Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Δεκαπενταύγουστος (διήγημα του Δημήτρη Μητσοτάκη)

Posted by sarant στο 15 Αυγούστου, 2022


Τριημερο της ραστώνης, συνεχίζουμε με κάτι λογοτεχνικό. Διάλεξα ένα διήγημα για όσους έμειναν στο άδειο (αν και ποτέ δεν αδειάζει) κλεινόν άστυ, ένα διήγημα του Δημήτρη Μητσοτάκη.

Πέρα από τη συνεπωνυμία του με τον πρωθυπουργό (απ’ όσο ξέρω, δεν υπάρχει συγγένεια, αν και στο Φέισμπουκ λέει χαριτολογώντας για τον «ξάδερφο») ο Δ. Μητσοτάκης (γενν. 1967) είναι περισσότερο γνωστός ως τραγουδοποιός, παλιότερα με το συγκρότημα Ενδελέχεια και τώρα με σόλο καριέρα. Ωστόσο, έχει επίσης σημαντική λογοτεχνική παρουσία αφού εχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα.

Το διήγημα που θα διαβασουμε σήμερα, νεανικό και ανάλαφρο, περιλαμβάνεται στη συλλογή Τα σκισμένα ημερολόγια (εκδ. Τόπος, 2019).

Δεκαπενταύγουστος

Έναν Δεκαπενταύγουστο, πρέπει να ήταν το ’82 ή το ’83, είχα ξεμείνει, μόνος, στην Αθήνα. Κι ενώ λίγο απείχα από το να σκαρφιστώ τρόπους για να βάλω τέρμα στη μονότονη ζωή μου, χτύπησε το τηλέφωνο. Τελικά υπήρχε Θεός. Ήταν η Μαρία, η όμορφη, με την μπάσα φωνή –με την οποία κάτι παιζόταν όλη τη χρονιά αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί– που με καλούσε να πάω να την επισκεφτώ στη Σαλαμίνα. Άλλο που δεν ήθελα.

Κατέβηκα με τον ηλεκτρικό από την Καλλιθέα στον Πειραιά, πήρα λεωφορείο για το Πέραμα, πέρασα στα Παλούκια και μετά περίμενα το λεωφορείο που θα με πήγαινε στην Κακή Βίγλα. Κάποια στιγμή, τρεις ώρες μετά την έξοδό μου από το σπίτι, έφτασα στο εξοχικό της Μαρίας, ψυχολογικά έτοιμος για μια αξέχαστη μέρα, γεμάτη έρωτα και πρωτόγνωρες εμπειρίες.

Με υποδέχτηκε η μικρή αδερφή της Μαρίας μαζί με ένα τσούρμο αδερφάκια, ξαδερφάκια, ανιψάκια, και διάφορα άλλα παιδάκια της γειτονιάς. Πριν προλάβω να κάνω μεταβολή και να γυρίσω τρέχοντας στην Αθήνα, με έπιασε από το χέρι η μαμά της Μαρίας.

– Καλώς τον Δημητράκη!

– Καλώς σας βρήκα, είπα, μην τολμώντας να αλλάξω το «λ» με «κ».

– Η Μαρία έχει πάει για ψωμί, έρχεται όπου να ’ναι, έλα να σου βάλω μια πορτοκαλάδα.

Η πορτοκαλάδα είναι το μόνο υγρό, μαζί με το ούζο, που δεν μπορώ να καταπιώ με καμία δύναμη, όσο κι αν διψάω. Στην κουζίνα εκείνη κατέβασα μια μπλε Ήβη μονορούφι, σαν τιμωρία στον κουτό και άπειρο εφηβικό μου εαυτό που με είχε φέρει στην τρομερή εκείνη κατάσταση. Στη μέση της κουζίνας βρισκόταν ένα τραπέζι στρωμένο με φαγητά. Κυριαρχούσε η μυρωδιά του σκόρδου, την οποία ο κόμης Δράκουλας αγαπούσε περισσότερο από μένα. Γύρω γύρω από το τραπέζι κάθονταν ο μπαμπάς της Μαρίας, ο θείος –ίδιος ο Παντελής Ζερβός!– με τη θεία, η κουφή γιαγιά, ο αδερφός και η αδερφή, διάφορα μικρά παιδάκια και ένας τεράστιος μαλλιαρός σκύλος, που δεν καθόταν ακριβώς αλλά τριγυρνούσε από δω κι από κει και κάθε 30’’ ερχόταν και έχωνε την τεράστια μουσούδα του ανάμεσα στα πόδια μου μυρίζοντας τα γεννητικά μου όργανα και γεμίζοντας σάλια το φρεσκοπλυμένο παντελόνι μου.

Με τα πολλά, ήρθε και η Μαρία κρατώντας μια θηριώδη φραντζόλα με ζυμωτό ψωμί, το καμάρι του χωριού, που για να κοπεί χρειαζόταν υλοτομικό πριόνι και δυο γεροδεμένους Καναδούς από κάθε μεριά.

– Γεια σου, Δημήτρη. Ήρθες;

– Γεια σου, Μαρία. Ήρθα.

Έβαλαν τη Μαρία να κάτσει δίπλα μου και άρχισαν όλοι να τρώνε. Τσίμπησα δυο τρεις φορές, δοκιμάζοντας το, απαράδεκτο για τα γούστα μου, σκορδάτο αρνί με τις βραστοψητές, βρομερές πατάτες, την αηδιαστική φέτα, το τζατζίκι αναλογίας δώδεκα σκελίδες σκόρδο σε 200 γρ. γιαούρτι, τα παγωμένα ραδίκια, λουσμένα στο λεμόνι, και την ομελέτα με τα χωριάτικα αυγά που θα μπορούσα να φάω αν δεν κολυμπούσαν στο λάδι.

– Γιατί δεν τρως, Δημήτρη; Δεν σου αρέσει το φαγητό;

– Μου αρέσει πολύ αλλά έχω έρθει φαγωμένος, είπα ψέματα.

Το ανόητο στομάχι μου γουργούρισε ακριβώς εκείνη τη στιγμή, προδίδοντας την πείνα μου μέσα στην αμήχανη σιωπή που ακολούθησε. Ένιωσα εντελώς άβολα. Ευτυχώς, ένα ανιψάκι κάρφωσε με το πιρούνι το χέρι ενός άλλου μικρού ανιψιού– παιδιού– εγγονιού και ακολούθησε ελληνική τραγωδία με φωνές, οιμωγές, κλάματα και αναθέματα, κλείνοντας έτσι, απότομα, το υπό διερεύνηση θέμα «γιατί άραγε δεν τρώει ο καλεσμένος μας».

– Μαρία, θα φύγω, βρήκα την ευκαιρία να της πω μέσα στην αναμπουμπούλα.

– Κάτσε λίγο, μου είπε με βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις και ναζιάρικη, μπάσα φωνή.

Δεν χρειάστηκε να επιμείνει πολύ, από μικρός είχα αδυναμία στο μπάσο. Όση ώρα η Μαρία βοηθούσε στο μάζεμα του τραπεζιού τη μαμά, τη θεία και την αδερφή της, η κουφή γιαγιά με ανέκρινε υπό τους ήχους του πλυσίματος των πιάτων, του μπαμπά που ροχάλιζε στο διπλανό δωμάτιο, του κομπολογιού του νυσταγμένου «Παντελή Ζερβού» και του παπιού του αδερφού που έβαζε μπρος και γκάζωνε με κατεύθυνση τα Παλούκια.

Απάντησα πολύ δυνατά σε όλες τις ερωτήσεις της κουφής γιαγιάς. Προς στιγμή νόμιζα ότι θα εμφανιστεί ο Ναζί βασανιστής μου που θα απαιτούσε σημαντικά, στρατιωτικά μυστικά και ονόματα πατριωτών, κρεμώντας με από τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα.

Η μαμά έφτιαξε ελληνικό καφέ τον οποίο και κατέβασα μονορούφι, πιο πολύ από πείνα παρά από απόλαυση. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά, ο ελληνικός καφές πολλαπλασίασε το αίσθημα της αφόρητης πείνας μου. Η μαμά πρέπει να «στράβωσε» μαζί μου όταν αρνήθηκα και το γλυκό νεραντζάκι, που ήταν το μοναδικό γλυκό που δεν μπορούσα με τίποτα να καταπιώ.

– Μαρία, να προσέχεις τα παιδιά, είπε αυστηρά και έφυγε αγκαζέ με τη θεία για έναν μικρό περίπατο, να χωνέψουν.

Έπαιξα με τα κουτσούβελα όλα τα παιχνίδια που υπήρχαν στο σπίτι: Γκρινιάρη, Φιδάκι, ποδοσφαιράκι, Μονόπολη, Φωτεινό παντογνώστη· και όσα δεν υπήρχαν σε μορφή επιτραπέζιου: κρυφτό, κυνηγητό, μήλα, μπάλα, αμπάριζα και άλλα πολλά που πλέον έχουν καταργηθεί ως παιχνίδια. Σε όλα εκείνα τα παίγνια η Μαρία, αρκετές φορές, με άφηνε μόνο με τα αμέτρητα παιδάκια και έκανε διάφορες δουλειές, όπως ξεσκόνισμα, πότισμα, σκούπισμα, ταχτοποίηση χώρων, κλάδεμα ξερόχορτων κ.ά.

Όταν πήρε να σκοτεινιάζει, χαιρέτισα με βροντερή φωνή την ανακρίτρια– γιαγιά, τον μπαμπά που έπαιζε τάβλι με τον θείο «Παντελή», την αδερφή, τα κουτσούβελα που κρέμονταν από το πόδι μου και δεν με άφηναν να φύγω και, τέλος, τη Μαρία, η οποία με υγρά μάτια και απολογητική φωνή μου έλεγε διαρκώς «συγγνώμη» και «με συγχωρείς» σε διάφορους τόνους. Λίγο πριν κλείσω πίσω μου την καγκελόπορτα του εξοχικού, ο τεράστιος σκύλος σηκώθηκε στα δυο του πόδια και με την τεράστια, σαν λαγάνα, γλώσσα του μου έγλειψε το πρόσωπο και με γέμισε παντού κιλά σάλιο, επιτείνοντας, με τον τρόπο αυτό, το δράμα μου.

Έφτασα στην Καλλιθέα κατά τις 11.30 μ.μ. και επί μία ώρα έψαχνα, απελπισμένος, σουβλατζίδικο, φαστ φουντ, ταβέρνα, κρασοπουλειό, κάτι τέλος πάντων, οτιδήποτε. Όλα κλειστά. Έκλαψα από τα νεύρα μου. Κλότσησα τοίχους. Μπήκα σπίτι κοπανώντας τις πόρτες. Οι δικοί μου έλειπαν, από μέρες, στην Κρήτη. Μπήκα στην κουζίνα. Άνοιξα το ψυγείο. Ένα μπουκάλι με νερό, μισό ξινισμένο εβαπορέ και 30 γραμμάρια πράσινο κεφαλοτύρι Αμφιλοχίας. Άνοιξα την κατάψυξη. Μια παγοθήκη με ένα παγάκι και λίγος μαϊντανός σε ένα διάφανο σακουλάκι. Άρχισα να ψάχνω τα ακόμα πιο άδεια ντουλάπια. Πρώτο, άδειο. Δεύτερο, άδειο. Τρίτο, τέταρτο… και… ξαφνικά… λίγο πριν την απόλυτη απελπισία… εκεί, στο πέμπτο, στο πιο ψηλό απ’ όλα… Εύρηκα!

Ένα σακουλάκι με χοντρό μακαρονάκι στεκόταν μπροστά στα μάτια μου, στο βάθος του μαγικού ντουλαπιού. Έμοιαζε με φιλέτο από μοσχαράκι Σαβοΐας 9 μηνών, ωριμασμένο για 45 μέρες. Έβρασα το μακαρονάκι σε καλά αλατισμένο νερό, καθάρισα και έτριψα και το απειροελάχιστο πλέον κεφαλοτύρι και ετοιμάστηκα να σκοτώσω τη θρυλική πείνα μου.

Και τότε, ένιωσα εκείνη τη γεύση. Εκείνη την τρομερή γεύση που με ακολουθεί ακόμα, 35 χρόνια μετά, σαν εφιάλτης διεστραμμένου υποσυνείδητου. Γεύση ζυμαρικών, βρασμένων σε σιρόπι από λευκή ζάχαρη, και πασπαλισμένων με αρπαγμένο κεφαλοτύρι Αμφιλοχίας. Η ίδια η κόλαση! Αν είχα μπροστά μου εκείνη τη στιγμή την τεράστια κατσαρόλα με τη θρυλική φασολάδα του Μάριου, του φαντάρου μάγειρα της 87’ ΣΤ’ ΕΣΣΟ της Β’ Πυροβολαρχίας του Αντιαεροπορικού Πυροβολικού, στο Καρλόβασι της Σάμου, από την οποία κανείς, ποτέ, δεν κατάφερε να φάει δεύτερη κουταλιά, θα έμπαινα μέσα γυμνός και θα έκανα μακροβούτια τρώγοντας ταυτόχρονα όλη εκείνη την αποτρόπαιη σούπα από όσπρια.

Πέταξα το πιάτο και το περιεχόμενο όλης της κατσαρόλας στο μαρμάρινο νεροχύτη και έπεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι, στην απέλπιδα προσπάθειά μου να δώσω τέλος σε εκείνον τον εφιαλτικό Δεκαπενταύγουστο.

Στον ύπνο μου είδα τη Μαρία, ντυμένη σαν Παναγία, να με κοιτά με τα υγρά της, γαλανά μάτια, να μου ζητά διαρκώς συγγνώμη και να με ταΐζει, με ένα κουταλάκι του γλυκού, φρουτόκρεμα.

 

 

133 Σχόλια to “Δεκαπενταύγουστος (διήγημα του Δημήτρη Μητσοτάκη)”

  1. Καλημέρα

    Χαχαχά, πολύ πλάκα το διηγηματάλι !

    Χρόνια πολλά στην Μαρία του διηγήματος και σε όλους/ες που γιορτάζουν σήμερα !!

    Τραγουδάκι αφιερωμένοο στην Μαρία του διηγήματος και όχι μόνο (τόχει το όνομα ! )

  2. Νέο Kid said

    Καλημέρα και χρόνια πολλά από τις ερήμους των απίστων (να με βασανίσει ο Ναζί που λέει, «Καλή Παναγιά!’ και τετεοιες αηδίες δε λέω!!)

    Ωραίο, αλλά πολύ εκλεκτικός στο φαί ο μάγκας…
    Προσωπικά, κι ευρισκόμενος μακριά από ελληνικές γεύσεις, το γεύμα μού μοιάζει λαχταριστό! Ποτέ δεν κατάλαβα το δισταγμό ανθρώπων να δοκιμάσουν διαφορετικά φαγιά και γεύσεις! Είμαι πάντα έτοιμος να δοκιμάσω οτιδήποτε «εξωτικό», ινδικό, τάι, σινομογγολικό, αιθιοπικονγκολέζικο ξέρω γω και δε συμμαζεύεται. (κοιλιοδουλεία; Μπα…, γευσιγνωστική περιέργεια!)

  3. Πέπε said

    Τέλειο!

  4. sarant said

    Καλημέρα, καλό Δεκαπενταύγουστο, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

    1 Καλα λες, γιορτάζει και η Μαρία με τη μπάσα φωνή.

  5. sarant said

    2 Κιντ, χρονια πολλά εκεί στην έρημο!

  6. Κουνελόγατος said

    Υπάρχει κι αυτή η Μαρία. Καλημέρα και χρόνια πολλά σε όσους και όσες γιορτάζουν.

  7. Pedis said

    Δροσερό διήγημα, κατά τόπους κρύο.

    Χρόνια πολλά σε όλους τους Μάριους και στις, με εκκλησιαστική βούλα, εμπειρες Μαρίες.😀

  8. Αγγελος said

    Γουστόζικο, αλλά πολύ ιδιότροπος στο φαΐ ο αφηγητής. Να μην του αρέσει ούτε η πορτοκαλάδα, ούτε το νεραντζάκι! Και να μη φάει ούτε καν ψωμί, ενώ πεινούσε!

  9. Ωραίο το διήγημα, ανάλαφρο καλοκαιρινό ανάγνωσμα.
    Τα τυριά Αμφιλοχίας γίνανε γνωστά μετά τα τέλη του 90′ , υπήρχαν όμως και το 80. Κεφαλογραβιέρα, γραβιέρα και πεκορίνο είναι τα πιο γνωστά, μου έκανε εντύπωση που αναφέρεται το κεφαλοτύρι Αμφιλοχίας.

    Χρόνια πολλά στους εορτάζοντες.

  10. Και γω πεινασα με την περιγραφή!

  11. Πέπε said

    @2
    Το να θεωρεί ο ήρωας οτιδήποτε στοιχειωδώς παραδοσιακό-ελληνικό-γιαγιαδίστικο (π.χ. το τζατζίκι) απαίσιο είναι λίγο μανιέρα σε τέτοιου είδους ευθυμογραφήματα. Προσωπικά το αποδέχομαι, πώς αλλιώς θα έβγαινε η ιστορία;

    Παρέλειψε βέβαια να βάλει τους οικοδεσπότες του να ακούν και (απαίσια, φυσικά) μουσική στο ράδιο. Κατά προτίμηση σε σταθμό που να μην πιάνει καλά.

  12. Νέο Kid said

    11. Ναι…, είναι γεγονός ότι μια μανιέρα «πώ! τι βλάχοι οι Σαλαμιναίοι!» αποπνέεται…

  13. sarant said

    11 Ε, ναι. Ωραία πινελιά αυτή με τον σταθμό που δεν πιάνει καλά

    6 Μπράβο, μ’ αρέσει πολύ αυτό το τραγούδι.

  14. Καλημέρα
    Χρόνια πολλά στις Μαρίες του ιστολογίου και στους Παναγιώτηδες, Παναγιώτες, Δέσποινες (κι όχι μόνο τις άμεσες αλλά και τις έμμεσες).
    Ένα γερμανικό τραγουδάκι αφιέρωμα που όμως έχει μόνο μουσική εδώ. Πάντως, λέει «τι όμορφη που είσαι Μαρία απ’ τα γόνατα μέχρι το λαιμό»!

  15. ΓιώργοςΜ said

    Καλημέρα! Χρόνια πολλά σε Μαρίες, Μάριους, Παναγιώτηδες, Παναγιώτες και λοιπές εορταστικές δυνάμεις!
    Μου άρεσε το σημερινό, βρετανικό χιούμορ σε σαλαμινιώτικο περιβάλλον.
    Στη Σαλαμίνα, και δη στην Κακη Βίγλα, το αρνάκι είναι σχεδόν υποχρεωτικό έδεσμα, με δεύτερη στατιστικά πιθανότητα τα θαλασσινά. Όπως και ο Κιντ, κι εγώ πιστεύω στους ανοιχτούς γαστρονομικούς ορίζοντες, αλλά δε θα δούλευε αλλιώς το διήγημα.

  16. Πέπε said

    12
    Οι Σαλαμιναίοι; Εγώ θα ‘λεγα μάλλον όλες οι γενιές και οι φυλές εκτός από τη δική του (φοιτητής μοιάζει να ‘τανε), καθώς και τα μέλη ακόμη και της δικής του όταν ανακατεύονται με τις υπόλοιπες, προδίδοντας την εικόνα που του είχαν δώσει όλη τη χρονιά ότι κυκλοφορούν έτσι χωρίς παρελθόν, χωρίς οικογενειακό υπόβαθρο κλπ., μόνο με ό,τι δείχνουν στην κοινωνική ή προσωπική συναναστροφή.

    Κοίτα όμως που λέει κάπου «όλοι οι δικοί μου είχαν φύγει»: το δικό του οικογενειακό υπόβαθρο μια χαρά θα ήταν σε μια τέτοια περίπτωση απελπισίας.

    Όλα αυτά είναι πολύ αληθινά (ότι έτσι τα βλέπαμε σ’ εκείνες τις ηλικίες).

  17. ΣΠ said

    Καλημέρα. Χρόνια πολλά στην Μαρία, στον Παναγιώτη Κ., στον Πάνο με πεζά, και σε όποιον άλλο γιορτάζει.

    Διασκεδαστικό διήγημα-ευθυμογράφημα στην γνωστή συνταγή που ξεκινάς για κάτι και όλα πάνε στραβά,

  18. LandS said

    Χα χα. Αυτός παιδιά είναι ο Δημήτρης Μητσοτάκης με τό ‘νομα

  19. Χρόνια πολλά σε όλους!

  20. LandS said

    Δεν είναι Σαλαμιναίοι λέμε, είναι Κουλουριώτες και μάλιστα Αρβανίτες.

  21. sarant said

    Και βέβαια, χρόνια πολλά και από μένα στη Μαρία (που είναι σε στερούμενο διαδικτύου τόπο διακοπών), στον Παναγιώτη Κ., στον Πάνο με πεζά και σε όσες και όσους γιορτάζουν σήμερα!

  22. LandS said

    Δεν σας καταλαβαίνω γιατί βγάζετε σνομπ τον ΔΜ. Λες και έχετε φάει τζατζίκι 12 σκελίδων σκόρδο σε 200 γρ. γιαούρτι και ξέρετε.

  23. ΚΩΣΤΑΣ said

    Για τη γιορτή της Παναγίας Χρόνια Πολλά στον Νικοκύρη και σε όλες/ους εδώ μέσα.
    Ιδιαίτερες ευχές σε όσες/ους γιορτάζουν σήμερα: Μαρία, Παναγιώτη Κ, Πμπ ….

    Για Μητσοτάκη δεν κάνω κρίσεις και σχόλια εδώ μέσα… 😜​

  24. ΓΤ said

    Να πω την αλήθεια, δεν μου αρέσει να βλέπω στο εξώφυλλο τον συγγραφέα. Είναι μία αλλοίωση που εκφυλίζει το βιβλίο σε περιοδικό με κεντρική συνέντευξη. Φωτό το πολύ στο μπροστινό αυτάκι. Ή καθόλου πρόσωπο. Όχι για ν’ αναρωτιέμαι, αλλά γιατί το «πρόσωπο» είναι οι αράδες του. Θα μου πεις «ποιος σε ρὠτησε;» Είναι «άποψη» του οίκου. Παρεκτός και δεν βλέπω καλά, κάτι ναρκισσεύεται υπορρήτως με μια καλοφτιαγμένη αυθορμησία, ώστε να μίσγει η πόζα με την πρόζα.

    Ωστόσο,
    ας δούμε και τον «Ακραίο πόνο»

    Click to access TA_SKISMENA_HMEROLOGIA_akraios_ponos.pdf

    Ας ακούσουμε και τη «Μάλλινη κούκλα»

  25. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Χρόνια πολλά Μαρία, Πάνο, Παναγιώτη,

    Μόνο οι παντρεμενες Μαρίες γιορτάζουν σήμερα στην Κρήτη(παραδοσιακά).

    Βελτίωσαν τα δίκτυα ή τα εργαλεία κι ετσι σας ξαναβρίσκω και σας χαιρετώ από τα μερη του Πανα

  26. atheofobos said

    Παρά τις γαστριμαχικές ιδιορρυθμίες του συγγραφέα το διήγημα είναι απολαυστικό και πολύ σωστή επιλογή για σήμερα!

  27. # 23 τέλος

    Το λες και…φύλαγε τα ρούχα σου νάχεις τα μισά !

  28. ΓΤ said

    @23 Κωστάουα

    Άσε, ρε μαν, τη Μενεμένη
    γύρνα λέω στο ιστολόι
    παράτα πια το κομπολόι
    ο λαός σε περιμένει

    Λάρισα και Σαλονίκη
    πέρα-δώθε σουρτουκεύεις
    Γράμματα όμορφα γυρεύεις;
    Μόνο εδώ στου Σαραντάκου
    κατακτάς μια τέτοια νίκη

    Μπορεί να ‘σαι πληγωμένος
    κι εγώ να μιλώ του κάκου

    κι αν ζωή ουλή κι ασβόλη
    κάπου κρύβεται το θάμα
    η αλέγρα η παρέα
    είναι ιωδίου βάμμα

  29. Γιάννης Κουβάτσος said

    Καλημέρα. Χρόνια πολλά και Good Madonna, που θα ‘λεγε κι ο Τσίπρας. 😊
    Πολύ διασκεδαστικό το διήγημα, ό,τι έπρεπε, αφού έχουμε γκώσει από κατοχές, προσφυγιές και βασανισμένες αναμνήσεις. Κι ο ήρωας, δηλαδή, πολύ βασανίστηκε και όσοι είχαμε την ατυχία να παρευρεθούμε σε παρόμοιες οικογενειακές συνάξεις, τον συμπονούμε και συμπάσχουμε, αλλά, όταν άκουσε για Σαλαμίνα, έπρεπε να πάρει δρόμο. Πάλι καλά που γλίτωσε τα κλαρίνα ή τα μαγνητόφωνα με τα σκυλάδικα, τους χορούς των μεθυσμένων και όλη αυτή την αηδή κατάσταση που αποκαλούμε με καμάρι ελληνικό γλέντι.

  30. antonislaw said

    Καλημέρα σας, χρόνια πολλά σε όλους, ιδίως στις εορτάζουσες και εορταζοντες!
    Μου αρέσει η γραφή του Δημήτρη Μητσοτάκη, εχει κάτι το μπητνικ ακατέργαστο που λίγο «ενοχλεί» αλλά με απολύτως αποδεκτό φιλολογικά τρόπο σε κάποια σημεία.
    Όσον αφορά τα πραγματολογικά νομίζω απηχεί κάπως τα ουδετεροποιημένα γευστικά γούστα που είχαν τα Αθηναιάκια της δεκαετίας του 80, πριν δηλαδή επικρατήσει το σύνθημα για επιστροφή στη φύση και στην επαρχία και στο έθνικ γενικότερα, οπότε οι γεύσεις της επαρχίας ήταν πιο έντονες και μύριζαν πολύ στους αστικούς πληθυσμούς που είχαν ακριβώς συνηθίσει πιο ουδέτερες και πλαστικές γεύσεις-τα χωριατικα κοτόπουλα «μύριζαν», η φέτα του χωριού έβγαζε τραγίλα, το σκόρδο είχε εξοβελιστεί από την πόλη ενώ ήταν ο καθημερινός σύντροφος του αγροτη και της μαγειρικής του, τα φαγητά που κολυμπούσαν στο λαδι στην επαρχία και ηταν τίγκα στο αλάτι-ενώ στην αθήνα υπήρχε το ηλιελαιο και είχε ξεκινήσει κ η πιο υγιεινή διατροφή, θυμάμαι να ξαρμυριζουν τη φέτα και βάζουν την ομελετα πανω σε χαρτί κουζίνας για να απορροφήσει το λάδι

  31. Costas Papathanasiou said

    Καλημέρα. Χρόνια πολλά σε Μαρίες, Παναγιώτες, Δέσποινες, Κρυσταλλίες,,Πρεσβείες, Συμέλες και λοιπά συν αυταίς εορτάζοντα Ονόματα.
    Χρήσιμη πάντα η ανάποδη πλευρά των πραγμάτων, ιδίως η χιουμοριστική ξινή ματιά στις στερεοτυπικές, σχεδόν ψυχαναγκαστικές γιορτές και πανηγύρια ημών των αγελαίων, είναι ως εκ τούτου απορίας άξιο, αν όχι ανακόλουθο, το γιατί δεν άρεσαν στον ασκορδόπιστο κ. Δ.Μητσοτάκη “τα παγωμένα ραδίκια,(που ήταν) λουσμένα στο λεμόνι” ή το “μισό ξινισμένο εβαπορέ” του ψυγείου του.
    Ανακόλουθη επίσης είναι και η χρήση του “χαιρέτισα” (με βροντερή φωνή την ανακρίτρια– γιαγιά),αντί του “χαιρέτησα” (αφού το χαιρετώ είναι που σημαίνει και “αποχαιρετώ”).
    Στον αντίποδα αυτής της ενδιαφέρουσας όξινης οπτικής, η εξαιρετική αλκαλική ματιά του Ηλία Παπαμόσχου στο διήγημά του “Τά χείλη τῆς Παναγίας”, όπου, η γιαγιά του η Ελένη, έρχεται στ’ όνειρό του με στόμα κερασένιο “σαν κουμπότρυπα”, παρηγορητικό σαν της Μυριώνυμης, για να τον ησυχάσει με επωδό τα Ονόματα Κόχη, Κρυφή, Χελιδονού, Κορυφινή, Νεροχιονίτισσα, που ακούονται ως εικόνες-ξόρκια-του-Κακού, Μάνας, Κυράς, Γιαγιάς, Προμήτορος και Παναγιάς, μα και Κρυψώνα, Κόρφου και Φωλιάς και Ανάτασης για Ολύμπια Γαλήνη, και ως Κοίμησης ο Λόγος ο Κρυφός ότι η Αγάπη, όπου καρδιά, αιώνια θάλλει.

  32. Γιάννης Κουβάτσος said

    Χρόνια πολλά στις εορτάζουσες και στους εορτάζοντες και ιδιαιτέρως στον φίλο Παναγιώτη Κ. που τον εκτιμώ πολύ.

  33. Παναγιώτης K. said

    Ευχαριστώ πολύ για τις ευχές σας.
    Να είστε όλοι καλά για να υπάρχει αυτή η ωραία παρέα.

  34. ΓΤ said

    @29 Δάσκαλος Θ13

    Σου έχω κλαρίνα στο μπακνήμα 😛

  35. ΓΤ said

    @33

    Χρόνια πολλά, Παναγιώτη Κ.!

  36. Costas X said

    Καλημέρα και χρόνια πολλά !

    Ωραίο το ευθυμογράφημα, καλογραμμένο και με χιούμορ, λίγο υπερβολικό όμως το εύρημα του πειναλέου που τελικά δεν τρώει τίποτα, ούτε καν το «σκορδάτο αρνί με τις βραστοψητές, βρομερές πατάτες». Εγώ πεινασμένος θα έτρωγα τα πάντα, στο στρατό μια φορά είχα φάει ψωμί από τα σκουπίδια !
    Επίσης με προβλημάτισε λίγο η διατύπωση «Η πορτοκαλάδα είναι το μόνο υγρό, μαζί με το ούζο, που δεν μπορώ να καταπιώ», εγώ θα έλεγα «Η πορτοκαλάδα και το ούζο είναι τα μόνα υγρά που δεν μπορώ να πιώ».

  37. aerosol said

    Χρόνια πολλά στους γνωστούς άγνωστους.
    Κι όμως, από ερωτικής άποψης αυτή η άχαρη εκδρομή τελειώνει με υποσχέσεις. Δενκακό να είναι γεμάτη τύψεις η όμορφη Μαρία με την μπάσα φωνή, που σε έφερε τόσο δρόμο σε μια μέρα οικογενειακής ταλαιπωρίας, χωρίς να χαρείς τη συντροφιά της. Είναι εγγύηση για ένα καλύτερο αύριο.

    #12
    Μα… να μην του αρέσει η μαγευτική Σαλαμύκονος;!

    #22
    Εγώ το προτιμώ από το «τζατζίκι» που η μόνη του επαφή με το σκόρδο είναι το ότι έβαλαν στο δίπλα δωμάτιο δυο σκελίδες να τις φυσήξει ο αέρας προς το γιαούρτι για ένα λεπτό.

    #24
    Συμφωνώ μεν, όμως νομίζω πως το εξώφυλλο δικαιολογείται από τα ημερολογιακής φύσης («αυτοβιογραφικής», έστω ως χιουμοριστική πρόφαση) κείμενα του βιβλίου.

  38. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Λογοτεχνικός Δεκαπενταύγουστος από Μήτσο-Μητσοτάκη, τον μόνο Μητσοτάκη που αγαπάμε.
    Κεφάτο κι ανάλαφρο το διηγηματάκι κι ακόμη κι αν δεν είχε ο ήρωας όλα μαζί αυτά τα κακά συναπαντήματα, είμαι βέβαιη ότι σε όλους μας έχουν τύχει πάνω από ένα απ΄αυτά τα δεινά:
    Και αποκοτιές (ανεκεφαλιές τις λέμε κάτω) χάριν ελπιζόμενου/υποσχόμενου έρωτα, και ψυχαναγκασμούς με σόγια και φασαριόζικες παρέες και επίμονες χαζοανακρίσεις από (συνήθως) γερόντους («τίνος παιδί είσαι συ»)…Τώρα μάθαμε να τα ξεστρίβουμε όλα. Μεγαλώσαμε 😦 .
    Και 15αύγουστο στην (έρημη;) Αθήνα έχουμε κάνει με όλα κλειστά, και με μακαρόνια και παξιμάδι τριμένο τον έχουμε αντιμετωπίσει.Τώρα βρίσκεις απ΄όλα, μα τα λεφτά είναι που λείπουνε στον πολύ κόσμο.

  39. zgrisp said

    Καλημέρα κι από μένα, από Αθήνα, κάτω από έναν ανεμιστήρα οροφής (καλά είναι, ας μην έχω παράπονο) και χρόνια πολλά στ** εορτάζο** εντός και εκτός μπλογκ.

    Τέλειο το διήγημα για σήμερα, μας δρόσισε με το χαμόγελο που έφερε στα χείλη μας, ειδικά με τις γαστριμαργικές ιδιοτροπίες του αφηγητή. (Πάντως, πραγματικά, δεν πρέπει να πεινούσε τόοοοσο πολύ σύμφωνα με τη νόνα μου, που βίωσε την κατοχή, και έλεγε «η πείνα μάτια δεν έχει παιδάκι μου’!!!)

  40. ΓιώργοςΜ said

    Στα (εύλογα για παιδί της πόλης) πραγματολογικά αγαλματάκια, το «κλάδεμα των ξερόχορτων». Ξεχορτάριασμα, αποψίλωση, καθάρισμα ίσως, αλλά για κλάδεμα χρειάζονται κλαδιά 😁

  41. ΓΤ said

    @38

    Ναι, αλλά υπάρχει και ο παραγωγός ταινιών. Δες τι είχε γίνει με τον έρωτα και το λαχείο 😛

    https://www.newsit.gr/ellada/olo-to-xorio-kerdise-sto-lotto-o-mitsotakis-oxi/1875301/

  42. miltos86 said

    Καλημέρα, χρόνια πολλά

    Ωραίο το διήγημα, περίμενα καλύτερο τέλος, να παίξει κάτι με τη Μαρία ή έστω να υπάρξει μια παραδοχή ότι του άρεσε η οικογενειακή θαλπωρή τελικά. Αλλά μάλλον έχω δει πολλές χολιγουντιανές ταινίες…

    Αυτό που δεν κατάλαβα είναι η Μαρία για ποιο λόγο του ζητούσε συγγνώμη; Άντε αυτός περίμενε διαφορετικό σκηνικό αλλά εκείνη που ήξερε σε τι τον έμπλεκε τι διαφορετικό περίμενε να συμβεί;

  43. Πέπε said

    24
    Κι ότι ήθελα να ρωτήσω ποιος έχει διαβάσει κι άλλα για να μας πει αν αυτό ήταν αντιπροσωπευτικό ή η εξαίρεση.

    Ε λοιπόν, δεν είναι για πάνω από ένα τη φορά. Πάλι ειρωνικό χιούμορ σε μια υπόθεση που δεν είναι από μόνη της κωμική (όλο αυτό δε συνιστά καθόλου κακή συνταγή, απλώς είναι δεύτερη φορά η ίδια). Πολύ επεξεργασμένη ανάπτυξη, ουσιαστικά, μιας απλής έκφρασης που και λέγεται αλλά και που στερεοτυπικά την κοροϊδεύουμε. Αυτός την αποδομεί με περισσότερα λόγια και με καλοδιαλεγμένο, πρέπει να πω, ύφος.

    Διαβάστε το, δε λέω όχι. Προσωπικά όμως, από τη στιγμή που μας αποκάλυψε πού το πήγαινε, το βρήκα ανιαρό.

  44. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Χρόνια σας πολλά, Μαρίες καί Παναγιώτηδες- καί Δέσποινες!
    (Costas Papathanasiou μέ ἄφησες ἄγαλμα μέ τά ἑορτολογικά ἐφόδιά σου. Κρυσταλλίες καί Πρεσβεῖες, ἔ;;)

  45. Γιάννης Κουβάτσος said

    Δεν ξέρω αν είναι αυτοβιογραφικό το διήγημα, οπότε ο Μητσοτάκης έμεινε μόνος στην Αθήνα στα 15 ή 16 του. Μου φαίνεται, όμως, απίθανο Ελληνίδα μάνα εκείνης της εποχής (και κάθε εποχής) να έφυγε διακοπές χωρίς το αγοράκι της· αλλά και να έφευγε, ποτέ δεν θα το άφηνε χωρίς προμήθειες. Όσο «από μέρες» και να έλειπε, τα τάπερ με μαγειρεμένο φαγητό θα πρέπει να είχαν τιγκάρει το ψυγείο, ψύξη και κατάψυξη. Ούτε και οι γεννημένοι εκείνες τις δεκαετίες ήμασταν τόσο μίζεροι στο φαΐ. Τώρα τα σουβλάκια, οι πίτσες και τα χάμπουργκερ δίνουν και παίρνουν, αλλά τότε οι μανάδες ήταν αυστηρές σε τέτοια ζητήματα. 😊

  46. Πέπε said

    42
    Μια χαρά ξηγήθηκε η Μαρία. Πρώτα, ξέροντας ότι ο άλλος έχει ξεμείνει δεκαπενταυγουστιάτικα στη στοιχειωμένη Αθήνα, ενώ η ίδια είχε εξοχικό κοντά με φαί, παρέα (…αυτήν τέλος πάντων), φροντίδα κλπ., τον θυμήθηκε. Το τι έβαζε εκείνος με τον νου του, δικός του λογαριασμός. Και ύστερα, του ζήτησε συγγνώμη γιατί σιγά μη δεν κατάλαβε το ξενέρωμά του: ενσυναίσθηση και ευγένεια.

  47. Γιάννης Κουβάτσος said

    42:Όντως. Γιατί άραγε τον κάλεσε η Μαρία;

  48. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    30 >> να ξαρμυριζουν τη φέτα και βάζουν την ομελετα πανω σε χαρτί κουζίνας για να απορροφήσει το λάδι
    Μπράβο βρε! Αυτή η απονεύρωση στα φαγητά!
    Φτάσαμε να ρωτάμε «το τρώει το αρνί, το κατσικίο τυρί, γάλα…» για τις νεανικές παρέες των παιδιών μας. (Το αντιμετωπίζω,περίπου, τώρα. Θέλοντας βέβαια να τα ευχαριστήσω, ξαφνικά μπαίνουν τέτοιες αναρωτήξεις για το (υπέροχο) βραστό και το αρνί στο φούρνο με μελωμένες πατάτες που κάνουν εδώ πάνω τα μικροταβερνεία (παραδοσιακά-όπως και στα σπίτια) .
    Εν τούτοις, την πατροπαράδοτη γουρουνοπούλα (που στάζει το λίπος) κανείς δεν διανοείται να την αρνηθεί κι ας την την έχουν πάρει τάχα…στο ψητό, τουλάχιστον οι νεολαίοι μου. Είναι θεσμός ν΄ανεβούνε στην Τεγέα «για Γιώργο Μάγκα* και γουρνοπούλα», το …συναμφότερον! 🙂

    *γελάνε με όλο το χρυσοσούσουμό του αλλά και θέλγονται από το κλαρίνο του.

  49. Ολίγα περί ονοματολογίας..

    Η γιαγιά μου η «τρελλή», έλεγε πολύ σοφές κουβέντες αλλά και κάποιες περίεργες, μια από τις τελευταίες ήτανε πως όποιος άντρας μπλέξει με Μαρία μια φορά, από Μαρία σε Μαρία θα συνεχίζει. Το αντίστοιχο για τις γυναίκες ήταν για τον Δημήτρη.
    Εγώ, την πρώτη Μαρία της ζωής μου την παντρεύτηκα, κάναμε παιδιά, περάσαμε καλά κάποια χρόνια αλλά όχι τόσο καλά ώστε να ξεχάσω να χωρίσω και κάποια στιγμή χώρισα. Από σύμπτωση ίσως, γυναίκα που δεν είχε όνομα μια παραλλαγή της Μαρίας και να μου δείχνει κάποια προτίμηση-έστω ανοχή- δεν βρέθηκε.. Ταλαιπωρήθηκα πολύ από Μαριώ σε Μαριγούλα και (γέλασέ μου) Μαίρη
    Η λύση ήρθε μετά από χρόνια όταν μετά από μια Μάρα, γνώρισα μια αγγλίδα ζωγράφο που την λέγανε Σάρα και λύθηκαν τα μάγια από την σάρα και την μάρα….

    Το άσμα του Ντύλαν (στο #1) -για όσους το άκουσαν χωρίς να προσέξουν τους στίχους ή όσους θα το ακούσουν- έχει πολλή συνάφεια με την Μαρία του διηγήματος του (αχ) Δημήτρη Μητσοτάκη, εκεί ο άδων παθαίνει χειρότερα, άσε που καταλήγει στην φυλακή !

  50. Πέπε said

    45
    Εμένα μου δίνεται η εντύπωση ότι ο ήρωας είναι μεγαλύτερος, φοιτητής, και μένει μόνος του στην ίδια πόλη. Άρα, όχι αυτοβιογραφικό μέχρι την τελευταία χρονολογική λεπτομέρεια.

    Από την άλλη, το όνομα του μαγείρου στη μονάδα μοιάζει πραγματικό. Αν τον έβγαζε από την κοιλιά του δύσκολα θα τον βάφτιζε Μάριο.

    (Α, και τώρα παρατηρώ μια χρονολογική ανακολουθία: 87 ΕΣΣΟ αλλά 82 ή 83 η υπόθεση. Ε, άρα απλά παραβλέπουμε το «82 ή 83».)

  51. Γιάννης Κουβάτσος said

    46: Δεν είναι ικανοποιητική εξήγηση. Σε κανέναν έφηβο δεν αρέσουν οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, πόσο μάλλον οι ξένες με κουφές θείες, κουτσούβελα κλπ. Εμένα ήταν (και είναι) ο θάνατός μου. Αν πήγαιναν τα δυο τους για μπάνιο και ξεμονάχιασμα, τότε μάλιστα, άξιζαν τα υπόλοιπα βασανιστήρια, αλλά έτσι; Μεγάλη κρεμάλα του έστησε το Μαράκι με την μπάσα φωνή. 😊

  52. Πέπε said

    Λοιπόν, τα χρονολογικά έχουν ως εξής:

    Ο πραγματικός Δ. Μητσοτάκης γεννήθηκε το 1967. Ο ήρωας της ιστορίας ήταν 87 ΕΣΣΟ, πράγμα που σημαίνει, νομίζω, ότι το ’87 έκλεινε τα είκοσι, άρα κι αυτός γεννημένος το 1967. Η 87 ΕΣΣΟ στρατεύεται το 1985 για όσους δεν έχουν αναβολή. Αυτός έχει ήδη υπηρετήσει, άρα, αν δεν πήρε αναβολή (που τον κόβω να είχε πάρει), είμαστε τουλάχιστον στο 1986-87, αν όχι αρκετά αργότερα.

    Άρα, απλώς το «’82 ή ’83» στην αρχή τού ξέφυγε, όπως είπα ήδη στο #50. Ήταν ένας νεαρός ενήλικος άντρας, που λογικά έμενε μόνος του σ’ ένα τυπικά μπεκιάρικο σπίτι με άδεια ντουλάπια στην κουζίνα. Και που άμα λάχει πέρναγε από τη μάνα του για ένα πιάτο φαί ή για να αλλάξει δυο κουβέντες με κάναν άνθρωπο, εκτός από τώρα που δεν του ‘κατσε.

  53. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Το στιλ του Μητσ Μητσ, είναι παιχνιδιάρικο και παραμυθώδες όπως και τα τραγούδια του.
    πχ Μελοποίησε και τραγούδησε με τις κόρες του το επικό:
    «Αν είτανε οι μπάμιες κρουασάν »

  54. Πέπε said

    52
    Μαλακίες. Μπέρδεψα την ΕΣΣΟ με την κλάση. ΕΣΣΟ 87 σημαίνει ότι όντως υπηρέτησε το ’87, πες για καμιά διετία χοντρικά, και η ιστορία έγινε πιο μετά από τότε. Το «’82 ή ’83» παραμένει αβλεψία, ο «εφηβικός εαυτός» που αναφέρει πρέπει να σημαίνει ότι σκεφτόταν σαν έφηβος κι όχι ότι όντως ήταν, και το «35 χρόνια μετά» σημαίνει ότι η συγγραφή έλαβε χώρα σε καναδυό χρόνια από τώρα! 🙂

    Αλλιώς: Αν ισχύει και το «’82 ή ’83» και το «35 χρόνια μετά», η ιστορία συγγράφεται περί το 2017 αλλά δεν ισχύει η ΕΣΣΟ.

    51
    Επίσης, τον κάλεσε και γιατί είχε τη γιορτή της! Εντάξει, δεν το είχε πολυμελετήσει. Είπαμε, ευγένεια, ενσυναίσθηση, αλλά γίνονται και λάθη.

  55. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    24, Το βρήκα αριστούργημα. Η αράχνη που πλέκει τον ιστό της και αυτεγκλωβίζεται, κι ίσως (πεθαμένη) χρυσαλίδα μεταξοσκώληκα. Εντέλει αυτό δεν είμαστε όλοι μας μ΄έναν τρόπο; Όποια ζωή κι αν ακολουθούμε, μ΄αυτήν είναι που τυλιγόμαστε και φεύγουμε.
    Ας γυρίσουμε στον τραγουδιστικό πάντα αλέγρο και πάντα αλερτ, Μητσ. Μητσ.
    Γουστάρω τα πλοία κι ας κάνω εμετό

  56. Γιάννης Κουβάτσος said

    54:Γιατί δεν ισχύει η ΕΣΣΟ; Αν είναι γεννημένος το 1967,μια χαρά μπορεί να παρουσιάστηκε με την 87ΣΤ ΕΣΣΟ (ή 191, όπως τις αριθμούσσμε οι φαντάροι). Είκοσι χρονών.

  57. miltos86 said

    @46, 47
    Αν τον κάλεσε για κάτι άλλο που τελικά δεν έκατσε και προέκυψε οικογενειακή μάζωξη τότε λογικό να ζητάει συγγνώμη.

    Ωστόσο φαίνεται συνειδητά να τον καλεί στο γεύμα (η οικογένεια τον περίμενε και τον καλωσορίζουν ως Δημητράκη κλπ). Και τότε όντως λογικό τα υπόλοιπα σενάρια να ήταν απλά στο μυαλό του. Σε αυτήν όμως την περίπτωση γιατί να του ζητάει συγγνώμη; Λογικό άλμα.

    Μητσοτάκης και γκαντέμης διαχρονικό μοτίβο 😉

  58. odinmac said

    Χρόνια Πολλά σε όλουες (; !)

    Τον καταλαβαίνω απόλυτα, ταυτίζομαι μάλλον με τα γευστικά γούστα του αφηγητή. Θυμάμαι και ‘γω φαγητά μεσ’ τη λαδίλα που με λίγωναν. Τόσο πολύ λάδι που έψαχνες να βρεις το φαγητό από κάτω. Όταν εφτανε η μπουκιά στον λάρυγγα νόμιζα πως είχα καταπιεί εντόσθια μοστερίτσας ή ωμά ζωντανά σαλιγκάρια. Έλεος! δεν γύρισα από το μέτωπο μετά από πολύμηνη μάχη! Έπρεπε να μεγαλώσω λίγο για να μπορέσω να φάω σωστά, σενιαρισμένα ψητά με το λεμονάκι τους και τη ρίγανη τους, ή στον ατμό, ή στη σχάρα και χωρίς όλη αυτή τη σαλτσαδούρα που κρύβει το κυρίως φαγητό και σκεπάζει την γεύση του. Άσε τα αρνιά για τα οποία εάν δεν γίνει σωστά η αφαίρεση της γούνας τους στο αρχικο στάδιο βρωμοκοπάνε αρνίλα! Για το δε τζατζίκι μπορούσα να βρω πιο γρήγορους τρόπους να βάλω ένα τέλος στη ζωή μου.

    Για τα ραδίκια με παραξένεψε γιατί μόνο κρύα μπορούμε να φάμε τα χόρτα εμείς που βασανιστήκαμε από μικροί με το λάδι, όταν είναι ζεστά αχνίζει στην μύτη μας.

    Άγγελε εάν έτρωγε το ψωμί θα πρόδιδε την νηστικίλα του

    Πέπε δεν βλέπω αναχρονισμό, υποθέτω ότι μας μιλάει σήμερα για το παρελθόν και όχι ότι σκέφτηκε τότε το φαγητό στον στρατό

  59. BLOG_OTI_NANAI said

    Ε, καλά, δεν νιώθω λύπηση για άνθρωπο που μιλάει έτσι για το σκορδάτο αρνί και τη φέτα! Ήμαρτον. Που γεννήθηκε το παλικάρι και του ξύνιζαν όλα; Για το μόνο που συμφωνώ είναι ότι σε ξένο σόι, σε αυτή την ηλικία, δεν περνάς καλά. Όμως, με το δικό μου σόι, έφηβος στα 80’s με μακριά μαλιά, ειδικά όταν πηγαίναμε σε χωριά καταγωγής της γιαγιάς ή παλιάς διαμονής του μικρασιάτη παππού, πέρναγα τέλεια. Μικρός άκουγα σκληρό μέταλ, με τους Μετάλλικα να είναι ό,τι πιο light είχε το ρεπερτόριο. Κι όμως, στην ηλικία ακριβώς του Μητσοτάκη, σεβόμουν τον λαϊκό άνθρωπο, ευχαριστιόμουν τις ιστορίες τους, θαύμαζα τα παλιά σπίτια, τα δάση, τα κοπάδια, τις αποθήκες με το ντόπιο κρασί ή το τσίπουρο, το μαγειρεμένο από τις θειάδες και γιαγιάδες φαγητό με το σφιχτό παραδοσιακό ψωμί.
    Κλασικό παιδί της πρωτεύουσας φαίνεται ο Μητσοτάκης.

  60. miltos86 said

    @52, 54, 56
    Αυτό με την ΕΣΣΟ εμένα δε μου φαίνεται για αβλεψία αν το δούμε ως απλό αναχρονισμό. Χρησιμοποιεί δηλαδή στη διήγηση για το έτος 82′ ή 83′ ένα σημείο αναφοράς (τη φασολάδα του Μάριου) από μεταγενέστερη εμπειρία (terminus post quem για το 1987 που στρατεύτηκε ο Μάριος). Δένει άμα σκεφτούμε ότι η διήγηση έγινε αργότερα κι από τα δύο γεγονότα.

  61. miltos86 said

    Ακριβώς αυτό που πρόλαβε και έγραψε κι ο odinmac στο τέλος δηλαδή.

  62. Γιάννης Κουβάτσος said

    59: Ώπα, δεν μας τα ‘χες πει αυτά, φίλτατε. 😊 Πάντως, τα άλλα, τα όντως ωραία και γραφικά στα οποία αναφέρεσαι , δεν ισχύουν για Σαλαμίνα και για τις συνθήκες που περιγράφει ο συγγραφέας. Η Σαλαμίνα είχε ωραίο φυσικό περιβάλλον, αλλά είχε και την ατυχία να είναι κοντά στον Πειραιά. Της έκαναν κατοχή, λοιπόν, οι Πειραιώτες, οι Νικαιώτες, οι Κορυδαλλιώτες, έχτισαν συνήθως αυθαίρετα εξοχικά τσαντιροκάλυβα, τα οποία συν τω χρόνω ανακαίνιζαν με…υπέροχη αισθητική. Οπότε, πίστεψέ με, η κατάσταση που αντιμετώπισε ο Μητσοτάκης ήταν τόσο φρικτή. Διατηρώ επιφύλαξη για το φαγητό μόνο.

  63. Κουνελόγατος said

    45. Μην είσαι και πολύ σίγουρος…

  64. Missing Ink said

    #57 «Μητσοτάκης και γκαντέμης, διαχρονικό μοτίβο»
    Ναι, αλλά για τους άλλους, όχι για την πάρτη του, με το κωλόσογο που έχει μ.ο. ζωής τα 90…
    Δε γράφω άλλα, μη μου καεί κάνα λάπτοπ πάλι –μην (το) γελάτε, συνέβη μια φορά πέρσι που έστειλα κάτι αντι-Μητς memes σ’ έναν φίλο (η τύχη του οποίου -ευτυχώς- δεν αγνοείται).

    Πάντως, να πω την αμαρτία μου, πιο πολλά γούστα έβγαλα με τα σχόλια σήμερα παρά με το κείμενο.

  65. ΓιώργοςΜ said

    62 Συνυπογράφω για τη Σαλαμίνα, δάσκαλε.
    Οι ντόπιοι πιθανότατα να είχαν να επιδείξουν τοπική κουζίνα της προκοπής (Αρβανίτες και αμνοερίφια είναι δοκιμασμένη σχέση 😛), αλλά το νησί είναι γεμάτο από κάθε λογής κόσμο που βρέθηκε με ένα εξοχικό και πίστεψε πως έγινε γνήσιος αγροτοκτηνοτρόφος, ιδανικός ψήστης, μάγειρας κλπ..

  66. BLOG_OTI_NANAI said

    62: Όντως δεν γνωρίζω από Σαλαμίνα, οπότε δέχομαι αυτό που λες.

  67. Πέπε said

    56
    > Γιατί δεν ισχύει η ΕΣΣΟ;

    Γιατί δεν είχα σκεφτεί αυτό που λένε τα παιδιά στο #58 και το #60.

    Φαίνεται αρκετά πιθανό να εννοεί για ήρωα τον πραγματικό του εαυτό. Θα μπορούσε να πρόκειται κατά βάση για αληθινή ιστορία, απλώς διανθισμένη με μερικές υπερβολές. Από την άλλη βέβαια, το ’82 με ’83 θα ήταν γύρω στα 15 με 16, πράγμα που επαναφέρει την απορία πώς έφυγαν οι γονείς του χωρίς αυτόν και χωρίς να του αφήσουν προμήθειες.

    59
    > Που γεννήθηκε το παλικάρι και του ξύνιζαν όλα; […] Κλασικό παιδί της πρωτεύουσας φαίνεται ο Μητσοτάκης.

    Εμ τι θαρρείς, όλοι στην Αθήνα του ’80 ήταν από χωριό; Ούτε προκύπτει από πουθενά ότι το σόι της Μαρίας στη Σαλαμίνα ήταν από τη Σαλαμίνα.

  68. Πέπε said

    Η ιστορία με τον Μικρό Νικόλα που πάνε επίσκεψη στο καινούργιο (όχι πατρογονικό) εξοχικό μιας φιλικής οικογένειας πρέπει να ‘ναι γραμμένη στη δεκαετία ’50 μου φαίνεται. Αφού τραβήξουν τον διάολό τους με τις ασαφείς οδηγίες για να φτάσουν εκεί και με τα έργα στον δρόμο, βρίσκουν έναν νοικοκύρη 100% όπως τον περιγράφει ο ΓιώργοςΜ στο #65, συν επιπλέον μανιακό με το γρασίδι του που δε θέλει να του το πατάνε, το φαγητό στη ρομαντική ψησταριά ή ξυλόφουρνο είναι απ’ έξω καμένο κι από μέσα ωμό, και γενικά περνάνε μια φρίκη.

    Μάλλον η καταστροφική πρόσκληση σε εξοχικό είναι λογοτεχνική σταθερά.

  69. Νέο Kid said

    Παιδιά, εγώ από Σαλαμίνα ξέρω τη φάση που ο Μιστόκλας ο αρχαίος πεζοναύτης να ούμε βούλιαξε κάτι Τούρκοι , Κούρδοι, αράπηδοι τέλος πάντων , και φυσικά το θρυλικό φιλικό του Άγιαξ αμστελοδάμου με το γίγαντα Αίαντα Σαλαμίνας στο ξερό γήπεδο! 😊

  70. Γιάννης Κουβάτσος said

    Υπήρχε η Σαλαμίνα του Σικελιανού
    «Στο έρμο χωράφι εκεί στη Σαλαμίνα,
    Π’ανάμεσα απ’αγκάθια και χαλίκια
    Μια κοίτη καθαρήν είχα διαλέξει,
    Τα δειλινά για να πλαγιάζω…»
    και υπάρχει και η Σαλαμίνα των ξενομπατών νοικοκυραίων που τη «νοικοκύρεψαν».
    https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&url=https://www.lifo.gr/culture/vivlio/sto-spiti-toy-aggeloy-sikelianoy-sti-salamina%3Famp&ved=2ahUKEwjy2Ouh8sj5AhVLXvEDHW4pDm4QFnoECA8QAQ&usg=AOvVaw1h39Q_bmptRlLCoXGcZp5C

  71. Γιάννης Κουβάτσος said

    69:Α,μπράβο! Υποθέτω πως μπορούμε να φανταστούμε το πολιτισμικό σοκ του Τζόνι Ρεπ και της παρέας του😂:

  72. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    59 καλά τα λες! άσε που, κρητικό σπίτι να έχει κεφαλοτύρι … Αμφιλοχίας! Καλά να πάθει μη σου πω… 🙂 .
    Δεκαπέντε χρονών, αν πούμε ότι ισχύουν τα πραγματολογικά, όντως ολίγον καλομαθημένος μεν, (παναπεί …κακομαθημένος) αλλά μπορεί να πάθει τέτοια νίλα γενικώς :), ψαρώνει ακόμη απέναντι στους μεγάλους (τους ξένους-ενώ με την οικογένεια συνήθως είναι σε επανάσταση).

  73. SearchPeloponnese said

    Κάπως… «αρσενικό παλαιάς κοπής» μου θυμίζει ο ήρωας… Δύσκολος στο φαϊ, δεν ξέρει να μαγειρεύει, δεν έχει προμήθειες στο σπίτι…
    (Αν δεν τον είχαν καλέσει στη Σαλαμίνα, τι θα έτρωγε; )

  74. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    39, >> από Αθήνα, κάτω από έναν ανεμιστήρα οροφής (καλά είναι, ας μην έχω παράπονο)
    Πίστεψέ με, χθες στα παραλιακά έκανε τόση φρικαλέα ζέστη που μέσα μου σιχτίριζα π΄άφησα το ραχάτι μου στην Αθήνα Ξεθεώθηκα και μέχρι να ξεκινήσω. Μου είχε βγει η πίστη να φτιάξω ποτίστρα στα γατούδια από τον αυτόματο ποτισμό που να μην μπορούν να το σγαργαλέψουν (πάνε και το πειράζουν απ την περιέργειά τους και το χαλάνε) και να εξασφαλίσω εξίσου την ταϊστρα ότι δεν θα την ξεριζώσουν (τσακώνονται εκεί-μαζεύονται και ξένα) και να ψεκάσω σωστά και με ασφαλή τρόπο γύρω, ώστε να μη βρω μυρμηγκώνες, στο μπαλκόνι και πέριξ, επιστρέφοντας.
    Απ΄το βράδυ που ήρθαμε ορεινά- αχ Γιάννη Ιατρού που είχαμε πει να βρεθούμε εδώ φέτος, κλαίει η ψυχή μου, άλλαξε η διάθεση. Δροσιές, αεράκι, ξάγναντο (βλέπω στο βάθος ως τα βουνά της Τροιζηνίας)

  75. sarant said

    Eυχαριστώ για τα νεότερα!

    23 Καλώστον, χαθήκαμε!

    24 Α μπράβο

    28 Κεντησες!

    31 Δεν το ξέρω αυτό το διήγημα, να το βρω για του χρόνου

    42 Γι’ αυτό του ζητάει συγγνώμη, που δεν ήταν όπως αυτός ενδεχομένως το περίμενε

    52-54 Ή αυτό του ξέφυγε ή είναι 15χρονος την εποχή του διηγήματος και την αναφορά στην 87ΕΣΣΟ την κάνει «εκ των υστέρων» την ωρα που γραφει το διήγημα. Αυτό ταιριάζει περισσότερο.

    60 Δηλ. λέω αυτο που λέει και ο Μίλτος

  76. ΕΦΗ - ΕΦΗ said


    Το φαντασιακό κομμάτι είναι διαφορετικό ή μια ιστοριούλα θα μπορεί να είναι και τραγούδι ;
    Ύστερα από την «Μπαλάντα του Λιγνού», του Μπομπ Ντύλαν και το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», του Διονύση Σαββόπουλου, κάθε έμμετρη ιστορία μπορεί να γίνει τραγούδι.
    -Θέλεις ν’ αφήσεις πίσω σου περισσότερους δίσκους ή βιβλία ;
    Δ.Μ. Προς το παρόν νικούν οι δίσκοι 13-5.
    https://www.ogdoo.gr/prosopa/synenteykseis/dimitris-mitsotakis-o-kairos-allazei-prota-mesa-mas

  77. Νικοκύρη, σε βλέπω τώρα στο κανάλι της Βουλής

  78. BLOG_OTI_NANAI said

    77:

  79. Stelios Kornes said

    Ωραιο το διηγημα. Το κομματι με το αλατι/ζαχαρη μου θυμισε (με την καλη εννοια) λιγο τα χρονογραφηματα του Ψαθα που διαβαζα μικρος στην 5η σελιδα του περιοδικου «Ρομαντσο».
    Καλα να περνάτε ολοι!

  80. Αιμ said

    Η βαθύφωνη τύπισα τον κάλεσε αφενός για να τσεκάρει το ενδιαφέρον του και … την ανοχή του στη ματαίωση και αφετέρου για να ακούσει σχόλια κ γνώμες από το σόι
    Στοιχειώδες κε Γουότσον

  81. GeoKar said

    #64 τέλος: συμφωνώ. Συμπαθάτε με, Ν(ο)ικοκυρη κ συναχολιαστες, αλλά μαλλον ρεπορτάζ παρά διήγημα μού φάνηκε το σημερινό. Ηδη σχολιάστηκαν κάποια επίμαχα σημεία (π.χ. χρονολογικά, προθέσεις Μαρίας) που, σε συνδυασμό με την παντελώς μίζερη διατροφική προτίμηση του …ρεπόρτερ, μαλλον υποσκάπτουν κι αυτη καθαυτή την εγκυρότητα του ρεπορτάζ. Εξαιρετικές αντιθετα οι μουσικές επιλογές 👏 Χρόνια Πολλά σε όλ@ς κ προπαντός στ@ς εορτάζο@ες!

  82. ΣΠ said

    77, 78
    Είναι επανάληψη αυτού

    Το ντοκιμαντέρ «Ο λόγος της γραφής»

  83. Χαρούλα said

    Καλησπέρα και γεροί να είμαστε για πολλά χρόνια.
    Χρόνια πολλά και ευτυχισμένα ιδιαίτερα στους Μαρία, Παναγιώτη Κ., ΠεζοΠάνο, και στον ΚΩΣΤΑ(σ´ευχαριστώ). Αλλά και σ´όλους που γιορτάζουν με το όνομα σήμερα!

    #31 Costas Papathanasiou, σε μας σήμερα γιορτάζουν και οι Παρθεν-οπ-ες, ενώ στην Δυτ.Μακεδονία και οι Μαλαματένιες.
    Τώρα αυτό με τα εισόδια(21/11), όπως είπε και η ΕΦΗ, ήταν για τους ανύπαντρους=παρθένους. Τώρα που χάθηκε η μπάλλα, 9 στους δέκα τους γιορτάζουμε σήμερα.

    Με την ευκαιρία, είναι σωστό να λέμε για την μέρα: γιορτάζω(όπως και στις 17/11); Μήπως το: τιμώ είναι ακριβέστερο;

  84. Χαρούλα said

    Τώρα το 15αύγουστο του Μητσοτάκη! Από Σαλαμίνα δεν ξέρω. Γενικά όμως έχει κάποιες πραγματολογικές αστοχίες(μπλε φάντα τότε;). Εχω πει και άλλες φορές ότι δεν με νοιάζουν αν δεν παραποιούν την ουσία.
    Ενώ η γραφή κύλησε όμορφα με αρκετό χιούμορ, προφανώς δεν το θεώρησε αρκετό και πέρασε στην υπερβολή. Όλα στραβά… Μου το χάλασε. Βέβαια ακούγοντας και την Μάλλινη κούκλα(#24 ΓΤ ευχαριστώ), συνειδητοποίησα πως η υπερβολή ήταν παρούσα κι εκεί. Ίσως είναι χαραχτηριστικό των έργων του.
    #80 Αιμ συμφωνώ! Στοιχειωδέστατον!

  85. Alexis said

    Καλησπέρα.
    Χρόνια πολλά στη Μαρία, τον Παναγιώη Κ., τον Πάνο με Πεζά και σε όλους και όλες που γιορτάζουν σήμερα.

    Μου άρεσε το διήγημα, ακριβώς όπως το λέει ο Νικοκύρης: νεανικό και ανάλαφρο.

  86. Επίκαιρο, δροσερό με έξυπνες ατάκες. Πράγματι, μόνο ανήμερα της Παναγίας δεν βρίσκεις κανένα μαγαζί ανοιχτό.

  87. Alexis said

    Μια χαρά κολλάει να είναι αυτοβιογραφικό.
    Ο δεκαεξάχρονος που δεν ακολουθεί τους γονείς του στις διακοπές τους στο «χωριό» και μένει μόνος του στην Αθήνα.
    Και η συμμαθήτρια που τον καλεί σε οικογενειακό τραπέζι τον Δεκαπενταύγουστο.
    Και η απόλυτη νέκρα της Αυγουστιάτικης Αθήνας των ’80ς, όπου τον Δεκαπενταύγουστο δεν έβρισκες ούτε περίπτερο ανοιχτό.

    Απόλυτα οικείες καταστάσεις που εμείς τουλάχιστον, οι σχεδόν συνομήλικοι του συγγραφέα, τις έχουμε ζήσει.

  88. Alexis said

    #84: Μπλέ ΗΒΗ λέει Χαρούλα, και ναι, υπήρχε το 1983 και η μπλε Φάντα και η μπλε ΗΒΗ.

  89. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    80 >>για να τσεκάρει το ενδιαφέρον του και … την ανοχή του στη ματαίωση
    ανοχή ή αντοχή; 🙂
    84, >>στοιχειοδέστατον,
    έλα ρε! 15-16 χρονών (το λέει ότι είναι έφηβος-πέρα από το πραγματολογικό) να τον κάλεσε για …σκανάρισμα από το σόι; Πιο αθώα τα νιώθω τα πράματα. Παλιότερα είμασταν πιο ανοιχτοί θαρρώ, Ή παλιότερα ή νεότεροι ή και α δυο.

    Με το μπέρδεμα αντί αλάτι, ζάχαρη – και τ΄αντίθετο, έχει συμβεί θαρρώ σε σχεδόν όλους μας, ειδικά μετά τα κρυσταλλιζέ αλάτια και τις χοντρόκοκκες ζάχαρες, εγώ σε ξένο σπίτι πάντα δοκιμάζω στη γλώσσα πριν τη χρήση.

  90. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    Να χαίρονται το όνομά τους οι εορτάζουσες/οντες σήμερα και ιδιαιτέρως οι του ιστολογίου Μαρίες και Παναγιώτηδες.

    Μου άρεσε το σημερινό –δεν έχω διαβάσει άλλο του Δ. Μητσοτάκη- αλλά σαν «το τζατζίκι αναλογίας δώδεκα σκελίδες σκόρδο σε 200 γρ. γιαούρτι», μου φάνηκε λίγο παραφορτωμένο με υπερβολές και ‘περίεργες-πρωτότυπες (;)’ παρομοιώσεις… (κατά τόπους κρύο, που λέει και ο Pedis #7).
    Αλλά περί ορέξεως… 🙂

    – Θυμήθηκα αυτό το «Δεσποινάκι» του Α. Νταλγκά, που όμως το ‘έφαγε λάχανο’ το παρόμοιο (σε περιεχόμενο και μουσική) «Χαρικλάκι» του Τούντα.

    Βλέπω ότι και τα δύο βγήκαν το 1933. Ποιο προηγήθηκε άραγε; (τυπικά και ουσιαστικά). Τι λέει ο Corto; (που έχει καιρό να εμφανιστεί –νομίζω…)

    – Κι ένα νεότερο γνωστότατο Δεσποινάκι, που μπαίνει στα δεκαεννιά…

  91. sarant said

    77-78-82 Aκριβως, παίζεται συχνά

    89 Το έχω πάθει σε εστιατοριο, στη Γερμανία, παλιά, όπου βάλαμε ζάχαρη αντί για τυρί στα μακαρόνια!

  92. Ευη said

    Γειά σου Δημήτρη Μητσοτάκη με τα φοβερά σου διηγήματα!!!!Τα σκισμένα ημερολόγια… Καταπληκτικό βιβλίο!!!!!

  93. Να τώρα τι μου θύμισε το διήγημα:
    Got the bill and Rita paid it
    Took her home I nearly made it
    Sitting on the sofa with a sister or two
    https://music.youtube.com/watch?v=ysDwR5SIR1Q&feature=share

  94. freierdenker said

    Δεν το διάβασα υπό κανονικές συνθήκες (στο κινητό) αλλά μου έμεινε η εντύπωση ότι δεν υπάρχει αυτή η μετουσίωση από Δημήτρης Μητσοτάκης στον ήρωα του διηγήματος.

    Πιο πολύ μου θύμισε αφήγηση προσωπικής ιστορίας σε μια παρέα στην ταβέρνα ή σε έναν φίλο στο μπαρ. Η ιστορία μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα (ή όχι και τόσο), η αφήγηση γλαφυρή και ευχάριστη (ή όχι και τόσο), αλλά εκείνο που εκεί μετράει πάνω από όλα είναι να μείνεις ο εαυτός σου, να μπορούν να σε αναγνωρίσουν ως τον εαυτό σου αυτοί που σε ακούνε. Αλλιώς, προφανώς, θα σκεφτούν πολύ άσχημα για σένα, άσχετα τελικά από το αν επιλέξεις να βάλεις πολύ, λίγη, ή καθόλου σάλτσα, ή κι αν απλά η ιστορία που λες είναι εντελώς φανταστική.

    Στην λογοτεχνική γραφή, ακόμα και στην πιο βιωματική και ρεαλιστική (γενικά τουλάχιστον, δεν ξέρω αν υπάρχουν εξαιρέσεις) θεωρείται καλύτερο ο ήρωας να ξεφεύγει από τον συγγραφέα.

  95. Καλησπέρα και χρόνια πολλά σε όσους και όσες γιορτάζουν!
    Ωραία έκπληξη το σημερινό!
    Ωραίος ο Δημ. Μητσοτάκης, ειδικά στις μουσικές και στα στιχάκια του. Είτε τρυφερός είτε σαρκαστικός και θυμωμένος (με την παράνοια και τη μαυρίλα που μας ζώνει: ρατσισμός, οπισθοδρόμηση, κάθε λογής αδικίες…), αφού «παίρνει θέση» (όπως λέει και το τραγούδι του), μας κερδίζει! (Με συγκίνησε η παρουσία του στο Μουσικό Κουτί για τον πόλεμο στην Ουκρανία, όταν τραγούδησε με τα Κίτρινα Ποδήλατα την Μπαλάντα του κυρ Μέντιου)

  96. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

  97. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    95. Από τα βασικό χαρακτηριστικά ου Δ.Μ. είναι νομίζω ότι πάντα παίρνει θέση και ο ίδιος.
    Άκουσα προ ημερών στο ράδιο ότι έχει έτοιμα καινούργια τραγούδια και ανάμεσά τους κι ένα για την νεοαπαγόρευση του δικαιώματος στην άμβλωση.
    Δικαστάδες και παπάδες που βρωμάνε ναφθαλίνη
    θα μου δείξουνε με κόλπο τι στον κόλπο μου θα γίνει

    Η Κυρά Κατίνα του είναι από τα πιο δυνατά τραγούδια που γράφτηκαν τελευταία για την προσφυγο/ξενοφοβία.

  98. Χρόνια πολλά σε όσες και όσους γιορτάζουν σήμερα.
    Καλός ο Μητσοτάκης αυτός και στο Μουσικό κουτί που ήταν αφιερωμένο στον ίδιο.

  99. ΚΩΣΤΑΣ said

    28 ΓΤ
    Ω! ρε μαν! 😉

    ………………………………………

    75α Νικοκύρης – 83 Χαρούλα
    Τον τελευταίο καιρό με έχει πιάσει γενικά μια βαρεμάρα και απέχω σχεδόν από όλες τις μέχρι τώρα δραστηριότητές μου, μεταξύ αυτών και ο σχολιασμός στο ιστολόγιο. Συν ότι επιφορτίστηκα με πρόσθετες οικογενειακές υποχρεώσεις.

    Αν και όταν αλλάξουν οι διαθέσεις μου και βρίσκω και χρόνο, θα επανέλθω δριμύτερος. Ως τότε θα αφήνω που και που από κανένα σχόλιο, έτσι, ότι υπάρχω, για να μην ανησυχούν οι φίλοι μου. 🙂

  100. sarant said

    97 Έτσι είναι

    98 Ήταν πολύ καλή εκπομπή αυτή

    99 Τουλάχιστον αυτό να κάνεις Κώστα!

  101. zgrisp said

    #74. Πάλι καλά που έχεις το περιθώριο για τα ορεινά. Τυχερή είσαι!

  102. BLOG_OTI_NANAI said

    Ο Μητσοτάκης, έχει ελαφριά καραγκιοζοπάθεια; Αρχίζω και κοιτάω κάτι στίχους του, και έχει μια λύσσα με τον χριστιανισμό, τον σταυρό, την Εκκλησία και πάει το μπινελίκι σύννεφο. Σε αυτό το τραγούδι που γράφει για όσους «τραβιούνται» για το μεροκάματο, για ποιο λόγο μιλάει λες και εγώ που δεν είμαι άθεος, δεν τραβιέμαι; δεν μου βγαίνει ο πάτος; που δεν έχω λεφτά ούτε για τα βασικά; Και έχω τον μακάκα τον Μητσοτάκη να μου τα πρήζει; Γιατί ρε ξεδιάντροπε κάνεις σχόλια τέτοιου είδους, και αντί για ενωτικό πνεύμα υιοθετείς ρητορική μίσους για όσους διαφέρουν από την δική σου ιδεολογία; Γιατί τον Μητσοτάκη που τον βλέπω και ολίγον τι μπουχέσα, μου παριστάνει τον κατηχητή; Άι σιχτίρ με τον καθένα στην τελική…

  103. Πέπε said

    94
    Ο ήρωας είναι αυτός που έζησε μια πλήρη ημέρα εκείνο τον Δεκαπενταύγουστο. Κάθε δευτερόλεπτο τού συνέβαινε κι από κάτι, εξωτερικά ή στο μυαλό του, όπως σ’ όλους μας σ’ όλη μας τη ζωή.

    Ο συγγραφέας είναι που επιλέγει την οπτική, και τις λεπτομέρειες που, αν τις ανασύρει από τη μάζα των χιλιάδων λεπτομερειών του κάθε δευτερολέπτου και τις φωτίσει (έστω και με υπερβολή – κι αυτό είναι μια επιλογή που έκανε), θα υπηρετήσουν αυτή του την οπτική. Η ίδια ιστορία θα μπορούσε να βγει και σε τρεις φράσεις, αλλά θα απέδιδε μόνο τα κεντρικά (σύμφωνα και πάλι με μια ορισμένη οπτική) γεγονότα.

    Δεν ξέρω αν σου απαντώ, Φράιερ, αφού παρόμοια θα μπορούσαν να ισχύσουν και για μια προφορική αφήγηση της ίδιας ιστορίας σε παρέα (αν την είχαν ζήσει πολλοί πανομοιότυπα, θα έβγαζαν ο καθένας από μία διαφορετική αφήγηση).

  104. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    102
    Μπλογκ, για την άμβλωση, «τη λέει» σε αυτούς από τον κλήρο που ως εξουσία, απαιτούν γεννοβολιό χωρίς το δικαίωμα στο όχι της γυναίκας (μην το ανοίξουμε πάλι-απόψεις είναι αυτές).
    Στo εργατικό «τραβιέμαι», παίζει με την συνεπωνυμία με μια μια απάντηση/φτύσιμο στην κραυγή/οργή «Μητσοτάκη …τραβιέσαι», ο σταυρός εκεί είναι το κόσμημα, ο χρυσός ο ..κούληκος στο τριχωτό στήθος που μας τον χώνει όντως στη μούρη τα τριήμερα που τον λιβανίζουν οι πετσομένοι του.

  105. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    102 συμπλήρωμα >>Και έχω τον μακάκα τον Μητσοτάκη να μου τα πρήζει;
    τον έχεις/έχουμε, αλλά τον άλλον 🙂 και είναι ακριβώς αυτό που λέει το τραγούδι με το διπλό ρόλο του Μητς

  106. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Μια ιστορία με το μπέρδεμα ειδών στην κουζίνα.
    Πριν χρόνια είχαν βρεθεί στην Αθήνα καλοκαιριάτικα για κάποιο θέμα υγείας οι γονείς μου κι ένα Σαββατοκύριακο σκέφτηκα να τους πάω μια εκδρομούλα στην Αίγινα. Μου έδωσε λοιπόν το κλειδί του σπιτιού του ένας φίλος, αγαπημένος άνθρωπος και μείναμε. Ο πατέρας μου, κρατούσε και αφήσαμε στο σπίτι, στο τραπέζι της κουζίνας, ως ένα είδος ευχαριστηρίου εκ μέρους του, ένα μπουκάλι ρακή, δική του, εκλεκτή. Εγώ, για έκπληξη, δεν είπα τίποτα όταν επέστρεψα τα κλειδιά για το δωράκι που τους περίμενε.
    Και τί συνέβη : Σε λίγες μέρες πήγαν στο σπίτι οικογενειακώς και φτάνοντας, η κόρη του έβαλε μάνι μάνι να του κάνει καφέ (ελληνικό ευτυχώς) κι έπιασε το μπουκάλι με τη ρακή που το θεώρησε νερό κι έγινε βέβαια …καφές-φλαμπέ! Κατατρόμαξε το κορίτσι και φώναζε ότι έβαλε βενζίνη από τη σαστιμάρα της και μετά έγινε αστυνομική υπόθεση, πώς βρέθηκε στο μπουκάλι του νερού το τσίπουρο, μέχρι να πάει ο νους τους στο …δράστη.

  107. Γιάννης Κουβάτσος said

    Δεν νομίζω ότι ο Μητσοτάκης εξαιρεί από τους ταλαίπωρους, που όλη μέρα τραβιούνται για τον επιούσιο, τον απλό, καθημερινό χριστιανό. Το αν σε κάποιους στίχους του μπορεί να κριτικάρει την επίσημη εκκλησία ως εξουσιαστικό θεσμό και ως προς τη στάση της σε κάποια κοινωνικά ζητήματα, αυτό είναι άλλο θέμα. Δεν βλέπω γιατί πρέπει να υπάρχει ταύτιση.

  108. Πέπε said

    Πώς μπερδεύει κανείς το αλάτι με τη ζάχαρη; Υπάρχει κόσμος που αγοράζει αλάτι, το βγάζει από τη γνωστή συσκευασία-αλατιέρα, και το βάζει σε βάζο; Για ποιον λόγο να το κάνεις αυτό;

  109. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    101, ναι όντως τύχη, βλέπεις εδώ στην περιοχή ίσχυε η διπλοκατοικία για λόγους πρακτικούς: το καλοκαίρι από τη ζέστη και το κουνούπι οι άνθρωποι μετά το Πάσχα περίπου κι ως Οκτώβρη-Νοέμβρη, ανέβαιναν στα ορεινά, είχαν βέβαια και τις ανάλογες δουλειές πάνω και μετακόμιζαν και οι υπηρεσίες (σχολεία, αγροφυλακή κλπ). Έτσι κάθομαι τώρα στο χαγιάτι και σας διαβάζω με το φεγγάρι αντίκρυ, στις πλαγιές του Πάρνωνα, ακούω τους ήχους της νύχτας (πριν λίγο, μαζί με τους γρύλους και τα τριζόνια κάπου μακριά ούρλιαζαν, τσακάλια μάλλον). Βέβαια μακρύτερα, από την πλατεία έρχονται και τα τραγουδάκια από μια μπάντα που παίζει για την ημέρα ποικιλία από μπαλάντες, λαϊκά, μέχρι ρεμπέτικα.

    108 Πέπε, το αλάτι πουλιέται και σε σακουλάκια και, χαχα, εγώ βάζω από τα σακουλάκια στη συσκευασία! αφενός γιατί συσκευασμένο δεν έχει τέτοιο που προτιμώ, αφετέρου αλατίζω με τα δάχτυλα «πρέζες» που λέμε 🙂 οπότε έχω πάντα και σε βαζάκι (με φαρδύ στόμιο-όπως και τη ζάχαρη 🙂 .
    Παλιότερα δε (ως προς το διήγημα) δεν είχαμε συσκευασίες, δε θυμάμαι από πότε άρχισε αυτός ο μαντές.

  110. Costas Papathanasiou said

    Καλημέρα.
    83: Έτσι είναι Χαρούλα. Και η Μυριοκαλή εορτάζεται παρ’ημίν(καθ’ότι και Μύριαμ η Μαρία, βλ. και «Το γράμμα» Θ.Μπακαλάκου) και το επίσης ωραίο και σπάνιο Κυραψηλή, πέρα στα Δωδεκάνησα, ομοίως δε και η Λιάνα και η Καλή/Κάλη και η…Κάρμεν θα μπορούσανε να γιορτάζουν (αφού και Παναγιά η Ηλιόκαλλος μα και Καρμιώτισσα υπάρχουν), όπως και τ’ όνομα Χαρούλα (καθότι Μεγαλόχαρη, Παντοχαρά και “Επί σοι Χαίρει”) και άλλα τινά, πάμπολλα γαρ τα θεοτοκωνύμια και τα συναφή τους, μα τελικά, έτσι κι αλλιώς, Δεκαπενταύγουστο όλοι γιορτάζουν (εκτός αν πάνε για ξινά και μένουν στη φρουτόκρεμα) και υπάρχουν, για αποσυνωστισμό των ονομαστικών γιορτών, και εκατοντάδες άλλες ημέρες που δεν πρέπει να μένουν παραπονούμενες.

  111. # 108

    Ελεος ρε Πέπε,.αγνοείς τι είναι μια δυο πρέζες αλάτι ; Ετσι μαγειρεύουνε παραδοσιακά, όχι με φλωρίστικη συσκευασία-αλατιέρα !! (δενβ είδα το #109 )

  112. Κουνελόγατος said

    «Για Μητσοτάκη δεν κάνω κρίσεις και σχόλια εδώ μέσα… 😜​»

    Κάνω εγώ όμως:

  113. sarant said

    Καλημέρα από εδώ!

  114. antonislaw said

    «Πράγματι, μόνο ανήμερα της Παναγίας δεν βρίσκεις κανένα μαγαζί ανοιχτό.»
    Και ανήμερα Πάσχα και την επομένη αν μένεις κέντρο Αθήνα τα ίδια. Την έχω παθει φοιτητής στο Κουκακι που έμενα και πέρασα Πάσχα και Δευτέρα διακαινισίμου με ένα λίτρο γάλα και δύο μπαγιάτικα τσουρέκια-που πάλι καλά τα βρήκα σε ένα ξεχασμένο ζαχαροπλαστείο…
    Δεν ξέρω αν επισημανθηκε αρκετά αλλά το διήγημα κτγ μου τουλαχιστον είναι απολύτως ερωτικό-που κορυφώνεται λόγω της υπόσχεσης,της προσδοκίας, της αναμονής και τελικά της αδυναμίας και της ματαίωσης της ερωτικής συνεύρεσης. Το θορυβώδες τραπεζι με το συγγενολόι, τα ενοχλητικά αδερφοξαδερφάκια, η ανακριτική γιαγιά, λειτουργούν ως θόρυβος και όλα κατατείνουν-πολυ εύστοχα-στην κορύφωση της ερωτικής προσδοκίας και αναμονής που νομίζω είναι η πεμπτουσία του ερωτισμού στην τεχνη από αυτή καθαυτή την ολοκλήρωση.

  115. Καλημέρα,
    108 Εγώ. Παίρνω σακουλάκι αλάτι για το μαγείρεμα και το βάζω σε βάζο (που όμως είναι σε άλλο ντουλάπι από τη ζάχαρη). Και το κάνω για να κλείνει καλά (να μην μπαίνει υγρασία) και για να είναι εύκολο να πάρω με το κουταλάκι την ποσότητα που θέλω.
    (Τάπαν κι άλλοι, βέβαια).
    Το κουτί το Κάλας Έφη το θυμάμαι όλα μου τα χρόνια σχεδόν. Παλιότερα υπήρχαν αλατοπιπεριέρες, ανοιχτές από πάνω, που έχωνες τα δάχτυλά σου κι έπαιρνες για ν’ αλατίσεις το φαΐ στο τραπέζι. Και στη μέση χερούλι με κενό για οδοντογλυφίδες.


  116. Η συγκεκριμένη είναι λίγο πιο καινούρια, έχει τη θέση για τις οδοντογλυφίδες πίσω και στη μέση θήκη για μουστάρδα! (με καπάκι και κουταλάκι που χάθηκε).

  117. freierdenker said

    103, Πέπε, δεν νομίζω ότι υπήρχε πρόβλημα με το θέμα της ιστορίας, ή με το ποιες λεπτομέρειες διάλεξε να πει, ή (εν μέρει τουλάχιστον) με το πως τις είπε.

    Την αίσθηση αφήγησης σε παρέα την ανέφερα διότι σε τέτοιες αφηγήσεις είναι πολύ σημαντικό ο ήρωας και ο αφηγητής να είναι ένα, ακόμα κι όταν πουλάς μπαλαμούτι. Εγώ είμαι παιδιά, ο Δημήτρης Μητσοτάκης, ο Δημήτρης που ξέρετε. Αλλιώς, θα σε πάρουν στο ψιλό.

    Στην λογοτεχνία,, ακόμα και σε δημοσιευμένα ημερολόγια, ο συγγραφέας συνήθως μετουσιώνεται, ή αντίστοιχα, ο ήρωας αποκτάει δική του ζωή. Ίσως αυτός είναι και ένας λόγος που συχνά τα λογοτεχνικά ημερολόγια είναι αρχικά ιδιωτικά, ή στα μπλογκ βάζουν ψευδώνυμο. Διότι έτσι δεν χρειάζεται να γράψεις για τον Δημήτρη που ξέρουν.

  118. Παναγιώτης Κ. said

    Ευχαριστώ πολύ τους φίλους συνιστολογούντες για τις ευχές τους και να τους ευχηθώ και εγώ με τη σειρά μου, τα καλύτερα.

  119. freierdenker said

    117, για να κάνω και μια σύνδεση με το σημερινό, ο Δήμος προφανώς έχει αυτονομηθεί από τον Δημήτρη Σαραντάκο.

    Αυτό μπορεί να γίνει και άγαρμπα, και μπορεί και κάποιος να πει καλύτερα πέρασα χθες στην καφετέρια που άκουγα τα παιδιά στο δίπλα τραπέζι να λένε ιστορίες. Αλλά και αυτό πάλι εξαρτάται από πολλά, καμιά φορά αλλάζουμε τραπέζι, ή φεύγουμε πιο νωρίς.

  120. # 116

    Εγώ έχω και το κουταλάκι της μουστάρδας, αλλά στο ερημητήριο ενώ είμαι Αθήα …

  121. Χαρούλα said


    Για όλες τις περιπτώσεις😊😉

  122. 121 Πχχχ Η πάνω είναι μοντέρνα σύνθεση, με πλαστικά μέρη, Για τις κάτω, πάσο 🙂

  123. 97.
    https://www.documentonews.gr/article/dimitris-mitsotakis-to-neo-toy-tragoydi-gia-tis-amvloseis/
    (και μένω… σιχτιρισμένη!)
    112.
    Αγαπημένο κομμάτι! Και αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η πιο ωραία εκτέλεση (δεν ξεπεράστηκε ποτέ από τις άλλες- αν και μια ωραία διασκευή έβαζε κάποτε ο Σιχλετίδης στην εκπομπή του)

  124. Ω, λάθος νήμα! Συγγνώμη!

  125. Τελικά σωστό ήταν!
    (Τα διαβάζω μαζεμένα και μπερδεύομαι😊)

  126. Παναγιώτης Κ. said

    Λόγω ευχών και άλλων υποχρεώσεων και παρά τα κάποια αρνητικά σχόλια για τα επιμέρους του διηγήματος, ως σύνολο το απόλαυσα. Δεν είναι λίγο πράγμα να διαβάζεις και να…ανθίζει χαμόγελο στο πρόσωπό σου. 🙂
    Το βέβαιο είναι πως από εδώ και στο εξής όταν βλέπω Δημ. Μητσοτάκη δεν θα τον προσπερνώ.

  127. Παναγιώτης Κ. said

    Λόγω ευχών και άλλων υποχρεώσεων δεν πρόλαβα χθες να γράψω την άποψή μου για το διήγημα και παρά τα κάποια …

  128. ΓΤ said

    Από το συγκεκριμένο διήγημα έλειπε ξεκάθαρα από το τραπέζι εκείνος ο τέρμα τρισάθλιος μουσαμάς με απεικονίσεις φρούτων…

  129. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Δημήτρης Μητσοτάκης
    Διακοπές στα νησιά

  130. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    129 και το κουρτινοπάνι στην πόρτα 🙂

  131. angelos said

    Εκπληκτικό, εικόνες και γεύσεις της μεταβατικής δεκαετίας του 80. Είμαστε της ιδίας ΕΣΟ 87στ με το συγγραφέα άλλωστε – κοινά βιώματα παραστατικά δοσμένα…

  132. Αφώτιστος Φιλέλλην said

    Ενδιαφέρον μικροδιήγημα της επίσκεψης στην Μαρία απο την Σαλαμίνα τον δεκαπενταύγουστο. Χωρίς κριτική, διότι πιστευω στην ελευθερία της αφήγησης.
    Ακόμη πιο αυτοσαρκαστικό το τέλος της ιστορίας.

    «Στον ύπνο μου είδα τη Μαρία, ντυμένη σαν Παναγία, να με κοιτά με τα υγρά της, γαλανά μάτια, να μου ζητά διαρκώς συγγνώμη και να με ταΐζει, με ένα κουταλάκι του γλυκού, φρουτόκρεμα.»

  133. Merops said

    σε σχέση με τα σχόλια του συγγραφεά για το «χωριάτικο» φαγητό της οικογένειας της Μαρίας, εμένα μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι στην έντονα επικριτική περιγραφή των φαγητών προβάλλει απλά το ξένέρωμα που έφαγε ο ξαναμμένος πιτσιρικάς βλέποντας όλο το σόι της Μαρίας, ενω περίμενε άλλα – δε θα μπορούσε να είναι ένας ψύχραιμος και αντικειμενικός κρίτης ούτε του φαγητού, ούτε του οτιδήποτε άλλου εκεί μέσα

Σχολιάστε