Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ο πεζεβέγκης χωρίς πούγκα

Posted by sarant στο 21 Σεπτεμβρίου, 2010


Το σημερινό μας κείμενο είναι προϊόν συνεργασίας. Ο αγαπητός Δύτης των Νιπτήρων διάβασε σε ένα τουρκικό περιοδικό ένα άρθρο γραμμένο από έναν σημαντικό οθωμανολόγο ιστορικό, τον Εντχέμ Ελντέμ, στο οποίο ανασκευάζεται μια γουστόζικη αλλά αστήρικτη ετυμολογία της λέξης pezevenk (απ’ όπου και ο δικός μας πεζεβέγκης) την οποία ανέπτυξε στην τηλεόραση ένας αμφιλεγόμενος ιστοριοδίφης δημοσιογράφος. Ο Δύτης το μετέφρασε λοιπόν στο πι και φι και σας το παρουσιάζω παρακάτω, κρίνοντας ότι έχει αρκετές ομοιότητες με τις ωραίες αλλά αστήριχτες ετυμολογίες που πλασάρουν από έντυπα και από την τηλεόραση και δικοί μας ιστοριοδίφες.

Πρέπει όμως να βάλω και το δικό μου μερίδιο στη συνεργασία, δηλαδή να διερευνήσω την ιστορία της λέξης πεζεβέγκης στα ελληνικά. Κι εδώ υπάρχει ένα προβληματάκι λεξικογραφικό. Στα τουρκικά, pezevenk είναι ο μαστροπός. Στα ελληνικά, κατά την εντύπωσή μου (πείτε μου όμως και τη δική σας), πεζεβέγκης είναι ο παλιάνθρωπος, ο μασκαράς, ο αχρείος, ο κατεργάρης. Βέβαια, δεν είναι καθόλου δύσκολο η μια σημασία, του μαστροπού, να μεταπέσει στην άλλη, του παλιάνθρωπου, αλλά πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η μετάπτωση δεν έγινε στα τουρκικά, όπου η λέξη pezevenk σημαίνει τον μαστροπό στην κυριολεξία.

Εγώ δεν έχω βρει σε ελληνικά σώματα κειμένων καμιά απολύτως εμφάνιση της λέξης «πεζεβέγκης» με τη σημασία «μαστροπός». Την έχω βρει να χρησιμοποιείται πάντοτε υβριστικά, σε μια όχι πολύ πλατιά γκάμα σημασιών από τον αχρείο έως τον κατεργάρη. Για παράδειγμα, στον Ρωμηό του Σουρή, δεκαετία του 1880, βρίσκω, σε χαρτοπαικτικά συμφραζόμενα:

Τέρτσα η Ντάμα, πλήρωνε διαβόλου πεζεβέγκη
εγώ σου το’ πα στην αρχή, απόψε δεν σου φέγγει

Τον πεζεβέγκη τον βρίσκω να χρησιμοποιείται υβριστικά (έξω, πεζεβέγκη, μη σε σκοτώσω) και στους Αθλίους των Αθηνών του Κονδυλάκη, ομοίως και στον Μητσάκη (Τι σκούζεις έτσι, βρε πεζεβέγκη;! Για να μαζωχτεί κόσμος;) και στον Καραγκιόζη, όπου ο Δερβέναγας συνηθίζει να λέει στον Καραγκιόζη Θα σε πιάκω, ωρέ πεζεβέγκη, και θα σε βάζω κάτω να σε πατάω. Σε νεότερα κείμενα, ο πεζεβέγκης χρησιμοποιείται περισσότερο με τη σημασία του απατεώνα, του κατεργάρη, του μασκαρά, παρά του αχρείου –και το έχω βρει και σχεδόν χαϊδευτικά (σαν το μπαγάσας).

Στο παλιό λεξικό του Δημητράκου, θα βρείτε ότι πεζεβέγκης σημαίνει αποκλειστικά «μαστροπός». Νομίζω, και το δείχνουν και τα σώματα των κειμένων, ότι αυτό είναι λάθος, και ότι υπήρχε από τότε, ίσως και ως επικρατέστερη, η σημασία «παλιάνθρωπος». Το πιο περίεργο είναι ότι στο λεξικό Μπαμπινιώτη θα βρείτε να δίνεται πρώτη σημασία της λ. πεζεβέγκης ο μαστροπός, και μόνο δεύτερη η υβριστική του αχρείου! Πρόκειται για περίπτωση λεξικογραφικής αδράνειας, όταν το νέο λεξικό αντιγράφει τα παλιότερα αντί να στηριχτεί σε σώματα κειμένων. Ευτυχώς το ΛΚΝ (του ιδρύματος Τριανταφυλλίδη) δίνει πρώτη σημασία τον παλιάνθρωπο, τον μασκαρά και μόνο ως παρωχημένη τη σημασία του μαστροπού. Αντίθετα με τα γενικά λεξικά, όλα τα λεξικά της πιάτσας και της λαϊκής γλώσσας που συμβουλεύτηκα (Δαγκίτσης, Ζάχος κτλ.) δίνουν, σωστά, σαν αποκλειστική σημασία της λ. πεζεβέγκης το «παλιάνθρωπος». Κάπου είδα ότι στα ποντιακά ο πεζεβέγκης διατηρεί την τουρκική σημασία του μαστροπού. Δεν το ξέρω, ας μας διαφωτίσουν όσοι ξέρουν.

Φυσικά, ο διασημότερος πεζεβέγκης είναι αυτός του κυπριακού τραγουδιού, που έχει τα πεντόλιρα στην πούγκα.

http://www.youtube.com/watch?v=BjQmOcfQGrI

Στο Διαδίκτυο βρήκα διάφορα για τη σημασία της λ. πεζεβέγκης στα κυπριακά, ότι σημαίνει (λέει) μαλάκας ή κερατάς. Υποψιάζομαι ότι η σημασία είναι παρόμοια με την ελληνική, δηλ. αν σημαίνει κερατάς θα είναι μεταφορικό, αλλά επειδή έχουμε πολλούς και καλούς γνώστες της κυπριακής στο ιστολόγιο δεν θα επιμείνω με τις εικασίες μου, ας μας πουν εκείνοι.

Είπα πάρα πολλά και σας κούρασα, οπότε θα δώσω τη σκυτάλη στον Δύτη ή μάλλον στο τουρκικό άρθρο που μετέφρασε. Μόνο μια επισήμανση: επίτηδες δεν αναφέρθηκα καθόλου στη λέξη «νταβατζής», που κι αυτή είναι τουρκικής αρχής αλλά παρουσιάζει αντίστροφη σημασιακή πορεία. Είναι θέμα για άλλο άρθρο, που θα προσπαθήσω να γράψω στο κοντινό μέλλον. Το τουρκικό άρθρο:

Edhem Eldem:

Για τη ρίζα της λέξης «πεζεβέγκης» (περιοδικό Toplumsal Tarih, τ. 199 (Ιούλιος 2010), σελ. 90-91)

Πρόσφατα άκουσα και είδα τον Μουράτ Μπαρντακτσί, στο πρόγραμμά του στην τηλεόραση, να εξηγεί τη ρίζα της λέξης «πεζεβέγκης» (pezevenk, «προαγωγός, νταβατζής»). Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του, και αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, η λέξη δεν είναι περσικής προέλευσης. Τον άκουσα με προσοχή, γιατί καθώς κι εγώ πίστευα πως η έκφραση προέρχεται από τα περσικά, μου τράβηξε το ενδιαφέρον η πιθανότητα να υπάρχει κάποια απρόσμενη ή παράξενη ετυμολογία. Μάλλον οι ιστορικοί ενδιαφέρονται πάντοτε για την ετυμολογία, φαντάζομαι. Για λίγο έμεινα με τη γλύκα, καθώς έμοιαζε να μη σκοπεύει να προχωρήσει το ζήτημα παρακάτω και να μη θέλει να «μοιραστεί», όπως είναι η έκφραση της μόδας, τις γνώσεις του με τους τηλεθεατές∙ τέλος πάντων, δεν άντεξε την επιμονή των συνομιλητών του και στο τέλος καταδέχτηκε να εξηγήσει το θέμα.

Η ιστορία είχε ως εξής: η λέξη pezevenk προέρχεται, λέει, από το pesce bianco, που σημαίνει στα ιταλικά «άσπρο ψάρι». Αυτό δε το «άσπρο ψάρι» είναι λέει στην πραγματικότητα το σκουμπρί, και επειδή το σκουμπρί είναι το μοναδικό είδος ψαριού που τρώει τα αυγά του θηλυκού του, το όνομά του δόθηκε στους άντρες που ζουν από τις γυναίκες. Εξάλλου η λέξη mackerel, που σημαίνει στα αγγλικά «σκουμπρί», χρησιμοποιούνταν και για τους πεζεβέγκηδες, τους προαγωγούς. Κάπου εκεί όμως ο δικός μου αρχικός ενθουσιασμός άρχισε να σβήνει, γιατί βρήκα την επιχειρηματολογία γοητευτική μεν αλλά καθόλου πειστική από λογική άποψη: ίσα ίσα, ήταν γεμάτη με σημεία μάλλον ύποπτα. Με τη σειρά δηλαδή, τα εξής:

1. Όποτε ο Μπαρντακτσί αναφερόταν στην έκφραση pesce bianco, πρόφερε την πρώτη λέξη pezze, «πέτζε». Μπορεί να δεχτεί κανείς ότι μια τέτοια λέξη μπορεί να μετατραπεί σε πέζε στα τούρκικα, η πραγματική όμως μορφή της ιταλικής λέξης, pesce, θα ήταν πιθανότερο να μετατραπεί σε πέσε, peşe.

2. Εγώ ήξερα ότι το σκουμπρί στα ιταλικά λέγεται scombro/sgombro (ομόρριζο με το ελληνικό σκουμπρί ή σκόμβρος, από το οποίο προέρχεται το τούρκικο uskumru),[1] δεν μου φαινόταν όμως πολύ πιθανό να ονομάζεται και «άσπρο ψάρι», καθώς –όσο και να μην είμαι ειδικός στα ψάρια- το κρέας του σκουμπριού δεν θα το έλεγα και τόσο άσπρο.

3. Μου έκανε εντύπωση η αναφορά της αγγλικής λέξης mackerel, γιατί η λέξη στη γλώσσα αυτή σημαίνει μόνο το ψάρι και όχι τον «πεζεβέγκη/προαγωγό». Η τελευταία αυτή σημασία υπάρχει μόνο στα γαλλικά, όπου η λέξη maquereau σημαίνει και το σκουμπρί και τον προαγωγό –στη θηλυκή μορφή maquerelle για τις γυναίκες. Μπορεί βέβαια να σκεφτεί κανείς πως αυτό δεν είναι παρά ένα μικρό μπέρδεμα, και πως πιθανότατα ο Μπαρντακτσί μπέρδεψε τις δύο γλώσσες.

4. Υπάρχει όμως και ένα σημαντικό σχετικό σημείο εδώ, καθώς κάπου θυμόμουν πως η γαλλική λέξη maquereau με τη σημασία του «πεζεβέγκη/προαγωγού» δεν έχει σχέση με το σκουμπρί.

Όταν σχηματίστηκαν τούτες οι αμφιβολίες στο μυαλό μου, ήμουν μακριά από τα βιβλία και τον υπολογιστή μου, και έτσι δεν ερεύνησα αμέσως το ζήτημα. Μερικές μέρες μετά, ωστόσο, μπόρεσα να αποδείξω πως οι αμφιβολίες μου ήταν σωστές και πως αυτή η εκπληκτική ετυμολογία ήταν απολύτως λανθασμένη. Ας προσπαθήσω πάλι να βάλω στη σειρά τις αποδείξεις αυτές:

1.                           Η έκφραση pesce bianco στα ιταλικά δεν σημαίνει το σκουμπρί, αλλά τη μουρούνα και άλλα παρόμοια ψάρια, που έχουν πράγματι λευκό κρέας. Το σκουμπρί λέγεται sgombro, lacerto ή maccarello, ενίοτε δε και pesce azzurro, δηλαδή «γαλάζιο ψάρι».

2.                           Ενώ υπάρχουν πολλές λέξεις στα ιταλικά που σημαίνουν τον προαγωγό –protettore, pappone, magnaccia, ruffiano– ούτε η έκφραση pesce bianco ούτε καμία άλλη λέξη ιχθυολογικού περιεχομένου δεν έχει αυτή τη σημασία.

3.                           Η υποψία μου για τη γαλλική λέξη maquereau επιβεβαιώθηκε: η λέξη αυτή, η οποία ήδη από το 13ο αιώνα γράφεται με διάφορες μορφές (makerele, maquereaus…), προέρχεται από το makelare (μεσίτης, μεσολαβητής) που με τη σειρά του παράγεται από το φλαμανδικό ρήμα makeln (εμπορεύομαι). Με άλλα λόγια, δεν έχει καμία σχέση με το σκουμπρί, παρά μόνο μια ηχητική ομοιότητα, γιαυτό και τέτοια σύμπτωση δεν παρατηρείται σε άλλες γλώσσες.[2]

Συνοψίζοντας, δεν υπάρχει καμία ετυμολογική βάση στο συσχετισμό του τουρκικού pezevenk με το ιταλικό pesce bianco, και η σχετική επιχειρηματολογία είναι γεμάτη λάθη και παρανοήσεις. Από μια υπόθεση που στηρίζεται σε μια λάθος γαλλική ετυμολόγηση και συνδέεται με μια λάθος ιταλική, δεν μπορεί να παραχθεί παρά μόνο μια λάθος τουρκική ετυμολόγηση.

Νομίζω τώρα πως είναι ώρα να επιστρέψουμε σε μια πιο ψύχραιμη και στέρεη αναζήτηση της ετυμολογίας της λέξης. Το υλικό που υπάρχει σχετικά είναι πολύ πλούσιο. Αν και το λεξικό Redhouse δίνει ως ρίζα της λέξης τις περσικές pîş âheng, pîş âveng, pîşveng, που σημαίνουν «αυτός που προηγείται»,[3] το περίφημο περσικό λεξικό του Steingass δίνει πολύ περισσότερες πιθανές ετυμολογίες. Και πράγματι, είναι πολύ πειστικές κάποιες από τις πιθανές προελεύσεις της λέξης, σύμφωνα με το λεξικό αυτό, οι οποίες σημαίνουν τον προαγωγό, εκείνον που εκδίδει τη σύζυγό του, ή εκείνον που τον απατά η σύζυγός του, τον κερατά: Pâzanak/pazenek (بازنك),[4] parwand/pervend (بروند),[5] pazhawand/pejevend (بزوند)[6]… Επιπλέον, στο ετυμολογικό λεξικό του ο Σεβάν Νισανιάν λέει ότι η λέξη μπορεί να προέρχεται από την έκφραση pozavak, που παράγεται από τις αρμενικές λέξεις poz (πόρνη) και avak (κύριος, αφέντης).[7]

Μπορούμε μεν να απορρίψουμε την ιταλική ετυμολογία της λέξης, σίγουρα όμως η περσική ή η αρμενική χρειάζονται περισσότερη έρευνα. Άλλωστε σκοπός μου εδώ ήταν να δείξω γιατί είναι λάθος μια ετυμολογία που μοιάζει ενδιαφέρουσα, και να δείξω έτσι ότι πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί σε τέτοια ζητήματα. Ένα τελευταίο σημείο που πρέπει να μας απασχολήσει είναι το πώς οδηγήθηκε ο Μπαρντακτσί σε τούτο το λάθος. Όταν ασχολήθηκε ξανά με το θέμα, στη στήλη του στην εφημερίδα, παρέπεμψε τους αναγνώστες του σε τρία φύλλα της Μιλλιέτ, της 6ης Απριλίου 1956, της 9ης Ιανουαρίου 1963 και της 6ης Μαρτίου 1968. Τα κοίταξα: και στα τρία φύλλα ο ίδιος συγγραφέας, επαναλαμβάνει τρεις φορές την ίδια ιστορία, στην ίδια στήλη. Ο συγγραφέας ήταν ο Ρεφιί Τζεβάτ Ουλουνάι (1890-1968), από τους διάσημους δημοσιογράφους της εποχής, που κρατούσε μια επιφυλλίδα με τίτλο «Ένα φύλλο από το ημερολόγιο»∙ στη στήλη του εξιστορεί ακριβώς την ετυμολογία που πρότεινε ο Μπαρντακτσί.

Ωραία, τι νόημα βγαίνει απ’ όλα αυτά; Ο Ρεφιί Τζεβάτ Ουλουνάι ήταν μήπως μια πηγή αλάνθαστη; Ακόμα σημαντικότερο, ήταν μήπως κανένας ειδικός στην ετυμολογία; Πώς γίνεται να θεωρεί κανείς αυθεντία τον Ρεφιί Τζεβάτ Ουλουνάι κάποιος που δεν υπολογίζει το ετυμολογικό λεξικό –όσες ελλείψεις κι αν έχει, κι ας έμεινε ημιτελές- ενός ανθρώπου σαν τον Αντρέας Τίτσε, που για χρόνια αφιερώθηκε στη μελέτη της οθωμανικής ιστορίας, λογοτεχνίας και φιλολογίας; Ασφαλώς ο Ουλουνάι ήταν άνθρωπος που ήξερε τον κόσμο, άνθρωπος ευχάριστος και διασκεδαστικός, αλλά του άρεσε να πετά ιστορίες απίθανες, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια σοβαρή μελέτη. Δεν βρίσκω σωστό, τέλος πάντων, να στηρίζεται κάποιος στις κουβέντες ενός επιφυλλιδογράφου και να βγάζει χωρίς καμιά έρευνα μια παράξενη ετυμολογία, ταπεινώνοντας επιπλέον όποιον τολμήσει να φέρει αντίρρηση.

Θέλω να τελειώσω με ένα ευχάριστο ανέκδοτο. Υπάρχει μια ωραία ιστορία, σχετική με τη λέξη μας, στις αναμνήσεις ενός Γάλλου, του Ρενέ ντυ Παρκέ, που έζησε στην Κωνσταντινούπολη το 1864-1865∙ το βιβλίο αυτό εκδόθηκε πριν από δυο χρόνια από τις Εκδόσεις της Εστίας του Ιδρύματος Ιστορίας. Σύμφωνα με την ιστορία αυτή, κάποιος διάσημος Μεγάλος Βεζίρης παράγγειλε μια άμαξα στη Βιέννη∙ ήθελε, κατά τα γαλλικά έθιμα, να βάλει ένα οικόσημο στην πόρτα της άμαξας, δεν μπορούσε όμως να αποφασίσει πώς θα ήταν αυτό. Όταν το έμαθε ο αρχιστράτηγος, που ήταν πολύ πνευματώδης, τον ρώτησε: «Εσείς δεν ήσασταν κάποτε υπουργός Στρατιωτικών, και κατόπιν υπουργός Δικαιοσύνης;». Ο βεζίρης απάντησε καταφατικά, και ο αρχιστράτηγος πρότεινε λέει το εξής: «Τότε σχεδιάστε στο οικόσημο ένα σπαθί και μια ζυγαριά, και δίπλα βάλτε να γράψουν ‘Ζύγιζε και νίκα’». Για να καταλάβουμε εδώ το αστείο, πρέπει να επιστρέψουμε στα γαλλικά: το «ζύγιζε» λέγεται se και το «νίκα» vaincs, οπότε ολόκληρη η φράση θα γραφόταν se et vaincs –και θα προφερόταν πεζ-ε-βέν(κ).[8]

Φυσικά δεν χρειάζεται να πάρουμε πολύ στα σοβαρά αυτή την ιστορία, να εξετάσουμε την αληθοφάνειά της, να ψάξουμε ποιος αρχιστράτηγος πριν από το 1865 ήταν γνωστός για το πνεύμα του, ή ποιος Μεγάλος Βεζίρης είχε υπηρετήσει στα υπουργεία Στρατιωτικών και Δικαιοσύνης, ή ακόμα ακόμα να θυμίσουμε πως η έννοια «Στρατιωτικά» δεν χρησιμοποιούνταν ακόμη εκείνη την εποχή. Για να γυρίσουμε και πάλι στην ιταλική γλώσσα, ας επαναλάβουμε τη γνωστή έκφραση: Se non è vero, è ben trovato. Στην πραγματικότητα, ανάμεσα στο ανέκδοτο που παραθέτει ο Παρκέ και στην ετυμολογική ανακάλυψη του Ρεφιί Τζεβάτ Ουλουνάι δεν υπάρχει και μεγάλη διαφορά.


[1] Για αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τα διάφορα είδη σκουμπριών στην Τουρκία και την Κωνσταντινούπολη, βλ. Karekin Devedjian, Pêche et pêcheries en Turquie, Istanbul, Imprimerie de l’Administration de la dette publique ottomane, 1926, σελ. 23-29, παράρτημα σελ. 3.

[2] Trésor de la langue française informatisé, Atilf, CNRS, http://atilf.atilf.fr/

[3] James W. Redhouse, Türkçeden İngilizceye Lugat Kitabı. A Turkish and English Lexicon, Istanbul, H. Matteossian, 1921, σελ. 447, 464-465.

[4] Francis Joseph Steingass, A Comprehensive Persian-English Dictionary, including the Arabic words and phrases to be met with in Persian literature, London: Routledge & K. Paul, 1892, σελ. 230.

[5] Στο ίδιο, σελ. 246.

[6] Στο ίδιο, σελ. 249.

[7] Sevan Nisanyan, Sözlerin Soyağacı. Çağdaş Türkçenin Etimolojik Sözlüğü, http://www.nisanyansozluk.com/

[8] René du Parquet, İstanbul’da bir yıl, İstanbul, Tarih Vakfı Yurt Yayınları, 2008, σελ. 35-36.

79 Σχόλια to “Ο πεζεβέγκης χωρίς πούγκα”

  1. Χαίρομαι που σου φάνηκε ενδιαφέρον (τώρα που το ξαναδιαβάζω, είναι λίγο φλύαρος ο Ελντέμ, τέλος πάντων). Να σημειώσω μόνο ότι στις περσικές λέξεις θα έπρεπε να διορθωθούν κάποιες τελείες (δικό μου λάθος, δεν έχω πια περσικό επεξεργαστή κειμένου) -όσοι ξέρουν τη γραφή θα καταλάβουν, για τους υπόλοιπους δεν πειράζει φαντάζομαι.

  2. Α! και, για τον Μπαρντακτσί: http://en.wikipedia.org/wiki/Murat_Bardak%C3%A7%C4%B1

  3. rogerios said

    Εύγε και στους δύο! Πολύ καλή δουλειά!
    Δύτη, η άποψή σου για την ετυμολογία της τουρκικής λέξης τείνει τελικά προς την περσική λύση;

  4. Ρογήρε, μάλλον -αλλά υπάρχει ένα άλλο πρόβλημα: ποια είναι η ετυμολογία της περσικής λέξης. Ο Steingass δεν γράφει τίποτα. Είναι άραγε «αυτός που προηγείται/προπορεύεται»; ή μήπως έχει δίκιο ο Νισανιάν και υπάρχει αρμένικη ρίζα;

  5. rogerios said

    Εχμ, οπότε πάμε και στο γνωστό ακανθώδες ζήτημα των σχέσεων της περσικής με τα αρμένικα…

  6. sarant said

    Ρογήρε-Δύτη, ευχαριστώ για τα σχόλια.

    Περιμένω Κυπρίους, Ποντίους και γενικώς επισκέπτες σε σχέση με τη σημερινή σημασία της λέξης στα ελληνικά, τα κυπριακά και τα ποντιακά!

  7. Jimakos said

    Κι όποιος έχει δει την ταινία »Δυο καπνισμένες κάνες» (Lock ,Stock & Two Smokin’ Barrells) θα θυμάται ,ίσως, την σκηνή αυτή…..

    Σημ. Οι άλλες λέξεις που ακούγονται [σίστος, γαμούρη (?)],σημαίνουν κάτι στα κυπριακά ;;

  8. π2 said

    Χμμ, την είχα παρεξηγήσει τη λέξη, νόμιζα ότι το νόημα είναι ταυτόχρονα «κατεργάρης και αλήτης» αλλά και «χαζός, ανεγκέφαλος», δεν ξέρω γιατί. Χώρια που τους πεζεβέγκηδες τους μπερδεύω συνέχεια με τους Πετσενέγκους. Πάλι καλά που δεν τους έκανα και Βασιβουζούκους τους πεζεβέγκηδες.

  9. π2, τους Πετσενέγκους θα έπρεπε να τους μπερδεύεις με τους μπατζανάκηδες, και πιθανότατα θάχες και δίκιο.

  10. Διαβάζετε τον Jacques Prévert said

    Περιμένοντας συμπληρωματικές πληροφορίες από τους γνώστες της κυπριακής, τηλεφώνησα σε δυο φίλους το πρωί στην Κύπρο. Έπειτα από σύντομη έρευνα, από 8 ερωτηθέντες οι 7 γνωρίζουν τη λέξη με την έννοια αυτού «που απατά τη γυναίκα του» κι ο ένας με την αντίθετη έννοια, του «κερατά»…
    Θα προσπαθήσω να μάθω και για τα ποντιακά.

    Στα γαλλικά, όπως ωραία αναφέρει ο Ελντέμ, το «σκουμπρί» και ο «μαστροπός» είναι ομώνυμες λέξεις (maquereau) – ΚΑΙ ομόηχες ΚΑΙ ομόγραφες αλλά με διαφορετικές σημασίες γι αυτό και λημματογραφούνται χωριστά, π.χ. σαν το δικό μας «καρπό» (του χεριού και του δέντρου). Κάτι περίεργο με τους Γάλλους είναι ότι αποκαλούν (αν και σπανιότερα) μαστροπό κι ένα άλλο… ψάρι με ίδια ομοιοκαταληξία, το barbeau (γωβιός). Στο γαλλόφωνο Καναδά, η λέξη maquereau έχει αποκλειστικά αθώα σημασία, όχι σωματεμπορική (γυναικάς, καμάκι, σαν τον τσίφτη της Καστέλας που κυνηγούσε τα παλιομισοφόρια). Είναι όμως και υβριστικό επιφώνημα, λίγο πιο βαρύ από το γαμώτο!

    Από το κείμενο, διαπιστώνουμε παρεμπιπτώντος ότι είχαν και οι Τούρκοι τον δικό τους Γ. Μαρίνο που άκουγε στο όνομα Ουλουάι! Ευτυχώς που έχουν και τους δικούς τους Δύτες!!!

  11. Promenade du Maquereau και στην ημιγαλλόφωνη Λουϊζιάνα, καλά το θυμόμουν.

  12. π2 said

    A, ωραίο Δύτη, δεν το ήξερα. Για τους Βασιβουζούκους καμιά συσχέτιση με άλλα δάνεια από τα ελληνικά; Έχω λόγο που ρωτάω, γιατί τον γιο μου Βασιβουζούκο τον ανεβάζω, Βασιβουζούκο τον κατεβάζω. 😛

  13. sarant said

    Ο βασιβουζούκος αξίζει κι αυτός το αρθράκι του.

    Πάντως, να ξέρεις ότι σε προπολεμικές εφημερίδες, τις αστυνομικές αυθαιρεσίες θα τις δεις να χαρακτηρίζονται βασιβουζουκισμός.

  14. Απλά διάβαζες Τεντέν, μάλλον. 🙂

    (και başı bozuk = με το κεφάλι χαλασμένο…)

    Νίκο μάλλον κάτι μούφαγε η σπαμοπαγίδα.

  15. Διαβάζετε τον Jacques Prévert said

    Συγνώμη για το «παρεμπιπτώντος» του # 10, ελπίζω να μην έβγαλα… κανένα μάτι!

    Φίλος από την ορεινή Κορινθία μου είπε ότι έχουνε τη λέξη μπεζεβένης με την έννοια του μπαγάσα, κατεργάρη, manipulatur. Να υπάρχει σχέση;

  16. #1 ο Λεξιλόγος βοηθάει καθόλου, ή είναι υπερβολικά απλοποιημένος;

  17. پازنک το πρώτο, پروند το δεύτερο, پژوند το τρίτο.
    (μπράβο, μπράβο, ευχαριστώ!)

  18. sarant said

    Το σχόλιο 11 του Δύτη το είχε τσακώσει (εντελώς άδικα) η σπαμοπαγίδα. Το λευτέρωσα από τις δαγκάνες της.

    15: ίδια λέξη είναι, το πεζεβέγκης γράφεται-λέγεται και μπεζεβέγκης (που θα το βρεις και ως επίθετο, για ξεκάρφωμα)

  19. ΤΑΚ said

    Μπράβο, Δύτη και Νίκο! Πολύ ενδιαφέρον το άρθρο και ακόμη πιο ενδιαφέρουσα η ανοχή του Ελντέμ στις ευτράπελες, αλλά εντελώς απίθανες ιστορίες γύρω από τις λέξεις (που έχουν μακρά οθωμανική παράδοση).

    Ο πεζεβέγκης στα κυπριακά, ενώ είναι «κακή» λέξη (κανένας λεξικογράφος της κυπριακής δεν τη λημματογραφεί…), χρησιμοποιείται αρκετά συχνά με τις σημασίες που αναφέρετε κι εσείς, του απατεώνα, του κατεργάρη, του μασκαρά, του μπαγάσα (και ως παλιοπεζεβέγκης). Μαστρωπός δεν είναι σε καμία περίπτωση στα κυπριακά (αυτός είναι πάτρωνας), αλλά μπορεί ο πεζεβέγκης να έχει τη σημασία του κερατά (αυτού που κερατώνει και όχι αυτού που κερατώνεται, του κερατωμένου). Η αρχική σημασία δεν ξέρω ποια είναι και ούτε μπορώ να βρω πότε πρωτοχρησιμοποιήθηκε η λέξη. Πάντως η χρήση της στο γνωστό τραγούδι δείχνει ότι δεν είναι και πολύ χυδαία ό,τι κι αν σήμαινε αρχικά (και από αυτή την άποψη είναι πιο κοντά στον μπαγάσα).

    Το σιίστο (shίστο) για το οποίο αναρωτήθηκε Jimakos είναι το μουνί (το σχιστό δηλ., που, σε αντίθεση με το κοινό νεοελληνικό μουνί, έχει αρκετά ξεκάθαρη ετυμολογία…). Όσο για το γαμούρη, δεν το(ν) έχω ακούσει (βρίσκω σε μια ιστοσελίδα ότι θεωρείται σλανγκ των Ρωμιών της Πόλης, αλλά θα μπορούσε να είναι και κυπραίικο, θα πρέπει να ρωτήσω – εγώ μόνο τον χαμούρη ξέρω…).

  20. ΤΑΚ said

    Α, και για να ακριβολογώ, είναι ο σιίστος (το ουδέτερο μου βγήκε μάλλον από επίδραση του κοινού νεοελληνικού…).

  21. ΚαπετάνΈνας said

    Καλημέρα.

    ΤΑΚ, μου φαίνεται ότι ο shίστος έχει κάποια άλλη ετυμολογία, αλλά δε θυμάμαι, όταν πάω σπίτι,θα ψάξω.

  22. ΚαπετάνΈνας said

    Αν και δεν είμαι σίγουρος ποιάν ετυμολογία υπαινίshεshαι.

  23. JohnyQ said

    ένας κύπριος συμφοιτητής μου είπε -για να μου εξηγήσει τον στίχο του τραγουδιού «ο πεζεβέγκης που τά’χει στην πούγκα»- ότι πεζεβέγκης είναι κερατάς και πούγκα η τσέπη.

    Επίσης μου είπε ότι λαφαζάνης στα κυπριακά σημαίνει ο παθολογικός ψεύτης

  24. κι ἐγὼ ἀπὸ Κύπριο εἶχα μάθει ὅτι εἶναι ὁ κερατᾶς.

  25. ΤΑΚ said

    ΚαπετάνΈνα: σιίζω στα κυπραίικα είναι το σχίζω και από αυτό πρέπει να προέρχεται ο σιίστος (αν έχεις δει άλλη ετυμολογία, πολύ θα ήθελα να τη δω).
    Τζώνυ: λαφαζάνης είναι ο ψεύτης, αυτός που φτιάχνει και λέει ιστορίες, μυθεύματα (= λαφαζανιές).
    Κορνήλιε: κερατάς, ναι, αλλά στη χρήση και κατεργάρης, μπαγάσας, κλπ.
    Δυστυχώς, ξαναλέω, οι λέξεις δεν υπάρχουν στα κυπριακά λεξικά…

  26. Μαρία said

    Τελικά ο πεζεβέγκης είχε την τύχη του ρουφιάνου. Τους νίκησε και τους δυο ο νταβατζής.

  27. Μαρία, χάθηκες.

  28. sarant said

    Μαρία, χάθηκες 🙂

    αλλά ο νταβατζής δεν είναι το ίδιο με τον ρουφιάνο στις μεταφορικές τους σημασίες.

  29. Ηλεφούφουτους said

    Ωραία τα κείμενα.
    Ιδιαίτερη εντύπωση μού έκανε και μια λεπτομέρεια απ το τούρκικο κείμενο (που όντως θα μπορούσε να μην απλώνεται τόσο αλλά έτσι δεν είναι οι ανατολίτες;):
    «έμοιαζε …να μη θέλει να «μοιραστεί», όπως είναι η έκφραση της μόδας, τις γνώσεις του με τους τηλεθεατές∙»
    Έχουμε παράλληλες λεκτικές μόδες με τα καρντάσια δηλαδή;

    Τον πεζεβέγκη κι εγώ τον ήξερα σαν λέξη με αόριστο υβριστικό περιεχόμενο, όχι ιδιαίτερα βαρύ, έχει άλλωστε και κάτι παιγνιώδες στο άκουσμά της. Γραμμένη θυμάμαι ότι την είδα πρώτη φορά στο Τρίτο Στεφάνι του Ταχτσή (μη μας πάρουν τη Μακεδονία οι πεζεβέγκηδες οι Βούλγαροι, ή κάπως έτσι).

  30. Ηλεφούφουτους said

    Α, και να σχολαστικίσω σε μια ακόμη λεπτομέρεια από το τούρκικο κείμενο:
    «προέρχεται από το makelare (μεσίτης, μεσολαβητής) που με τη σειρά του παράγεται από το φλαμανδικό ρήμα makeln (εμπορεύομαι).»
    makelaar είναι στα σημερινά Ολλανδικά ο μεσάζων, ο μεσίτης και είναι λογικό να υποθέσουμε ότι αυτή η σημασία έδωσε και τον προαγωγό του γαλλικού maquereau.

  31. #29 και μένα μου έκανε εντύπωση αυτό με τις λεκτικές μόδες. Paylaşmak είναι το ρήμα.
    (πάλι έγινες λατίνος εκατόνταρχος βλέπω, ω Γάιους Ηλεφούφουτους!)

  32. sarant said

    Άβε Ηλεφούφουτους!

    Λοιπόν, αυτό που λες στο 29, που επισημαίνεις ότι το «να μοιραστώ» είναι έκφραση της μόδας και στους γείτονες, το είχα κι εγώ προσέξει αλλά ξέχασα να παρακαλέσω τον Δύτη να μας πει αν και πώς έχει η κατάσταση.

  33. sarant said

    Κι ο Δύτης βέβαια με πρόλαβε -Λαμπρόπουλος, πριν από μας για μας!

  34. #25 κερατᾶς μὲ ὅλες τὶς ἔννοιες ποὺ χρησιμοποιε[ται μεταφορικῶς καὶ κυριολεκτικῶς ἡ λέξι καὶ στὴν ΚΝΕ. π.χ. ἄ, τὸν κερατᾶ! πῶς τὰ κατάφερε;

  35. #32 αὐτὸς ὁ χαιρετισμὸς πολὺ μὲ ἐνέπνευσε, μέχρι ποὺ σκέπτομαι νὰ παρῳδήσω τὸν Γρυπάρη κάποτε καὶ νὰ γράψω τὰ ῥόδα τοῦ Ἠλεφούφουτου. 🙂

  36. #33 Λαμπρόπουλους!

  37. sarant said

    35: του Ηλιοφούφουτου;

  38. ΤΑΚ said

    @ Κορνήλιος (34): ναι, σωστά, δίκιο έχεις

  39. Δημήτρης Ταλιακός said

    Θυμάμαι τη γιαγιά μου να έχει αναφέρει πάρα πολλές φορές τη λέξη και μάλιστα αναφερόταν σε γνωστούς γείτονες οι οποίοι είχαν το κύριο χαρακτηριστικό του πεζεβέγκη δηλαδή λίγο-πολυ τρελούτσικοι, γρήγοροι στο βήμα!?ατσούμπαλοι!,ομιλιτικοί!?.
    Επίσης θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μούλεγε » Α πα πα αυτός βρε είναι πεζεβέγκης» και γέλαγε.
    Η γιαγια είχε έρθει από τη Πόλη το ’22 και ήταν δασκάλα.

  40. voulagx said

    #37: του Κορν’ήλιο φούφουτου; (μανιακή σχιζολεξία μετ΄αποστρόφου)

  41. Ηλεφούφουτος said

    σχ.35, «τα ρόδα του Ηλεφούφουτi», αφού το πάτε στο λατινικό!

    Μάλλον τα ιδιώματα με τις κωφώσεις τους με μπέρδεψαν, εκεί που έψαχνα για φλαούνες.

  42. sarant said

    Ηλεφούφουτους ρόζας άματ!

  43. Διαβάζετε τον Jacques Prévert said

    Ηλεφούφωτε ροδοστεφανωμένε :)), ενδιαφέρουσα η πληροφορία σου για τα σημερινά ολλανδικά ( # 30). Το γαλλικό Robert, επιβεβαιώνοντας το συλλογισμό σου, δίνει δύο ετυμολογίες :

    1) Το maquereau-άνθρωπος προέρχεται (καθώς ειπώθηκε) από το ολλανδικό makelâre (13ος αι.) «εμπορο-κτηματομεσίτης», κι αυτό με τη σειρά του από το makeln «συναλλάσσομαι παράνομα» (*).

    2) Η προέλευση του maquereau-ψάρι είναι το makerel (γύρω στο 1138) που πιθανώς ήρθε από τη μεταφορική χρήση του 1 (από ένα θρύλο που ήθελε τo σκουμπρί να είναι νταβατζής της ρέγγας!)

    Άραγε μπορούμε να πούμε πως τα όρια μεταξύ μαστροπείας και ιχθυολογίας φαίνεται πως είναι στενά στη γαλλική γλώσσα (που χρησιμοποιεί και δεύτερο ψάρι, πρβλ. # 10), αλλά μόνο (και γιατί) σ’αυτή;
    __________________

    (*) Καθώς κοίταζα αυτά στο Robert, οδηγήθηκα στο εξής ενδιαφέρον : Η ελληνική λέξη μάζα (λατ. massa) έδωσε στα γαλλικά, μέσω γερμανικής οδού, τις λέξεις maçon και maquereau με τη σημασία του μαστροπού. Οπότε, αν πήραμε εμείς τον πεζεβέγκη από τους Τούρκους, μπορεί να τον δώσαμε στους Γάλλους από εντελώς άλλη ρίζα;

    Ο νοικοκύρης ίσως τα ξεδιαλύνει αυτά μια μέρα. Καθώς και την έννοια που πήρε στα γαλλικά η λέξη «προξενητής» (πάλι maquereau) και τις σχέσεις της με το προξενιό, το προξενείο, τη φιλοξενία, τον ξενητεμό… Στο προσεχές άρθρο για τον «νταβατζή», ίσως;

  44. sarant said

    39: Άρα, Δημήτρη, η γιαγιά σου χρησιμοποιούσε τη λέξη περίπου με τη σημασια μπαγάσας, κατεργάρης και ασφαλώς όχι μαστροπός ή έστω παλιάνθρωπος.

    41: Ζακ Πρεβέρ, μήπως διάβασες βιαστικά τον Ρομπέρ; Διοτι στο Ρομπέρ Ιστορίκ βρίσκω ότι το maçon ανάγεται σε ινδοευρ. ρίζα από όπου και το μάσσειν.

  45. Δημήτρης Ταλιακός said

    Όπως τα λες Νικόλα, θυμάμαι ότι το γέλιο της ήταν απαραίτητο συνοδευτικό της λέξης!

  46. Νέος Τιπούκειτος said

    @19, 25: ΤΑΚ, νομίζω ότι ο κυπριακός shύστος δεν βγαίνει από το σχιστός, αλλά από το αρχαίο κύσθος, «μουνί», που το βρίσκεις ήδη στον Εύπολη και στον Αριστοφάνη και σ’ όλα τα καλά τα παιδιά. Το κύσθος έδωσε και το κερκυραίικο χύστος, που για να είμαι ειλικρινής δεν τόχω ακούσει με τ’ αφτιά μου, αλλά τόχει ο Φιλιππόβλαχος στα Χωριάτικα Βρωμόλογα, οπότε το θεωρώ έγκυρο. Σε όλες τις περιπτώσεις έχουμε αντιμετάθεση της «δασύτητας» (κ > χ, θ > τ), όπως στο θυγατέρα > δυχατέρα.

  47. 32,
    Για το «μοιράζομαι», η υποψία μου είναι οτι προέρχεται από μετάφραση του share, που χρησιμοποιείται ευρύτατα στα αγγλικά.

  48. Το Pâzanak/pazenek του κειμένου έχει σχέση με το μπατζανάκ(ης), που χρησιμοποιούμε και στα ελληνικά για τον σύγαμπρο;

  49. Κανονικά όχι (δες και #9). Αύριο να θυμηθώ να κοιτάξω στο ετυμολογικό του Τίτσε, νομίζω πάντως ότι το μπατζανάκ/bacanak έχει αρχαία τουρκική καταγωγή -γενικά, το λεξιλόγιο της συγγένειας ανήκει συνήθως στα πιο αρχαία υποστρώματα κάθε γλώσσας.

    (Λες;)

  50. KapetanEnas said

    @19, 25: ΤΑΚ

    TAK, me kalypse o N.T. #46

    Thymomoun afto to «shysto», «xysto» apo ton Petropoulo, alla den vrika apo poio biblio tou htan.

  51. 49,
    …ναι, και πιθανόν και στους κοινωνικούς δεσμούς του κάθε λαού. Έψαχνα με Πέρσες φίλους μου να βρώ πώς είναι στα αγγλικά το μπατζανάκ (ίδιο και στα περσικά/φαρσί), αλλά το πλησιέστερο που βρήκαμε ήταν το γενικό brother-in-law, που δεν λέει το ίδιο.

  52. sarant said

    47: Μα βέβαια!

  53. Για το share μην ξεχνάτε ότι οι γείτονες είναι από τους πιο μανιώδεις χρήστες του φατσοκιταπίου, σνομπάροντας το συμπατριώτη τους, ενώ περίφημα τα πάνε και στα ομότιμα δίκτυα (ελληνιστί, p2p, peer to peer)

  54. 51, υπάρχει ένας κατάλογος λέξεων (από μη ευρωπαϊκούς λαούς) για κάτι απίθανες συγγένειες, αν θυμάμαι καλά, στο Προϊστορικό Αιγαίο του Τόμσον.

  55. Μαρία said

    Τιπού, 46, είπα κι εγώ πού τον ξέρω πού τον ξέρω. Η ορθογραφία του ΤΑΚ με μπέρδεψε 🙂

    Δυο-τρία πράγματα για τα σύκα και τη σκάφη

    Νίκο, 28, αυτό ακριβώς εννοώ με το «τους νίκησε». Ο πεζεβέγκης-νταβατζής ξεχάστηκε, κι ο μπαγάσας άλλωστε, ενώ το ρουφιάνο μόνο οι παλιοί τον ξέρουμε με την αρχική σημασία και ίσως ακόμα οι Κερκυραίοι, και οι νεότεροι, γιατί για τους παλιούς δε γεννάται θέμα, μόνο που ο Μπουκάν είναι μακριά.

  56. Μαρία, τέτοια ώρα που εμφανίζεσαι, εξαφανίζομαι εγώ.
    (η Μισιρλού επίσης έχει καιρό να φανεί)

    Υπογραφή: Ο απουσιολόγος του ιστολογίου.

  57. Νέος Τιπούκειτος said

    @55: Μαρία, μνήμη ελέφαντα, λέμε!

  58. (mais où sont les conversations d’antan)

  59. Μαρία said

    58 Μην είσαι απαισιόδοξος. Κάτσε να χειμωνιάσει.

  60. 54,
    Α, ενδιαφέρον! Θα το κοιτάξω.

  61. MrWindUpBird said

    ως μισος κυπριος εγω την λεξη πεζεβεγκης την ξερω ως υβριστικη χωρις καποια συγκεκριμενη σημασια.σιγουρα ομως οχι προαγωγος. έχουμε τη λέξη πατρονος γι’αυτο.

    σχετικα με τις βρισιες του κυριου στις δυο καπνισμενες κανες σιστος ειναι το μουνι και η αλλη μαλλον ειναι η λεξη χαμουρης.

  62. ΤΑΚ said

    Τιπούκειτε (46), σε ευχαριστώ, δεν το ήξερα ούτε πήγαινε το μυαλό μου. Αλλά με τα στοιχεία που δίνεις είναι σίγουρα αυτό. Οπότε, σιύστος!

  63. Chris-Vom said

    Πάντως, και ο συμπαθής Κουκκίδης δίνει για το πεζεβένκης (/πεζεβένης) μόνο την έννοια ‘μαστρωπός’. (1960:77)

  64. sarant said

    Χρήστο, πράγματι, ο Κουκίδης δίνει μόνο τον μαστροπό ως σημασία του πεζεβέγκη -αλλά μπορεί να είναι επηρεασμένος από την τουρκική σημασία.

    Πόντιος κανείς δεν φάνηκε να μας διευκρινίσει τι σημαίνει πεζεβέγκης στα ποντιακά.

  65. Τη λέξη πεζεβέγκης ή και μπεζεβέγκης μερικές φορές, στην περιοχή των Ιωαννίνων τη χρησιμοποιούμε για τον απατεωνάκο τον κατεργάρη και μάλιστα με λίγο σκωπτική διάθεση ιδίως όταν απευθύνεται σε παιδιά. Καμμιά σχέση με αχρείο η μαστρωπό κ.λ.π. Δηλ. λέμε αχ κατεργαράκο, πεζεβέγκη. Ειδικά για τα παιδιά έχει την έννοια του άτακτου.

  66. ΟΤ said

    Πεζεβέγκης = ζαντός (τρελούτσικος), σκανταλιάρης, άτακτος.
    Απ’ όσο ξέρω αυτή είναι η σημασία στα ποντιακά και απευθύνεται και σε παιδιά.

  67. kanali said

    Στο μονότομο λεξικό του «Δημητράκου» (1964) διαβάζω:

    μπεζεβέγκης ο κ. πεζεβέγκης θηλ. =ισσα Δ, μαστροπός, ρουφιάνος. 2 κυρίως εν ηπία σημ., αχρείος ή μασκαράς.

  68. kanali said

    Δες τώρα το περίεργο…

    Στο «Μείζον…» του Τεγόπουλου Φυτράκη διαβάζω στο Π:

    πεζεβέγκης [<τουρκ. pezevenk] μαστροπός, ρουφιάνος
    αλλά στο Μ γράφει:
    μπεζεβέγκης [<τουρκ. pezevenk] αχρείος, μασκαράς

    Προφανώς άλλος ήταν ο συντάκτης της μίας λέξης και άλλος της άλλης.

    Την λέξη την γνωρίζω μόνο από τον κ. Βιολάρη και μέχρι σήμερα είχα την λανθασμένη εντύπωση οτι σημαίνει «τσιγκούνης».

  69. Η λέξη αυτή συναντιέται και στην ποντιακή ως «περζεβέγκης» ή «περζεβεγκ’ς» με τη σημασία κυρίως του ανόητου, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και ως τιποτένιος, αχρείος, άθλιος, ανήθικος, χαμένο κορμί (θηλ: περζεβέγκ’σα).

    Π.χ. «Ανάθεμά σε περζεβέγκ!», «‘Κ εντρέπεσε περζεβέγκ;», «Χάσον αυτόν, περζεβέγκ’ς έν'» (‘κ=δεν, χάσον=αγνόησε, έν’=είναι)

    Μ-π

  70. Διαβάζετε τον Jacques Prévert said

    Μια μικρή πληροφορία, που πήρα το πρωί με ηλεμήνυμα από φίλο φίλου Ποντίου -άρα από 2ο χέρι- σχετικά με τα ποντιακά. Μεταφέρω το ημέηλ : Στο χωριό του θείου μου, λένε πεζεβέν χωρίς -γκης. Σημαίνει κουτοπόνηρο άνθρωπο και που κάνει ζαβολιές. Δεν είναι κακός, συνήθως συμπεριφέρεται σαν μικρό παιδί.
    ——————————————————————————————–

    Έψαξα στο γκουγκλ για «πεζεβέν» και «pezeven» και είδα πως υπάρχουν και τα δυο!

  71. «Στο Διαδίκτυο βρήκα διάφορα για τη σημασία της λ. πεζεβέγκης στα κυπριακά, ότι σημαίνει (λέει) μαλάκας ή κερατάς. Υποψιάζομαι ότι η σημασία είναι παρόμοια με την ελληνική…»

    Αγαπητέ Νίκο μάλλον φαντάζομαι ότι με τον όρο «ελληνική» εννοείς τη δημοτική. Μιας και την κρατική μας γλώσσα δεν θα ήταν δόκιμο να την πούμε «ελλαδίτικη» ή «νοτιοβαλκανική ελληνική» 🙂

    Μ-π

  72. sarant said

    71: Στο απόσπασμα που παραθέτεις δεν μιλώ για «ελληνική» γλώσσα αλλά σημασία της λέξης. Οπότε θα μπορούσα να πω και ελλαδική σημασία, αλλά τελικά φαίνεται ότι τόσο στα ελληνικά της Ελλάδας (στην κοινή νέα ελληνική, για να είμαστε ακριβείς), όσο και στα ποντιακά και τα κυπριακά η βασική σημασία της λ. πεζεβέγκης ΔΕΝ είναι «μαστροπός» όπως λένε τα λεξικά, άρα έχουμε μια ακόμα λεξικογραφική τρύπα.

    70: Δες και το 69 (ευχαριστώ!), νομίζω πως μιλάτε για τον ίδιο τύπο (πεζεβέν ή πεζεβέγκ’)

  73. π2 said

    Στο χωριό του θείου μου, λένε πεζεβέν χωρίς -γκης. Σημαίνει κουτοπόνηρο άνθρωπο και που κάνει ζαβολιές. Δεν είναι κακός, συνήθως συμπεριφέρεται σαν μικρό παιδί.

    Η λέξη αυτή συναντιέται και στην ποντιακή ως “περζεβέγκης” ή “περζεβεγκ’ς” με τη σημασία κυρίως του ανόητου,

    Ενδιαφέρον. Οπότε μπορεί τελικά η αίσθηση που είχα για την έννοια της λέξης (#8) να μην ήταν εσφαλμένη, αλλά ποντιακά χρωματισμένη.

  74. Ηλεφούφουτος said

    Το φαινόμενο να κολλάνε τα λεξικά στην ετυμολογία ή στις πληροφορίες παλαιότερων λεξικών και να αγνοούν έτσι τη γλωσσική πραγματικότητα της χρήσης, όταν μάλιστα δεν έχουν βασιστεί σε κόρπους κειμένων, είναι εντονότερο όσο πιο «περιθωριακή» ή τέλος πάντων μη λόγια, καθημερινή, λαϊκή κτό είναι η λέξη, με αποτέλεσμα να δίνουν πρώτη σημασία π.χ. στον τσιφούτη το «Εβραίος», στο τσανάκι «πήλινο πιάτο» ή στην τσίπα «λεπτός υμένας».
    Εδώ βέβαια χωράνε πάντα και οι διάφορες απόψεις περί λεξικογραφίας, αν και σήμερα η γενική τάση είναι να ξεκινάς με το πιο χρησιμοποιούμενο και όχι με τη σπάνια σημασία που όμως γέννησε τις άλλες.
    Χειρότερο είναι βέβαια να αγνοείς εντελώς την τρέχουσα σημασία, όπως π.χ. να δίνεις μοναδική σημασία στο «μπλούζα» «γυναικείο ρούχο», επειδή προφανώς αυτό έλεγε η ξενόγλωσση πηγή για το blouse.

    Η εντύπωση που είχα εγώ για το «πεζεβέγκης» ήταν ότι έχει υβριστικό χαρακτήρα αλλά πολύ ελαφρύ. Ταιριάζει η εντύπωσή μου με κάποια σχόλια που μιλάνε για σκανταλιάρικα παιδιά, τρελούτσικους κλπ. Για να γίνω ακόμα πιο υποκειμενικός, θα έλεγα ότι επιδρά παρετυμολογικά η ακουστική ομοιότητα με το «παίζω».

  75. Διαβάζετε τον Jacques Prévert said

    Νίκο (# 44, αναφορικά με # 43, για τη μάζα και το maquereau).

    Έχεις δίκηο, η ρίζα είναι ινδοευρωπαϊκή, στη βιασύνη μου ξεκίνησα από την… ελληνική μάζα! Πάντως το αρθράκι έχει ενδιαφέρον, όσον αφορά το θέμα μας εδώ, επειδή δείχνει πως έφτασε στα γαλλικά η λέξη maquereau, ο Γάλλος πεζεβέγκης ας πούμε. Το μεταφέρω, αν κάποιος ενδιαφέρεται, από το petit Robert (έκδοση 2002) όπου στο λήμμα «masse» λέει (εντός πλαισίου) :

    Αυτή η λέξη προερχόμενη από το λατινικό massa «masse, amas» (πρβλ. ιταλ. οξιτανικά, καταλανικά και πορτ. massa, ισπ. masa, γερμ. Masse), εκ του ελληνικού μάζα «masse de pâte», από το μάσσειν «pétrir», από ινδοευρωπαϊκή ρίζα mag-, mak- «pétrir» που στα λατινικά αποδίδεται με macerare «rendre doux, amollir» (πρβλ. macérer) και στα γερμ. (γοτθικά) με το φράγκικο makôn «faire» (πρβλ. αγγλ. to make και γερμ. machen). Το masse παρήγαγε massif (και ίσως mastoc), massifier, massique, masser, amasser και ramasser, amas και ramassis, masselotte. Από τα ελληνικά έχουμε maie και magma σε σχέση με το «pétrir». Η γερμανική (γοτθική) οδός έδωσε στα γαλλικά maçon (και maçonner, maçonnerie) και maquereau «proxénète», όπως και πιθανώς maquignon και maquiller. Η αγγλική δανείστηκε mass από τη γαλλική (η οποία το ξαναβρήκε στον αγγλισμό mass media) και to amass.

  76. anna kallis said

    Πεζεβέγκης στα κυπριακά περιέχει ακόμα την έννοια του προαγωγού/μαστρωπού, τουλάχιστον στην γενιά των 35+. (Οι πιο μικροί πιθανόν να την θεωρούν ακόμα μια βρισιά όπως «μαλάκας» ή «κερατάς»). Φυσικά, βρισιά είναι, γιατί δεν την χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε απλά το επάγγελμα, δεν είναι δηλ αντίστοιχη του «νταβατζής» στην καθομιλουμένη. Ο υπαινιγμός είναι ότι ο υβριζόμενος εκδίδει την δική του γυναίκα, άρα είναι και κερατάς με την θέλησή του! (Εννοείται, αν είναι παρούσα και μια γυναίκα, η βρισιά αφορά και την ίδια.)

  77. sarant said

    Ευχαριστώ!

  78. Raskolnick said

    Γιατί όχι «πεζεβένγκης»? Κρατώντας το «νι» δεν είναι πιο εύηχο?

  79. Nikow said

    Ermanno Bencivenga Καθηγητής Φιλοσοφίας στο UC από το 1979,

Σχολιάστε