοπίο των παιδικών μου χρόνων δεν ήταν γη αλλά το τέλος της γης –οι παγωμένοι, αρμυροί, αδιάκοποι λόφοι του Ατλαντικού. Σκέφτομαι κάποιες φορές πως η εικόνα της θάλασσας είναι ό,τι πιο διαυγές έχω συγκρατήσει. Την ανασύρω σε τούτη δω την εξορία, όπως άλλοτε τις «τυχερές» μωβ πετρούλες με τα λευκά τους δαχτυλίδια ή το μπλε κέλυφος ενός μυδιού που από μέσα ιρίδιζε, σαν κάποιο νύχι αγγέλου∙ και μ’ ένα τρικύμισμα της μνήμης τα χρώματα σκουραίνουν και γυαλίζουνε, κείνος ο πρώιμος κόσμος ανασαίνει βαθιά.

Ανασαίνει, ναι, αυτό συμβαίνει πρώτα. Κάτι ανασαίνει. Είναι η δικιά μου αναπνοή; Η αναπνοή της μητέρας μου; Όχι, κάτι άλλο, κάτι πιο μεγάλο, πιο απόμακρο, πιο σοβαρό, πιο κουρασμένο. Με κλειστά μάτια τότε ταξιδεύω για λίγο∙ είμαι ένας μικρός καπετάνιος, γεύομαι της μέρας τον καιρό –τα άγρια κύματα που πολιορκούν τον τοίχο της αυλής, τον αφρό που ραίνει τα γενναία γεράνια της μητέρας μου ή το απαλό ψιθύρισμα μιας λιμνούλας καθρεφτένιας∙ η λιμνούλα αναδεύει λαμπερά ροζ χαλίκια στις άκρες της, τεμπέλικα και τρυφερά, μια λαίδη συλλογισμένη καθώς ψαύει κοσμήματα. Μπορεί ν’ ακούγεται το μουρμουρητό της βροχής στο τζάμι, μπορεί ο άνεμος που βαριαναστενάζοντας δοκιμάζει τις ρωγμές του σπιτιού σαν κλειδαρότρυπες. Όμως αυτά ποτέ δε με πλανέψαν. Η θάλασσα με το μητρικό της παλμό περιγελούσε τέτοιας λογής ψευτιές. Σαν γυναίκα μοιραία, κρατούσε μύρια μυστικά∙ είχε πρόσωπα πολλά, πολλά αραχνοΰφαντα, φριχτά μαγνάδια. Μιλούσε για θαύματα και αποστάσεις∙ αν ήταν ικανή να σαγηνεύσει, μπορούσε επίσης να σκοτώσει. Όταν μάθαινα να μπουσουλάω, η μητέρα μου μ’ άφησε στο ακροθαλάσσι για να δει πώς θ’ αντιδρούσα. Τράβηξα ίσια για το ερχόμενο κύμα κι είχα μόλις εισχωρήσει στο γαλαζοπράσινο τείχος, τη στιγμή που μ’ άρπαξε απ’ τις φτέρνες.

Συχνά αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν πρόφταινα να βουτήξω σε τούτο τον καθρέφτη. Άραγε θ’ αναλάμβαναν τα βρεφικά μου βράγχια, το αλάτι μες στο αίμα μου; Έναν καιρό δεν πίστευα στο Θεό ούτε στον Άι Βασίλη, αλλά στις γοργόνες. Η ύπαρξή τους έμοιαζε τόσο λογική και πιθανή όσο κι οι εύθραυστες καμπύλες ενός ιππόκαμπου στο ενυδρείο του ζωολογικού κήπου ή τα σαλάχια που έβγαζαν με κόπο και βρισιές οι ψαράδες της Κυριακής –σαλάχια σαν παλιές μαξιλαροθήκες, με σαρκώδη, σεμνότυφα γυναικεία χείλη.

Κι αναθυμούμαι τη μητέρα μου, θαλασσοκόριτσο κι εκείνη, να διαβάζει σε μένα και τον αδερφό μου –που είχε έρθει λίγο αργότερα– στίχους από το ποίημα του Μάθιου Άρνολντ ‘Ο Ξεχασμένος Τρίτων’:

Σπηλιές σπαρμένες άμμο, βαθιές και δροσερές
όπου οι άνεμοι λουφάζουνε μακριά από τις πηγές∙
όπου τα φώτα τ’ αμυδρά σβήνουν και τρεμοπαίζουν∙
όπου τα ρεύματα τη βλάστηση την αρμυρή λικνίζουν∙
όπου της θάλασσας τα τέρατα συνάζονται ένα ένα
τροφή να βρουν στα πράσινα, λασπώδη τους λημέρια∙
όπου κουλούρες γίνονται και ξεγλιστρούν τα χέλια
στεγνώνουνε τα καύκαλα και λιάζονται στην άρμη∙
όπου πελώριες φάλαινες με άγρυπνο το μάτι
για κάποια άλλη θάλασσα πλέουν και χαιρετούν
τον κόσμο μας γυρίζοντας δίχως να σταματούν.

Είδα το δέρμα μου ν’ ανατριχιάζει. Σαν τι να το προκάλεσε; Δεν ήτανε το κρύο. Μήπως είχε περάσει κάποιο φάντασμα; Όχι, η ποίηση ήταν. Μια σπίθα πετάχτηκε απ’ τον Άρνολντ και με συντάραξε, σαν ρίγος. Ήθελα να κλάψω∙ ένιωθα τόσο περίεργα. Είχα ανακαλύψει έναν καινούργιο τρόπο να νιώθω χαρούμενη.

Από καιρό σε καιρό, όταν με πιάνει νοσταλγία για τον ωκεανό των παιδικάτων μου –τις οιμωγές των γλάρων και την αρμύρα στον αέρα, κάποιος πονετικός φίλος θα με φορτώσει σ’ ένα αυτοκίνητο και θα με πάει στο κοντινότερο σημείο απ’ όπου μπορώ ν’ αγναντεύω τα πελάγη. Στο κάτω κάτω, στην Αγγλία δεν υπάρχει μέρος που ν’ απέχει παραπάνω από, πόσο; εβδομήντα μίλια από τη θάλασσα. «Ορίστε» θα μου πουν, «να τη». Λες και η θάλασσα είναι καμιά πίννα, που τη σερβίρεις στο πιάτο κι έχει την ίδια γεύση σε όλα τα εστιατόρια του κόσμου. Βγαίνω από τ’ αυτοκίνητο, τεντώνομαι, ρουθουνίζω. Η θάλασσα. Αλλά δεν είναι το ίδιο, δεν είναι το ίδιο ούτε γι’ αστείο.

Η τοποθεσία κατ’ αρχάς είναι τελείως λάθος. Πού είναι ο γκρίζος αντίχειρας του υδραγωγείου στα αριστερά και η δρεπανοειδής σειρά αμμόλοφων (πετρόλοφων, εδώ που τα λέμε) κάτω απ’ αυτόν, κι η φυλακή του Ντιρ Άιλαντ στα δεξιά, στην άκρη άκρη των λόφων; Ο δρόμος που ήξερα έστριβε κι έμπαινε μες στα κύματα, με τον ωκεανό από τη μια μεριά, τον κόλπο από την άλλη∙ και το σπίτι της γιαγιάς μου, χτισμένο θαρρείς πάνω στη θάλασσα, να βλέπει την ανατολή, λουσμένο από ένα κόκκινο φως και τις αντανακλάσεις των νερών.

Μέχρι σήμερα θυμάμαι τον αριθμό της: ΩΚΕΑΝΟΣ 1212-Ω. Επαναλάμβανα τη φράση στην τηλεφωνήτρια, από το σπίτι μας στη γαλήνη του κόλπου, ένα ξόρκι, μια έξοχη ρίμα, ενώ σχεδόν περίμενα το μαύρο ακουστικό να μου στείλει, σαν χοάνη, τον αχό της ανοιχτής θάλασσας μαζί με το «Λέγετε» της γιαγιάς μου.

Η ανάσα της θάλασσας, λοιπόν. Κι έπειτα τα φώτα της. Ήταν κάποιο τεράστιο, ακτινοβόλο ζώο; Και με κλειστά τα μάτια ακόμη, μπορούσα να νιώσω τις εκλάμψεις απ’ τους αστραφτερούς καθρέφτες της να ψηλαφούν τα βλέφαρά μου. Ξάπλωνα σ’ ένα λίκνο υδάτινο, και οι φλογώδεις ακτίνες της έβρισκαν τις χαραμάδες στο σκουροπράσινο στόρι, παιχνίδιζαν και χορεύαν ή ακινητούσαν μ’ ένα ελαφρύ τρεμούλιασμα. Την ώρα του μεσημεριανού ύπνου χτυπούσα με το νύχι τον κούφιο μπρούτζινο σκελετό του κρεβατιού, μου άρεσε ν’ ακούω τη μουσική του και μια φορά, κατάπληκτη κι ενθουσιασμένη με την ανακάλυψή μου, βρήκα μιαν άκρη της καινούριας τριανταφυλλί ταπετσαρίας και με το ίδιο περίεργο νύχι γύμνωσα ένα σεβαστό κομμάτι του τοίχου. Έφαγα γερή κατσάδα, και κάνα-δυο στον πισινό, κι έπειτα ο παππούς μου με πήρε από τις μέγαιρες του σπιτιού για μια μεγάλη βόλτα προς την ακρογιαλιά, πάνω σε πέτρες πορφυρές με ήχους αλλόκοτους.

Η μητέρα γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ίδιο αυτό θαλασσόδαρτο σπίτι∙ θυμόταν μέρες ναυαγίων που οι κάτοικοι ανασκάλευαν τ’ απομεινάρια λες και βρίσκονταν σε κάποια υπαίθρια αγορά –τσαγέρες, τόπια μουλιασμένου υφάσματος, το μοναχικό, πένθιμο παπούτσι. Όμως ποτέ, απ’ όσο θυμόταν, κάποιον πνιγμένο ναύτη. Πήγαιναν κατευθείαν να βρουν τον Ντέιβι Τζόουνς. Παρ’ όλ’ αυτά, και τι δε θα μπορούσε να μας κληροδοτήσει η θάλασσα; Δεν έχανα τις ελπίδες μου. Καφετιά και πράσινα θραύσματα από γυαλί ήταν συνηθισμένα, τα μπλε και τα κόκκινα σπανίζαν: φανάρια βυθισμένων καραβιών; Ή μήπως οι αρμυροφαγωμένες καρδιές από μπουκάλια μπύρας και ουίσκι. Πού νά ’ξερε κανείς.

Φαντάζομαι πως η θάλασσα κατάπιε δεκάδες σετ τσαγιού –πεταμένα χωρίς σκέψη από πλοία της γραμμής ή από προδομένες νύφες που τα εμπιστεύθηκαν στο κύμα. Μάζευα κομματάκια από πορσελάνη, με κλαδιά στις άκρες και πουλιά ή στεφάνια από μαργαρίτες. Κανένα σχέδιο δεν ταίριαζε ποτέ με κάποιο άλλο.

Έπειτα μια μέρα στρώμα το στρώμα η ακρογιαλιά πύρωσε στο κρύσταλλο του ματιού μου, κι άφησε το σημάδι της για πάντα. Φλογισμένος Απρίλης. Ζέσταινα τον πισινό μου στα γυαλιστερά μαρμάρινα σκαλιά της γιαγιάς μου, καθώς παρατηρούσα το σοβαντισμένο τοίχο με τον ετερόκλητο διάκοσμό του από κοχύλια, τσόφλια, χρωματιστά γυαλιά. Η μητέρα μου ήταν στο νοσοκομείο. Πήγαιναν τρεις βδομάδες που έλειπε. Κρατούσα μούτρα σε όλους. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Η εγκατάλειψή της είχε ανοίξει μια τρύπα στους ουρανούς μου, που σιγόκαιγε. Πώς μπόρεσε αυτή, με την τόση της αγάπη κι αφοσίωση, να με παρατήσει έτσι εύκολα; Η γιαγιά μου τραγουδούσε μουρμουριστά κι έπλαθε τη ζύμη της με συγκρατημένο ενθουσιασμό. Σαν καθωσπρέπει κυρία του παλιού καιρού, έσφιγγε τα χείλη, δεν αποκάλυπτε τίποτα. Στο τέλος μαλάκωσε λιγάκι. Με περίμενε μια έκπληξη όταν θα επέστρεφε η μητέρα. Θα ήταν κάτι ωραίο. Θα ήταν –ένα μωρό.

Ένα μωρό.

Τα μισούσα τα μωρά. Εγώ που, επί δυόμισι χρόνια ήμουν το κέντρο ενός σύμπαντος όλο τρυφερότητα, ένιωθα ξαφνικά τον άξονα ν’ αντιστρέφεται και πολικό ψύχος να παγώνει τα κόκαλά μου. Θα ήμουν μία κομπάρσα, ένα μουσειακό είδος, ένα μαμούθ. Μωρά… Άκου κει, μωρά!

Ακόμη κι ο παππούς μου, στην τζαμωτή βεράντα, δεν μπορούσε να με κερδίσει απ’ τη βαθιά μου θλίψη. Αρνήθηκα να κρύψω την πίπα του στο φίκο και να τον κάνω «πίπο». Απομακρύνθηκε αγέρωχος με τ’ αθλητικά του παπούτσια, πληγωμένος κι εκείνος, αλλά σφυρίζοντας. Περίμενα μέχρι η φιγούρα του να σβήσει πέρα απ’ το λόφο του υδραγωγείου, προς τη μεριά του παραλιακού πεζόδρομου∙ οι πάγκοι με τα παγωτά και τα χοτ ντογκ ήταν ακόμα περίκλειστοι με σανίδες, παρά την πρώιμη καλοκαιρία. Το κελαηδιστό του σφύριγμα με καλούσε στην περιπέτεια και τη μακροθυμία. Όμως εγώ δεν ήθελα να ξεχάσω. Με την κακία μου αγκαλιά, απεχθής και πικρόχολη, ένας αξιοθρήνητος μικρός αχινός, σερνόμουν μόνη μου προς την αντίθετη κατεύθυνση, που οδηγούσε στο τρομαχτικό κελί μου. Λες κι από κάποιο άστρο ψηλά παρακολουθούσα, ψυχρή και νηφάλια, τη διάσταση των πάντων. Ένιωθα το τείχος του δέρματός μου: εγώ είμαι εγώ. Εκείνη εκεί η πέτρα είναι μία πέτρα. Η όμορφη ένωσή μου με τα πράγματα αυτού του κόσμου ήταν παρελθόν.

Το κύμα υποχώρησε, αναρρέοντας νωχελικά. Και να με, σκουπίδι κι εγώ, ανάμεσα στα στεγνά μαύρα φύκια που τις σκληρές τους χάντρες συνήθιζα να σπάζω, ανάμεσα σε πορτοκαλόφλουδες και μισά γκρέιπφρουτ κι ένα σωρό κοχύλια που είχε ξεβράσει η θάλασσα. Μέσα σε μια στιγμή, βρέθηκα γερασμένη και μόνη να τα παρατηρώ –κελύφη από σωλήνες, «νεραϊδοβαρκούλες», μύδια γεμάτα λειχήνες, στρείδια με τις κατάστικτες γκρίζες δαντέλες τους (ποτέ δε βρήκα ένα μαργαριτάρι), και μικροσκοπικά λευκά «παγωτά χωνάκια». Μπορούσες πάντα να διακρίνεις τα καλύτερα όστρακα –στο στεφάνι του προηγούμενου κύματος, σημαδεμένα με μια μάσκαρα από πίσσα. Μάζεψα από χάμω, δίχως ίχνος συγκίνησης, έναν ξερό ροζ αστερία. Τον κράτησα στο κέντρο της παλάμης μου, έν’ αστείο ομοίωμα του χεριού μου. Κάποιες φορές έπαιρνα ζωντανούς αστερίες στο σπίτι, τους έβαζα σε βάζα με θαλασσινό νερό, και τους παρατηρούσα καθώς τα κομμένα τους χέρια ξαναφύτρωναν. Εκείνη την ημέρα, την αποφράδα γενέθλια μέρα της ετερότητας, του αντιπάλου μου, ενός ξένου προσώπου, πέταξα τον αστερία πάνω σε μια πέτρα. Να πάει να χαθεί. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε μυαλό.

Το πόδι μου καρφώθηκε στις στρογγυλές, τυφλές πέτρες. Δε δώσαν σημασία. Δεν τις ένοιαζε. Μπορεί και νά ’ταν χαρούμενες, έτσι σκέφτηκα. Η θάλασσα χόρευε ανάλαφρα στο ρυθμό κάποιου βαλς, πηγαίνοντας να συναντήσει το τίποτα, τον ουρανό –η διαχωριστική γραμμή εκείνη την ήρεμη μέρα ήταν σχεδόν αόρατη. Ήξερα απ’ το σχολείο πως η θάλασσα έκλεινε μέσα της τη στρογγυλάδα του κόσμου σαν μπλε πανωφόρι, όμως για κάποιο λόγο τούτη η γνώση ποτέ δεν είχε συνδεθεί με αυτό που έβλεπα –το νερό που έφτανε ως τα μισά της ατμόσφαιρας, ένα επίπεδο, εκτυφλωτικό παραπέτασμα, και τα ίχνη σαν σαλιγκαριού που τα ατμόπλοια αφήναν κατά μήκος του. Απ’ όσο μπορούσα να ξέρω, πηγαινοέρχονταν παντοτινά πάνω σε τούτη τη γραμμή. Τι υπήρχε πίσω απ’ αυτήν; «Η Ισπανία» είχε πει ο Χάρι Μπιν, ο γουρλομάτης φίλος μου. Αλλά ο χάρτης του επαρχιώτικου μυαλού μου ήταν πολύ μικρός για να χωρέσει κάτι τέτοιο. Η Ισπανία. Μαντήλες και χρυσά παλάτια και ταυρομαχίες. Γοργόνες σε βράχια, σεντούκια με κοσμήματα, όλα τόσο εξωτικά, παραμυθένια. Η θάλασσα, δέρνοντας και κατατρώγοντάς τα, θα μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να εναποθέσει ένα κομμάτι τους στα πόδια μου. Ως σημάδι.

Τι είδους σημάδι;

Ένα σημάδι επιλογής, μοναδικότητας. Ένα σημάδι πως δε θα έμενα για πάντα αποδιωγμένη. Και έβλεπα πράγματι ένα σημάδι. Μέσα από ένα σωρό από φύκια, λάμποντας ακόμη, με μια μυρωδιά υγρασίας και φρεσκάδας, άπλωνε ένα μικρό καφετί χέρι. Τι μπορεί να ήταν; Τι θα ήθελα να είναι; Μια γοργόνα, μια ισπανίδα πριγκίπισσα;

Στην πραγματικότητα, ήταν μια μαϊμού.

Όχι αληθινή μαϊμού, αλλά μια μαϊμού από ξύλο. Βαριά απ’ το νερό που είχε καταπιεί και σημαδεμένη από την πίσσα, στεκόταν σκυφτή στο βάθρο της, απόκοσμη και ιερή, αλλόκοτα ξένη με το μακρύ μουσούδι της. Την καθάρισα, τη στέγνωσα, και θαύμασα τα περίτεχνα σκαλιστά μαλλιά της. Δεν έμοιαζε με καμιά απ’ τις μαϊμούδες που είχα δει ως τότε, να τρώνε φιστίκια και να κάνουν ανοησίες. Είχε την ευγενική στάση ενός πιθηκόμορφου Στοχαστή. Συνειδητοποιώ τώρα πως εκείνο το τοτέμ που με τόση φροντίδα είχα λευτερώσει απ’ τις φασκιές του από φύκια (και έκτοτε –φευ!– έχω χάσει μες στις αποσκευές της παιδικής μου ηλικίας) ήταν ένας Ιερός Μπαμπουίνος.

Ώστε η θάλασσα, συναισθανόμενη την ανάγκη μου, είχε στείλει μια ευλογία. Ο μικρός μου αδερφός μπήκε για πρώτη φορά στο σπίτι εκείνη την ημέρα, μαζί του όμως κι ο θαυμάσιος και (ποιος ήξερε;) ίσως ανεκτίμητος μπαμπουίνος μου.

Ήταν η θάλασσα των παιδικών μου χρόνων, λοιπόν, που μου χάρισε την αγάπη για τη μεταμόρφωση και την αγριάδα; Τα βουνά με τρομοκρατούν –απλώς στέκονται εκεί πέρα, είναι τόσο ξιπασμένα. Η ακινησία των λόφων με πνίγει όπως τα παχιά μαξιλάρια. Όποτε δεν περπατούσα πλάι στη θάλασσα, ήμουνα πάνω της ή μέσα της. Ο νεαρός μου θείος, γυμνασμένος κι επιδέξιος, είχε φτιάξει μια κούνια εκεί που σκάει το κύμα. Όταν είχε καλή φουσκονεριά, μπορούσες να δώσεις μια μέχρι την κορφή της, ν’ αφήσεις τα σχοινιά, και να βουτήξεις στο νερό.

Κανείς δε μου έμαθε κολύμπι. Απλώς συνέβη κάποια μέρα. Στεκόμουν σ’ έναν κύκλο με άλλα παιδάκια και παίζαμε μαζί στον ήσυχο κόλπο, το νερό μού έφτανε μέχρι τις μασχάλες και με λίκνιζε με το ανεπαίσθητο ρυτίδωμά του. Ένα κακομαθημένο αγοράκι είχε μια σαμπρέλα όπου καθόταν και κλωτσούσε, παρόλο που δεν ήξερε να κολυμπάει. Η μητέρα μου δε μας άφηνε να δανειστούμε μπρατσάκια ή σαμπρέλες ή φουσκωτά μαξιλάρια, από φόβο μήπως μας παρέσερναν σε μεγαλύτερο βάθος και μας έστελναν έτσι σε πρόωρο θάνατο. «Να μάθετε να κολυμπάτε πρώτα», η ανυποχώρητη επωδός της. Το αγόρι έπεσε στο νερό, κι αρπάζοντας γερά τη σαμπρέλα σκαμπανέβαζε δω και κει, δίχως να θέλει να τη μοιραστεί με κανέναν. «Δικιά μου είναι» έλεγε, και με το δίκιο του. Ξάφνου μια ελαφριά ριπή ανέμου έγδαρε την επιφάνεια, τα νερά σκουρύναν, και το αγόρι άφησε το αυτοσχέδιο ροζ σωσίβιο να του γλιστρήσει από τα χέρια. Γούρλωσε τα μάτια, αιφνιδιασμένο απ’ την απώλεια∙ άρχισε να κλαίει. «Θα τη φέρω εγώ» είπα, κρύβοντας με τούτη την ψευτοπαλικαριά το διακαή μου πόθο να κάνω μια βόλτα στη ράχη της. Πήδηξα στο πλάι με τα χέρια απλωμένα∙ τα πόδια μου έχασαν την επαφή με το βυθό. Βρισκόμουν σε κείνη την απαγορευμένη χώρα –«χωμένη πάνω απ’ το λαιμό». Θα έπρεπε, σύμφωνα με τη μητέρα, να είχα βουλιάξει σαν πέτρα, όμως αυτό δε συνέβη. Το πηγούνι μου ανασηκωμένο, χέρια και πόδια να παλεύουν με τα κρύα, γαλαζοπράσινα νερά. Έπιασα τη σαμπρέλα που απομακρυνόταν γοργά, και γλίστρησα μέσα. Κολυμπούσα. Μπορούσα να κολυμπήσω.

Το αεροδρόμιο απέναντι απ’ τον κόλπο άφησε ένα αερόπλοιο να ξεγλιστρήσει. Ανέβηκε ψηλά σαν ασημένια φυσαλίδα, ένας χαιρετισμός.

Κείνο το καλοκαίρι ο θείος μου κι η μικροκαμωμένη αρραβωνιαστικιά του σκαρώσανε μια βάρκα. Ο αδερφός μου κι εγώ κουβαλούσαμε γυαλιστερά καρφιά. Ξυπνούσαμε κάθε μέρα με το ταπ-ταπ του σφυριού. Το μελένιο χρώμα του φρεσκοκομμένου ξύλου, τα λευκά ροκανίδια (που τά ’χαμε για δαχτυλίδια) κι η ευωδιαστή πριονόσκονη δημιουργούσαν ένα είδωλο, κάτι όμορφο –έν’ αληθινό ιστιοφόρο. Από τη θάλασσα ο θείος μου μας έφερνε σκουμπριά. Έρχονταν στο τραπέζι με τις πρασινωπές και γαλάζιες και μαύρες τους ραβδώσεις να γυαλίζουν ακόμη. Και πραγματικά, η θάλασσα μας ζούσε. Με το κεφάλι και την ουρά ενός μπακαλιάρου η γιαγιά μου έφτιαχνε μια παχύρρευστη σούπα που, αν την έβαζες στο ψυγείο, μεταμορφωνόταν σ’ ένα θριαμβευτικό ζελέ. Δειπνούσαμε με βουτυρένια αχνιστά μύδια, και στήναμε στη σειρά κιούρτους για αστακούς. Αλλά ποτέ δεν μπορούσα να βλέπω τη γιαγιά να βουτάει τους σκουροπράσινους αστακούς –ζωντανούς ακόμη, με τις δεμένες δαγκάνες τους να κουνιούνται πέρα δώθε– στο τσουκάλι που κόχλαζε, απ’ όπου θα έβγαιναν σε ένα λεπτό, κόκκινοι, νεκροί και εδώδιμοι. Ένιωθα το φριχτό ζεμάτισμα του νερού, σαν νά ’ταν το δικό μου δέρμα που καιγόταν.

Η θάλασσα ήταν η κύρια ψυχαγωγία μας. Όταν κατέφθανε παρέα, τους στρώναμε κιλίμια στην παραλία και φέρναμε θερμός και σάντουιτς και πολύχρωμες ομπρέλες, λες και το νερό –άλλοτε γαλάζιο κι άλλοτε γκρίζο, κι άλλοτε σκούρο μπλε ή ασημί, ήταν αρκετό ως θέαμα. Οι μεγάλοι τότε φορούσαν ακόμα εκείνα τα πουριτανικά μαύρα μαγιό, που κάνουν τις φωτογραφίες στα οικογενειακά άλμπουμ να μοιάζουν τόσο αρχαϊκές.

Η έσχατη ανάμνησή μου από τη θάλασσα είναι μία ανάμνηση βίας –μια ακίνητη, νοσηρά κίτρινη μέρα του 1939, η θάλασσα στιλπνή σαν λιωμένο ατσάλι, ένα βαρύθυμο ζώο που παλεύει να σπάσει το λουρί του, μ’ ένα διαβολικό βιολετί στα μάτια. Ανήσυχα τηλεφωνήματα έφταναν από το σπίτι της γιαγιάς μου στην όχθη του ωκεανού, στο δικό μας σπίτι, στον κόλπο. Ο αδερφός μου κι εγώ, μισό μέτρο ανθρωπάκια ακόμη, ρουφούσαμε τις κουβέντες για παλιρροϊκά κύματα, υπερυψωμένο έδαφος, παράθυρα σφραγισμένα με σανίδες και βάρκες ξυλάρμενες, σαν κάποιο θαυμαστό ελιξίριο. Ο τυφώνας αναμενόταν το σούρουπο. Εκείνο τον καιρό οι τυφώνες δε φύτρωναν στη Φλόριντα για ν’ ανθίσουν κάθε άνοιξη πάνω απ’ το Κέιπ Κοντ, όπως συμβαίνει τώρα –μπαμ, μπαμ, μπαμ, συχνοί σαν πυροτεχνήματα της 4ης Ιουλίου και βαφτισμένοι με γουστόζικα γυναικεία ονόματα. Τούτη δω ήταν μία τερατώδης σπεσιαλιτέ, ένας Λεβιάθαν. Ο κόσμος μας θα μπορούσε να χαθεί στα σαγόνια του, να γίνει χίλια κομμάτια. Θέλαμε λοιπόν κι εμείς μερτικό στην αναμπουμπούλα.

Το καταραμένο απόγευμα σκοτείνιασε αφύσικα νωρίς, λες κι ό,τι έμελλε να συμβεί έπρεπε να μείνει αθέατο, χωρίς αστέρια ή πυρσούς να το φωτίζουν. Η βροχή άρχισε να πέφτει με μανία, μια τεράστια υδάτινη κουρτίνα βγαλμένη από βιβλική αφήγηση. Έπειτα ο άνεμος. Ο κόσμος όλος είχε γίνει ένα τύμπανο. Και καθώς χτυπιόταν από παντού, έτριζε και παλλόταν. Χλωμοί μα τρισευτυχισμένοι στα κρεβάτια μας, ο αδερφός μου κι εγώ σιγοπίναμε το βραδινό μας ζεστό. Δεν επρόκειτο, φυσικά, να κοιμηθούμε. Σκαρφαλώσαμε μέχρι ένα στόρι και το ανασηκώσαμε λιγάκι. Τα πρόσωπά μας αιωρούνταν σ’ έναν υγρό μαύρο καθρέφτη, δυο νυχτοπεταλούδες που προσπαθούσαν να τον διαπεράσουν. Δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα. Ακουγόταν μόνο ένα ουρλιαχτό που ζωήρευε κάθε τόσο από κρότους, πάταγους, βογκητά, καθώς και αντικείμενα που πετάγονταν και θρυμματίζονταν εδώ κι εκεί, σαν πιατικά σε καβγά γιγάντων. Το σπίτι τραντάζονταν συθέμελα. Τραντάζονταν και τραντάζονταν και τραντάζονταν, μέχρι που αποκοίμισε τους δυο μικρούς του νυχτοφύλακες.

Τα συντρίμμια την επομένη ήταν πέρα από κάθε προσδοκία –ξεριζωμένα δέντρα και τηλεγραφόξυλα, ρημαγμένα εξοχικά που έμοιαζαν να επιπλέουν γύρω από το φάρο, κι ό,τι είχε απομείνει απ’ τα τσακισμένα, ξεκοιλιασμένα πλοιάρια. Το σπίτι της γιαγιάς μου είχε αντέξει, αντρειωμένο –παρόλο που τα κύματα έσκαγαν ακριβώς πάνω στο δρόμο, και ξεχύνονταν στον κόλπο. Ο μαντρότοιχος του παππού μου τό ’χε σώσει, έτσι λέγαν οι γείτονες. Χρυσές σπείρες από άμμο είχαν σκεπάσει το φούρνο, τα καλύμματα του καναπέ είχαν λεκέδες από αλάτι κι ένας νεκρός καρχαρίας κείτονταν εκεί που κάποτε υπήρξε το παρτέρι με τα γεράνια. Όμως η γιαγιά μου είχε επιστρατεύσει τη σκούπα της, και σύντομα όλα θα ήταν μια χαρά.

Κι εδώ κάπου θολώνει η εικόνα εκείνης της παιδικής μου ακρογιαλιάς. Ο πατέρας μου πέθανε, μετοικήσαμε στα μεσόγεια. Έκτοτε αυτά τα εννιά πρώτα χρόνια της ζωής μου σφραγίστηκαν μόνα τους, σαν καραβάκι σε μπουκάλι –όμορφα, μακρινά, αχρηστεμένα, ένα εύθραυστο, ιπτάμενο λευκό παραμύθι.

99 Σχόλια to “Ocean 1212-W (διήγημα της Σύλβιας Πλαθ, σε μετάφραση Γιάννη Πολύζου)”

  1. Ανδρέας Τ said

    Καλημέρα. Ποιητικό κι ας είναι πρόζα. Μια ερώτηση. Όταν κάπου στην αρχή του κειμένου υπάρχει η λέξη «παιδικάτων» είναι καινούργια λέξη η λάθος;

  2. Reblogged στις anastasiakalantzi59.

  3. Κατά τα μικράτα και τα παιδικάτα

  4. Πολύ ωραίο! Ευχαριστούμε Missing Ink!
    Ανδρέα, αλήθεια, δεν εχεις ακούσει τη λέξη «τα παιδικάτα μου»;

    Όμως ποτέ, απ’ όσο θυμόταν, κάποιον πνιγμένο ναύτη. Πήγαιναν κατευθείαν να βρουν τον Ντέιβι Τζόουνς.
    ————————
    Davy Jones’s locker https://en.wikipedia.org/wiki/Davy_Jones%27s_locker

  5. Γιάννης Κουβάτσος said

    «Τα παιδικάτα μου άχαρα, τα νιάτα στερημένα» («Επιτάφιο», του Βάρναλη)

  6. Οσο και τέχνη νάχει ο συγγραφέας, η παραγγελιά φαίνεται στο γράψιμο, ζορισμενη (μου) βγαίνει η έμπνευση…
    Θεωρώ την μετάφραση πολλή καλή αλλά το θέμα του κειμένου, σπασμωδικά μου βγαίνει…
    Και γιατί αυτοκτόνησε ; Δεν ήταν δα κι ο Ιαν Κέρτις !

  7. Ανδρέας Τ said

    @4 Πρώτη φορά βλέπω αυτή τη λέξη. Ίσως γιατί λείπω πάνω από μισό αιώνα από τον τόπο μας.

  8. «…πριν η Πλαθ θέσει η ίδια τέρμα στη σύντομη ζωή της»

    Είμαι χρονίως θυμωμένος με όλους τους αυτόχειρες καλλιτέχνες (από Λαπαθιώτη και Καρυωτάκη και Άσιμο μέχρι Χέμινγουεϊ και Μονρόε και Γώγου και Μαγιακόφσκι) γιατί στέρησαν από την ανθρωπότητα το ταλέντο τους.

  9. Πουλ-πουλ said

    Μπράβο Νικοκύρη!
    Ωραία και ρέουσα η μετάφραση (έμαθα και το μαγνάδι).
    Πάω για κοχύλια.
    Καλημέρα

  10. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια και χαίρομαι που σας άρεσε το διήγημα

    2-3-4 Απαντήθηκε, αλλά να πούμε ότι σπάνια εμφανίζεται στη γενική. Θα μπορούσε να βάλει, τώρα που το σκέφτομαι, ίσως, «από τα παιδικάτα μου». Αν και το διάβασα κάμποσες φορές και δεν σκόνταψα.

  11. # 8

    Πιθανόν να είναι μια σοφή κίνηση όταν διαπιστώνουν πως δεν έχουν τίποτε άλλο να δώσουν κι από την άλλη έχουν συνηθίσει να είναι στο προσκήνιο. Ειδικά για τον Χεμινγουέη, έχει γραφτεί πως αυτοκτόνησε όταν διαπίστωσε πως δεν μπορούσε πια να γράφει όπως έγραφε

  12. Γιάννης Κουβάτσος said

    8:Κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει στην ψυχή του άλλου, οπότε ας μην κρίνουμε. Παρεμπιπτόντως, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η Μονρόε αυτοκτόνησε.

  13. Παναγιώτης Κ. said

    «στην Αγγλία δεν υπάρχει μέρος που ν’ απέχει παραπάνω από, εβδομήντα μίλια από τη θάλασσα».
    Π.χ για την Πελοπόννησο ποια θα ήταν η αντίστοιχη απόσταση;
    Γεωμετρικό προβληματάκι προσπαθώ να στήσω με βάση τον χάρτη…

    Είναι αυτονόητος ο έπαινος για τη συγγραφέα. Εξ ίσου έπαινος ταιριάζει και στον μεταφραστή διότι απέδωσε το κείμενο με ρυθμό!

    Με παραξένευαν τα ποιητικά ονόματα που χρησιμοποιούσαν στα τηλεφωνήματα όπως ακούγονταν σε ταινίες εποχής όπου, η συνδιάλεξη γίνονταν με τη μεσολάβηση τηλεφωνήτριας. Σήμερα έλυσα αυτή την απορία!

  14. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Αχ Νικοκύρη! αχ φίλε κύριε Πολύζο! Γλυκόπικρο δώρο το σημερινό. Η Σ.Π. μού είναι λατρευτή και λατρεμένη. Απ΄όταν την ανακάλυψα διάβαζα με πάθος ό,τι έβρισκα να γράφεται για κείνην. Όλους τους πόνους των ποιητών, όλες τις γυναικείες συναισθηματικές αποχρώσεις, τα ψυχικά αδιέξοδα, το λεπτό, λεπτότατο χώρισμα που μπαίνει ανάμεσα σ΄εμάς και το από το απονενοημένο, μερικές στιγμές απόγνωσης.
    Τη θρηνώ με λαμπερά δάκρυα σαν ένα οικείο πλάσμα που γλίστρησε ηθελημένα στον υπαρξιακό Ωκεανό.
    Ευχαριστώ για τη συγκίνηση.

    Συγχαρητήρια για τη μετάφραση! Μ΄άγγιξε παραπάνω ακριβώς από την όμορφη μεταφορά στα ελληνικά.

  15. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Συμπτωματικά ένα τραγούδι που μου θυμίζει την περίπωση Πλαθ, έχει το «μαγνάδι».Μιχ. Γκανάς, Δ.Παπαδημητρίου,Ελ.Αρβανιτάκη.
    Το τρένο των 9 και 10΄
    (για κάποιο σίριαλ- με την καταλληλότατη στο ρόλο Τ.Κουλίεβα)

    Είν’ η ώρα που περνά
    το τραίνο των 9:10
    σ’ ένα βαγόνι μια γυναίκα
    προς το παράθυρο γυρνάει.

    Θαμπό το τζάμι απ’ τα χνώτα
    και βιαστικά το καθαρίζει
    καθώς η μηχανή σφυρίζει
    και χαμηλώνουμε τα φώτα.

    Και βλέπει μέσα στο σκοτάδι
    ένα σπιτάκι φωτισμένο
    και της μορφής της το μαγνάδι.

    Το σπίτι τρέχει ή το τραίνο
    ή μήπως έτρεχε το βράδυ
    προς το δικό της πεπρωμένο.

  16. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    15 διόρθωση…το λεπτό, λεπτότατο χώρισμα που μπαίνει ανάμεσα σ΄εμάς και το απονενοημένο, μερικές στιγμές απόγνωσης, το ταυτοποίησα για πάντα με την ποιήτρια.

  17. leonicos said

    Κοίτα, ρε! Ξέρουν ελληνικά και οι ΠΑΟΚτζήδες

  18. leonicos said

    8
    Συμφωνώ

  19. leonicos said

    Προκειται για καταπληκτική μετάφραση.

  20. sarant said

    13 Eδώ λύνουμε απορίες 🙂

    14 Να είσαι καλά

    15 Για τη λέξη «μαγνάδι» είχε γίνει θόρυβος επί «μαλλιαρών», τους ειρωνεύτηκαν οι καθαρευουσιάνοι.

  21. ΚΑΒ said

    Α Ν Ε Μ Ο Μ Υ Λ Ο Σ

    του Λορέντζου Μαβίλη

    O κόσμος είναι πλανερό μαγνάδι
    Kεντισμένο με ρόδα και με βάγια,
    M’ ήλιους και μ’ άστρα, που το απλόν’ η Maya
    Aπάνου ‘ς της Aλήθειας το σκοτάδι.―

    Σ’ αγαπούσαμε τόσο, έρμο ρημάδι,
    Γιατί ‘ς τη μέση απ’ της ζωής τα μάγια
    ‘Σ την ψυχή μας φανέρονες την άγια
    Tου Θανάτου θωριά, τον κρύον Άδη,

    Tο Tίποτε, κι’ ανήξερα ‘ς τα βάθια
    Tου είναι μας εξύπναες μια λαχτάρα
    Nα γλυτώσουμε απ’ όλα μας τα πάθια,

    Την πικρή να ξορκίσουμε κατάρα
    Tης ζωής, και να μπούμε μονομίας
    ‘Σ τ’ άδυτα της θεϊκής ανυπαρξίας.

  22. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Παιδιά, το μαγνάδι σ΄εμάς ήταν χρησιμοποιούμενη λέξη, το έλεγε ως και η γιαγιά μου και οι γονείς μου, βέβαια κι εμείς. Το μαγνάδι των αμματιών, η λεπτή μεμβράνη.
    …..
    Λημματικός τύπος: «μαγνάδι»
    https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/search.html?start=160&lq=word:42783

  23. ΣΠ said

    Καλημέρα.

    Πολύ ωραία η μετάφραση. Δύσκολη δουλειά όταν πρόκειται για σχεδόν ποιητικό κείμενο. Μπράβο στον Γιάννη Πολύζο.
    Για την Σύλβια Πλαθ υπάρχει η ταινία Sylvia (2003) με την Γκουίνεθ Πάλτροου.

  24. Χαρούλα said

    Και εγώ το μαγνάδι δεν την ήξερα. Αλλά…
    Η σχεδιάστρια Μαργιάννα Δραγουμάνου, ξεκίνησε το brand ΜagnaΔi, μια σειρά από μεταξωτά φουλάρια, υπό την φιλοσοφία της προσφοράς ενός ποιοτικού προϊόντος που παντρεύει την ελληνική μυθολογία και ιστορία με την μόδα και την αύρα του καλοκαιριού.
    https://popaganda.gr/life/ta-foularia-magnadi/

    Επί της ουσίας; …δεν μ´άγγιξε. Η άποψη μου ταιριάζει με του Τζη(#6)

  25. Νέο Kid said

    13. «Επίσημα» βρίσκω 84 μίλια για το UK, και πολύ κοντά 85 μίλια για Ελλάδα. (αλλά δε λεεί πού! (σμά κοντά στα Γρεβενά υποθέτω…)

  26. loukretia50 said

    Πανέμορφο! Ποιητική γραφή και ωραία μετάφραση.
    Ένα μοναχικό παιδί ονειρεύεται χαμένους θησαυρούς και μυθικά πλάσματα.
    Βιώνει την οδύνη της απουσίας σαν προσμονή για τη μαγική μεταμόρφωση που υπόσχεται η θάλασσα.
    Απογοητεύεται όταν η πραγματική ζωή δε μοιάζει καθόλου με παραμύθι, αρνείται πεισματικά να την αποδεχτεί και πότε σέρνεται σαν αξιοθρήνητος μικρός αχινός, πότε σαν άστρο παρακολουθεί ψυχρή και νηφάλια τη διάσταση των πάντων.

    Όποιος δε συγκινείται, προφανώς δεν υπήρξε μοναχικό παιδί

  27. ΓΤ said

    @23 Σου Που

    Ήταν άραγε «τόσο» κοντό το γυναικείο μαγιό τη δεκαετία του ’50; (βλ. ~01:16)

  28. Costas Papathanasiou said

    Καλημέρα,
    “..Ο δρόμος που ήξερα έστριβε κι έμπαινε μες στα κύματα, με τον ωκεανό από τη μια μεριά, τον κόλπο από την άλλη∙ και το σπίτι της γιαγιάς μου, χτισμένο θαρρείς πάνω στη θάλασσα, να βλέπει την ανατολή, λουσμένο από ένα κόκκινο φως και τις αντανακλάσεις των νερών.// Μέχρι σήμερα θυμάμαι τον αριθμό της: ΩΚΕΑΝΟΣ 1212-Ω. “
    “Όλα είναι δρόμος” λοιπόν κι όλοι οι δρόμοι τραβάνε “ἅλαδε“, σε μια παραλία όπου μπορείς να βρεις “τις «τυχερές» μωβ πετρούλες με τα λευκά τους δαχτυλίδια ή το μπλε κέλυφος ενός μυδιού που από μέσα ιρίδιζε, σαν κάποιο νύχι αγγέλου” κάθε φορά που θα σε παίρνει ο παππούς για “μια μεγάλη βόλτα προς την ακρογιαλιά, πάνω σε πέτρες πορφυρές με ήχους αλλόκοτους”, απ’αυτούς που σε ανατριχιάζουν και σε κάνουν να ‘ρωταπαντιέσαι ​”Μήπως είχε περάσει κάποιο φάντασμα; Όχι, η ποίηση ήταν.”
    Και όλα είναι ΠΟΙΗΣΗ ή ΑΛΑΣΘΑΣ ,όπου θέση δεν έχουν οι “Άξεστοι του Νερού “ και όπου “Άξιον Εστί …Ἡ στεριὰ ποὺ βουτᾷ καὶ ὑψώνει αὐχένα/ ἕνα λίθινο ἄλογο ποὺ ἱππεύει ὁ πόντος…” και καράβια παλιά “ …τὰ νησιὰ.. μὲ τὰ πόσιμα γαλάζια ἡφαίστεια..Στὸ μελτέμι τὰ ὀρτσάροντας μὲ κόντρα-φλόκο/ Στὸ γαρμπὴ τ΄ ἀρμενίζοντας πόντζα-λαμπάντα/ ἕως ὅλο τὸ μάκρος τοὺς τ΄ ἀφρισμένα/ μὲ λιτρίδια μαβιὰ καὶ μὲ ἡλιοτρόπια”.
    Όπου και κάθε άνθρωπος γίνεται ή βρίσκει ένα νησί “Κωπηλατώντας”(:A story, a story!), σαν την Ανν Σέξτον, ή μοιάζει απλά με στρείδι αχόρταγο που του επιβάλλουν ν’ αρκεστεί σ’ έναν αμμόκοκκο, όπως η Σύλβια Πλαθ, αυτή η Θαλασσοδίαιτη Σεληνοβάμων Ωκεανίδα: ”…Though the mind like an oyster labors on and on,/A grain of sand is all we have.// Water will run by; the actual sun/ Will scrupulously rise and set;/ No little man lives in the exacting moon/ And that is that, is that, is that.”
    “Θάλασσα: η αρχαιότητα της γεωγραφίας” και κατά τον Νίκο Καρούζο: “ Μια μεγάλη θάλασσα στο τετράγωνο είναι μάλλον ένα πέλαγος μια μεγάλη θάλασσα στον κύβο είναι ο βαθυστέναχτος ωκεανός… (…) – ο μετάλλινος λυρισμός που διαφεντεύει τα πλήθη και συνταράζει το γαλαζοπράσινο ροχάλισμα των κυμάτων εκείνος όπου ποτέ δεν την έμαθε την αθάμπωτη φωταψία της ακατάκριτης τίγρης κάνει χιλιάδες την οργή κι αμέτρητη τη θλίψη βρωμίζοντας τη μεγάλη μας αρχαιότητα: τη θάλασσα τη λάμπουσα μητέρα της βιολογίας. (…)Στομώνει ο ύπνος τη ζωή και την υψώνει ώς το θάνατο τη στεφανώνει μ’ ένα έρημο στραφτάλισμα του Άδη κι αν είναι δόξασμα θωριάς η πικροθάλασσα κι αν είν’ το πιο ζωγραφιστό και θείο χασομέρι καθώς απλώνει τον αφρόπλαστο χιτώνα της το τίποτα στα σεμνόχρωμα βράχια τα ορυχτόζωα κι αλλάζοντας αμέσως αθωότητα πισωδρομίζει στα δικά της τρυφερά σκοτάδια σημάδι της αλήθειας τούτης ας υπάρχει του ποιήματος ο ήχος.”
    Το ακραίο ακρόαμα της Θάλασσας, προάγει εν τέλει μάργαρη σιωπή- ΄[“Αλός όπερα, ρεπό ‘ς όλα”, θα λέγαμε ίσως αλά γκρέκα, ζιπάροντας ετούτο τον παλίνδρομο τραγέλαφο του βίου μας υπό τον τίτλο “Λεωβαλανεία” (ή «Τα αιώνια “μπάνια” του Λαού»)]
    Σιωπή χρυσή, ανάπαυσης, όπως στο “Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο” όπου βούτηξε η Μαρία του Βαλτινού. Όπως το κύμα που βρυχάται ή νανουρίζει ή σε ανατριχιάζει, αυτό που διάλεξε η Σύλβια για Ρεπό της, εκείνο το “γαλαζοπράσινο τείχος” που πήγε να αγκαλιάσει απ’ όταν μπουσουλούσε, μα η μάνα της την άρπαξε απ’ τις φτέρνες.
    Όπως στην κάθε νεραϊδοσπηλιά που κρύβει μία θαλασσόδαρτη γυναίκα.

  29. Μαρία said

    4, 7
    Κι εγώ εδώ μέσα την έμαθα απ’ τους χαμουτζήδες 🙂

  30. antonislaw said

    Καλημερα σας! Υπέροχο κείμενο το σημερινό, ποιητικό και ονειρικό, γεμάτη ζωντάνια και χυμούς η μετάφραση, συγχαρητήρια θερμά κ Πολύζο! Με κάλυψε απολύτως με το σχόλιό της η Έφη στο 14!
    Αναρρωτήθηκα λιγάκι γιατί με άγγιξε τόσο πολύ:ίσως γιατίμεγάλωσα κι εγώ όλα τα καλοκαίρια στο σπίτι των παππουδογιαγιάδων μου στο Ρέθυμνο, ένα στενό πριν τη θάλασσα κι έζησα κι ενα ολόκληρο χρόνο μαζί τους στα 13 μου. Ίσως γιατί κι εγώ θυμάμαι ακόμα το νούμερο του τηλέφώνου του σπιτιού τους- ένα σπίτι χρόνια κλειστό και εσχάτως ξεπουλημένο όσο όσο από αδιάφορα δισέγγονα-, και τό’χω καλέσει κι εγώ κάποιες φορές περιμένοντας να ακούσω το κοφτό εμπρός του παππού μου που μόλις με καταλάβαινε μαλάκωνε αυτόματα μαγικά

  31. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    …Μὲ ντέφια τούμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πίπιζες καὶ λαγοῦτα
    Μὲ φλάμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βότανα καὶ μαγνάδια
    Μὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα …
    Στην Αμοργό του Γκάτσου τα μαγνάδια είναι μαγιολίκια (καταλαβαίνω)
    http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/nikos_gkatsos_amorgos.htm

    σσ κρατιέμαι να μην ποστάρω (από ντοκιμαντέρ κι άλλα – μύρια) για την Πλαθ για να μείνουμε στο διήγημα και τα λεξιλογικά του

  32. Costas Papathanasiou said

    31:Είναι όντως “μαγιολίκια”, κατ’ επέκταση. Μαγνάδι -πάντα- το πέπλο και, στο συγκεκριμένο στίχο, το μέσον Ποίησης-Ξωθιάς που σου θαμπώνει την όραση [βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Maya_(religion)%5D. Και, συνεκδοχικά, η γητειά κι η ωραία πλάνη που πρέπει να μάθεις πώς να την ξεδιαλύνεις και…να την ξαναδένεις .

  33. Μαρία said

    Παίδες, ως λυκόπουλο, να σας ενημερώσω οτι το κείμενο περιλαμβάνεται στο τομίδιο «προζες, ημερολογιο» που κυκλοφόρησε το 1982 απ’ την Εναλλακτική ομάδα δέκα σε μετάφραση Ανθής Χατζηασλάνη με εισαγωγή και σχόλια της ίδιας.

  34. 7, … @4 Πρώτη φορά βλέπω αυτή τη λέξη. Ίσως γιατί
    λείπω πάνω από μισό αιώνα από τον τόπο μας. …

    Από τα παιδικάτα σας, λοιπόν!
    (Το χιούμορ με όλο το θάρρος και κάθε καλή προαίρεση, εννοείται.)

  35. ΕΛΣΗ ΣΑΡΑΤΣΗ said

    Τί ωραία (=φυσικά και κυριολεκτικά) που ταίριαξε το «αναρρέω» («Το κύμα υποχώρησε, αναρρέοντας νωχελικά», μα και η «λιμνούλα καθρεφτένια» – και πόσα άλλα- τί εξαιρετική μεταφορά στα ελληνικά. Γλώσσα τόσο πολυμήχανη να λύσει-ή να δέσει-τον κόμπο τρυφερότητας και βίας που είναι η Πλαθ. (Βλέπω πως έχουν σκάσει απ’ το κακό τους μερικοί που αγνοούν πως όσοι γράφουν, πάντα παραγγελία εκτελούν, και πως η Πλαθ ακόμα κι αν δεν είχε αυτοκτονήσει θα οδηγούνταν στην αυτοκτονία απο την ανοησία μερικών σχολιαστών – κι εγώ μαζί της.)

  36. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα! Παρέλειψα πριν να ευχαριστήσω τον Γιάννη Πολύζο για την εξαιρετική μετάφραση

    25 Ποιος ήταν που άρχισε να ανεβαίνει τα βουνά, απομακρυνόμενος από την ακτή του Αιγαίου, κουβαλώντας ένα κουπί, και ρωτούσε τους χωριάτες αν έχουν ξέρουν τι είναι αυτό που κρατάει; (Και έφτασε στο Ιόνιο, ίσως)

    Πάντως πολύ ενδιαφέρον στοιχείο αυτο

  37. 36 Δεν ήταν ο Προφήτης Ηλίας; Αν θυμάμαι καλά, κάπου υπάρχει μια παρόμοια ιστορία για τον Οδυσσέα.

  38. Εδώ, υποσημειώσεις 42=46 (δεν μπόρεσα πρόχειρα να βρω κάτι άλλο): https://www.zotiko.gr/index.php/el/com-kunena/omades-ergasias/laografiki-erevna/597-o-profitis-ilias-stin-elliniki-laografiki-paradosi

  39. … Τα μισούσα τα μωρά. Εγώ που, επί δυόμισι χρόνια ήμουν το κέντρο ενός σύμπαντος όλο τρυφερότητα, ένιωθα ξαφνικά τον άξονα ν’ αντιστρέφεται και πολικό ψύχος να παγώνει τα κόκαλά μου. …

    Απίθανο να έχει μνήμες από την ηλικία 0-2.5 χρόνων.
    Πιθανότατα ανακατασκευάζει μεταγενέστερα συναισθήματα.

  40. sarant said

    39 Ναι, απίθανο

    38 Μπράβο, αυτός ήταν!

  41. Ωραίο (όσο διάβασα, μόλις).
    Είχαμε και το ιαπωνικό φεστιβάλ σήμερα στο Σεράφειο. Διήμερο από χθες.
    Τα παιδικάτα τα ξέρω πολύ καλά, αλλά όχι από την πρεβεζάνικη ντοπιολαλιά.
    (Προχθές στη συναυλία Θεοδωράκη έγινε χαμός με τη λέξη «ΠρεβεζΙάνος» που γράφτηκε για τον επίτιμο συμπολίτη μας Μίκη).

  42. Γιάννης Κουβάτσος said

    36:Στο λ της Οδυσσειας ο μάντης Τειρεσίας συμβούλεψε τον Οδυσσέα να πάρει επ’ ώμου το κουπί και, όπου του πούνε ότι είναι λιχνιστήρι, εκεί να μείνει. Έτσι θα εξευμένιζε τον Ποσειδώνα.

  43. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    36 >>Ποιος ήταν που άρχισε να ανεβαίνει τα βουνά, απομακρυνόμενος από την ακτή του Αιγαίου, κουβαλώντας ένα κουπί, …
    παναπεί λείπει ονοματολογικό άρθρο για τον Ηλία! 🙂
    Το περίεργο είναι ότι νόμιζα πως την ιστορία με το κουπί τ’Αη Λιος την έμαθα απ΄το ιστολόγιο. 🙂
    …..
    Τις «Αναρούσες» του Κωστή Ανετάκη, μου θύμησε το κύμα αναρρέοντας νωχελικά.

  44. sarant said

    42 Μπράβο

  45. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>Σκέφτομαι κάποιες φορές πως η εικόνα της θάλασσας είναι ό,τι πιο διαυγές έχω συγκρατήσει. Την ανασύρω σε τούτη δω την εξορία,

    Ακόμη κι αν δεν ξέραμε πότε το έγραψε αυτό το διήγημα, ναι, είναι ένα σημάδι αυτό ότι είναι προς το τέλος της. Σε κάποια γράμματα στη μητέρα της, μόλις λίγο πριν, υμνεί τον κόσμο τους εκεί, με τα δυο παιδιά στην πανέμορφη εξοχή, όσο ήταν χαρούμενη μες την πλάνη της ή μες την προσπάθεια να πείσει τον εαυτό της ότι αυτό είναι ευτυχία* (φευ, ο Χιούζ τους εγκατέστησε εκεί για να πηγαίνει μόνος στο γραφείο στην πόλη να φλερτάρει ελεύθερα) .
    *Βέβαια μετά, της έγραψε το φοβερό για την «αγελαδίσια ευτυχία της μητρότητας» .

  46. # 42,43

    Τα κυρίαρχα ονόματα στο Γαλαξίδι και στην Φωκίδα εν γένει, είναι Ευθύμιος και Ηλίας, σοφά διαλεγμένα με 6 μήνες ακριβώς διαφορά.

    Στο Γαλαξίδι ,βέβαια, το μεγαλύτερο πανηγύρι γίνεται του ΑηΛιά με την εκκλήσία να απέχει σκάρτα 50 μέτρα από την θάλασσα !! Παντού υπάρχουν εξαιρέσεις !!

  47. ΚΑΒ said

    Η παράδοση του προφήτη Ηλία θυμίζει την ανάλογη περίπτωση του Οδυσσέα, ο οποίος αφηγείται στην Πηνελόπη (Οδύσσεια ψ 267-276) τι τον περιμένει ακόμη, σύμφωνα με όσα του είχε προστάξει ο Τειρεσίας στον Κάτω κόσμο:

    «……………μου παράγγειλε σε πολιτείες να οδέψω
    θνητών πολλές, κουπί καλάρμοστο στο χέρι μου κρατώντας,
    σε ανθρώπων ως να φτάσω, θάλασσα που δεν κατέχουν τι είναι,
    [……………………………………………………………………….]
    Κι ένα σημάδι μου ’πε ξάστερο-γιατί να σου το κρύψω;
    Σαν με ανταμώσει λέει στη στράτα μου κανένας πεζολάτης
    και λιχνιστήρι πει στον ώμο μου πως κουβαλώ τον ώριο
    στο χώμα τότε μου παράγγειλε να μπήξω το κουπί μου». (μετ. Καζαντζάκη)

  48. Πουλ-πουλ said

    Κιάλλο «μεσούσης», για να μην κλαίγονται τα ουδέτερα ότι γίνονται θηλυκά, ιδού και ένα queer αρσενικό που γίνεται ουδέτερο.
    Από την ανακοίνωση του πάρκου για τη θανάτωση του χιμπατζή:
    «Δεν υπήρχε δυνατότητα να το οδηγήσουμε σε κάποιο ασφαλές χώρο.»
    Το ξέρω ότι στο νήμα της Σύλβια θα έπρεπε να ήμουν πιο σοφιστικέ, αλλά ενέδωσα στο δέλεαρ.

  49. sarant said

    45 Έτσι είναι, δυστυχώς.

  50. Υπέροχο κείμενο, μεταφρασμένο με τόση μαστοριά! Οι λέξεις διαλεγμένες αποδίδουν μοναδικά την εικονοποιία της Πλαθ, που φέρει όλα τα θαύματα και τα τραύματα της παιδικής της ηλικίας…

    Εύγλωττη η καταληκτική εικόνα με το καραβάκι που κλείνει μέσα του σφραγισμένη για πάντα την παιδικότητα, που όμως δραπέτευε συνεχώς (αφού τη βλέπουμε να γίνεται μοτίβο επαναλαμβανόμενο στη ζωή – σχέση με τον Χιουζ- και στο έργο της ως τραύμα ανεπούλωτο).

    Αυτή η ανεπίλυτη ψυχική σύγκρουση στη σχέση με τον πατέρα (λατρείας / απελπισίας για το θάνατό του, αλλά και μίσους/ ανακούφισης από τη συμβολική δολοφονία του μέσω της ποίησης) κυριαρχεί στο εμβληματικό ποίημα «Daddy» (όπου ο πατέρας-θύτης παρομοιάζεται με ναζιστή και η ίδια με Εβραία):

  51. ΓΤ said

    @48

    Μας αρέσει που στο προσωπικό υπάρχουν άτομα των οποίων το επώνυμο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον χώρο εργασίας. Π.χ. οι κυρίες Παπαγάλου και Τσίχλα.
    Η εργασία είναι σκλαβιά, βγείτε τώρα απ’ τα κλουβιά!
    https://www.atticapark.com/el/whoarewe/oi-anthrwpoi-mas.869.html

  52. Missing Ink said

    Νικοκύρη, να σ’ ευχαριστήσω άλλη μια φορά για τη φιλοξενία.
    Επίσης όλους τους φίλους και τις φίλες που πρόσθεσαν πληροφορίες και λινκ, καθώς και…
    Ναι, για τα καλά σας λόγια για τη μετάφραση δεν ξέρω τι να πω.
    Οπότε επανάληψις προηγουμένου: Σας μερσώ μαντάμ ε μουσιού, ωρεντουβάρ!

  53. sarant said

    Εμείς ευχαριστούμε, για αλλη μια φορά!

  54. Costas Papathanasiou said

    42,47: Ιδού και ένα μεταθανάτιο (εκδοθέν το 1971) “ἐρετμόν”, παρμένο απ’ την Οδύσσεια της Σύλβιας Πλαθ, το οποίο γίνεται για νούφαρα και “ἀθηρηλοιγὸς(:αχεροκόπος/λιχνιστήρι)” και σπάει τον καθρέφτη μιας Αχερουσίας, αποκαλύπτοντας αστέρια εκτυφλωτικά, σειρήνες άλαλες :
    “Crossing the Water”(by Sylvia Plath)
    Black lake, black boat, two black, cut-paper people.
    Where do the black trees go that drink here?
    Their shadows must cover Canada.//
    A little light is filtering from the water flowers.
    Their leaves do not wish us to hurry:
    They are round and flat and full of dark advice.//
    Cold worlds shake from the oar.
    The spirit of blackness is in us, it is in the fishes.
    A snag is lifting a valedictory, pale hand; //
    Stars open among the lilies.
    Are you not blinded by such expressionless sirens?
    This is the silence of astounded souls.
    υγ-50: Αγωνιώδης, αντιπατριαρχική κραυγή ακούγεται και στο «Λαίδη Λάζαρος», βλ. και Mετάφραση: Νανάς Ησαΐα στο https://www.lifo.gr/blogs/imerologio/akoyste-tin-sylbia-plath-na-diabazei-poiima-tis-laidi-lazaros

  55. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    Καλή επιλογή, Νικοκύρη!
    [Γούστα είναι αυτά, βρε παιδιά! (Τζη, Χαρούλα) 🙂 ]

    Για μένα είναι ένα κείμενο γεμάτο ειλικρίνεια, τρυφερότητα και ρεαλισμό, που όμως το διαπερνά –από την αρχή μέχρι το τέλος- η πνοή της ποιήτριας.
    Η μετάφραση μού φαίνεται πολύ επιτυχημένη, αν κρίνω από την προσεκτική επιλογή/χρήση ορισμένων λέξεων. Ευχαριστίες στον κ. Πολύζο!

    27, ΓΤ
    Και βέβαια, ήταν «τόσο» κοντά τα μαγιό των μπικινιών 🙂 και τότε! (Το μπικίνι πρωτοπαρουσιάστηκε το 1946). Να εδώ σχετικές φωτο και χρονολογίες:
    https://www.life.com/lifestyle/bikini-swimsuit-life-photography/

  56. ΓΤ said

    @55 Μικιός

    Μπράβο, ρε μαν, αλμπουμπάρα!
    Αρκετά πια με τις σιλικονιόλες τικτ(σ)οκαρίες…

  57. … ο γκρίζος αντίχειρας του υδραγωγείου στα αριστερά και η δρεπανοειδής σειρά αμμόλοφων (πετρόλοφων, εδώ που τα λέμε) κάτω απ’ αυτόν, κι η φυλακή του Ντιρ Άιλαντ στα δεξιά, στην άκρη άκρη των λόφων; …

    Αναρωτήθηκα αν εννοούσε κάτι ιδιαίτερο με τον «γκρίζο αντίχειρα», αλλά είναι απλή μεταφορά: Ο πύργος υδροδοσίας (water tower>) φαινόταν, καθώς φαίνεται, σαν grey thumb:

    Παραμένει και το παλιό κτίριο της φυλακής στα δεξιά, ενώ οι λόφοι έχουν ισοπεδωθεί για την κατασκευή εργοστασίου κατεργασίας λυμάτων.

  58. Οχι, φίλε μου, δεν είναι «γούστα’ είναι μια τίμια κριτική που αναγνωρίζει τη τέχνη του γραψίματος και την απίστευτη μετάφραση (πιστεύω πως με άλλη μετάφραση δύσκολα θ’αφτανε καποιος στο τέλος) αλλά το θέμα είναι επιπέδου σχολικής έκθεσης και συμβαίνει ό,τι και στο μαγείρεμα, όσο καλό ψήσιμο να κάνεις, όσο καλή σάλτσα να βάλεις, ο κατιμάς είναι κατιμάς, θα φανεί στην χώνεψη.

  59. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    >>… Πού είναι ο γκρίζος αντίχειρας του υδραγωγείου στα αριστερά και η δρεπανοειδής σειρά αμμόλοφων (πετρόλοφων, εδώ που τα λέμε) κάτω απ’ αυτόν, κι η φυλακή του Ντιρ Άιλαντ στα δεξιά, στην άκρη άκρη των λόφων; Ο δρόμος που ήξερα έστριβε κι έμπαινε μες στα κύματα, με τον ωκεανό από τη μια μεριά, τον κόλπο από την άλλη.
    (Για να δούμε…)

  60. Γιάννης Κουβάτσος said

    Θα πέθαινε για δεύτερη φορά η Πλαθ, αν διάβαζε τέτοια κριτική… Από τα γέλια.

  61. sarant said

    57-59 Μπράβο, μπράβο. Όλα βρίσκονται σήμερα…

  62. ΓΤ said

    @60 Δάσκαλος Θ13

    Ώστε το θέμα είναι επιπέδου σχολικής έκθεσης…

    Χασαπιά και κατιμάδες
    ουχί του Ουίνδσορ οι Κυράδες…

  63. 59,
    Ακόμα καλύτερα! 🙂

  64. Εξαιρετική επιλογή και λεπτοδουλεμένα μετάφραση. Ευχαριστούμε για άλλη μια φορά και τον φιλόξενο Νικοκύρη και τον μεταφραστή για τέτοια κόπο.
    Ερώτηση στη φράση:
    Άραγε θ’ αναλάμβαναν τα βρεφικά μου βράγχια, το αλάτι μες στο αίμα μου;
    αυτό το αναλάμβαναν κάτι δε μου πάει και συγνώμη για το θράσος/ θάρρος της παρατήρησης.

  65. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

  66. Costas Papathanasiou said

    64: Ίσως ενοχλεί απλά και μόνο διότι μετά το “αναλάμβαναν” παραλείπεται -ως ευκόλως εννοούμενο- το “δράση” (κάποιες αντίστοιχες έννοιες είναι: θα-“ενεργούσαν/ξύπναγαν/επενέβαιναν/παίρναν μπρος/λειτουργούσαν”).
    Σημειωτέον, ότι την ανάγκη αναπνοής και μέσα στο νερό, για διαφυγή χωρίς πνιγμό, τη βρίσκουμε και στο:
    “Full Fathom Five”
    (…)You defy other godhood.
    I walk dry on your kingdom’s border
    Exiled to no good.
    Your shelled bed I remember.
    Father, this thick air is murderous.
    I would breathe water.

  67. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    23 στην οποία ταινία, η κόρη τής Πλαθ, Φρίντα Χιουζ,ήταν αντίθετη, δεν επέτρεψε να χρησιμοποιήσουν ποιήματα της μητέρας της και μετά, έγραψε και δημοσίευσε ένα «απαντητικό» αιχμηρό ποίημα για τον τρόπο παρουσίασης τής ποιήτριας.

  68. Pedis said

    Μπράβο στον μεταφραστή! (Απαιτητικό κείμενο.)

  69. aerosol said

    Εξαιρετικό κείμενο σε εξαιρετική μετάφραση. Ιδιαίτερη απόλαυση.

  70. Γιάννης Κουβάτσος said

    62: Θεμιτή κάθε κριτική αλλά χρειάζεται και η σωστή διατύπωση και κυρίως επίγνωση των ορίων μας, αλλιώς κινδυνεύουμε μεγάλως να εκτεθούμε. 😊

  71. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    Πολύ ζαχαρωμένο και ανούσιο διήγημα, παίζουν ρόλο στην κρίση μας και τα βιώματα που έχει ο καθένας.

    26τέλος – Κάνεις μεγάλο λάθος.

    Καλημέρα

  72. Missing Ink said

    Σχ. 6, 24 (Gpoint, Χαρούλα)
    Αναρωτιέμαι μήπως οι πληροφορίες ότι το διήγημα γράφτηκε αφενός ‘κατά παραγγελία’, αφετέρου λίγους μήνες πριν απ’ την αυτοκτονία της Plath, σας προκατέλαβαν κατά κάποιον τρόπο, προφανώς αρνητικά.

    Γιατί σκέφτομαι κάτι τέτοιο;
    Να πω την αμαρτία μου, το κείμενο το μετέφρασα χωρίς να γνωρίζω αυτές τις λεπτομέρειες. Το είχα πρωτοδιαβάσει πριν από εικοσικάτι χρόνια, το ξανακοίταξα φέτος την άνοιξη μπας κι ολοκληρώσω τη μετάφραση που είχα ξεκινήσει τότε, και πάντα είχα την εντύπωση ότι φέρνει στην επιφάνεια μιαν άλλη Plath, μακριά απ’ την κλασική της μαυρίλα, θανατίλα κτλ (το θέμα του θανάτου άλλωστε δεν εμφανίζεται παρά μόνο στην τελευταία παράγραφο).

    Ε τώρα, μ’ αυτή την πληροφορία κατά νου, τι γίνεται;
    Θ’ αλλάξει καθόλου η οπτική μου όταν το ξαναδιαβάσω (που τό ’χω μάθει απ’ έξω, αλλά τέλος πάντων), θα μ’ επηρεάσει δλδ η γνώση ότι το έγραψε λίγο καιρό πριν απ’ το απονενοημένο της διάβημα;

    Κατά τ’ άλλα, να πω την αμαρτία μου #2, δε βλέπω κάπου «ζορισμένη έμπνευση» ή «κατιμά» ή «σάλτσες». Ένα κάποιο ζόρι μπορεί και να παίζει, αλλά μάλλον οφείλεται στην αναψηλάφηση της παιδικής ηλικίας (και είπαμε, λίγους μήνες πριν από…)

  73. Γιάννης Κουβάτσος said

    Μια τίμια κριτική είναι το «δεν μου αρέσει, δεν είναι του γούστου μου τέτοιου είδους κείμενα». Τα υπόλοιπα απαιτούν υψηλού επιπέδου λογοτεχνική παιδεία, δηλαδή είναι βαθιά νερά και πριτιμότεροβείναι να μην ξανοιγόμαστε σ’ αυτά, αν δεν ξέρουμε καλό μπάνιο. Εγώ κολυμπώ ακόμα με μπρατσάκια και περιορίζομαι να πω ότι τo κείμενο, όπως το γνώρισα μέσα από τη μετάφραση, μου αρέσει, μου συστήνει μιαν «άλλη» Πλαθ που δεν την ήξερα. Ευχαριστώ γι’ αυτό τον Missing Ink.

  74. 72.
    Συμφωνώ.
    Ούτε προσθέτει ούτε αφαιρεί τίποτε αυτή η γνώση (για την αυτοκτονία) από αυτόν τον παράδοξο, ανησυχαστικό καμβά που συνθέτει η διεισδυτική και επίμονη ματιά ενός μοναχικού παιδιού (κάθε εικόνα και μια ακροβασία ανάμεσα στην τρυφερότητα και τη σκληρότητα). Στο τέλος, μόνο, γίνεται μια προσπάθεια να διαχωριστεί (κάπως να διυλιστεί) το απαλό παιδικό βίωμα από τη σκληρή πραγματικότητα που το περιέβαλλε και που το διαδέχτηκε (με το καραβάκι και το ιπτάμενο παραμύθι).
    Όλα αυτά δεν αποκτούν μεγαλύτερη αξία (ούτε μικρότερη!) χάρη στη γνώση των βιογραφικών στοιχείων…
    Ειδικά η γνώση για την αυτοκτονία μπορεί και να επισκιάσει κατά κάποιο τρόπο την ανταπόκρισή μας, ενώ η γνώση της ποίησης μέσα από την οποία βιογραφείται η υπόλοιπη ζωή της φωτίζει καλύτερα το φίλτρο της μνήμης μέσα από το οποίο περνά το «λευκό ιπτάμενο παραμύθι»…
    Γι’ αυτό νομίζω ότι είναι πιο ενδιαφέρον να συνομιλούν τα κείμενά της μεταξύ τους (παρά να ερμηνεύονται με βάση τα βιογραφικά στοιχεία).

  75. Χαρούλα said

    #72 Δεν απολογούμαι. Απλά δεν θέλω να πικραθείς. Κατάλαβα πως το δούλεψες με αγάπη. Όχι δεν με ενοχλεί ο λόγος που γράφτηκε.
    Μου φαίνεται απλά πολύ περιγραφικό. Οι λεπτομέρειες καλύπτουν την ουσία και κάνουν δυσδιάκριτες απόψεις και ιδέες. Πολλά λόγια για το «τίποτα». Ίσως επειδή εγώ ως άτομο, δεν παρατηρώ λεπτομέρειες στις εικόνες.
    Χωρίς όμως να θέλω να σε κολακέψω, πιστεύω πως η επιλογές λέξεων και σύνταξης που έκανες, του έδωσαν …πόντους!

  76. sarant said

    72-74 Από την άλλη, σε μια δημοσίευση όπως αυτή εδώ πρέπει ή όχι να αναφέρονται αυτά τα στοιχεία, για το πώς και πότε γράφτηκε το διήγημα; Εγώ λέω ναι, αλλά αναγνωρίζω ότι επηρεάζει.

  77. Α, ναι, εγώ τουλάχιστον συμφωνώ- άλλωστε είναι ωραίο να ξέρεις αυτά τα στοιχεία- απλώς επαφίεται σε εμάς να τα κρατάμε λίγο στο παρασκήνιο, να τα «ξεχνάμε» προσωρινά… Ειδικά εδώ, όπου προσφέρεις το κείμενο όχι μόνο για ατομική απόλαυση, κυρίως για συζήτηση και ανταλλαγή οπτικών όσο πιο πλούσιο το «παρασκήνιο» αυτό τόσο πιο ενδιαφέρουσα η κουβέντα (ανοίγει μονοπάτια…)

  78. ΓΤ said

    72@ Missing Ink

    Δεν προσέγγισες απλώς την Πλαθ, μας τη μετάγγισες.
    Και να μη στενοχωρηθείς καν που μπορεί κάποιος να διάβασε «Ink» και να σκέφτηκε μελάνι σουπιάς…

  79. Missing Ink said

    @78
    Ε…λέει και για σουπιά στο κείμενο; Εγώ θυμάμαι κάτι για σαλάχια και για όστρακα :-Ρ

  80. Γιάννης Κουβάτσος said

    «Πολλά λόγια για το «τίποτα»»
    Μα αυτό είναι η λογοτεχνία, Χαρούλα· ή μάλλον και αυτό. Να βάζει μπρος στα μάτια μας το «τίποτα» και να μας το «δείχνει» με τρόπο που δεν το έχουμε ξαναδεί ή προσέξει.

  81. Γιάννης Κουβάτσος said

    74: Εξαιρετικό σχόλιο, Εύα. 👍

  82. 81.
    (Ευχαριστώ, δάσκαλε! )

  83. Missing Ink said

    @76-77
    Κι εγώ συμφωνώ, ναι, πρέπει να υπάρχουν αυτές οι πληροφορίες. Αλλά καταθέτω και την εμπειρία μου και τον προβληματισμό μου ας πούμε, ως αναγνώστης πρώτα απ’ όλα, αν και κατά πόσο επηρεάζουν την πρόσληψη του έργου, λογοτεχνικού ή άλλου (ο Κάφκα είναι μία τέτοια περίπτωση, ίσως η κατεξοχήν).

    Btw, πώς κάνουμε copy-paste εικόνα; Θα ήθελα να δώσω ένα σχετικό παράδειγμα, δανεικό από το Ways of Seeing του John Berger.

  84. # 72

    Υπάρχουν δυο ξεχωριστά πράγματα όταν διαβάζιουμε ένα μεταφρασμένο έργο, το ένα είναι ο τρόπος που το αποδίδει ο μεταφραστής και το άλλο είναι τι διαχειρίζεται ο συγγραφέας του έργου. Για το πρώτο έγραψα την κριτική μου, για το δεύτερο αναρωτήθηκα τι μου έμεινε από το κείμενο και δεν βρήκα τίποτε το άξιο λόγου να αναφερθεί. Εκτός αν θεωρείται άξιο λόγου το πως πέρασε μια μέρα ο συγγραφέας στην εξοχή ή τα κοινά σε όλους παιδικά χρόνια.
    Οταν ήμουνα μαθητής είχα μια γνώμη για τιους καθηγητές μου. οταν έγινα καθηγητής και είδα τα πράγματα απο μέσα, αυτή η γνώμη άλλαξε σε αρκετούς και για αρκετά πράγματα.
    Ξεκίνησα να γράφω στα 55 μου δλδ το είδα κάπως πιο σοβαρά από κάποιους νεαρούς. Ο λόγος ήταν πως δύσκολα έβρισκα κάτι που να μου αρέσει να διαβάσω και στο σπίτι μου κυκλοφορούσαν από άλλα μέλη της οικογένειας πάρα πολλά βιβλία, από αυτά που χαρακτήριζα «χαμένος χρόνος» αφού δεν σου έμενε τίποτε μετά το διάβασμα. Δεν είναι τυχαίο που πολλά από αυτά γίνηκαν μπεστ σέλλερ, απλά και μόνο γιατί ήταν εύκολη τροφή για να περνάει η ώρα, κάτι σαν τον πασατέμπο. Οταν κάποιος αρχίζει να γράφει βλέπει κάποια κόλπα που χρησιμοποιούνται για να γίνει πιο ελκκυστική η ανάγνωση ( χαρακτηριστικό παράδειγμα το τελευταίο βιβλίο του πατρός Σαραντάκου που παρουσιάζει ο Νικοκύρης, όπου πέρα από την καλή πέννα του συγγραφέα υπάρχει το σεξ που έλειπε από άλλες δουλειές του. ( Στα αμερικάνικα δρώμενα εκτός από σεξ το άλλο ελιξήριο είναι οι ινδιάνοι, θυμηθείτε τις τανίες μιας εποχής.
    Υπάρχουν άνθρωποι (αρκετοί για να μην πω πολλοί) που τους αρέσει το διάβασμα, όχι το τι διαβάζουν. Κατανοητό, γεμίζει τις ώρες τους. σε μένα ο χρόνος είναι πολύτιμος γι αυτό δεν βλέπω ούτε ταινίες για να περάσει η ώρα, προτιμώ την ικανοποίηση από την θάλασσα και τον κήπο.
    Ουδόλως επηρέασε την κριτική μου το ότι γράφτηκε κατά παραγγελία, την επηρέασε το γεγονός πως δεν ήταν μια αυθόρμητη εκφορά λόγου όπως πρέπει να υπάρχει σ’ ένα διήγημα, περισσότερο μια καλή σχολική έκθεση μου θύμισε, αλλά πια δεν με ενδιαφέρουν οι εκθέσεις.
    Εξ άλλου ένα από τα μεγαλύτερα έργα όλων των εποχών, η Αΐντα ήρθε από παραγγελία – και μάλιστα στην αστρονομική τιμή των 200 000 χρυσών λιρών- αλλά είχε τόση έμπνευση που ένα κομμάτι της έγινε ο εθνικός ύμνος της Αιγύπτου με το πρώτο άκουσμα

  85. 83.
    Έχεις δίκιο – ειδικά για τον Κάφκα. Τόσο, που νιώθω τυχερή που απόλαυσα τα βιβλία του προτού μάθω τίποτε για τη ζωή του. Γιατί αυτά που γράφει δεν έχουν ούτε συγκεκριμένο χρόνο ούτε τόπο ούτε πρόσωπο (εκεί δεν συναντιόμαστε με την κλασική λογοτεχνία στα άχρονα ή διαχρονικά ερωτήματά της;). Βέβαια, κάθε φορά που ξαναδιαβάζουμε κάτι είναι έτσι κι αλλιώς διαφορετικό (εμείς είμαστε διαφορετικοί) και έτσι, αν τα ξαναδιαβάσω σήμερα, δεν ξέρω κατά πόσο η διαφορετική πρόσληψη θα οφείλεται στα βιογραφικά στοιχεία του Κάφκα ή στα δικά μου! (Παλίμψηστο! Άντε να βγάλεις άκρη…)
    Για το άλλο ερώτημα δεν είμαι το καταλληλο άτομο – προχτές τα θαλάσσωσα στην προσπάθειά μου να ανεβάσω βιντεάκι…

  86. sarant said

    83 Την εικόνα την ανεβάζεις σε κάποιο σάιτ πχ imgur και βάζεις εδώ το λινκ,

  87. # 85

    Το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ καλό ξεχωρίζει εύκολα κα όσες φορές να το ποσλάβεις πάντοτε το ίδιο είναι π.χ. το κείμενο της Ιλιάδας ή κάτι πιο εύκολο, το La donna e mobile που τραγουδιέται από το 1859 και θα ακούγεται ευχάριστα ‘αλλα 500 χρόνια

    Υπάρχουν τα «προσωπικά» έξαιρετικά, όχι για το κείμενο ή το τραγούδι αλλά για τους συνειρμούς που φέρνει, είτε ίναι ένα βλέμμα, ένα σούρουπο, ένας χορός. Αλλά άλλο είναι το καλό και άλλο τι μας αρέσει

    ακουσε το φιάχνει διάθεση !

  88. Missing Ink said

    Για να δούμε Νικοκύρη, τα κατάφερα;

    https://imgur.com/a/TNBYfFG

    Δε συμφωνώ απόλυτα μ’ αυτό που λέει ο Berger, αλλά σίγουρα έχει ενδιαφέρον –και τό ’χω δει να επαληθεύεται σε διάφορες φάσεις

  89. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    72.
    Εμένα το διήγημα της Πλαθ μου φάνηκε υπεροχότατο και στη γλώσσα (μετάφραση) και στην ουσία του. Σε κάθε φράση συνάντησα την ομορφιά της μεταξωτής λογοτεχνίας. Θα μου άρεσε και χωρίς υπογραφή.
    Έχει χυθεί πολύ μελάνι από κάποιους υποστηρικτές τής άποψης ότι η αυτοκτονία της και το ότι ήταν ζευγάρι με τον Χιουζ, και γενικά τα πολλά δράματα στην ιστορία της ζωής της, απογείωσαν την αξία της. Δεν ξέρω, κι ούτε με νοιάζει, το μόνο που με αφορά είναι αυτό που θέλω να κάνει η ποίηση/λογοτεχνία στην καρδιά μου και η δική της το πέτυχε: να τη γδάρει. Όχι τσιρότο, νυστέρι.
    Η θάλασσα- η δροσιά, η μνήμη-το καύμα/
    η παιδικότητα- ο παράδεισος, το τώρα -η κόλαση/
    γύρω η ομορφιά /γύρω τα συντρίμμια.
    Σαν κεφάλι που πάει να πνιγεί, μέσα-έξω,μέσα-έξω απ το νερό, οι αράδες της.

  90. Missing Ink said

    @ 75, 84
    Χαρούλα, καλά, προς Θεού, τι ν’ απολογηθείς; Απ’ τον εαυτό μου κρίνοντας, αναρωτήθηκα κατά πόσο κάποια βιογραφικά ή/και πραγματολογικά στοιχεία (που λέγαμε και στο σχολείο) μπορεί να παίξουν ρόλο στην όποια κρίση/κριτική.

    Το πρόβλημα με το «περιγραφικό» δεν το καταλαβαίνω πάντως. Πρόκειται για κάποιου είδους…απομνημόνευμα (memoir, τέλος πάντων), πώς θα μπορούσε ν’ αποφύγει την περιγραφή ως εργαλείο;

    Και για να συναντηθούμε κάπου, Χαρούλα και Gpoint, να πω ότι λίγο πριν απ’ την αλλαγή που ξεκινά «Η έσχατη ανάμνησή μου» κτλ, ίσως και να κάνει μια κοιλίτσα το κείμενο. Αλλά χαριτωμένη ρε παιδί μου, μωρουδιακή, όχι κάνα μπυροκοίλι. Αν ήμουν editor της Plath ας πούμε (…χα-χα, πού τα βρίσκω ο μπαγάσας), ίσως να ψάχναμε κάποια εναλλακτική σ’ αυτό το σημείο, κάποιον τρόπο να πυκνώσει το γραπτό ή μπορεί και να το κόβαμε τελείως (χωρίς πλάκα, παίζει και να στέκεται χωρίς αυτές τις δύο παραγράφους).

    Αλλά δεν ξέρω, μου φαίνεται ότι ο ‘Ωκεανός’ της λάμπει τόσο δυνατά με το tragique solaire που όρισε ο Camus στην ‘Εξορία της Ελένης’, που το να σκέφτομαι κόψε-ράψε πατέντες για να αρέσει είναι…tragique σκέτο 🙂

    Εννοείται ότι σας ευχαριστώ πολύ και τους δύο, για τα καλά λόγια για τη δουλειά που έκανα (Χαρούλα, γιατί να πικραθώ, εγώ απλώς το μετέφρασα. Πήρα που λέει ο λόγος τα κουτιά απ’ το ένα δωμάτιο και τα πήγα στο άλλο. Τώρα, τι έχουν μέσα αυτά τα κουτιά, άλλη συζήτηση)

  91. sarant said

    88 Ναι μπράβο, αν και άλλες φορές εμφανίζεται και η εικόνα μόλις βάλεις το λινκ

  92. ΣΠ said

    88

  93. Είμαι περίπου άσχετος στην ζωγραφική αλλά πάντως εμένα ο πίνακας πριν διαβάσω τις πληροφορίες και μετά, μου φαίνεται ολόιδιος !! (Μόνο ο Μ, Σαγκάλ ζωγραφίζει στην «γλώσσα» που ξέρω )

    Ισως γιατί απλουστεύοντας την ζωή μου αντι να ρωτάω κάποια αν μ’ αγαπάει, ρωτάω τον εαυτόν μου αν την αγαπώ. Στο ελάχιστο αποφεύγω να ακούσω μια αναληθή απάντηση, στον εαυτό μας δεν λέμε ψέμματα εκτός από περιπτώσεις ψυχοπάθειας ή φανατισμού.

  94. sarant said

    88 Τι διαφορετικό έκανες και σου εμφανίστηκε η εικόνα στο σχολιο (και όχι μονο το λινκ);

  95. ΣΠ said

    94
    Έκανα right-click πάνω στην εικόνα και αντιγραφή του λινκ της εικόνας, το οποίο τελειώνει σε .jpeg.

  96. sarant said

    95 Οκ, ευχαριστώ!

  97. Χαρούλα said

    Missink ink Μια άλλη(;) μέθοδος. Στην μνήμη Ιατρού που με μόρφωσε.

    Στο https://postimg.cc/mtX6Z7gb/226cbe37
    Αν και δείχνει 404 προχωράς.
    Επιλέγεις εικόνα. Κάνεις προσθήκη.
    Κάτω εμφανίζονται διάφορες επιλογές.
    Πατάς και αντιγράφεις «άμεσος συνδέσμος»,και …μας τον στέλνεις!😉😊

    Δεν τα έχω κάνει, αλλά στην αρχή μπορείς να αλλάξεις διαστάσεις και για αντιγραφη στο τέλος δίνει κι άλλες επιλογές. Που όμως ΔΞ/ΔΑ😂!!!

  98. Missing Ink said

    92 – Thanks, ΣΠ!

    97 – Παρομοίως, Χαρούλα!

    84, 93 – Εχ βρε G, όλα με τη λογική (καλά κάνεις βέβαια), αλλά δεν είναι μόνο θέμα, δομή και, ξέρω ’γώ, επίτευξη στόχου η λογοτεχνία, είναι και…feeling. Chagal παρεμπιπτόντως κι εγώ γουστάρω, κι απ’ όσο έχω διαβάσει πέρα από μεγάλος ζωγράφος πρέπει να ήταν και ατομάρα.

    89 και όχι μόνο – Καλά, Έφη, με τα σχόλια σου για την Plath έχεις αφιερώσει (πόσο 90s αυτή η έκφραση). Τι σημασία έχει αν η υστεροφημία της μεγαλώνει με τα χρόνια; Το έργο είναι που μετράει. Είναι άλλωστε και το μόνο που θα χάρηκε –όσο μπορεί να χάρηκε μια τύπισσα σαν την Plath τέλος πάντων– ενώ βρισκόταν ακόμα στη ζωή.

  99. Βάγια said

    Μου φαίνεται πολύ όμορφο το κείμενο. Μου αρέσει η συνάφεια με τη θάλασσα που φανερώνει η συγγραφέας, συνδυασμένη με την παιδική μοναχικότητα. Είναι κάτι που την έπλασε!
    Μεγάλη συνάφεια με τη θάλασσα και σχέση αγάπης-μίσους με το τοπίο της ιδιαίτερης πατρίδας της φανερώνεται και στον Γυάλινο Κώδωνα.

Σχολιάστε